Έκθεση σκίτσων του Λουκά Μ. (fouk) 18 – 27 Μάη.

Ο Λουκάς έφυγε πριν έναν χρόνο και εμείς σήμερα είμαστε εδώ, ο ένας δίπλα στον άλλον, η μία δίπλα στην άλλη, οργανώνοντας μια έκθεση με σκίτσα του Λουκά Μ.(Fouk), η οποία γίνεται στα πλαίσια των δεκάχρονων του περιοδικού Βίδα.

Σας καλούμε για να τιμήσουμε ένα σύντροφο, ένα φίλο, έναν αδερφό. Και να διατρανώσουμε: Σύντροφε δεν σε ξεχνάμε, είσαι ανάμεσά μας, όλα συνεχίζονται…

Στην υλοποίηση της έκθεσης πήραν μέρος δεκάδες σύντροφοι και φίλοι δίνοντας τον καλύτερο εαυτό τους και βοηθώντας με κάθε τρόπο (υλικό, τεχνικό, οικονομικό) για την
ολοκλήρωση της προσπάθειας αυτής.

Το υλικό που επιλέχθηκε για την έκθεση είναι ένα μέρος των έργων του Λουκά, που θεωρήσαμε ότι είναι ενδεικτικό του συνόλου.

Εκτίθενται έργα σε θεματικές ενότητες:

• τα δημοσιευμένα (κυρίως μικρές αυτοτελείς ιστορίες) σε
fanzine και έντυπα της περιόδου χονδρικά 2000-2006 και
στο σαλόνι του περιοδικού Βίδα 2006-2014.

• αδημοσίευτα έργα, είτε μέρη σεναρίων που δεν πρό-
λαβε να τελειώσει, είτε αυτοτελείς ιστορίες, είτε μεμονω-
μένα σκίτσα.

• μέρη από το έργο του: «Οι αστοί τρομάξανε», η ζωή
του Μιχάλη Μπεζεντάκου.

Στον χώρο της έκθεσης θα διατίθεται το βιβλίο με σκίτσα του Λουκά Οι αστοί τρομάξανε, θα υπάρχουν τεύχη και μπροσούρες του περιοδικού Βίδα, βιβλία των εκδόσεων ΠΡΟλΕΤΚΟΥλΤ και άλλων εκδοτικών εγχειρημάτων με τα οποία συμπορευόμαστε όλα αυτά τα χρόνια.

“Οι αστοί τρομάξανε”

η ιστορία του Μιχάλη Μπετζεντάκου.

σχεδιασμός: Λουκάς Μ. (fouk)

σενάριο: Άρτσι

επίμετρο: Κόκκινη Βιβλιοθήκη

γενική επιμέλεια: περιοδικό Βίδα

Ηρώς Κωνσταντοπούλου 16-18,
Σκοπευτήριο Καισαριανής
Η έκθεση θα λειτουργήσει
από τις 18 έως τις 27 Μαΐου 2015,
καθημερινά 18.00-22.00

 

Εμπρός Προλετάριοι!

