Νέα Έκδοση | Simone Le Marteau. “Δεν θα εισέλθουμε σ’ έναν καλύτερο κόσμο χωρίς ρήξη”. Κείμενα από (και για) τη Γαλλική “République”, τη χώρα της Κομμούνας, της Γκιλοτίνας και της Βαστίλης [Χειμώνας 2020 – Καλοκαίρι 2023]

Κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες (σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων) η νέα έκδοση της Προλεταριακής Πρωτοβουλίας με την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας (ΚτΒ).
Simone Le Marteau. “Δεν θα εισέλθουμε σ’ έναν καλύτερο κόσμο χωρίς ρήξη”. Κείμενα από (και για) τη Γαλλική “République”, τη χώρα της Κομμούνας, της Γκιλοτίνας και της Βαστίλης [Χειμώνας 2020 – Καλοκαίρι 2023]
Αφιερώνεται στη μνήμη του 19χρονου συντρόφου Clément Meric, μέλους της Action Αntifasciste Paris-Banlieue (AFA), που δολοφονήθηκε από ναζιστικό τάγμα εφόδου στο Παρίσι τον Ιούνη του 2013.
Περιεχόμενα
– Προλ.Πρωτ & ΚτΒ εισαγωγικό σημείωμα. [Σεπτέμβρης 2023]
– Συγραφικό εισαγωγικό σημείωμα για την παρούσα έντυπη έκδοση. [Καλοκαίρι 2023]
– Για τις αστραπoβροντές της Οργής. Σύντομες σημειώσεις από τη Γαλλία. [Αρχές Ιούλη 2023]
– H δύναμη της ρήξης: από τις κινητοποιήσεις στη Γαλλία στον αγώνα ενάντια στο 41 bis στην Ιταλία. [Μάρτης 2023]
– Γαλλία: Διεθνής Αλληλεγγύη στον Δημήτρη Κουφοντίνα! [Φλεβάρης 2021]
– Μια συμβολή από τη Γαλλία: Νέος τρόπος πληροφορικής παραγωγής και διάχυτος ξεσηκωμός. [Δεκέμβρης 2020]
Παράρτημα
– ΚτΒ Κάλεσμα Στήριξης στη Συγκέντρωση Διεθνιστικής Αλληλεγγύης στην Εξέγερση στη Γαλλία. [Αθήνα, Γαλλική Πρεσβεία 3/7/2023].
Ακολουθεί το Προλ.Πρωτ & ΚτΒ εισαγωγικό σημείωμα
Η παρούσα έντυπη έκδοση αποτελεί μια συλλογή κειμένων του Ιταλού αναρχικού, φίλου & συντρόφου Simone Le Marteau, τα οποία μεταφράστηκαν στα ελληνικά από τον Λ.Β και δημοσιεύθηκαν διαδικτυακά -κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριετίας- στο prolprot.espivblogs.net.
Είχε προηγηθεί την άνοιξη του 2020, η ανάρτηση του Ημερολόγιου καραντίνας: αποσπάσματα αλληλογραφίας από το κατώφλι της “νέας κανονικότητας”… , που περιλαμβάνεται στην έκδοση μας CHI VIVRA’ VEDRA’ . ΟΠΟΙΟΣ ΖΗΣΕΙ ΘΑ ΔΕΙ. Αναλύσεις και Ανταποκρίσεις, Μαρτυρίες, Σημειώσεις και Συζητήσεις για την εξελισσόμενη πανδημία και την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, την εδαφική στρατιωτικοποίηση και την οικονομία πολέμου, τις ταξικές αντιστάσεις και την κοινωνική αλληλεγγύη από την Ιταλία (και όχι μόνο) της Κρίσης. [Μάρτης – Μάης 2020].
O Σιμόνε εδώ και αρκετά χρόνια έχει μεταναστεύσει στη νότια Γαλλία, όπου (όπως και στη γενέτειρα του Ρώμη) δραστηριοποιείται πολιτικά και κινηματικά. Επιλέξαμε να προχωρήσουμε σ’ ετούτη την έκδοση, βασικά για δυο λόγους. Πρώτα και κύρια επειδή πρόκειται για κείμενα, γραμμένα από αντιεξουσιαστική σκοπιά, τα οποία αν και έχουν για θεωρητικά εφόδια σαφείς ιδεολογικές θέσεις, εντούτοις δεν αρκούνται σε μια (αρκετά διαδεδομένη στις μέρες μας) πολιτική “καθαρολογία”, αλλά αντίθετα αναλύουν την τρέχουσα (και διαρκώς επιδεινούμενη) διεθνή συνθήκη, αντλώντας (εν πολλοίς) άγνωστα στοιχεία και χρήσιμες πληροφορίες και από το στρατόπεδο του κεφαλαιο-κρατικού-ιμπεριαλιστικού εχθρού. Γι’ αυτό το λόγο θεωρούμε ότι η ανάγνωση του μπορεί να θεωρηθεί χρήσιμη, ακόμα και για όσους και όσες (ενδεχομένως) θα διατηρήσουν τις όποιες ενστάσεις και επιφυλάξεις τους, για κάποιες από τις αναφορές που εμπεριέχονται σ’ αυτές τις σελίδες.
Η παρακίνηση μας όμως για την έντυπη έκδοση του συγκεκριμένου υλικού, εκκινεί και από ένα άλλο δεδομένο της σύγχρονης περιόδου. Η Γαλλία, δηλάδη ο ένας από τους δυο βασικούς πυλώνες της ιμπεριαλιστικής ΕΕ, αποτελεί (ανέκαθεν αλλά με ακόμα μεγαλύτερη ένταση κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων) τη χώρα εκείνη όπου η πάλη των Τάξεων και ο κοινωνικός ανταγωνισμός αγγίζουν επίπεδα έντασης και διάρκειας, τα οποία όχι μόνο σπανίζουν (πλέον) στην υπόλοιπη “γηραιά ήπειρο” αλλά συχνά πυκνά η ερμηνεία τους δυσκολεύεται να γίνει κατανοητή.
Μέσα στην τρέχουσα ιστορική συγκυρία, η Γαλλική “République”, αυτή η γενέτειρα της κίβδηλης “Ελευθερίας, Ισότητας, Αδελφοσύνης” των αστών, αναμετριέται διαρκώς με τα αδιέξοδα της και βρίσκεται σταθερά αντιμέτωπη με την αγωνιστική και εξεγερτική Οργή των υποτελών Τάξεων, τόσο στο εσωτερικό της επικράτειας της (όπως πχ με το κίνημα των “Κίτρινων Γιλέκων”, το πολύμηνο και πολύμορφο ξεσηκωμό ενάντια στην αντεργατική μεταρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος και την κοινωνική – ταξική εξέγερση που ξέσπασε το περασμένο καλοκαίρι, μετά την κρατική δολοφονία του 17χρονου προλετάριου Ναέλ) όσο και στις πάλαι ποτέ αποικίες της στη “Françafrique” (στο Νίγηρα, τη Γκαμπόν κ.α). Με αυτά τα δεδομένα, θεωρούμε ότι τα συγκεκριμένα κείμενα αποτελούν χρήσιμα εργαλεία κατανόησης των βαθύτερων αιτιών αυτών των τεκτονικών σεισμών που συνταράζουν εκείνη την κεφαλαιοκρατική-ιμπεριαλιστική δύναμη, η οποία κατά τη διάρκεια του τελευταίου μισού αιώνα, αποτελεί (ανέκαθεν) την πλέον διακηρυγμένη “φίλη και σύμμαχη χώρα” του κράτους της Γ’ Ελληνικής “Δημοκρατίας”.
Ως προς αυτό, αρκεί κάποιος ν’ ανατρέξει ιστορικά στους σφιχτούς εναγκαλισμούς του “εθνάρχη” Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν (ας μην ξεχνάμε ότι η μεταπολιτευτική ίδρυση των λαομίσητων ΜΑΤ έγινε στα πρότυπα των εξίσου δολοφονικών CRS), αλλά και του “αντιιμπεριαλιστή” Ανδρέα Παπανδρέου με τον Φρανσουά Μιτεράν, ενώ στους πιο σύγχρονους καιρούς είναι χαρακτηριστικά τα αντίστοιχα σφιχταγγαλιάσματα του “αντιμνημονιακού-αντιμερκελιστή” Αλέξη Τσίπρα με τον Φρανσουά Ολάντ και του νεοφιλελεύθερου-ακροδεξιού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Εμανουέλ Μακρόν.
Στο συγγραφικό του εισαγωγικό σημείωμα για την παρούσα έντυπη έκδοση, ο φίλος και σύντροφος Σιμόνε διαπιστώνει εύγλωττα:
[…] Αν σκεφτούμε για μια στιγμή την πλούσια παράδοση των υπόγειων κινημάτων που ταρακούνησαν την ήπειρο μας κατά τη διάρκεια των περασμένων αιώνων, αν πιστεύουμε ότι -σε κάθε περίπτωση- μέσα στα επόμενα χρόνια θα πολλαπλασιαστούν οι απόκληροι και οι πτωχευμένοι, ενώ παράλληλα θ’ αυξηθούν οι συγκρουσιακές στιγμές χαμηλής έντασης και μέσα στις δυτικές μητροπόλεις, τότε αντιλαμβανόμαστε πως οι συνεργοί μας υπάρχουν στις γωνιές των δρόμων σε αφθονία ενώ το δικό μας -θεωρητικό και πρακτικό- οπλοστάσιο δεν ήταν πότε άλλοτε τόσο ισχνό […]
Τούτων δοθέντων, θέλουμε να ελπίζουμε πως η παρούσα έκδοση θα φανεί χρήσιμη και ενδιαφέρουσα σ’ όσους και όσες, σε κάθο τόπο και παρά το σκοτάδι που μάς κυκλώνει από παντού, συνεχίζουν ν’ αντιστέκονται και ν’ αγωνίζονται, με ανιδιοτέλεια και αυταπάρνηση, ενάντια στο Κεφάλαιο & τα Κράτη του και ενάντια στα απεχθέστερα από τα γεννήματα τους: το Φασισμό & τον Ιμπεριαλισμό.
Καλή ανάγνωση!
Προλ.Πρωτ & ΚτΒ
Αθήνα. Σεπτέμβρης 2023
κεντρική διάθεση: Red n’ Noir. Δροσοπούλου 52, Κυψέλη. Αθήνα.
για επικοινωνία: violetta@espiv.net

Προλ.Πρωτ & ΚτΒ Εισήγηση – Βιβλιοπαρουσίαση “Η Δίνη: Παγκοσμιοποίηση, Πόλεμος, ΗΠΑ, Κίνα & Ευρώπη μέσα στο αβέβαιο παρόν” [7ο φεστιβάλ αναρχικού βιβλίου. Πάτρα 25/5]

Η Εισήγηση από Προλεταριακή Πρωτοβουλία & Κίνηση της Βιολέττας στη Βιβλιοπαρουσίαση “Η Δίνη: Παγκοσμιοποίηση, Πόλεμος, ΗΠΑ, Κίνα & Ευρώπη μέσα στο αβέβαιο παρόν” που πραγματοποιήθηκε στην Πάτρα (Έσπερος, πλ. Γεωργίου) την Πέμπτη 25 Μάη 2023, στο πλαίσιο του 7ου φεστιβάλ αναρχικού βιβλίου που διοργανώνεται από τον Αυτοδιαχειριζόμενο Χώρο “Επί τα Πρόσω”.

Μια Ανταπόκριση από το τριήμερο εκδηλώσεων δημοσιεύθηκε στο ipposd.org.

Καλησπέρα σ’ όλες και όλους,

Αρχικά, να ευχαριστήσουμε τους συντρόφους και τις συντρόφισσες του Αυτοδιαχειριζόμενου Χώρου “Επί τα Πρόσω”, γι’ αυτήν την πρόσκληση τους, για τη βιβλιοπαρουσίαση της πιο πρόσφατης έκδοσης μας, με την οποία και ανοίγουμε την αυλαία του 7ου φεστιβάλ αναρχικού βιβλίου στην Πάτρα.

Αισθανόμαστε μια ευχάριστη συγκίνηση για το γεγονός ότι η πρώτη παρουσίαση του συγκεκριμένου βιβλίου γίνεται εδώ, στην πόλη του αγωνιστή Βασίλη Δημόπουλου, στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένη ετούτη η έκδοση.

Επίσης, μας προκαλεί μια συντροφική ικανοποίηση το πως ένα -έστω και αιρετικά- μαρξιστικό υλικό όπως αυτό, βρίσκει χώρο στις εκδηλώσεις ενός αναρχικού πολιτικού – κοινωνικού χώρου. Στην απέναντι όχθη από τις θεωρητικές – αναλυτικές περιχαρακώσεις και τις διαδεδομένες διαχωριστικές λογικές μιας κακοχωνεμένης ιδεολογικής “καθαρότητας” που δεν κάνουν άλλο από το να ρίχνουν νερό στο μύλο του πολιτικού διασκορπισμού, του κινηματικού κατακερματισμού και αναχωρητισμού από τα κρίσιμα επίδικα της ζοφερής εποχής μας, εμείς θεωρούμε πως συλλογικές πολιτικές επιλογές για ανοιχτές εκδηλώσεις σαν κι αυτήν, αποτελούν μια έμπρακτη απόδειξη του (ιστορικά επιβεβαιωμένου) γεγονότος πως οι απελευθερωτικές – χειραφετητικές ιδέες και οι ιστορικές θεωρήσεις τους, οι πολιτικοκοινωνικές αναλύσεις της πραγματικότητας και οι οργανωτικές μεθοδολογίες αγώνα που απορρέουν από αυτές, δεν αποτελούν κλειστά “επτασφράγιστα μπαούλα” και περίκλειστα ιδεολογικά – πολιτικά στρατόπεδα αλλά ανοιχτά πεδία όσμωσης, ζύμωσης και σύνθεσης για την Οργάνωση στη Βάση και την Ενότητα στη Δράση όλων εκείνων που συνεχίζουν ν’ αντιστέκονται και ν’ αγωνίζονται έναντια στην κεφαλαιο-κρατική-ιμπεριαλιστική Εξουσία.

Μετά από αυτή την αναγκαία (κατά τη γνώμη μας) εισαγωγή, ας περάσουμε τώρα στο καθαυτό περιεχόμενο της αποψινής βιβλιοπαρουσίασης. Η συγκεκριμένη έκδοση κυκλοφόρησε στις αρχές της χρονιάς στην Αθήνα, από τις εκδόσεις Προλεταριακή Πρωτοβουλία με την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας (ΚτΒ), με τίτλο “Η Δίνη: Παγκοσμιοποίηση, Πόλεμος, ΗΠΑ, Κίνα & Ευρώπη μέσα στο αβέβαιο παρόν. Μια Συνέντευξη του Raffaele Sciortino στον Alberto Deambrogio [Σεπτέμβριος 2022] Παράρτημα: To συγκρατημένο Grexit και η αρχή του τέλους της αριστεράς”.

Στην ίδια κατεύθυνση και με στόχο τον εμπλουτισμό του πολιτικού διαλόγου, της προλεταριακής αυτομόρφωσης & της κινηματικής αντιπληροφόρησης, όπως επίσης και την κάλυψη της επείγουσας αναγκαιότητας, για μια θεωρητική επεξεργασία & ανάλυση των δεδομένων των σημείων των καιρών και εκείνων που “μέλλονται για να ‘ρθουν”, είχε προηγηθεί το 2021, η έκδοση μας με τίτλο “ΤΑ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις”. Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Ιl Lato Cattivo. [Ιούνιος 2020].

Ο Ραφαέλε Σορτίνο γεννήθηκε το 1963 και είναι […] ένας από εκείνους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που όντας “κόντρα στο ρεύμα”, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980, βίωσαν την “αυξανόμενη απομόνωση εκείνων που ήταν κυριευμένοι από το δαίμονα του κομμουνισμού (ποιου; εκείνου που ήταν πλέον “ανεπίκαιρος”…)”.

Έχει συγγράψει άρθρα, έρευνες και μελέτες για τη διεθνή οικονομική πολιτική, τα “δημόσια” και “ιδιωτικά” χρέη και την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, με ιδιαίτερη ενασχόληση με τη γεωπολιτική και τις πολυποίκιλες περιπλοκές της με τα κοινωνικά – εργατικά κινήματα στους καιρούς της πτωτικής πορείας της παγκοσμιοποίησης υπό την αστερόεσσα […].

Ακτιβιστής των κινημάτων ενάντια στην παγκοσμιοποίηση (Νο Global) και ενάντια στα τραίνα υψηλής ταχύτητας (Νο Tav), ερευνητικός διδάκτορας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο [Universita’ Statale] του Μιλάνου και ανεξάρτητος ερευνητής, ο Ραφαέλε έχει συγγράψει -μεταξύ άλλων- πολλές κριτικές μελέτες για τα ζητήματα της παγκοσμιοποίησης και των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας.

Η παρούσα συνέντευξη δημοσιεύθηκε τον περασμένο Σεπτέμβρη στα ιταλικά, στο διαδικτυακό “αρχείο ντοκουμέντων και άρθρων για την πολιτική συζήτηση της αριστεράς” sinistrainrete.info, εν όψει της πρόσφατης κυκλοφορίας του τελευταίου βιβλίου του, στο οποίο επικεντρώνει την έρευνα του γύρω από την βασική αντίθεση του σύγχρονου κεφαλαιο-κρατικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, γύρω από τις (ολοένα και πιο εμπόλεμες) σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, δηλαδή στον κύριο γόρδιο δεσμό που εδώ και μισό αιώνα, κρατάει “δεμένο” και “όρθιο” τον υπαρκτό παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό Made in USA. Ένας γόρδιος δεσμός, το “λύσιμο” ή το “κόψιμο” του οποίου βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και θα επηρεάσει συνολικά, καθορίζοντας καταλυτικά, την πορεία της ανθρωπότητας μέσα στους σύγχρονους εμπόλεμους καιρούς αλλά και στο εγγύς μέλλον που φαντάζει ολοένα και ζοφερότερο.

Μέσα από μια συνοπτική ιστορική αναδρομή, με μια (όσο το δυνατό) καθομιλουμένη γλώσσα, γύρω από εκείνες τις οικονομικές – πολιτικές και στρατιωτικες αποτυπώσεις, μέσα από τις οποίες οι ΗΠΑ διασφάλισαν -εδώ και μισό αιώνα- την παγκόσμια ηγεμονία τους, µετά το τέλος της “ψυχροπολεµικής εποχής των δύο κόσµων”, την ενδογενή κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τις µεγάλες ανατροπές στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη στα 1989-91, μέσα από την χρηματοπιστωτική και στρατιωτικοπολιτική εδραίωση της μεταψυχροπολεμικής “Νέας Τάξης Πραγμάτων” που -όπως έχουμε γράψει και αλλού- επιβλήθηκε “διά πυρός και σιδήρου από τους πεζοναύτες και το CNN, µέσα από video clips που κραύγαζαν “go West” και ζωντανές τηλεοπτικές συνδέσεις µε τους βοµβαρδισµούς της “καταιγίδας της Ερήµου”, µέσα από την παγκόσµια πληµµυρίδα περιττών “µετά-υλιστικών” εµπορευµάτων και το θρίαµβο των αδηφάγων χρηµαταγορών του ιδιωτικού καπιταλισµού, ο οποίος φάνταζε κυριολεκτικά οριστικός”… [από Μια ΚτΒ Συλλογική Απολογιστική Συμβολή: Αναδρομές & Συμπεράσματα. Στόχοι Πάλης & Προοπτικές [Μάρτης 2021].

Θεωρούμε ότι πολιτικά και ταξικά, ο σύντροφος Σορτίνο καταφέρνει να αποτυπώσει μια νηφάλια ανάλυση του σύγχρονου κεφαλαιοκρατικού κάτεργου και του ιμπεριαλιστικού σφαγείου, η οποία και αποτυπώνει συνοπτικά το ιστορικό – γεωπολιτικό – οικονομικό υπέδαφος της συστημικής Κρίσης της τελευταίας δεκαπενταετίας, με την οποία και ξεκίνησε η πτωτική πορεία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης υπό την αστερόεσσα, που ωθεί στο πέρασμα από τον μονοπολικό στο πολυπολικό κόσμο.

Ένα πέρασμα που βρίσκεται ήδη σ’ εξέλιξη και δεν προδιαγράφεται διόλου αναίμακτο και ειρηνικό, αφού αυτή η σύγκρουση του ευρωατλαντικού Ιμπεριαλισμού του ΝΑΤΟ με το κεφαλαιοκρατικό μπλοκ των αναδυόμενων BRICS, που εξελίσσεται ήδη σε παγκόσμια κλίμακα, δεν στοχεύει σε κάποια υποτιθέμενη “απελευθέρωση και χειραφέτηση των λαών “, αλλά στον πολεμικό – πολιτικό – οικονομικό επανασυσχετισμό των ισορροπιών ισχύος, γύρω από την απόσπαση της λείας από αυτήν την ίδια τη παγκοσμιοποιημένη, αποκαλούμενη “ελεύθερη αγορά” του Κεφαλαίου.

Σχετικά με την πιο πρόσφατη και πλέον οφθαλμοφανή εκδήλωση αυτής της “αλλαγής φάσης”, με τον ιμπεριαλιστικό Πόλεμο στην Ουκρανία που μαίνεται αδιάκοπα και δεν ξεκίνησε πέρυσι με τη ρωσική εισβολή, αλλά εννιά χρόνια νωρίτερα, με το αμερικανοκίνητο νεοφιλελεύθερο – νεοναζιστικό πραξικόπημα στο Κίεβο, μέσα από μια πυκνή αναδρομή και ανάλυση, ο σύντροφος Ραφαέλε αναφέρει μεταξύ άλλων:

[…] Μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε και έφτασε μέχρι τα ρώσικα σύνορα. Τον Δεκέμβρη του 2001, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μπους του υιού, η Ουάσιγκτον αποσύρθηκε από τη σημαντικότερη συμφωνία για τις στρατηγικές δυνάμεις, την ΑΒΜ, η οποία είχε υπογραφεί το μακρινό 1972.

Εντωμεταξύ, μετά από τη μακρά και αιματηρή σύγκρουση στην Τσετσενία της δεκαετίας του 1990, με την υποκίνηση των ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια εκείνης του 2000 ξεκίνησε η διαδρομή των χρωματιστών φιλοδυτικών επαναστάσεων στη Γεωργία (2003), την Ουκρανία (2004), το Κιργιστάν (2005), κι έπειτα το 2008 η ανοιχτή σύγκρουση που προκλήθηκε από τη Γεωργία.

Τελικά, η Ουκρανία που η αποσταθεροποίησή της αποτελεί -από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κι έπειτα- ένα στόχο, στον οποίο οι ΗΠΑ -κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων- δεν έπαψαν ποτέ να επιχειρούν. Αρκεί να ξαναδιαβάσουμε τη Μεγάλη Σκακιέρα του Μπρεζίνσκι, του 1997, όπου σκιαγραφείται επακριβώς, ακόμα και με χρονοδιάγραμμα, το πλάνο για τη μετατροπή της Ρωσίας σε μια μαύρη τρύπα, στην οποία δεν θα επιτρέπεται ούτε μια ελάχιστη σφαίρα επιρροής στην εγγύς Ανατολή της.

Η κινητοποίηση στην πλατεία Μεϊντάν το 2014, με την οποία ανατράπηκε -υπό τη διακριτική ενορχήστρωση των Γιάνκηδων- μια ουκρανική κυβέρνηση, μη εχθρική στη Μόσχα, με βάση -πέρα από εύκολες συνωμοσιολογίες- ένα κοινωνικό μπλοκ προτιθέμενο να μπει στην ευρωπαϊκή οικογένεια των πολιτών, προερχόμενο κυριώς από τα μεσοστρώματα των πόλεων, υπό την πολιτική ηγεμονία αντι-ρωσικών υπερεθνικιστικών δυνάμεων, ήταν αυτή που πυροδότησε οριστικά την πορεία της κρίσης που κατέληξε στον εξελισσόμενο ρωσο-ουκρανικό πόλεμο διά αντιπροσώπων.

Επομένως, ένα άκρως ετεροχρονισμένο 1989 για τους Ουκρανούς, που έχουν μετατραπεί -ως τώρα εθελοντικά- σε κρέας προς σφαγή, για τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ που μπορούν να βασίζονται σε μια τοπική διοίκηση πλήρως υπάκουη. Λίγους μήνες μετά την αποχώρηση από το Αφγανιστάν, το Νοέμβριο του 2021, η Ουάσιγκτον υπέγραψε με το Κίεβο μια συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας, με την οποία η Ουκρανία -ουσιαστικά- δεσμευόταν απόλυτα μέσα στο γεωπολιτικό παιχνίδι των ΗΠΑ. Ο γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο Στόλτεμπεργκ, δήλωσε κάπου πως το ΝΑΤΟ είχε αρχίσει ν’ αυξάνει την υποστήριξη του στην Ουκρανία, μήνες ολόκληρους πριν την έναρξη της ρωσικής εισβολής. Ως προς αυτό, φάνηκαν χρήσιμοι και οι δυτικοί αριστεροί, ειρηνιστές και οικολόγοι που τάχθηκαν άμεσα ενάντια στον “πόλεμο του Πούτιν”.

Επομένως, μια υπαρξιακή απειλή για τη Μόσχα. Αρκεί να σκεφτούμε με το τι θα ισοδυναμούσε μια Ουκρανία ως βάση στρατηγικών οπλικών συστημάτων, στα σύνορα με τη Ρωσία, σε σχέση με την ίδια τη διατήρηση της πυρηνικής αποτροπής. Μια υπαρξιακή απειλή που δεν μπορούσε παρά ν’ απαντηθεί μ’ αυτό που “τεχνικά” μπορεί να προσδιοριστεί ως στρατηγική προληπτικής άμυνας, βασισμένη σε μια επίθεση που πιθανώς στόχευε να εξαναγκάσει το Κίεβο να διαπραγματευτεί υπό τους δικούς της όρους. Κάτι που -ως γνωστό- απέτυχε. Αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να της εγγυηθεί καμία διατήρηση της κατάστασης, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα στα πεδία των μαχών, πόσo μάλλον αν αυτό είναι εις βάρος της. Πράγματι, η Ουάσιγκτον έχει -επιπλέον- το πλεονέκτημα της διαρκούς εξάντλησης του εχθρού της. Ενεργοποιώντας όμως τη νομισματική – χρηματοπιστωτική αποσύνδεση της Μόσχας από τα παγκόσμια κυκλώματα, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την κρατική, οικονομική και κοινωνική συνοχή της Ρωσίας.

Με τη σύγκρουση στην Ουκρανία, η στρατηγική της Ουάσιγκτον -αυτή του αντι-κινέζικου και αντι-ρώσικου διμέτωπου- φαίνεται να έχει χαράξει πλέον μια ανεπίστρεπτη πορεία, τουλάχιστον όσον αφορά τους καιρούς της πολιτικής, με θαμμένη οριστικά τη δυνατότητα για μια κίνηση προς τη Μόσχα, που δεν φαίνεται εξ ορισμού μη διαθέσιμη, για μια κίνηση ανάλογη με τη σινο-αμερικάνικη προσέγγιση της δεκαετίας του 1970, με την οποία οι ΗΠΑ κατάφεραν τότε να χώσουν μια παχιά σφήνα μεταξύ της Κίνας και της τότε Σοβιετικής Ένωσης.[…]

Όμως, το ζήτημα είναι βαθύτερο. Για την ευρωπαϊκή επικράτεια, η Ουάσιγκτον έχει μια στρατηγική και αυτή είναι η ίδια μ’ εκείνη που είχε πάντοτε: η διπλή ανάσχεση Ρωσίας και Γερμανίας. Η Μόσχα ως εχθρός ή αντίπαλος -ανά περιόδους- που πρέπει να κρατηθεί, μέσω της απομόνωσής της, έξω από την Ευρώπη. Το Βερολίνο ως σύμμαχος (ή υποτελής;) που πρέπει να κρατηθεί κάτω, με τη διαρκή προβολή, κατασκευή και πρόκληση της ρωσικής απειλής.
Έτσι λοιπόν, εισακούεται η συμβουλή του Μackinder, του οποίου η γεωπολιτική σκέψη ανέκαθεν αντιπροσωπεύει τη βίβλο της στρατηγικής προσέγγισης υπό την αστερόεσσα, δηλαδή η αποτροπή με κάθε κόστος μιας “ευρω-ασιατικής” συμμαχίας μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας (στην οποία όμως στο σήμερα, θα έπρεπε να προστεθεί ακριβώς και η Κίνα). Μια συμμαχία που θα σήμανε τις πένθιμες καμπάνες του τέλους για την παγκόσμια κυριαρχία της αυτού μεγαλειότητας του Δολαρίου.

