Ανακοίνωση σχετικά με τις εξελίξεις στο προσφυγικό/ μεταναστευτικό μετά τη Σύνοδο Κορυφής ΕΕ – Τουρκίας (17 και 18 Μαρτίου)

12661937_10156568063715584_1336132915126485983_n

Η πρόσφατη συμφωνία της ΕΕ με την Τουρκία δεν αποτελεί παρά μια ακόμα εγκληματική και αιματοβαμμένη συμφωνία. Μια ακόμα απόδειξη ότι η ΕΕ δεν αποτελεί παρά μια ιμπεριαλιστική ένωση που υπάρχει μονάχα για να υπερασπίζεται τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες θα διαχωριστούν και θα ταξινομηθούν. Θα εξοριστούν από τις κατοικημένες περιοχές της χώρας ή θα κλειστούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Θα παραμείνουν στην Ελλάδα εγκλωβισμένοι, σε ένα απροσδιόριστο νομικό καθεστώς, ή θα απελαθούν βίαια στην Τουρκία. Ελάχιστοι θα οδηγηθούν στην κεντρική Ευρώπη σαν εργατικό δυναμικό. Ήδη από τον Οκτώβριο του 2015 η Ντόιτσε Βέλλε μας ενημέρωνε ότι η “η προσφυγική κρίση θα έχει θετική επίδραση στην οικονομία της Γερμανίας. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η φθινοπωρινή έκθεση των κορυφαίων γερμανικών οικονομικών ινστιτούτων”. Η Ελλάδα έχει ήδη μετατραπεί σε ένα απέραντο στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Η Ευρώπη Φρούριο ορθώνει ακόμα πιο ψηλά τα τείχη της. Ο “Βαλκανικός Διάδρομος” κλείνει με κοινή απόφαση της ΕΕ και όχι με μονομερείς ενέργειες όπως υποστήριζε μέχρι πρόσφατα ο προπαγανδιστικός μηχανισμός της συγκυβέρνησης. Η ΠΓΔΜ έχει κλείσει εδώ και καιρό τα σύνορά της. Ιταλοί καραμπινιέροι περιπολούν, ήδη, τα ελληνο-αλβανικά σύνορα. Η Βουλγαρία έχει ήδη αναπτύξει στρατό κατά μήκος της συνοριογραμμής, ενώ αποφασίστηκαν και κοινές αεροπορικές και χερσαίες επιχειρήσεις κατά μήκος των συνόρων της με την ΠΓΔΜ.

Με τη συμφωνία του Μαρτίου, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συμφώνησε σε έναν ακόμα κανιβαλικό, αντι-μεταναστευτικό σχεδιασμό της ΕΕ. Αυτό πρακτικά σημαίνει:

– “Όλοι οι νέοι παράνομοι μετανάστες που διέρχονται από την Τουρκία στα ελληνικά νησιά ξεκινώντας από τις 20 Μαρτίου του 2016 θα πρέπει να επιστραφούν στην Τουρκία”.
– Όσοι φτάνουν από την Τουρκία στα ελληνικά νησιά θα καταγράφονται σε κλειστά κέντρα.
– Όσοι δεν υποβάλλουν αίτηση ασύλου στις ελληνικές αρχές, θα θεωρούνται «παράτυποι μετανάστες» και θα απελαύνονται βίαια στην Τουρκία. Μέχρι τότε θα κρατούνται σε κλειστά κέντρα κράτησης.
– Όσων οι αιτήσεις απορριφθούν θα απελαύνονται στην Τουρκία.
– Για κάθε ένα Σύριο πρόσφυγα που απελαύνεται στην Τουρκία, θα μεταφέρεται στην Ευρώπη ένας άλλος Σύριος που δεν έχει επιχειρήσει να μπει στην ΕΕ.
– Η Τουρκία αναγνωρίζεται -και από την Ελλάδα- ως ασφαλής χώρα επιστροφής, προκαλώντας κάθε στοιχειώδη λογική.
– Η συμφωνία δεν αναφέρεται καθόλου σε πρόσφυγες και μετανάστες άλλων χωρών, όπως Ιρακινούς, Αφγανούς, Παλαιστίνιους κλπ καθιστώντας το μέλλον τους πραγματικά αβέβαιο.
– Η συμφωνία επιτρέπει τη στρατιωτική επέμβαση στις κουρδικές περιοχές τόσο στην τούρκικη επικράτεια, όσο και μέσα στη Συρία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, σαν γνήσιο αστικό φιλευρωπαϊκό κόμμα, εφαρμόζει πλήρως την αντιμεταναστευτική πολιτική της ΕΕ. Χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες βρίσκονται εξαθλιωμένοι, εσκεμμένα εγκαταλελειμμένοι στην Ειδομένη, εφαρμόζοντας το ρητό της ακροδεξιάς κυβέρνησης του Σαμαρά “να τους κάνουμε το βίο αβίωτο”. Συνολικά, πάνω από 50.000 πρόσφυγες και μετανάστες βρίσκονται σήμερα εγκλωβισμένοι στην Ελλάδα. Κάποιοι μεταφέρονται σε κλειστά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στρατόπεδα συγκέντρωσης που δεν έκλεισαν ποτέ, παρά τα ψέμματα υπουργών και στελεχών της κυβέρνησης. Πρόσφατα, ο ίδιος ο ο αναπληρωτής υπουργός Μετανάστευσης Γ. Μουζάλας δήλωσε μέσα στη Βουλή ότι «δεν την κλείσαμε (την Αμυγδαλέζα), ποτέ δεν έπαψε να είναι εν λειτουργία», προσθέτοντας ότι απλώς είχαν καταστραφεί περίπου τα μισά κοντέινερ λόγω μιας παλαιότερης εξέγερσης. Οι υπόλοιποι μεταφέρονται σε “ανοιχτού” τύπου στρατόπεδα και αντιμετωπίζονται, πλέον, από τη συγκυβέρνηση σα σύγχρονα “μιάσματα”. Απομονωμένοι, μακριά από κατοικημένους τόπους, χωρίς πρόσβαση σε ιατρική φροντίδα και επαρκή σίτιση, χωρίς καν πρόσβαση σε στοιχειώδη ενημέρωση. Σήμερα, ο αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη Ν. Τόσκας, προκάλεσε ακόμα περισσότερο το λαϊκό αίσθημα,  δηλώνοντας ότι η κυβέρνηση μελετάει τη μεταφορά προσφύγων και μεταναστών σε “γειτονικά νησιά που είναι άδεια μέχρι στιγμής”. Ταυτόχρονα, η συγκυβέρνηση οργανώνει και το διεθνή αστυνομικο-στρατιωτικό μηχανισμό διαχωρισμού, κράτησης και βίαιων επαναπροωθήσεων.

Η ευρωπαϊκή διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών (οι οποίες προκαλούνται από τους πολέμους, τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, τη φτώχεια και τα αυταρχικά καθεστώτα) δεν αποτελεί μονάχα ένα σχέδιο οχύρωσης της ΕΕ και ανάπτυξης της οικονομίας της, αλλά και ένα χρυσοφόρο πεδίο για τις πολυάριθμες ΜΚΟ και τις ελληνικές επιχειρήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Η εταιρεία Intrakat, συμφερόντων του Σωκράτη Κόκκαλη, πήρε τη μερίδα του λέοντος στο διαγωνισμό για την προμήθεια οικίσκων των στρατοπέδων συγκέντρωσης με το προκλητικό κόστος των 9.650 ευρώ για κάθε κοντέινερ, χωρίς το ΦΠΑ.

Η σύμπλευση ΝΑΤΟ (με ναυτική αποστολή, που εγκρίθηκε μετά από κοινό αίτημα Γερμανίας, Ελλάδας και Τουρκίας) και FRONTEX αποτελεί σίγουρα σημαντικό κομμάτι της στρατιωτικοποίησης της αντιμεταναστευτικής πολιτικής. Ήδη, στις Ένοπλες Δυνάμεις στην Ελλάδα έχουν παραχωρηθεί αυξημένες αρμοδιότητες, αφού κατασκευάζουν και λειτουργούν κέντρα κράτησης. Η αντιμεταναστευτική πολιτική αποτελεί, ταυτόχρονα, σημαντικό πρόσχημα για τη συγκέντρωση ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων κοντά στη Συρία, αλλά και το βάθεμα και την επέκταση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Απέναντι σε αυτήν τη συνθήκη οφείλουμε να κινητοποιήσουμε όλες μας τις δυνάμεις. Να αναπτύξουμε πολύμορφη δράση αλληλεγγύης στα ταξικά μας αδέρφια, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Να δημιουργήσουμε δομές προλεταριακής αλληλεγγύης. Δομές που θα εναντιώνονται στους πλαστούς και τεχνητούς διαχωρισμούς “προσφύγων” και “μεταναστών”, στη λογική της ανάθεσης και τις χρηματοδοτούμενες ΜΚΟ. Αυτοργανωμένες δομές υγείας, στέγασης και σίτισης. Και παράλληλα, αδιαχώριστα, να αγωνιστούμε ενάντια στους πολέμους και τις σφαγές του ιμπεριαλισμού. Ενάντια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ενάντια στην παρουσία της Frontex και του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο. Να παλέψουμε για ανοιχτά σύνορα, ελεύθερη και ασφαλή μετακίνηση για όλους.

Συνέλευση αναρχικών-κομμουνιστών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην ΕΕ

29 Μαρτίου 2016

Ο αγώνας ενάντια στις μαφίες και τον κοινωνικό κανιβαλισμό ως κόμβος μιας επαναστατικής στρατηγικής για τα Εξάρχεια

pano__plateia_2

Στα Εξάρχεια διεξάγεται σήμερα μια σκληρή κοινωνικοπολιτική αναμέτρηση. Με αιχμή το ζήτημα της μαφίας και του κοινωνικού κανιβαλισμού –που πυροδoτήθηκε εκ νέου από τη δολοφονική επίθεση ναρκεμπόρων εναντίον τριών μελών του κατειλημμένου κοινωνικού κέντρου Βοξ στις 27 Φεβρουαρίου- δύο κόσμοι έχουν λάβει θέση μάχης, ξεδιπλώνοντας δύο διαμετρικά αντίθετες στρατηγικές για την περιοχή. Η μια, φορέας της οποίας είναι ο κόσμος του κράτους και του κεφαλαίου, είναι σαφής: εδραίωση της -πλήρως ελεγχόμενης απο το αστυνομικοδικαστικό σύμπλεγμα- ναρκομαφίας, εξάπλωση της λουμπενοποίησης και των φαινομένων κοινωνικού κανιβαλισμού, αστυνομικός αποκλεισμός της περιοχής, κλείσιμο των δομών κοινωνικής αυτοοργάνωσης, μετατροπή των Εξαρχείων σε ένα χαμηλής αισθητικής διασκεδαστήριο, εντατικής και κακοπληρωμένης εργασίας. Με άλλα λόγια, η ριζική αλλοίωση των κοινωνικών, πολιτικών και ιστορικών χαρακτηριστικών της περιοχής και τελικά, η κοινωνική και πολιτική της ερημοποίηση. Στρατηγική απόλυτα συμβατή βέβαια με τη γενικότερη αστική στρατηγική εν μέσω κρίσης, την οποία συμπυκνώνει η ανελέητη επίθεση στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις, που με αιματηρούς αγώνες κέρδισε τις προηγούμενες δεκαετίες το κοινωνικό-λαϊκό κίνημα.

Η υποτίμηση, λοιπόν, των όρων επβίωσης της εργατικής τάξης, ως αναγκαίος όρος για την υπέρβαση της κρίσης προς όφελος του κεφαλαίου, προσδιορίζει και στην περίπτωση των Εξαρχείων τον χαρακτήρα και τον τελικό σκοπό της εκεί ασκούμενης κρατικής πολιτικής. Υπό αυτήν την έννοια, τόσο το περιεχόμενο μιας έκφρασης της πολιτικής αυτής -όπως είναι αυτή της μαφίας- όσο και η αντίδραση σε αυτήν δεν μπορεί να ειδωθεί έξω από τον ταξικό της καθορισμό. Ως αντιπρολεταριακή αντικινηματική αιχμή από τη μια, και ως προλεταριακή κινηματική αντίσταση από την άλλη. Αν έτσι όμως, συνοψίζεται η αστική στρατηγική στα Εξάρχεια, πώς διαμορφώνονται τα πράγματα στην άλλη πλευρά; Ποιο σχέδιο, δηλαδή, καθοδηγεί τους φορείς της προλεταριακής-λαϊκής πολιτικής στην περιοχή, τις δομές κοινωνικής αυτοοργάνωσης και ταξικής αλλήλεγγύης, τις αναρχικές και κομμουνιστικές συλλογικότητες; Τι σημαίνει για τις δυνάμεις αυτές η σύγκρουση με τις μαφίες και τον κοινωνικό κανιβαλισμό; Είναι απλά μια έκφραση αντίστασης απέναντι σε μια κατάσταση που απλά δεν πάει άλλο, ή μήπως η πάλη για να φύγει το ναρκεμπόριο από τα Εξάρχεια υπηρετεί μια γενικότερη στρατηγική για την περιοχή;

Ισχυριζόμαστε το δεύτερο. Παρά τις επιμέρους διαφορές ανάμεσα στις δυνάμεις που συγκροτούμε αυτή τη στιγμή το μέτωπο ενάντια στις μαφίες, είναι κοινός μας τόπος ότι η πάλη αυτή αποτελεί κεντρικό κόμβο μιας στρατηγικής που δεν αρκείται σε «Εξάρχεια χωρίς μαφίες και κοινωνικό κανιβαλισμό», αλλά ανιχνεύει στο εδώ και τώρα της ταξικής πάλης τη δυνατότητα συγκρότησης μαζικών δομών προλεταριακής-λαϊκής αντιεξουσίας. Στρατηγική που επικοινωνεί και βρίσκεται σε πλήρη συνάφεια με τη γενικότερη στρατηγική του προλεταριακού- λαϊκού κινήματος στις σημερινές συνθήκες, όπου η φτωχοποίηση μεγάλων κομματιών του πληθυσμού, η εξαφάνιση των μηχανισμών κοινωνικής πρόνοιας, η στρατιωτικοποίηση της καταστολής και η προσφυγική κρίση έχουν καταστήσει τις δομές κοινωνικής αυτοοργάνωσης και ταξικής αλληλεγγύης σε κεντρικούς άξονες της επαναστατικής πολιτικής.