ΕΝΑΣ ΜΑΧΗΤΙΚΟΣ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΣ

ΕΝΑΣ ΜΑΧΗΤΙΚΟΣ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΑΣ

ΕΝΑΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ

Ο Λουκάς Μ. (fouk) έφυγε από κοντά μας αναπάντεχα το βράδυ, στις 19-5-2014. Αυτή η απώλεια είναι  πλήγμα για το περιοδικό μας στο οποίο ήταν μέλος και φυσικά για το ευρύτερο ταξικό αντικαπιταλιστικό κίνημα. Εδώ θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε την πορεία του, προσπαθώντας έτσι να αποτυπώσουμε και τη συνολική του στάση στον αντικαπιταλιστικό αγώνα που συμμετείχε με όλη του την ψυχή. Ο Λουκάς γεννήθηκε στις 17 Μάρτη 1982. Μεγάλωσε στο Παγκράτι, οι γονείς του εργατοϋπάλληλοι, αλλά και το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον απλοί άνθρωποι του μεροκάματου. Κάτι που από μικρός ανέπτυσσε σαν πρωταρχικό καθήκον ήταν η πίστη στη Φιλία και η Αλληλεγγύη. Δεν είναι τυχαίο που πολλές από τις φιλίες του Λουκά κρατούσαν από τα χρόνια του Δημοτικού ή του Γυμνασίου. Οι πρώτες μάχες που έδωσε (και κατάλαβε ο ίδιος τη χρήση του όπλου που λέγεται Κοινότητα) ήταν με τα ναρκωτικά και την εναντίωση στη χρήση τους. Ήταν η εποχή στα 90s που ρίχνονταν στις πιάτσες των νέων με όλους τους πιθανούς τρόπους. Σκοτώνονταν συνέχεια νέοι άνθρωποι σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας. Ευαίσθητοι νέοι, οδηγημένοι σε αδιέξοδα από τον «αναπτυξιακό» καπιταλισμό και την επίπλαστη ευμάρεια. Ο θάνατος μπήκε από νωρίς στις γειτονιές μας. Ενώ για την υπόλοιπη νεολαία που δεν κατάφεραν να την ντοπάρουν κράτησαν τον κόσμο του lifestyle και της κοινωνικής βλακείας. Δύο όψεις κοινωνικής αποσύνθεσης που είχαμε οι μεγαλωμένοι εκείνη την εποχή να αντιμετωπίσουμε. Ο Λουκάς λοιπόν από έφηβος τράβηξε ρότα εναντίωσης στη σκατίλα που επιβαλλόταν σαν τρόπος ζωής για τη νεολαία. Το πανκ ήταν αυτό που του έθεσε τους πρώτους προβληματισμούς για τη ζωή την ίδια. Για την εξουσία και τα αφεντικά. Για τους καταπιεσμένους. Για την ανεπεξέργαστη δημιουργία. Για την Κοινότητα και τον Αγώνα. Στους δρόμους του Παγκρατίου βγήκε για τις πρώτες αφισοκολλήσεις και για τα πρώτα συνθήματα στους τοίχους με τα συντρόφια του και με την ομάδα τους, kardas. Μεγαλώνοντας βίωνε τις ταξικές διακρίσεις και την οικονομική και κοινωνική ανισότητα και ανέπτυξε αυτό το ταξικό ένστικτο ενάντια στον πλούτο, ως γιός εργατοϋπαλλήλων. Η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, που επιχείρησε το ΠΑΣΟΚ το 1998 με τον νόμο Αρσένη, βρήκε τον Λουκά πίσω από τα κάγκελα των καταλήψεων, στα συντονιστικά και στα συλλαλητήρια. Σε αυτό το πεδίο γνωριστήκαμε με τον Λουκά, μαθητές τότε όλοι σε διάφορα κατειλημμένα σχολεία της Αττικής. Το σχολείο των ταξικών ανισοτήτων έκανε την πρώτη του εμφάνιση, χιλιάδες μαθητές παράτησαν τη γενική εκπαίδευση του ενιαίου λυκείου ή και το ίδιο το λύκειο, ενώ οι φτωχότεροι δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό των φροντιστηρίων και τους στοίβαζαν στα υποτιμημένα Τ.