Σε άμεσο χρόνο, πιστεύω ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί, αφού οι ΗΠΑ ποντάρουν στην -όσο το δυνατόν- μακρόχρονη επιμήκυνση της σύγκρουσης, ώστε να συνεχιστεί η αιμορραγία του εχθρού, χωρίς να πρέπει να διακινδυνεύσουν μια άμεση επέμβασή τους. Τουλάχιστον, εωσότου τα προλεταριακά στρώματα της ουκρανικής κοινωνίας δεν ζητήσουν το λογαριασμό για την καταστροφή της χώρας. Μέσα όμως στις υπάρχουσες συνθήκες, αυτή δεν φαίνεται ν’ αποτελεί μια άμεση προοπτική. Ο πόλεμος έχει αναζωπυρώσει το αντι-ρωσικό μίσος που θα βρεi ακόμα πιο εύφορο έδαφος, πυροδοτούμενο από την οργή για τη δυτική “προδοσία”. Με τη σειρά της, η τάση της ουκρανικής διευθύνουσας τάξης καθορίζεται από την απόγνωση της, αφού -εξαιτίας της Ρωσίας- δεν μπόρεσε να νοικιάσει ατιμώρητα τις πρώτες ύλες και την εργατική δύναμη της επικράτειας της στη Δύση, όπως μπόρεσαν και βρήκαν τον τρόπο και τον χρόνο για να κάνουν -από την πλευρά τους- οι διευθύνουσες τάξεις των άλλων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, όχι -μέχρι τώρα- χωρίς πισωγυρίσματα. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να ειπωθεί. Αλλά και γι’ αυτές αλλάζουν οι άνεμοι, η κρίση τούς χτυπάει την πόρτα και το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για την υποτέλεια στην Ουάσιγκτον θα γίνεται ολοένα και υψηλότερο ενώ το αντάλλαγμα ολοένα και πιο αναντίστοιχο, σε βάρος μιας αδύναμης και κατακερματισμένης ΕΕ […]

Στη συνέχεια, σχετικά με τις (ολοένα και πιο εμπόλεμες) σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας και τους εντεινόμενους τριγμούς που δονούν την ανθρωπότητα και απειλούν τον ιμπεριαλισμό του δολαρίου, καθιστώντας το ενδεχόμενο ενός θερμοπυρηνικού Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε κάθε άλλο παρά σενάριο επιστημονικής φαντασίας…, παρατηρεί με αναλυτική οξυδέρκεια:

[…] Μέσα στο νέο είδος ηγεμονίας που οι ΗΠΑ εγκαθίδρυσαν στον κόσμο, έπειτα από τη δεκαετία του 1970 και το τέλος του νομισματικού καθεστώτος του Bretton Woods, η Κίνα υπήρξε κεντρική, δηλαδή το άνοιγμα των δυτικών αγορών στις κινέζικες εξαγωγές, κάτι που επέτρεψε τη διεθνοποίηση της παραγωγής, τη συγκρότηση παγκόσμιων παραγωγικών αλυσίδων που επέτρεψαν στην Κίνα να έχει μέσα σε τριάντα χρόνια αυτή την απίστευτη ανοδική πορεία, την οποία άλλες χώρες ώριμου καπιταλισμού διέσχισαν σε εκατό, εκατοπενήντα χρόνια. Πάντοτε όμως με την Κίνα σε μια ασύμμετρη θέση, ξεκάθαρη από την σιωπηλή υποχρέωση της ν’ αγοράζει -προς ενίσχυση του δολαρίου- τίτλους αξιών του Δημοσίου των ΗΠΑ. Η κρίση που ξέσπασε το 2008 μ’ επίκεντρο τις ΗΠΑ, επιφανειακά μονάχα αποτέλεσε μια χρηματοπιστωτική κρίση. Στην πραγματικότητα, σηματοδότησε το πρώτο πέρασμα σε μια συστημική κρίση. Μέσα όμως από τις απαντήσεις που δόθηκαν από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και το κράτος των ΗΠΑ και στη συνέχεια απ’ όλους τους άλλους παγκόσμιους συντελεστές, αυτή η κρίση ουσιαστικά πάγωσε. Ένα πάγωμα όμως που έβαλε σε κίνηση δυο βασικές διαδικασίες, των οποίων σήμερα βλέπουμε μια πρώτη ισχυρή επιδείνωση σε γεωπολιτικό επίπεδο. Η πρώτη διαδικασία είναι αυτή που ο Economist ονόμασε επιβραδυνοποίηση [slowbalization]. Η ανοδική παγκοσμιοποίηση, τουλάχιστον κάτα τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας, δεν υπέστη παύσεις στους τρεις βασικούς δείκτες της, δηλαδή στο παγκόσμιο εμπόριο, τη συγκρότηση των παγκόσμιων παραγωγικών – εφοδιαστικών αλυσίδων και τις εξωτερικές επενδύσεις. Σίγουρα όμως παρατηρούμε μια επιβράδυνση των δεικτών ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, σε παραγωγικό επίπεδο, και γενικότερα ως προς το επίπεδο της ικανότητας να τεθεί και πάλι σε κίνηση η καπιταλιστική συσσώρευση κι επομένως η μηχανή των κερδών, με αυξομειώσεις υπό συνθήκες σαφώς διαφοροποιημένες, όσον αφορα τη Δύση (σε διαφορά με την ανατολική Ασία και ιδιαίτερα με την Κίνα), αυτό του οποίου γίναμε μάρτυρες ήταν μια ουσιαστική στασιμότητα. O όρος δεν είναι ο ακριβέστερος, εξαιτίας ακριβώς των διαφορετικών συνθηκών που επικρατούν τόσο μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ όσο και στο εσωτερικό της ίδιας της Ευρώπης. Πρέπει όμως να ειπωθεί πως βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί μια ασφυκτιούσα ανάπτυξη και ακόμα περισσότερο η ανικανότητα επανεκκίνησης για την καπιταλιστική συσσώρευση. Κάτι που εκδηλώθηκε παράλληλα -σαν μιά συνέπεια που μετατρέπεται σε αιτία- μ’ ένα αυξανόμενο δανεισμό, παρακινούμενο από τις κεντρικές τράπεζες και ιδιαίτερα από εκείνη των ΗΠΑ [Federal Reserve], ο οποίος στοχεύει ακριβώς στο μπλοκάρισμα των εκρηκτικών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συνεπειών της παγκόσμιας κρίσης.

Τι συνεπάγεται και τι επιφέρει όλο αυτό στην κινέζικη πλευρά; Τη συνειδητοποίηση του γεγονότος, από πλευράς των ελίτ και των υψηλών κλιμακίων του Κόμματος – Κράτους, πως η ασύμμετρη σχέση με την Ουάσιγκτον και τη Δύση -που σήμαινε τη θεμελίωση της δικής του ανόδου στις εξαγωγές στη δυτική αγορά για την πρόσβαση του σε κεφάλαια και τεχνολογίες- έγινε πάρα πολύ ανισόρροπη, απρόσφορη πλέον για τα συμφέροντα και τις αναγκαιότητες της κινέζικης ανάπτυξης. Για την αποτροπή της κρίσης του 2008, η Κίνα είχε παρέμβει μέσα από μια ξέφρενη παροχή ρευστότητας και μ’ αυτόν τον τρόπο είχε συνδράμει και τη Δύση. Όμως, το δικό της μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης δεν μπορεί να βασιστεί σ’ ένα διαρκή δανεισμό, ο οποίος θα δημιουργούσε μια φούσκα -ανάλογη μ’ αυτή της Δύσης- που μοιραία, αργά ή γρήγορα θα έσκαγε. Επομένως το Πεκίνο, ιδιαίτερα υπό την διεύθυνση του Xi Jinping, έθεσε επί τάπητος ένα πλάνο, μια βιομηχανική και οικονομική πολιτική με σκοπό την αναρίχηση του μέσα στις λεγόμενες αλυσίδες της αξίας. Για να το πούμε συνοπτικά, πρόκειται για μια αναπροσαρμογή της εσωτερικής οικονομίας και της σχέσης της δικής του οικονομίας με το εξωτερικό (διπλή κυκλοφορία). Με χειροπιαστούς όρους αυτό σημαίνει λιγότερη εξάρτηση από τις εξαγωγές, ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς, λιγότερη έκθεση στα δυτικά χρηματοπιστωτικά ερεθίσματα, προβολή στο εξωτερικό μέσα από τους λεγόμενους Δρόμους του Μεταξιού.
Είναι ξεκάθαρο ότι μέσα σ’ όλο αυτό, για την Κίνα καθίσταται σε ζωτική ανάγκη η αναρρίχηση της στην τεχνολογικά προηγμένη παραγωγή, κυρίως σ’ έναν κλάδο που βρίσκεται ακόμα πίσω, όπως εκείνος των microchip. Παρατηρείται ότι η προσοχή της δεν στρέφεται κυρίως ή μονάχα στην ψηφιακή παραγωγή για τη μαζική κατανάλωση, αλλά στο design, την παραγωγή και το σχεδιασμό εκείνων των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων που αποτελούν τη βάση του (όπως επίσης ξεκάθαρα αποτελούν τη βάση και των στρατιωτικών τεχνολογιών).

Σε περίπτωση που αυτό το πλάνο κινέζικης αναπροσαρμογής επιτύχει, για τις πολυεθνικές των ΗΠΑ και γενικότερα της Δύσης -και κυρίως για τον αμερικάνικο έλεγχο μέσω του δολαρίου- θα ήταν, δεν λέω το τέλος (γιατί δεν είναι αυτός ο στόχος και ούτε καν η ικανότητα της, αν ληφθούν υπόψη και οι συσχετισμοί ισχύος), αλλά -σε κάθε περίπτωση- ένα βαρύ πλήγμα. Αυτή ακριβώς η υπόθεση είναι εκείνη που προκάλεσε την αντίδραση των ΗΠΑ, διακηρυγμένη ήδη κατά τη διάρκεια της διαχείρισης Ομπάμα και εφαρμοσμένη με τον λεγόμενο εμπορικό πόλεμο του Τραμπ. Ο εμπορικός πόλεμος δεν έχει ως πραγματικό στόχο την εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, αφού όπως έλεγα προηγουμένως δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Οι ΗΠΑ κυριαρχούν άνετα στον κόσμο παράγοντας χρέος. Το πρόβλημα είναι η διατήρηση της πρωτιάς και της επικυριαρχίας του δολαρίου, η παρεμπόδιση της Κίνας από την τεχνολογική αναρρίχηση σε πιο προηγμένα στάδια καπιταλιστικής συσσώρευσης. […]

Κι έπειτα, επισημαίνει:

[…] H άνοδος της Κίνας είναι πραγματική, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να μετατραπεί σε πρόκληση, με τη στενά ηγεμονική έννοια. Αυτό γιατί ο Δράκος δεν διαθέτει τους αριθμούς εκείνους που χρειάζονται ώστε ν’ αντικαταστήσει τον ιδιαίτερο παγκόσμιο ρόλο που επιτελούν οι ΗΠΑ, δηλαδή την ικανότητα ν’ αναδιαμορφώσει ολόκληρο το παγκόσμιο καπιταλιστικό κύκλωμα και να μετατραπεί στο νέο άξονα, γύρω από το οποίο αυτό θα περιστρέφεται. Αυτή η άνοδος απαιτεί επίσης το άνοιγμα της Κίνας στην παγκόσμια αγορά, αλλά και αυτής της παγκόσμιας αγοράς -και όχι μονάχα κάποιων κομματιών της- μέσα στην ίδια την Κίνα. Κάτι που αντανακλάται και στο πεδίο των στρατηγικών της: το Πεκίνο σήμερα στοχεύει σε μια πιο αυτόνομη τοποθέτηση του μέσα στον παγκόσμιο καπιταλισμό, προσέχοντας όμως καλά ώστε -ταυτόχρονα- να μην αφεθεί ν’ αποκοπεί -μέσω της στρατηγικής των ΗΠΑ- απ’ αυτόν. Αυτό αντανακλάται και στο νομισματικό πεδίο. Το Πεκίνο δεν είναι (ακόμα;) έτοιμο να αντιπαρατεθεί με την παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου, αν και μέσα στην πορεία της ανόδου του δεν μπορεί παρά να θέσει το ζήτημα ενός δικού του νομίσματος, σταδιακά ολοένα και πιο διαδεδομένου σε παγκόσμια κλίμακα, ώστε ν’ αμβλύνει -εν μέρει- τους κινδύνους που συνδέονται με την εξάρτηση του από το πράσινο χαρτονόμισμα. Χωρίς όμως να μπορεί να το αντικαταστήσει […]

Πολλά είναι αυτά που θα μπορούσαν να ειπωθούν ακόμα γύρω από τα περιεχόμενα και ζητηματα που ανοίγουν μέσα από αυτό το πολιτικό – αναλυτικό υλικό που συμπυκνώνεται μέσα από αυτήν τη συνέντευξη, αλλά σταματάμε εδώ, ώστε να δοθεί χώρος σε τυχόν τοποθετήσεις και ερωτήσεις που μπορεί να υπάρχουν, πριν περάσουμε στην επόμενη βιβλιοπαρουσίαση αυτής της πρώτης ημέρας του φεστιβάλ.

Πριν ολοκληρώσουμε την παρουσίαση μας με την ανάγνωση του σύντομου εισαγωγικού σημειώματος του συντρόφου Ραφαέλε για αυτήν την έκδοση στα ελληνικά, θα θέλαμε να επισημάνουμε και το κείμενο που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα της, με τίτλο To συγκρατημένο Grexit και η αρχή του τέλους της αριστεράς. Πρόκειται για το “ελληνικό” κεφάλαιο του τρίτου μέρους της αναλυτικής έρευνας (311 σελίδων) του Raffaele Sciortino: “Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο. Παγκόσμια κρίση και γεωπολιτική των νέων λαϊκισμών” [στα ιταλικά: εκδόσεις Asterios. Τεργέστη, 2019].

Νομίζουμε ότι μετά και τον ιστορικό καταποντισμό που υπέστη -στις κάλπες της περασμένης Κυριακής- η ευρωατλαντική – “μεταμνημονιακή” αξιωματική αντιπολίτευση των αυτοαποκαλούμενων “αριστερών” της Κουμουνδούρου, η οποία και ήταν αυτή που άνοιξε διάπλατα το δρόμο για την αυτοδύναμη εδραίωση της πιο νεοφιλελεύθερης – ακροδεξιάς μεταπολιτευτικής κυβέρνησης ΝΔ του Μητσοτάκη του υιού, η ανάγνωση αυτής της συμπυκνωμένης πολιτικής – κοινωνικής και οικονομικής αναδρομής και ανάλυσης της περασμένης μνημονιακής δεκαετίας, καθίσταται σε ακόμα πιο χρήσιμη και ενδιαφέρουσα για όσους και όσες, απέναντι στην ηττοπάθεια, τη μοιρολατρία και τον αναχωρητισμό, συνεχίζουν ν’ αντιστέκονται και ν’ αγωνίζονται ενάντια στο Κεφάλαιο και το Κράτος του, τον Φασισμό & τον Ιμπεριαλισμό.

[Ακολουθεί το] Εισαγωγικό Σημείωμα του Raffaele Sciortino στην παρούσα έντυπη Έκδοση

Η συνέντευξη που παρουσιάζεται εδώ -και ευχαριστώ τους έλληνες συντρόφους που την εκτίμησαν και την μετέφρασαν- δόθηκε στα τέλη του καλοκαιριού του 2022. Από τότε μέχρι σήμερα (Γενάρης 2023) η δυναμική των πραγμάτων προχώρησε πολύ. Καταρχήν σε γεωπολιτικό επίπεδο: ουσιαστικά, στον πόλεμο στην Ουκρανία -μήνα το μήνα- καταγράφεται μια κλιμάκωση, πυροδοτημένη από τις κινήσεις των ΗΠΑ που στοχεούν στην -όσο το δυνατό πιο μακροχρόνια- επιμήκυνσή του. Δεν είναι όμως μονάχα αυτό. Βρισκόμαστε ενώπιον “δύο πολέμων”: από τις αρχές του Οκτώβρη, η διοίκηση Μπάιντεν διέκοψε την αποστολή -αμερικάνικων και “συμμαχικών”- υλικών στην κινέζικη βιομηχανία των μικροεπεξεργαστών [microchips]. Παράλληλα, οι Financial Times επέλεξαν ως βιβλίο της χρονιάς ένα με το διφορούμενο τίτλο Chips War. H αβεβαιότητα βασιλεύει παντού, κυρίαρχη στο βαθμό εκείνο όπου οι γενικές τάσεις, τις οποίες σκιαγράφησα σ’ αυτήν τη συνέντευξη και ανέλυσα στο πρόσφατο βιβλίο μου ΗΠΑ και Κίνα μέσα στην παγκόσμια σύγκρουση, εμφανίζονται όλο και πιο ξεκάθαρες, υπό τη σκιά της αυξανόμενης παγκόσμιας αταξίας.

Μια διευκρίνιση είναι αναγκαία. Να μιλάμε για γεωπολιτική από μαρξιστική σκοπιά δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση τον εναγκαλισμό μας με τις υποθέσεις της ακαδημαϊκής (ακόμα και της…μαρξίζουσας) συζήτησης, ούτε μ’ εκείνες των κρατικών μηχανισμών. Αντίθετα, σχετίζεται με το βαθύτερο ζήτημα -το οποίο και προσπερνιέται από την ριζοσπαστική [radical] μεταμοντέρνα διανόηση των τελευταίων δεκαετιών- του τι είναι σήμερα ο ιμπεριαλισμός. Δηλαδή, με τον τρόπο που οι διαδικασίες συγκεντρωτισμού και διεθνοποίησης της παραγωγής, οι οποίες έφτασαν σε σημεία που ήταν αδιανόητα ακόμα στις δεκαετίες του 1960-70, κορυφώνονται μ’ εκείνη τη “συγκεντρωτική οικονομία” που εκδήλωνεται -σ’ όλα τα επίπεδα- ως βίαιη ενδοκαπιταλιστική σύγκρουση. Όπως επίσης και με τον τρόπο και τις νέες βάσεις, πάνω στις οποίες η ηγεμονία των Γιάνκηδων ανανεώθηκε, ως απάντηση απέναντι στον ξεσηκωμό του παγκόσμιου Μακρόσυρτου ’68. Κάτι που σχετίζεται αναπόφευκτα με τις μεταμορφώσεις της ταξικής σύνθεσης και την αναδιάρθρωση του μεταρυθμιστικού κοινωνικού συμβολαίου (που σήμερα έχει απομείνει χωρίς τον… ρεφορμισμό του) στη Δύση, με την άνοδο των κοινωνικών αιτημάτων στον εξωδυτικό κόσμο και πολλά άλλα ακόμα.

Με λίγα λόγια, πρόκειται πάντοτε για την ελικοειδή δυναμική της πάλης των τάξεων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Όσο κι αν σήμερα βρισκόμαστε ακόμα μακριά από το σημείο εκείνο όπου να μπορούμε έστω και να διατυπώσουμε μια ταξική πολιτική στρατηγική, αυτή δεν θα είναι ποτέ εφικτή χωρίς τη διερεύνηση εκείνων των συνθηκών που μπορούν να προκύψουν, στο εσωτερικό και κυρίως στο εξωτερικό, γι’ αυτήν την ηγεμονία τους.

Όπως είχε γράψει και ο Αμεντέο Μπορντίγκα, εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, “οι μαρξιστές, μην μπορώντας να είναι πρωταγωνιστές της ιστορίας, το καλύτερο που μπορούν να ευχηθούν είναι η κοινωνική, πολιτική και πολεμική καταστροφή των αμερικανών αρχόντων του καπιταλιστικού κόσμου”. Αυτό δεν ισοδυναμεί με το να περιμένουμε γι’ ακόμα μια φορά, παθητικά ή κινηματίστικα, την -διαχρονικά αναμενόμενη αλλά ποτέ υλοποιημένη- παρακμή των ΗΠΑ, αλλά με τον εντοπισμό εκείνης της δυνητικής περιπλοκής, ανάμεσα στα κριτικά στοιχεία της καταστατικής -για τον καπιταλισμό- λειτουργίας που φέρνει σε πέρας η Ουάσιγκτον και μιας αρχής της αποδιάρθρωσης αυτού του συστήματος. Προς το παρόν, βρισκόμαστε μονάχα στην αρχή αυτού του περάσματος σε άλλη φάση. Η τρέχουσα περιπλοκή -μέσα στην οποία αντανακλάται ένα πάγωμα της κρίσης- αργά ή γρήγορα θα ξεπεραστεί, μέσα από το συνδυασμό της αμερικάνικης οργής για την κινέζικη άνοδο και την αναγκαιότητα για μια βαθιά αναδιάρθρωση της σχέσης κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας. Η αποδιάρθρωση που θ’ ακολουθήσει θα πρέπει να θέσει σε κίνηση την κοινωνική και πολιτική, ταξική διαλεκτική, μέσα σε μια διάσταση -επιτέλους- διεθνή. Αρχικά με μορφές πρωτοφανείς, συγχυσμένες, ακόμα και διφορούμενες, λαμβάνοντας υπ’ όψη την αμετάκλητη κρίση των παλιών μορφών του ρεφορμισμού και της -θεσμικής ή ριζοσπαστικής- “αριστεράς”. Σε γενικές γραμμές, η “προοδευτική” μεσαία τάξη δεν είναι πια -και θα είναι όλο και λιγότερο- σε θέση να εκτελέσει τις λειτουργίες κοινωνικής και πολιτικής διαμεσολάβησης που έφερε σε πέρας -με διάφορους τρόπους- στη φάση του φορντικού και του λεγόμενου μεταφορντικού καπιταλισμού. Εν τω μεταξύ, η αφύπνιση της “νεολαίας της μεσαίας τάξης”, η οποία ως τώρα έχει εμπλακεί -ή παθητικά στρατολογηθεί- μέσα στις διαδικασίες της καπιταλιστικής υπαγωγής, ακόμα και μόνο στο επίπεδο των προσδοκιών, θα είναι μια πικρή αφύπνιση.

Αν κάτι είναι ξεκάθαρο, αυτό είναι το γεγονός πως η κατάληξη όλων αυτών δεν είναι δεδομένη. Το σίγουρο είναι ότι χωρίς έναν (ακόμα και δύσκολο) θεωρητικό – ιστορικό απολογισμό της διαδρομής του ταξικού κινήματος, μέσα στο πλαίσιο των μεταβολών του παγκόσμιου καπιταλισμού, θα συνεχίσουμε να θεωρούμε “νέα” την παλιά ασχήμια, την οποία το σύστημα αφειδώς μας πλασάρει.

Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα; Μην έχοντας παρακολουθήσει στενά τις εξελίξεις της μετά το 2015, δεν θα προσπαθήσω ούτε καν να φανταστώ μια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Μετά την ήττα που υπέστη ο κύκλος αγώνων εκείνων των χρόνων και την έκλειψη της τελευταίας απόπειρας για “κυβέρνηση των αριστερών” στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η επακόλουθη άμπωτη επέτρεψε σ’ εκείνη την κυβέρνηση να ευθυγραμμίσει αποφασιστικά τη χώρα με τον άξονα Ουάσιγκτον-Βρυξέλλες-Τελ Αβίβ ενώ ταυτόχρονα ολοκλήρωνε το κοινωνικό σφαγείο που είχε διαταχθεί από το διεθνές κεφάλαιο. Δεν πρέπει να θεωρείται όμως δεδομένο πως στον επόμενο γύρο οι εργαζόμενες τάξεις στην Ελλάδα θα μείνουν τόσο απομονωμένες, όσο έμειναν τα προηγούμενα χρόνια, στο βαθμό εκείνο που η μελλοντική κρίση θα χτυπήσει ταυτόχρονα πολύ ευρύτερα κομμάτια του διεθνούς προλεταριάτου. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: η Ελλάδα βρίσκεται πάνω στη γραμμή του ρήγματος μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Πιθανώς μελλοντικά να γίνουμε μάρτυρες μιας ενδιαφέρουσας “απόπειρας επικοινωνίας”, ανάμεσα σε κομμάτια του προλεταριάτου που βρίσκονται και από τις δύο πλευρές του νέου σιδηρού παραπετάσματος. Η σχέση με το προλεταριάτο της Τουρκίας θα είναι ένα πεδίο δοκιμασίας. Δύσκολο μεν, δεδομένων των ισχυρών εθνικιστικών και ατλαντικών σειρήνων και των εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών που ενισχύονται περίτεχνα, αλλά υπό συγκεκριμένες συνθήκες αυτές δεν θα είναι ανέφικτο να ξεπεραστούν.

[κεντρική διάθεση: Red n’ Noir. Δροσοπούλου 52, Κυψέλη. Αθήνα. Για επικοινωνία: violetta@espiv.net]

“Κάθε δρόμος γεννιέται με το βήμα. Στιγμιότυπα αντίστασης 2013-2022” | Λίγα λόγια για μια πρόσφατη πολύτιμη Έκδοση.

[…] Οι κοινωνικές, ταξικές και πολιτικές αντιστάσεις που αναπτύχθηκαν την περίοδο 2013-2022 κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της εγχώριας ταξικής πάλης. Απορροφώντας τους κραδασμούς του ξεφουσκώματος της κοινωνικής δυναμικής, οι αντιστάσεις αυτές κράτησαν συντεταγμένο -και μάλιστα μέσα σε ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες οι οποίες έθεταν νέα και αμείλικτα ερωτήματα- το κινηματικό στρατόπεδο, και τολμούμε να πούμε -κοιτάζοντας τες σήμερα από μια σχετική απόσταση- ότι διαμόρφωσαν, μέσα από αναπόφευκτα αντιφατική πορεία ρήξεων, υποχωρήσεων, λαθών και υπερβάσεων, τους όρους για την “καινούρια γέννα”.

Λέγεται συχνά, και στα κείμενα του βιβλίου αυτού δεν υποστηρίζεται λίγες φορές, ότι η δεκαετία που αφήνουμε πίσω μας ήταν μια περίοδος ταξικής οπισθοχώρησης και κινηματικής άμπωτης. Δε θα διαφωνήσουμε. Στην περίοδο που μας απασχολεί δεν είχαμε ούτε τις εξεγέρσεις, ούτε τη μαζική είσοδο στο πολιτικό προσκήνιο του λαϊκού παράγοντα της αμέσως προηγούμενης πενταετίας. Όπως συμβαίνει πάντα στην ιστορία, οι εποχές που διαδέχονται τέτοιες πολιτικές και ταξικές κορυφώσεις είναι σκληρές, πολιτικά άνυδρες και κοινωνικά στομωμένες. Ωστόσο αυτό δεν τις κάνει λιγότερες σημαντικές και συναρπαστικές. Το αντίθετο θα λέγαμε. Μπορεί οι μάχες οπισθοφυλακών να μην έχουν τη λάμψη εκείνων της επαναστατικής ανόδου, ωστόσο χωρίς αυτές -όπως η ιστορία των κοινωνικών επαναστάσεων υπογραμμίζει- οι δεύτερες δεν πρόκειται να υπάρξουν […]

απόσπασμα από το Σημείωμα της Έκδοσης.

Αφορμή για τη συγγραφή του ακόλουθου κειμένου αποτέλεσε η έκδοση με τίτλο “Κάθε δρόμος γεννιέται με το βήμα. Στιγμιότυπα αντίστασης 2013-2022” που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την Πρωτοβουλία για την Επαναστατική Μνήμη και διατίθεται από πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους, αυτοδιαχειριζόμενα στέκια και βιβλιοπωλεία.

Πρόκειται για έναν ογκώδη τόμο 680 σελίδων, αποτελούμενο από ένα πλούσιο υλικό σκέψης και θεώρησης, δράσης και πράξης, με το οποίο διατρέχεται χρονολογικά μια ολόκληρη δεκαετία που -δίχως ίχνος υπερβολής- μπορεί να ειπωθεί ότι κυριολεκτικά πέρασε επάνω από όλους και όλες μας, επάνω από τη χειμαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία, τη ντόπια και μεταναστευτική εργατική Τάξη, τους συντρόφους και τις συντρόφισσες, τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες.

Μια πολύτιμη έκδοση που κυκλοφορεί αφιερωμένη στον φίλο και σύντροφο Χρήστο Πολίτη “που άφηνε τα χνάρια του στο χιόνι για να μην χαθεί, για να τον βρουν οι υπόλοιποι”.

Μια από εκείνες τις ξεχωριστές εκδόσεις που -όπως (δυστυχώς λιγοστές) άλλες αντίστοιχες- “παρεμβαίνει και μας υπενθυμίζει πως, πέρα από διαφωνίες και αποστάσεις, υπάρχει κάτι ζωντανό και ελπιδοφόρο που πολλές φορές ξεχνάμε. Πως μεγαλώσαμε και παλέψαμε μαζί. Στα ίδια μέρη, για τους ίδιους σκοπούς” [*].

Μέσα από μια ευρεία παράθεση κειμένων και ανακοινώσεων, αναλήψεων ευθυνών, ανταποκρίσεων και αναλύσεων πολιτικών ομάδων και συλλογικοτήτων, ένοπλων σχηματισμών και ομαδοποιήσεων άμεσης δράσης, εργατικών σωματείων, ανοιχτών συνελεύσεων και μετωπικών σχημάτων, πολιτικών κρατουμένων, αγωνιστών και αγωνιστριών του αναρχικού – αντιεξουσιαστικού χώρου και του ευρύτερου ανταγωνιστικού – ανατρεπτικού κινήματος, καλύπτεται χρονολογικά ολόκληρη η σύγχρονη ιστορική περίοδος που εκτείνεται ως τις μέρες μας.

Πρόκειται για εκείνη την περίοδο που ακολούθησε τον ύστατο (ως τα τώρα…) μαζικό και μαχητικό ξεσηκωμό του “προβοκάτορα λαού” στις 12 Φλεβάρη 2012 και το τέλος εκείνου του κύκλου αγώνων που σημάδεψαν την πρωτομνημονιακή “εποχή των ταραχών”, η οποία με τη σειρά της είχε ανθίσει πάνω στο γόνιμο λίπασμα (αλλά και τα όρια) της κοινωνικής – ταξικής Εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008.

Μια κομβική περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας (χάρη και στην καταλυτική συνεισφορά της σοσιαλδημοκρατίας -υπό τη μορφή της “πρώτης φοράς Αριστεράς”- που για ακόμα μια φορά στην ιστορία της “υπηρέτησε επάξια τον παλιό κόσμο”), εμπεδώθηκε και εντάθηκε το αλυσόδεμα της χώρας στο άρμα του ευρωατλαντικού Ιμπεριαλισμού, η κάθετη εργατική υποτίμηση και η μαζικοποίηση της ανεργίας, η σαρωτική επέλαση του Κεφαλαίου και η αυταρχικοποίηση του Κράτους του, η εκποίηση του δημόσιου πλούτου και η “κανονικοποίηση” της φτωχοποίησης και του εκφασισμού ενάντια στα δικαιώματα και τα συμφέροντα, τις κατακτήσεις και τις ανάγκες της χειμαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας που ζει και εργάζεται σ’ αυτόν τον τόπο.

Χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων, μέσα σ’ ένα διάχυτο κλίμα οπισθοχώρησης του λαϊκού παράγοντα από το κοινωνικό προσκήνιο και επικράτησης του κινηματικού κατακερματισμού και αναχωρητισμού από τα βασικά επίδικα της εποχής, η κεφαλαιο-κρατική-ιμπεριαλιστική Εξουσία κατάφερε (μέσω του νέου δικομματισμού ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ και των απαραίτητων συμπληρωμάτων του) να επανασταθεροποιήσει το αστικό πολιτικό σύστημα της Γ’ Ελληνικής “Δημοκρατίας” που (ως γνωστό) “δεν έχει αδιέξοδα”…

Χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων, η κοινωνική βάση καλέστηκε -με το καλό ή το άγριο, με τη συναίνεση και την καταστολή- να συνηθίσει το θάνατο που προσφέρεται απλόχερα από τους διαχρονικούς δυνάστες της, σε διάφορες μορφές, συνθήκες και συγκυρίες. Μέσα από τις σελίδες της συγκεκριμένης έκδοσης παρατίθενται πολλά από τα στιγμιότυπα της Αντίστασης και του Αγώνα που πήραν σάρκα και οστά, κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου υποχώρησης της ταξικής πάλης και άμπωτης του κοινωνικού ανταγωνισμού.

Στιγμιότυπα από εκείνη την πληθώρα δράσεων που πήγαν ενάντια στο ρεύμα της εσωστρέφειας, της μοιρολατρίας και της ηττοπάθειας. Στιγμιότυπα από τις πολύμορφες και διαφορετικές -αλλά όχι μεταξύ τους αντιτιθέμενες- αγωνιστικές, πολιτικές και οργανωτικές απόπειρες που -κατά τη διάρκεια όλων αυτών των “πολιτικά άνυδρων και κοινωνικά στομωμένων” χρόνων- κράτησαν ανοιχτό το “στοίχημα” της επαναστατικής προοπτικής.

Μαζικές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις, κοινωνικοί – ταξικοί αγώνες εκτός των τειχών και απεργίες πείνας στις φυλακές, κινηματικές αγωνιστικές πρωτοβουλίες, καταλήψεις και ανακαταλήψεις στην αθηναϊκή μητρόπολη, αντάρτικες ενέργειες, καταδρομικές επιθέσεις και αντεπιθέσεις, μια πληθώρα από άμεσες δράσεις ενάντια σε κρατικούς και καπιταλιστικούς, φασιστικούς και ιμπεριαλιστικούς στόχους, ενάντια σε υλικές υποδομές και φυσικά πρόσωπα που υπηρετούν -από διάφορα πόστα, αξιώματα και ιδιότητες- αυτό το σάπιο, εκμεταλλευτικό και καταπιεστικό σύστημα, η κρεατομηχανή του οποίου ανεβάζει συνεχώς στροφές και αλέθει αδιάκοπα τις ζωές μας.

Στιγμιότυπα μιας διαδρομής που φέρει -ζωντανά μέσα της- τις απώλειες και τις πληγές “ενός παρελθόντος που δεν περνάει”: τις δολοφονίες αγωνιστών από μπατσους, παρακρατικούς και χρυσαυγίτες, τις εξοντωτικές καταδίκες και τον μακροχρόνιο εγκλεισμό, τις ειδικές συνθήκες κράτησης και τις εκδικητικές μεταγωγές, την αστυνομικό-δικαστική ομηρία και τις πολύχρονες διώξεις συντρόφων και συντροφισσών, το αίμα που δεν είναι νερό και τη Μνήμη που δεν είναι σκουπίδι.

Σύμφωνα με τον Αντόνιο Γκράμσι, “το παρόν είναι η κριτική του παρελθόντος”. Η παρούσα χρονική συγκυρία μέσα στην οποία κυκλοφόρησε αυτή η συγκεκριμένη έκδοση την καθιστά σε (ακόμα πιο) χρήσιμη για όσους και όσες συνεχίζουν ν’ αντιστέκονται και αγωνίζονται για την ταξική Απελευθέρωση και την κοινωνική Επανάσταση.

Με τη κοινωνική – ταξική Εξέγερση στη Γαλλία ενάντια στην πραξικοπηματική αντιλαϊκή – αντεργατική μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος (από τη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση του προέδρου – τραπεζίτη Μακρόν) να μαίνεται και να φουντώνει, δείχνοντας το δρόμο στους “προβοκάτορες λαούς” όλης της Ευρώπης. Με το εγχώριο (έστω και πρόσκαιρο) κύμα της δίκαιης λαϊκής Οργής για το κεφαλαιοκρατικό έγκλημα στα Τέμπη να έχει βγάλει και πάλι (μετά από αυτή τη “χαμένη” δεκαετία) μαζικά, πολύμορφα και μαχητικά στο δρόμο πολλές χιλιάδες διαδηλωτών και διαδηλωτριών, επικαιροποιώντας όμως παράλληλα τις διαχρονικές ανεπάρκειες, ελλείψεις και αντιθέσεις μεταξύ των αντιλήψεων, πρακτικών και μεθόδων πάλης των κοινωνικών και ταξικών δυνάμεων του κινήματος. Με την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο να φέρνει και πάλι στην επιφάνεια παλιά και νέα διλήμματα και κοινοβουλευτικές αυταπάτες, ενώ τα κέντρα Εξουσίας της ντόπιας αστικής Τάξης και των ιμπεριαλιστικών διευθυντηρίων σε Ουάσιγκτον, Βερολίνο και Βρυξέλλες απεργάζονται ταυτόχρονα τα (φανερά ή κρυφά) σενάρια της “επόμενης μέρας” (αυτοδύναμης, δικομματικής ή “οικουμενικής”) διακυβέρνησης του ελληνικού Κράτους – παρία της ΕΕ (που ως γνωστό “έχει συνέχεια”,,,). Με την καπιταλιστική Κρίση να βαθαίνει διαρκώς και να πλήττει καίρια τα θεμέλια του τραπεζικού-χρηματοπιστωτικού συστήματος των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων σε ΗΠΑ-Γερμανία-ΕΕ, επιφυλάσσοντας μια νέα περίοδο “δημοσιονομικής πειθαρχίας” και κοινωνικού-ταξικού σφαγιασμού των λαών. Με την πολεμική προπαρασκευή (παρά την πρόσφατη “αποκλιμάκωση των εντάσεων και εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων”) να εντείνεται και στις δύο πλευρές του Αιγαίου και την Ελλάδα της ευρωατλαντικής εθνικοφροσύνης να μετατρέπεται και επίσημα σε πολεμικό ΝΑΤΟϊκό ορμητήριο και προτεκτοράτο των ΗΠΑ. Με τον ιμπεριαλιστικό Πόλεμο στην Ουκρανία να οξύνεται, τα πολεμικά σύννεφα να πυκνώνουν πάνω απ’ όλη την ανθρωπότητα και το ενδεχόμενο ενός θερμοπυρηνικού Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου να αποτελεί κάθε άλλο παρά σενάριο επιστημονικής φαντασίας…

Μέσα σε αυτή τη δυστοπική και διαρκώς επιδεινούμενη πραγματικότητα, εκδόσεις σαν κι αυτή συμβάλουν πράγματι -με τον τρόπο τους- στην “καινούργια γέννα” και υπενθυμίζουν αυτό που -σχεδόν έναν αιώνα πριν- ο Βάλτερ Μπένγιαμιν είχε συνοψίσει διαπιστώνοντας: “το ανεκπλήρωτο παρελθόν συνεχίζει ν’ αποτελεί υποχρέωση για εμάς”.

Προλεταριακή Πρωτοβουλία
Αθήνα, Μάρτης 2023.

[*] Απόσπασμα από την εισήγηση της πολιτικής εκδήλωσης Μνήμης για το σύντροφο και φίλο Χρήστο Πολίτη [Πολυτεχνείο, κτ. Γκίνη 31/5/2018]. Περιλαμβάνεται στην έκδοση “Πολιτικά κείμενα του αναρχικού Χρήστου Πολίτη” [Αθήνα, 2018].

Νέα Έκδοση | Η Δίνη: Παγκοσμιοποίηση, Πόλεμος, ΗΠΑ, Κίνα & Ευρώπη μέσα στο αβέβαιο παρόν. Μια Συνέντευξη του Raffaele Sciortino στον Alberto Deambrogio [Σεπτέμβριος 2022]

Νέα έκδοση από την Προλεταριακή Πρωτοβουλία με την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας.

Η Δίνη: Παγκοσμιοποίηση, Πόλεμος, ΗΠΑ, Κίνα & Ευρώπη μέσα στο αβέβαιο παρόν. Μια Συνέντευξη του Raffaele Sciortino στον Alberto Deambrogio [Σεπτέμβριος 2022]

Παράρτημα: To συγκρατημένο Grexit και η αρχή του τέλους της αριστεράς.

Η συνέντευξη του Raffaele Sciortino στον Alberto Deambrogio δημοσιεύθηκε στα ιταλικά τον Σεπτέμβρη του 2022 στο sinistrainrete.info. Μεταφράστηκε στα ελληνικά και δημοσιεύθηκε διαδικτυακά τον περασμένο Δεκέμβρη (σε δυο μέρη) στο prolprot.espivblogs.net.

Η παρούσα έντυπη εμπλουτισμένη έκδοση κυκλοφορεί σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων από την Προλεταριακή Πρωτοβουλία και την Κίνηση της Βιολέττας (ΚτΒ).

Για τον εμπλουτισμό του πολιτικού διαλόγου, της προλεταριακής αυτομόρφωσης & της κινηματικής αντιπληροφόρησης και για την κάλυψη της επείγουσας αναγκαιότητας, για μια θεωρητική επεξεργασία & ανάλυση δεδομένων των σημείων των καιρών και εκείνων που “μέλλονται για να ‘ρθουν”…

Η έκδοση αφιερώνεται στη μνήμη του αγωνιστή Βασίλη Δημόπουλου

Εισαγωγικό Σημείωμα του Raffaele Sciortino στην παρούσα έντυπη Έκδοση.

Η συνέντευξη που παρουσιάζεται εδώ -και ευχαριστώ τους έλληνες συντρόφους που την εκτίμησαν και την μετέφρασαν- δόθηκε στα τέλη του καλοκαιριού του 2022. Από τότε μέχρι σήμερα η δυναμική των πραγμάτων προχώρησε πολύ. Καταρχήν σε γεωπολιτικό επίπεδο: ουσιαστικά, στον πόλεμο στην Ουκρανία -μήνα το μήνα- καταγράφεται μια κλιμάκωση, πυροδοτημένη από τις κινήσεις των ΗΠΑ που στοχεούν στην -όσο το δυνατό πιο μακροχρόνια- επιμήκυνσή του. Δεν είναι όμως μονάχα αυτό. Βρισκόμαστε ενώπιον “δύο πολέμων”: από τις αρχές του Οκτώβρη, η διοίκηση Μπάιντεν διέκοψε την αποστολή -αμερικάνικων και “συμμαχικών”- υλικών στην κινέζικη βιομηχανία των μικροεπεξεργαστών [microchips]. Παράλληλα, οι Financial Times επέλεξαν ως βιβλίο της χρονιάς ένα με το διφορούμενο τίτλο Chips War. H αβεβαιότητα βασιλεύει παντού, κυρίαρχη στο βαθμό εκείνο όπου οι γενικές τάσεις, τις οποίες σκιαγράφησα σ’ αυτήν τη συνέντευξη και ανέλυσα στο πρόσφατο βιβλίο μου ΗΠΑ και Κίνα μέσα στην παγκόσμια σύγκρουση, εμφανίζονται όλο και πιο ξεκάθαρες, υπό τη σκιά της αυξανόμενης παγκόσμιας αταξίας.

Μια διευκρίνιση είναι αναγκαία. Να μιλάμε για γεωπολιτική από μαρξιστική σκοπιά δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση τον εναγκαλισμό μας με τις υποθέσεις της ακαδημαϊκής (ακόμα και της…μαρξίζουσας) συζήτησης, ούτε μ’ εκείνες των κρατικών μηχανισμών. Αντίθετα, σχετίζεται με το βαθύτερο ζήτημα -το οποίο και προσπερνιέται από την ριζοσπαστική [radical] μεταμοντέρνα διανόηση των τελευταίων δεκαετιών- του τι είναι σήμερα ο ιμπεριαλισμός. Δηλαδή, με τον τρόπο που οι διαδικασίες συγκεντρωτισμού και διεθνοποίησης της παραγωγής, οι οποίες έφτασαν σε σημεία που ήταν αδιανόητα ακόμα στις δεκαετίες του 1960-70, κορυφώνονται μ’ εκείνη τη “συγκεντρωτική οικονομία” που εκδήλωνεται -σ’ όλα τα επίπεδα- ως βίαιη ενδοκαπιταλιστική σύγκρουση. Όπως επίσης και με τον τρόπο και τις νέες βάσεις, πάνω στις οποίες η ηγεμονία των Γιάνκηδων ανανεώθηκε, ως απάντηση απέναντι στον ξεσηκωμό του παγκόσμιου Μακρόσυρτου ’68. Κάτι που σχετίζεται αναπόφευκτα με τις μεταμορφώσεις της ταξικής σύνθεσης και την αναδιάρθρωση του μεταρυθμιστικού κοινωνικού συμβολαίου (που σήμερα έχει απομείνει χωρίς τον… ρεφορμισμό του) στη Δύση, με την άνοδο των κοινωνικών αιτημάτων στον εξωδυτικό κόσμο και πολλά άλλα ακόμα. Με λίγα λόγια, πρόκειται πάντοτε για την ελικοειδή δυναμική της πάλης των τάξεων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Όσο κι αν σήμερα βρισκόμαστε ακόμα μακριά από το σημείο εκείνο όπου να μπορούμε έστω και να διατυπώσουμε μια ταξική πολιτική στρατηγική, αυτή δεν θα είναι ποτέ εφικτή χωρίς τη διερεύνηση εκείνων των συνθηκών που μπορούν να προκύψουν, στο εσωτερικό και κυρίως στο εξωτερικό, γι’ αυτήν την ηγεμονία τους.

Όπως είχε γράψει και ο Αμεντέο Μπορντίγκα, εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, “οι μαρξιστές, μην μπορώντας να είναι πρωταγωνιστές της ιστορίας, το καλύτερο που μπορούν να ευχηθούν είναι η κοινωνική, πολιτική και πολεμική καταστροφή των αμερικανών αρχόντων του καπιταλιστικού κόσμου”. Αυτό δεν ισοδυναμεί με το να περιμένουμε γι’ ακόμα μια φορά, παθητικά ή κινηματίστικα, την -διαχρονικά αναμενόμενη αλλά ποτέ υλοποιημένη- παρακμή των ΗΠΑ, αλλά με τον εντοπισμό εκείνης της δυνητικής περιπλοκής, ανάμεσα στα κριτικά στοιχεία της καταστατικής -για τον καπιταλισμό- λειτουργίας που φέρνει σε πέρας η Ουάσιγκτον και μιας αρχής της αποδιάρθρωσης αυτού του συστήματος. Προς το παρόν, βρισκόμαστε μονάχα στην αρχή αυτού του περάσματος σε άλλη φάση. Η τρέχουσα περιπλοκή -μέσα στην οποία αντανακλάται ένα πάγωμα της κρίσης- αργά ή γρήγορα θα ξεπεραστεί, μέσα από το συνδυασμό της αμερικάνικης οργής για την κινέζικη άνοδο και την αναγκαιότητα για μια βαθιά αναδιάρθρωση της σχέσης κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας. Η αποδιάρθρωση που θ’ ακολουθήσει θα πρέπει να θέσει σε κίνηση την κοινωνική και πολιτική, ταξική διαλεκτική, μέσα σε μια διάσταση -επιτέλους- διεθνή. Αρχικά με μορφές πρωτοφανείς, συγχυσμένες, ακόμα και διφορούμενες, λαμβάνοντας υπ’ όψη την αμετάκλητη κρίση των παλιών μορφών του ρεφορμισμού και της -θεσμικής ή ριζοσπαστικής- “αριστεράς”. Σε γενικές γραμμές, η “προοδευτική” μεσαία τάξη δεν είναι πια -και θα είναι όλο και λιγότερο- σε θέση να εκτελέσει τις λειτουργίες κοινωνικής και πολιτικής διαμεσολάβησης που έφερε σε πέρας -με διάφορους τρόπους- στη φάση του φορντικού και του λεγόμενου μεταφορντικού καπιταλισμού. Εν τω μεταξύ, η αφύπνιση της “νεολαίας της μεσαίας τάξης”, η οποία ως τώρα έχει εμπλακεί -ή παθητικά στρατολογηθεί- μέσα στις διαδικασίες της καπιταλιστικής υπαγωγής, ακόμα και μόνο στο επίπεδο των προσδοκιών, θα είναι μια πικρή αφύπνιση.

Αν κάτι είναι ξεκάθαρο, αυτό είναι το γεγονός πως η κατάληξη όλων αυτών δεν είναι δεδομένη. Το σίγουρο είναι ότι χωρίς έναν (ακόμα και δύσκολο) θεωρητικό – ιστορικό απολογισμό της διαδρομής του ταξικού κινήματος, μέσα στο πλαίσιο των μεταβολών του παγκόσμιου καπιταλισμού, θα συνεχίσουμε να θεωρούμε “νέα” την παλιά ασχήμια, την οποία το σύστημα αφειδώς μας πλασάρει.

Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα; Μην έχοντας παρακολουθήσει στενά τις εξελίξεις της μετά το 2015, δεν θα προσπαθήσω ούτε καν να φανταστώ μια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Μετά την ήττα που υπέστη ο κύκλος αγώνων εκείνων των χρόνων και την έκλειψη της τελευταίας απόπειρας για “κυβέρνηση των αριστερών” στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η επακόλουθη άμπωτη επέτρεψε σ’ εκείνη την κυβέρνηση να ευθυγραμμίσει αποφασιστικά τη χώρα με τον άξονα Ουάσιγκτον-Βρυξέλλες-Τελ Αβίβ ενώ ταυτόχρονα ολοκλήρωνε το κοινωνικό σφαγείο που είχε διαταχθεί από το διεθνές κεφάλαιο. Δεν πρέπει να θεωρείται όμως δεδομένο πως στον επόμενο γύρο οι εργαζόμενες τάξεις στην Ελλάδα θα μείνουν τόσο απομονωμένες, όσο έμειναν τα προηγούμενα χρόνια, στο βαθμό εκείνο που η μελλοντική κρίση θα χτυπήσει ταυτόχρονα πολύ ευρύτερα κομμάτια του διεθνούς προλεταριάτου. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: η Ελλάδα βρίσκεται πάνω στη γραμμή του ρήγματος μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Πιθανώς μελλοντικά να γίνουμε μάρτυρες μιας ενδιαφέρουσας “απόπειρας επικοινωνίας”, ανάμεσα σε κομμάτια του προλεταριάτου που βρίσκονται και από τις δύο πλευρές του νέου σιδηρού παραπετάσματος. Η σχέση με το προλεταριάτο της Τουρκίας θα είναι ένα πεδίο δοκιμασίας. Δύσκολο μεν, δεδομένων των ισχυρών εθνικιστικών και ατλαντικών σειρήνων και των εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών που ενισχύονται περίτεχνα, αλλά υπό συγκεκριμένες συνθήκες αυτές δεν θα είναι ανέφικτο να ξεπεραστούν.

Γενάρης 2023

κεντρική διάθεση: Red n’ Noir. Δροσοπούλου 52, Κυψέλη. Αθήνα.
για επικοινωνία: violetta@espiv.net

 

Raffaele Sciortino | Η Δίνη: Παγκοσμιοποίηση, Πόλεμος, ΗΠΑ, Κίνα & Ευρώπη μέσα στο αβέβαιο παρόν [Β’ Μέρος]

Μια Συνέντευξη του Raffaele Sciortino στον Alberto Deambrogio

Για το Εισαγωγικό Σημείωμα από Προλ.Πρωτ & ΚτΒ και το Ά Μέρος της Συνέντευξης πατήστε ΕΔΩ

[Β’ Μέρος]

A.D: Ας παραμείνουμε στο ζήτημα των πιθανών εξελίξεων της παγκοσμιοποίησης. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, παράλληλα με τα δραματικά επεισόδια του πολέμου που βρίσκεται σ’ εξέλιξη, σκιαγραφείται ένας ρόλος για την Κίνα, ως ο νέος παγκόσμιος εχθρός που χρήζει αντιμετώπισης. Πράγματι, η Κίνα και οι ΗΠΑ αναμετριούνται μεταξύ τους, με επίκδυνες συνέπειες για όλον τον κόσμο, ακόμα και αν -επί του παρόντος- τα συμφέροντα τους παραμένουν διαπλεκόμενα. Πώς βλέπεις προοπτικά να εξελίσσεται αυτή η μάχη για την ηγεμονία, μαζί με όλα τα ανορθολογικά παρελκόμενα και τα “θα ήθελα αλλά δεν μπορώ”, που αυτή εμπεριέχει;

R.S.: Αυτή είναι η καρδιά του ζητήματος. Πρέπει όμως να κάνουμε πρώτα ένα βήμα πίσω.

Μέσα στο νέο είδος ηγεμονίας που οι ΗΠΑ εγκαθίδρυσαν στον κόσμο, έπειτα από τη δεκαετία του 1970 και το τέλος του νομισματικού καθεστώτος του Bretton Woods, η Κίνα υπήρξε κεντρική, δηλαδή το άνοιγμα των δυτικών αγορών στις κινέζικες εξαγωγές, κάτι που επέτρεψε τη διεθνοποίηση της παραγωγής, τη συγκρότηση παγκόσμιων παραγωγικών αλυσίδων που επέτρεψαν στην Κίνα να έχει μέσα σε τριάντα χρόνια αυτή την απίστευτη ανοδική πορεία, την οποία άλλες χώρες ώριμου καπιταλισμού διέσχισαν σε εκατό, εκατοπενήντα χρόνια. Πάντοτε όμως με την Κίνα σε μια ασύμμετρη θέση, ξεκάθαρη από την σιωπηλή υποχρέωση της ν’ αγοράζει -προς ενίσχυση του δολαρίου- τίτλους αξιών του Δημοσίου των ΗΠΑ. Η κρίση που ξέσπασε το 2008 μ’ επίκεντρο τις ΗΠΑ, επιφανειακά μονάχα αποτέλεσε μια χρηματοπιστωτική κρίση. Στην πραγματικότητα, σηματοδότησε το πρώτο πέρασμα σε μια συστημική κρίση. Μέσα όμως από τις απαντήσεις που δόθηκαν από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και το κράτος των ΗΠΑ και στη συνέχεια απ’ όλους τους άλλους παγκόσμιους συντελεστές, αυτή η κρίση ουσιαστικά πάγωσε. Ένα πάγωμα όμως που έβαλε σε κίνηση δυο βασικές διαδικασίες, των οποίων σήμερα βλέπουμε μια πρώτη ισχυρή επιδείνωση σε γεωπολιτικό επίπεδο. Η πρώτη διαδικασία είναι αυτή που ο Economist ονόμασε επιβραδυνοποίηση [slowbalization]. Η ανοδική παγκοσμιοποίηση, τουλάχιστον κάτα τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας, δεν υπέστη παύσεις στους τρεις βασικούς δείκτες της, δηλαδή στο παγκόσμιο εμπόριο, τη συγκρότηση των παγκόσμιων παραγωγικών – εφοδιαστικών αλυσίδων και τις εξωτερικές επενδύσεις. Σίγουρα όμως παρατηρούμε μια επιβράδυνση των δεικτών ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, σε παραγωγικό επίπεδο, και γενικότερα ως προς το επίπεδο της ικανότητας να τεθεί και πάλι σε κίνηση η καπιταλιστική συσσώρευση κι επομένως η μηχανή των κερδών, με αυξομειώσεις υπό συνθήκες σαφώς διαφοροποιημένες, όσον αφορα τη Δύση (σε διαφορά με την ανατολική Ασία και ιδιαίτερα με την Κίνα), αυτό του οποίου γίναμε μάρτυρες ήταν μια ουσιαστική στασιμότητα. O όρος δεν είναι ο ακριβέστερος, εξαιτίας ακριβώς των διαφορετικών συνθηκών που επικρατούν τόσο μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ όσο και στο εσωτερικό της ίδιας της Ευρώπης. Πρέπει όμως να ειπωθεί πως βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί μια ασφυκτιούσα ανάπτυξη και ακόμα περισσότερο η ανικανότητα επανεκκίνησης για την καπιταλιστική συσσώρευση. Κάτι που εκδηλώθηκε παράλληλα -σαν μιά συνέπεια που μετατρέπεται σε αιτία- μ’ ένα αυξανόμενο δανεισμό, παρακινούμενο από τις κεντρικές τράπεζες και ιδιαίτερα από εκείνη των ΗΠΑ [Federal Reserve], ο οποίος στοχεύει ακριβώς στο μπλοκάρισμα των εκρηκτικών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συνεπειών της παγκόσμιας κρίσης.

Τι συνεπάγεται και τι επιφέρει όλο αυτό στην κινέζικη πλευρά; Τη συνειδητοποίηση του γεγονότος, από πλευράς των ελίτ και των υψηλών κλιμακίων του Κόμματος – Κράτους, πως η ασύμμετρη σχέση με την Ουάσιγκτον και τη Δύση -που σήμαινε τη θεμελίωση της δικής του ανόδου στις εξαγωγές στη δυτική αγορά για την πρόσβαση του σε κεφάλαια και τεχνολογίες- έγινε πάρα πολύ ανισόρροπη, απρόσφορη πλέον για τα συμφέροντα και τις αναγκαιότητες της κινέζικης ανάπτυξης. Για την αποτροπή της κρίσης του 2008, η Κίνα είχε παρέμβει μέσα από μια ξέφρενη παροχή ρευστότητας και μ’ αυτόν τον τρόπο είχε συνδράμει και τη Δύση. Όμως, το δικό της μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης δεν μπορεί να βασιστεί σ’ ένα διαρκή δανεισμό, ο οποίος θα δημιουργούσε μια φούσκα -ανάλογη μ’ αυτή της Δύσης- που μοιραία, αργά ή γρήγορα θα έσκαγε. Επομένως το Πεκίνο, ιδιαίτερα υπό την διεύθυνση του Xi Jinping, έθεσε επί τάπητος ένα πλάνο, μια βιομηχανική και οικονομική πολιτική με σκοπό την αναρίχηση του μέσα στις λεγόμενες αλυσίδες της αξίας. Για να το πούμε συνοπτικά, πρόκειται για μια αναπροσαρμογή της εσωτερικής οικονομίας και της σχέσης της δικής του οικονομίας με το εξωτερικό (διπλή κυκλοφορία). Με χειροπιαστούς όρους αυτό σημαίνει λιγότερη εξάρτηση από τις εξαγωγές, ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς, λιγότερη έκθεση στα δυτικά χρηματοπιστωτικά ερεθίσματα, προβολή στο εξωτερικό μέσα από τους λεγόμενους Δρόμους του Μεταξιού.

Είναι ξεκάθαρο ότι μέσα σ’ όλο αυτό, για την Κίνα καθίσταται σε ζωτική ανάγκη η αναρρίχηση της στην τεχνολογικά προηγμένη παραγωγή, κυρίως σ’ έναν κλάδο που βρίσκεται ακόμα πίσω, όπως εκείνος των microchip. Παρατηρείται ότι η προσοχή της δεν στρέφεται κυρίως ή μονάχα στην ψηφιακή παραγωγή για τη μαζική κατανάλωση, αλλά στο design, την παραγωγή και το σχεδιασμό εκείνων των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων που αποτελούν τη βάση του (όπως επίσης ξεκάθαρα αποτελούν τη βάση και των στρατιωτικών τεχνολογιών).

Σε περίπτωση που αυτό το πλάνο κινέζικης αναπροσαρμογής επιτύχει, για τις πολυεθνικές των ΗΠΑ και γενικότερα της Δύσης -και κυρίως για τον αμερικάνικο έλεγχο μέσω του δολαρίου- θα ήταν, δεν λέω το τέλος (γιατί δεν είναι αυτός ο στόχος και ούτε καν η ικανότητα της, αν ληφθούν υπόψη και οι συσχετισμοί ισχύος), αλλά -σε κάθε περίπτωση- ένα βαρύ πλήγμα. Αυτή ακριβώς η υπόθεση είναι εκείνη που προκάλεσε την αντίδραση των ΗΠΑ, διακηρυγμένη ήδη κατά τη διάρκεια της διαχείρισης Ομπάμα και εφαρμοσμένη με τον λεγόμενο εμπορικό πόλεμο του Τραμπ. Ο εμπορικός πόλεμος δεν έχει ως πραγματικό στόχο την εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, αφού όπως έλεγα προηγουμένως δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Οι ΗΠΑ κυριαρχούν άνετα στον κόσμο παράγοντας χρέος. Το πρόβλημα είναι η διατήρηση της πρωτιάς και της επικυριαρχίας του δολαρίου, η παρεμπόδιση της Κίνας από την τεχνολογική αναρρίχηση σε πιο προηγμένα στάδια καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Πράγματι, αυτό που βλέπουμε είναι μια αρμονική συνέχεια μεταξύ της διαχείρισης Τραμπ και της διαχείρισης Μπάιντεν. O Μπάιντεν δεν έκανε άλλο από το να οξύνει αυτή τη στρατηγική που πήρε τη μορφή της λεγόμενης “επιλεκτικής τεχνολογικής αποσύνδεσης” [decoupling]. Με τον όρο decoupling εννοείται η αποσύνδεση της Κίνας από την πρόσβαση σε προηγμένα δυτικά κεφάλαια και τεχνολογίες, μέσα σ’ ένα διεθνές πλαίσιο όπου οι ΗΠΑ συνειδητά επιβάλουν επίσης τους ίδιους μηχανισμούς σε χώρες της Δύσης και σε συμμάχους τους στην Ανατολή (Ιαπωνία και Ταϊβάν). “Επιλεκτική” γιατί μια ολική ρήξη με την Κίνα θα ήταν για τις ΗΠΑ σαν να σφάζουν την κότα με τα χρυσά αυγά. Κάτι που -τουλάχιστον προς το παρόν- ούτε βρίσκεται στους σχεδιασμούς τους ούτε είναι εφικτό. Ταυτόχρονα, σε γεωπολιτικό επίπεδο οι ΗΠΑ αναπροσανατολίστηκαν προς την ανατολική Ασία και χάραξαν μια στρατηγική νέας ανάσχεσης της Κίνας (στρατηγική του λεγόμενου Ινδικού-Ειρηνικού), με επίκεντρο τη βόρεια και τη νότια Σινική Θάλασσα και την Ταϊβάν.