Ως τέτοιες δομές δεν εννοούμε φυσικά κάποιους κομμουνιστικούς ή αναρχικούς μικροκόσμους αποκομμένους από τον καπιταλιστικό περίγυρο, αλλά δομές που ξεδιπλώνουν αντικαπιταλιστικές πρακτικές, δομές που εκφράζουν δυνητικές μορφές κοινωνικής απελευθέρωσης, μορφές δηλαδή, που τηρουμένων των αναλογιών, υλοποιούν την τάση για κοινωνική χειραφέτηση. Ωστόσο, κάτι τέτοιο προϋποθέτει τη ρήξη με την ίδεα του κομμουνισμού και της αναρχίας ως ιδανικών προς εφαρμογή σε κάποιο ακαθόριστο μέλλον. Η αναρχία, ο κομμουνισμός είναι κάτι πολύ διαφορετικό από ένα ιδεώδες∙ είναι, όπως έλεγε ο Μαρξ, η «πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων», μια δυναμική τάση του παρόντος που διαπερνά το σύνολο των κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών. Ως τέτοια επομένως, αναπτύσσεται μέσα από το σημερινό κίνημα∙ στοχεύει στην ανατροπή των υφιστάμενων συσχετισμών και τη συγκέντρωση δυνάμεων για αναμετρήσεις που θα θέσουν επί τάπητος το κύριο επίδικο μιας επαναστατικής διαδικασίας: αυτό της εξουσίας και της αντιεξουσίας.

Μιλώντας βέβαια για εξουσία και αντιεξουσία (ή για δυαδική εξουσία), δεν αναφερόμαστε απλά στην οριακή συνθήκη όπου δύο εχθρικά ταξικά στρατοπέδα διατάσσονται εντός μια συνθήκης επαναστατικής κρίσης, αλλά για κάτι πολύ πιο άμεσο και απτό: για τη συνθήκη εκείνη όπου μέσα από τη δυναμική της ταξικής πάλης, την όξυνση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης και την άνοδο της λαϊκής συνειδητότητας, αναδύονται μορφές μιας νέας θέσμισης (κοινωνικής, πολιτικής, οικονομκής) σε σύγκρουση με τις υπάρχουσες αστικές-κρατικές. Τι άλλο από αυτό συμβαίνει σήμερα στις φτωχογειτονιές της Κωνσταντινούπολης και του Ντιγιαρμπακίρ, στις επαρχίες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ στην Α. Ουκρανία, στη Τσιάπας στο Μεξικό, στη Γάζα και αλλού; Και τί άλλο εκφράζουν τα παραπάνω παραδείγματα, αν όχι την ανάπτυξη μιας δυαδικής εξουσίας, μιας επαναστατικής διαδικασίας που συνδυάζοντας τον πόλεμο με την οικοδόμηση συγκροτεί νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, νέους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς;

Υπό αυτήν την έννοια, η περιφρούρηση των Εξαρχείων απέναντι στην πολύμορφη καταστολή έχει ένα βαθύτερο περιεχόμενο. Στην πραγματικότητα, από την αποτελεσματική υπεράσπιση της γειτονιάς και των κοινωνικών της δομών, κρίνεται η δυνατότητα του κινήματος να δημιουργεί ανταγωνιστικές μορφές κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, κρίνεται η δυνατότητα σύμπηξης πλατιών κοινωνικών συμμαχιών, κρίνεται εν τέλει η ικανότητά του να δρα επαναστατικά. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υπάρχουσες -όσο και οι μελοντικές- δομές κοινωνικής αυτοοργάνωσης και ταξικής αλληλεγγύης στην περιοχή είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα δίχτυ ασφαλείας για εργαζόμενους, άνεργους, νέους, προσφυγες. Ένα λαϊκό συσσίτιο, ένα κοινωνικό ιατρείο, ένα κοινωνικό κέντρο, μια δομή αυτοάμυνας, όλα αυτά δεν προστατεύουν μόνο από την ανέχεια, την αποξένωση και την καταστολή, αλλά υποδεικνύουν έμπρακτα, τόσο σε αυτούς που τα λειτουργούν, όσο και σε αυτούς που τα χρησιμοποιούν, μια άλλη προοπτική. Την προοπτική ενός άλλου κόσμου. Την προοπτική της κοινωνικής επανάστασης, της αναρχίας και του κομμουνισμού.

ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ,

ΤΙΣ ΜΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΝΙΒΑΛΙΣΜΟ,

ΣΑΒΒΑΤΟ 2/4, ΠΛ. ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ, 5ΜΜ

Συνέλευση αναρχικών- κομμουνιστών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην ΕΕ

Έξω το ναρκεμπόριο από την πλατεία Εξαρχείων: Διαδήλωση, Σάββατο 2 Απρίλη, 17.00 από την πλατεία Εξαρχείων

12931200_1062442210497672_6390474258710643003_n

Έξω το ναρκεμπόριο από την πλατεία Εξαρχείων

Ενάντια στο “παράνομο” και “νόμιμο” κεφάλαιο,

τις μαφίες του και την αστυνομία του.

Μαζικός ανυποχώρητος αγώνας για τα Εξάρχεια

της κοινωνικής αυτοοργάνωσης και της ταξικής αλληλεγγύης.

Διαδήλωση, Σάββατο 2 Απρίλη, 17.00 από την πλατεία Εξαρχείων

Συνέλευση αναρχικών-κομμουνιστών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην ΕΕ

1977, Ηρωίνη και Επανάσταση: Συζητώντας με τον Vincenzo Miliucci (Εργατική Αυτονομία).

1513749_762089660536665_2030463204895180985_nΤο ζήτημα των ναρκωτικών ουσιών καθαυτό αλλά και η σχέση τους με τ’ ανατρεπτικά-επαναστατικά κινήματα αποτελεί ένα πολύπλοκο και ακανθώδες ζήτημα, ένα θέμα σχεδόν ταμπού. Επιλέξαμε να μεταφράσουμε το κείμενο που ακολουθεί, χωρίς να ταυτιζόμαστε απόλυτα με τις πολιτικές θέσεις που εκφράζει ο Vincenzo Miliucci, θεωρώντας όμως την παράθεση των αποτιμήσεων του, μια χρήσιμη τροφή για σκέψη γύρω από ένα πρόβλημα που δυστυχώς παραμένει τραγικά επίκαιρο.

***

Η ιστορία ξεκινάει με το άνοιγμα μιας έδρας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας [Partito Comunista Italiano (P.C.I)], η οποία είχε εγκαινιαστεί από τον ίδιο τον γενικό γραμματέα του Κόμματος Enrico Berlinguer, στη συνοικία Nomentano της Ρώμης. Βρισκόμαστε στα μέσα του 1967 και ο Vincenzo Miliucci μέχρι τότε δεν διαθέτει ουσιαστικά καμία πολιτική εμπειρία. Σύντομα η έδρα θ’ αποτελέσει ένα σημείο αναφοράς για τους προλετάριους της συνοικίας και φτάνει τους 130 εγγεγραμμένους, στην πλειοψηφία τους οικοδόμοι. Τον Μάη του 1968 ο Vincenzo συμμετέχει στην πρώτη προεκλογική εκστρατεία και φτάνει ν’ αναλάβει τη θέση του γραμματέα της έδρας, ενώ ταυτόχρονα συντηρείται δουλεύοντας σαν εργάτης στην Enel [η ιταλική Δεη]. Έπειτα έρχεται η άνοιξη της Πράγας και μαζί μ’ άλλους συντρόφους του εγκαταλείπουν το P.C.I, διαφωνώντας με τη σοβιετική εισβολή και προσχωρεί στην ομάδα Manifesto. Μια σύντομη αλλά έντονη διαδρομή που τερματίστηκε εξαιτίας της “κατακρήμνισης προς τον εκλογισμό” της Castellina και των συντρόφων της. Εν τω μεταξύ ο Miliucci αναπτύσσει γόνιμες σχέσεις με 4 ομαδοποιήσεις, εδαφικά ιδιαίτερα δραστήριες: η πολιτική επιτροπή της Enel, η συλλογικότητα στην Πολυκλινική, η πολιτική επιτροπή, η Ενωτική Επιτροπή Βάσης [Comitato Unitario di Base (C.U.B)] των σιδηροδρομικών. Αυτές οι ομαδοποιήσεις νοικιάζουν ένα χώρο στην οδο dei Volsci, στη συνοικία San Lorenzo, και δίνουν ζωή σ’ αυτό το πολιτικό οικοδόμημα που στη συνέχεια θ’ αποτελέσει την εμβρυακή μορφή της Εργατικής Αυτονομίας [Autonomia Operaia], το χωνευτήρι μέσα στο οποίο θ’ αναπτυχθεί το κίνημα του 1977.

Είναι ακριβώς εκείνα τα χρόνια που αρχίζει να τίθεται το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στην πολιτική στράτευση και τα ναρκωτικά. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, μια νέα ουσία κυριεύει τη ζωή πολυάριθμων συντρόφων: η ηρωίνη. Οι δρόμοι των λαϊκών συνοικιών γεμίζουν με φαντάσματα, με παιδιά που σταδιακά χάνουν κάθε επαφή με την πραγματικότητα: η δουλειά, οι σπουδές, ο πολιτικός ακτιβισμός παραγκωνίζονται από την αχόρταγη και απελπισμένη αναζήτηση της δόσης. Έπειτα, προκύπτουν οι πρώτοι νεκροί και το πρόβλημα εκρήγνυται ξεκάθαρα.

“Το ζήτημα είχε ήδη τεθεί στο Μιλάνο, όπου η ηρωίνη είχε διαδοθεί πριν από την υπόλοιπη Ιταλία – εξηγεί ο Miliucci. Στη Ρώμη, το μηνιαίο έντυπο της via dei Volsci αναλύει πολλές φορές το θέμα, με σκέψεις για την εξάπλωση και την έκταση του προβλήματος. Αναδύονται όλες οι δυσκολίες παρέμβασης γύρω απ’ αυτό το φαινόμενο τον οποίο αρχίζει να γίνεται αντιληπτό σαν άμεση επιβολή της εξουσίας και σαν εργαλείο της καταστολής. Έτσι προκύπτει η αναγκαιότητα για μια πιο διεξοδική αντιμετώπιση. Σ’ εμάς το θέμα των ναρκωτικών συζητήθηκε για πρώτη φορά, μ’ οργανικό τρόπο, τον Οκτώβρη του ’76. Διάφοροι σύντροφοι υπόκεινται σε πραγματικές κοινωνικές δίκες, οι οποίες πραγματοποιούνται σε διάφορες συνεδριάσεις. Όποιος καταναλώνει ηρωίνη ναρκοθετεί την πολιτική διαδρομή του και θέτει σε κίνδυνο και άλλους συντρόφους. Το ζήτημα επομένως αντιμετωπίζεται μετωπικά: αυτοί που αρνούνται ακόμα και την ίδια την ύπαρξη του προβλήματος απομακρύνονται οριστικά, αφού δεν θεωρούμε ότι μπορεί να βρεθεί μια μέση λύση”.

Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση χειροτερεύει αμέσως μετά το ’77, σε άμεση συνάρτηση με την κρίση του κινήματος. Όταν χάνεται η πολιτική ορμή – εξηγεί ο Miliucci – το πλαίσιο γίνεται τραγικό. Στη φάση κατά την οποία η επαναστατική ένταση βρίσκεται στην ακμή της, οι τεχνητοί παράδεισοι δεν βρίσκουν εύκολα γόνιμο έδαφος. Τη στιγμή που γίνεται αντιληπτή η αίσθηση της ήττας, η καταφυγή στην ηρωίνη εξαπλώνεται. Αυτό το δράμα εξελίσσεται αμέσως μετά το ’77 και κορυφώνεται το ’79. Η αίσθηση της οπισθοχώρησης θέτει την καθιέρωση της ηρωίνης σαν πραγματικό κοινωνικό αναισθητικό. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πολλοί σύντροφοι αρχίζουν να θέτουν στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας τη μάχη ενάντια σ’ αυτήν την πληγή. Η υποψία ότι η ηρωίνη αποτελεί ένα κατασταλτικό εργαλείο γίνεται όλο και πιο βάσιμη. Έπειτα πρέπει να συνυπολογιστεί ο ανθρώπινος παράγοντας. Στις εργατικές επιτροπές και τη συλλογικότητα της via dei Volsci, 8 άτομα ήταν αυτά που έκαναν κατάχρηση ηρωίνης: το να βλέπεις φίλους και συντρόφους να βυθίζονται ανεπιστρεπτί προς την αυτοκαταστροφή σε ωθεί ν’ αγωνιστείς λυσσασμένα ενάντια σ’ αυτόν τον ύπουλο εχθρό.

Το 1980 ο Vincenzo Miliucci καταδικάζεται σε 8 μήνες κάθειρξης στις ειδικές φυλακές μετά το κλείσιμο του Ράδιο Κόκκινο Κύμα [Radio Onda Rossa], τους οποίους και θα εκτίσει σε μία από τις ποινικές πτέρυγες της φυλακής της Rebibbia [στη Ρώμη]. Εκεί, το δράμα της ηρωίνης αποκτά διαστάσεις ακόμα πιο εφιαλτικές.