Ε.Ε. και τα νυχτερινά. Ο Λουκάς ήταν και αυτός μια φιγούρα της μαθητικής μάζας που περιθωριοποιήθηκε από την εκπαιδευτική διαδικασία. Όμως ήταν από τους μαθητές που εξεγέρθηκαν, συμμετείχε στις συγκρούσεις, με το χαμόγελο που από τότε μας χάριζε απλόχερα όταν ερχόταν η ώρα του Αγώνα. Κάτσε καλά Γερασιμέ. Ήμασταν η γενιά που πολιτικοποιήθηκε μέσα σε ‘κείνο το μαθητικό κίνημα. Και μέσα σε ‘κείνο το κίνημα βγάλαμε τα συμπεράσματα μας για τις τακτικές οργανώσεων, για τη στάση μερίδας των καθηγητών, των Μ.Μ.Ε., της αστυνομίας, του Χριστόδουλου, μέσα σε εκείνο το εργαστήρι είδαμε πώς η παιδεία ιδιωτικοποιείται και ποιες δυνάμεις βρέθηκαν με συνέπεια δίπλα σε μας τους καταληψίες αλλά και ποιες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σταματήσει η πάλη. Πολλοί από μας περάσαμε μαθητοδικεία αργότερα, ενώ για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά προφυλακίστηκε μετά από συγκρούσεις ένας 17χρονος μαθητής και μας έκανε να δούμε κατάματα σε μικρή ηλικία τι σημαίνει κρατική καταστολή και σε ποιους χαρίζεται απλόχερα. Το καταληψιακό κίνημα, το πανκ και οι προεκτάσεις του, οι παρέες που επέλεγαν δρόμους αντιπαράθεσης, η συρρίκνωση των αριστερών νεολαίων και η άνοδος των αντιεξουσιαστικών θέσεων, η μαγευτική έλξη της αυτοοργανωμένης έκφρασης ήταν το μίγμα για τη μετέπειτα συνέχεια του Λουκά και των φίλων του. Ήταν η στιγμή της συνάντησης με τις καταλήψεις στο κέντρο της Αθήνας και τα στέκια που εμφανιζόταν δειλά-δειλά στις συνοικίες.  Η Villa Amalias ήταν το πρώτο ελεύθερο σχολείο για τον Λουκά, εκεί γνωρίστηκε με συνομηλίκους, εκεί μας πρωτομίλησε για τα σκίτσα που φτιάχνει, εκεί φτιάχτηκαν τα πρώτα φανζίν, εκεί μπήκε στο στούντιο με το μπάσο του και τα φιλαράκια να παίξουν μουσική. Εκεί έμαθε την κουλτούρα της αυτοοργάνωσης και της υπευθυνότητας. Η Αλληλεγγύη το όπλο μας, είναι το σύνθημα που αποτυπώνει πλήρως την ουσία της αντίληψης του Λουκά. Τα φανζίν  Φαντασία και Αυτοοργάνωση, Κατσαρίδες Πόλης, Anarchie κ.α. έχουν σκίτσα του, ενώ βοηθάει την ίδια περίοδο όπου μπορεί πάνω στην αυτοοργανωμένη έκφραση. Ιδιαίτερος σταθμός για τον ίδιο ήταν το  αυτοδιαχειριζόμενο στέκι της Αγίας Παρασκευής. Μπορεί στα σταράκια του να έγραφε «τελικά δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για κανένα μας» και να τον πειράζαμε για τη «μαυρίλα» του, μα κατάφερε να ενώσει παρέες νεολαίων από τρεις διαφορετικές εμπειρίες (Villa, Αγία Παρασκευή, ανατολικές συνοικίες) και να συμπλέξει ανθρώπους που μέχρι σήμερα βρίσκονται σε πολιτικά εγχειρήματα, συλλογικότητες και ομάδες του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος. Παράλληλα βγαίνει στην αγορά εργασίας πουλώντας την εργατική του δύναμη με τις τιμές που το Κεφάλαιο είχε καθορίσει αρχές του 21ου αιώνα. Σε διάφορες δουλειές μπορεί να συναντήσει κανείς τον Λουκά, κυρίως όμως στον τριτογενή τομέα που άνθιζε με την εκμετάλλευση της νέας εργατικής βάρδιας. Δουλειές του ποδαριού, μαύρη εργασία, χαμηλά μεροκάματα αλλά και διεκδικήσεις, λούφα, σαμποτάζ και άρνηση στις ταχύτητες που τα αφεντικά επέβαλλαν. Παράτησε το Τ.