Στην παρούσα φάση, η κινέζικη κυβέρνηση, ζυγίζοντας νηφάλια τους υπάρχοντες συσχετισμούς ισχύος, δεν στοχεύει σε μια συμμετρική απάντηση απέναντι στην αντίστοιχη των ΗΠΑ, σ’ ένα decoupling με κινεζική υπογραφή, αλλά στην απόσπαση περισσότερων περιθωρίων κίνησης σ’ όλα τα επίπεδα, τουλάχιστον όσο κάτι τέτοιο θα είναι εφικτό, πάντοτε σε συσχετισμό με την πρωταρχική στρατηγική της τεχνολογικής αναπλήρωσης και της διπλής κυκλοφορίας, κάτι που προϋποθέτει την αποφυγή της “αποσύνδεσης” της από την παγκόσμια αγορά.

Αυτό είναι κάτι που μου επιτρέπει ν’ απαντήσω ευθέως στην ερώτηση σου. H άνοδος της Κίνας είναι πραγματική, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να μετατραπεί σε πρόκληση, με τη στενά ηγεμονική έννοια. Αυτό γιατί ο Δράκος δεν διαθέτει τους αριθμούς εκείνους που χρειάζονται ώστε ν’ αντικαταστήσει τον ιδιαίτερο παγκόσμιο ρόλο που επιτελούν οι ΗΠΑ, δηλαδή την ικανότητα ν’ αναδιαμορφώσει ολόκληρο το παγκόσμιο καπιταλιστικό κύκλωμα και να μετατραπεί στο νέο άξονα, γύρω από το οποίο αυτό θα περιστρέφεται. Αυτή η άνοδος απαιτεί επίσης το άνοιγμα της Κίνας στην παγκόσμια αγορά, αλλά και αυτής της παγκόσμιας αγοράς -και όχι μονάχα κάποιων κομματιών της- μέσα στην ίδια την Κίνα. Κάτι που αντανακλάται και στο πεδίο των στρατηγικών της: το Πεκίνο σήμερα στοχεύει σε μια πιο αυτόνομη τοποθέτηση του μέσα στον παγκόσμιο καπιταλισμό, προσέχοντας όμως καλά ώστε -ταυτόχρονα- να μην αφεθεί ν’ αποκοπεί -μέσω της στρατηγικής των ΗΠΑ- απ’ αυτόν. Αυτό αντανακλάται και στο νομισματικό πεδίο. Το Πεκίνο δεν είναι (ακόμα;) έτοιμο να αντιπαρατεθεί με την παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου, αν και μέσα στην πορεία της ανόδου του δεν μπορεί παρά να θέσει το ζήτημα ενός δικού του νομίσματος, σταδιακά ολοένα και πιο διαδεδομένου σε παγκόσμια κλίμακα, ώστε ν’ αμβλύνει -εν μέρει- τους κινδύνους που συνδέονται με την εξάρτηση του από το πράσινο χαρτονόμισμα. Χωρίς όμως να μπορεί να το αντικαταστήσει.

Πιο πρόσφατα, η επιδείνωση των σχέσεων του με την Ουάσιγκτον, όπως και η χρήση του δολαρίου ως όπλο στη σύγκρουση στην Ουκρανία, έπεισαν πράγματι τα κινέζικα επιτελεία για το γεγονός ότι η έκθεση σ’ αυτό το δολαριοκεντρικό σύστημα αποτελεί πλέον έναν κίνδυνο ολοένα και πιο ανισόρροπο, συγκριτικά με το προτέρημα της πρόσβασης στις δυτικές εξαγωγικές αγορές. Μ’ άλλα λόγια, η Κίνα δεν μπορεί πλέον να παίζει -πάντα και σε κάθε περίπτωση- σεβόμενη τους κανόνες της Federal Reserve. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται άλλο ένα κομμάτι του παζλ, η στρατηγική που έχει οριστεί ως διεθνοποίηση του κινέζικου νομίσματος, που σύμφωνα με τις προθέσεις του Πεκίνου θα πρέπει να είναι συγκρατημένη και ομαλή, αντιπροσωπεύοντας όμως -ολοένα και πιο ξεκάθαρα- μια αναγκαστική επιλογή. Μέσα σ’ αυτή τη στρατηγική εντάσσεται και η εισαγωγή του ψηφιακού γιεν.

Στην πραγματικότητα το Πεκίνο, αν και υπέρ ενός πολυπολικότερου διεθνούς νομισματικού συστήματος, δεν είναι (ακόμα) διατεθειμένο για την πλήρη μετατρεψιμότητα του νομίσματος του, ούτε για την ανάληψη του βάρους της μετατροπής του γιεν σε διεθνές αποθεματικό νόμισμα. Ταυτόχρονα, ανοίγει συγκρατημένα -και δεν κλείνει- τα εθνικά συστήματα πληρωμών σε γιεν προς βασικές διεθνείς εταιρίες (όπως στις American Express, Visa και Mastercard), ως προληπτική άμυνα απέναντι σε περαιτέρω βήματα αποσύνδεσης του από τις ΗΠΑ. Επομένως, οι συγκεκριμένες κινήσεις μοιάζουν περισσότερο αμυντικής υφής, αν και οι συνέπειες τους -όπως πάντα- μπορούν να φτάσουν πολύ μακρύτερα από τις αρχικές προθέσεις. Κυρίως στην περίπτωση που μελλοντικά γίνει το βήμα διασύνδεσης του ψηφιακού νομίσματος, δεδομένων των χαρακτηριστικών και των δυνατοτήτων του, σε κεντρικά αποθεματικά μετακινημένα από το δολάριο στο χρυσό.

Έτσι, προκύπτει η αντίφαση που -αν δεν εκραγεί νωρίτερα- πιθανότατα θα μάς συνοδεύσει για μερικές δεκαετίες. Η αντίφαση που προκύπτει από την -βάσιμη αλλά ταυτόχρονα και αντιθετική- αναγκαιότητα για την Κίνα και τις ΗΠΑ, για τη διατήρηση της παγκοσμιοποίησης και από την ταυτόχρονη αναγκαιότητα να θέτουν σε κίνηση στρατηγικές που ναρκοθετούν την ίδια την παγκοσμιοποίηση, τείνοντας έτσι προς μια κρίση κι έπειτα -ενδεχομένως- προς μια αποπαγκοσμιοποίηση.

Μονάχα σε περίπτωση που προσεγγιστεί το σημείο συγχώνευσης των διεθνών σχέσεων και της σύγκρουσης ΗΠΑ-Κίνας, με την προϋπόθεση μιας βαθύτατης εσωτερικής κρίσης της αμερικανικής κοινωνίας, μπορεί να λάβει χώρα η εκκίνηση μιας πραγματικής αποπαγκοσμιοποίησης κι επομένως αποδολαριοποίησης. Δεν θα πρόκειται όμως, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, για μια διαφαινόμενη ηγεμονική αλλαγή φρουράς, πόσο μάλλον μιας νέας, δικαιότερης “διεθνούς τάξης πραγμάτων”, αλλά για την αποδιάρθρωση του παγκόσμιου συστήματος.

Όπως και να έχει, όλα αυτά μαρτυρούν πολλά για την -αν μη τι άλλο- υψηλή θερμοκρασία του παγκόσμιου συστήματος, η οποία είναι υψηλότερη απ’ όσο μπορούσε να υποτεθεί πριν από το ξέσπασμα της ουκρανικής κρίσης. Στην παρούσα φάση, είναι δύσκολο να προβλεφθούν οι συνολικές συνέπειες. Αν και δεν βρισκόμαστε ακόμα ενώπιον μιας γεωπολιτικής κρίσης τέτοιου μεγέθους, η οποία να θέτει σε κίνηση μια διαδικασία αυτής καθαυτής αποπαγκοσμιοποίησης -για την οποία σχεδόν σίγουρα θα είναι απαραίτητη μια συνθήκη που θα εμπλέκει άμεσα τον κινέζικο παράγοντα-, όλα όσα διαδραματίζονται επισκιάζουν αυτήν τη διαδικασία, φανερώνοντας την σημασία της διαδρομής που διανύεται από τη διεθνή πολιτική.

Α.D: Για την επιστροφή της καπιταλιστικής συσσώρευσης στα επιθυμητά ποσοστά χρειάζεται η καταστροφή κεφαλαίων. Αυτή η κοινότυπη θεώρηση, η οποία είναι έμφυτη στο κοινωνικοικονομικό σύστημα που ζούμε, περιέχει σήμερα ένα βαρύτατο τίμημα για την Ευρώπη: οι ΗΠΑ φορτώνουν κυρίως σ’ αυτήν τα κόστη που είναι αναγκαία και συνδέονται με τον πόλεμο. Τι γνώμη έχεις σχηματίσει για τον ευρωπαϊκό παράγοντα, για τον ανύπαρκτο πολιτικό ρόλο του και την κρίση του γαλλογερμανικού άξονα; Τι είναι αυτό που πιθανώς μπορεί ν’ αλλάξει τώρα, μετά τις πρόσφατες γαλλικές εκλογές;

R.S: Καταρχήν, ας ειπωθεί ότι η πένθιμη καμπάνα χτύπησε ουσιαστικά γι’ αυτό που είχε απομείνει όρθιο από τις αυτόνομες ευρωπαϊκές φιλοδοξίες, οι οποίες είχαν ήδη ψαλιδιστεί από την Ευρωκρίση και φαινομενικά είχαν επαναδιατυπωθεί με την απάντηση στην πανδημική κρίση. Μετά τη φουρτούνα που προκάλεσε ο Τραμπ, ο Μπάιντεν -κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της προεδρίας του- επανατοποθετήθηκε περιορισμένα γύρω από μερικές από τις ανοιχτές διαφορές. Έτσι, προέκυψαν οι συμφωνίες με τις Βρυξέλλες για τον χάλυβα και το αεροδιάστημα (για την μακρόχρονη σύγκρουση Boeing-Airbus), κάθως και η αναμενόμενη θέσπιση ενός ελάχιστου παγκόσμιου φόρου στα εισοδήματα των πολυεθνικών από το εξωτερικό (στην πραγματικότητα πρόκειται για ψίχουλα), μέσα σε μια γενική αλλαγή πολιτικού ύφους, με την επιστροφή στις φιλελεύθερες και παγκοσμιοποιητικές τοποθετήσεις. Το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί από την Ευρώπη και το Βερολίνο είναι μια νέα αντι-ρωσική στροφή, μια δυναμική που φανερώθηκε ήδη από τα χίλια εμπόδια που μπήκαν απέναντι στη λειτουργία του αγωγού North Stream 2.

Τώρα, χάρη στην ουκρανική σύγκρουση, η Ουάσιγκτον όχι μόνο ενταφίασε (οριστικά;) αυτόν τον αγωγό αερίου, αλλά προξένησε και ένα σοβαρότατο πλήγμα σ’ όλη την ενεργειακή πολιτική της ΕΕ, όδηγωντας σε μια -σχεδόν- αποσύνδεση της από τις ρωσικές προμήθειες. Επίσης, κατέστησε -από εδώ και στο εξής- σε υπέρμετρα δύσκολες, αν όχι αδύνατες, τις εμπορικές διασυνδέσεις με τη Μόσχα για τη γερμανική (και επακόλουθα και την ιταλική) βιομηχανία. Μια ηθελημένη περιπλοκή, η οποία -αν δεν αλλάξουν οι βαθύτερες συνθήκες- θα θέσει υπό αμφισβήτηση την γερμανική διεθνή ανταγωνιστικότητα και -μακροπρόθεσμα- σε κίνδυνο τον ίδιο τον ευρωπαϊκό βιομηχανικό ιστό που περιστρέφεται γύρω από τον γερμανικό, προς όφελος της στρατηγικής του decoupling, μέσα από την επακόλουθη απόπειρα των Γιάνκηδων για επιστροφή της παραγωγής στο σπίτι [reshoring], αν και όποτε -πιθανώς μελλοντικά- βρεθούν ενώπιον μιας απότομης όξυνσης με το Πεκίνο.

Πράγματι, στο επίκεντρο των αμερικάνικων ανησυχιών βρίσκεται η σχέση ανάμεσα στο ευρωπαϊκό – γερμανικό σχέδιο και την Κίνα. Βασικό ζητούμενο για την Ουάσιγκτον είναι να “πείσει” την Ευρώπη -και κυρίως το Βερολίνο- πως η Κίνα είναι (ήδη) ένας εχθρός. Κυρίως, να την πείσει με πιέσεις και τετελεσμένα γεγονότα. Όπως συνέβη και με το μποϋκοτάζ, το οποίο επιβλήθηκε και επικράτησε επί Τραμπ, ενάντια στη διάδοση του ψηφιακού δικτύου 5G της Huawei στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Ως προς αυτό, ο Μπάιντεν δεν έκανε άλλο από το να συνεχίσει στην ίδια γραμμή.

Η συνθήκη του διπλού παραθύρου -προς τη Δύση και την Ανατολή- που απολάμβανε ως τώρα η γερμανική (και η ευρωπαϊκή) οικονομία κλείνει, και όχι μονάχα προς τη Ρωσία. Επιπλέον, μέσο-μακροπρόθεσμα το Βερολίνο έχει να φοβάται την κινέζικη οικονομική-τεχνολογική αναρρίχηση, η οποία αν πετύχει θα τού αφαιρέσει σημαντικά μερίδια άγορων, επενδύσεων και διεξόδων. Σίγουρα δεν πρόκειται για έναν άμεσο κίνδυνο αφού μέχρι σήμερα η σινο-γερμανική οικονομική διασύνδεση είναι -αν μη τι άλλο- αναγκαία για τις τευτονικές πολυεθνικές. Αυτό είναι κάτι που καθιστά για την Ουάσιγκτον σε καυτό το πρόβλημα του τρόπου και του χρόνου που θα επιβάλει στο Βερολίνο και όλη την Ευρώπη, εδώ και τώρα, αντι-κινέζικες κόκκινες γραμμές.

Δεν είναι πολύ εύκολο ν’ αναζητηθούν οι λόγοι της αιφνίδιας και σχεδόν απόλυτης ευθυγράμμισης των ευρωπαϊκών διευθυντικών τάξεων με την ουκρανική εντολή [ukaze] της Ουάσιγκτον, ακόμα και ενάντια στην απροθυμία και τις κριτικές που εκφράστηκαν από την πλευρά ορισμένων κλάδων της βιομηχανικής μπουρζουαζίας, με πρώτες απ’ όλες εκείνες της γερμανικής. Η ΕΕ φαντάζει ενωμένη μονάχα ως προς τη αντι-ρωσική μηντιακή ρητορική που είναι αντάξια του χειρότερου ατλαντικού γλείφτη, δηλαδή -για ακόμα μια φορά- στην υποταγή της στα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ, με αφορμή ένα σοβαρό κυνήγι κεφαλών στη διεθνή πολιτική, το οποίο και αποφασίστηκε απο την Ουάσιγκτον. Ως προς τα υπόλοιπα, είναι πιο διαιρεμένη από ποτέ, όπως φαίνεται και από τους καβγάδες για τις αντι-ρωσικές κυρώσεις και την αποστολή οπλισμού στην Ουκρανία. Ακόμα και ο επανεξοπλισμός που ψηφίστηκε από τη γερμανική βουλή τον Ιούνιο του 2022 λειτουργεί -προς το παρόν- προς όφελος της αγοράς οπλικών συστημάτων που έχουν παραχθεί (και ελέγχονται) από τις ΗΠΑ. Εσωτερικές αντιπαραθέσεις που είναι σύμφυτες με την ΕΕ, οι οποίες και εκμεταλλεύονται κατάλληλα από την αποφασιστικά φιλοαμερικάνικη τοποθέτηση μεγάλου μέρους των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Κατακερματισμός των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, με τους Γάλλους να σέρνουν τον χορό, πάντα χαιρέκακα [schadenfroh] για κάθε ζημιά στην οποία υπόκειται το Βερολίνο. Αποδυνάμωση της γερμανικής ηγεσίας μετά την αποχώρηση της Μέρκελ, με το υπουργείο εξωτερικών να έχει δοθεί σ’ ένα κόμμα που το πράσινο που -πάνω απ’ όλα- υπηρετεί παθιασμένα και φθονερά είναι το χρώμα του δολαρίου, απολύτως αντι-ρωσικά και αντι-κινέζικά. Αυτά και άλλα είναι που φέρουν το δικό τους ειδικό βάρος. Όμως η βαθύτερη περιπλοκή έγκειται στο γεγονός ότι η ΕΕ δεν είναι ένα κράτος, επομένως -αρχής γενομένης από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι έπειτα- δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει την επίμονη πολιτικοστρατιωτική ημι-ανεξαρτησία των μελών της. Επιπλέον, κατά παράδοξο τρόπο, η ευρωπαϊκοποίηση ενός αυξανόμενου αριθμού διαδικασιών, κανόνων και θεσμών κατέληξε να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, στο βαθμό εκείνο που -όντας ένα όχημα της παγκοσμιοποίησης με αυστηρά αμερικάνικα χαρακτηριστικά, υπό βρετανική επίβλεψη (μέχρι το Brexit)- εξασθένισε την κρατική αυτονομία της Γερμανίας και της Γαλλίας, εμπλέκοντας τες -μεταξύ άλλων- στο δίχτυ των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες αποτελούν τους ατάραχους υποτελείς της Ουάσιγκτον και τους ευκαιριακούς παραλήπτες των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων. Η απουσία μιας υπολογίσιμης πάλης των τάξεων φρόντισε για τα υπόλοιπα. Τέλος, πάνω απ’ όλα αιωρείται -όχι απαραίτητα συνειδητά- ο φόβος της Ευρώπης και των Ευρωπαίων ότι χωρίς την ομπρέλα του ΝΑΤΟ, κι επομένως χωρίς την πληρωμή του απαραίτητου τιμήματος στην Ουάσιγκτον, το δυτικό προνόμιο της διαδεδομένης ευημερίας δύσκολα θα στεκόταν όρθιο μπροστά στις αυξανόμενες απαιτήσεις της Ανατολής.

Αυτή η συνθήκη γερμανικού -και επομένως ευρωπαϊκού- αδιεξόδου [impasse] δεν μπορεί να ξεπεραστεί αυτόματα μέσα από την απλή ώθηση των γεωοικονομικών παραγόντων, αλλά μονάχα μέσα από μια δραστική επιδείνωση που μπορεί να προκληθεί από την ουκρανική κρίση και έπειτα από μια παγκόσμια ύφεση. Έτσι, θα τεθεί πάρα πολύ ψηλά το εύρος των ζημιών που θα πρέπει να πληρωθούν, πυροδοτώντας -κατά συνέπεια- κοινωνικές αντιδράσεις, πιθανότατα με νεολαϊκιστικά χαρακτηριστικά που -κατά κάποιο τρόπο- θα έχουν αντι-αμερικάνικη κατεύθυνση. Πρόκειται για κάτι που μπορεί να προκαλέσει μια σοβαρότατη κρίση, μέσα από μια όξυνση της κατάστασης και της σχέσης μεταξύ των εργαζόμενων τάξεων και της υπάρχουσας διευθύνουσας τάξης, η οποία για -ιστορικούς και σύγχρονους λόγους- παραμένει προσκολλημένη στον παγκοσμιοποιητικό ατλαντισμό και γι’ αυτό δεν επιδέχεται “μεταρρύθμισης”. Αυτή είναι όμως μια προοπτική που ακόμα φαντάζει μακρινή. Οι γαλλικές εκλογές δεν αλλάξαν ουσιαστικά το πλαίσιο, αποτελούν όμως ένα πρώτο, αδύναμο σημάδι όλων όσων μπορούν να τεθούν σε κίνηση. Όπως επίσης και η κρίση της κυβέρνησης Ντράγκι [στην Ιταλία].

Κλείνοντας, υπάρχει και μια βαθύτερη διάσταση, στην οποία θ’ αναφερθώ τηλεγραφικά: για όλους αυτούς τους λόγους, δύσκολα θα γίνουμε μάρτυρες μιας επανεκκίνησης του ευρωπαϊκού πρωταγωνιστισμού. Αντίθετα, ο μοναδικός ευρωπαίος παράγοντας που είναι δυνητικά σε θέση να κινηθεί αυτόνομα σε παγκόσμιο επίπεδο, δηλαδή η Γερμανία, μονάχα αν αποτινάξει τον ζουρλομανδύα της ΕΕ μπορεί ν’ αποπειραθεί να παίξει ένα δικό της ρόλο, μέσα στον παγκόσμιο οικονομικό και στρατιωτικό ανταγωνισμό.

A.D: Πρόσφατα μπόρεσες να εργαστείς γύρω από την εμβάθυνση όσων συμβαίνουν στην Κίνα. Πως αναπτύσσει αυτός ο μεγάλος παράγοντας στην παγκόσμια σκηνή, η οποία χαρακτηρίζεται από μια τεράστια αστάθεια, τις δικές του εσωτερικές δυναμικές ανάμεσα σε φιλελεύθερους και κρατιστές; Ποιές είναι οι διαλεκτικές συνθέσεις ανάμεσα στις ωθήσεις του εκσυγχρονσιμού και τις περισσότερες κοινωνικές εγγυήσεις; Ποια είναι η θερμοκρασία που επικρατεί μέσα στην πάλη των τάξεων αυτής της χώρας;

R.S: Η ιδιαίτερη κινέζικη μετάβαση στον καπιταλισμό -πάνω στο κύμα μιας αγροτικής αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης και χάρη στη μετατροπή εκατομμυρίων αγροτών σε προλετάριους που σήμερα παράγουν για την παγκόσμια αγορά- από τη μια πλευρά δεν κατέστησε σε εφικτή -εξαιτίας της ιστορικής “καθυστέρησης” και των βαθύτερων ορίων (από καπιταλιστική σκοπιά) του οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού της- την είσοδο της στην ιμπεριαλιστική λέσχη. Από την άλλη όμως, προκάλεσε μια ανωμαλία που την καθιστά σε ιδιαίτερο φαινόμενο, όσον αφορά τη σχέση “νεοαποικιακής” εξάρτησης των μη ευρωπαϊκών χωρών κι εκείνων του θαμμένου υπαρκτού σοσιαλισμού. Η ύπαρξη ενός ευρύτατου και πειθαρχημένου Προλεταριάτου -που βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση μ’ ένα συγκεντρωτικό Κράτος- επέτρεψε ως σήμερα μια ανοδική τροχιά, ανάμεσα στις ωθήσεις από τα κάτω και την καπιταλιστική ανάπτυξη. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, αν και το καθοριστικό μέγεθος της υπεραξίας που αποσπάται επιστρέφει στις δυτικές μητροπόλεις, το υπόλοιπο ποσοστό κερδών που παραμένει στην Κίνα γίνεται κεντρικοποιημένο από ένα Κράτος που δεν αποτελεί μια επιτροπή ετεροκαθοριζόμενη από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, αλλά ακολουθεί ένα δικό του πλάνο εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σήμερα, σε σχέση με όσα αναφέραμε, η ισορροπία μέσα στο Κόμμα – Κράτος έχει μετακινηθεί αισθητά, υπό τον Xi Jinping, υπέρ των “κρατιστών” (ένας όρος όμως που δεν αποδίδει απόλυτα την πολυπλοκότητα των εσωτερικών πολιτικών δυναμικών).

Τα αποτελέσματα όμως που έχει επιτύχει και τα οποία βέβαια δεν οφείλονται σε χάρες που έγιναν από τη Δύση, βρίσκονται σήμερα -περισσότερο από ποτέ- σε κίνδυνο εξαιτίας του συνόλου των λόγων που προαναφέραμε. Επομένως, η Κίνα βρίσκεται σε μια διασταύρωση που επιβάλλεται από το υπάρχον στάδιο της παγκόσμιας αγοράς, στο σταυροδρόμι ανάμεσα στην εσωτερική δυναμική και την εξέλιξη του ιμπεριαλισμού: είτε θα κάνει ένα άλμα ανάπτυξης είτε κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα υπό την ιμπεριαλιστική πίεση που αντιμετωπίζει εχθρικά την άνοδο της. Η πρόκληση με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη είναι υπαρξιακή, ως προς τη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης της, τη σταθερότητα του κοινωνικού συμβιβασμού μεταξύ των Τάξεων και τη συνοχή της ως ενιαίο Κράτος.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η σύνδεση μεταξύ των διεθνών δυναμικών και της εσωτερικής ταξικής σύνδεσης είναι άμεση, σχεδόν ταυτόχρονη, προς δύο κατευθύνσεις. Οι αγροτικές και εργατικές ωθήσεις για βελτίωση των συνθηκών -μέσα στα περιθώρια που καθορίζονται από την κινέζικη θέση στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας- εξαναγκάζουν το Κόμμα – Κράτος να κατευθυνθεί προς μια αναδιάρθρωση των παραγωγικών διαδικασιών και επομένως σε μια αναδιαπραγμάτευση της σχέσης του με τον Ιμπεριαλισμό. Η πίεση που ασκεί με τη σειρά του αυτός ο τελευταίος, επιφέρει τον κίνδυνο να θέσει μεγάλα εμπόδια σ’ αυτήν την αναδιάρθρωση, επομένως στην εξακολούθηση της κινέζικης ανάπτυξης, επομένως στη σταθερότητα του κοινωνικού συμβιβασμού, οπού και βασίζεται η πολιτική σταθερότητα και βιωσιμότητα του Κόμματος και του ενιαίου Κράτους.

Δεν είναι φυσικά δυνατόν εδώ ούτε καν ν’ αναφερθούμε επιγραμματικά στις ταξικές δυναμικές που βρίσκονται σ’ εξέλιξη. Κατά παράδοξο τρόπο, αλλά κατά βάθος όχι και τόσο, η Κίνα των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων εμφανίζεται ως η πατρίδα της πάλης των Τάξεων, σε μια ιστορική φάση όπου αυτή έχει σχεδόν εξαφανιστεί στις εκδηλωμένες μορφές της από τη Δύση. Ιδιαίτερα, μπορούν ν’ αναφερθούν οι λεγόμενοι μετανάστες χωρικοί [nongmingong] που μετακινούνται από τις επαρχίες στις πόλεις και έχουν προλεταριοποιηθεί “κατά το ήμισυ” (αν και αυτή είναι μια συζήτηση μακροσκελής, με την οποία καταπιάνομαι στο καινούριο βιβλίο μου, τόσο υπό την οπτική του αγροτικού ζητήματος της Κίνας όσο και από εκείνη της νέας σύνθεσης της προλεταριακής Τάξης). Αγώνες που είχαν σαν αποτέλεσμα μια ξεκάθαρη αύξηση των μισθών, με τα εισοδήματα και στις επαρχίες να βελτιώνονται, αν και πάντοτε με ισχυρά κριτικά σημεία (πχ, δίνεται ακόμα αγώνας ενάντια στην απόλυτη φτώχεια), ενώ άρχισε ν’ αναδύεται μια μεσαία Τάξη των πόλεων.

Για να το πούμε με παράδοξο τρόπο, η Κίνα είναι ένα Κράτος δημοκρατικό όχι με την έννοια των τυπικών, θεσμικών και διαδικαστικών στοιχείων του -τα οποία άλλωστε πλέον έχουν εξαερωθεί στην ίδια τη Δύση που θεωρείται ο πρωταθλητής τους- αλλά με την έννοια της ουσιαστικής σχέσης μεταξύ Προλεταριάτου και Κράτους, μια διαλεκτική σχέση, στο βαθμό εκείνο που οι προλεταριακές αντιστάσεις διαφόρων μορφών, συνδιαλέγονται με μια Εξουσία, η οποία όχι μονάχα πρέπει να λάβει την ώθηση προς μια κατεύθυνση κοινωνικού συμβιβασμού αλλά -παράλληλα- προσπαθεί να τις οριοθετήσει, ώστε να δώσει ώθηση σ’ αυτήν την ίδια την καπιταλιστική ανάπτυξη. Αντίστροφα, η πάλη των Τάξεων έχει δημοκρατικά χαρακτηριστικά, προς δυο κατευθύνσεις: αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση, για τη βελτίωση της εργατικής συνθήκης μέσα στο δοσμένο πλαίσιο -που ως τώρα είχε γίνει αποδεκτό- των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων (συντεχνιακός αγώνας λεγόταν κάποτε). Ώθηση του Κράτους για ένα ποιοτικό άλμα της εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, απέναντι σ΄ ένα πολυεθνικό, αρπακτικό και αλαζονικό Κεφάλαιο. Ήδη από μόνη της, αυτή η ώθηση καθιστά τη πάλη των Τάξεων στην Κίνα -ακόμα εντελώς ενταγμένη στα όρια των καπιταλιστικών σχέσεων- σ’ ένα παγκόσμιο γεγονός.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η εξέλιξη της δημοκρατικής ταξικής πάλης στην Κίνα έχει μπροστά της -κατά πάσα πιθανότητα- δυο σενάρια που μπορούν να συνδυαστούν, αλλά σε τελική ανάλυση είναι -μεταξύ τους- εναλλακτικά. Μια όξυνση της παγκόσμιας κρίσης με μια επιβράδυνση της κινέζικης οικονομικής επέκτασης, μέσα από ένα βάθεμα της σύγκρουσης με την Ουάσιγκτον, θα θέσει και πάλι σ’ αμφισβήτηση το κοινωνικό σύμφωνο, καθιστώντας έτσι σε -ακόμα πιο- αμφίβολο τον υπάρχοντα σοσιαλδημοκρατικό επαναπροσδιορισμό της. Μια επανεκκίνηση της συγκρουσιακότητας, η οποία -ως προ τη σύνθεση και το πρόγραμμα της- δεν είναι δεδομένο ότι θα είναι στενά προλεταριακή. Αρκεί να σκεφτούμε τις εύθραυστες ισορροπίες που επικρατούν στις επαρχίες, την ανολοκλήρωτη προλεταριοποίηση της εργατικής δύναμης, την αναδυόμενη μεσαία Τάξη των πόλεων, τους φοιτητές κλπ. Μια επανεκκίνηση που θα μπορούσε να θέσει και πάλι σ’ αμφισβήτηση τη διατήρηση του ελέγχου της οικονομίας από το μοναδικό Κόμμα και το Κράτος, ωθώντας έτσι προς μια απόλυτη πολιτική και οικονομική φιλελευθεροποίηση. Αυτό είναι που προσπαθεί να προωθήσει η Δύση, αφού έτσι θ’ αποδυνάμωνε τον πιο υπολογίσιμο από τους υπάρχοντες αντιπάλους της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων. Για παράδειγμα, αυτός είναι επίσης ο στόχος και του “ελεύθερου συνδικαλισμού”, ο οποίος διατηρεί εσωτερικούς δεσμούς με τις φιλελεύθερες φράξιες του ίδιου του Κομμουνιστικού Κόμματος Κϊνας (ΚΚΚ) που θέλουν τα πάντα εκτός από μια σκληρή και άμεση σύγκρουση με τη Δύση. To καθοριστικό ζήτημα έγκειται στο γεγονός ότι αυτή η διαδρομή, η οποία θέτει ως στόχο τη μετατροπή σε μια δημοκρατία δυτικού τύπου, προϋποθέτει την πρόσβαση της Κίνας στη λέσχη των ανεπτυγμένων, δηλαδή των ιμπεριαλιστικών χωρών. Είναι όμως αυτό εφικτό σήμερα, μέσα στην ολοένα και πιο συγκεντρωτική και αρπακτική μορφή που λαμβάνει ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός; Μέσα στις δοσμένες συνθήκες, αυτή η ανάπτυξη θα έχει στην πραγματικότητα το εξής αποτέλεσμα: έναν εκδημοκρατισμό φιλελεύθερου τύπου πριν από την ολοκλήρωση της ιμπεριαλιστικής μεταμόρφωσης της Κίνας, μια αποδυνάμωση της χώρας και έναν πιθανό κατακερματισμό της.

Από την άλλη πλευρά, η πάλη των Τάξεων μπορεί να βαθύνει τα ταξικά χαρακτηριστικά που έχουν ως τώρα αναδυθεί. Σ’ αυτή τη βάση, το κινέζικο Προλεταριάτο θα φτάσει σε κάθε περίπτωση στη σύγκρουση με τα εμπόδια που θέτει ο δυτικός ιμπεριαλισμός στην ανάπτυξη της χώρας, επομένως και στη βελτίωση της δικής του συνθήκης. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η ταξική διάσταση θα χρωματιζόταν αναπόφευκτα και από τον αντιιμπεριαλιστικό εθνικισμό, αναγκαζόμενη έτσι ν’ αναπτύξει μια στάση όχι μονάχα “συνδικαλιστική”, αλλά και πολιτική. Κάτι που με μια πρώτη ματιά, συγκλίνει μ’ εκείνο το κομμάτι του ΚΚΚ και του Κράτους που δεν μπορεί να επιβραδύνει την κίνηση της οικονομίας και της κοινωνίας, χωρίς να διακινδυνεύσει να έρθει αντιμέτωπο με ανυπολόγιστα κοινωνικά και πολιτικά ταρακουνήματα. Αναπόφευκτα, μέσα σ’ αυτή τη διαδρομή πρέπει ν’ αναμένεται μια διασύνδεση μέσα στους προλεταριακούς αγώνες, ανάμεσα σε ταξικά και εθνικά αιτήματα. Μια διασύνδεση που μελλοντικά μπορεί να λυθεί προς την κατεύθυνση ενός αντικαπιταλιστικού κινήματος, μονάχα υπό την προϋπόθεση μιας ταξικής επανεκκίνησης και έξω από την ίδια την Κίνα.

Επομένως, η ταξική αντίθεση κι εκείνη ανάμεσα στην Κίνα και τον ιμπεριαλισμό συμπυκνώνονται και οι δύο μέσα σ’ αυτήν την εκκρεμή διασύνδεση, η οποία μπορεί να έχει και αποτελέσματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Μέσα από τη σύγκρουση με τα εμπόδια που θέτει ο δυτικός ιμπεριαλισμός στην ανάπτυξη της χώρας και στη βελτίωση των δικών τους συνθηκών, ο αγώνας των εργαζόμενων τάξεων θα εξελιχθεί -πιθανά- παράλληλα με τα αιτήματα εθνικoύ αλυτρωτισμού, ανάμεσα σε μια επανεκκίνηση του ταξικού ζητήματος και του αντιιμπεριαλιστικού εθνικισμού. Αυτό είναι κάτι που θα προκύψει με ακόμα μεγαλύτερη ένταση, αν τελικά τα πράγματα οδηγηθούν προς μια στρατιωτική σύγκρουση με τις ΗΠΑ.

Κίνηση της Βιολέττας: Ανακοίνωση για την ΚτΒ Βραδιά οικονομικής ενίσχυσης εκδοτικών δραστηριοτήτων στα Εξάρχεια.

Την Πέμπτη 10 Νοέμβρη 2022 διοργανώσαμε στη “δική μας μικρή πατρίδα”, στο φιλόξενο Καφενείο της οδού Στουρνάρη 4 στην κατεχόμενη πλατεία Εξαρχείων, μια ΚτΒ Βραδιά με σκοπό την οικονομική ενίσχυση εκδοτικών δραστηριοτήτων.

Μέσα στα δύο και πλέον χρόνια της ύπαρξης της, η πολιτική Κίνηση μας έχει επιλέξει συνειδητά να στηρίζει την έντυπη έκδοση υλικού, το οποίο και θεωρούμε ότι συμβάλει -κάθε φορά με τον τρόπο του- “στον εμπλουτισμό του πολιτικού διαλόγου, της προλεταριακής αυτομόρφωσης και της κινηματικής αντιπληροφόρησης, καθώς και στην κάλυψη της επείγουσας αναγκαιότητας για μια θεωρητική επεξεγεργασία και ανάλυση δεδομένων των σημείων των τωρινών καιρών και εκείνων που “μέλλονται για να ‘ρθουν”” [1].

Ενημερωτικά, αναφέρουμε την υλική & πολιτική υποστήριξη που παρείχαμε στην έκδοση των δυο πιο πρόσφατων βιβλίων που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Προλεταριακή Πρωτοβουλία, του “CHI VIVRA’ VEDRA’ . ΟΠΟΙΟΣ ΖΗΣΕΙ ΘΑ ΔΕΙ. Αναλύσεις και Ανταποκρίσεις, Μαρτυρίες, Σημειώσεις και Συζητήσεις για την εξελισσόμενη πανδημία και την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, την εδαφική στρατιωτικοποίηση και την οικονομία πολέμου, τις ταξικές αντιστάσεις και την κοινωνική αλληλεγγύη από την Ιταλία (και όχι μόνο) της Κρίσης [Μάρτης – Μάης 2020]” που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2020 & του “ΤΑ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις”. Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Ιl Lato Cattivo. [Ιούνιος 2020]” που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβρη του 2021, καθώς και τη συμμετοχή μας με εισηγήσεις μας στις εκδηλώσεις – βιβλιοπαρουσιάσεις που πραγματοποιήθηκαν μ’ αφορμή αυτές τις δυο συγκεκριμένες εκδόσεις [2].

Όντας μισθωτοί εργαζόμενοι (διαφόρων κλάδων) στην αθηναϊκή μητρόπολη, κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, η διαρκώς επιδεινούμενη συνθήκη του κύματος ακρίβειας και “ανατιμήσεων” στα πάντα όλα, ένα κύμα που διαρκώς φουσκώνει σε βάρος της χειμαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας και (όπως γνωρίζουν -άλλωστε- οι “παροικούντες την εκδοτική Ιερουσαλήμ”) πλήττει με ιδιαίτερη σφοδρότητα τον χώρο του χαρτεμπορίου, της τυπογραφίας, της βιβλιοδεσίας και γενικότερα τον χώρο του βιβλίου και κατά συνέπεια κι εκείνο των κινηματικών εκδοτικών εγχειρημάτων, μάς έκανε ν’ αντιληφθούμε το δυσάρεστο γεγονός ότι (πλέον) οι οικονομικές δυνατότητες που μας δίνουν οι μισθοί μας, που διαρκώς υποτιμούνται και εξαερώνονται από τον πληθωρισμό, καθιστούν σε δυσχερή την εξακολούθηση της συγκεκριμένης δραστηριοποίησης μας, βασιζόμενοι αποκλειστικά στις -ούτως ή άλλως- περιορισμένες δυνάμεις μας. Μια δραστηριοποίηση όμως την οποία εξακολουθούμε να θεωρούμε πολιτικά και κινηματικά χρήσιμη και αναγκαία. Έτσι, προέκυψε η ιδέα και η υλοποίηση αυτής της ΚτΒ Βραδιάς. Μια όμορφη συντροφική βραδιά (με βιβλία, μουσικές, μπύρα και ποτά) που μας υπενθύμισε χειροπιαστά πως -όντως- ότι έχουμε είναι μονάχα ο ένας την άλλη…

Από το κινηματικό βιβλιοπωλείο, το μπαρ και το κουτί οικονομικής ενίσχυσης συγκεντρώσαμε 486,15 ευρώ. Ένα ποσό που μας δίνει τη δυνατότητα να συνεχίσουμε και το οποίο θα διατεθεί εξ’ ολοκλήρου στις προσεχείς εκδοτικές δραστηριότητες μας.

Με την παρούσα ανακοίνωση μας, νοιώθουμε την ανάγκη να εκφράσουμε τις ολόψυχες ευχαριστίες μας και να μοιραστούμε νοητά μια συντροφική αγκαλιά με το Καφενείο για τη φιλοξενία, τις εκδόσεις Ασύμμετρη Απειλή, Διάδοση και Red n’ Noir για την προσφορά των βιβλίων τους, τους δεκάδες φίλους και φίλες, συντρόφους και συντρόφισσες που επέλεξαν να μάς τιμήσουν με την παρουσία τους και να μάς ενισχύσουν, η κάθεμια και ο καθένας ξεχωριστά, βάσει των δυνατοτήτων τους, στο βαθμό που οι ίδιοι και οι ίδιες έκριναν εφικτό και σκόπιμο.

Άλλωστε, όπως -προ δεκαπενταετίας- έχει γραφτεί και αλλού, “η αλληλεγγύη δεν μπορεί να είναι μόνο κέρματα και χαρτονομίσματα αλλά σ’ αυτόν τον αγοραίο κόσμο μερικές φορές χρειάζονται κι αυτά…”

[1] Απόσπασμα από την μπροσούρα της ΚτΒ “Μια Συλλογική Απολογιστική Συμβολή: Αναδρομές & Συμπεράσματα. Στόχοι Πάλης & Προοπτικές” [Αθήνα, 2021]

[2] Η Βιβλιοπαρουσίαση της έκδοσης “CHI VIVRA’ VEDRA’ . ΟΠΟΙΟΣ ΖΗΣΕΙ ΘΑ ΔΕΙ” πραγματοποιήθηκε ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία της, στις 4/6/2021 στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης, στο πλαίσιο του 1ου Books n’ Beer Kypseli Fest των εκδόσεων Red n’ Noir.

Εκδηλώσεις – Βιβλιοπαρουσιάσεις για την έκδοση “ΤΑ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ” πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα, στο Red n’ Noir στις 19/3 & στη Σαλονίκη, στη Γκαρμπολά στις 14/5/2022.

Κεντρική διάθεση: Red n’ Noir. Δροσοπούλου 52, Κυψέλη.

Το σύνολο του υλικού αυτών των δύο εκδόσεων έχει δημοσιευθεί σε διαδικτυακή μορφή στο prolprot.espivblogs.net όπου υπάρχει διαθέσιμο και όλο το δημοσιευμένο υλικό μας.

Κίνηση της Βιολέττας (ΚτΒ)
Αθήνα, Νοέμβρης 2022

για επικοινωνία: violetta@espiv.net

Εκδηλώσεις – Βιβλιοπαρουσιάσεις: “Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα”, με τη συμμετοχή του συγγραφέα Πασκουάλε Αμπατάντζελο [Αθήνα 7 & Πάτρα 8/10].

Εν όψει των Εκδηλώσεων – Βιβλιοπαρουσιάσεων με συμμετοχή του συγγραφέα Pasquale Abatangelo [*] της αυτοβιογραφίας του «Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα. Μια ιστορία της δεκαετίας του ’70» (Εκδόσεις Διάδοση) σε Αθήνα (Παρασκευή 7/10 στις 19.00 στο red n’ noir) & Πάτρα (Σάββατο 8/10 στις 19.00 στο δημοτικό Μέγαρο Λόγου & Τέχνης).

Κοινοποίηση ανάρτησης της ελληνικής μετάφρασης από το aenaikinisi.wordpress.com ενός κειμένου για το βιβλίο, γραμμένο προ πενταετίας από τον Salvatore Ricciardi [**], έναν ξεχωριστό προλετάριο, σεμνό κομμουνιστή και παντοτινό αντάρτη που έφυγε από τη ζωή -έπειτα από ένα μήνα νοσηλείας- στις 9/4/2020 στη γενέτειρα του Ρώμη, έπειτα από τον βαρύτατο τραυματισμό του, μετά την πτώση του από μεγάλο ύψος, καθώς σκαρφάλωνε ψηλά, στα ογδόντα του -εν μέσω πανδημίας και καραντίνας- για να κρεμάσει πανό αλληλεγγύης στους αγωνιζόμενους και εξεγερμένους και τις αγωνιζόμενες και εξεγερμένες, κρατούμενους και κρατούμενες των ιταλικών φυλακών…

Ciao Pasquale,

Eυχαριστώ για το βιβλίο σου.

Σε ευχαριστώ για το γεγονός ότι μας έφερες ξανά, με την προσεκτική και πιστή διήγηση σου, στα χρόνια με τις ισχυρότερες αγάπες μας, τα χρόνια του μεγάλου πάθους, εκείνα τα πάθη και εκείνο το ζήλο που μας επέτρεψαν να επιφέρουμε μια πρόκληση στην καπιταλιστική τάξη σε μια κοινωνία με ένα σύστημα οικονομικό και στρατιωτικό που την τοποθετούν στην έβδομη θέση μεταξύ των δυνάμεων . Eκείνη τη δυνατή φλόγα και την ζέση που αντιτίθεται για τα καλά στην σημερινή εποχή που είναι γεμάτη αδύναμο και θλιβερό ζήλο, μηδέν πάθος, εποχή δίχως φλόγα που θα ήθελε να αποτελέσει παγίδα για τις νέες γενιές, καθιστώντας τες υπάκουες. Ατονία, νωθρότητα, αποχαύνωση που δεν διασπάστηκε ούτε για λίγο από τα υπερβολικά αναμνηστικού τύπου τελετουργικά των 40 χρόνων από το κίνημα του ’77.

Διαβάζοντας σε ένιωσα στο πλευρό μου, μαζί με πολλούς άλλους, να πηγαινοερχόμαστε ξανά εκείνα τα σκονισμένα βήματα στο πλακόστρωτο από τραχύ τσιμέντο, τραχύ σαν την ατμόσφαιρα που αναπνέαμε στις «ειδικές». Ξανά στα κελιά, να ξυπνάμε την αυγή απ’ τα ψαξίματα και τους ελέγχους (perquise) ή από τις ξαφνικές αναχωρήσεις (sballi), στις συγκρούσεις με τους φρουρούς, στα σχέδια απόδρασης, στους συνεχείς ιδεασμούς γι απόπειρες απόδρασης συχνά αποτυχημένες ή που κατέρρευσαν την τελευταία στιγμή ή, μερικές φορές, στις πετυχημένες απόπειρες, να κρύψουμε στις πιο απροσδόκητες θέσεις όλα εκείνα που θα προσπαθούσαμε να ανακτήσουμε αργότερα και που μας έρχονταν απ’ έξω, επινοώντας ευφάνταστους τρόπους. Στις επιστολές που γράφαμε κουρνιασμένοι στην κούνια και σε εκείνες τις αναμονές περπατώντας πέρα δώθε την ώρα του προαυλισμού, όταν στη φωνή του φρουρού «ταχυδρομείο» ορμούσαμε προς την πόρτα όπου μας μοίραζαν τα γράμματα ήδη σε μεγάλο βαθμό λογοκριμένα. Στα βιβλία, στις ομάδες μελέτης, στις σημειώσεις που γράφαμε με χαρακτήρες πολύ μικρούς σε ξεχαρβαλωμένα τετράδια από τις συνεχείς μετακινήσεις και έρευνες, ή και στα μηνύματα τα γραμμένα στα χαρτάκια των τσιγάρων για να τα κάνουμε αόρατα στους φρουρούς. Στην ακατανίκητη επιθυμία να μάθουμε, με την πεποίθηση ότι θα έπρεπε να υπάρχει ένας τρόπος κι ένας δρόμος που να αντιστοιχεί στην επιθυμία μας να πραγματοποιήσουμε μια κοινωνία διαφορετική από εκείνη που μας είχε αναγκάσει να την μισούμε τόσο πολύ ώστε να θέλουμε να την ανατρέψουμε.

Εκείνα τα ισχυρά πάθη, στην κορυφή η αλληλεγγύη, είναι το κόκκινο νήμα της αφήγησης σου, επειδή ήταν η ταυτότητά μας εκείνα τα χρόνια, μέσα και έξω. Τέτοια η ισχύς τους που κατάφεραν να μολύνουν οποιονδήποτε ήρθε εντός εμβέλειας, με την προϋπόθεση από την ίδια πλευρά του ταξικού οδοφράγματος.

Όλες και όλοι εμείς προερχόμασταν από διαφορετικά περιβάλλοντα και η αφήγηση σου εμφανίζει με τον καλύτερο τρόπο εκείνα τα κοινά χαρακτηριστικά που έφεραν τόσο κοντά διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα ώστε να μοιάζουν με μια αδελφοσύνη. Αλλά δεν είναι, όπως λένε σε ορισμένα μέρη, μια συνάντηση μεταξύ «απογόνων του ’68» μικροαστών διανοούμενων και «ληστών» κακοποιών του δρόμου, που ξεπήδησε για να ικανοποιήσει την περιέργεια, σχεδόν νοσηρή, ανάμεσα σε αντιτιθέμενα άκρα. Φυσικά και όχι! Εάν ένα χαρακτηριστικό έχει εξέχουσα θέση στα κινήματα της δεκαετίας του εβδομήντα ήταν ότι δεν χρειάστηκαν ποτέ, μέσα στην ανάπτυξη της σύγκρουσης τους μικροαστούς διανοούμενους, δεν είχαν την ανάγκη τους ούτε για μια στιγμή. Σίγουρα, υπήρξαν και προσπάθησαν να κατευθύνουν εκείνα τα θυελλώδη κινήματα, αλλά, δίχως να τα καταφέρουν, λίγο αργότερα εγκατέλειψαν, ή είχαν ένα τελείως περιθωριακό ρόλο. Εκείνοι που συνέχισαν, με αυτή την αδρότητα που χαρακτηρίζει την τάξη απ’ όπου προέρχονται, ήταν οι εργάτες, η νεολαία των προλεταριακών συνοικιών, οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες, και επίσης φοιτητές που προέρχονταν από προλεταριακές πραγματικότητες, κάνοντας και λάθη, αλλά σίγουρα όχι για να ακολουθήσουν τις οδηγίες του ιδεολόγου της βάρδιας. Ως εκ τούτου η συνάντηση με το παράνομο προλεταριάτο δεν υπήρξε η δελεαστική ανακάλυψη των βαρεμένων παιδιών-του-μπαμπά σε αναζήτηση περιπετειωδών συγκινήσεων και ανατριχίλας, αλλά η αναπαραγωγή αυτού που συνέβαινε στις γειτονιές, στα προάστια. Έχω ήδη μιλήσει για το πως στους Σιδηροδρόμους, στις αρχές της δεκαετίας του Εξήντα, ήταν ευρέως διαδεδομένες παράνομες πρακτικές για τη στήριξη των εργαζομένων συναδέλφων που είχαν υποστεί ατύχημα, το ίδιο και στα εργοτάξια των κατασκευών, μα ήταν πρακτική διαδεδομένη και σε άλλους εργατικούς τομείς απασχόλησης. Περίεργα που σπάνια συμβαίνουν σε κοινωνίες κατακερματισμένες στις οποίες κάθε κοινωνική ομάδα, σήμερα όλο και περισσότερο, κλείνεται στον μικρόκοσμο του συγκεκριμένου επαγγέλματος. Περίεργα που όταν εμφανίζονται, μας λένε ότι βρισκόμαστε στην παρουσία πιθανότητας μεγάλων αλλαγών που θα αφήσουν εποχή. Και εμείς, αυτό το ασυνήθιστο μείγμα της διαφορετικότητας, δεν αφήσαμε να μας επηρεάσει ο «μύθος» της νομιμότητας, όπως κινδυνεύουν οι άνθρωποι να επηρεάζονται σήμερα.

Δεν είχαμε βεβαιότητες, εκτός από εκείνη του να θέλουμε να φέρουμε την επανάσταση, να φέρουμε τα πάνω κάτω στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, δεν είχαμε προεπιλεγμένες διαδρομές, ούτε προγραμματισμένα στάδια, φάσεις. Ούτε άκαμπτες και προκατασκευασμένες θεωρίες που να μας καθοδηγούν μηχανικά στη δράση, μάλλον το αντίθετο, ήταν η δράση που υπαγόρευε τις θεωρητικές επιλογές. Τουλάχιστον όσο κράτησε η επίθεση! Το σκοτάδι ήρθε όταν άλλαξε πρόσημο, όταν η επίθεση εξόκειλε, όταν η προέλαση προσάραξε. Εκείνη την εποχή υπήρξε μια εξάπλωση των θεωριών που χτίστηκαν επάνω σε πραγματικότητες που φανταστήκαμε, εκεί ήταν η αρχή της ήττας. Εμείς, όπως και όλα τα κινήματα εκείνων των χρόνων, κινήματα που πίστευαν ακράδαντα πως δάγκωναν απτά την πραγματικότητα, θελήσαμε να ξεκινήσουμε ένα ταξίδι σκληρό χωρίς να έχουμε βεβαιότητες των αποτελεσμάτων του, ούτε συγκεκριμένα σημεία άφιξης. Θέλαμε να αλλάξουμε το υπάρχον που τρέφονταν με εκμετάλλευση και καταπίεση, που παρήγαγε πολέμους και καταστροφές, που ταμπουρώνονταν περιτριγυριζόμενο από τείχη, φυλακές, ψυχιατρεία και αποξένωση, αλλοτρίωση.

Όλα αυτά για εμάς ήταν ο κομουνισμός, ένας κομουνισμός σε κίνηση, ένας κομουνισμός σαν κίνημα που μεταμορφώνει το παρόν. Η διαδρομή εκείνου του κινήματος στόχευε στην ριζική αλλαγή του παρόντος, στην κατάργηση του καπιταλιστικού συστήματος και του Κράτους του όπως επίσης και του νομικού οπλοστασίου του. Σκεφτείτε πόσο θα μπορούσαν να μας ενδιαφέρουν οι φράχτες που ήταν χτισμένοι πάνω στο μύθο της νομιμότητας; Ο στόχος μας ήταν το χτίσιμο μιας άλλης κοινωνίας που έπρεπε να εφεύρουμε, να την επινοήσουμε απ’ την αρχή, βασισμένη όμως στην άμεση δημοκρατία του προλεταριάτου. Αυτή την διαδρομή ονομάζαμε κομουνισμό.

Έκανες μια εξαιρετική δουλειά, Pasquale, επιστρέφοντας μας με ειλικρίνεια την αλληλεγγύη η οποία έφτανε μέχρι τη συνενοχή, που μας χαρακτήριζε, φαίνονταν, πολλές φορές, σε εκείνο το είδος αγώνα που γίνονταν για την ανάληψη της ευθύνης, μπροστά στον επικεφαλής της φρουράς που παρατάσσονταν για τον ξυλοδαρμό μας ή τιμωρία σοβαρή, απέναντι σε ένα γεγονότος που είχε παραβιάσει την αυστηρή τάξη του εγκλεισμού. Μια αλληλεγγύη που συνοδεύονταν από μια ακραία εμπιστοσύνη, του ενός προς τον άλλο και όλων προς όλους. Εμπιστοσύνη τόσο σημαντική που, στο αντίθετο της εξέφρασε, κατά τη λήξη του επιθετικού κύκλου, έναν καταστροφικό θυμό προς όλους εκείνους που πρόδιδαν την εμπιστοσύνη αυτή. Και συνέβη, δυστυχώς συνέβη στιγμές θυμού καταστροφικού εξερράγησαν μέσα μας. Αυτό έγινε ανοίγοντας τεράστια ερωτήματα. Συνέβη με αποτελέσματα εμπαθούς θρυμματισμού και αγριότητας απέναντι σε αδύναμους συντρόφους μας μπροστά στις πιέσεις του εχθρού. Έγιναν τα πάντα και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ήταν δυνατόν να μην είχαν συμβεί όταν ξεκινά μια διαδικασία και τίθενται στόχοι, όπως αυτοί που θέσαμε, να έρθουμε αντιμέτωποι και να συγκρουστούμε με τις πιο ισχυρές δυνάμεις που η ανθρωπότητα έχει δει ποτέ, για να τους νικήσουμε, να τους καταρρίψουμε και να μετατρέψουμε τον κόσμο στον οποίο ζούμε.

Ειδική φυλακή του Trani, η εξέγερση, οι Gis των καραμπινιέρων με τα ελικόπτερα και οι ριπές με τ’ αυτόματα, ο ολοκληρωτικός ξυλοδαρμός, στη συνέχεια η επανέναρξη του αγώνα αν και μαύροι απ’ το ξύλο, η αναχώρηση για Nuoro, η τιμωρητική Badu ‘e Carros,και η συνέχεια… Όμορφες στιγμές! Έτσι κι αλλιώς οι μπουνιές ξεχνιούνται, κάποιες μελανιές, ουλές εδώ κι εκεί που ούτε φαίνονται, αλλά οι όμορφες σχέσεις δεν ξεχνιούνται, τις θυμάσαι, και πως! Και είναι το αλάτι της ζωής.

Ένα τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να προσθέσω, και αφορά από πλησιέστερα την ενδιαφέρουσα εμπειρία σου: από περιθωριοποιημένο παράνομο σε κομμουνιστή μαχητή. Θα είναι δυνατό κάτι τέτοιο σήμερα; Πρέπει να Είναι! Φυσικά, σήμερα οι ληστές, οι παράνομοι δεν είναι εκείνοι οι αντάρτες των νεανικών σου χρόνων, το ξέρουμε, αλλά σήμερα, οι εργατικές δυσκολίες και κυρίως μισθολογικές, αναγκάζουν πολλούς εργαζόμενους, σε διάφορους τομείς, να πρέπει να στρογγυλέψουν το κοκαλιάρικο εισόδημα τους με μια δεύτερη δουλειά, εκείνη που καταφέρνουν να βρουν. Τι βρίσκουμε σήμερα; Μπορεί να συμβεί, και συμβαίνει πολύ συχνά, οι εργάτες και οι προλετάριοι πρέπει να «στρογγυλεύουν» τους πενιχρούς μισθούς με παράνομες δραστηριότητες, γιατί αυτές βρίσκονται, κάποιες άλλες όχι. Είναι προϋπόθεση της ύπαρξής τους, ετούτων και αυτών που εξαρτώνται από αυτούς, και δεν μπορούν να περιμένουν. Από εδώ επαναλαμβάνω αυτό που έχω προτείνει εδώ και αρκετό καιρό, μέχρι τώρα δεν μ’ έχουν ακούσει: να απαλλαγούμε από τη συνήθεια της νομιμότητας, να την πετάξουμε μακριά και να αντιμετωπίσουμε μαζί με αυτούς τους προλετάριους το πρόβλημα του πώς να οργανώσουμε όλους και όλες όσους εργάζονται σε κάθε τομέα – ακόμη και η παρανομία είναι ένας παραγωγικός τομέας – και οι οποίοι θα έχουν να κερδίσουν ανατρέποντας αυτή την κοινωνία, επαναστατώντας εναντίον της.

Ένα βιβλίο πολύ χρήσιμο ειδικά για τα κορίτσια και τα αγόρια, στα οποία συστήνω την ανάγνωση. Ένα βιβλίο το οποίο, επαναλαμβάνω, με ενθουσίασε. Λιγότερο ενθουσιασμό ένιωσα όταν είδα να επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν την ιστορία σου / μας για να στηρίξουν τις τρέχουσες πολιτικές θέσεις. Κάθε πολιτική άποψη μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα και να επαληθευτεί στην πραγματική ζωή, αλλά αυτό γίνεται, βάζοντας το πρόσωπο μπροστά και όλα τα άλλα, διακινδυνεύοντας. Αυτή είναι η επαλήθευση. Αυτό είναι το δίδαγμα της δεκαετίας του Εβδομήντα!

Γεια σου Pasquale, a presto, σύντομα μαζί

Salvatore Ricciardi

[*] Ο Πασκουάλε Αμπατάντζελο γεννήθηκε το 1950 στη Φλωρεντία. Τελευταίο παιδί μιας πολυμελούς προλεταριακής οικογένειας με καταγωγή από τον Νότο. Τη δεκαετία του 1970, μετά από μια σειρά εμπειριών του δρόμου που θα τον οδηγήσουν αρκετές φορές στη φυλακή, συμμετέχει ενεργά στις εξεγέρσεις των προλετάριων κρατούμενων μέσα στις φυλακές και έξω από αυτές στις διαδηλώσεις της επαναστατικής αριστεράς.
Στις 29 Οκτώβρη του 1974, συλλαμβάνεται στη Φλωρεντία μετά από μια «προλεταριακή απαλλοτρίωση» των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων (ΝΑΡ) στο Ταμιευτήριο της πλατείας Αλμπέρτι. Εκεί, κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών με τους καραμπινιέρους, θα τραυματιστεί σοβαρά, ενώ δυο σύντροφοί του, ο Λούκα Μαντίνι και ο Σέρτζιο Ρομέο, έχασαν τη ζωή τους.

Συμμετέχει στις εξεγέρσεις στις ειδικές φυλακές στην Αζινάρα το 1979 και στο Τράνι το 1980. Ήταν ένας από τους δεκατρείς πολιτικούς κρατούμενους, την απελευθέρωση των οποίων είχαν ζητήσει οι Ερυθρές Ταξιαρχίες (BR) με αντάλλαγμα την απελευθέρωση του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου της Χριστιανοδημοκρατίας Άλντο Μόρο.

Από το βιογραφικό σημείωμα που περιλαμβάνεται στην έκδοση.

[**] Ο Σαλβατόρε Ριτσιάρντι γεννήθηκε το 1940 στη Ρώμη. Μετά από τεχνικές σπουδές και παράλληλη δουλειά στην οικοδομή, το ’62 θ’ αρχίσει να εργάζεται ως τεχνικός στους σιδηροδρόμους. Θα δραστηριοποιηθεί συνδικαλιστικά στη Γενική Συνομοσπονδία Ιταλών Εργαζομένων [Cgil] και πολιτικά στο Σοσιαλιστικό Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας [Psup]).

Θα συμμετάσχει ενεργά στους φοιτητικούς και τους εργατικούς αγώνες που θα ξεσπάσουν το 1968 και το ’69. Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν θα πρωταγωνιστήσει στην οικοδόμηση της αυτοοργάνωσης που αρχίζει να κερδίζει έδαφος τόσο στο σιδηροδρομικό κλάδο όσο και σ’ άλλους εργοστασιακούς χώρους. Μετά την πολύχρονη δραστηριοποίησή του στο χώρο της εργατικής αυτονομίας, το 1977 θα στρατευθεί στις Κόκκινες Ταξιαρχίες, στη ρωμαϊκή Φάλαγγά τους πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την “επιχείρηση Μόρο”. Θα συλληφθεί τον Μάρτη του 1980 και στα τέλη της ίδιας χρονιάς μαζί με συντρόφους του και άλλους συγκρατούμενούς του, θα οργανώσουν την εξέγερση στην ειδική φυλακή του Τράνι. Θα καταδικαστεί σε ισόβια και από το 1996 θα τεθεί σε καθεστώς “ημι-ελευθερίας”.

Μετά από τριάντα χρόνια εγκλεισμού και ομηρίας, από τα τέλη του 2011 [έζησε & αγωνίστηκε…] ελεύθερος χωρίς περιοριστικούς όρους.

Το 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Derive Approdi το βιβλίο του Maelstrom. Στιγμιότυπα ταξικής εξέγερσης και αυτοοργάνωσης στην Ιταλία (1960-1980), από το οποίο και ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα:

“Το κίνημα στο οποίο συμμετείχα και για το οποίο μιλάμε τώρα ήταν ένα φουσκωμένο ποτάμι αρκετά συμπαγές, αν και κολυμπούσαν μέσα του πάρα πολλά ψάρια με διαφορετικά χρώματα, διαφορετικές ιδέες και πρακτικές, συχνά εναντιωματικά μεταξύ τους. Η διαδρομή αυτού του ποταμιού στόχευε στη ριζική αλλαγή του υπάρχοντος, στην αποκαθήλωση του καπιταλιστικού συστήματος και του Κράτους του, στην οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας που έπρεπε να εφευρεθεί, βασισμένη όμως στην άμεση δημοκρατία του προλεταριάτου. Ονομάζαμε αυτή τη διαδρομή “κομμουνισμό”. Μια επαρκής προοπτική για να συνεχίσουμε να κολυμπάμε όλοι και όλες μέσα στο ίδιο ποτάμι και προς την ίδια κατεύθυνση. Και οι ένοπλες οργανώσεις δεν ήταν άλλο από χώροι αυτού του ίδιου του ποταμιού. Δεν υπήρξε, ούτε θα μπορούσε να υπάρξει, ούτε “κεντρική δομή” ούτε “ένας και μοναδικός εγκέφαλος”. Ήμασταν όλοι σκεπτόμενα μυαλά, γι’ αυτό και παράγαμε πάρα πολλά όμορφα και ανατρεπτικά πράγματα […]. Το κίνημά μας διέρρηξε κάθε δεσμό με τον εθνικισμό, ο οποίος είχε μολύνει το εργατικό κίνημα τον εικοστό αιώνα. Το βλέμμα μας αποστρεφόταν κάθε σύνορο, σηκωνόμασταν στις μύτες των ποδιών μας για να κοιτάξουμε όλο και πιο μακρυά. Την προσοχή μας τραβούσε κάθε ρήξη στο διεθνές επίπεδο, το οποίο βλέπαμε μ’ αντίστοιχο ενδιαφέρον μ’ εκείνο για την κάθε ρήξη της καπιταλιστικής τάξης στο εσωτερικό. Ήμασταν πεπεισμένοι ότι το σφιχταγκάλιασμα ανάμεσα στον κομμουνισμό και τον εθνικισμό ήταν ένα είδος εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, όπως και κάθε άλλη βασισμένη στην ταυτότητα παλινόρθωση. Αυτό το έγκλημα εμπόδισε κάθε πραγματική σχέση ανάμεσα στο κλασικό εργατικό κίνημα και το δικό μας κίνημα. Ήμασταν πιο κοντά στον “αρχικό” κομμουνισμό, τον ανταγωνιστικό και διεθνιστικό, και όχι στον εθνικό-πατριωτικό του εικοστού αιώνα. Δίναμε περισσότερη σημασία στο διεθνές πλαίσιο και τις μεταβολές του απ’ ό,τι στις εσωτερικές πολιτικές αλχημείες του “παλατιού”. Θεωρούσαμε τους εαυτούς μας κομμάτι μιας διεθνούς σύγκρουσης, αν και όντας στενά δεμένοι με τις πραγματικότητες, τις εδαφικοποιημένες κι εκείνες στους χώρους δουλειάς […]. Οι μνήμες φυσικό είναι να βαραίνουν το φορτίο του παρελθόντος, να αφήνονται πίσω, να μη σου ανήκουν πια. Όχι. Τα γεγονότα αυτών των σελίδων, οι επιλογές εκείνου του κομματιού της γενιάς μου, τουλάχιστον όσο μ’ αφορά προσωπικά, δεν είναι βαλμένες στο σακούλι του παρελθόντος. Ζω μαζί τους. Είναι το παρόν, για εμένα. Δεν κάνω τα πράγματα που έκανα τότε, αλλά δεν τα πέταξα και μακριά μου με απέχθεια, απογοήτευση και τύψεις. Με συντροφεύουν, με βοηθάνε στη δύσκολη φουσκοθαλασσιά των καιρών που ζούμε. Λένε μερικοί: να κλείσεις πίσω σου για να πας παραπέρα. Θα μπορούσε να γίνει και αυτό, αλλά θα ήταν απαραίτητη πρώτα μια ανοιχτή και ευρεία συζήτηση, χωρίς διαστρεβλώσεις και προκαταλήψεις, που αποτελούν και το καθημερινό ψωμί αυτής της χώρας […].

Απόσπασματα από τη μπροσούρα “Salvatre Ricciardi. Τι σήμαινε να είσαι 20 χρονών το 1960… Με το άλφα μικρό. Μια ζωή για την προλεταριακή αυτονομία” (Προλεταριακή Πρωτοβουλία. Αθήνα, 2015) & Salvatore Ricciardi [1940-2020] Πάντα Παρών! Ο χαιρετισμός του Σάντε Νοταρνικόλα & άλλο “ενδιαφέρον υλικό”” (Απρίλης 2021)

Βιβλιοπαρουσίαση – Συζήτηση με την ΚτΒ: Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο. Κρίση. Πανδημία. Πόλεμος [Σαλονίκη 14/5]

 

Ό,τι δεν ξέρεις ο ίδιος καθόλου δεν το ξέρεις.

Έλεγξε τον λογαριασμό εσύ θα τον πληρώσεις.

Μπέρτολντ Μπρεχτ, Εγκώμιο στη μάθηση.

Βιβλιοπαρουσίαση – Συζήτηση με την Κίνηση της Βιολέττας (ΚτΒ) για την Κρίση, την Πανδημία & τον Πόλεμο με αφορμή την έκδοση:

ΤΑ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.

Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις”.

Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Ιl Lato Cattivo. [Ιούνιος 2020] (εκδ. Προλεταριακή Πρωτοβουλία. Αθήνα, 2021).

Σάββατο 14 Μάη 2022 στις 18.00 στον πεζόδρομο της Γκαρμπολά (Σαλονίκη).

Επαναστατική στρατηγική σε συνθήκες Πολέμου και Φασισμού: το παράδειγμα του ΚΚΕ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Επαναστατική στρατηγική σε συνθήκες Πολέμου και Φασισμού: το παράδειγμα του ΚΚΕ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (απόσπασμα από το κεφάλαιο «Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και επαναστατική στρατηγική», του βιβλίου του Άρη Σειρηνίδη «Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη. Ο λαϊκός επαναστατικός πόλεμος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας 1946-1949».

 

[…] Αν αντανακλά κάτι όλη αυτή η επίπονη προσπάθεια χάραξης της στρατηγικής του ΚΚΕ (και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος), αυτό είναι η προσπάθεια αποφυγής των μηχανιστικών αναγωγών, του δογματισμού και της στατικής αντίληψης στη χάραξη της στρατηγικής του, η εφαρμογή σε τελική ανάλυση της λενινιστικής προσταγής της «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης»[…]


Τόσο ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος όσο και ο Β΄ (στο ξεκίνημά του) υπήρξαν πόλεμοι ιμπεριαλιστικοί, γεννήματα και οι δύο της έντασης της ανισομετρίας που εμφανίζει ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο και της όξυνσης της πάλης που αυτή δημιουργεί για το (ξανα)μοίρασμα των αποικιών και των σφαιρών επιρροής. Ωστόσο, παρά τις κοινές αιτίες που γέννησαν τους δύο πολέμους, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε σε συνθήκες που διέφεραν ριζικά από εκείνες που υπήρχαν μόλις εικοσιπέντε χρόνια πριν, γεγονός που μετέβαλε σημαντικά τον χαρακτήρα του πολέμου αυτού και ακολούθως τα καθήκοντα του διεθνούς επαναστατικού κινήματος.

Με τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης και την εδραίωση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις είχαν πάψει να αποτελούν τον μοναδικό παράγοντα κίνησης της διεθνούς πολιτικής∙ οι αντιθέσεις αυτές θα αναπτύσσονται πλέον σε συνάρτηση με τη νέα και αποφασιστικής σημασίας αντίθεση ανάμεσα σε δύο διαφορετικά κοινωνικά συστήματα. Η κοινή επιδίωξη για αποκατάσταση της ακεραιότητας του καπιταλιστικού κόσμου, που συνένωνε σε αντισοβιετική βάση το σύνολο του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, θα γεννήσει, στην αλληλεπίδρασή της με τον ανειρήνευτο ανταγωνισμό που προκαλούσε στο εσωτερικό του η σοβούσα κρίση του συστήματος και η άνοδος του εργατικού κινήματος, μια ποιοτικά νέα ιστορική κατάσταση, αυτήν της εποχής του Μεσοπολέμου, που θα αναδείξει τον φασισμό σε αποκλειστικό πολιτικό εκφραστή των αστικών τάξεων τριών ιμπεριαλιστικών χωρών (Γερμανίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας).

Η αναδιάταξη των δυνάμεων που προκαλούσε στο εσωτερικό του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου η παρουσία των δυνάμεων του φασιστικού Άξονα, με τους διακηρυγμένους στόχους για παγκόσμια κυριαρχία και υποδούλωση ως και εξόντωση ολόκληρων λαών και πολιτισμών, διαμόρφωνε για τα κινήματα και τους λαούς του κόσμου μια αντικειμενικά πιο σύνθετη συνθήκη από εκείνη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία επέβαλε τη χάραξη μιας άλλης στρατηγικής για την αντιμετώπισή της. Μιας στρατηγικής που θεμελιωνόταν στην πραγματικότητα που δημιουργούσε η φασιστική επιθετικότητα και από την οποία απέρρεε το κάλεσμα για τη διεξαγωγή ενός δίκαιου, απελευθερωτικού λαϊκού πολέμου ενάντια στον φασισμό. Ήδη άλλωστε από το 1935, η Κομμουνιστική Διεθνής, στο 7ο Συνέδριο της, ορίζοντας κατ’ αρχάς τον φασισμό ως την «ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, σοβινιστικών και ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου», είχε καθορίσει τη στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στον φασισμό και τον πόλεμο που προδιαγραφόταν, αναδεικνύοντας τη συνένωση όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων -ακόμα και αστικών- σε βασικό άξονα της πολιτικής της, με απαράβατο πάντα όρο την αυτοτέλεια του κομμουνιστικού κόμματος στο αντιφασιστικό μέτωπο και την εργατική ηγεμονία σε αυτό.

Στην κατεύθυνση αυτή, το ΚΚΕ θα θέσει όλες του τις δυνάμεις έγκαιρα –από την περίοδο της ιταλικής εισβολής– στην υπηρεσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, βλέποντας σε αυτόν ως προοπτική και προορισμό την Ελλάδα της Λαϊκής Δημοκρατίας. Η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας από ενδεχόμενη πολεμική επίθεση ιμπεριαλιστικής δύναμης είχε τεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής του κόμματος από το 6ο Συνέδριό του τον Δεκέμβριο του 1935, όταν είχε γίνει ρητά λόγος για την ισχυρή πιθανότητα προσβολής της χώρας από τη γειτονική Ιταλία. Συγκεκριμένα στην απόφαση του Συνεδρίου αναφερόταν: «το καθήκον τόσο της απόκρουσης της άμεσης απειλής του πολέμου, όσο και της υπεράσπισης της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας από τους ξένους ιμπεριαλιστές […] πέφτει πάνω στο κόμμα μας». [1]

Με τα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα στον κόσμο να χωρίζονται σε δύο βασικούς συνασπισμούς, τον φασιστικό Άξονα από τη μια (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) και τον Αγγλογαλλικό-Αμερικανικό από την άλλη, η Ελλάδα ως χώρα εξαρτημένη από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό είχε από τότε θεωρηθεί πολύ πιθανό να βρεθεί στο στόχαστρο μιας επιθετικής κίνησης από την Ιταλία. Η τελευταία, άλλωστε, διατηρούσε υπό την κατοχή της τα Δωδεκάνησα, εφαρμόζοντας μάλιστα από το 1936 πολιτική αφελληνισμού τους, ενώ διατύπωνε σαφείς διεκδικήσεις απέναντι στην Αλβανία, που θα τις κάνει πράξη τον Απρίλιο του 1939, όταν την προσαρτά ύστερα από στρατιωτική επέμβαση.

Η έλευση (4 Αυγούστου 1936) και η σταθεροποίηση της μεταξικής δικτατορίας δεν θα ανατρέψουν τα δεδομένα σε ό,τι αφορά σε ποια σφαίρα επιρροής ανήκει η Ελλάδα. Η αυξανόμενη επιρροή της Γερμανίας στη χώρα απείχε πολύ από το να σημαίνει και ανατροπή του βασικού πλαισίου εξάρτησής της. Κάτι τέτοιο, όπως έδειξε η επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της απέναντι στις απαιτήσεις της Ιταλίας τον Οκτώβριο του 1940, δεν συνέβη. Και ούτε θα μπορούσε να συμβεί, δεδομένου ότι ήταν τόσο ισχυρή η εξάρτηση από το αγγλικό κεφάλαιο, που δεν θα μπορούσε ποτέ η ελληνική αστική τάξη να την παρακάμψει και να αλλάξει στρατόπεδο αποδεχόμενη την πρόταση συνθηκολόγησης που της έκανε η Ιταλία, και κατά προέκταση ο Άξονας, στις 28 Οκτωβρίου 1940.

Με την οικονομική υπόσταση της ελληνικής αστικής τάξης σε μεγάλο βαθμό υποθηκευμένη στο αγγλικό κεφάλαιο, [2] το ερώτημα «με ποιους θα πάει η Ελλάδα στον πόλεμο» δεν θα κρινόταν ασφαλώς από κάποιου υποκειμενικού ή ιδεολογικού τύπου προτίμηση αλλά από την αντικειμενική-οικονομική πραγματικότητα. Και υπό αυτή την έννοια η απάντηση ήταν προκαθορισμένη. Άλλωστε, η ίδια η περίοδος της μεταξικής δικτατορίας δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνειών για το πού ήταν προσανατολισμένη η Ελλάδα. Υπήρχε βέβαια σημαντική εισροή γερμανικών κεφαλαίων στη χώρα, σαφώς υπήρχαν πολύ καλές σχέσεις και ιδεολογική εγγύτητα με τον γερμανικό ναζισμό, ωστόσο τα δικαιώματα της Αγγλίας στη χώρα ήταν απαράγραπτα και δεν αμφισβητούνταν. Ο ίδιος ο Μεταξάς, άλλωστε, δεν το έκρυβε αυτό, μιλώντας ξεκάθαρα για τον προνομιακό ρόλο του αγγλικού κεφαλαίου στη χώρα και προβαίνοντας σε σειρά απροκάλυπτα ευνοϊκών προς αυτό μέτρων. [3]

[…] Υπό μία έννοια άλλωστε, το καθεστώς Μεταξά αποτελούσε έκφραση της συνολικότερης εξωτερικής αγγλικής πολιτικής. Στη δεδομένη φάση των διεθνών σχέσεων, ο αγγλικός παράγοντας ευνοούσε την εγκαθίδρυση ενός φασιστικού καθεστώτος στην Ελλάδα, στα πλαίσια της γενικότερης στρατηγικής του για τη διατήρηση καλών επαφών με τον Άξονα, προκειμένου να αποτραπεί ένας μεταξύ τους πόλεμος και ο Άξονας να στραφεί εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό ήταν στην ουσία το περιεχόμενο της λεγόμενης πολιτικής κατευνασμού της Αγγλίας (αλλά και της Γαλλίας) απέναντι στον Χίτλερ. Μιας πολιτικής που εκφράστηκε με την ανοχή στη στρατιωτική βοήθεια που πρόσφερε ο Άξονας στον Φράνκο για τη συντριβή της Ισπανικής Επανάστασης, με την αναγνώριση της προσάρτησης της Αυστρίας στο Γ΄ Ράιχ τον Μάρτιο του 1938 και βέβαια με τη Συμφωνία του Μονάχου τον Σεπτέμβριο του 1938, που επέτρεπε επίσημα στη Γερμανία να προσαρτήσει μέρος της Τσεχοσλοβακίας (τη Σουδητία) και λίγο μετά ολόκληρη τη χώρα. Και βέβαια όλα αυτά τη στιγμή που η Αγγλία, η Γαλλία και η Γερμανία προέβαιναν σε δηλώσεις μη επίθεσης η μία στην άλλη.

Μη αντιλαμβανόμενη το κρίσιμο αυτό στοιχείο της αγγλικής πολιτικής και δείχνοντας παράλληλα να ξεχνά όλες τις αναλύσεις του κόμματος για την εξάρτηση της χώρας από το αγγλικό κεφάλαιο, η ηγεσία του ΚΚΕ με επικεφαλής τον Γ. Σιάντο – ο οποίος ανέλαβε τα ηνία του κόμματος ύστερα από τη σύλληψη του Ν. Ζαχαριάδη τον Σεπτέμβρη του 1936- θα δει στην ένταση της παρουσίας του γερμανικού κεφαλαίου στη χώρα και παράλληλα στην εθνικοσοσιαλιστικού χαρακτήρα πολιτική της 4ης Αυγούστου την αλλαγή σκυτάλης στην εξάρτηση της χώρας, γεγονός με σοβαρές συνέπειες στη συνολική στρατηγική του κόμματος, αφού πλέον ο βασικός θεματοφύλακας της αστικής εξουσίας στη χώρα, ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, έπαυε να αποτελεί το κύριο πεδίο της στόχευσης της.

[…] Η νέα καθοδήγηση που διαδέχεται τον Γ. Σιάντο τον Νοέμβριο του 1939, η λεγόμενη Παλιά Κεντρική Επιτροπή, αδυνατώντας με τη σειρά της να παρακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις (Σύμφωνο μη Επίθεσης ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τη Γερμανία τον Αύγουστο του 1939 και έναρξη Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου την 1η Σεπτεμβρίου του 1939), θα επιτείνει με τους χειρισμούς της την πολιτική σύγχυση στο κόμμα. Έτσι, στα κομματικά κείμενα η Αγγλία ξαφνικά ξαναγίνεται η κυρίαρχη δύναμη στη χώρα, την ίδια στιγμή όμως η θέση που διατυπώνει το ΚΚΕ απέναντι στον επερχόμενο πόλεμο με τις δυνάμεις του Άξονα διαφοροποιείται ριζικά από αυτήν του 6ου Συνεδρίου του 1935. Με διακηρυκτικό κείμενο τον Απρίλιο του 1940 η καθοδήγηση του ΚΚΕ χαράσσει τακτική ουδετερότητας απέναντι σε μια επίθεση της Ιταλίας, εκλαμβάνοντάς την ως έκφραση της ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης με την Αγγλία που θα λάμβανε χώρα στο ελληνικό έδαφος:

«Το πέρασμα της βασιλομεταξικής δικτατορίας στην υπηρεσία των αγγλογάλλων, συντελούμενο μέσα στις συνθήκες της έντασης των σχέσεών τους με την Ιταλία, σημαίνει –ούτε λίγο ούτε πολύ– πρόσκληση στους ιμπεριαλιστές να βγάλουν τα μάτια τους πάνω στα ελληνικά εδάφη κι εξουσιοδότησή τους να μην αφήσουν πέτρα πάνω στην άλλη, στη δυστυχισμένη πατρίδα μας. Εκτός από την Ιταλία που –πριν προλάβουν οι αγγλογάλλοι να αξιοποιήσουν την προδοσία της δικτατορίας– θα εξαπολύσει κεραυνοβόλα ενέργεια κατά της χώρας μας, με το πρόσχημα της ασφάλειας των νώτων της και της “διαφύλαξης της ειρήνης στη νoτιοανατολική Ευρώπη” θα αναγκαστεί κι η Γερμανία να μεταφέρει τη σύγκρουση στην περιοχή μας. […] Η δικτατορία εκμεταλλεύεται ύπουλα τη φιλοτιμία του λαού μας, την περηφάνια του για το δοξασμένο του παρελθόν, για να τον στείλει μορφινισμένο στο μέτωπο της αλληλοσφαγής να πολεμήσει για ξένα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Έτσι παριστάνει η δικτατορία τον πόλεμο –που η ίδια προκαλεί– σαν υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της πατρίδας μας – και καλεί το λαό να “πολεμήσει με θάρρος και ηρωισμό”. […] Δεν είναι ηρωισμός το να σκοτώνεσαι μάταια για ξένα συμφέροντα. Δεν έχει καμιά σχέση με την υπεράσπιση της πατρίδας το να πολεμάς στην υπηρεσία του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού μπλοκ». [4]

Είναι πρόδηλο ότι μια τέτοια δομική αλλαγή γραμμής από το ΚΚΕ δήλωνε μια συγκεκριμένη ερμηνεία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και της Συμφωνίας μη Επίθεσης ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τη Γερμανία.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με χρονολογική σειρά, ξεκινώντας από το Σύμφωνο μη Επίθεσης ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τη Γερμανία (Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ), που υπογράφτηκε στις 23 Αυγούστου 1939, λίγες ημέρες πριν από την έναρξη του πολέμου. Η υπογραφή του αποτελούσε μια κίνηση τακτικής της Σοβιετικής Ένωσης που σκοπό είχε να της εξασφαλίσει τον απαραίτητο χρόνο, ώστε να προετοιμαστεί για τη γερμανική στρατιωτική επίθεση, την οποία θεωρούσε αναπόφευκτη. Αντίστοιχα, θα λέγαμε, ήταν μια κίνηση τακτικής και για τη Γερμανία, που δεν ήθελε στην πρώτη φάση των πολεμικών επιχειρήσεών της στην Κεντρική Ευρώπη να έχει ανοιχτό το μέτωπο με τη Σοβιετική Ένωση. Όλο το προηγούμενο διάστημα η Σοβιετική Ένωση είχε υποβάλει προτάσεις συνεργασίας σε ανώτατο επίπεδο στις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας για τη δημιουργία ενός αντιφασιστικού συνασπισμού, καταγγέλλοντας παράλληλα την προσάρτηση της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας. Οι προτάσεις αυτές, όμως, δεν εισακούστηκαν. Αντίθετα, οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας με την πολιτική κατευνασμού απέναντι στη Γερμανία που ακολούθησαν την ενθάρρυναν ουσιαστικά να επιτεθεί στη Σοβιετική Ένωση. Σε αυτό το πλαίσιο η Σοβιετική Ένωση, όντας υποχρεωμένη να υπερασπιστεί την υπόστασή της, θα υπογράψει στις 23 Αυγούστου το Σύμφωνο μη Επίθεσης με τη Γερμανία. Λίγες ημέρες μετά, την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, ξεκινά ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος με την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία. Στις 3 Σεπτεμβρίου η Αγγλία και η Γαλλία κηρύσσουν τον πόλεμο στη Γερμανία.

Εκμεταλλευόμενη αριστοτεχνικά τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, η Σοβιετική Ένωση καταφέρνει να διασπάσει την κοινή αντισοβιετική στρατηγική του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, που την απειλούσε άμεσα. [5] Την ίδια στιγμή η πάλη για το ξαναμοίρασμα του κόσμου ξαναρχίζει μόλις 21 χρόνια μετά τη λήξη του προηγούμενου παγκοσμίου πολέμου. Ο πόλεμος που ξεκινάει λοιπόν είναι ένας πόλεμος ιμπεριαλιστικός, στον οποίο η Σοβιετική Ένωση προφανώς και δεν εμπλέκεται. Το γεγονός, όμως, ότι ο πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός δεν αναιρεί για τους λαούς των χωρών που θα δεχτούν επίθεση από τον φασιστικό Άξονα το καθήκον της αντιφασιστικής πάλης για την υπεράσπιση της εθνικής τους ανεξαρτησίας. Αντίστοιχα, και ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν αναιρούσε τη δυνατότητα να αναπτυχθούν δίκαιοι εθνικοί πόλεμοι, όπως ήταν αυτοί που σχετίζονταν με την άμυνα των λαών των μισοαποικιών και εξαρτημένων χωρών απέναντι σε ιμπεριαλιστική εισβολή και κατάκτηση. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι το λενινιστικό πρόταγμα της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, το σύνθημα της «ήττας της κυβέρνησής σου στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο», αφορούσε αποκλειστικά τους λαούς των ιμπεριαλιστικών χωρών που λάμβαναν μέρος στο πόλεμο. [6]

Όπως είδαμε, το ΚΚΕ, στο πνεύμα της γενικότερης στρατηγικής των αντιφασιστικών λαϊκών μετώπων, είχε θέσει στο 6ο Συνέδριό του ως κεντρικό καθήκον των κομμουνιστών την υπεράσπιση της Ελλάδας από επίθεση ξένης ιμπεριαλιστικής δύναμης, και συγκεκριμένα της Ιταλίας, παρόλο που προφανώς έβλεπε ότι η επίθεση αυτή εντασσόταν στη γενικότερη ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση Αγγλίας-Άξονα. Κι όταν, βέβαια, ξεσπά ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, το πρόταγμα της υπεράσπισης της πατρίδας από τη φασιστική επίθεση γίνεται ακόμα πιο επίκαιρο. Θα λέγαμε ότι, όσο αυτός πόλεμος προχωρά και τα πρωτοφανή εγκλήματα που διαπράττουν οι στρατοί του Άξονα αυξάνονται, η αντιφασιστική εθνικοαπελευθερωτική πάλη γίνεται το κεντρικό πολιτικό διακύβευμα για τους λαούς των κατακτημένων, όπως και των υπό κατάκτηση, χωρών, ακόμα και των ιμπεριαλιστικών. Στην πραγματικότητα η στρατηγική του λαϊκού μετώπου για μετωπική συμπόρευση όλων των δυνάμεων που θέλουν να πολεμήσουν τον φασισμό γίνεται πιο επιτακτική από ποτέ. Και σε τελική ανάλυση εκεί θα κριθεί η εργατική και κομμουνιστική στρατηγική: από τη δυνατότητά της να ηγηθεί, να ηγεμονεύσει το πιο πλατύ λαϊκό μέτωπο που θα μπορέσει να αντιμετωπίσει επιτυχώς την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας από τη φασιστική υποδούλωση.

Η «αριστερού» χαρακτήρα παρέκκλιση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, όταν λίγο μετά την υπογραφή του Συμφώνου μη Επίθεσης με τη Γερμανία και την έναρξη του πολέμου κάνει μια στεγνή ανάγνωση του χαρακτήρα του πολέμου [7] υποτιμώντας την εθνικοαπελευθερωτική, αντιφασιστική του διάσταση, θα κρατήσει για λίγο χρονικό διάστημα. Και πάντως δεν θα φτάσει ποτέ να θέσει ως ζητούμενο για τις εργατικές τάξεις των χωρών (ιμπεριαλιστικών και μη) που δέχονταν επίθεση από τον Άξονα το σύνθημα της «ήττας των κυβερνήσεών τους στον πόλεμο». Γρήγορα, άλλωστε, η Κομμουνιστική Διεθνής διορθώνει τη γραμμή της, υποδεικνύοντας τη σπουδαιότητα της αντιφασιστικής εθνικοαπελευθερωτικής στρατηγικής. Τον Ιούνιο του 1940 η Κομμουνιστική Διεθνής θα τονίσει ότι «ο γερμανικός ιμπεριαλισμός σκοπεύει μαζί με την Ιταλία να υποδουλώσει πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς και να τους στερήσει την εθνική τους ανεξαρτησία», συνιστώντας στα κομμουνιστικά κόμματα των χωρών που έχουν κατακτηθεί να υψώσουν τη σημαία της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης. Την ίδια στιγμή δύο μεγάλα κομμουνιστικά κόμματα, το γαλλικό και το αγγλικό, μπροστά στο κίνδυνο της κατάκτησης των χωρών τους, απευθύνουν αντιφασιστικό πατριωτικό προσκλητήριο θέτοντας τα μέλη τους στην πρώτη γραμμή της πάλης ενάντια στις δυνάμεις του επελαύνοντα Άξονα. [8]

Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα, και ενώ η Ιταλία δείχνει ξεκάθαρα τις προθέσεις της με τον τορπιλισμό του ελληνικού καταδρομικού «Έλλη» στην Τήνο στις 15 Αυγούστου του 1940, το ΚΚΕ, εγκλωβισμένο στην αντιφατική γραμμή που γέννησαν οι δύο τελευταίες καθοδηγήσεις του κόμματος και παράλληλα αποδεκατισμένο από την εναντίον του καταστολή, συνεχίζει να τελεί υπό σύγχυση, μένοντας μακριά από τη στρατηγική του αντιφασιστικού μετώπου. Στην τελευταία του απόφαση (30 Αυγούστου) πριν από την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πόλεμου, παραμένει στην ίδια γραμμή με αυτή του Απριλίου του 1940 χαρακτηρίζοντας την επερχόμενη σύγκρουση με την Ιταλία ως «μια άδικη και μάταιη ανθρωποσφαγή για το χατίρι των Άγγλων πλουτοκρατών αφεντικών του Μεταξά, του Γλύξμπουργκ, του Μανιαδάκη, του Διάκου και της παρέας τους». [9]

Σε αυτό το πλαίσιο, η κατάσταση που διαμορφώνεται μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 και την κήρυξη του πολέμου φέρνει το κόμμα σε κατάσταση υπαρξιακού κινδύνου. Η καταλυτική παρέμβαση του Ν. Ζαχαριάδη αλλάζει άρδην το τοπίο, δίνοντας με το «Ανοιχτό γράμμα προς το λαό της Ελλάδας» (31/10/1940) μια ξεκάθαρη επαναστατική στρατηγική στο κόμμα:

«Προς το λαό της Ελλάδας: Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Έλληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και ο κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό, καλύβα με καλύβα, η κάθε πόλη, σπίτι με σπίτι, πρέπει να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούρια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξένη ιμπεριαλιστική εξάρτηση και εκμετάλλευση με έναν πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό. Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θα ’ναι νίκη τη Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας». [10]

Με το γράμμα αυτό το ΚΚΕ επανέρχεται στη θέση του 6ου Συνεδρίου του, ορίζοντας ως κεντρικό καθήκον του ελληνικού λαού –και ως εκ τούτου και του κόμματος– την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας από την επίθεση του ιταλικού φασισμού. Το πολιτικό στίγμα του γράμματος δίνεται ήδη από τις πρώτες προτάσεις του. Ο αγώνας του ελληνικού λαού είναι εθνικοαπελευθερωτικός και αντιφασιστικός. Με τον προσδιορισμό «αντιφασιστικός», που αντικειμενικά προκύπτει από τον χαρακτηρισμό του επιτιθέμενου ως φασίστα, τίθεται –υπόρρητα βέβαια, αν αναλογιστούμε ότι το γράμμα, για να εγκριθεί από τη λογοκρισία, έπρεπε να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο ύφος γραφής– από πολύ νωρίς το διαφορετικό πλαίσιο πάλης και στόχων των «δύο εθνών», «του έθνους των εργαζομένων» από τη μια και «του έθνους του κεφαλαίου» από την άλλη, που από κοινού θα δώσουν τον αγώνα ενάντια στην ιταλική επίθεση. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν θα μπορούσε ποτέ, για ευνόητους λόγους, να εκφράσει το αντιφασιστικό περιεχόμενο του πολέμου, οπότε το καθήκον αυτό το αναλαμβάνει ο λαός και η εργατική τάξη – και ασφαλώς το ΚΚΕ. Τον πόλεμο, βέβαια, όπως ρεαλιστικά αναφέρεται στο γράμμα, τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, αφού αυτή έχει τον έλεγχο του κράτους και των ενόπλων δυνάμεων. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν πρέπει να δημιουργήσει καμία επιφύλαξη σε κανέναν (αντιφασίστα, δημοκράτη, κομμουνιστή) όσον αφορά τη συμμετοχή του στον πόλεμο. Όσο έντονες αμφιβολίες και αντιρρήσεις κι αν έχει, το εθνικό αυτό μέτωπο, που στη δεδομένη φάση στήνεται υπό το πρόσταγμα του Μεταξά και των Άγγλων επικυρίαρχων, είναι από την άλλη, εξαιτίας του ζωτικού διακυβεύματός του, το πεδίο όπου κρίνεται λόγω και έργω η αξιοπιστία και εντέλει η πολιτική και ηθική υπόσταση της εργατικής τάξης και του κόμματος που θέλει να αποτελέσει την πρωτοπορία της. Είναι το πεδίο όπου κρίνεται, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Μαρξ και του Ένγκελς από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, η δυνατότητα της εργατικής τάξης “να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους και να κατακτήσει την πολιτική εξουσία”. [11]

Λίγες λέξεις παρακάτω –και με τους περιορισμούς της λογοκρισίας να παραμονεύουν– το γράμμα θα αναδείξει μία ακόμα διάσταση του πολέμου, χρήσιμη τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον, όταν κάνει λόγο για μετατροπή, δίπλα στο κύριο μέτωπο, κάθε σπιθαμής της ελληνικής γης σε φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Η γενικευμένη λαϊκή αυτοοργάνωση στην οποία ουσιαστικά καλεί μια τέτοια προτροπή δημιουργεί ένα άλλο πλαίσιο πάλης, έξω από τους κρατικούς μηχανισμούς, και υπό μια έννοια προτείνει και προδιαγράφει το μελλοντικό αντάρτικο στα βουνά και τις πόλεις. Στο κλείσιμο του γράμματος δίνεται με ευκρίνεια ο χαρακτήρας και η στρατηγική του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας έχει σαφώς εργατικό, λαϊκό, αντιιμπεριαλιστικό πρόσημο, είναι ο αγώνας του λαού και της εργατικής τάξης (του εργαζόμενου λαού) που ως στόχο (έπαθλο) έχει την Ελλάδα της λαϊκής εξουσίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Και για την επίτευξη του στόχου αυτού, το γράμμα καλούσε όλο τον λαό σε θέσεις μάχης, μην παραλείποντας να επισημάνει στην τελευταία του πρόταση τον διεθνιστικό χαρακτήρα της μάχης αυτής.

[…] Αξίζει, πάντως, να σημειώσουμε την αντιφατική στάση που κράτησε η Κομμουνιστική Διεθνής απέναντι στο γράμμα, όντας υποχρεωμένη να ισορροπεί ανάμεσα στην υποστήριξη της αντιφασιστικής εθνικοαπελευθερωτικής πάλης των λαών και στη θέση για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, και μάλιστα τη στιγμή που η ΕΣΣΔ έχει υπογράψει το Σύμφωνο μη Επίθεσης με τη Γερμανία. Αν, λοιπόν, τον Ιούλιο του 1939 η Κομμουνιστική Διεθνής με οδηγία της προς το ΚΚΕ επισήμαινε ότι: «Η χώρα σας απειλείται απ’ το φασιστικό άξονα και ιδιαίτερα από τον ιταλικό φασισμό που δρα ειδικότερα στα Βαλκάνια. Το πρώτο καθήκον του ΚΚΕ είναι η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της χώρας. Εφόσον η κυβέρνηση Μεταξά παλεύει και αυτή κατά του ίδιου αυτού κινδύνου, δεν υπάρχει λόγος να επιδιώκετε πρώτα απ’ όλα την ανατροπή της», [12] τον Ιανουάριο του 1941 η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς θα διατυπώσει μια διαφοροποιημένη θέση σχολιάζοντας το γράμμα του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ. Παρόλο που αναγνωρίζει το δίκαιο του καλέσματος για έναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ενάντια στην επίθεση του ιταλικού ιμπεριαλισμού, εντούτοις εμφανίζεται αρνητική στην τοποθέτηση «για συμμετοχή στον πόλεμο που διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά», θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να δημιουργήσει λανθασμένους συνειρμούς σε ό,τι αφορά τον ρόλο του Μεταξά και της Αγγλίας στον πόλεμο.

Όπως είδαμε, ωστόσο, αν το κάλεσμα στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο ήθελε να έχει στοιχειωδώς ρεαλιστική βάση και να μην είναι απλώς μια κενή περιεχομένου ιδεολογική ρητορεία, αυτό μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο με την αποδοχή του αντικειμενικού γεγονότος ότι όρος για να πολεμήσεις τον εισβολέα, σε εκείνη τουλάχιστον τη φάση, ήταν η συμμετοχή, και μάλιστα χωρίς επιφύλαξη, στον πόλεμο που διευθύνει ο Μεταξάς. Το ζήτημα της προοπτικής της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης, που το γράμμα, όπως είδαμε, σαφώς και αναδείκνυε, έχει αναγκαστικά ως σημείο αφετηρίας ακριβώς αυτή τη συμμετοχή.

Μετά το πρώτο γράμμα του Ζαχαριάδη θα ακολουθήσουν άλλα δύο. Το δεύτερο θα συνταχθεί στις 26 Νοεμβρίου 1940, όμως δεν θα δημοσιευτεί πουθενά. Η ύπαρξή του θα γίνει γνωστή στο κόμμα στις 9 Μαρτίου 1947, όταν η Γενική Ασφάλεια το έδωσε στον αθηναϊκό Τύπο με κάποιες παραποιήσεις. Αντίθετα, το τρίτο γράμμα, με ημερομηνία 15 Ιανουαρίου 1941, που εν πολλοίς περιέχει και το περιεχόμενο του δεύτερου γράμματος μαζί με την καταγγελία της Προσωρινής Διοίκησης ως οργάνου της Ασφάλειας, παρόλο που ούτε αυτό θα δημοσιευτεί, θα γίνει πολύ γρηγορότερα γνωστό στο κόμμα και θα δημοσιευτεί στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση του Ιουνίου του 1942 ως το δεύτερο γράμμα του Ζαχαριάδη (μιας και αγνοούνταν η ύπαρξη του πραγματικά δεύτερου).

Παρόλο που το πρακτικό αντίκρισμα των γραμμάτων ήταν περιορισμένο, εξαιτίας της μη έγκαιρης δημοσίευσής τους, η πολιτική και ιστορική τους σημασία είναι πολύ μεγάλη, αφού τα δύο αυτά γράμματα ολοκληρώνουν τη θέση του ΚΚΕ σχετικά με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κάνουν σαφή την οπτική του για τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και τον ρόλο της Αγγλίας. Θα λέγαμε ότι, αν το πρώτο γράμμα εξόπλιζε το κόμμα στην κρίσιμη φάση της έναρξης του πολέμου, τα δύο επόμενα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποφασιστικά στην κατανόηση της εξέλιξης του πολέμου και στη θωράκιση της στρατηγικής του, ειδικά ενόψει της πολύ δύσκολης συνέχειας. Το βασικό στοιχείο των δύο αυτών γραμμάτων ήταν η θέση ότι, από τη στιγμή που ο ελληνικός στρατός θα εκδίωκε τον ιταλικό από τα εδάφη της χώρας (κάτι που επρόκειτο να συμβεί λίγο αργότερα αφότου γράφτηκε το δεύτερο γράμμα και είχε συμβεί όταν συντασσόταν το τρίτο), η συνέχιση του Ελληνοϊταλικού Πόλεμου σε αλβανικά εδάφη δεν συνιστούσε πλέον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα για τον ελληνικό λαό, αλλά εμπλοκή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ανάμεσα στις δυνάμεις του Άξονα και την Αγγλία, στον άρμα της οποίας προσδενόταν η κυβέρνηση Μεταξά. Ως εκ τούτου, ο πόλεμος αυτός μονό δεινά είχε να προσφέρει στον ελληνικό λαό και γι’ αυτό ο στόχος μιας πραγματικά εθνικής πολιτικής θα έπρεπε να είναι το σταμάτημα του πολέμου και η υπογραφή, υπό την εγγύηση της ΕΣΣΔ, ελληνοϊταλικής συμφωνίας ειρήνης, που θα κατοχύρωνε πλήρως όλα τα δικαιώματα της χώρας. Αν κάτι τέτοιο δεν συμβεί, όπως το τρίτο γράμμα διαπιστώνει, στόχος του λαϊκού κινήματος και του κόμματος θα πρέπει πλέον να γίνει η ανατροπή του μεταξικού καθεστώτος και η εγκαθίδρυση αντιφασιστικής λαϊκής κυβέρνησης με σκοπό «την ειρήνη, την εθνική ανεξαρτησία, το εσωτερικό αντιφασιστικό λαϊκό καθεστώς, την ολόπλευρη προσέγγιση προς την ΕΣΣΔ και τη βαλκανική συνεργασία με βάση την ειρηνική λύση των εσωβαλκανικών διαφορών». [13]

Με τη θέση για τον χαρακτήρα του πολέμου ανάμεσα στην Αγγλία και τον Άξονα ως ιμπεριαλιστικό, τον προσδιορισμό του Ελληνοϊταλικού Πολέμου που διεξάγεται στα εδάφη της Αλβανίας ως άδικου και από τις δύο πλευρές, και ειδικά από την πλευρά της Ελλάδας ως εθνικιστικού με στόχο την κατάληψη υπό την αιγίδα του αγγλικού ιμπεριαλισμού της Βόρειας Ηπείρου –κατά το πρότυπο της Μικρασιατικής Εκστρατείας–, και την προβολή της Σοβιετικής Ένωσης ως της μοναδικής δύναμης που μπορεί να εγγυηθεί την ειρήνη στα Βαλκάνια, η στρατηγική του ΚΚΕ θα συγχρονιστεί απόλυτα με τις εξελίξεις που διαμορφώνει ταχύτατα η ιστορική κίνηση τόσο στην επικράτεια και τη γειτονιά μας όσο και σε όλη την Ευρώπη. Για ένα κόμμα που αξιώνει να έχει διαρκή εποπτεία των εξελίξεων, τα νέα ποιοτικά δεδομένα που παρήγαγε η εκστρατεία διαρκείας του ελληνικού στρατού σε ξένο έδαφος (Αλβανία) έπρεπε άμεσα να αναλυθούν, προκειμένου να υπάρξει μια συγκεκριμένη τοποθέτηση σχετικά με αυτά. Και αυτή η τοποθέτηση ήταν σαφής, άσχετα αν το πρακτικό της αντίκρισμα ήταν σχεδόν μηδαμινό, αφού δεν έγινε γνωστή στο κόμμα και τον λαό: η παρουσία του ελληνικού στρατού στην Αλβανία δεν προασπίζει τα εθνικά συμφέροντα, αλλά υπηρετεί τους σχεδιασμούς των Άγγλων και της ελληνικής αστικής τάξης και ως τέτοια πρέπει να καταγγελθεί, γιατί αυτό που μπορεί να προκαλέσει είναι μόνο δεινά για τον ελληνικό λαό. Σε αυτή τη συνθήκη, λοιπόν, που είναι σαφές ότι διαφέρει ριζικά απ’ ό,τι συνέβαινε μερικές εβδομάδες πριν, όταν η Ιταλία εισέβαλε στην Ελλάδα, το σύνθημα για ανατροπή της μεταξικής δικτατορίας μπαίνει πάλι στην πρώτη γραμμή των πολιτικών προταγμάτων του κόμματος και του λαϊκού κινήματος. Μαζί με άλλα, βέβαια, που εξέφραζαν απόλυτα τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, με κυρίαρχο αυτό της ειρήνης με κατοχυρωμένα πλήρως τα δικαιώματα της χώρας, μιας ειρήνης που η μόνη δύναμη που μπορεί να την εγγυηθεί ήταν η Σοβιετική Ένωση, η οποία δεν είχε εμπλακεί στον πόλεμο.

Επαναστατική κομουνιστική πολιτική είναι η πολιτική που μπορεί να προβλέπει και να απαντά έγκαιρα και με οξυδέρκεια στις αλλεπάλληλες μεταβολές όλων των παραμέτρων εκείνων (πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, γεωστρατηγικών) που συνθέτουν την κίνηση του ταξικού αντιπάλου. Αυτό που στις 28 Οκτωβρίου 1940 ήταν ρηξικέλευθο και αποφασιστικής σημασίας για τη συγκρότηση του λαϊκού αντιφασιστικού μετώπου, δύο μήνες μετά θα μπορούσε να εκπέσει σε «σοσιαλπατριωτικό ντοκουμέντο», όπως έγραφε ο Ζαχαριάδης στο τρίτο του γράμμα, αν χρησιμοποιούνταν σε μια συνθήκη με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Όπως δεν θα μπορούσε ποτέ το ΚΚΕ του αντιφασισμού, του αντιιμπεριαλισμού και της πάλης για την εθνική ανεξαρτησία να στρέψει αλλού το βλέμμα όταν μια φασιστική ιμπεριαλιστική δύναμη επεμβαίνει στρατιωτικά για να απειλήσει την εθνική ακεραιότητα της χώρας, έτσι και το ΚΚΕ της πάλης ενάντια στον πόλεμο, τον εθνικισμό και την ιμπεριαλιστική εξάρτηση δεν θα μπορούσε να μείνει σιωπηλό όταν ο ελληνικός στρατός γινόταν το όχημα για την εξυπηρέτηση όλων των παραπάνω. Όπως, βέβαια, δεν θα μπορούσε το ίδιο κόμμα, όταν τρεις μόλις μήνες μετά ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στη χώρα, να μην πρόβαλλε ξανά το σύνθημα της αντιφασιστικής εθνικοαπελευθερωτικής πάλης.

Όπως αντίστοιχα, μιας και μιλάμε για τη διαλεκτική προσαρμογή της τακτικής στην ταχέως μεταβαλλόμενη πραγματικότητα, δεν θα μπορούσε η ίδια η Σοβιετική Ένωση (και η Κομμουνιστική Διεθνής), όταν στις 22 Ιουνίου 1941 η Γερμανία επιτέθηκε στη Σοβιετική Ένωση με σκοπό να την καταστρέψει, να μην προσδιόριζε εκ νέου τον χαρακτήρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως αντιφασιστικό, τοποθετώντας στο συμμαχικό στρατόπεδο, σε μια επέκταση-προέκταση, θα λέγαμε, της στρατηγικής του λαϊκού αντιφασιστικού μετώπου, ακόμα και τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που βρίσκονταν σε πόλεμο με τον Άξονα. [14] Μιας στρατηγικής που θα σύρει τις τελευταίες στον αντιφασιστικό συνασπισμό, με αποτέλεσμα τη συντριβή του φασισμού και την ανάπτυξη και τη νίκη δεκάδων αντιφασιστικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων σε όλο τον κόσμο.

Αν, κατά τη άποψή μας, αντανακλά κάτι όλη αυτή η επίπονη προσπάθεια χάραξης της στρατηγικής του ΚΚΕ (και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος), αυτό είναι η προσπάθεια αποφυγής των μηχανιστικών αναγωγών, του δογματισμού και της στατικής αντίληψης στη χάραξη της στρατηγικής του, η εφαρμογή σε τελική ανάλυση της λενινιστικής προσταγής της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης, μιας ανάλυσης η οποία του ανοίγει τον δρόμο για να εξασφαλίσει, ακόμα και σε συνθήκες σχεδόν διάλυσης, όπως ήταν αυτές που αντιμετώπιζε όλο το 1940, την πολιτική υπεροχή που θα του δώσει τη δυνατότητα να οικοδομήσει πάνω σε αυτή το έπος της Εθνικής Αντίστασης. Γιατί, βέβαια, είναι σαφές ότι, αν το ΚΚΕ δεν έπαιρνε μέρος στον Ελληνοϊταλικό και τον Ελληνογερμανικό Πόλεμο κρατώντας ουδέτερη στάση, αν δεν συμμετείχε δηλαδή σε αυτή την πάνδημη πατριωτική συστράτευση του ελληνικού λαού σαν να μην το αφορούσε, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να αναπτύξει οποιαδήποτε πρωτοβουλία και δράση την περίοδο της Κατοχής. Ακόμα κι αν άλλαζε τότε γραμμή, η αποχή του την ώρα του πολέμου θα βάραινε σαν ταφόπλακα σε οποιαδήποτε προσπάθεια σύνδεσης με τις πλατιές λαϊκές μάζες που έδωσαν ηρωικά τη μάχη ενάντια στους φασίστες εισβολείς. Όπως, αντίστοιχα, είναι σαφές ότι η μη επαρκής τοποθέτηση του κόμματος για τον ρόλο της Αγγλίας στα ελληνικά πράγματα, τόσο στη μεταξική περίοδο όσο και στη φάση της ελληνοϊταλικής σύγκρουσης στην Αλβανία, του στέρησε τη δυνατότητα να έχει σφαιρική εποπτεία της σύνθετης κατάστασης που διαμορφωνόταν την περίοδο της Κατοχής, καθώς και της φύσης –και των ορίων– της συμμαχίας που συγκροτούσε με αυτήν.


Η περίοδος του Ελληνοϊταλικού και του Ελληνογερμανικού Πολέμου και αμέσως μετά της Κατοχής θα σηματοδοτήσει για το ΚΚΕ το ξεκίνημα ενός τιτάνιου αγώνα. Έπειτα από μια περίοδο αποδιοργάνωσης και κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, το κόμμα έπρεπε να βρει τρόπο να ανασυγκροτηθεί, να εκκαθαριστεί από τους δεκάδες χαφιέδες που είχαν εισχωρήσει στις γραμμές του, να ξεκαθαρίσει τη στρατηγική του, για να εφαρμόσει στην πράξη μια πολιτική μαζών. Να μπορέσει δηλαδή το κόμμα, με βάση τη νέα στρατηγική του και την καθημερινή του πάλη, να βρει οδούς επικοινωνίας με τις πλατιές λαϊκές μάζες που έδειχναν έτοιμες να στρατευτούν στην υπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης. Κάτι που θα το καταφέρει χάρη στην ακούραστη πάλη εκατοντάδων κομμουνιστών, που με το προσωπικό τους παράδειγμα στην πρώτη φάση της Κατοχής –τότε που «ο κεραυνοβόλος πόλεμος» της νέας τάξης πραγμάτων επιχειρούσε να πνίξει εν τη γενέσει της κάθε απόπειρα αντίστασης– διαμόρφωσαν τους όρους μιας νέας αφετηρίας για το λαϊκό κίνημα της χώρας.

Επιχειρώντας να συνοψίσει τα συμπεράσματα μιας πολύ ταραχώδους πορείας τόσο για τη χώρα όσο και για το κόμμα, η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής (Ιούλιος 1941) –η πρώτη επίσημη Ολομέλεια που συνέρχεται μετά τον Φεβρουάριο του 1939– με απόφασή της θα θέσει το πολιτικό πλαίσιο που απηχεί τις διαθέσεις της μεγάλης πλειοψηφίας του κόμματος: συγκρότηση ενός πανεθνικού μετώπου για την ανάπτυξη της πάλης ενάντια στη γερμανοϊταλική κατοχή –στην οποία ρητά εντάσσεται η ένοπλη πάλη–, που ως τελικό στόχο θα έχει την Ελλάδα της λαϊκής εξουσίας, την ανεξάρτητη λαϊκή δημοκρατική Ελλάδα.

Κινούμενο σε αυτή την κατεύθυνση, το ΚΚΕ θα συμβάλει αποφασιστικά στη σύμπηξη ενός μετώπου εθνικής απελευθέρωσης, το οποίο στη βάση της ιδρυτικής του διακήρυξης (το περίφημο «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» του Δ. Γληνού) θα θέσει από πολύ νωρίς, στις 27 Σεπτεμβρίου 1941, τους όρους μιας πλατιάς συμπόρευσης όλων των πατριωτικών-αντιφασιστικών δυνάμεων του τόπου προς την κατεύθυνση, σε πρώτο χρόνο, της εθνικής απελευθέρωσης και, σε δεύτερο χρόνο, μετά το πέρας της πρώτης, της κοινωνικής απελευθέρωσης. Εμφορούμενο από μια τέτοια πολιτική αντίληψη, που του επέτρεπε να συναρθρώνει –αν και άνισα και συχνά αντιφατικά– την τακτική με τη στρατηγική και να συνδέει μέσα σε τρομερά πολύπλοκες συνθήκες το εθνικό ζήτημα με το κοινωνικό-ταξικό και τον διεθνισμό, το ΚΚΕ θα γράψει την κορυφαία έως τότε σελίδα της εγχώριας ταξικής πάλης, οργανώνοντας σε πολιτικό επίπεδο μέσω του ΕΑΜ και σε στρατιωτικό επίπεδο μέσω του ΕΛΑΣ την αντίσταση ενάντια στον φασίστα κατακτητή και τους ντόπιους συνεργάτες του.

Στον αντίποδα της παραπάνω στρατηγικής, το πρόταγμα για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, τοποθετημένο στα κοινωνικοϊστορικά πλαίσια της Ελλάδας της Κατοχής, σήμαινε πρακτικά τη φυγή από την καθημερινή πραγματικότητα της φασιστικής βίας που βίωνε ο ελληνικός λαός προς μια άλλη, ιδεατή πραγματικότητα, όπου θα μπορούσαν να αναμετρώνται χωρίς αλλοιώσεις και επικαθορισμούς –εξωιστορικά και ιδεαλιστικά– τα δύο, για να θυμηθούμε την περιπαικτική ρήση του Λένιν, [15] αντίπαλα στρατόπεδα, του σοσιαλισμού από τη μια και του ιμπεριαλισμού από την άλλη. Η άρνηση της πρωτοκαθεδρίας της εθνικοαπελευθερωτικής-αντιφασιστικής πάλης του ελληνικού λαού στο όνομα μιας «καθαρής ταξικής» γραμμής, που θα φτάσει, στην πιο ακραία απόληξή της, να προβάλει στο όνομα του διεθνισμού την ανάγκη της συναδέλφωσης ακόμα και με τους στρατιώτες της Βέρμαχτ, [16] θα αντιμετωπιστεί με καχυποψία, αν όχι με εχθρότητα, από τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, οδηγώντας τους εκφραστές της στον σεχταρισμό και την περιχαράκωση.

Κι αν ο άδοξος όσο και τραγικός επίλογος της λαϊκής επανάστασης 1941-1944 (Δεκέμβρης, Βάρκιζα) μοιάζει να αμφισβητεί τη στρατηγική του ΚΚΕ, οι αιτίες για τις οποίες το ΚΚΕ και το ΕΑΜ παρέδωσαν στον ταξικό εχθρό την εξουσία που κατείχαν, δεν ήταν προκαθορισμένες ούτε από το (κατ’ αρχάς εθνικοαπελευθερωτικό) περιεχόμενο της σύγκρουσης ούτε από το πλαίσιο των συμφωνιών ανάμεσα στους συμμάχους, που υποτίθεται ότι καθόριζε τους εσωτερικούς συσχετισμούς ισχύος. [17] Το αντίθετο συνέβαινε: η μη συνεπής τήρηση της στρατηγικής των εθνικοαπελευθερωτικών, αντιφασιστικών λαϊκών μετώπων, η εκτροπή από τους βασικούς όρους που αυτή έθετε –ανεξαρτησία του κόμματος και της εργατικής τάξης μέσα στο μέτωπο, πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας–, ήταν αυτή που αποπροσανατόλισε το κίνημα εγκλωβίζοντάς το στις ράγες της ιμπεριαλιστικής αστικής πολιτικής. Γεγονός που μοιραία δεν επέτρεπε αφενός να στερεώνονται οι μορφές λαϊκής εξουσίας που η πάλη ενάντια στον κατακτητή στην πόλη και την ύπαιθρο είχε συγκροτήσει και αφετέρου να διατηρείται η επαναστατική στρατηγική στις διαφορετικές καμπές της συγκυρίας. Η αιτία του ανεπαρκούς πολιτικά και στρατιωτικά σχεδιασμού της μάχης του Δεκέμβρη του 1944 και της συνθηκολόγησης της Βάρκιζας (όπως βέβαια και των συμφωνιών Λιβάνου και Καζέρτας που την προεικόνισαν) βρίσκεται εκεί ακριβώς.

Επρόκειτο για μια πραγματικότητα την οποία η νέα, και εν πολλοίς αναμετρώμενη με αυτή την κληρονομιά, φάση της ταξικής σύγκρουσης που θα ξεσπάσει λίγους μόνο μήνες αργότερα θα κατορθώσει την περίοδο 1946-1949 να αντιστρέψει, θέτοντας με σαφήνεια πια τα όρια ανάμεσα στον πολιτικό ορίζοντα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, από τη μια, και της πάλης για τη λαϊκή εξουσία, από την άλλη.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμ. 4, ό.π., σελ. 319.

2. Ενδεικτικό του βαθμού εξάρτησης του ελληνικού κράτους από το αγγλικό είναι το γεγονός ότι το 67% του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας ανήκε σε αγγλικά κεφάλαια, ενώ μόνο το 1,7% σε γερμανικά και το 1,65 σε ιταλικά. Το υπόλοιπο ποσοστό κατανεμόταν σε ΗΠΑ (σχεδόν 10%) και Γαλλία (7,5%).

3. Χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο Μεταξάς, τον Μάρτιο του 1937 σε επιστολή του στον πρέσβη της Ελλάδος στο Λονδίνο: «Αι μόναι προνομιακαί επιχειρήσεις εν Ελλάδι είναι αι Αγγλικαί». Ο Μεταξάς επίσης θα επαναλαμβάνει συχνά σε ομιλίες και συνεντεύξεις του ότι «το δόγμα της Ελλάδας ήταν ότι δεν μπορούσε να βρεθεί σε αντίθετο στρατόπεδο εκτός εκείνου της Αγγλίας», ενώ λίγους μήνες μόνο πριν από την ελληνοϊταλική σύγκρουση, τον Μάιο του 1940, μιλώντας με Βρετανό δημοσιογράφο τόνιζε: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτε δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές, ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης» (Τα μυστικά αρχεία του Φόρεϊν Όφις, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα, 1971, σελ. 76).

4. «Μανιφέστο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, 20 Απρίλη 1940», στο Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμ. 4, ό.π., σελ. 486-487.

5. Μιλώντας για το ζήτημα των συμφωνιών ανάμεσα σε σοσιαλιστικές χώρες και ιμπεριαλιστικά μπλοκ, όπως και για το ζήτημα της εκμετάλλευσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από ένα κείμενο του Λένιν, το οποίο κατά τη γνώμη μας αφοπλίζει πλήρως την κριτική «εξ αριστερών» που εκ του ασφαλούς ασκήθηκε στο Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο: «Οι κομμουνιστές δεν αποκρούουν καθόλου τις στρατιωτικές συμφωνίες με έναν από τους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς εναντίον ενός άλλου, στις περιπτώσεις που αυτή η συμφωνία, χωρίς να παραβιάζει τις βάσεις της Σοβιετικής Εξουσίας, θα μπορούσε να εδραιώσει τη θέση της και να παραλύσει την πίεση εναντίον της μιας κάποιας ιμπεριαλιστικής Δύναμης» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 36, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1982, σελ. 323).

6. Β. Ι. Λένιν, «Για το σύνθημα της ήττας της κυβέρνησής σου στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο», στο Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1980, σελ. 291-297. Στο κείμενό του αυτό ο Λένιν είναι σαφής ότι αναφέρεται στον ενδοϊμπεριαλιστικό πόλεμο, στον πόλεμο ανάμεσα σε δύο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο πόλεμος είναι αντιδραστικός, και σε αυτό τον πόλεμο «μια επαναστατική τάξη δε μπορεί παρά να εύχεται την ήττα της κυβέρνησής της. [… ] Ο προλετάριος δεν μπορεί ούτε να καταφέρει ταξικό χτύπημα στην κυβέρνησή του, ούτε να δώσει (στην πράξη) το χέρι στον αδελφό του, τον “ξένο” προλετάριο, τον προλετάριο της χώρας που βρίσκεται σε πόλεμο μαζί “μας”, χωρίς να διαπράττει “εσχάτη προδοσία”, χωρίς να συμβάλλει στην ήττα, χωρίς να βοηθάει στη διάλυση της “δικής του” ιμπεριαλιστικής “μεγάλης” Δύναμης». Δεδομένης, μάλιστα, της βαρύτητας που αναγνωρίζει σε μια τέτοια συνθηματολογία, προσθέτει και μια σειρά επιπλέον προϋποθέσεων, ώστε το σύνθημα αυτό να μπορεί να είναι πράγματι πολιτικά και κοινωνικά γειωμένο.

7. Στις 8/9/1939 Οδηγία της Κομμουνιστικής Διεθνούς, με την υπογραφή του Γκ. Δημητρόφ, χαρακτηρίζει τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και άδικο από όλες τις πλευρές, καλώντας τις εργατικές τάξεις και τα κομμουνιστικά κόμματα των εμπόλεμων χωρών να μην τον στηρίξουν. Επισημαίνει δε ότι «η διάκριση των καπιταλιστικών κρατών ανάμεσα σε φασιστικά και δημοκρατικά έχει πλέον απολέσει την προηγούμενή της σημασία» (Τμήμα Ιστορίας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ στον ιταλοελληνικό πόλεμο, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2015, σελ. 32-33).

8. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας είχε μόλις μία εβδομάδα πριν από την κήρυξη του πολέμου τοποθετηθεί ως εξής: «Στον πραγματικό πόλεμο ενάντια στο φασίστα επιτιθέμενο, το Κομμουνιστικό Κόμμα, υπερασπίζει το δικαίωμά του να βρίσκεται στις πρώτες γραμμές», ενώ τον Ιούνιο του 1941, με την απειλή για το Παρίσι να γίνεται άμεσα ορατή, δήλωνε: «Το Κόμμα θεωρεί την οργάνωση της άμυνας του Παρισιού πρωταρχικό εθνικό χρέος» (βλ. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, Σύγχρονη Εποχή, σελ. 491, 495).

9. Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμ. 4, ό.π., σελ. 503.

10. Νίκος Ζαχαριάδης, Ιστορικά διλήμματα, ιστορικές απαντήσεις. Άπαντα τα δημοσιευμένα, 1940-1945, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2011, σελ. 31.

11. «[…] μια και το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη [σ.σ.: στην αγγλική έκδοση του 1888 στο σημείο αυτό γράφει: «να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους»], να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης» (Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1994, σελ. 44).

12. Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμ. 5, ό.π., σελ. 296.

13. Ολόκληρο το περιεχόμενο των δύο γραμμάτων μπορεί να βρεθεί στο Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμ. 5, ό.π. Εδώ παραθέτουμε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το καθένα: «[…] Αφού ο λαός μας υπερασπίσει αποτελεσματικά την ανεξαρτησία και την εθνική λευτεριά του, σήμερα ένα μονάχα πράμα θέλει: Ειρήνη και ουδετερότητα με τούτους τους όρους: 1) Να ξανάρθουν τα πράγματα όπως ήταν στις 28 του Οκτώβρη 1940 δίχως καμιά εδαφική – οικονομική – πολιτική ζημιά σε βάρος της Ελλάδας, 2) Οι πολεμικές δυνάμεις της Αγγλίας να φύγουν όλες απ’ τα χώματα και τα νερά της Ελλάδας. Με βάση τους δύο αυτούς όρους να ζητήσουμε αμέσως απ’ την κυβέρνηση της ΕΣΣΔ να μεσολαβήσει για να γίνει ελληνοϊταλική ειρήνη. Αυτό είναι σήμερα το μοναδικό εθνικολαϊκό συμφέρον. […]» (Δεύτερο ανοιχτό γράμμα, 26/11/1940). «[…] Μετά το διώξιμο δε των Ιταλών από την Ελλάδα, το αίμα των φαντάρων μας χύνεται άδικα, σήμερα δε ο εγγλέζικος ιμπεριαλισμός εισπράττει σε αίμα των παιδιών της Ελλάδα, τους τόκους των κεφαλαίων που διέθεσε στα 1935-36 για την παλινόρθωση του Γεώργιου και την εγκαθίδρυση της μοναρχοφασιστικής δικτατορίας του Μεταξά. Αφού δε ο Μεταξάς αρνιέται να αποκαταστήσει τις ελευθερίες του λαού, να εξασφαλίσει την ειρήνη της Ελλάδας και κάνει πόλεμο κατακτητικό ιμπεριαλιστικό, που όλα του τα βάρη τα πληρώνει ο λαός, παραμένει (ο Μεταξάς) κύριος εχθρός του λαού και της χώρας. […] Όλες τις απόψεις μου αυτές τις ανέπτυξα σ’ ένα ανοιχτό γράμμα κι ένα σχέδιο απόφασης που στις 22-11-1940 έστειλα στην Προσωρινή Διοίκηση. Αυτή αρνήθηκε να τα δεχτεί και να τα δημοσιεύσει, αναπτύσσοντας μια καθαρή σοσιαλπατριωτική επιχειρηματολογία […]. Έτσι πίσω από τη στάση αυτή καθαρίζει ολότελα και τούτο: ότι η Προσωρινή Διοίκηση είναι δημιούργημα και όργανο του Μανιαδάκη […]» (Τρίτο ανοιχτό γράμμα, 15/1/1941).

14. Και γι’ αυτή τη συμμαχία της Σοβιετικής Ένωσης με τον ιμπεριαλιστικό συνασπισμό Αγγλίας-Αμερικής-Γαλλίας ισχύει απόλυτα η λενινιστική θέση που έχουμε παραθέσει στην υποσημείωση 5.

15. «Είναι σα να πρόκειται να συνταχθεί από το ένα μέρος ένας στρατός που θα πει: “Εμείς είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού”, και από το άλλο, ένας άλλος στρατός που θα πει: “Εμείς είμαστε υπέρ του ιμπεριαλισμού”, και αυτό φαντάζονται θα είναι η κοινωνική επανάσταση! Όποιος περιμένει μια “καθαρή” κοινωνική επανάσταση δε θα τη δει ποτέ του. Αυτός είναι επαναστάτης στα λόγια που δεν καταλαβαίνει τι θα πει αληθινή κοινωνική επανάσταση» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 30, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σελ. 54-55).

16. Παραθέτουμε μία από τις πολλές αναφορές που κάνει ο Ά. Στίνας στο βιβλίο του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΟΠΛΑ: «Έπρεπε με οποιαδήποτε μέσα να εμποδιστεί –και σε αυτό ήταν απόλυτα σύμφωνοι και οι δύο αντίπαλοι, και ο “δημοκρατικός” και ο φασιστικός κόσμος– η οικειότητα, η φιλική, η ανθρώπινη σχέση, η συναδέλφωση του πληθυσμού με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς στρατιώτες, έπρεπε να διατηρείται και να βαθαίνει το μίσος και γι’ αυτό έπρεπε να επαναφερθεί ο πόλεμος, ο πόλεμος με την πιο βάρβαρη, την πιο άγρια και την πιο παράλογη μορφή του. Και αυτή ήταν η αποστολή που είχε αναλάβει και που γι’ αυτό δημιουργήθηκε η “εθνική αντίσταση”». Θα πρέπει, βέβαια, να σημειώσουμε ότι στην πράξη η μόνη συναδέλφωση ανάμεσα στους Γερμανούς και τους Ιταλούς φαντάρους έγινε μέσα από τον ΕΛΑΣ, ο οποίος ενσωμάτωσε στους κόλπους του πάνω από 600 στρατιώτες της Βέρμαχτ που πολέμησαν μαζί του ενάντια στον φασιστικό γερμανικό στρατό, όπως και πολλές εκατοντάδες Ιταλούς στρατιώτες που βρήκαν καταφύγιο στον ΕΛΑΣ όταν, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, βρέθηκαν αντιμέτωποι τόσο με τα γερμανικά στρατεύματα όσο και με τις ιταλικές δυνάμεις που έμειναν πιστές στον Μουσολίνι και τον Άξονα.

17. Αναφερόμαστε στη Διάσκεψη της Γιάλτας τον Φεβρουάριο του 1945, όπου, σύμφωνα με την αστική και οπορτουνιστική παραφιλολογία, η Ελλάδα συμφωνήθηκε να παραμείνει υπό την επιρροή της Δύσης. Πέρα όμως από τους αναγκαίους στρατιωτικούς σχεδιασμούς που επέβαλε τη δεδομένη στιγμή στις συμμαχικές δυνάμεις η εξέλιξη του πολέμου, ουδέποτε επιβεβαιώθηκε από τα επίσημα πρακτικά της Διάσκεψης κάτι σχετικό, ενώ, αν και η Διάσκεψη συμπίπτει χρονικά με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, δεν προκύπτει από πουθενά ότι η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ γνώριζε τα της διάσκεψης. Όσο για την ίδια τη διάσκεψη και το περιεχόμενό της, αν θέλαμε να κάνουμε ένα επιγραμματικό σχόλιο, θα λέγαμε ότι αποτύπωνε τον δυσμενή συσχετισμό που διαμόρφωνε για τους ιμπεριαλιστές η εξέλιξη του πολέμου και την προσπάθειά τους να ανατρέψουν το πλεονέκτημα που δημιουργούσε για τη Σοβιετική Ένωση η εξέλιξη αυτή.

Νέα έκδοση από Προλ.Πρωτ & KτΒ: “Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο”. Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις”.

Νέα έκδοση από την Προλεταριακή Πρωτοβουλία με την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας (KτΒ).
ΤΑ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.
Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις”.
Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Ιl Lato Cattivo. [Ιούνιος 2020]
Ό,τι δεν ξέρεις ο ίδιος
καθόλου δεν το ξέρεις.
Έλεγξε τον λογαριασμό
εσύ θα τον πληρώσεις.
Μπέρτολντ Μπρεχτ, Εγκώμιο στη μάθηση.
Αφιερώνεται στον φίλο και σύντροφο,
πολιτικό κρατούµενο Πολύκαρπο Γεωργιάδη.
Αγωνιστικές ευχαριστίες στον φίλο και σύντροφο G.G, για την επισήµανση και την αποστολή αυτού του πολύ ενδιαφέροντος υλικού καθώς και για τις θεωρητικές αναλυτικές συζητήσεις: αυτές που αποτελούν διαχρονικά το γόνιµο λίπασµα για κάθε διαλεχτική σκέψη που δεν φοβάται τη σύνθεση, για κάθε συλλογική άµεση δράση που παλεύει “για τα µικρά και τα µεγάλα”, συνεχίζοντας να στοχεύει στην κοινωνική-ταξική απελευθέρωση από τα θανατηφόρα δεσµά της κρατικής-καπιταλιστικής-ιµπεριαλιστικής εξουσίας.
Εισαγωγή στην ελληνική έκδοση.
Η παρούσα έκδοση αποτελεί την έντυπη µορφή της µεταφρασµένης συνέντευξης του Raffaele Sciortino, συγγραφέα του βιβλίου “Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσµο. Παγκόσµια κρίση και γεωπολιτική των νέων λαϊκισµών” [στα ιταλικά: εκδόσεις Asterios, Τεργέστη. 2019], στο περιοδικό Il Lato Cattivo που δηµοσιεύθηκε στις 6/6/2020 στο illatocattivo.blogspot.com.
Πρόκειται για ένα διάλογο για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις” που µεταφράστηκε στα ελληνικά από την Προλεταριακή Πρωτοβουλία µε την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας και δηµοσιεύθηκε διαδικτυακά (σε τρία µέρη) τον περασµένο χειµώνα στο prolprot.espivblogs.net
Ο Raffaele Sciortino (1963) είναι πανεπιστηµιακός ερευνητής και ανεξάρτητος µελετητής πολιτικών σπουδών και διεθνών σχέσεων, ένας από εκείνους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που όντας “κόντρα στο ρεύµα”, κάπου στα µέσα της δεκαετίας του 1980, βίωσαν την “αυξανόµενη αποµόνωση εκείνων που ήταν κυριευµένοι από το δαίµονα του κοµµουνισµού (ποιου; εκείνου που ήταν πλέον “ανεπίκαιρος”…)”.
Έχει συγγράψει άρθρα, έρευνες και µελέτες για τη διεθνή οικονοµική πολιτική, τα “δηµόσια” και “ιδιωτικά” χρέη και την παγκόσµια καπιταλιστική κρίση, µε ιδιαίτερη ενασχόληση µε τη γεωπολιτική και τις πολυποίκιλες περιπλοκές της µε τα κοινωνικά – εργατικά κινήµατα στους καιρούς της πτωτικής πορείας της παγκοσµιοποίησης υπό την αστερόεσσα.
Προχωρήσαµε στη συγκεκριµένη έκδοση προσπαθώντας να συνεχίσουµε την απόπειρα µας για συνεισφορά και εµπλουτισµό του πολιτικού διαλόγου, της προλεταριακής αυτοµόρφωσης και της κινηµατικής αντιπληροφόρησης.
Μια απόπειρα που βασικά στοχεύει στην κάλυψη της επείγουσας αναγκαιότητας για µια θεωρητική επεξεργασία και ανάλυση των σηµείων των τωρινών καιρών κι εκείνων που “µέλλονται για να ‘ρθουν”. Μια διαδικασία, η οποία -εκ των πραγµάτων- δεν µπορεί παρά να βρίσκεται σε εξέλιξη, υπό το πρίσµα των εξελίξεων και των αναδιατάξεων, των επιδεινώσεων και των προοπτικών που προκύπτουν µέσα στο υπάρχον (και αρκούντως) πυρακτωµένο, εγχώριο και διεθνές σκηνικό.
Όπως γράφουν και οι σύντροφοι του περιοδικού Il Latto Cattivo στο εισαγωγικό σηµείωµα τους:
[…] Πρόκειται για µια σηµαντική συνεισφορά στην κοµµουνιστική θεωρία, µια από τις ελάχιστες που προέρχεται από το άγονο ιταλικό πλαίσιο. Τη θεωρούµε ως µια σηµαντική συνεισφορά επειδή καταφέρνει να κρατήσει µαζί -µέσα από µια αρθρωµένη οπτική µακράς πνοής- την οικονοµική πορεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής -κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που εγκαινιάστηκε µε την παγκόσµια κρίση του 2008- µ’ εκείνη των διεθνών σχέσεων και της πάλης των τάξεων, µέσα από τις µορφές χαρακτηριστικής εκδήλωσης της, µέσα από µια καρποφόρα απόπειρα αντίληψης του τρόπου µε τον οποίο αυτά τα διαφορετικά πεδία επηρεάζουν και επηρεάζονται το ένα από το άλλο. Εκεί έγκειται και η διαφορά της συγκριτικά µε το µεγαλύτερο κοµµάτι της βιβλιογραφίας που δοξάζεται -η καθεµία ξεχωριστά- γύρω από κάποια από αυτές τις θεµατικές: στην ικανότητα του Συγγραφέα ν’ αφουγκράζεται το σηµείο καµπής προς το οποίο κατευθύνεται το υπαρκτό κίνηµα, προς τα µπρος ή προς τα πίσω, δηλαδή µέσα από τις πιθανές καταλήξεις του, τόσο τις δυνητικά ανατρεπτικές όσο και τις πιθανώς καταστρεπτικές […]
Το ζητήµατα που τίθενται σε αυτές τις σελίδες είναι πολλά και πολύπλοκα και όντας σε εξέλιξη, αντικειµενικά αλληλοδιαπλέκονται µέσα στη συνολικότερη δίνη, στην οποία βρίσκεται πλέον εδώ και σχεδόν µια δεκαπενταετία η υπαρκτή και όχι ιδεατή, η (όχι και τόσο) “Νέα Τάξη Πραγµάτων made in USA”, η οποία επιβλήθηκε ανά τον κόσµο -από τον ευρωατλαντικό Ιµπεριαλισµό- µετά το τέλος της “ψυχροπολεµικής εποχής των δύο κόσµων”, την ενδογενή κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τις µεγάλες ανατροπές στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη στα 1989-91,“διά πυρός και σιδήρου από τους πεζοναύτες και το CNN, µέσα από video clips που κραύγαζαν “go West” και ζωντανές τηλεοπτικές συνδέσεις µε τους βοµβαρδισµούς της “καταιγίδας της Ερήµου”, µέσα από την παγκόσµια πληµµυρίδα περιττών “µετά-υλιστικών” εµπορευµάτων και το θρίαµβο των αδηφάγων χρηµαταγορών του ιδιωτικού καπιταλισµού, ο οποίος φάνταζε κυριολεκτικά οριστικός” [1].
Πρώτα και κύρια, το Ζήτηµα της πανδηµίας του Covid 19 και η στρατιωτικοποιηµένη διαχείριση της µέσα από τον διακρατικό – ενδοαστικό υγειονοµικό (αλλά και εµβολιαστικό) ανταγωνισµό, την αυταρχικοποίηση και την αστυνοµοκρατία, ως επιταχυντής της Ιστορίας µέσα από την “αποσυναρµολόγηση της παγκοσµιοποίησης”. Μέσα από την (αντι)παράθεση των διάφορων “βιοπολιτικών” και “µηχανιστικών” προσεγγίσεων και το -ολοένα και πιο έκδηλο- σχίσµα τους στα πλαίσια των πρωτοκοσµικών “ριζοσπαστικών” πολιτικών χώρων, αναλύονται τεκµηριωµένα οι συσχετισµοί και τα περιεχόµενα µέσα στα οποία εξελίσσονται οι σύγχρονες ταξικές αντιστάσεις και η υπάρχουσα κοινωνική κίνηση, µέσα στα σωθικά του καπιταλιστικού κάτεργου και του ιµπεριαλιστικού σφαγείου του 21ου αιώνα.
[…] Μιλώντας σ’ ένα γενικό επίπεδο, το πολιτικό κοµβικό σηµείο
εστιάζεται στο αν για το προλεταριάτο αυτή η επιστροφή της αλληλεγγύης -που αναδείχθηκε µέσα στην κρίση του Covid- θα υποχωρήσει κάτω από το βάρος των θυσιών για την “µεταπολεµική” ανοικοδόµηση ή αν αντίθετα θα εκκινήσει µια διαφορετική διαδικασία […]
Στη συνέχεια, ο Συγγραφέας παίρνει σαφή και εµπεριστατωµένη θέση γύρω από µια σειρά “ταλαιπωρηµένων” αλλά κοµβικών πολιτικών εννοιών (γεωπολιτική, πλασµατικό κεφάλαιο, απόλυτο κεφάλαιο, κοινωνικη αναπαραγωγή, ιµπεριαλισµός, λαϊκισµός, κοµµουνιστικοποίηση).
Η αναλυτική οξυδέρκεια και οι πυκνοί διαλεκτικοί στοχασµοί µέσα από τους οποίους τοποθετείται γύρω από αυτά τα ζητήµατα και αυτές τις έννοιες, καθιστούν -τουλάχιστον στα δικά µας µάτια και µυαλά- το παρόν υλικό σε µια (αν µη τι άλλο) χρήσιµη και “θρεπτική τροφή για τη σκέψη, αυτήν την οδηγήτρια της δράσης”.
Η επικαιρότητα και τα γεγονότα που έχουν µεσολαβήσει σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο από τότε που γράφτηκαν αυτές οι σελίδες δεν αφήνουν περιθώρια παρερµηνείας: οι “κατολισθήσεις” συνεχίζονται και γίνονται ολοένα και εντονότερες και εγγύτερες…
Αναφέρουµε ενδεικτικά. Την ανεµπόδιστη εισβολή στο Καπιτώλιο του συνωµοσιολογικού στρατού των αρνητών του κορωνοϊού κατά τη διάρκεια του ακροδεξιού Τραµπικού πραξικοπήµατος – οπερέτα και την ακόλουθη “αναίµακτη” εκλογή στην προεδρία των ΗΠΑ του “δηµοκρατικού γέρικου γερακιού” Μπάιντεν. Την ταπεινωτική υποχώρηση των ΝΑΤΟϊκών (συµπεριλαµβανοµένων των ελληνικών) στρατευµάτων κατοχής από το Αφγανιστάν, 20 χρόνια µετά την 11η Σεπτέµβρη και την κήρυξη του ψευδεπίγραφου “πολέµου κατά της τροµοκρατίας”, µε την επάνοδο στην πολιτική εξουσία των τζιχανιστών-αντισοβιετικών πρώην συµµάχων τους Ταλιµπάν.
Την οξυνόµενη παγκόσµια κρίση στην “ελεύθερη αγορά” της Ενέργειας µε το εξελισσόµενο “ράλι των τιµών” πετρελαίου και φυσικού αερίου που “σέρνει το χορό” στο διεθνές κύµα ακρίβειας, “ανατιµήσεων” και αισχροκέρδειας. Ο εντεινόµενος εµπορικός πόλεµος της Δύσης µε το ρωσοκινέζικο µπλοκ και η επικίνδυνη άνοδος της “πυρηνικής θερµοκρασίας” τόσο στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη µε την εντεινόµενη ΝΑΤΟϊκή περικύκλωση της Ρωσίας, όσο και στην άλλη πλευρά του πλανήτη, στον νότιο Ειρηνικό και τον Ινδικό, µετά την υπογραφή του αντι-κινέζικου “συµφώνου ασφαλείας AUKUS” Αυστραλίας-ΗΠΑ-Μ.Βρετανίας.
Την πρόσφατη υπογραφή και ψήφιση στη βουλή των πολεµικών συµφωνιών της Ελλάδας µε Γαλλία και ΗΠΑ που αποτελούν “επίσηµες διακηρύξεις µετατροπής της χώρας σε “οικόπεδο σε τιµή ευκαιρίας” και “πεδίο βολής φτηνό” -µεταξύ άλλων- µέσω υπέρογκων εξοπλιστικών προγραµµάτων χωρίς τέλος, για τη διασφάλιση των συµφερόντων της ντόπιας αστικής Τάξης & των ΝΑΤΟϊκών ιµπεριαλιστών “δανειστών, εταίρων & συµµάχων” της” [2].
Την πολιτικοστρατιωτική προπαρασκευή που εντείνεται -διεθνώς- στα πλαίσια ενός ενδεχόµενου -πιο γενικευµένου- πολέµου που ήδη -εδώ και χρόνια- µαίνεται από το Ντονµπάς της ανατολικής Ουκρανίας µέχρι τη µαρτυρική Παλαιστίνη, τη Συρία, τη Λιβύη, το Ιράκ, to Σάχελ [3], την Υεµένη κ.α. Την όξυνση του αστικού ελληνοτουρκικού ανταγωνισµού, της εθνικιστικής προπαγάνδας και του εµπόλεµου κλίµατος, µε το οποίο τα ελληνικά και τα τουρκικά καθεστωτικά ΜΜΕ, προετοιµάζουν το έδαφος όπου οι λαοί της Ελλάδας και της Τουρκίας θα καλεστούν -για ακόµα µια φορά στην Ιστορία- “ν’ αιµατοκυλιστούν, κάτω από τις σηµαίες των εχθρών τους”, για την εξυπηρέτηση των συµφερόντων και της κερδοφορίας των εγχώριων και των πολυεθνικών µονοπωλιακών – ολιγοπωλιακών οµίλων, για τη διαιώνιση και την επίταση, και στις δυο πλευρές του Αιγαίου, της κρατικής – καπιταλιστικής – ιµπεριαλιστικής Εξουσίας.
Όπως έγραφε τον περασµένο Ιούνη από τις φυλακές της Λάρισας ο φίλος και σύντροφος, πολιτικός κρατούµενους Πολύκαρπος Γεωργιάδης.
«Το καπιταλιστικό-ιµπεριαλιστικό σύστηµα δεν πρέπει να το βλέπουµε αποκλειστικά και µόνο ως σύστηµα οικονοµικής εκµετάλλευσης. Πρέπει να το βλέπουµε επιπλέον και ως σύστηµα παραγωγής υλικών και πνευµατικών σκουπιδιών, ως σύστηµα παραγωγής στερηµένων και ακρωτηριασµένων ανθρώπινων υπάρξεων, ως σύστηµα παραγωγής ενός ανθρωπολογικού τύπου -του Homo Economicus- που βρίσκει ικανοποίηση µονάχα µέσω της µιζέριας της καταναλωτικής φρενίτιδας. «Η καρδιά ενός ανθρώπου είναι παράξενο πράγµα, ιδίως όταν ο άνθρωπος την καρδιά του την έχει στη χρηµατοσακούλα του», έγραφε ο Μαρξ στον πρώτο τόµο του Κεφαλαίου. Το καπιταλιστικό-ιµπεριαλιστικό σύστηµα έχει αποικιοποιήσει ολόκληρη τη ζωή, ξεκινώντας από το κάθε σπίτι και φτάνοντας σε ολόκληρο τον πλανήτη. Συνακόλουθα, την κρίση του συστήµατος δεν πρέπει να τη βλέπουµε µονάχα στην οικονοµική/τεχνοκρατική της διάσταση, αλλά ως συνάρθρωση πολλαπλών κρίσεων (οικονοµικής, οικολογικής, επισιτιστικής, πολιτιστικής κλπ). Η βαναυσότητα στις καθηµερινές σχέσεις (όπως και στις διεθνείς) είναι µια από τις όψεις αυτής της κρίσης.» [4]
Ελπίζουµε, οι σελίδες που ακολουθούν να φανούν ενδιαφέρουσες και χρήσιµες σε όσους και όσες -παρ’όλα αυτά…- συνεχίζουν ν’ αντιστέκονται, ν’ αγωνίζονται και να µάχονται, σε όσους και όσες Ήταν, Είναι & Θα Είναι! Καλή Ανάγνωση!
Προλ.Πρωτ & ΚτΒ
Αθήνα, Νοέµβρης 2021
Σηµειώσεις:
[1] Από Κίνηση της Βιολέττας (ΚτΒ): Μια Συλλογική Απολογιστική
Συµβολή: Αναδροµές & Συµπεράσµατα. Στόχοι Πάλης & Προοπτικές. Αθήνα, Σεπτέµβρης 2020 – Γενάρης 2021.
[2] Από Κίνηση της Βιολέττας (ΚτΒ): Κάλεσµα Στήριξης της Αντιπολεµικής – Αντιιµπεριαλιστικής Πορείας ενάντια στη συµφωνία Ελλάδας – ΗΠΑ. Πόλεµο στον Πόλεµο. Σύνταγµα. 14/10/21.
[3] Sahel (από το αραβικό Sahil που σηµαίνει“το χείλος της ερήµου”) ονοµάζεται η περιοχή της υποσαχάριας Αφρικής που εκτείνεται βόρεια στην έρηµο της Σαχάρας, νότια στη σαβάνα του Σουδάν, δυτικά ως τον Ατλαντικό ωκεανό και ανατολικά ως την Ερυθρά Θάλασσα, περιλαµβάνοντας (από τα δυτικά στα ανατολικά) τη Γκάµπια και τη Σενεγάλη, το νότιο τµήµα της Μαυριτανίας, το κεντρικό τµήµα του Μάλι, τη Μπουρκίνα Φάσο, το νότιο τµήµα της Αλγερίας και του Νίγηρα, το βόρειο τµήµα της Νιγηρίας και του Καµερούν, το κεντρικό τµήµα του Τσαντ, το νότιο τµήµα του Σουδάν, το βόρειο τµήµα του Νότιου Σουδάν και την Ερυθραία, για εκεί, προορίζονται (µεταξύ άλλων) και ελληνικά στρατεύµατα, µετά την υπογραφή της Συµφωνίας Ελλάδας – Γαλλίας, προς υπεράσπιση των συµφερόντων της “Francafrique” και συνολικά του ευρωατλαντικου Ιµπεριαλισµού.
[4] Από Πολύκαρπος Γεωργιάδης. Ο ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΌΣ ΜΕΝΤΕΣΕΣ.
Ένστολο Κράτος. Γεωστρατηγικοί Ανταγωνισµοί. Έρπων Παγκόσµιος Πόλεµος. Εκδόσεις Ασύµµετρη Απειλή. Αθήνα, Σεπτέµβρης 2021
για επικοινωνία: violetta@espiv.net
κεντρική διάθεση: Red n’ Noir. Δροσοπούλου 52, Κυψέλη. Αθήνα.