“Στην πτέρυγα όπου έκτισα την ποινή μου, το 15 με 20% των κρατουμένων ήταν ηρωινομανείς. Άτομα εντελώς εκμηδενισμένα, καθοδηγούμενα μονάχα από την αναζήτηση της πρέζας. Καμία άλλη συγκίνηση, καμία άλλη φιλοδοξία πέρα από εκείνη του σουταρίσματος. Όταν αποφυλακίστηκα και άρχισα και πάλι να γυρνάω την Ιταλία παρατήρησα μια συνθήκη απόλυτης ισοπέδωσης. Ιδιαίτερα στους δρόμους του Μιλάνου εκδηλώνεται μια πραγματική καταστροφή: σκηνές ανατριχιαστικές, νέοι πεταμένοι στις γωνιές των δρόμων, ένα βήμα πριν το θάνατο. Προσωπικά, μια τόσο έντονη συναισθηματική φόρτιση την είχα βιώσει ήδη το ’75, κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης κατάληψης σπιτιών στην Ostia. Σ’ αυτά τα κτίρια 5.000 άνθρωποι προερχόμενοι από τα γκέτο της Ρώμης συμβιώνουν με μια τεράστια ανοιχτή αγορά διακίνησης ουσιών. Εκεί συναντώ αυτούς που αργότερα θ’ αποτελέσουν τους ηθοποιούς της ταινίας Τοξική Αγάπη [Amore Tossico]. Για έναν από τους πρωταγωνιστές, η κόλαση της ηρωίνης έκλεισε με τον θάνατο από Aids”.

Η συγκεκριμένη ουσία πλέον έχει μετατραπεί σε μια ανελέητη κοινωνική πανούκλα. Και ακριβώς για την ανακοπή της διάδοσης αυτού του φαινομένου, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80 γεννιούνται τα πρώτα κοινωνικά κέντρα.

“Η πρώτη αποστολή τους είναι ακριβώς ο απεγκλωβισμός των προαστίων από τη μέγγενη της ηρωίνης: ήταν ένας ανανεωτικός τρόπος για ν’ ανακαλυφθεί και πάλι η πολιτική”.

Επομένως, το κίνημα αναλαμβάνει μια αποφασιστική λειτουργία, της οποίας όταν αρχίζει να χάνεται η κινητήρια δύναμη της, η κατάσταση επιδεινώνεται. Πρόκειται για μια κατάσταση που χαρακτήρισε τα πιο πρόσφατα χρόνια:

“Αρκεί κάποιος να σκεφτεί την περίπτωση της συνοικίας του San Lorenzo στη Ρώμη. Μέχρι το 1993-94 στη γειτονιά δεν γινόταν ποτέ διακίνηση, πέρα από κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις στην περιοχη του Scalo. Η πολιτική δράση υπερτερούσε έναντι κάθε άλλης δραστηριότητας: οι αγώνες για το πλαφόν στα πάγια και την οριοθέτηση των τιμών των ενοικίων για τους φοιτητές, οι αυτομειώσεις στους λογαριασμούς και την υπεράσπιση των μαστόρων που δούλευαν στη συνοικία. Όταν φεύγουν οι συνοικιακές επιτροπές, τα πάντα αλλάζουν ριζικά”. Το ίδιο συμβαίνει και στη συνοικία του San Basilio.

“Γύρω στο 2002 άρχισαν να εξασθενούν μερικά πολιτικά σημεία αναφοράς τα οποία, παρ’ όλες τις δυσκολίες, είχαν επιτρέψει όλα αυτά τα χρόνια να δημιουργηθούν εκείνες οι απαραίτητες κοινωνικές δικτυώσεις που έμπαιναν εμπόδιο στην παρακμή. Η εξαφάνιση αυτών των υποκειμενικοτήτων και η επιστροφή του ατομισμού έριξαν τη συνοικία σ’ ένα συλλογικό δράμα. Το San Basilio μετατράπηκε σε κάτι σαν τη Scampia [σ.τ.μ υποβαθμισμένο προάστιο στα περίχωρα της Νάπολης, προπύργιο της Καμόρα]”.

San Lorenzo και San Basilio: περιοχές στις οποίες το πρόβλημα παρουσιάστηκε από την διάδοση της κοκαΐνης. Μια ουσία που εισάγει νέες εντάσεις σε σύγκριση με το παρελθόν και της οποίας η εξάπλωση, κυρίως στη Ρώμη, συνδέεται άρρηκτα με την προέλαση της άκρας δεξιάς στα γήπεδα.

“Όποιος έκανε χρήση ηρωίνης προσπαθούσε πάντοτε να το κρύψει, ντρεπόταν. Σήμερα όμως η χρήση κοκαΐνης είναι σχεδόν στοιχείο περηφάνιας, ένα είδος φάρμακου για την αντιμετώπιση των εξωφρενικών ρυθμών της σύγχρονης κοινωνίας. Η χρήση της συγκεκριμένης ουσίας κατέγραψε μια αλματώδη αύξηση τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, όταν η άκρα δεξιά κατέκτησε τον έλεγχο στα πέταλα των γηπέδων. Μ’ αυτήν την έννοια η περίπτωση της Ρώμης είναι χαρακτηριστική. Με το τερματισμό της εμπειρίας των Fedayn [σ.τ.μ σύνδεσμος οπαδών, με κομμουνιστική ιδεολογική αναφορά, που κυριάρχησε από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και για περίπου 20 χρόνια στους οργανωμένους οπαδούς της Roma], η δεξιά μετέτρεψε το πέταλο σ’ επίκεντρο της διακίνησης [ναρκωτικών ουσιών]. Η δυνατότητα διαχείρισης μεγάλων χρηματικών ποσών προσέλκυσε πάρα πολλούς νεολαίους: αρκεί κάποιος να σκεφτεί ότι χάρη σ’ αυτήν τη μπίζνα, ένας νεολαίος μπορούσε να τσεπώνει 600.000 λιρέτες την εβδομάδα. Το κίνημα πάντοτε υποτίμησε αυτό το φαινόμενο και πράγματι δεν κατάφερε ποτέ να παρέμβει για να εμποδίσει αυτήν την τάση”.

Η υποτίμηση του φαινομένου των ναρκωτικών είχε επομένως τραγικά αποτελέσματα για το κίνημα. Πρόκειται για μια πολύπλοκη υπόθεση, η οποία συχνά υποτιμάται ή ακόμα και αγνοείται από τη βιβλιογραφία και τις αναμνήσεις των πρωταγωνιστών.

“Οι ναρκωτικές ουσίες εξασκούν μια τεράστια γοητεία, της οποίας το βασικό χαρακτηριστικό είναι μια περιέργεια που μοιραία καταλήγει να μετατρέπεται σε αφέλεια. Πιθανότατα η δικιά μας αντίληψη για το ζήτημα δεν ήταν η δέουσα και έτσι εξασκήσαμε την ελάχιστη δράση, σκεπτόμενοι αποκλειστικά την υπεράσπιση της κοινότητας μας και αρκούμενοι στον περιορισμό της ζημιάς. Παρ’ όλα αυτά, και μιλάω κυρίως για τη δική μου εμπειρία, η οπισθοχώρηση του κινήματος δεν καθορίστηκε από τα ναρκωτικά. Η ήττα μας ήταν μια ξεκάθαρα πολιτική ήττα, αποτέλεσμα της κατασταλτικής επέλασης του Κράτους και της υπόθεσης Μόρο. Όπως και να έχει, πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε ότι σήμερα η κατάσταση έχει ξεκάθαρα χειροτερέψει: μειώθηκαν οι στέρεες υποκειμενικότητες που θέτουν αυστηρά όρια, που είναι απαραίτητα για να φραχτεί ο δρόμος στην καλπάζουσα κουλτούρα της κραιπάλης. Το φαινόμενο εξαπλώνεται και αποτελεί μια αυξανόμενη απειλή. Θυμάμαι ένα σύνθημα της εποχής μου: “Ούτε ηρωίνη, ούτε αστυνομία”. Αποτέλεσε για χρόνια ένα πολύ ισχυρό στοιχείο ταυτότητας, αυτό ακριβώς που λείπει σήμερα”

μετάφραση: Προλεταριακή Πρωτοβουλία, Αθήνα Μάρτης 2016

πηγή: http://glianni70.it/1977-eroina-e-rivoluzione-conversando-con-vincenzo-miliucci-autonomia-operaia/

 

I had a dream.

Scan2-bw

Ξύπνησα από τις εννιά γεμάτος ανυπομονησία και ενθουσιασμό. Σήμερα θα γίνουν τα εγκαίνια του γηπέδου της Αεκάρας μας, με φιλικό αγώνα ανάμεσα στην ΑΕΚ και τους παλαίμαχους. Σχεδόν δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ. «Ο-ο-οοό! Α-α-ααά! Γήπεδο στη Νέα Φιλαδέλ-φειααά!» Φτιάχνω μια φραπεδιά και βγαίνω στην αυλή. Ο καιρός σχεδόν καλοκαιρινός, υπέροχη μέρα για μπάλα. Το σπίτι μας είναι παλιό, προσφυγικό, με θέα το ρέμα και το πάρκο του Προμπονά. Η γιαγιά Γιολάντα, πρόσφυγας από το Αϊβαλί, ήρθε μαζί με πολλούς άλλους στη Φιλαδέλφεια όταν ήταν ακόμα κοριτσάκι. Η γιαγιούλα μου, καλοσυνάτη και πάντα πρόσχαρη αλλά από πολύ φτωχή οικογένεια. Το σπίτι το νοίκιασαν και δούλευαν όλοι σαν τα σκυλιά για να το κάνουν κούκλα όπως είναι και να το συντηρήσουν. Η γιαγιά δεν ζει πια και τώρα είμαστε δώ, εγώ και η μάνα μου, ράφτρα από τις λίγες, δε βγάζει πολλά αλλά φτάνουν για το νοίκι και για ένα φαΐ στο τραπέζι.

Χτυπάει το κινητό μου και είναι ο Μήτσος ο Γκρέμλιν. Θα έρθει να με πάρει με το παπί για να πάμε στο γήπεδο.

– Έλα ρε Μήτσο, πού είσαι;
– Ρε συ, να τα πούμε κατευθείαν στο γήπεδο; Έκλεισα ραντεβού να μιλήσω για δουλειά.
– Καλά ρε! Τα λέμε εκεί, σε μια ώρα. Έλα ρε Αεκάρααα!
– Τα λέμε εκεί φίλε, έχω χεστεί πάνω μου από τη χαρά!

Ο Μήτσος ο Γκρέμλιν, είναι ο κολλητός μου, Αεκτζής και ξηγημένος όσο κανένας. Δουλεύει από τα 14 του κι είναι σπαθί. Εγώ δεν δουλεύω τώρα. Είμαι γραφίστας και δουλειές δεν υπάρχουν ούτε για δείγμα. Θέλουνε να δουλεύεις τζάμπα, σα σκλάβος και να λες και φχαριστώ από πάνω. Με έπιασε τις προάλλες ο Ιταλός, από τους παλιούς συνδεσμίτες και μου είπε: «Ρε άτομο, γιατί δεν έρχεσαι να δουλέψεις για την ομάδα; Ο Τίγρης ψάχνει για έμπιστα άτομα και δίνει πολλά». Του είχα πει τότε: «η ΑΕΚ είναι ιδέα ρε και συ θες να τη δω σα δουλειά; Καλύτερα να πεινάσω». «Σιγά ρε φίλε, σε όλες τις ομάδες έτσι είναι, τι το ψάχνεις;» μου απάντησε ενοχλημένος. Από τότε, μου μιλάει τυπικά και σχεδόν με στραβοκοιτάει, αλλά δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα. Είμαι και γω παλιός και όλοι ξέρουν ότι δίνω και την ψυχή μου για την ΑΕΚ.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε η ώρα. Παίρνω την κάρτα φιλάθλου και τη βάζω στο μπουφάν. Διεύθυνση, τηλέφωνο, ΑΜΚΑ και πολύ μπλε. Πολύ φακέλωμα, βρε παιδάκι μου, αλλά χωρίς αυτή δεν μπαίνεις στο γήπεδο.

Βγαίνω στο δρόμο και, μετά από μερικά στενά, κατεβαίνω τη Σμύρνης. Ένα ελικόπτερο πετάει πάνω απ’ το κεφάλι μου και μου χαλάει το ζεν. Σμύρνης και Προύσης είναι μια διμοιρία ματατζήδες. Θυμάμαι το ξύλο με τους μπάτσους στον τελικό με το βάζελο το 2011. Τον Μήτσο τον Γκρέμλιν κόντεψαν να τον σακατέψουν τότε. Τον είχαν στείλει στο νοσοκομείο με σπασμένο χέρι και 6 ράμματα στο κεφάλι. Τους κοιτάω με μίσος. «ΑΕΚ ρε μουνιααά!», τους φωνάζω και τρέχω. Κάνω να κοιτάξω πίσω και σκοντάφτω σε κάτι καρέκλες. Αυτά δεν είναι πεζοδρόμια, καρεκλοδρόμια θα ‘πρεπε να τα λένε. Σηκώνομαι και συνεχίζω να τρέχω. Δύο από τους ματατζήδες κάνουν να με κυνηγήσουν, αλλά τους αφήνω πίσω. Λίγο πριν φτάσω στην Αγίας Τριάδος βλέπω τέσσερις Διάδες να κοιτούν προς το μέρος μου αγριεμένοι. «Τώρα την έκατσα! Από πού να φύγω;». Τρέχω και μπαίνω σε μια οικοδομή χωρίς να με δουν και κρύβομαι μέχρι να βαρεθούν και να με παρατήσουν. Κοιτάω την επιγραφή: «Προσεχώς παραδοσιακό πολίτικο κεμπάμ». «Κι άλλο σουβλατζίδικο;» Σκέφτομαι. «Εδώ δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε και όλο ανοίγουν φαγάδικα. Ας είναι, τουλάχιστον θα ανοίξουνε δουλειές.»

Οι μπάτσοι έχουν φύγει. Βγαίνω και συνεχίζω προς το γήπεδο. Πλήθος κόσμου περπατάει δίπλα μου. Και νάτο μπροστά μου! Το καινούργιο γήπεδο της ΑΕΚ! Το παρατηρώ όπως πλησιάζω. Μάνα μου, είναι τεράστιο, τσιμεντένιο, και … τεράστιο! Κρύβει μέχρι και τον ήλιο! Έξω από το γήπεδο, βρίσκω τον Μήτσο τον Γκρέμλιν. Μου φαίνεται τσαντισμένος. Κοιτάω γύρω μου. Πλήθος Αεκτζήδων, οικογένειες με τα παιδιά τους, δημαρχαίοι νυν και πρώην, παπάδες, κυρίες με τα καλά τους και πολλοί μπάτσοι. Όχι απλώς πολλοί, αμέτρητοι! Και κάμερες, κάμερες παντού! Μετά από άπειρους ελέγχους και ψαξιματικές μπαίνουμε μέσα και καθόμαστε. Από μακριά βλέπω τον Τίγρη με όλους τους παράγοντες. Μα τι σκατόφατσες είναι αυτές; Οι μισοί φαίνονται ότι θα πουλούσαν και τη μάνα τους. Α, να και ο Ιταλός δίπλα στον Τίγρη, όλο τουπέ, με κοιτάει και μετά γυρίζει το κεφάλι του από την άλλη χωρίς να με χαιρετήσει. Δίπλα ο Αγρινιώτης – και μαζί ο «μετανοημένος» φασιστάκος του Ghetto club.