Ε.Ι. και τη σχολή της Βιβλιοθηκονομίας από άποψη, αρνήθηκε να πάει στρατό, να υπηρετήσει τον μηχανισμό της βίας και σιγά-σιγά άρχισε να ωριμάζει η πολιτική του σκέψη. Από νεαρός προλετάριος ποτέ δεν έπαψε να είναι διαλεκτικός στα ζητήματα που η ταξική πάλη άνοιγε. Η ίδια η ζωή έδειχνε πώς προχωράμε και πώς συμμετέχουμε στην πάλη- στο πλευρό των καταπιεσμένων, αυτό δεν σταμάτησε να το τονίζει και να συμβουλεύει ανυπόμονους συντρόφους. Εχθρευόταν ιδιαίτερα τις αστικές επιδράσεις σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας και θεωρούσε ότι η επαναστατική πολιτική δεν μπορεί να μην αναπτύσσει τη δική της αυτόνομη επαναστατική κουλτούρα. Για την κατανόηση της αντίληψης του Λουκά θα ήταν σφάλμα να μην συμπεριληφθεί ο αγώνας του (κυρίως στο εσωτερικό του κινήματος) πάνω στα άκρως σημαντικά γι’ αυτόν  ζητήματα ιστορίας-πολιτισμού-ιδεολογίας και αυτόνομης προλεταριακής πολιτικής. Στους δύο κλάδους που βρέθηκε να δουλεύει με το μηχανάκι, στο βιβλίο και στα οδοντοτεχνικά γραφεία, ως εξωτερικός υπάλληλος στήριξε τις εργατικές πρωτοβουλίες που αναπτύχθηκαν και οργάνωναν την πάλη ενάντια στους εργοδότες. Συμμετείχε στην εφημερίδα τοίχου Βιβλιοφρικάριος,  και βοηθούσε σε όλες τις «δουλειές» που ανοίγονταν. Ήταν από τους πρώτους που αγκάλιασε τις πρωτοβουλίες που ξεκίνησαν να βάζουν τα θεμέλια για τη δημιουργία του Σωματείου Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλου (Σ.Β.Ε.Ο.Δ.). Μέλος του σωματείου, συνεπής και εργατικός για την οργάνωση των εργαζομένων στο Σ.Β.Ε.Ο.Δ. Την εργατική πάλη ο Λουκάς την αντιλαμβανόταν με προλεταριακές αντικαπιταλιστικές θέσεις και διαφοροποιούταν από εργατίστικες και στενά συνδικαλιστικές φόρμουλες. Ως μέλος του περιοδικού μας υπεράσπιζε τη θέση/ανάγκη για πολιτική προλεταριακή οργάνωση ως ανώτερη μορφή εργατικής συγκρότησης.  Έπαιρνε σαφέστατες αποστάσεις από τον ομοιοεπαγγελματισμό και τις παραφυάδες του, σε βαθμό που πολλές φορές γεννιούνταν μεγάλες και έντονες συζητήσεις στο εσωτερικό μας. Σε κάθε μικρό και μεγάλο αγώνα της εργατικής τάξης ήταν παρών. Ακόμα και όταν διαφωνούσε πάνω σε τακτικές και προσεγγίσεις ζητημάτων προωθούσε χωρίς ελιτισμό τις κριτικές του θέσεις, όπως στην 9μηνη απεργία των χαλυβουργών που ήταν κομβικής σημασίας. Μια αναφορά πρέπει να κάνουμε στον τρόπο που ο Λουκάς αντιλαμβανόταν την οικονομική στήριξη και στην αντίληψη που βοηθούσε να στεριώσει και να καλλιεργηθεί στους κόλπους των κοινοτήτων μας.Την ονομάσαμε αντικαπιταλιστικό μισθό, και τι είναι αυτό; Μέρος των μισθών μας μαζεύεται στο εργατικό ταμείο και χρηματοδοτεί υποδομές του αντικαπιταλιστικού κινήματος ή ανθρώπων της Τάξης μας σε δυσκολίες της ζωής. Τα χρήματα  μπαίνουν για τα έξοδα του ταξικού αγώνα. Έτσι χρηματοδοτούνται φυλακισμένοι αγωνιστές, περιοδικά, σωματεία, εκδόσεις, καταλήψεις, απεργιακές κινητοποιήσεις.

Εδώ πρέπει να πούμε ότι ο Λουκάς ποτέ δεν εγκατέλειψε την ταξική πάλη, ποτέ δεν αμφισβήτησε τον ρόλο της εργατικής τάξης και της ιστορικής της αποστολής. Κριτίκαρε με τον δικό του τρόπο κάθε διαταξική σαπουνόφουσκα, κάθε «κίνημα» που ηγεμονευόταν από μικροαστικά ή αντιπρολεταριακά στοιχεία. Στη Θεσσαλονίκη το 2003 ή στα αντιπολεμικά συλλαλητήρια  έπαιρνε αποστάσεις αν και συμμετείχε στις κινήσεις αλληλεγγύης για τους φυλακισμένους συντρόφους. Στα εξεγερτικά γεγονότα του 2008 αυτό που τον γέμισε πολιτικά σαν άκρως στοχευμένη κίνηση ήταν η κατάληψη της Γ.Σ.E.Ε. και μέσα σε αυτήν την διαδικασία ήταν που πήραμε απόφαση να μεγαλώσουμε το περιοδικό και τον κύκλο του. Σε όλες αυτές τις αποφάσεις πρέπει να αναλογιστούμε και το ηλικιακό, ότι για παράδειγμα το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης όπως εκφραζόταν από την αστική αριστερά δεν μας έπειθε αλλά δεν είχαμε ωριμάσει για να μπορούμε να βγάλουμε έναν αντίλογο που να θέτει αυτό που νιώθαμε ως νεαροί εργάτες. Όλα αυτά τα κρίναμε και τα είδαμε μετά, με τη συλλογική κριτική-αυτοκριτική-συζήτηση, μέσα στο εργαστήρι του περιοδικού και των φίλων του. Ώριμος πολιτικά και χωρίς δισταγμό ήταν από εκείνους που ήταν πολιτικά απέναντι στο «κίνημα των αγανακτισμένων» και πάλεψε ενάντια στις ψευδαισθήσεις και τη διαταξική ενότητα που προωθούσαν οι διορθωτικές/ρεφορμιστικές δυνάμεις.  Ιδιαίτερη ευαισθησία ο Λουκάς είχε με την κρατική καταστολή και προσπαθούσε όπου μπορούσε να βοηθά συντρόφους και με όποιον τρόπο. Στο περιοδικό, ο Λουκάς δούλευε σε όλα τα «πόστα»: μοιράσματα, γράψιμο, σκιτσάρισμα, μάζεμα χρημάτων, οργάνωση αρχείων και σίγουρα αυτό που τον ξεχώριζε, εκτός ότι ήταν Βράχος, ήταν η συνεχής του αγωνία να βρισκόμαστε με εργάτες, στους αγώνες και στην καθημερινότητα, να τους «ακούμε», όπως έθετε συνέχεια. Ενώ πάντα στις παρεμβάσεις μας ήταν αυτός που πρότεινε μαζικούς χώρους δουλειάς ανεξάρτητα ακόμα και της «κεντρικής» πολιτικής σκηνής. Άμα ξεφυλλίσει κανείς τις σελίδες του περιοδικού θα δει πλέρια  ποια τάση υπηρετούσε ο Λουκάς, και θα ‘ταν κουραστικό από αυτές τις σελίδες που γράφονται εν βρασμώ να αποδώσει κανείς τις θέσεις του συντρόφου σε δεκάδες ζητήματα που προέκυψαν όλα αυτά τα χρόνια. Ένα ξεφύλλισμα λοιπόν των τευχών (4-18) θα βοηθήσει κάποιον που δεν ξέρει να παρατηρήσει την πολιτική σκοπιά του. Πριν κλείσουμε αυτό το κείμενο, για τον φίλο, αδερφό και σύντροφό μας πρέπει να θίξουμε δύο συγκεκριμένες πλευρές του. Η μία πλευρά, ίσως η πιο άγνωστη, είναι η ενασχόλησή του με την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα και συγκεκριμένα με την εμπειρία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος και της οδύσσειας των ηττημένων μαχητών του. Το ξεκίνημα αυτής της μελέτης επισφραγίστηκε σε συμβολικό επίπεδο έπειτα από το ταξίδι του στο Γράμμο το 2010. Όλοι θυμόμαστε τον ενθουσιασμό του Λουκά μετά από αυτό το ταξίδι, ότι πρέπει να μάθουμε όσα περισσότερα για την περίοδο και τους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορικής εποποιίας. Η άλλη πλευρά του ήταν αυτή της Δημιουργίας, περνούσε ώρες πάνω από τις ακουαρέλες. Την αγάπη του για τα σκίτσα ήταν εύκολο να την αντικρίσει κανείς, ανά πάσα στιγμή μπορεί να σκίτσαρε κάτι. Η στάση του για τη δημιουργία ήταν απόλυτη, χωρίς ναι μεν αλλά… Αυτοοργάνωμένη έκφραση. Προλεταριακή Κουλτούρα. Αγώνας για τον πολιτισμό των «από κάτω», τίποτα παραπάνω. Καμιά συμμετοχή σε κλίκες, γκαλερί, καλλιτεχνικά παρεάκια, «ειδικούς». Πάντα μακριά από την ενσωμάτωση. Αυτό ήταν βασικό στον τρόπο που έβλεπε τη Δημιουργία. Για τα ζητήματα αισθητικής και περιεχομένου θα ανοίγαμε ολόκληρο κεφάλαιο, κάτι που θα κάνουμε στον πρόλογο του βιβλίου του για τη ζωή του Μπεζεντάκου, το οποίο πρόλαβε να τελειώσει λίγο πριν τον θάνατό του, όμως το ζήτημα είναι ότι ήταν ένας στρατευμένος δημιουργός που έβαζε τις δημιουργίες του στην υπηρεσία της Υπόθεσης. Αυτά τα ελάχιστα μπορέσαμε να γράψουμε για την πολιτική στράτευση του Λουκά. Ο οποίος ήταν και είναι δίπλα μας σε όλη την πολιτική μας εξέλιξη από τα τέλη του ‘90 έως σήμερα, με τα καλά μας και τα στραβά μας, μέσα την κοινότητά μας, ένα μυρμήγκι στη γραμμή του Αγώνα, ένας Σύντροφος που είμαστε περήφανοι που συμπορεύτηκε στα ίδια μονοπάτια. Ας μας επιτραπεί να δακρύζουμε όταν ακούμε  το τραγούδι του Pino Masi Prendiamoci la citta και να τον θυμόμαστε σαν έναν Συνεπή Αγωνιστή.