«Ρε συ, τι είναι αυτό;», με σκουντάει ο Μήτσος.

– Ποιο ρε;
– Αυτό ρε, πάνω από τα κεφάλια μας!
– Κοιτάω πάνω και τι να δω! Ένα drone!
– Μαλάκα, ιπτάμενο ρομπότ με κάμερα: αυτό βλέπει και τι σώβρακο φοράς!

Αρχίζει το παιχνίδι. Οι παίχτες σέρνονται λες και κάνουν αγγαρεία. Τόσα εκατομμύρια και θέαμα τίποτα. Τουλάχιστον οι παλαίμαχοι τα δίνουν όλα. Αυτοί ξέρουν από μπάλα.

Τελειώνει το ματς ισοπαλία 1-1. Σηκωνόμαστε με το Μήτσο να φύγουμε.

– Τι κάνουμε; Πάμε κάνα Άλσος;
– Ναι, πάμε να σου πω και για τη δουλειά.

Ανεβαίνουμε προς το Άλσος και στην κάτω πόρτα βλέπουμε άλλες δυο κάμερες να μας κοιτάνε διερευνητικά. Μπαίνουμε και αράζουμε στην παλιά πίστα των σκεϊτάδων.

– Για λέγε, τι έγινε με τη δουλειά;
– Πήγα σε αυτό το καινούργιο σουβλατζίδικο, το κυριλέ, που ζητάγανε ντελιβερά. Μου λέει το αφεντικό, ένας πιτσιρικάς με βαμμένο ξανθό μαλλί: «Άκου, 10ωρο, 3 ευρώ την ώρα. Βενζίνες-σέρβις δικά σου. Δύο ένσημα θα σου βάζω και τα δώρα ξέχασέ τα! Δε με νοιάζει τι λέει το κράτος… Εγώ αυτά δίνω και άμα σου αρέσει».Του είπα να πάει στο διάολο και έφυγα. Μαλάκα δεν μπορώ να βρω δουλειά με ένσημα. Και να φανταστείς στη δουλειά πήγα συστημένος απ’ τον Ιταλό.
– Καλά, αυτό εννοούσανε όταν λέγανε ότι με το γήπεδο θα ανοίξουνε δουλειές;

Ανοίξαμε δυο μπύρες και τις πίναμε αμίλητοι με τον πρωινό ενθουσιασμό να έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Σιγά-σιγά το αεράκι από τα δέντρα και οι μυρωδιές από τα πεύκα και τα γιασεμιά μάς έφτιαξαν τη διάθεση. Αρχίσαμε τα αστεία και τα γέλια, ώσπου μας διέκοψε μια φωνή: «Μάγκες, τι το περάσατε εδώ; Μπυρίτσες και φωνές, πού νομίζετε ότι είστε; Σπίτι σας;». Γυρνάμε και βλέπουμε έναν τυπά με στολή σεκιούριτι.

«Ναι ρε! Το σπίτι μας είναι εδώ! Τραβάς κανα ζόρι;» λέει αγριεμένα ο Μήτσος.

Βλέπω άλλους τρεις με στολές να πλησιάζουν. «Πάμε να φύγουμε», λέω του Μήτσου και σηκωνόμαστε. Ακούμε το σεκιουριτά να μας φωνάζει: «Αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε παλικαράδες! Από αύριο μπαίνουν συρματοπλέγματα και τα δέντρα σε αυτήν την πλευρά θα κοπούνε όλα! Αν θέλετε να πίνετε, να πηγαίνετε στα μαγαζιά!» Βγαίνουμε από την πάνω πόρτα. Και εδώ κάμερες. «Πήγαινε με σπίτι», λέω στο Μήτσο. «Θα τα πούμε το βράδυ».
Μπαίνω στο σπίτι με κακή διάθεση. Μα πώς γίνεται να έχω τόσα νεύρα την πρώτη μέρα του γηπέδου; Μπαίνω στην κουζίνα και βλέπω τη μάνα μου να κλαίει. Έχει πλαντάξει από το κλάμα.

«Τι έχεις ρε μάνα και κλαις;», τη ρωτάω αναστατωμένος.

– Άσε παιδί μου, ήρθε πριν η σπιτονοικοκυρά. Θέλει να πουλήσει το σπίτι. Της δίνουν πολλά λεφτά κάποιοι επενδυτές. Θα το κάνουν σουβλατζίδικο πολυτελείας… Σε δύο μήνες πρέπει να φύγουμε και έτσι όπως έχουν ανεβεί τα νοίκια, θα πρέπει να μετακομίσουμε σε άλλη περιοχή. Φτωχοί άνθρωποι είμαστε και η Φιλαδέλφεια δεν τους σηκώνει πλέον τους φτωχούς, παιδί μου.

Σουβλατζίδικο; Να φύγουμε; Και το σπίτι; Η γειτονιά; Οι φίλοι; Αρχίζει να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Τρέχω έξω στον κήπο όπου έχει αρχίσει να βρέχει. Μου έρχονται δάκρυα. Ακούω τη φωνή μου να βγαίνει σαν ουρλιαχτό που αντηχεί σε όλη τη γειτονιά: «ΑΕΚ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΑΑ ΡΕΕΕΕ!»

Ξυπνάω ιδρωμένος, μέσα στα κλάματα. Σηκώνομαι και πηγαίνω στην κουζίνα. Η μάνα μου ζυμώνει ψωμί και μου ρίχνει ένα χαμόγελο. «Σήμερα θα φτιάξω και αμυγδαλόπιτα, παλιά συνταγή της γιαγιάς σου. Μα πώς είσαι έτσι; Το ξέρεις ότι φώναζες στον ύπνο σου; Κάτσε να σου φτιάξω καφέ». Της δίνω ένα φιλί ανακουφισμένος και της λέω ότι θα πιω έξω καφέ.

– Αγόρι μου, τι γίνεται με το γήπεδο; Θα το φτιάξουν τελικά;
– Άσε μας ρε μάνα με το γήπεδο, εδώ ο κόσμος χάνεται…

Παίρνω τηλέφωνο το Μήτσο και κανονίζουμε να πάμε στο Άλσος για μπύρες.

«Άσε μάγκα μου του λέω, είδα ένα όνειρο!!!»…

 

riotFreak

 «Αγκάθι», φύλλο 1, Μάρτιος 2016

Συγκέντρωση αλληλεγγύης στους 3 συναδέλφους μας: Τετάρτη 23 Μάρτη 2016, 9πμ, δικαστήρια Ευελπίδων

syntdr230316diki3

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ 3 ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥΣ ΜΑΣ που διώκονται για τη συμμετοχή τους στη συγκέντρωση αλληλεγγύης της Κυριακής 28/12/14 έξω από το Α.Τ. Ακροπόλεως.

[ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ]
Την Κυριακή 28/12/2014 είχε κηρυχτεί απεργία στον κλάδο του βιβλίου, στο πλαίσιο του αγώνα για την προάσπιση της Κυριακάτικης αργίας. Ως Συντονιστικό δράσης ενάντια στην κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας και τα «απελευθερωμένα» ωράρια και από κοινού με το Σύλλογο Υπαλλήλων Βιβλίου-Χάρτου Αττικής, προχωρήσαμε από νωρίς το πρωί σε απεργιακές περιφρουρήσεις στα βιβλιοπωλεία Ιανός και Παπασωτηρίου. Έπειτα από μήνυση της εργοδοσίας του Ιανού, τα ΜΑΤ περικύκλωσαν τους απεργούς και τους αλληλέγγυους που βρισκόμασταν συγκεντρωμένοι έξω από το βιβλιοπωλείο και προχώρησαν σε μια άγρια επίθεση εναντίον μας με αποτέλεσμα τη σύλληψη 2 συναδέλφων μας και 2 περαστικών (στη συνέχεια προσήγαγαν κι ένα ακόμα συνάδελφο), οι οποίοι οδηγήθηκαν στο Α.Τ. Ακροπόλεως.

Μετά τη βίαιη διάλυση της εργατικής συγκέντρωσής μας στον Ιανό, προχωρήσαμε σε συγκέντρωση απέναντι από το Α.Τ. Ακροπόλεως, προκειμένου να συμπαρασταθούμε στους συλληφθέντες συναδέλφους μας και για να απαιτήσουμε την απελευθέρωσή τους. Μετά από αρκετή ώρα αναμονής μια διμοιρία ΜΑΤ κατέφθασε από ένα στενό και ευθύς κινήθηκε κατά πάνω μας. Από την πλευρά μας, και καθώς η κίνησή τους μας έκανε ξεκάθαρες τις προθέσεις τους, επιχειρήσαμε συγκροτημένα να οπισθοχωρήσουμε προς την οδό Κολοκοτρώνη. Ωστόσο, καθώς τα ΜΑΤ δεν έδειχναν διατεθειμένα να ακυρώσουν το προκαθορισμένο σχέδιό τους, μάς επιτέθηκαν με γκλομπς και χημικά, ξυλοφορτώνοντάς μας και συλλαμβάνοντας 3 συναδέλφους μας. Το κατασταλτικό σχέδιό τους σηματοδοτήθηκε και από τον ξυλοδαρμό ενός από αυτούς και μέσα στο αστυνομικό τμήμα καθώς και από την προσπάθειά τους να φορέσουν κουκούλα σε έναν άλλον και ολοκληρώθηκε με το φόρτωμα ξεκάθαρα κατασκευασμένων κατηγοριών. Για αρκετή ώρα παραμείναμε εκεί απαιτώντας την άμεση απελευθέρωσή τους, ενώ στη συνέχεια προχωρήσαμε σε διαδήλωση στην πιάτσα του βιβλίου και σε συγκέντρωση αλληλεγγύης στη ΓΑΔΑ, όπου μεταφέρθηκαν οι συλληφθέντες. Παράλληλα, μέλη του ΣΥΒΧΑ βρίσκονταν από νωρίς μέσα στο εν λόγω αστυνομικό τμήμα, προκειμένου να καταθέσουν μήνυση κατά της διευθύντριας του Ιανού, Μ. Λιαποπούλου, για την επιθετική στάση της απέναντι στην κινητοποίησή μας και για να ακολουθηθεί η σχετική αυτόφωρη διαδικασία. Ως μια ακόμα ένδειξη της ξεκάθαρης μεροληπτικής στάσης του κράτους ενάντια στον κόσμο του αγώνα, η αυτόφωρη διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθηθεί για τη διευθύντρια του Ιανού διαρκώς παρακωλύονταν, ενώ η ίδια ποτέ δεν εντοπίστηκε…

Την επόμενη ημέρα όλοι οι συλληφθέντες της Κυριακής 28/12/14 οδηγήθηκαν στα δικαστήρια Ευελπίδων. Η δίκη των συλληφθέντων από την απεργιακή περιφρούρηση στον Ιανό διεξήχθη πριν από μερικούς μήνες. Η σαφώς μεροληπτική υπέρ της εργοδοσίας και των ΜΑΤ έδρα καταδίκασε τους δυο συναδέλφους μας σε 10 μήνες φυλάκιση, ενώ από την πλευρά μας ασκήθηκε έφεση. Η εκδίκαση της δίωξης των 3 συλληφθέντων έξω από το αστυνομικό τμήμα αρχικά αναβλήθηκε επ’ αόριστον, ώσπου τελικά ορίστηκε για τις 23/3/16.

[ΓΙΑ ΤΗΝ «ΑΛΥΣΙΔΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ» ΙΑΝΟΣ]
Η εργοδοσία του Ιανού έχει επιδοθεί σε μια πληθώρα κρουσμάτων εργοδοτικής ασυδοσίας και τρομοκρατίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε την επιβολή προς τους εργαζόμενους να υπογράφουν κείμενα καταδίκης των κλαδικών σωματείων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και αγωνιζόμενων συναδέλφων τους καθώς και εξωραϊσμού της δυσχερούς εργασιακής πραγματικότητας. Να αναφέρουμε, επίσης, και τις εκδικητικές απολύσεις σε αρκετούς εργαζόμενους που προβάλλουν αντίσταση σε πρακτικές σαν κι αυτή. Επίσης, πολύ πρόσφατα κρέμασε και scanner-μηχανάκια καταγραφής ατομικών πωλήσεων στο λαιμό των εργαζομένων. Όλα τα παραπάνω έχουν καταγγελθεί κι έχουν αποτελέσει αιτίες ταξικού αγώνα από την πλευρά των κλαδικών σωματείων, αλλά και συναδέλφων μέσα από τον Ιανό. Κι αυτό είναι κάτι που πραγματικά ενοχλεί την εργοδοσία που αποφάσισε να προσθέσει στα «κατορθώματά» της και το σπάσιμο απεργίας με τα ΜΑΤ (στις 28/12/14) και στη συνέχεια να εκβιάσει το σωματείο λέγοντας ότι θα απέσυρε τη μήνυση αν αυτό δεσμευόταν ότι θα σταματούσε τις εργατικές παρεμβάσεις του! Έκτοτε βέβαια το κατασταλτικό-τρομοκρατικό σχέδιο της εργοδοσίας του Ιανού έχει εμπλουτιστεί με μπράβους να «υποδέχονται» τις εργατικές παρεμβάσεις μας και με συνεργάτες του -και πιο συγκεκριμένα τους ιδιοκτήτες των εκδόσεων Μικρή Άρκτος στην κλαδική απεργία στις 27/12/15- να μας επιτίθενται λεκτικά και σωματικά (ακόμα και με μπουκάλι!). Επιπλέον, είναι γνωστή και η πρόσδεση του ιδιοκτήτη Ν. Καρατζά με διάφορους μηχανισμούς τις εξουσίας (βλ. σχετική υπόθεση Τζοχατζόπουλου). Κι όλα αυτά με φόντο τη «βιτρίνα του πολιτισμού» και με πλήθος διανοούμενων και καλλιτεχνών (ακόμα και αρκετών που διεκδικούν «αγωνιστικές περγαμηνές») να επιχειρούν να αποτελέσουν το άλλοθι της αδίστακτης αυτής εργοδοσίας. Και βέβαια, είναι ξεκάθαρο ότι η επίθεση που δεχθήκαμε στο ΑΤ Ακροπόλεως αποτελεί αναπόσπαστη συνέχεια -τόσο επιχειρησιακά, όσο και πολιτικά- της πρώτης επίθεσης που δεχθήκαμε έξω από τον Ιανό

[ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ]
Τα γεγονότα της ημέρας αυτής δεν μας προκαλούν έκπληξη. Πίσω από αυτές τις κατασταλτικές επιθέσεις, πολύ εύκολα διακρίνουμε τη σταθερή στρατηγική κεφαλαίου και κράτους για την ποινικοποίηση, καταστολή και κατατρομοκράτηση των ταξικών-κοινωνικών αγώνων. Και είναι πάρα πολλά -και στο σήμερα βέβαια, στην «πρώτη/δεύτερη φορά αριστερά»- τα παραδείγματα επιθέσεων των εργοδοτών, των κατασταλτικών μηχανισμών και -στη συνέχεια- των δικαστικών αρχών σε αντίστοιχους εργατικούς αγώνες. Είναι σαφές ότι ο αγώνας που διεξάγουμε για την προάσπιση της Κυριακάτικης αργίας, όπως και μια σειρά αγώνων για την προάσπιση των εργατικών συμφερόντων και κατακτήσεών μας, είναι ενοχλητικός και πρέπει με κάθε τρόπο να κατασταλεί, ειδικά όταν γίνεται εξαιρετικά επικίνδυνος για τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Όταν επιχειρεί να γίνει υπόθεση ολοένα και περισσότερων εργαζομένων τόσο του κλάδου του εμπορίου, όσο και άλλων εργασιακών κλάδων και συνολικά του κόσμου του αγώνα. Όταν αποκτά δυναμικά χαρακτηριστικά, με απεργιακές περιφρουρήσεις και μαζικές παρεμβάσεις έξω από τους χώρους δουλειάς. Όταν δεν γίνεται για την «τιμή των όπλων» και φτάνει να ξεπερνά τα όρια που θέτει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Είναι χαρακτηριστικό ως προς αυτό, ότι η ΟΙΥΕ είχε αρνηθεί να κηρύξει απεργία για όλο τον κλάδο του εμπορίου την Κυριακή 28/12/14 ως απάντηση στην «8η Κυριακή», που λίγες ημέρες πριν με τροπολογία σε άσχετο νόμο είχε προστεθεί στις έως τότε «7 Κυριακές». Όταν οι αγωνιζόμενοι δεν εναποθέτουν τις ελπίδες τους στους όποιους «σωτήρες» και όταν απέναντι στις «ανάγκες» και στους νόμους αγοράς, αντιπαραθέτουν το δίκιο του αγώνα τους.

[ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΤΑΞΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ]
Η επίθεση αυτή αποτελεί ένα ξεκάθαρο χτύπημα στην ταξική αλληλεγγύη, ένα από τα πολυτιμότερα όπλα των αγωνιζόμενων εργαζόμενων, είτε αυτή εκδηλώνεται με συγκεντρώσεις συμπαράστασης έξω από αστυνομικά τμήματα, στη ΓΑΔΑ και στα δικαστήρια, είτε με την ενεργή συμμετοχή αλληλέγγυων στις εργατικές κινητοποιήσεις σε κάποιο εργασιακό χώρο ή κλάδο. Στην απεργιακή κινητοποίηση έξω από τον Ιανό και κατόπιν στη συγκέντρωση αλληλεγγύης έξω από το Α.Τ. συμμετείχαν πάρα πολλοί συνάδελφοι και συναδέλφισσες, συναγωνιστές και συναγωνίστριες από διάφορα εργατικά σωματεία και συλλογικότητες εργαζομένων και ανέργων, συνελεύσεις γειτονιάς και άλλες συλλογικότητες του ταξικού-κοινωνικού κινήματος. Μάλιστα, οι 3 συλληφθέντες έξω από το Α.Τ. Ακροπόλεως αποτελούν ενεργά μέλη αλληλέγγυων εργατικών σωματείων (Nokia & Wind) και εργατικών συλλογικοτήτων. Κι αυτό γιατί όλοι και όλες εμείς αντιλαμβανόμαστε ότι κάθε εργοδοτική επίθεση σε έναν εργαζόμενο ή κλάδο είναι επίθεση συνολικά στον κόσμο της εργασίας. Επίσης, προκειμένου να απαντήσουμε αποτελεσματικά στην όποια επίθεση στα συμφέροντα και τις κατακτήσεις μας, είναι αναγκαίο να συντονίζουμε και να συνδέουμε τους ταξικούς αγώνες μας. Άλλωστε, αναφερόμενοι στη μάχη για την Κυριακάτικη αργία, από τη μία, είναι σαφές ότι η κατάργησή της στο εμπόριο ανοίγει την πόρτα για την κατάργησή της σε όλους τους κλάδους και στην ολοκληρωτική καθυπόταξη της κοινωνίας στους νόμους της αγοράς. Από την άλλη, είναι ξεκάθαρο ότι για να παραμείνει η Κυριακή αργία χρειάζεται να δοθεί μάχη πρωτίστως από τους ίδιους τους εργαζομένους στο εμπόριο, αλλά σίγουρα και με την έμπρακτη στήριξη ή και σε συντονισμό με τους συναδέλφους από κάθε εργασιακό κλάδο και από το σύνολο του κόσμου του αγώνα.

Από την πλευρά μας, κόντρα στα σχέδιά τους, συνεχίζουμε και δυναμώνουμε τους αγώνες μας και στεκόμαστε αταλάντευτα αλληλέγγυοι και αλληλέγγυες στους συναδέλφους μας και τις συναδέλφισσες, που γνωρίζουν από πρώτο χέρι τη δυσχερή εργασιακή πραγματικότητα και που ορθώνουν συλλογικά το ανάστημά τους απέναντι σε εργοδότες και σε όλους τους δυνάστες της ζωής μας. Μπροστά στη δίκη των 3 διωκόμενων συναδέλφων μας, απευθύνουμε κάλεσμα σε όλες τις συναδέλφισσες και όλους τους συναδέλφους και τα σωματεία και συλλογικότητές τους από τον κλάδο του εμπορίου και από κάθε εργασιακό κλάδο, σε φοιτητικούς συλλόγους, σε συλλογικά εγχειρήματα αγώνα ανά τις γειτονιές, στο σύνολο του ταξικού-κοινωνικού κινήματος, να εκφράσουν έμπρακτα την αλληλεγγύη τους. Με σχετικές ανακοινώσεις και ψηφίσματα συμπαράστασης, με τη συμβολή τους στην ανάδειξη της υπόθεσης και τη συμμετοχή στη συγκέντρωση αλληλεγγύης στα δικαστήρια στις 23/3 και στις σχετικές κινητοποιήσεις μας μέχρι τότε. Αλλά και με τη συμμετοχή τους και στον αγώνα για την προάσπιση της Κυριακάτικης αργίας και σε κάθε ταξικό αγώνα, που στην ουσία διώκεται μέσα από αυτήν τη δίωξη των 3 συναδέλφων μας.

Κάτω τα χέρια από τους αγώνες μας και την ταξική αλληλεγγύη!

Συγκέντρωση αλληλεγγύης ::

Τετάρτη 23 Μάρτη 2016, 9πμ, δικαστήρια Ευελπίδων

Συντονιστικό δράσης ενάντια στην κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας και τα «απελευθερωμένα» ωράρια

Ανοιχτό κάλεσμα σε μαγείρεμα για πρόσφυγες και μετανάστες | Κυριακή 13 Μαρτίου από τις 11:00, στην οδό Σπυρίδωνος Τρικούπη 44 στα Εξάρχεια.

kouzina6-724860_Fotor_Fotor-300x214

1. Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες έχουν περάσει τους τελευταίους μήνες από το Αιγαίο στην προσπάθειά τους να κατευθυνθούν προς την κεντρική Ευρώπη. Παρά τη προπαγάνδα των ΜΜΕ, υπεύθυνοι για τους χιλιάδες ξεριζωμένους είναι οι πόλεμοι, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, η φτώχεια και τα αυταρχικά καθεστώτα.

2. Μέσα σε αυτήν την συγκυρία η ΕΕ αποδεικνύει, ακόμα μια φορά, τον απάνθρωπο και εγκληματικό της χαρακτήρα. Ορθώνει φράχτες, κλείνει σύνορα, πνίγει πρόσφυγες και μετανάστες. Αναβαθμίζει την Frontex και κατασκευάζει στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ετοιμάζει τις πολεμικές της μηχανές, ώστε να επέμβει ξανά στην Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, με πρόσχημα τώρα το “προσφυγικό”.

3. Το ελληνικό κράτος μετατρέπει όλη τη χώρα σε ένα απέραντο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Δημιουργεί Κέντρα Υποδοχής και Καταγραφής Προσφύγων (Hot Spots) και στρατόπεδα συγκέντρωσης, κινητοποιεί πλήρως το στρατό σε όλα τα επίπεδα, οργανώνει τον μηχανισμό βίαιων επαναπροωθήσεων, συμμετέχει ενεργά στη νατοϊκή παρουσία στο Αιγαίο, ετοιμάζεται να κηρύξει ολόκληρες περιοχές σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

4. Απέναντι σε αυτήν την συνθήκη πρέπει να κινητοποιήσουμε όλες μας τις δυνάμεις. Να αναπτύξουμε πολύμορφη δράση αλληλεγγύης στα ταξικά μας αδέρφια, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Να αγωνιστούμε ενάντια στους πολέμους και τις σφαγές του ιμεριαλισμού. Ενάντια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ενάντια στην παρουσία της Frontex και του ΝΑΤΟ. Να παλέψουμε για ανοιχτά σύνορα και ελεύθερη μετακίνηση για όλους. Και παράλληλα, αδιαχώριστα, να δημιουργήσουμε δομές ταξικής αλληλεγγύης. Λαϊκά γεύματα, αυτοργανωμένες δομές υγείας, καταλήψεις στέγης. Προλεταριακές δομές που εναντιώνονται στους πλαστούς διαχωρισμούς “προσφύγων” και “μεταναστών”, στην λογική της ανάθεσης και τις χρηματοδοτούμενες ΜΚΟ.

5. Σε αυτήν την κατεύθυνση καλούμε όλους και όλες να μαγειρέψουμε για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες την Κυριακή 13 Μαρτίου, από τις 11:00, στην οδό Σπυρίδωνος Τρικούπη 44 στα Εξάρχεια.

Οποιοσδήποτε μπορεί να συνεισφέρει στη δομή αλληλεγγύης φέρνοντας:
-Μακαρόνι κοφτό (πένες, βίδες κλπ)
-Ρύζι
-Όσπρια
-Τοματοπολτός
-Αλάτι
-Λάδι
Στο χώρο θα υπάρχει κουτί οικονομικής ενίσχυσης της δομής

Συνέλευση αναρχικών-κομμουνιστών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην ΕΕ

ΥΓ Στον χώρο θα λειτουργεί ταυτόχρονα και bazaar βιβλίου.

Ασφαλιστικό, πολιτική συγκυρία και προλεταριακή στρατηγική

Συνέλευση Αναρχικών-Κομμουνιστών για την Ταξική Αντεπίθεση ενάντια στην Ε.Ε.

Η αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος οφείλει να ερμηνευτεί από τις προλεταριακές δυνάμεις μέσα από τις πραγματικές-ταξικές του διαστάσεις, ως επιστέγασμα δηλαδή της εργασιακής αναδιάρθρωσης που επιχειρείται στα πλαίσια της συνολικότερης διαχείρισης της κρίσης του καπιταλισμού και της ειδικότερης μνημονιακής της έκφρασης στην Ελλάδα. Αντιλαμβανόμενοι, λοιπόν, το ασφαλιστικό ζήτημα ως αιχμή της ταξικής επίθεσης που εξαπολύουν τα διεθνή και ντόπια αφεντικά εδώ και έξι χρόνια στα εργαζόμενα-λαϊκά στρώματα, είμαστε υποχρεωμένοι όχι μόνο να σταθούμε μακριά από οποιαδήποτε συζήτηση περί λύσης για τη ‘’μη βιωσιμότητα’’ των ασφαλιστικών ταμείων, αλλά και να την αποδομήσουμε ως μια συζήτηση ταξικά χρωματισμένη προς όφελος των αφεντικών.

Παρακολουθώντας το δημόσιο διάλογο που συντελείται από τους κάθε λογής εκφραστές και απολογητές της ταξικής βίας που ασκείται στα φτωχά λαϊκά στρώματα (πολιτικούς, δημοσιογράφους, ‘‘συνδικαλιστές’’), παρατηρούμε ότι το ασφαλιστικό ζήτημα τίθεται μονολιθικά υπό το πρίσμα της αδυναμίας των χρεοκοπημένων ταμείων να καταβάλουν τις συντάξεις και της ‘‘αντικειμενικής’’ αναγκαιότητας να ληφθούν μέτρα για την εξασφάλιση ενός σύγχρονου  ευρωπαϊκού ασφαλιστικού συστήματος. Αυτή η ‘‘αντικειμενική’’ διάγνωση περί χρεοκοπίας των ταμείων, η οποία  είτε τεχνηέντως αποκρύπτει τα αληθινά αίτια της κατάρρευσης τους, είτε τα επικαλείται στο όνομα ενός ‘’επιβεβλημένου εξορθολογισμού’’, αποτελεί ουσιαστικά την ιδεολογική επικάλυψη για την απενοχοποίηση της αστικής τάξης που τα λεηλάτησε, ενώ προλογίζει μια εκ νέου μετατόπιση των βαρών προς τα χαμηλά στρώματα μέσω της περαιτέρω υποτίμησης του εργατικού κόστους. Το ζήτημα των χρεοκοπημένων ταμείων εκφράζει το διαχρονικό χαρακτήρα της επίθεσης των αφεντικών απέναντι στην εργασία, αλλά και την υφαρπαγή του πλούτου που εμείς παράγουμε, αφού οι μαύρες τρύπες δημιουργήθηκαν από την ‘‘αξιοποίηση’’ των αποθεματικών είτε ως κεφάλαιο επενδύσεων (δημόσιων και ιδιωτικών) από τη δεκαετία του 1950, είτε αργότερα στις δεκαετίες 1990-2000 ως κεφάλαιο τοποθέτησης στα διεθνή χρηματιστήρια. Πέρα όμως από τη λεηλασία των αποθεματικών από την εγχώρια αστική τάξη, η μαύρη τρύπα των ταμείων οφείλεται και στην αντεργατική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών, με την καθιέρωση της ανασφάλιστης εργασίας (η όποια επιβάλλεται από τα αφεντικά και όχι από τους εργαζόμενους), την εισφοροδιαφυγή και την ανεργία, με λίγα λόγια δηλαδή από τη συστηματική λεηλασία των εργαζομένων και του πλούτου τους.

Καθήκον των προλεταριακών δυνάμεων είναι να αποφύγουν να συρθούν σε τεχνικού τύπου λύσεις για τη ‘‘βιωσιμότητα των ταμείων’’, ακόμα και όταν αυτές φαντάζουν ‘‘ριζοσπαστικές’’ (φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου, ανακεφαλαιοποίηση των ταμείων κλπ), όχι τόσο γιατί αυτό θα ήταν οπισθοχώρηση στο ρεφορμισμό και σε έναν αγώνα καθορισμένο εκ των προτέρων από τον αντίπαλο, όσο γιατί ένα -ακόμα ανύπαρκτο- οργανωμένο προλεταριακό κίνημα δεν προτείνει λύσεις, αλλά προβάλει αδιαπραγμάτευτα αιτήματα. Απόρροια μιας τέτοιας προλεταριακής στάσης σήμερα, για τη δημιουργία της οποίας οφείλουμε να δίνουμε όλες μας τις δυνάμεις,  θα ήταν η κατανόηση του ζητήματος της ασφάλισης με όρους εργατικούς –ταξικούς, με όρους δηλαδή των δικών μας αναγκών και των δικών μας δυνατοτήτων, όπως έχουν αποτυπωθεί στην ιστορία. Αφετηρία μιας τέτοιας απόπειρας δεν μπορεί παρά να είναι η συνείδηση του ρόλου μας ως προλετάριοι μέσα στην λειτουργία της καπιταλιστικής μηχανής, η κατανόηση της βίας και της λεηλασίας που δεχόμαστε ως τάξη και κυρίως η κατανόηση ότι αυτό που ζούμε σήμερα δεν είναι μια συγκυριακή εκτροπή, αλλά η απροσχημάτιστη έκφραση της ίδιας της φύσης του καπιταλιστικού συστήματος που βρίσκεται σε κρίση.

Με αυτά τα δεδομένα, η πάλη ενάντια στο (αντί)ασφαλιστικό νομοσχέδιο οφείλει να πάρει ένα χαρακτήρα προλεταριακής ζύμωσης, αυτομόρφωσης, συνείδησης και οργάνωσης, γιατί η επιχειρούμενη αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού δεν είναι ζήτημα ατομικό, μερικό ή συντεχνιακό αλλά βαθιά ταξικό. Γιατί αποτελεί κυρίως επίθεση στην τάξη μας. Γιατί ανατρέπει τον πυρήνα των εργατικών κεκτημένων επιχειρώντας να διαμορφώσει συσχετισμούς υποταγής και ήττας για το σύνολο των εργαζομένων και του κινήματος. Και για να το πούμε με άλλα λόγια, η βασική προϋπόθεση για να ανταπεξέλθουμε στον αγώνα που καλούμαστε να δώσουμε και για να κατακτήσουμε την αυτοπεποίθηση μιας συγκροτημένης αντεπίθεσης στο (αντί)ασφαλιστικό νομοσχέδιο, είναι η ανάκτηση της συλλογικής μας συνείδησης ως τάξη και η σφυρηλάτησή της με γνώση. Τη γνώση που τόσο αριστοτεχνικά συσκότισε η αστική ιδεολογία, τη γνώση δηλαδή της θέσης μας ως τάξη μέσα στον καπιταλισμό. Τη γνώση και την απομυστικοποίηση της εργασιακής μας εκμετάλλευσης, του ρόλου μας δηλαδή στην παραγωγή και στη κερδοφορία των αφεντικών. Η γνώση αυτή θα ξεδιαλύνει και τις στρεβλώσεις γύρω από τη σημειολογία της ασφάλισης, τοποθετώντας την στη πραγματική της βάση: ως κεκτημένο της ταξικής πάλης του περασμένου αιώνα, ως ελάχιστη ‘‘ανταπόδοση’’ των αφεντικών από τον πλούτο που εμείς παράγουμε.

H μισθωτή εργασία στον καπιταλισμό, δηλαδή η διαδικασία στην οποία υποβαλλόμαστε καθημερινά για να διασφαλίσουμε τα προς το ζην, δεν αφορά μια αποκομμένη σχέση ανάμεσα σε εμάς και στον εκάστοτε εργοδότη μας, αλλά μια συνολικότερη κοινωνική σχέση που συγκροτεί τον πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτή η σχέση ουσιαστικά εδράζεται στον εκβιασμό της επιβίωσης, μέσω της ‘‘ενοικίασης’’ προς τους εργοδότες του μοναδικού ‘‘εμπορεύματος’’ που κατέχουμε σαν προλετάριοι: της εργατικής μας δύναμης. Η εργασία μας είναι αυτή που κινεί τον κόσμο γιατί παράγει, χτίζει, περιθάλπτει και εκτρέφει, ενώ την ίδια στιγμή ο πλούτος που πηγάζει από την χειρωνακτική ή πνευματική εργασίας μας, δεν επιστρέφει εξολοκλήρου σε εμάς, παρά ένα ελάχιστο τμήμα της. Αυτά δηλαδή που εμείς παράγουμε με την εργασία μας (εμπορεύματα ή υπηρεσίες), τα αφεντικά τα πωλούν αποκομίζοντας τεράστια κέρδη, αφήνοντας ουσιαστικά ένα φιλοδώρημα για εμάς που λέγεται μισθός, ασφάλιση και σύνταξη. Έτσι, με το κόστος της εργατικής μας δύναμης (ως πρωτεύον εμπόρευμα), σε σχέση με τα εμπορεύματα που παράγουμε και τα κέρδη που αποφέρει η τελική τους πώληση να είναι αναντίστοιχα, η σημασία του ασφαλιστικού δεν μπορεί παρά να εντάσσεται στην δομικά ληστρική φύση του καπιταλιστικού συστήματος.

Υπό το πρίσμα λοιπόν, ότι αυτό που ονομάζεται μισθός και σύνταξη αποτελεί μια θεσμοθετημένη ληστεία εις βάρος μας, αφού το κεφάλαιο και το κράτος του ‘‘αναδιανέμουν’’ τα ψίχουλα που περισσεύουν  από τα υπέρογκα κέρδη τους για να επιβιώνουμε και να τους υπηρετούμε, το ασφαλιστικό ζήτημα δεν αφορά τη διαχείριση κάποιων πόρων, αλλά την ένταση της ταξικής μας εκμετάλλευσης. Και ακριβώς για αυτόν τον λόγο τα οποιαδήποτε προλεταριακά αιτήματα απέναντι στην επερχόμενη διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης οφείλουν να διέπονται, τόσο από το συγκεκριμένο επίδικο της συγκυρίας που αφορά τη μείωση του εργατικού μας κόστους και την απεμπλοκή των αφεντικών από την ‘’πρόνοια’’ μας (ιατροφαρμακευτική και συνταξιοδοτική), τόσο και από το γενικότερο πλαίσιο της σύγκρουσης δύο αντιμαχόμενων κόσμων: της αστικής τάξης και του προλεταριάτου.

Εφόσον η εκμετάλλευση της εργασίας αποτελεί το επίκεντρο της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, το δικαίωμα στην ασφάλιση μπορεί να εκλαμβάνεται ως ‘‘παραχώρηση’’ του κεφαλαίου για την στοιχειώδη αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (περίθαλψη, αποζημίωση, μισθός μετά το πέρας του εργασιακού βίου), όμως αποτελεί πρωταρχικά μια σπουδαία κατάκτηση της εργατικής τάξης του περασμένου αιώνα. Μια κατάκτηση που απέδειξε περίτρανα ότι η εξέλιξη της ταξικής πάλης εξαρτάται από τη δυνατότητα του προλεταριάτου να οργανώνεται πολιτικά και να συσπειρώνεται γύρω από τα δικά του και μόνο συμφέροντα. Ή όπως θα έλεγε και ο Μαρξ ‘’η ιστορία όλων των κοινωνιών είναι ιστορία των ταξικών αγώνων’’. Με δεδομένο λοιπόν ότι η ασφάλιση αποτελεί κεκτημένο του εργατικού κινήματος, η ‘‘μερικότητα’’ -όπως μπορεί να εκλαμβάνεται από ορισμένους- του αιτήματος για ‘’ασφάλιση για όλους’’ και για ‘‘δωρεάν και δημόσια υγεία’’ δεν αποτυπώνει ένα μικροαστικό αίτημα, αλλά την (εκ των πραγμάτων) αμυντική έκφραση των λαϊκών στρωμάτων απέναντι στην επέλαση του κεφαλαίου. Αποτυπώνει ιστορικά, την περιφρούρηση των κεκτημένων της εργατικής τάξης, και ταυτόχρονα επίκαιρα, την προσπάθεια αναχαίτισης των σχεδίων των αφεντικών στο να μας εξορίσουν στο βιοτικό περιθώριο.

Το ζήτημα του ασφαλιστικού, με το τέλος του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας», τη νεοφιλελεύθερη στροφή της παγκόσμιας οικονομίας στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και την ανελέητη επίθεση στην εργατική τάξη που ακολούθησε, βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο των αφεντικών ως κομμάτι της συνολικότερης στρατηγικής για υποτίμηση του εργατικού κόστους. Ειδικότερα, η ΕΕ ως ένας βαθιά αντιλαϊκός συνασπισμός και ως δυναμικός πόλος στον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, διακηρυκτικά προέβλεπε την ‘‘ανταγωνιστικότητα’’ ως πεδίο αναβάθμισης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στις διεθνείς αγορές. Η ‘‘ανταγωνιστικότητα’’ αυτή καθοριζόταν απερίφραστα από τη συνολική μείωση του εργατικού κόστους  και την αναδιάρθρωση των μέχρι τότε δεδομένων εργασιακών σχέσεων. Όμως, η σφοδρή αντεργατική πολιτική που ακολουθήθηκε από το σύνολο των κρατών μελών της ΕΕ, είχε ως προϋπόθεση την ιδεολογική και κατασταλτική επίθεση στο εργατικό κίνημα της περιόδου, την (συνεχιζόμενη) ήττα του οποίου γευόμαστε έως σήμερα.

Αντιλαμβανόμενοι λοιπόν την Ιστορία και συγκεκριμένα το επίπεδο της εκμετάλλευσης, όχι ως κάτι τετελεσμένο ή συγκυριακά προσαρμοσμένο, αλλά ως ιστορικό συνεχές που αποτυπώνει τους ανά περιόδους συσχετισμούς  ανάμεσα στις αντιμαχόμενες τάξεις, οφείλουμε να δώσουμε μια -κατά τα άλλα αυτονόητη- προέκταση στη μάχη του ασφαλιστικού που αφορά τη δυνατότητα ή μη των προλετάριων να εκτρέψουν μια μακροχρόνια κατάσταση οπισθοχώρησης. Αν δηλαδή, μπορούμε να κατανοήσουμε ότι μια ενδεχόμενη προλεταριακή νίκη απέναντι στο (αντί)ασφαλιστικό νομοσχέδιο, δε θα αποτελούσε απλά μια αναδίπλωση της κυβέρνησης, αλλά μια ανατροπή των σχεδίων του κεφαλαίου σε συνθήκες κρίσης και μια ανακατάταξη των ταξικών συσχετισμών που θα όρθωναν  το προλεταριακό κίνημα, δίνοντας του τεράστια αυτοπεποίθηση και κουράγιο για νέους αγώνες.

Επιμένουμε πως η μάχη του ασφαλιστικού (θα πρέπει να) είναι μια προλεταριακή μάχη, πρώτα απ’ όλα απέναντι στους εαυτούς μας. Να γίνει μια μάχη για την ανασυγκρότηση του κινήματος και την συνειδητοποίηση της θέσης του στον κόσμο, μια μάχη πολιτικής και οργανωτικής διαπαιδαγώγησης της τάξης μας. Γιατί πριν από όλα, πρέπει να δώσουμε σκληρές μάχες ενάντια στην επίδραση του ατομισμού, του αυθορμητισμού, της ηττοπάθειας, της διαμεσολάβησης και της ανάθεσης, που μας έχουν αλλοιώσει.

Με δεδομένο λοιπόν πως το προλεταριάτο, εδώ και πολλές δεκαετίες, βρίσκεται αποδιοργανωμένο και παραδομένο στην ιδεολογική αφασία (με την ευθύνη φυσικά να βαραίνει και την αριστερά που ενσωματώθηκε στον αστισμό και στις προσόδους του), η μάχη του ασφαλιστικού οφείλει να πάρει ένα χαρακτήρα συσπείρωσης και οργάνωσης των προλεταριακών δυνάμεων. Η ανεπάρκεια λόγου και δράσης των προλεταριακών δυνάμεων αυτή τη στιγμή, όχι μόνο αφήνει χώρο στις αντιδραστικές-αστικές δυνάμεις του ‘’συνδικαλισμού’’ και της ‘’αντιπολίτευσης’’ να διαχειρίζονται τον υποτιθέμενο αντίλογο στο νομοσχέδιο, συσκοτίζοντας  επιτηδευμένα το ουσιαστικό περιεχόμενο του ζητήματος, αλλά κυρίως διαιωνίζει την παραλυτική κατάσταση του προλεταριάτου, που αδυνατώντας να οργανωθεί με άξονα την προστασία των δικών του συμφερόντων (που σήμερα έχουν πιάσει πάτο και αγγίζουν την δυνατότητα οριακής επιβίωσης), παραμένει στο περιθώριο χωρίς συλλογική έκφραση, αιτήματα και θέσεις. Χωρίς εν τέλει τη δυνατότητα -και εδώ βρίσκεται το βάθος της ήττας που βιώνουμε- η τάξη που παράγει τον πλούτο και συντηρεί τον κόσμο που μας περιβάλλει, η τάξη που βρίσκεται εδώ και έξι χρόνια σε οικονομική, κατασταλτική και πολιτική καραντίνα, να μην μπορεί να αρθρώσει οργανωμένα και μαχητικά τον αντίλογο της.

Μια ταξική αποτύπωση της βαρύτητας του (αντί)ασφαλιστικού νομοσχεδίου σήμερα οφείλει, πέρα από την βάση της προσέγγισης που αφορά την ανάλυση των παραγωγικών σχέσεων στο σύνολο τους, να εστιάζει και στο συγκεκριμένο πλαίσιο που συμβαίνει αυτή η ‘‘μεταρρύθμιση’’. Να αναλύσει δηλαδή τη συγκεκριμένη κατάσταση μέσα στην οποία επιχειρείται μια ακόμα σφοδρή αντιλαϊκή επίθεση. Και αυτό διότι ποτέ και πουθενά καμιά συγκροτημένη προλεταριακή αντεπίθεση δεν μπορεί να συμβεί χωρίς την κατανόηση των κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών συσχετισμών της εποχής της. Αντιλαμβανόμενοι λοιπόν στη συγκυρία ως κυρίαρχο και κοσμοϊστορικό γεγονός την κρίση του καπιταλισμού, θεωρούμε πως το επιβεβλημένο (και) της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό για τη διαχείριση αυτής της κρίσης και της δημιουργίας ενός εύφορου για το κεφάλαιο κοινωνικού πεδίου ώστε να ανακάμψει η κερδοφορία του. Το πρωταρχικό ζητούμενο για την ανάκαμψη αυτής της κερδοφορίας αποτελεί, διαχρονικά, η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και η δημιουργία ευνοϊκού πεδίου επενδύσεων. Η μνημονιακή έκφραση της διαχείρισης της κρίσης στην χρεοκοπημένη Ελλάδα, η οποία παίρνει διαστάσεις πολλαπλής εκμετάλλευσης του λαού της λόγω της εξαρτημένης της θέσης στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, εκφράζεται κυρίως μέσω της επίθεσης στα χαμηλά στρώματα. Όμως, αυτή η επίθεση δεν οριοθετείται μονάχα στην ενίσχυση του ντόπιου κεφαλαίου, αλλά προεκτείνεται και στην ενίσχυση του διεθνούς ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου μέσω και της αποπληρωμής του χρέους. Η διαδικασία δηλαδή υποτίμησης των ζωών μας (μείωση κρατικών δαπανών για τα ασφαλιστικά ταμεία κατά 4,6%  και 3,9% για περίθαλψη για το 2016) για την απαιτούμενη συγκέντρωση κεφαλαίου που πηγαίνει απευθείας στους δανειστές, δίνει μια σημαντική προέκταση (και) στο ασφαλιστικό ζήτημα και στη σχέση της χώρας με την ΕΕ, αφού υπό τον εκβιασμό της χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας, ουσιαστικά χρεοκοπείται η πλειονότητα των εργαζομένων για να αποπληρωθεί ένα χρέος που δημιούργησαν η εγχώρια αστική τάξη και οι διεθνείς ιμπεριαλιστικοί μηχανισμοί.

Η εξαρτημένη θέση του ελληνικού κράτους, πέρα από το βασικό επίδικο που αφορά τον εκβιασμό του χρέους, αφορά και την αδυναμία της ελληνικής αστικής τάξης, είτε να δώσει ανάσες στην κατεστραμμένη εγχώρια οικονομία, είτε να προβεί σε παραγωγική ανασυγκρότηση. Έτσι, η εγχώρια πλουτοκρατία βασιζόμενη στο ‘‘ασφαλές περιβάλλον’’ της ΕΕ και στην προσμονή διεθνών επενδυτών, όπου θα εξασφαλίσει και το δικό της μερίδιο από το επενδυτικό σάρωμα που προμηνύεται, ουσιαστικά ξεπουλάει τους εργαζόμενους ως θέλγητρο για προσέλκυση ξένων κεφαλαίων. Με αυτόν τον τρόπο, οι μνημονιακές πολιτικές αποτελούν την ιδιαίτερη διαχείριση ενός χρεοκοπημένου κράτους, αλλά και τη βάση ενός νέου αρχιτεκτονικού μοντέλου εκμετάλλευσης των εργαζόμενων και της υφαρπαγής του  κοινωνικού πλούτου της χώρας ώστε να ενισχυθεί το ντόπιο και διεθνές κεφάλαιο.

Σε αυτήν τη νέα αρχιτεκτονική δομή, εντάσσονται όλες οι νομοθεσίες των μνημονίων και φυσικά και το νέο (αντί)ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Έτσι, η διάλυση της ασφάλισης, η οποία συμβαίνει ταυτόχρονα με τις αντεργατικές νομοθεσίες (μαζικές απολύσεις, λοκ-αόυτ, μειώσεις μισθών κλπ) αφορά την προσέλκυση των επενδυτών μέσω της προσφοράς ενός φτηνού εργατικού δυναμικού. Αυτή είναι η συνταγή για την πολυπόθητη ‘‘ανάκαμψη’’ και ‘’ανάπτυξη’’ της εγχώριας οικονομίας. Αυτό σημαίνει ‘‘ανάπτυξη’’ στον καπιταλισμό της κρίσης: φτώχεια, ανασφάλεια και δυστυχία. Και αυτού του είδους την ανάπτυξη, τη νεοφιλελεύθερη ‘’ανάπτυξη’’ μέσω επενδύσεων και όχι μέσω της ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης,  υιοθετεί πλέον  και ο ΣΥΡΙΖΑ, απογαλακτισμένος πλέον από τις παραληρηματικές μετακευνσιανές φόρμουλες πού φαντασιωνόταν πριν ανέβει στην εξουσία.

Σήμερα λοιπόν, η ‘‘αριστερά’’ του κεφαλαίου έρχεται να προτείνει ένα δικό της νομοσχέδιο -και όχι έτοιμο και μεταφρασμένο όπως καμώνεται ανερυθρίαστα ο Κατρούγκαλος- το οποίο περιλαμβάνει μια συνολική ανατροπή, τόσο στον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων, όσο και στη νοοτροπία της λειτουργίας του ασφαλιστικού συστήματος. Η μετατροπή του ασφαλιστικού συστήματος από αναδιανεμητικό σε ανταποδοτικό, η πλήρης δηλαδή υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας για τις εργασιακές σχέσεις και η μετατροπή της σύνταξης σε άθροισμα των ατομικών εισφορών του εργαζόμενου και μάλιστα για το σύνολο του εργασιακού του βίου, σημαίνει όχι απλά μια μείωση των συντάξεων, αλλά τη μετατροπή τους σε επίδομα πείνας. Το νέο ασφαλιστικό προβλέπει αλλαγή τρόπου υπολογισμού σύνταξης μέσω της μείωσης των ποσοστών αναπλήρωσης και του αθροίσματος των μισθών του συνόλου του εργασιακού βίου, σε αντίθεση με το υπάρχον σύστημα που αφορά την καλύτερη 5ετία της τελευταίας 10ετίας. Προβλέπει την ενοποίηση των ταμείων, δίνοντας άφεση στην τραπεζική και εργοδοτική λεηλασία τους, επιβάλει μειώσεις και στους παλιούς συνταξιούχους, σε αντίθεση με τα ασύστολα ψεύδη της κυβέρνησης, όπου μέσω της ‘‘προσωπικής διαφοράς’’ -που θα δίνεται μέχρι το 2018 και στη συνέχεια θα επανεξεταστεί βάσει των ρυθμών ανάπτυξης- προλογίζεται  η κατάργησή της και η ευθυγράμμιση όλων των συντάξεων (παλιών και νέων) στο νέο σύστημα υπολογισμού τους. Τέλος, προβλέπει την αύξηση των ορίων ηλικίας στα 67 για όλους (άνδρες και γυναίκες) για πλήρη σύνταξη, και την ‘‘εθνική σύνταξη’’ των 384 ευρώ ως τη μόνη κρατική εγγύηση για την ‘’πρόνοια’’ των εργαζομένων.

Ξεκινώντας από το γεγονός πως ο Σύριζα έχει ήδη μειώσει τις συντάξεις μέσω του τρίτου μνημονίου και των προαπαιτούμενων (μείωση 1,8 στις δαπάνες για την ασφάλιση, αύξηση ορίων ηλικίας στα 67 με 15 χρόνια ασφάλιση και στα 62 με 40, αύξηση 2% εισφορών των συντάξεων για την υγεία, μείωση της κατώτατης σύνταξης από 486 σε 392, άμεση κατάργηση του ΕΚΑΣ για το 20% των δικαιούχων και πλήρης κατάργηση του μέχρι το 2019,10% μείωση στις πρόωρες συντάξεις), αντιλαμβανόμαστε ότι νέο νομοσχέδιο θα εφαρμοστεί σε ένα ήδη καθεστώς εργασιακής κόλασης. Με το υπάρχων καθεστώς ανεργίας (25% του ενεργού πληθυσμού και σχεδόν 50% στους νέους) και με τη μαύρη εργασία ή αυτήν με μειωμένη ένσημα, καταλαβαίνουμε πως το ενδεχόμενο συμπλήρωσης των προϋποθέσεων για πλήρη σύνταξη αγγίζει ένα μικρό ποσοστό των σημερινών εργαζομένων, ενώ για τους υπόλοιπους προβλέπεται η ‘‘εξασφαλισμένη πρόνοια’’ των 384 ευρώ της εθνικής σύνταξης.  Όμως  ακόμα και αυτά τα 384 ευρώ δεν θα είναι εγγυημένα, αλλά θα προβλέπονται περιορισμοί τόσο βάσει των εισοδηματικών κριτηρίων, όσο κυρίως σχετικά με τα χρόνια ασφάλισης, εγκαταλείποντας στη τύχη τους τα λαϊκά στρώματα και σπρώχνοντάς τα προς τις ιδιωτικές εταιρίες ασφάλισης.

Με δεδομένο πως το εθνικό σύστημα υγείας είναι ετοιμόρροπο και ανίκανο να περιθάλψει αξιοπρεπώς τους ασθενείς, που προέρχονται κυρίως από τα χαμηλά στρώματα, διαφαίνεται ο συνολικός σχεδιασμός για την τύχη των λαϊκών στρωμάτων, αφού η εγκατάλειψη των δομών της δημόσιας υγείας (μέσα σε μια τριετία μείωση δαπανών κατά 35%), ταυτόχρονα με την (αντί)ασφαλιστική μεταρρύθμιση, ουσιαστικά εμπορευματοποιούν το χαρακτήρα της ασφάλισης και της περίθαλψης των εργαζομένων. Έτσι, με το κράτος και την εργοδοσία να αποσύρονται από την κοινωνική πρόνοια, οδηγούμαστε σταδιακά και μελετημένα στον κανιβαλισμό, είτε της απόλυτης εγκατάλειψης, είτε του εκβιασμού της ιδιωτικής ασφάλισης. Σε αυτό το πνεύμα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προώθησε το νομοσχέδιο που τέθηκε στο κοινοβούλιο για ψήφιση, το οποίο αφορά τις ευρωπαϊκές οδηγίες για προώθηση της ιδιωτικής ασφάλισης μέσω του λεγόμενου πλαισίου «solvency II», που προβλέπει και την ασφάλιση φυσικών προσώπων. Η αναδιάταξη των ασφαλιστικών εταιριών που αυτή τη στιγμή συμβαίνει μέσω εξαγορών από διεθνή κεφάλαια (η Εurolife της Eurobank εξαγοράστηκε από την καναδική Fairfax και η ΑΤΕ ασφαλιστική από την γερμανική Εrgo, ενώ  αναμένονται και άλλες συγχωνεύσεις και εξαγορές μέσα στο 2016), σηματοδοτεί ένα σαφή και καθόλου τυχαίο προσανατολισμό του διεθνούς κεφαλαίου προς το χώρο της ασφάλισης, άρα και μια αναμενόμενη κερδοφόρα επένδυση για αυτές.

*

Εξετάζοντας το πολιτικό τοπίο μέσα στο οποίο διαδραματίζεται η μάχη του ασφαλιστικού, αντιλαμβανόμαστε πως οι εξελίξεις τόσο στο εσωτερικό (κινητοποιήσεις), όσο και στο εξωτερικό (πίεση νέων μέτρων από τους δανειστές, προσφυγικό, όξυνση της πολεμικής κρίσης στη Συρία με εμπλοκή του ΝΑΤΟ),  λειτουργούν ως  προάγγελος πολιτικής αποσταθεροποίησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, βουτηγμένος μέχρι το λαιμό στην μνημονιακή πολιτική που ήταν εξαρχής προορισμένος να υπηρετήσει, είναι καταδικασμένος να αποτύχει, αφού η χώρα είναι χρεοκοπημένη, τα μνημονιακά μέτρα και οι προβλέψεις τους δεν  επαληθεύονται και οι δανειστές ζητάνε όλο και περισσότερα με την ‘‘υπόσχεση’’ διευθέτησης του χρέους. Οι πιέσεις των δανειστών για μειώσεις στις κύριες συντάξεις και για απαλλαγή των εισφορών της εργοδοσίας, αποκρυσταλλώνουν τον αντεργατικό σχεδιασμό τους, αλλά και την πρόθεση για απόλυτο εξευτελισμό του ΣΥΡΙΖΑ, που στο όνομα μιας «επιζήμιας ρήξης» θα αναγκαστεί να παραιτηθεί και πάλι από τις ‘‘κόκκινες γραμμές’’ του και να υποχωρήσει εκ νέου στις διαταγές των δανειστών. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο αφού οι θεσμοί  απαιτούν ταυτόχρονη κατάθεση του φορολογικού νομοσχεδίου, νέα μέτρα ύψους 2δις για το 2016 και άλλα 2 δις για το 2017, βάσει της έκθεσης της Κομισιόν για δημοσιονομικό έλλειμμα ύψους περίπου 7 δις έως το 2018. Ουσιαστικά, η συγκυβέρνηση είναι δεμένη χειροπόδαρα, αφού από τη μία δεν μπορεί να αναιρέσει την υπογραφή της στο μνημόνιο και από την άλλη δεν μπορεί να παραιτηθεί, όχι τόσο γιατί αυταπατάται ότι θα μπορέσει να ξεπεράσει το σκόπελο της λιτότητας και θα επαναφέρει την ‘‘ανάκαμψη’’, όσο γιατί μια παραίτηση ή μια (άμεση) αποδοχή οικουμενικής κυβέρνησης θα χαρακτήριζε την πολιτική της ως την πλέον αποτυχημένη στην ιστορία της χώρας.

Το πολιτικό σύστημα της χώρας είναι ετοιμόρροπο και χωρίς καμία εναλλακτική στον ορίζοντα. Η εκλογή του ακραίου νεοφιλελευθέρου Μητσοτάκη στην προεδρία της ΝΔ αν και μοιάζει βολική για τους ευρωπαίους δεν αποτελεί άμεση επιλογή, αφού το ζητούμενο είναι να κερδηθεί χρόνος ώστε να επιτευχθούν οι απαιτούμενες διεργασίες, πόσο μάλλον όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι απόλυτα ελεγχόμενος και δεσμευμένος από το μνημόνιο που υπέγραψε. Και αυτό γιατί είναι δεδομένο πως μια επάνοδος της ΝΔ, ακόμα και με την αναμενόμενη ευθυγράμμιση που θα επιδείκνυε στις προσταγές των δανειστών, δεν θα μπορούσε να αντέξει το βάρος της συνεχιζόμενης αντιλαϊκής πολιτικής που προβλέπεται για τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα. Έτσι, το σενάριο μιας οικουμενικής κυβέρνησης μπορεί να φαντάζει το πλέον ιδανικό για τους δανειστές για την ομαλή και άμεση εφαρμογή των μνημονίων, λόγω του ότι το εγχώριο πολιτικό προσωπικό έχει εξαντλήσει τα περιθώρια του, όμως αυτή τη στιγμή μπορεί να μετατεθεί χρονικά, αφού αυτό που επείγει είναι να κλείσει άμεσα η πρώτη αξιολόγηση και να επικυρωθούν τα μέτρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και πλέον κοινωνικά απονομιμοποιημένος, είναι υποχρεωμένος να αντέξει τους κραδασμούς ώστε να φέρει εις πέρας την αποστολή του: την ασφαλιστική και φορολογική ‘‘μεταρρύθμιση’’. Διαφορετικά, μια παραίτηση και προκήρυξη εκλογών θα επικύρωναν την αποσταθεροποίηση και θα μετέθεταν χρονικά την ψήφιση των μέτρων, κάτι που αυτή τη στιγμή δεν συμφέρει τους δανειστές που επείγονται για τις ‘‘μεταρρυθμίσεις’’ στο εργασιακό, ώστε να ξεκινήσει άμεσα η εφόρμηση των κεφαλαίων που εκπροσωπούν.

Με την υπάρχουσα κατάσταση χρεοκοπίας, τόσο της εγχώριας οικονομίας όσο και του κοινοβουλευτικού της προσωπικού, η οποία μάλιστα δεν πρόκειται να μεταβληθεί ούτε κατ’ ελάχιστο στο άμεσο μέλλον, προμηνύεται μια συνθήκη μακροχρόνιας σήψης στην οποία ένα μαχητικό και οργανωμένο κίνημα θα μπορούσε και θα έπρεπε να παρέμβει καταλυτικά, ακόμα και με αξιώσεις  επαναστατικής ανατροπής. Όμως πριν φτάσουμε να μιλάμε για επαναστατική απόπειρα, και ακριβώς για να προσδώσουμε στη λέξη επανάσταση το ιστορικό της περιεχόμενο, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τα βασικά.

*

Μέσα στα δεδομένα πλαίσια, σε μια συγκυρία δηλαδή ακραίας ταξικής επίθεσης,  καλούμαστε κατ’ αρχάς να δώσουμε έναν αγώνα κυρίως υπαρξιακό για το μέλλον της τάξης μας. Για το αν και με ποίο τρόπο θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε με τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Μπροστά σε αυτά τα άμεσα -αλλά συγχρόνως αναπάντητα (ακόμα)- ερωτήματα θα πρέπει να επεξεργαστούμε συγκεκριμένες πολιτικές απαντήσεις, τόσο για το συνολικότερο ζήτημα της καπιταλιστικής κυριαρχίας, όσο κυρίως για το ειδικότερο αποτύπωμα της στη σημερινή συγκυρία. Δηλαδή, για το πώς αντιλαμβανόμαστε τις επιμέρους εκφράσεις της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, αλλά και τι περιεχόμενο δίνουμε στους αγώνες εναντίον της. Ξεκινώντας από το γεγονός πως η διάκριση ανάμεσα στους ‘‘αντικαπιταλιστικούς’’ και στους ‘’ενδιάμεσους’’ αγώνες είναι ψευδής, γιατί οι πρώτοι χωρίς τους δεύτερους δεν μπορούν να αποκτήσουν διαλεκτικό περιεχόμενο, είμαστε υποχρεωμένοι να προσδώσουμε στην ταξική πάλη έναν υλικό χαρακτήρα. Να την ‘‘προσγειώσουμε’’ δηλαδή στις άμεσες ανάγκες μας ως προλετάριοι και στους αγώνες που δίνουμε ενάντια σε αυτά που ολοένα μας στερούν, ώστε τελικά η επαναστατική προοπτική να μπει σε αληθινές ράγες και να αποκτήσει πραγματικό περιεχόμενο πάλης.

Σε πρώτο χρόνο, οι απαντήσεις μας απέναντι στις επιμέρους μάχες που δίνουμε, για να είναι έγκαιρες και δραστικές δεν μπορούν παρά να καθορίζονται από το συγκεκριμένο διακύβευμα της συγκεκριμένης συγκυρίας. Να συμπυκνώνουν δηλαδή με τη μορφή καίριων αιτημάτων, όχι μια προσδοκία δικαιότερης αστικής διαχείρισης, αλλά τη δυναμική των δικών μας ταξικών επιχειρημάτων απέναντι στις προτάσεις των αφεντικών. Γιατί, αυτά τα αιτήματα (θα πρέπει να) αποτυπώνουν την πολιτική επεξεργασία του κινήματος, το μέσο επικοινωνίας του με το λαό και την προοπτική που δίνει στον αγώνα. Γιατί, αν αποδεχθούμε πως τα αιτήματα αποτελούν ρεφορμιστική πρόταση πάλης, υπονοώντας την από πλευράς μας αποδοχή της αστικής κυριαρχίας και την συνδιαλλαγή μαζί της με όρους υποτέλειας, είμαστε καταδικασμένοι σε μια ατέρμονη ‘’υπερεπαναστατική’’ αοριστολογία έξω και πάνω από τον ταξικό πόλεμο της εποχής μας. Γιατί εν τέλει, η ταξική πάλη δεν εκφράστηκε πότε στην ιστορία με τη μορφή της καθαρής αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, αλλά γύρω από υλικά συμφέροντα και κοινωνικές ανάγκες, γύρω δηλαδή από τα ζωτικά –και αναγκαστικά αντιφατικά- αιτήματα  κάθε εποχής.

Αν και η εμπειρία των ‘‘ενδιάμεσων’’ αγώνων στις τελευταίες δεκαετίες δεν άφησε τις απαιτούμενες παρακαταθήκες για την ενίσχυση του κινήματος (με όρους ανασυγκρότησης και στρατηγικού σχεδιασμού), παρά αυτοτελείς κινητοποιήσεις που οριοθετούνταν στην εκπλήρωση ή μη του εκάστοτε αιτήματος, παρόλα αυτά αποτέλεσαν de facto στιγμές ταξικής διαπάλης. Και αυτό γιατί, πέρα από τις εκκωφαντικές αδυναμίες του κινήματος, η ταξική πάλη εκφράζεται αντικειμενικά από τη στιγμή που επιχειρείται η (όποια) αναχαίτιση των σχεδίων των αφεντικών. Και είναι εδώ που η κατανόηση του αντικειμενικού χαρακτήρα της ταξικής πάλης (που είτε σε ύφεση, είτε σε όξυνση, εκφράζεται  αδιάκοπα) καθορίζει τα καθήκοντα των επαναστατικών δυνάμεων και το βαθμό επιρροής τους στο εργατικό-λαϊκό κίνημα.

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τις κραυγαλέες αντιφάσεις και αδυναμίες της τάξης μας, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει την ιδεολογική ηγεμονία της σύγχυσης και του ατομικού συμφέροντος. Η ιδεολογική και οργανωτική οπισθοχώρηση του εργατικού-λαϊκού κινήματος είναι μια θλιβερή διαπίστωση και οφείλουμε καταρχάς να μελετήσουμε τα αίτια της. Γιατί μόνο έτσι θα εξαχθούν τα απαραίτητα συμπεράσματα, ώστε να κατανοήσουμε με πολιτικούς όρους τα ιδεολογικά και κατασταλτικά εργαλεία του εχθρού, ώστε να προβληματιστούμε πάνω στα δικά μας λάθη για την ερμηνεία της ταξικής πάλης και του ρόλου μας μέσα σε αυτή,  διεκδικώντας συλλογικά και πατώντας πλέον στα γερά θεμέλια της αυτοκριτικής και του αναστοχασμού, μια απόπειρα ανασυγκρότησης του κινήματος.

Όμως, μια τέτοια στρατηγική ανασυγκρότησης, ακριβώς επειδή (θα πρέπει να) αντιλαμβάνεται την επίλυση της οπισθοχώρησης του κινήματος ως πρωτεύον καθήκον, δεν μπορεί να επικαλείται τις κοινωνικές αντιφάσεις για να απέχει από τον αγώνα, αλλά αντίθετα θα πρέπει να εμπλακεί μαζί τους για να τις ξεδιαλύνει και να περιφρουρήσει το προλεταριάτο από τον συνεχόμενο καταιγισμό της παροπλιστικής ιδεολογίας του κεφαλαίου. Εάν αποδεχθούμε την υπάρχουσα κατάσταση ως μη αναστρέψιμη είναι δεδομένο πως η πολιτική μας επεξεργασία θα εγκλωβιστεί στη γυάλα της εσωστρέφειας, σε μια πολιτική που δεν αναζητά συμμάχους, που δεν έχει επαναστατικά κίνητρα, σε μια ‘‘ρεαλιστική’’ πολιτική του ‘‘εφικτού’’ και τελικά σε μια εφικτή πολιτική της μιζέριας. Σε μια ακύρωση της έννοιας της πολιτικής. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως η ταξική πάλη συντελείται σε συνθήκες που δεν επιλέγουμε οι ίδιοι, και γι’ αυτό τα καθήκοντα των αγωνιστών επικαθορίζονται και από τους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Δυστυχώς, η δικιά μας εποχή είναι η εποχή της σαρωτικής επίθεσης του κεφαλαίου και της αδυναμίας να κρατήσουμε στοιχειωδώς τις γραμμές της άμυνας μας. Όμως γι’ αυτό, και για να μην χαθούμε στην ηττοπάθεια και στη σύγχυση, θα πρέπει να οπλιστούμε με υπομονή και επιμονή για να ξαναδώσουμε ζωή στο όραμα της επανάστασης, ως κάτι ρεαλιστικό και επιβεβλημένο. Ρεαλιστικό γιατί οι αντικειμενικές συνθήκες είναι ώριμες και πρέπει να στρατευτούμε με πάθος για να χτίσουμε τις υποκειμενικές, επιβεβλημένο γιατί μόνο η επανάσταση μπορεί να δώσει σωτηρία από την λαίλαπα της καπιταλιστικής κρίσης.

Σε μια τέτοια συνθήκη λοιπόν, στη οποία καλούμαστε να δώσουμε μια τιτάνια μάχη, μια διπλή μάχη, από τη μία για την ιδεολογικοπολιτική μας ανασυγκρότηση και από την άλλη για την οργάνωση της αντεπίθεσης μας στο κεφάλαιο, χρέος μας είναι να αναλύσουμε τους συσχετισμούς (επίπεδο συνείδησης και οργάνωσης του κινήματος και της τάξης, οικονομικοπολιτική συγκυρία) ώστε να αρθρώσουμε τα επίκαιρα και γειωμένα αιτήματα που αντανακλούν το επίδικο της συγκυρίας. Μονάχα έτσι θα μπορέσουμε να εκπονήσουμε έναν προσαρμοσμένο στα δεδομένα της εποχής σχεδιασμό μάχης και να μπούμε δυναμικά στον αγώνα μπολιάζοντας το μερικό με το συνολικό. Η ενότητα του ‘‘οικονομικού’’ και του ‘‘πολιτικού’’ αγώνα, είναι ενότητα διαλεκτική και αποτελεί την πρώτη ύλη για τη χάραξη μιας επαναστατικής πολιτικής. Γιατί η σύνδεση με τον λαϊκό παράγοντα είναι απαράβατος κανόνας της επαναστατικής διαδικασίας, γιατί η θέση μας μέσα σε αυτούς τους αγώνες δεν είναι αφαιρετικά αυτονόητη, ούτε οριοθετείται στην υποκειμενική- άρα και αποκομμένη- μας παρουσία. Η επαναστατική πολιτική είναι πολιτική ενότητας με το αγωνιζόμενο υποκείμενο γιατί επικοινωνεί και ζυμώνεται μαζί του, ώστε να υπηρετεί στην πράξη την εκτροπή από το ρεφορμισμό και να προσδίδει στον (εκάστοτε) αγώνα μια πραγματική αντικαπιταλιστική προοπτική. Στο χέρι μας είναι να νικήσουμε.

Συνέλευση αναρχικών-κομμουνιστών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην ΕΕ