. . . 9 μερες μετά, το « Πολιτικό Γραφείο» της Βίδας

**

Το έργο είναι μια δημιουργία του συντρόφου, φίλου και αδερφού Λουκά Μ. (fouk) που έφυγε από κοντά μας στις 19-5-2014.

Δύο λόγια για το κόμικ και την επιλογή της ζωής του Μπεζεντάκου ως θέμα

Στο εσωτερικό του περιοδικού Βίδα (που ο Λουκάς ήταν μέλος αλλά και «κομιξάς» της) δεν έπαψε ποτέ η ενασχόληση μας με την ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος του τόπου. Ήδη από το 2010 είχαμε αρχίσει τη συλλογική μελέτη ντοκουμέντων με τελείως διαφορετικό τρόπο από τον μέχρι τότε τρόπο που διαβάζαμε την ιστορία: με συζητήσεις στο εσωτερικό μας, οργάνωση της βιβλιογραφίας και συστηματική καταγραφή μαρτυριών και τάσεων εντός του κομμουνιστικού-εργατικού κινήματος. Αυτό αναβάθμισε την αντίληψη μας και τις γνώσεις μας για την πάλη των εργατών, από τις πρώιμες σοσιαλιστικές-αναρχικές οργανώσεις, μέχρι την πανελλαδικά οργανωμένη εμφάνιση του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ και της πορείας του μέσα από διασπάσεις, συσσωματώσεις, μέτωπα και της αγωνιστικής του παρουσίας ως πολιτικό κόμμα των εργατών με επαναστατική στρατηγική. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο επιλέχτηκε η φιγούρα του Μπεζεντάκου για να πρωταγωνιστήσει στην πρώτη ιστορία που θα σχεδίαζε ο Λουκάς, αυτή τη φορά όχι για το «σαλόνι» της Βίδας, αλλά ως αυτόνομη έκδοση του περιοδικού. Αυτή η δημιουργική δουλειά (που ξεκίνησε περίπου το 2011 και ολοκληρώθηκε το 2014) θα ήταν η αρχή μιας σειράς βιογραφιών για πρωτοπόρα στοιχεία, οι οποίες θα έπαιρναν σάρκα και οστά από τα μαγικά πενάκια του Λουκά και θα μπορούσαν να σκιαγραφήσουν μια εποχή. Ο Λουκάς, χωρίς βιασύνες και προχειρότητες, καταπιάστηκε με την πολυσυζητημένη φιγούρα του Μπεζεντάκου κυρίως για να αποδώσει τις διεργασίες εντός του κομμουνιστικού κινήματος στον μεσοπόλεμο. Δουλέψαμε συλλογικά στην ανάγνωση των αρχείων ερευνώντας τη γραμμή του ΚΚΕ και των αντιπολιτευόμενων ομάδων της περιόδου που ονομάστηκε «περίοδος φραξιονιστικής πάλης χωρίς αρχές» για το ΚΚΕ και των γραμμών που εντός του συγκρούονταν για τον χαρακτήρα της επαναστατικής στρατηγικής του. Ο λόγος που επιλέχτηκε ο κομμουνιστής Μπεζεντάκος ως κεντρικός ήρωας δεν ήταν τα προσωποκεντρικά κριτήρια, πάνω και έξω από την οργανωμένη εργατική τάξη και τους κομμουνιστές, αλλά λόγω του φαντασιακού που δημιουργήθηκε στους κομμουνιστές και την εργατική τάξη μετά τη θεαματική του απόδραση. Το χιλιοτραγουδισμένο από την εργατιά τραγουδάκι για τον Μπεζεντάκο είναι απόδειξη του τι σήμαινε Αγώνας και πάθος για Λευτεριά. Την εποχή που, με το βενιζελικό Ιδιώνυμο, γέμιζαν τα μπουντρούμια οι αγωνιστές, στο Καλπάκι βασάνιζαν και δολοφονούσαν εργάτες, οι απεργίες τσακίζονταν η μία μετά την άλλη, η φασιστικοποίηση φανερωνόταν όλο και πιο αποκρουστική απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ευρώπη και τα σύννεφα πολέμου που θα ξαναματοκλιζαν την παγκόσμια εργατιά όλο και πύκνωναν. Ο Μπεζεντάκος με απόφαση του ΚΚΕ απέδρασε και έδωσε ελπίδα και θάρρος στην εργατική τάξη. Οι αστοί τρομάξανε και κάστρα φτιάξανε. Θα αδικούσαμε το επαναστατικό εργατικό κίνημα αν προσπαθούσαμε να το «συνοψίσουμε» σε αυτήν την εισαγωγή. Οι προθέσεις μας δεν είναι να δώσουμε κατευθυντήριες γραμμές στα ιστορικά ζητήματα μέσα από αυτήν την έκδοση, αλλά να αφήσουμε τα σκίτσα του Λουκά να «μιλήσουν» και να μας ταξιδέψουν στην ιστορική περίοδο κατά την οποία οι εργάτες πίστευαν και πάλευαν με λύσσα και συνείδηση για τον Κομμουνισμό.

Για τον Λουκά, τον στρατευμένο δημιουργό

Το ότι –για να είμαστε ακριβείς- πρέπει να μιλάμε γι’ αγώνα για μια “νέα κουλτούρα” και όχι για μια “νέα τέχνη” (με άμεση έννοια), φαίνεται σαφές. Ίσως δεν μπορούμε καν να πούμε, για ν’ ακριβολογούμε, ότι αγωνιζόμαστε για ένα νέο περιεχόμενο της τέχνης, γιατί αυτό δεν μπορούμε να το φανταστούμε αφηρημένα, ανεξάρτητα από τη μορφή. Αγώνας για μια καινούργια τέχνη θα σήμαινε αγώνας για τη δημιουργία νέων καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων, πράγμα παράλογο, γιατί δεν είναι δυνατό να δημιουργηθούν τεχνητά οι καλλιτέχνες. Πρέπει να μιλάμε γι’ αγώνα για μια νέα κουλτούρα, δηλαδή για μια καινούργια ηθική ζωή, που δεν μπορεί παρά να συνδέεται στενά με την καινούργια αντίληψη για  τη ζωή, μέχρι το σημείο που αυτή γίνεται ένας νέος τρόπος να νιώθουμε και ν’ αντιμετωπίζουμε την  πραγματικότητα.

Αντόνιο Γκράμσι – Λογοτεχνία και εθνική ζωή

Στο τεύχος 18 της Βίδας γράψαμε για την πολιτική διαδρομή του Λουκά, εδώ θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε το κομμάτι της ενασχόλησης του με τη Δημιουργία, τη στρατευμένη Δημιουργία που ήταν στο κέντρο των προβληματισμών του. Ήταν ένας «πρακτικός» γκραμσιανός στα ζητήματα που ανοίγονταν γύρω από αυτό που ονομάζεται Τέχνη με ό,τι αρνητικό και θετικό περικλείει μέσα της αυτή η έννοια. Υπεράσπιζε την προλεταριακή δημιουργία και κουλτούρα. Πάλευε για να μπορεί αυτή να ορθώσει ανάστημα έξω και απέναντι στην αστική κουλτούρα και τις εκφάνσεις της. Όπως η εργατική τάξη χρειάζεται τη δική της ανεξάρτητη πολιτική, έτσι χρειάζεται να τρέφεται και με τον δικό της πολιτισμό, να χτίζει τη δική της κουλτούρα και αισθητική, να φτιάχνει τους δικούς της ήχους, τα δικά της αγάλματα, τη λογοτεχνία και την ποίηση της, το θέατρο και τον κινηματογράφο, τον αθλητισμό της, την ιστορία της. Έβαζε τα σκίτσα του στην υπηρεσία του αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα και τον ιμπεριαλισμό, ενώ ήταν από εκείνους που αντιπάλευε τη φιγούρα του ξεκομμένου «καλλιτέχνη» ο οποίος δημιουργεί μέσα στη γυάλα του, καβατζωμένος στα πούπουλα της mainstream φούσκας του Τίποτα. Πάντα απέναντι στους εναλλακτισμούς και τις αστικές αντιλήψεις ανθρώπων που δηλητηριάζουν την ανθρώπινη Δημιουργία με τις λογικές της ελεύθερης αγοράς. Αυτά που σκίτσαρε δεν ήθελε να πάνε «παντού», δεν τον ένοιαζε, δεν ήθελε να τα αξιολογήσουν οι «ειδικοί», δεν είχε κρυφούς πόθους ανάδειξης στα στερεώματά τους, κατσούφιαζε και μόνο να αντικρίζει τους «βραβευμένους» από την αστική τάξη καλλιτέχνες. Ήταν εργάτης και από αυτήν τη θέση ζωγράφιζε, με αυτήν την οπτική έμπαινε στο «ατελιέ» του και με τις ώρες σχεδίαζε και συνομιλούσε με τα σκίτσα του. Τα θέματά του ήταν μέσα από τη ζωή των εργατών και της πάλης τους. Σκίτσαρε για τη ζωή των προλετάριων. Για τον διεθνιστικό αγώνα, για την αντιφασιστική πάλη. Σκίτσαρε στιγμές από τον αγώνα των απελευθερωτικών κινημάτων της Ιρλανδίας και της Παλαιστίνης. Σκίτσαρε εμπνευσμένος από την ισπανική επανάσταση 1936-1939 και τον αναρχικό Ντουρούτι. Σκίτσαρε για την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Σχεδίασε για τους δολοφονημένους εργάτες στα κάτεργα της μισθωτής σκλαβιάς, για τους φυλακισμένους συντρόφους. Και η επιβράβευση που επιζητούσε ως Δημιουργός ήταν μονάχα από τους εργαζόμενους, τους συντρόφους, τους φίλους, τις εργαζόμενες, τις συντρόφισσες, τις φίλες. Από τον κόσμο του Αγώνα. Στην κατάληψη, στην πορεία, στο σωματείο, στη συνέλευση. Εκεί, ανάμεσα σε όλους και ο ίδιος, στη γωνιά του ταπεινός, χωρίς πολλά λόγια. Μέσα από το «σαλόνι» της Βίδας  είχε χτίσει μια ιδιαίτερη σχέση με τους αναγνώστες του περιοδικού. Και πόσες φορές χαριτολογούσαμε –ότι τάχα «τον ζηλεύαμε»– όταν βλέπαμε στα μοιράσματα πολλούς που ψάχνανε πρώτα-πρώτα το κόμικ του τεύχους και μετά τα υπόλοιπα. Ο Λουκάς μας ανταπέδιδε με πειράγματα και με το αφοπλιστικό του χαμόγελο, με τα μάτια πάντα χαμηλά, από τη σεμνότητα και το ήθος που τον χαρακτήριζαν, ξένα προς ό,τι είχε να κάνει με αυθεντίες και στόμφο. Αυτή η εισαγωγή δεν μπορεί να μην είναι φορτισμένη. Γιατί αυτός ο άνθρωπος που δεν είναι πια δίπλα μας ήταν ο σύντροφος μας, ο αδερφός μας και ο φίλος μας. Κομμάτι της ζωής μας, της διαμόρφωσης μας και της κοινότητάς μας. Άνθρωπος όλης της τάξης, άνθρωπος δικός μας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *