“Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο”: Ένας διάλογος με τον R. Sciortino

Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις”.

Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Ιl Lato Cattivo *.

Δημοσιεύθηκε στις 6/6/2020 στο illatocattivo.blogspot.com

Αγωνιστικές ευχαριστίες στον αναρχικό φίλο και σύντροφο G.G, για την επισήμανση και την αποστολή αυτού του πολύ ενδιαφέροντος υλικού καθώς και για τις θεωρητικές αναλυτικές συζητήσεις: αυτές που αποτελούν διαχρονικά το γόνιμο λίπασμα για κάθε διαλεχτική σκέψη που δεν φοβάται τη σύνθεση, για κάθε συλλογική άμεση δράση που παλεύει “για τα μικρά και τα μεγάλα”, συνεχίζοντας να στοχεύει στην κοινωνική-ταξική απελευθέρωση από τα θανατηφόρα δεσμά της κρατικής-καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής εξουσίας.

Η μετάφραση αφιερώνεται στον φίλο και σύντροφο,

κομμουνιστή πολιτικό κρατούμενο Πολύκαρπο Γεωργιάδη.

Προλεταριακή Πρωτοβουλία,

με την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας [ΚτΒ]

Αθήνα, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2020.

Ακολουθεί η μετάφραση του εισαγωγικού σημειώματος και του πρώτου μέρους της συνέντευξης που θα δημοσιευτεί (στα ελληνικά) σε τρία μέρη.

Οι λιγοστοί αναγνώστες μας ξέρουν ότι δεν είμαστε συνηθισμένοι στις κλάψες. Όταν προκύπτει από άλλους κάτι -σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο- γόνιμο, έγκυρο και τονωτικό, και έχουμε την τύχη να πέσει στην αντίληψη μας, σε καμία περίπτωση δεν διστάζουμε να το λάβουμε υπ’ όψη μας. Εδώ και κάποιο καιρό, σκοπεύαμε να μιλήσουμε για το βιβλίο του Raffaele Sciortino Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο. Παγκόσμια κρίση και γεωπολιτική των νέων λαϊκισμών [στα ιταλικά: εκδόσεις Asterios, Τεργέστη, 2019].

Πρόκειται για μια σημαντική συνεισφορά στην κομμουνιστική θεωρία, μια από τις ελάχιστες που προέρχεται από το άγονο ιταλικό πλαίσιο. Τη θεωρούμε ως μια σημαντική συνεισφορά επειδή καταφέρνει να κρατήσει μαζί -μέσα από μια αρθρωμένη οπτική μακράς πνοής- την οικονομική πορεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής -κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που εγκαινιάστηκε με την παγκόσμια κρίση του 2008- μ’ εκείνη των διεθνών σχέσεων και της πάλης των τάξεων, μέσα από τις μορφές χαρακτηριστικής εκδήλωσης της, μέσα από μια καρποφόρα απόπειρα αντίληψης του τρόπου με τον οποίο αυτά τα διαφορετικά πεδία επηρεάζουν και επηρεάζονται το ένα από το άλλο. Εκεί έγκειται και η διαφορά της συγκριτικά με το μεγαλύτερο κομμάτι της βιβλιογραφίας που δοξάζεται -η καθεμία ξεχωριστά- γύρω από κάποια από αυτές τις θεματικές: στην ικανότητα του Συγγραφέα ν’ αφουγκράζεται το σημείο καμπής προς το οποίο κατευθύνεται το υπαρκτό κίνημα, προς τα μπρος ή προς τα πίσω, δηλαδή μέσα από τις πιθανές καταλήξεις του, τόσο τις δυνητικά ανατρεπτικές όσο και τις πιθανώς καταστρεπτικές.

Με δεδομένο το γεγονός της δεδηλωμένης σημασίας που αποδίδει στο πεδίο των διεθνών σχέσεων και τις διάφορες αντιδράσεις αποδοκιμασίας που θα προκαλέσει αυτή, αξίζει τον κόπο να ξοδέψουμε μερικές λέξεις, ώστε να υπερασπιστούμε τη βασιμότητά της. Σε γενικές γραμμές, η ανανεωμένη πύκνωση της αντιπαράθεσης στη γεωπολιτική αρένα αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά στοιχεία της περιόδου που εγκαινιάστηκε με την κρίση του 2008. Όλα τα ζητήματα που η παγκοσμιοποίηση -κατά τη διάρκεια της ανοδικής φάσης της- έμοιαζε να έχει ξεκαθαρίσει, επιστρέφουν στην ημερήσια διάταξη, με τρόπους ακόμα και πρωτοφανείς. Μέσα σε αυτό το συνολικό πλαίσιο εγγράφεται και η λεγόμενη “επιστροφή της γεωπολιτικής”: πόλεμος μέσω δασμών μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, αυξανόμενες εντάσεις στο εσωτερικό της ΕΕ, ανάμεσα στις χώρες του Νότου και τις χώρες του Βορρά, επικείμενη αναδιάταξη ολόκληρης της λεγόμενης περιοχής Μέσης Ανατολής-Βόρειας Αφρικής (ΜΕΝΑ) [Middle East North Africa]… ο κατάλογος δεν είναι πλήρης, αλλά αρκεί για να δοθεί μια εικόνα.

Ποια είναι η σχέση των διεθνών σχέσεων με την πάλη των τάξεων; Είτε αρέσει είτε όχι, οι τάξεις και οι αγώνες που τις φέρνουν σε αντιπαράθεση δεν εξελίσσονται μέσα σ’ ένα “αποστειρωμένο περιβάλλον”, εξαγνισμένο από κάθε ενοχλητική περίσταση. Ανάμεσα τους, η γεωστρατηγική δραστηριοποίηση των διάφορων κρατικών-καπιταλιστικών φατριών και φραξιών είναι -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό- πάντοτε παρούσα. Αυτή η παρουσία όμως, δεν μπορεί να αναδείξει από το πουθενά συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις όταν αυτές δεν υπάρχουν ή να “χειραγωγήσει” τη δραστηριότητα τους, εξαιτίας της απουσίας αντικειμενικά συγκλινόντων συμφερόντων. Είναι όμως ικανή ν’ αναδείξει κάποια στοιχεία τους εις βάρος άλλων, να ενισχύσει το τοπικό ωστικό κύμα τους ή το διεθνή αντίκτυπό τους, αλλά -κυρίως- να τις οριοθετήσει -μέσω αυτής της δραστηριοποίησης- μέσα στα προσωρινά ή τα εγγενή όρια τους. Η γεωπολιτική “εργαλειοποίηση” των κοινωνικών ανταγωνισμών είναι μια παλιά ιστορία: δεν εξαφανίστηκε μετά την ενδογενή κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και φυσικά -από την Βενεζουέλα ως το Χονγκ Κονγκ- δεν λείπουν τα σύγχρονα παραδείγματα της. Από την οπτική γωνία της κομμουνιστικής θεωρίας, κρίνεται απαραίτητη η αναγνώριση αυτού του υπάρχοντος “επικαθορισμού” που ασκεί η διεθνής πολιτική στους -κατά τόπους- “κατ’ οίκον” ταξικούς αγώνες (αφού φυσικά συνδέεται και με τις αντίστοιχες εθνικές παραμέτρους, όταν δεν αποτελεί τον ίδιο το φορέα τους), αποσπώντας τήν -όσο περισσότερο γίνεται- από τον χαρακτήρα μιας κατασκοπευτικής ιστορίας [spy story], επομένως επανατοποθετώντας τήν μέσα στα έργα και τις ημέρες όχι κάποιων παντοδύναμων που κινούν τα νήματα μιας ιστορικής-κοινωνικής ύλης, την οποία διαπλάθουν κατά το δοκούν, αλλά κοινωνικών δυνάμεων που βρίσκονται αντιμέτωπες με συνθήκες που δεν έχουν επιλέξει, στερούμενες της δυνατότητας ελέγχου των συνεπειών της ίδιας της πράξης τους. Όμως αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Είναι εξίσου απαραίτητο να γίνει διακριτό το πιθανό σημείο ρήξης, η στιγμή της αναστροφής έπειτα από την οποία οι “κατ’ οίκον” ταξικοί αγώνες μπορούν ν’ ανακατέψουν την τράπουλα της διεθνούς πολιτικής αντί να παραμένουν αποκλειστικά “επικαθορισμένοι”. Αυτή η διαλεκτική ενότητα, ανάμεσα στην ανάλυση του παρόντος και τη σκιαγράφηση του μέλλοντος, ανάμεσα στη βιολογία και τη νεκρολογία του κεφαλαίου, είναι εκείνη η οποία οφείλουμε να αποπειραθούμε. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο αποτελεί ένα αξιοσημείωτο βήμα προς τα μπρος.

Πριν από μερικούς μήνες στείλαμε κάποιες ερωτήσεις στο Συγγραφέα, με μερικές από αυτές να επικεντρώνονται στο βιβλίο και κάποιες άλλες στην καυτή πραγματικότητα –τον COVID-19, το πετρέλαιο κλπ. Ακολουθεί το περιεχόμενο που προέκυψε. Πολλά είναι τα ζητήματα που αναδείχθηκαν από αυτό το διάλογο και παραμένουν ανοιχτά, καθώς και οι διαρθρώσεις τους που αξίζουν περαιτέρω συζητήσεις και εμβαθύνσεις. Προς το παρόν είναι ήδη αρκετό το γεγονός ότι μπορούμε να διαπιστώσουμε μια εγγύτητα (κατευθύνσεων, λεξιλογίων, ανησυχιών κλπ). Ελπίζουμε ότι σ’ ένα κοντινό μέλλον θα υπάρξει τρόπος να διασχίσουμε σε βάθος και τις αποκλίσεις. Ο διάλογος συνεχίζεται…

Il Lato Cattivo

Ιούνης 2020

Il Lato Cattivo (ILC): Θέλεις να δώσεις στους αναγνώστες μας κάποια στοιχεία σχετικά με την πολιτική και θεωρητική διαδρομή που σε οδήγησε στη συγγραφή των “Δέκα χρόνων που συγκλόνισαν τον κόσμο”;

Raffaele Sciortino (RS): Το βιβλίο αποτελεί προϊόν μιας διαδρομής -αν μη τι άλλο μακράς- η οποία αν και ελαττώθηκε σε μια συγκεκριμένη φάση, δεν πιστεύω ότι είναι -σε καμία περίπτωση- “χαρακτηριστική”, ούτε μονάχα τυπική. Ας κάνω ένα βήμα πίσω: είμαι ένας από τους πάρα πολλούς που στα τέλη της δεκαετίας του 1970 βρέθηκα να είμαι πάρα πολύ νέος για να ζήσω ως το μεδούλι αυτή τη δεκαετία, με την οποία εν τούτοις υφάνθηκε και η δική μου πολιτική συγκρότηση, καθώς και το φαντασιακό μου. Δεν ήμουν όμως και τόσο μικρός, ώστε να μην αναμειχθώ σε βάθος με τον αποπροσανατολισμό που ακολούθησε την πτωτική πορεία, και έπειτα το τέλος της. Στα καλά συμμέτοχος (από την αρχή και επιδερμικά σε απόσταση από οποιαδήποτε άσκηση γοητείας από το “σοσιαλισμό” και τα υποπροϊόντα του, είτε στη μ-λ είτε στη δημοκρατική αντιφασιστική μορφή τους), αλλά και στα άσχημα, σ’ εκείνη την άσχημα δοσμένη απάντηση, εν αναμονή της επικείμενης επανεκκίνησης, είτε της Τάξης είτε του κινήματος. Μια επανεκκίνηση που -χωρίς να είναι σαφές το πως- θα έπρεπε να διασυνδεθεί πέρα από τα όρια, τόσο του παλιού εργατικού κινήματος του ύστερου σταλινισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, όσο και από τις διάφορες μορφές του κινηματισμού που -εκ των πραγμάτων- είχαν πλέον καταστεί σε αυτοαναφορικές.

Με λίγα λόγια, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, βρέθηκα κι εγώ αντιμέτωπος με την αυξανόμενη απομόνωση εκείνων που ήταν κυριευμένοι από το δαίμονα του κομμουνισμού (ποιου; εκείνου που ήταν πλέον “ανεπίκαιρος”…). Από τη μία, σκεφτόμουν ότι το ζήτημα ήταν η επανάκτηση του αυθεντικού νήματος του, εκείνου που είχε διατηρηθεί κατά τη διάρκεια της μακράς πορείας της αντεπανάστασης από τις (πολιτικές και φιλοσοφικές) αιρέσεις: μου έρχονται στο νου ο γερμανικός χεγκελιανός μαρξισμός, αλλά και η σχολή της Φρανκφούρτης και η τότε νεογέννητη κριτική της αξίας (που πρωτογνώρισα στη Γερμανία στα πλαίσια φιλοσοφικών σπουδών), η οποία κοιτούσε με ένα βαθύτερο σκεπτικισμό κάθε πιθανή επανάκτηση εκείνης της ιστορίας, καθώς θεωρούταν δεδομένη η βαθύτερη διακοπή -ακόμα και γενεαλογική- που είχε προηγηθεί.

Αυτό το σύνολο ερωτημάτων με οδήγησαν σε μια πρώτη, θολή αντίληψη της αναγκαιότητας ενός “απολογισμού”, που δεν θα περιορίζεται όμως μέσα στα όρια του εφικτού, μέσα στα όρια μιας εργασίας καθ’ έδρας. Μια αντιστοίχιση του, τη βρήκα μέσα από την -κατά κάποιο τρόπο, τυχαία- συνάντηση μου μ’ έναν πρώην στρατευμένο του Programma Comunista – Κομμουνιστικού Προγράμματος, τον Paolo Turco, ο οποίος είχε αποχωρήσει στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, στη βάση μιας ριζικής κριτικής των συμπερασμάτων του μπορντιγκισμού (αλλά και των άλλων “-ισμών”: τροτσκισμού, συμβουλιασμού, εργατισμού κλπ). Ο συνδετικός κρίκος ήταν ο αναστοχασμός γύρω από τη σχέση κεφαλαίου-τάξης-κόμματος-κομμουνισμού, που γινόταν αντιληπτός ως μια σειρά περασμάτων, υλικά δεμένων με την ιστορικά καθορισμένη αντανάκλασή τους μέσα στη σχέση του κεφαλαίου, με τέτοιο τρόπο που λαμβανόταν υπ’ όψη τόσο ο εσωτερικός ρεφορμισμός της Τάξης -πολύ πιο πέρα από κάθε υποκειμενίστικη θεωρία περί προδοσίας των ηγετών και διαφθοράς των μαζών- όσο και η δυνατότητα για μια επαναστατική επανεκκίνηση, πέρα από τα παλιά δευτερό-τριτοδιεθνιστικά σχήματα, τα οποία προϋπέθεταν τη συνέχεια μιας πολιτικής πρωτοπορίας, δηλαδή μια συνθήκη ανέφικτη μέσα στην υπάρχουσα κυριαρχία του κεφαλαίου. Ήταν η απόπειρα διάσωσης της ουσίας της σκέψης του Amedeo Bordiga [1], σχετικά με αυτό στο οποίο είχε μεταβληθεί το κεφάλαιο, χωρίς να προσκολλάται σε μια αντίληψη μιας Tάξης πάντοτε ίδιας με τον εαυτό της, η οποία πρέπει “μονάχα” να ανακτηθεί μέσα στα Γραφεία του Κόμματος. Έτσι, προσπαθούσε να μεταδοθεί κατά της διάρκεια μιας εποχής εξ’ ολοκλήρου -αντικειμενικά και υποκειμενικά – διαφορετικής, χωρίς να φοβάται να λερώσει τα χέρια της μέσα σε πρωτοφανέρωτες συνθήκες. Μια απόπειρα που -εκ των πραγμάτων- αποδείχτηκε ανέφικτη, με δεδομένο το γεγονός ότι κάθε συνέχεια με τους προηγούμενους κύκλους αγώνα είχε σαρωθεί, καταδικάζοντας κάθε πολιτικό χώρο [milieu] στην υπάρχουσα κωματώδη κατάσταση, ή και ακόμα στην απλή και ξεκάθαρη εξαφάνιση του. Για μένα όμως, αυτή η απόπειρα παραμένει έγκυρη ως μέθοδος, επομένως ως κλειδί για τον θεωρητικό-ιστορικό απολογισμό του ταξικού κινήματος: ν’ αναρωτιόμαστε πάντοτε για τη μεταβολή της τάξης χωρίς να θεωρούμε δεδομένη την απάντηση, ν’ αναρωτιόμαστε γύρω από τις δυνατότητες των οποίων αποτελεί έκφραση, μέχρι και μέσα στην ίδια την υπαγωγή της στο κεφάλαιο που -μερικές φορές- φαντάζει απόλυτη. Όχι για να εκθειαστεί η υποκειμενικότητα καθαυτή -τυπικό δείγμα του Linkskommunismus (άμεσα μέσω της μορφής του αυθορμητισμού και έμμεσα μέσω εκείνης του κόμματος) όπως και κάθε άλλου εργατισμού- αλλά για να σκιαγραφηθούν οι συγκεκριμένες αντιθέσεις της συγκεκριμένης σχέσης του κεφαλαίου και το πιθανό επίπεδο των εκρήξεων τους (ή από την ανάποδη, της δυνατότητας διαχείρισης τους από πλευράς του κεφαλαίου).

Σε αυτό το πλαίσιο, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90, ανέπτυξα μια ενδιαφέρουσα, αν και ασυνεχή, συνομιλία με ένα διανοούμενο, προερχόμενο από μια πολιτική τάση και εμπειρία αρκετά διαφορετική (ακόμα και σε επίπεδο βεληνεκούς) από τη δική μου, τον Romano Alquati [2], ο οποίος ήδη από την περασμένη δεκαετία είχε αρχίσει ν’ αναπτύσσει τη δική του θεωρητική αναμέτρηση με τον εργατισμό. Φυσικά, πρέπει να αναφερθώ και στην θεωρητική-πολιτική ένδεια των τελευταίων χρόνων του αιώνα, στην υποβάθμιση της αναδυόμενης παγκοσμιοποίησης, των ανθρωπιστικών πολέμων -μέσω των οποίων αναδιαμορφώνονταν οι συστατικοί όροι ύπαρξης του ίδιου του ιμπεριαλισμού-, των πρώτων δειγμάτων αντίδρασης που θα συναντιόνταν στη συνέχεια μέσα στο λεγόμενο [no global] κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, καθώς και πολλών άλλων. Πρόκειται για ζητήματα τα οποία -άμεσα ή έμμεσα- προσπαθώ να θέσω στο βιβλίο, διασταυρώνοντας -κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα χρόνων και σε απευθείας χρόνο, σε σχέση τα κομβικά σημεία της παγκόσμιας κρίσης- τις οικονομικές και τις γεωπολιτικές αναλύσεις με τις δυναμικές που αναπτύσσονται από τις τάξεις, συζητώντας γύρω από αυτές με μια ολιγάριθμη ομάδα συντρόφων, ως έκφραση -ακόμα και μέσα σε ακραία απομόνωση- ενός συλλογικού προτάγματος.

ILC: Ας ξεκινήσουμε με την καυτή επικαιρότητα. Είναι αδύνατον να μη μιλήσουμε για τον Covid-19. Οι αναλύσεις του “ριζοσπαστικού” χώρου φαίνεται να μοιράζονται κάπου ανάμεσα σε μια ανάγνωση ας την πούμε “βιοπολιτική”, επικεντρωμένη στις (υπαρκτές ή υποτιθέμενες) συνέπειες της πανδημίας στο πεδίο του κοινωνικού ελέγχου, και μια μηχανιστική, δίχως άλλο πιο προσεχτική ως προς τις κοινωνικές-οικονομικές συνέπειες, η οποία όμως περιορίζει αυτές τις τελευταίες σ’ ένα πιθανό τελειωτικό χτύπημα, σε βάρος ενός καπιταλισμού που λανθασμένα θεωρείται τελειωμένος. Εμείς πιστεύουμε ότι ο Covid-19 αποτελεί βασικά ένα παράγοντα επιτάχυνσης και επιδείνωσης των τάσεων και των ανεκδήλωτων αλλά ήδη υπαρχόντων ανταγωνισμών, ανάμεσα τους η αποσύνδεση [decoupling] Κίνας-ΗΠΑ, η αποσύνθεση της ΕΕ, η καταστροφή των πιο εύθραυστων ή και τεχνολογικά καθυστερημένων κεφαλαίων, η μερική επανεγκατάσταση της παραγωγής στις χώρες από τις οποίες είχαν εκκινήσει οι απoτοπικοποιήσεις, και τελικά η αποπαγκοσμιοποίηση. Εσύ τι λες;

RS: H κρίση του Covid, αν και όχι εντελώς απρόβλεπτη για την επίσημη επιστήμη αλλά (τόσο στα ψηλά όσο και στα χαμηλά) απροσδόκητη ως προς την έκταση της, σηματοδοτεί αναμφίβολα ένα σημαντικό πέρασμα μέσα στη γενικότερη συστημική καπιταλιστική κρίση που έχει εκραγεί -και αυτή “απροσδόκητα”- από το 2007-08, με την οποία άλλωστε είναι συνδεδεμένη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, απ’ όσο -ενδεχομένως- να φαίνεται. Τόσο επειδή έρχεται μετά από ολόκληρες δεκαετίες λεγόμενου νεοφιλελευθερισμού, καταστρεπτικού ως προς τη διεστραμμένη σχέση της ανθρωπότητας με τη φύση (η διασύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό και τις περιβαλλοντικές διαταραχές αποτελεί πλέον έναν ενδογενή παράγοντα, και ακόμα περισσότερο μέσα από την αυξανόμενη βιομηχανοποίηση της αγροτικής παραγωγής) και ανάμεσα στις απαιτήσεις για κερδοφορία και κοινωνικές υποδομές. Όσο όμως -και πιο ιδιαίτερα- επειδή αντικατοπτρίζει ξεκάθαρα την κλασική σταγόνα στο ποτήρι, που πέφτει με το δεύτερο κύμα της παγκόσμιας κρίσης, της οποίας τα σημάδια είχαν όλα ήδη εκδηλωθεί (εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας, πτώση των χρηματιστηρίων το 2018, βουλωμένη με τεράστιες ενέσεις ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες, σημάδια ύφεσης στην Ιαπωνία και τη Γερμανία, τεράστιες ενέσεις της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας [Federal Reserve] των ΗΠΑ στην αγορά Repo [3] από το Σεπτέμβριο του 2019 κι έπειτα, και τώρα ο πόλεμος τιμών του πετρελαίου κλπ). Πάντως, ακόμα είναι κάπως νωρίς για να προεξοφληθεί ο τρόπος με τον οποίο θα ξετυλιχτεί αυτό το κουβάρι και ποιες θα είναι οι συνέπειες του.

Αυτό είναι το ένα επίπεδο. Πριν όμως αρχίσουμε να ανιχνεύουμε την πιθανή εξέλιξη που μπορεί να λάβει η κρίση, είναι καλό να υπογραμμίσουμε πως η τρέχουσα κατάσταση -για την οποία οφείλουμε να πούμε ότι κανένας δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί- είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και ως προς τις κοινωνικές αντιδράσεις που -αν και ακόμα σε εμβρυακή μορφή- προκαλεί σε παγκόσμια κλίμακα. Οι κοινωνικές αντιδράσεις αποτελούν το πρακτικό πεδίο για μια εφικτή συνειδητοποίηση των τρόπων λειτουργίας του συστήματος και της ανάπτυξης των πιθανών κινητοποιήσεων που μπορούν να πυροδοτηθούν. Σε αυτό το άλλο πεδίο, είδαμε πως η έκτακτη ανάγκη έθεσε και πάλι σε κίνηση, και στη Δύση, τα μυαλά των προλετάριων -και όχι μόνο- που γενικά δεν διατίθενται εύκολα ώστε να υποστούν τις νεο-μαλθουσιανές συνταγές που βάζουν την οικονομία πάνω από τη ζωή. Ζητήματα όπως η αποδεκατισμένη κατάσταση της δημόσιας υγείας, σκέψεις έστω και κωδικοποιημένες, γύρω από τον τρόπο ζωής που μας έφτασε σε αυτό το σημείο, το ερώτημα αν αυτό το “πληθυντικό” και “δημοκρατικό” σύστημα εξουσιών βρίσκεται πράγματι στην υπηρεσία της κοινότητας, ο διαχωρισμός που διατηρεί τους ισχυρούς δεσμούς του με τη σχέση ανάμεσα στην κοινωνική αναπαραγωγή και τη καπιταλιστική συστημική αναπαραγωγή, ανάμεσα σε “βασικές” και μη ανάγκες, και άλλα ακόμα που θα προκύψουν στη συνέχεια: όλα αυτά σηματοδοτούν μια ταξική -με την ευρεία έννοια- διεκδίκηση που δεν ήταν -σε καμία περίπτωση- δεδομένη, μετά από ολόκληρες δεκαετίες προλεταριακής απορρόφησης της “ουδετερότητας” του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ), με πρώτη και κύρια εκείνη των αιτιάσεων της επιχείρησης. Και δεν είναι μονάχα αυτό: μια συνθήκη όπως η σημερινή μπορεί να ναρκοθετήσει σε βάθος την εξατομίκευση του κινδύνου, βασικού στοιχείου για την κατασκευή των ταυτοτήτων μέσα στο λεγόμενο νεοφιλελευθερισμό, δηλαδή για το φόρτωμα των κοινωνικών ευθυνών στο απομονωμένο άτομο αντί στο ίδιο το σύστημα, επαναπροσδιορίζοντας -με δραματικούς τόνους- τους όρους κατασκευής μιας κοινής ευθύνης. Σε αντίθεση με ότι πιστεύει και φοβάται μια κάποια αριστερά, βασισμένη στην υπεράσπιση των ατομικών ελευθεριών, μέσα σε αυτή τη συνθήκη είμαστε αναγκασμένοι να απαντήσουμε όχι ως το άτομο αλλά τα άτομα στο πληθυντικό -και αυτό παρά την ενδεχόμενη αναποτελεσματικότητα της ίδιας της δράσης- αφού αυτή η απάντηση αποτελεί την προϋπόθεση μιας πιθανής και όχι δεδομένης κοινωνικής πορείας, σε αντίθετη κατεύθυνση από την -ως τα τώρα- κυρίαρχη εξατομίκευση. Πρόκειται για κάτι που απλοποιεί την εξήγηση της σειράς αυθόρμητων απεργιών που ξέσπασαν σε ιταλικές φάμπρικες, ενάντια στην απουσία ακόμα και των ελάχιστων μέτρων ασφαλείας και ενάντια στη συνέχιση της εργασίας σε μη νευραλγικούς τομείς. Ακολουθώντας εκείνες των κρατουμένων, οι εργατικές διαμαρτυρίες οφείλουν να ειδωθούν όχι μονάχα σαν το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα προφύλαξης της υγείας αλλά και ως εξελισσόμενη κριτική μιας επιχειρηματικής τάξης, προσκολλημένης στην απόσπαση οικονομικής προσόδου.

Αυτή η εξέλιξη δεν πρέπει να θεωρηθεί -από εδώ και πέρα- δεδομένη, ούτε και μπορεί εύκολα να γενικευθεί. Μετά από αυτήν την πρώτη αντίδραση -που σε κάθε περίπτωση, ανάγκασε τις ξαφνιασμένες δυτικές κυβερνήσεις να ακολουθήσουν αναγκαστικά, και σίγουρα με αναποτελεσματικό και παραμορφωμένο τρόπο, το κινέζικο μοντέλο απάντησης στην επιδημία. Ξεκίνησε μια φάση, εκείνη που ακολούθησε με το “κόμμα της επαναλειτουργίας” των οικονομικών δραστηριοτήτων, με το οποίο οι επιχειρηματικές αστικές δυνάμεις ποντάρουν πάνω στην οικονομική καταστροφή που φαίνεται στον ορίζοντα, ώστε να μπορέσουν ν’ αποσπάσουν τη συναίνεση για την επαναλειτουργία της οικονομίας (η οποία -εκτός των άλλων- σταμάτησε μονάχα σε μερικό βαθμό!), ακόμα και ανάμεσα σε εκείνους που -ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα- ζουν από την εξαρτημένη εργασία τους ή από το “ελεύθερο” επάγγελμα τους. Είδωμεν. Εν τω μεταξύ, φαίνεται ξεκάθαρο ότι η οποιαδήποτε σοβαρή επανεκκίνηση της ταξικής συγκρουσιακότητας θα είναι αναγκασμένη να κινηθεί σε ένα μη οικονομίστικο, άλλα σε ένα άμεσα κοινωνικό και δυνητικά πολιτικό πεδίο. Είναι εδώ που αναδεικνύεται ένα άλλο σημαντικό, και ευαίσθητο, στοιχείο που λέει πολλά για την κατάσταση που χαίρει η υγεία της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης [globalismo] ανάμεσα στους λαούς: η απαίτηση μιας κρατικής παρέμβασης ως αποφασιστικής και αστραπιαίας απάντησης στη επιδημία. Το Κράτος ως σημείο αναφοράς μέσα σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον, το οποίο γίνεται αντιληπτό -προς το παρόν- ως μια ανυπέρβλητη φυσικότητα, που είναι σε θέση να επιχειρήσει συνθέσεις και αναθερμάνσεις, ακόμα και με τη χρήση καταναγκαστικών μέτρων, για τις αιτιάσεις του συνεταιρισμένου κοινοτισμού, τις μόνες θεωρούμενες ως ικανές να δώσουν μια έγκυρη απάντηση στην έκτακτη ανάγκη. Ως προς αυτό, θα ήταν εύκολο να αποδομηθεί ως -αποκλειστικά και μόνο- ψευδαίσθηση μιας πλασματικής κοινότητας. Αυτό είναι βέβαιο, και -κυρίως μέσω του παρεμβατισμού του- το Κράτος θα αποπειραθεί ξεκάθαρα να επανα-νομιμοποιήσει το ρόλο του που είχε στομώσει για τα καλά από την παγκοσμιοποίηση και την κρίση. Μένει να δούμε αν αυτή η ενίσχυση του -αν τελικά αυτή προκύψει- θα γίνει γύρω από αιτιάσεις σχετικές με ένα κοινό αγαθό όπως η υγεία, αφού σε εκείνες για την επαναλειτουργία των θέσεων εργασίας ή για την εξακολούθηση δραστηριοτήτων με κίνδυνο μετάδοσης, η ανάθεση αποδείχθηκε -εξ’ αρχής- πιο αμφισβητήσιμη, φέρνοντας στην επιφάνεια την απόκλιση ανάμεσα στα άμεσα συμφέροντα των διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Αυτό είναι κάτι που μας λέει ότι το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας δεν είναι δεδομένο. Σε τέτοιο βαθμό που κυριολεκτικά προωθήθηκε η απαίτηση από τα κάτω, για κάλυψη της αναγκαιότητας εισοδήματος από την ίδια την κοινότητα (με εισόδημα ύπαρξης ή ότι άλλο), φυσικά σε χρηματική μορφή, χορηγημένου από το ίδιο το Κράτος, υπό τη μορφή χρέους, επομένως απόλυτα ενσωματωμένου στη σχέση του κεφαλαίου- μαζί με την απαίτηση οριστικοποίησης ενός “σχεδίου” παραγωγής και παροχής νευραλγικών υπηρεσιών (δηλαδή, μην αφήνοντας απλώς τα πάντα στην ευχέρεια της ίδιας της αγοράς). Επομένως -έστω και σπερματικά- μια σειρά απαιτήσεων, αντιθετικών ως προς τις αναγκαιότητες του κεφαλαίου.

Χωρίς να φανταζόμαστε σενάρια που ως σήμερα παραμένουν απίθανα, αξίζει να ειπωθεί ότι η απειλή της ατομικής και συνάμα συλλογικής υγείας πυροδότησε -σε μεγάλο βαθμό με συγχυσμένους και αντιφατικούς τρόπους- μια αναγκαιότητα της κοινότητας που έφτασε -αν και για λίγο- να βάζει την οικονομία σε δεύτερη διαλογή έναντι της ζωής. Αυτό δεν είναι λίγο και πιστεύω ότι -σε ένα βαθμό- επιβεβαιώνει το εύλογο της ερμηνείας που δίνω για τους “νέους λαϊκισμούς” ως ένα πεδίο, και μ’ αυτό δεν αναφέρομαι βασικά σε οργανώσεις, θεσμικά κόμματα κλπ, αλλά σε ωθήσεις και δυναμικές που συνδέονται με αυτό στο οποίο έχει μετατραπεί σήμερα η ταξική σχέση. Ένα συγκεκριμένο πεδίο του ταξικού ανταγωνισμού μέσα στην ιμπεριαλιστική Δύση, στη φάση κατά την οποία εγκαινιάστηκε με την παγκόσμια κρίση. Επιπλέον, μια δυνητικά σημαδιακή χρονοτριβή: ενώ κατά τη διάρκεια της “πρώτης φάσης” που ανέλυσα στο βιβλίο, σε γενικές γραμμές από το 2008 ως και τις κινητοποιήσεις των Γιλέκων [Gillets], η σύγκρουση δόθηκε ανάμεσα σε παγκοσμιοποιητές [globalisti] και πολιτειακούς κυριαρχικούς [cittadinisti sovranisti], η τρέχουσα κρίση φέρνει στην επιφάνεια την αναγκαιότητα συγκράτησης -σε εθνική κλίμακα- των καταστρεπτικότερων συνεπειών της παγκοσμιοποίησης, ταυτόχρονα όμως καθιστά ξεκάθαρο το γεγονός πως η κρίσιμη κλίμακα των ζητημάτων είναι η διεθνής. Με μια περαιτέρω μετακίνηση από το -κατά βάση- πολιτικό-θεσμικό πλαίσιο της ιδεολογίας της κοινωνίας των πολιτών [cittadinismo] (“διεφθαρμένοι εναντίον άξιων, ανταγωνισμός” κλπ) σ’ εκείνο της λειτουργίας της ίδιας της κοινωνίας. Αυτό που θα προκύψει δεν μπορεί να προεξοφληθεί από κανέναν. Πάντως, μια χαραμάδα διασύνδεσης -ούτε αντιδραστικής ούτε “προοδευτικής”- θα μπορούσε ν’ ανοιχτεί ανάμεσα σε αυτές τις δύο, όπως επίσης δεν μπορεί να αποκλειστεί η κατάληξη σε ένα πόλεμο όλων εναντίον όλων, όχι εξαιτίας αλλά λόγω και της έλλειψης της ταξικής πάλης. Πρόκειται για στοιχεία που χρήζουν αποσαφήνισης και εμβάθυνσης -όπως και εκείνο το πολύ σημαντικό, που αφορά τις αντιδράσεις εκείνων των νέων που παραμένουν ακόμα παθητικοί- και βρισκόμαστε ακόμα στον προσδιορισμό του συνολικού πλαισίου που ανοίγεται μπροστά μας.

Τώρα, μπροστά σε όλα αυτά, στην ξεκάθαρη κρίση διακυβέρνησης [governance] με την οποία βρίσκονται αντιμέτωπες οι κυβερνήσεις και ενώπιον μιας πρώτης και αποσπασματικής απο-νομιμοποίησης της αγοράς, αλλά μέχρι και της τεχνολογικής επιστήμης (ως αλάνθαστου εργαλείου για την επίλυση των προβλημάτων που -πιθανότατα- η ίδια η αγορά προκαλεί), η ριζοσπαστική [radical] αριστερά στάθηκε ικανή -σχεδόν αποκλειστικά- να διακρίνει τις όψεις της κοινωνικής πειθάρχησης, αγνοώντας τις συστημικές αιτίες της έκτακτης ανάγκης (ή ακόμα και την ίδια την έκτακτη ανάγκη, προσεγγίζοντας έτσι τη στιγματισμένη “συνομωσιολογία” των λεγόμενων λαϊκιστών) και αποκρύβοντας την -ακόμα και διφορούμενη- σημασία των προαναφερόμενων κοινωνικών αντιδράσεων. Σε περίπτωση που μια πραγματική συζήτηση ήταν εφικτή, θα αναρωτιόμασταν: άραγε, πού έβλεπε ως τα χθες αυτήν την κοινωνική συγκρουσιακότητα και αυτήν την αυτονομία των κινημάτων, οι οποίες σήμερα πρέπει να τσακιστούν μέσα από την επιβολή της έκτακτης ανάγκης; (Όσον αφορά τα Nέα Γιλέκα [Gilets Jaunes] στη Γαλλία, το κίνημα βρισκόταν σε ξεκάθαρη πτωτική πορεία, και επιπλέον καλό θα ήταν να υπενθυμίζονται οι αρχικοί ενδοιασμοί του χώρου [milieu] ενώπιον μιας κινητοποίησης θολής, “νεολαϊκιστικής”, που “βρωμάει φασισμό, ματσίλα, αντισημιτισμό και τόσα άλλα” ). Ας είναι ξεκάθαρο. Η έκτακτη ανάγκη θα χρησιμοποιηθεί -όσο το δυνατόν περισσότερο- από τις εξουσίες, οι οποίες όμως -σε αυτήν την πρώτη φάση- βρίσκονται αντιμέτωπες με φοβερές δυσκολίες και -σε κάθε περίπτωση- σε σύγκρουση (και) στο εσωτερικό τους. Όμως η συζήτηση για τις βαθύτερες και αντικειμενικές αιτίες της συγκεκριμένης τροχιάς της ριζοσπαστικής αριστεράς (με την έννοια που έχει λάβει αυτή η -απομακρυσμένη χιλιάδες μίλια μακριά από κάθε ταξικό σημείο αναφοράς- κατηγοριοποίηση στον Αγγλοσαξωνικό κόσμο), ξεφεύγει από τους σκοπούς αυτής της συνέντευξης. Νομίζω ότι το σύνολο των σημείων καμπής της κρίσης που μας περιμένει θα μειώσει έντονα τη σημασία της “μεταμοντέρνας αριστεράς” που -με δυο λόγια- αντικατέστησε με την αντιδιαλεκτική αποδόμηση της εξουσίας την κριτική της κοινωνικής σχέσης παραγωγής και αναπαραγωγής της ζωής, δηλαδή μ’ ένα εκχυδαϊσμένο (και ευρύτατα υπαγμένο και εξουδετερωμένο από την Αγγλοσαξωνική ακαδημία) Φουκό αντικτέστησε τον Μαρξ, ο οποίος όμως με τη σειρά του -ας μη το ξεχνάμε αυτό…- είχε ήδη εκχυδαϊστεί.

Το ζήτημα αυτών των σκέψεων που κατατίθενται εδώ είναι -σε κάθε περίπτωση- σημαντικό επειδή μας υπενθυμίζει ότι ο επαναστατικός μαρξισμός (μια ταμπέλα αρκετά πομπώδης) δεν έχει απέναντι του ένα “σύστημα” εννοημένο υπό την δομική-λειτουργιστική, αλλά υπό την κοινωνική σχέση του κεφαλαίου, η οποία αναγκαστικά εκδηλώνεται με τη μορφή των ανταγωνισμών μεταξύ των τάξεων (στον πληθυντικό), επομένως των συλλογικών και -πιθανώς- οργανωμένων υποκειμενικοτήτων.

Όμως, προσοχή. Αν και αυτή η σχέση είναι αναστηλωμένη, επομένως με την παραδοχή των υπαρκτών ορίων -των οποίων ο ορισμός δεν είναι εύκολος, όντας κυρίως ένα φιλοσοφικό-πολιτικό και όχι εμπειρικό ζήτημα- ως προς την ανάλυση του, ακριβώς ως μιας “δομής” μέσα σε μια διαδικασία “φυσικής ιστορίας”. Έτσι λοιπόν, απέναντι στην “υποκειμενικίστικη” παγίδα αναλογεί η αντίστοιχη μηχανιστική, όπως και σωστά επισημαίνετε με την ερώτηση σας.

ILC: Μια ερώτηση που έρχεται ως συνέχεια της προηγούμενης: μέχρι ποιου σημείου μπορεί στην πραγματικότητα να φτάσει η αποσυναρμολόγηση της παγκοσμιοποίησης; Από τη μια πλευρά, κάπου εκεί στη δεκαετία του 1970 προκλήθηκε μια ιστορική ρήξη μέσα στη χειροπιαστή διαδικασία συσσώρευσης: η άνοδος των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια συγκεκριμένη μορφή διεθνοποίησης της επένδυσης, διαφορετικής από όσες ήταν γνωστές από το παρελθόν, πχ, από την εποχή της “πρώτης παγκοσμιοποίησης” του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα. Αντίστοιχα τότε, υπήρξε μια σχετικοποίηση του ρόλου του εθνικού Κράτους, που θέλοντας και μη εγγράφηκε στο εσωτερικό μιας διακυβέρνησης απο-εθνικοποιημένης και διαστρωματωμένης, μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο που το υπερβαίνει. Σε ποιο βαθμό αυτές οι διαδικασίες μπορούν να θεωρηθούν αναστρέψιμες (ή αντίθετα ανεπίστρεπτες);

RS: Επιστρέφοντας στο “συστημικό” πεδίο, η αποφυγή γραμμικών αναγνώσεων είναι πιο εύκολο να ειπώνεται παρά να εφαρμόζεται. Είναι ξεκάθαρο. Κάποιες από τις -ήδη ορατές- διαδικασίες, από αυτές που αναφέρετε στην ερώτηση, θα επιταχυνθούν. Για κάποιες άλλες από αυτές, ενδέχεται να υπάρξει μια κυριολεκτική καθίζηση. Πολλά θα εξαρτηθούν από τον τρόπο με τον οποίο θα διασυνδεθεί το επίπεδο της υπάρχουσας “περίστασης”, ανάμεσα στην κρίση του Covid και την οικονομική-κοινωνική κρίση, χωρίς να λησμονούμε τις συνέπειες των μέτρων που εφαρμόζονται κι εκείνων που θα εφαρμοστούν στο μέλλον, με το επίπεδο των βαθύτερων τάσεων που ήδη αναδείχθηκαν βίαια πριν από δέκα χρόνια. Εδώ μπορώ μονάχα να δοκιμάσω να θέσω ένα βαθύτερο συλλογισμό, ο οποίος και θα απαιτούσε διαφορετικές τεχνικές-αναλυτικές εμβαθύνσεις, ιστορικές συγκρίσεις, εμπειρικές εφαρμογές και κυρίως μια συλλογική εργασία.

Στην ουσία, ο βαθύτερος συνδετικός κρίκος είναι εκείνο το αντιφατικό σύνολο διαδικασιών που ονομάζεται αποπαγκοσμιοποίηση. Προτιμάω όμως, τουλάχιστον μέχρι τώρα να μιλάω για κρίση της παγκοσμιοποίησης -και πέρα από το συγκεκριμένο όρο που θέλει κάποιος να χρησιμοποιήσει. Δεν πρόκειται μονάχα, ή ακόμα και τόσο γιατί για την αποπαγκοσμιοποίηση -στην ενδοχώρα της Δύσης- μιλάνε δύο συγκεκριμένες πολιτικές δεξαμενές, εν μέρει διαπλεκόμενες: η αντι-κινέζικη “δυτικιστική”, που στοχεύει να χρησιμοποιήσει την κρίση για να κοντύνει τα ποδάρια του Πεκίνου και τις βλέψεις του για άνοιγμα ενός χώρου λιγότερο υποταγμένου στην παγκόσμια αγορά και η “κυριαρχική” πολιτική δεξαμενήδεξιά ή αριστερή- που στοχεύει σε μια επανεθνικοποίηση των κρατικών πολιτικών για την επικέντρωση της οικονομικής ανάπτυξης σε εθνική βάση (και σήμερα, στις ελπίδες για μια επανεκκίνηση). Το κομβικό σημείο που δεν πρέπει να χαθεί από τον ορίζοντα είναι πως η παγκοσμιοποίηση [globalizzazione] ή -όπως λένε στο γαλλικό περιβάλλον- η mondialisation δεν είναι κυρίως (ή αποκλειστικά και μόνο) μια πολιτική που μπορεί να διακοπεί χωρίς συνέπειες: πρόκειται βασικά για ένα “στάδιο” (με την έννοια που ο Λένιν μιλούσε για τον ιμπεριαλισμό) μέσα στη διαδικασία επίτευξης της μαρξιστικής παγκόσμιας αγοράς. Μια διαδικασία που αντιστοιχεί μ’ εκείνη της ανταγωνιστικής κοινωνικοποίησης της παραγωγής -σήμερα πλέον διεθνοποιημένης στο έπακρο, από τις παγκόσμιες εμπορικές αλυσίδες των πολυεθνικών- και την επικράτηση πιο αφηρημένων και επανορθωμένων μορφών του κεφαλαίου-χρήματος (του πλασματικού κεφαλαίου) με την επακόλουθη αναδιάρθρωση της σχέσης μεταξύ των τάξεων. Φυσικά, πρόκειται για μια διαδικασία από τη φύση της αέναη -η άσχημη έλλειψη τέλους του κεφαλαίου και του “ανεστραμμένου κόσμου” του- που φέρει μέσα της εκρηκτικές αντιθέσεις, οι οποίες -υπό ορισμένες συνθήκες- μπορούν να προκαλέσουν τον εκτροχιασμό του. Σε γενικές γραμμές, το κεφάλαιο παρουσιάζεται πάντοτε πληθυντικά, ως τα πολλά κεφάλαια, μέσα από χειροπιαστές ιστορικές αναπαραστάσεις που συνδέονται με την ιδιαιτερότητα τους, επομένως εν μέρει “ποσοστίαια”, ως μορφή των ενδο-καπιταλιστικών και των δια-ταξικών σχέσεων. Πιο συγκεκριμένα, η μορφή του παγκόσμιου συναρμολογήματος, που αναδείχθηκε από την κρίση της δεκαετίας του 1970, λειτουργεί -ή τουλάχιστον, αυτό προσπάθησα να επιχειρηματολογήσω μέσα από αυτή την εργασία μου- με τη λεγόμενη χρηματοπιστωτικοποίηση (της οποίας, η παραγωγική διεθνοποίηση με την επακόλουθη αποσύνθεση-αναδιάταξη του φορντισμού στη Δύση και της “εξάρτησης” του Τρίτου Κόσμου, άνοιξε νέα αχανή και παρθένα εδάφη) ως ασύμμετρο συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, ως άξονα του παγκόσμιου κυκλώματος του κεφαλαίου, της αναδιάρθρωσης των ταξικών σχέσεων και του ρόλου των Κρατών (με τον τρόπο που αυτός διαμορφώθηκε από το μακρύ ‘68 κι έπειτα), με διαφορετικά χαρακτηριστικά στη Δύση και τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά αναμφίβολα σημαδεμένος από την -χωρίς προηγούμενο- ικανότητα του κεφαλαίου για υπαγωγή της εργασίας και του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων.

Η διεθνής φιλελεύθερη τάξη που επιβλήθηκε την επομένη της ενδογενούς κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού (πιο συγκεκριμένα: η κυριαρχία του χρηματιστικού ιμπεριαλισμού του δολαρίου) δέχτηκε ένα πρώτο ισχυρό πλήγμα από την κρίση που ξέσπασε -αλλά δεν προκλήθηκε- από το σκάσιμο της φούσκας των subprime δανείων. Ακολούθησε μια βαθιά στασιμότητα, η οποία και γενικεύτηκε σε όλες τις οικονομίες (στη Γερμανία και -έπειτα, σε περιορισμένο βαθμό- στις ΗΠΑ υπήρξε αναθέρμανση, η Κίνα ίσα που επηρεάστηκε κι έτσι μπόρεσε να συνδράμει τη Δύση με τεράστιες επενδύσεις σε υποδομές), με επιβράδυνση των δεικτών ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου και -σε πιο περιορισμένο βαθμό- των ροών του κεφαλαίου. Σε βαθύτερο επίπεδο, είναι αλήθεια ότι η έλλειψη μια ουσιαστικής συγκράτησης της χρηματιστηριακής φούσκας, οι γεωπολιτικές δονήσεις που προκλήθηκαν, αρχής γενομένης με την απόπειρα των γιάνκηδων για αντι-κινέζικη και αντι-ρώσικη Ανάσχεση [Containment] (από την Ουκρανία μέχρι το Ιραν, από τη Συρία μέχρι το Χονγκ Κονγκ), την αποκαθήλωση των κοινωνικών-πολιτικών κατεστημένων τάξεων στη Δύση μέσα από την ανάδυση της ευνοϊκής λαϊκίστικης συγκυρίας. Όλα αυτά, δεν σηματοδοτούν μια ασφυκτικότερη και ανταγωνιστιτικότερη παγκοσμιοποίηση αλλά αντικατοπτρίζουν την εξάρθρωση της: πιο συγκεκριμένα, με το ξέσπασμα του εμπορικού πολέμου ανάμεσα στην προεδρία του Τραμπ και το Πεκίνο -εκ των πραγμάτων, ένας τεχνολογικός πόλεμος για την αποτροπή της ανόδου της κινεζικής οικονομίας στην παγκόσμια αλυσίδα της αξίας για παραγωγή με υψηλότερη προστιθέμενη αξία- και οι πιθανές συνέπειες του (τις οποίες -όχι τυχαία- φοβούνται τόσο στο Πεκίνο όσο και στο Βερολίνο).

Κι όμως, μέχρι και πριν από αυτούς τους τελευταίους μήνες, αν και υπήρχε σαφώς το περίγραμμα της ρήξης αλλά όχι (ακόμα) αυτό καθαυτό το ρήγμα και η τμηματοποίηση της παγκόσμιας αγοράς. (Σε τέτοιο βαθμό, που η έκτακτη ανάγκη του Covid προκάλεσε εξ’ αρχής ένα σοκ όσον αφορά την προσφορά, εξαιτίας της διακοπής της κινέζικου γραναζιού στις διεθνείς παραγωγικές μονάδες). Τι είναι λοιπόν αυτό που δίνει αποφασιστική ώθηση προς αυτή την κατεύθυνση; Για να απαντηθεί αυτή η ερώτηση -ενώπιον των δονήσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη- νομίζω ότι είναι αναγκαίο να κινηθούμε πέρα από τη διαπίστωση της όξυνσης των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών σε όλα τα επίπεδα, επομένως πέρα και από τη διαπίστωση του (σχεδόν) τέλους της παγκόσμιας διακυβέρνησης υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, η οποία ήταν και αυτή που -πότε με πολυμερή και πότε με μονομερή μορφή- κράτησε όρθια τη Διεθνή Τάξη των τελευταίων τριάντα χρόνων. Χρειάζεται να εστιάσουμε στη βασική κατεύθυνση αυτού του ανταγωνισμού, και αυτή δείχνει προς την πλευρά της σύγκρουσης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Φυσικά, αυτή δεν είναι η μοναδική. Αρκεί να σκεφτούμε τις εντάσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Βερολίνου. Αλλά αυτή είναι και η καθοριστικότερη, όσον αφορά τους μελλοντικούς παγκόσμιους συσχετισμούς, τόσο γιατί ο ασύμμετρος άξονας Κίνας – ΗΠΑ αποτέλεσε το μοχλό που έβαλε μπροστά την καπιταλιστική επανεκκίνηση μετά τη δεκαετία του 1970, όσο και γιατί η απόσπαση της υπεραξίας -που παράγεται από το κινέζικο και το υπόλοιπο ασιατικό προλεταριάτο- αποτέλεσε ως σήμερα την απαραίτητη συνθήκη για τη διατήρηση από τη Δύση της κύριας καπιταλιστικής συσσώρευσης και -ταυτόχρονα- για τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, χάρη στο χαμηλό κόστος των εμπορευμάτων που εισέρχονται στην αναπαραγωγή της δυτικής εργατικής δύναμης.

Τώρα πλέον βρισκόμαστε ενώπιον της κλιμακούμενης αντίθεσης ανάμεσα στην κινέζικη άνοδο από την μια πλευρά (και την απαίτηση για ένα μεγαλύτερο μερίδιο από την παραγόμενη αξία, που σε μεγάλο βαθμό κατέχεται από τις δυτικές πολυεθνικές ή ανακυκλώνεται μέσα από τα χρηματοπιστωτικά κυκλώματα των ΗΠΑ, μέσω της αγοράς από το υπουργείο Οικονομικών [Treasury] και τα αποθεματικά μετρητών σε δολάρια ) και από την άλλη, σε μια παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίων, ολοένα και ασφυκτικότερη και χρεωμένη από τις αυξητικές αναλήψεις από πλευράς (μεταξύ άλλων και) του πλασματικού κεφαλαίου. Αυτό είναι το στοιχείο που καθιστά αυτή την κατεύθυνση προς τη σύγκρουση σχεδόν αναπόφευκτη, αν και η εξέλιξη και η κατάληξη της δεν είναι δεδομένες. Στo πλαίσιo της παγκόσμιας αγοράς, η Κίνα ωθείται -από την ίδια την καπιταλιστική διαδρομή της- προς μια θέση λιγότερο υποταγμένη, αν και δεν σκοπεύει στην ανατροπή αυτής της παγκόσμιας αγοράς, ούτε και διαθέτει τους αριθμούς για να κυριαρχήσει σε αυτή (τα σενάρια για τον Κινέζικο Αιώνα είναι απλώς καταγέλαστα). Η Κίνα προσπαθεί να διατηρήσει εκείνη την παγκόσμια διασύνδεση που τής επέτρεψε -αν και με υψηλότατο τίμημα- να αναπληρώσει με γοργούς ρυθμούς μέρος της ιστορικής καθυστέρησης της και να εγγυηθεί την εσωτερική κοινωνική ειρήνη της. Από την πλευρά της, η Ουάσιγκτον (εξαιτίας των αυξανόμενων εσωτερικών και εξωτερικών αντιθέσεων της παγκόσμιας κυριαρχίας της) πρέπει να κάμψει αυτήν την πορεία για να εξυπηρετήσει τις δικές της ανάγκες, συστοιχίζοντας παράλληλα και τους Ευρωπαίους “συμμάχους”, με πρώτο το Βερολίνο, κινούμενη -εκ των πραγμάτων- ως χώρα αναθεωρητική της Διεθνούς Τάξης.

Επομένως, η ουσιαστική ρήξη της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης θα εξαρτηθεί -κυρίως- από το βάθος στο οποίο θα φτάσει η σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας. Πρόκειται για έναν ανταγωνισμό που -εκτός των άλλων- δεν είναι διόλου ισότιμος. Μιλώντας προοπτικά, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να μπλοκάρει και να αντιστρέψει την ανοδική πορεία της Κίνας, προσβάλλοντας έτσι -επί της ουσίας- την ίδια την ενιαία υπόσταση της ως Κράτος και ως χώρα. Ως προς αυτό, βρίσκει πρόσφορο έδαφος στις επίμονες κριτικές που αναπτύσσονται για την καπιταλιστική ανάπτυξη του κινέζικου Δράκου (οι οποίες αξίζουν μια ξεχωριστή ανάλυση, εδώ αρκεί ν’ αναφέρουμε το επίμονο χάσμα ανάμεσα στις διάφορες περιοχές και ανάμεσα στις πόλεις και τις επαρχίες, τον τεράστιο αγροτικό πληθυσμό και την περιορισμένη εσωτερική αγορά της, την απουσία ενός αποτελεσματικού κοινωνικού [welfare] συστήματος, την επισφαλή θέση της πληθύνουσας μεσαίας τάξης ανάμεσα σε δυτικούς πειρασμούς και προλεταριακές πιέσεις, το αυξανόμενο χρέος της, την αναγκαιότητα μιας εξωτερικής (και γεωπολιτικής) προβολής και την απουσία πραγματικών συμμάχων, και πάνω από όλα το άγνωστο παράγοντα της διατήρησης (ή μη) του κοινωνικού συμβολαίου ανάμεσα στο Κράτος και την εργατική Τάξη κλπ), οι οποίες κριτικές -όποτε θεωρείται πρόσφορο- δρουν εξωτερικά, όπως συνέβη πρόσφατα με τη δημοκρατική φιλοδυτική κινητοποίηση στο Χονγκ Κονγκ. Να τιναχτεί στον αέρα η Κίνα: αυτή είναι η μοναδική ρεαλιστική Μεγάλη Στρατηγική [Grand Strategy] που η Ουάσιγκτον μπορεί να παρατάξει στο πεδίο της μάχης, η οποία και ενώνει -πέρα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις- τους ρεπουμπλικάνους με τους δημοκρατικούς. Επιπλέον, αυτή η στρατηγική προϋποθέτει την ευθυγράμμιση (με το καλό ή με το άγριο) των Ευρωπαίων εταίρων, ακόμα και αν κάτι τέτοιο συνεπάγεται τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), την εξακολούθηση των χτυπημάτων κατά της Μόσχας (αν και ο Τραμπ, ως προς αυτό ήταν πιο νηφάλιος από τους ψυχρούς πολεμιστές [cold warriors], αφού επεδίωξε την αποκόλληση της από το Πεκίνο), την αποσύνθεση ή τον περιορισμό μη ευθυγραμμισμένων κρατών όπως το Ιράν, η Βενεζουέλα, η Τουρκία κ.α Με λίγα λόγια, ένα παγκόσμιο πρόγραμμα αλλαγής καθεστώτων , το οποίο η νέα κρίση ενδέχεται να καταστήσει (για τις ΗΠΑ) σε πιο επείγον.

Αυτή η στρατηγική δεν αποτελεί ένα σχέδιο επί χάρτου, επεξεργασμένο από κάποιο ανώτερο φαεινό μυαλό αλλά (όπως πάντα) διαμορφώνεται θολά, μέσα από τη ροή των γεγονότων (και πρέπει να αναλύεται σε σχέση με πιο εξιδεικευμένους στρατιωτικούς παράγοντες καθώς και με τη διαπλοκή τους με -πιο ξεκάθαρες- οικονομικές ωθήσεις). Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να κυλήσει ομαλά, ούτε και για μια υπερδύναμη όπως οι ΗΠΑ αφού απέναντι της βρίσκει -για να σταθούμε στους κυριότερους παράγοντες- ένα τεράστιο εμπόδιο, έναν πρωτοφανέρωτο κίνδυνο και ένα βαθύτερο πρόβλημα. Ας τα εξετάσουμε: το εμπόδιο συνδέεται με τη λεγόμενη αποσύνδεση [decoupling] της Δύσης από την κινεζική οικονομία που συζητιέται έντονα, ήδη από την εποχή του Ομπάμα, αλλά σε επίπεδο επαναγκατάστασης της παραγωγής και επιστροφής της από την Κίνα -μέχρι τώρα- δεν έχουν γίνει πολλά πράγματα. Φυσικά αυτό μπορεί ν’ αλλάξει, όπως έγινε με τον λεγόμενο πόλεμο των δασμών της προεδρίας Τραμπ που (μεταξύ άλλων) αυστηροποίησε μερικά από τα κριτήρια για τη ροή των κεφαλαίων. Το βασικό ζήτημα όμως είναι αν η Δύση και οι πολυεθνικές της μπορούν να απωλέσουν -έστω και μεταβατικά- το σταθερό κεφάλαιο που έχει επενδυθεί στην Κίνα, το οποίο είναι αυτό που δίνει τη δυνατότητα απόσπασης του μεγαλύτερου κομματιού της υπεραξίας που παράγεται από την κινέζικη εργατική Τάξη και ταυτόχρονα -εδώ στα δικά μας μέρη- υποτιμάει τους όρους της προλεταριακής συνθήκης, σε τέτοιο βαθμό που να καταστήσει σε συμφέρουσες αυτές τις επαναγκαταστάσεις, με μια εργατική δύναμη διατεθειμένη να υποστεί τους ίδιους (ή χειρότερους) μισθολογικούς όρους, τις ίδιες (ή χειρότερες) συνθήκες ζωής και κυρίως τους ίδιους (ή εντονότερους) ρυθμούς εργασίας και τα ίδια (ή πιο πολύωρα) ωράρια εργασίας. Πιθανότατα, κάτι τέτοιο να γινόταν εφικτό με μια μαζική προσφυγή στην παραγωγική αυτοματοποίηση, όμως για την εφαρμογή της χρειάζονται επενδύσεις κεφαλαίων και -όπως και να έχει- κάτι τέτοιο θα προκαλούσε αλυσίδωτες αντιθέσεις, τόσο εξαιτίας των αρνητικών εσωτερικών κοινωνικών επιπτώσεων όσο και εξαιτίας μιας περαιτέρω ώθησης που θα δινόταν έτσι στην ανταγωνιστική απόσπαση της παγκόσμιας παραγόμενης υπεραξίας. Έπειτα, μέσα στην κρίση που έχει ανοιχτεί, όλο αυτό συνδέεται και με τη δυσκολία της ευθυγράμμισης του δυτικού προλεταριάτου -ή τουλάχιστον μεγάλων κομματιών του- σε μια αντι-κινέζικη κατεύθυνση, δεδομένου ότι αυτή η ευθυγράμμιση δεν είναι -αποκλειστικά- μια ιδεολογική-προπαγανδιστική διαδικασία αλλά πρέπει -ταυτόχρονα- να διαθέτει και υλικές βάσεις. Δεύτερος παράγοντας: δεν μπορεί πλέον να αποκλειστεί ο κίνδυνος μέσω όλης αυτής της αναταραχής -η οποία έχει ξεσπάσει εξαιτίας της υποτροπής της παγκόσμιας κρίσης και της γεωπολιτικής σύγκρουσης- ν’ αρχίσει να απειλείται στα σοβαρά η επικυριαρχία του δολαρίου (οι πρώτοι κρότοι έχουν αρχίσει ήδη ν’ ακούγονται…), πριν την επιτυχή έκβαση της στρατηγικής απεμπλοκής των γιάνκηδων από την Κίνα. Ο αυξανόμενος παρεμβατισμός της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας και του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στη γιγάντωση του κρατικού χρέους και το αδυνάτισμα του δολαρίου, καθώς και να καταστήσει ξεκάθαρο -σε όλους- το γεγονός ότι αυτό το χρέος δεν πρόκειται ποτέ να ξεπληρωθεί αλλά -κυρίως- χρησιμεύει στην προσέλκυση εξωτερικών κεφαλαίων ή και -υπό συγκεκριμένες συνθήκες- στο φόρτωμα σε άλλους του κόστους αυτής της υποτίμησης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως ο Τραμπ -χρησιμοποιώντας την κρίση του Covid- όχι μόνο ανέβασε το επίπεδο της αντι-κινέζικης σύγκρουσης καλώντας σε συστράτευση συμμάχους και υποτελείς, αλλά το έκανε υποδαυλίζοντας -στο εσωτερικό- μια κινητοποίηση από τα κάτω για την απαίτηση αποζημιώσεων, για τις ζημιές που προκλήθηκαν από τα λάθη και τις καθυστερήσεις του Πεκίνου στο πανδημικό ζήτημα, της τάξης των 1.200 δισ. δολαρίων που -όλως τυχαίως- αντιστοιχεί ακριβώς με το ποσό του δημοσίου χρέους των ΗΠΑ που βρίσκεται στα χέρια του Πεκίνου. Μια προσχεδιασμένη χρεοκοπία, ένα στημένο default που θα άφηνε στα χέρια των Κινέζων μια στοίβα από χαρτιά χωρίς αξία. Το ζήτημα όμως είναι ότι από -εδώ και στο εξής- η Κίνα δύσκολα θα μπορέσει να μην αναγκαστεί ν’ απαντήσει με -εξίσου- σκληρά αντίμετρα… Τρίτος παράγοντας: το βαθύτερο πρόβλημα έγκειται στο αν είναι ακόμα εφικτή μια μη ασφυκτική επανεκκίνηση της συσσώρευσης, μονάχα μέσα από την εντατικοποίηση της απόσπασης υπεραξίας σε παγκόσμιο επίπεδο και μέσα σ’ ένα υπερ-ανταγωνιστικό περιβάλλον, ή αν θα φανερωθεί η συστημική αναγκαιότητα -πέρα από τις προθέσεις και τους σχεδιασμούς των υποκειμένων- για προχώρημα μιας μαζικής καταστροφής σταθερού κεφαλαίου, πέρα από εκείνη που θα υπάρξει σε επίπεδο πλασματικού κεφαλαίου, την οποία ο κάθε παίκτης θα προσπαθήσει να χρεώσει σε εταίρους και αντιπάλους. Κάτι τέτοιο, σηματοδοτεί την βάσιμη ύπαρξη πιθανότητας μιας πολεμικής σύγκρουσης, η οποία πρέπει να ειπωθεί ότι δεν αποτελεί ένα θεωρητικό ζήτημα που μπορεί να επιλυθεί -για παράδειγμα- με τον υπολογισμό της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.

Η στρατηγική των ΗΠΑ θα στεφθεί με επιτυχία ή μήπως κινούμαστε προς την αποσύνθεση του διεθνούς συστήματος και την πολεμική σύγκρουση; Σε κάθε περίπτωση, γεγονός παραμένει πως βρισκόμαστε πολύ μακριά από τις ψευδαισθήσεις και τις ελπίδες πολλών για έναν πολυπολικό κόσμο, πως η παγκόσμια αγορά -ακόμα και εν μέσω των πιο σφοδρών πολεμικών συγκρούσεων- αποτελεί πλέον τη βασική αρένα για την απόσπαση και την πραγματοποίηση της υπεραξίας. Επομένως, βρισκόμαστε πολύ μακριά και από τις κυριαρχικές ψευδαισθήσεις, για τη δυνατότητα παλινόρθωσης αγορών αυτάρκειας, είτε σε εθνικό είτε σε περιφερειακό επίπεδο. Δεν υπάρχει επιστροφή από την παγκόσμια αγορά, εκτός και αν μια παγκόσμια πολεμική σύγκρουση την καταστήσει -κατά τη διάρκεια της- ανέφικτη. Μια σύγκρουση που -σε κάθε περίπτωση- θα στοχεύει στο ξαναμοίρασμα της ίδιας της παγκόσμιας αγοράς.

Σήμερα, είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο. Το χαρακτηριστικό στοιχείο της σημερινής φάσης φαίνεται να είναι -κυρίως- εκείνο της αντιφατικής διαπλοκής, μέσα σε ξεκάθαρες ρηγματώσεις των παγκόσμιων συναρμολογημάτων και αυξανόμενους ανταγωνισμούς (μέσα και) για την παγκόσμια αγορά. Αυτό που μένει να φανεί είναι κατά πόσο αυτή η ανάγνωση των δεδομένων θα επιβεβαιωθεί μέσα από την εξέλιξη της τρέχουσας διπλής (υγειονομικής και οικονομικής-κοινωνικής) κρίσης. Προς το παρόν, σε αυτό το επίπεδο φαίνεται να διαμορφώνεται μια σχετική αλλαγή πορείας των μέτρων που λαμβάνονται από τα δυτικά Κράτη, με πρώτες και κύριες τις ΗΠΑ, σε μια κατεύθυνση που δεν στοχεύει μόνο στη χορήγηση ρευστότητας και σανίδας σωτηρίας του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά και σε ουσιαστικές παρεμβάσεις στην λεγόμενη υπαρκτή οικονομία. Τουλάχιστον στα χαρτιά, πρόκειται για μαζικές παρεμβάσεις κεϋνσιανής μορφής με σκοπό το φρενάρισμα της κρίσης απασχόλησης και τη διατήρηση παραγωγικών μονάδων εν όψει μιας αναμενόμενης “ανάκαμψης”. Οφείλουμε να είμαστε προσεχτικοί: ακόμα δεν είναι ξεκάθαρη η αναλογία που θα υπάρξει ανάμεσα στα δάνεια σε επιχειρήσεις και οικογένειες (τα οποία αν και υπό κρατική εγγύηση θα παραμείνουν προς εξόφληση, εκτός και αν υπάρξει μια δημόσια “κοινωνικοποίηση” τους με ανάληψη του αντίστοιχου κόστους) και τις πραγματικές δημόσιες επενδύσεις, με σκοπό την αντιστροφή της φθίνουσας πορείας. Κάτι τέτοιο θα γίνει εφικτό μονάχα αν -όπως λένε και οι οικονομολόγοι- το άλογο θελήσει να ξεδιψάσει από αυτήν την επενδυτική πηγή, η οποία σε περίπτωση μιας μακρόσυρτης -από άποψη κερδοφορίας- κρίσης, το μόνο στο οποίο θα συνεισέφερε θα ήταν η αύξηση του συνολικού χρέους. Ως προς αυτό, η σύγκριση με τον ιστορικό κεϋνσιανισμό της δεκαετίας του 1930 (ο οποίος υπήρξε ανταγωνιστικός σε τέτοιο βαθμό που οδήγησε σε παγκόσμιο πόλεμο, αλλά είχε ακόμα μπροστά του ευρύτατους χώρους κεφαλαιοποίησης των κρατών και των κοινωνικών υποδομών) βαραίνει ενάντια στις πιθανές τρέχουσες απόπειρες. Έτσι όπως επίσης, η σύγκριση με τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Δύση μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (πολύ λιγότερο ανταγωνιστικές στο εσωτερικό τους αφού βρίσκονταν υπό την τάξη που επιβλήθηκε από τις ΗΠΑ με τη συμφωνία του Bretton Woods) καθιστά σε ξεκάθαρο το γεγονός της αδυναμίας επανάληψης τους. Πρόκειται όμως για ένα ζήτημα που χρήζει περαιτέρω εμβάθυνσης.

Όπως και να έχει, είναι ξεκάθαρο ότι η απάντηση στην κρίση δεν μπορεί -και αυτή τη φορά- να περιοριστεί σε έναν ελεγχόμενο αριθμό χρεοκοπιών, στη χορήγηση εύκολου χρήματος στις τράπεζες και τα καταναλωτικά δάνεια, ούτε και στις δημόσιες επενδύσεις διάσωσης από την Κίνα. Αυτή τη φορά, οι χρεοκοπίες θα είναι περισσότερες, η προσφυγή στο δανεισμό θα γίνεται ολοένα και πιο ριψοκίνδυνη και ενώ η Κίνα είναι πλέον πολύ πιο χρεωμένη και εμπλεκόμενη στην κρίση μιας παγκόσμιας αγοράς, η οποία είναι ξεκάθαρο πως βαίνει μειούμενη. Επομένως, η απόπειρα επίτευξης του στόχου λειτουργίας ενός ανανεωμένου κεϋνσιανισμού, όχι πια μονάχα χρηματοπιστωτικού, θα καταστήσει σε αναπόφευκτο το σάρωμα ενός υπολογίσιμου κομματιού της τεράστιας φούσκας δανείων που δεν δύνανται να εξυπηρετηθούν καθώς και ενός κομματιού πλασματικού κεφαλαίου, το οποίο και άρχισε να φουσκώνει και πάλι μαζί με το ξέσπασμα της κρίσης του 2008. Είναι ξεκάθαρο ότι αυτό δεν είναι κάτι που θα συμβεί με συμφωνημένο τρόπο, με μια συμφωνημένη αναλογία για την κάθε χώρα αλλά θα προκύψει μέσα από μια ανελέητη μάχη, ώστε τελικά να είναι οι άλλοι εκείνοι που θα αναγκαστούν να πληρώσουν τις βαρύτερες συνέπειες αυτής της υποτίμησης.

Επομένως, θα πρόκειται για έναν κεϋνσιανισμό κατάλληλο μονάχα για τα Κράτη που θα μπορούν να τον επιτρέψουν στο εσωτερικό τους, ιδιαίτερα ανταγωνιστικό και επιλεκτικό, χρήσιμο στη σύγκρουση που δίνεται στο χρηματοπιστωτικό, βιομηχανικό, εμπορικό, και φυσικά στο γεωπολιτικό πεδίο. Όμως, είναι άλλο πράγμα να παριστάνεις τον κεϋνσιανό με το δολάριο-παγκόσμιο νόμισμα (και ως προς αυτό, όπως είδαμε, υπάρχει πλέον κάποια αμφιβολία) και άλλο εντελώς πράγμα είναι να τον παριστάνεις με το ευρώ, εκτεθειμένος νομισματικά στον κίνδυνο της κερδοσκοπίας και του σκασίματος της φούσκας. Αυτός είναι ο υπαρκτός γόρδιος δεσμός που κρύβεται πίσω από τη σύγκρουση γύρω από τα αιτήματα για αμοιβαιοποίηση των αυξανόμενων χρεών εντός της ΕΕ. Αντίστοιχα, θ’ ανοίξει ακόμα περισσότερο η ψαλίδα ανάμεσα στα κράτη με διαθέσιμα ταμειακά αποθέματα και ισχυρές οικονομίες και κράτη ήδη γονατισμένα από το χρέος και αδύναμες οικονομίες. Όσο αναφορά την ίδια την ΕΕ, κάτι τέτοιο θα σημάνει ραγδαίες συνέπειες, οι οποίες ενδέχεται να θέσουν το Βερολίνο ενώπιον της δραματικής εναλλακτικής διαλογής, για διάσωση της ΕΕ και του ευρώ με απώλεια της εσωτερικής κοινωνικής και οικονομικής σταθερότητας της ή για διάσωση του εαυτού της και εγκατάλειψη του ευρώ και της ΕΕ, τουλάχιστον από τη μορφή με την οποία είναι γνωστή ως και σήμερα.

Όπως και να έχει, ακόμα και με το ευνοϊκότερο -για το κεφάλαιο- σενάριο, δηλαδή αν τελικά αποφευχθεί μια βαθύτερη και μακρά ύφεση (η παγκόσμια διάσταση της οποίας θεωρείται πλέον δεδομένη), παραμένει και επιδεινώνεται η ανάγκη για αύξηση της πραγματικής βάσης απόσπασης της αξίας, έτσι ώστε να υποστηριχθούν τα κέρδη, περιλαμβανομένων εκείνων των τεράστιων πλασματικών τμημάτων που παρέμειναν εν ζωή -αν δεν αυξήθηκαν- μετά από τον τελευταίο κύκλο κρατικού παρεμβατισμού. Επομένως, ο ανταγωνισμός δεν θα σταματήσει κατά τη διάρκεια της κρίσης του Covid -19 και θ’ αυξηθεί περαιτέρω μετά από μια -ενδεχόμενη- περιστασιακή ανάκαμψη. Τα Κράτη, με τα χρέη φουσκωμένα, θα βρεθούν ενώπιον του μοναδικού τρόπου που είναι καπιταλιστικά εφικτός: δηλαδή, να μειώσουν τις κοινωνικές δαπάνες και να καταστήσουν τις οικονομίες τους ανταγωνιστικότερες. Οι εταιρίες θα προχωρήσουν σε περαιτέρω διαδικασίες συγκεντροποίησης τους, αφήνοντας πίσω τους, σωριασμένες στο πεδίο της μάχης, τις επιχειρήσεις-φάντασμα που τεχνητά επέζησαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα χρόνων. Οι κοινωνικές υποδομές θα βγουν διαλυμένες, μέσα από τον άμεσο περιορισμό των εισοδημάτων και των αποταμιεύσεων των προλετάριων και των μισθωτών μεσαίων τάξεων, καθώς και από την εξαφάνιση ή τη συμπίεση ενός μεγάλου μέρους της παραγωγικής μεσαίας τάξης.

Μιλώντας σ’ ένα γενικό επίπεδο, το πολιτικό κομβικό σημείο εστιάζεται στο αν για το προλεταριάτο αυτή η επιστροφή της αλληλεγγύης -που αναδείχθηκε μέσα στην κρίση του Covid- θα υποχωρήσει κάτω από το βάρος των θυσιών για την “μεταπολεμική” ανοικοδόμηση ή αν αντίθετα θα εκκινήσει μια διαφορετική διαδικασία…

Σημειώσεις.

[*] Ο κομμουνισμός είναι και παραμένει το μοναδικό δυνατό ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά, η μορφή και το περιεχόμενο του δεν είναι αμετάβλητα, αλλά ιστορικά και ασυνεχή. Μια ολόκληρη εποχή -εκείνη του εργατικού κινήματος και του προλεταριακού προγράμματος- πέρασε και δεν γυρνάει. Επομένως, όσοι θέτουν το πρόβλημα της επανάστασης, πρέπει να ερμηνεύσουν σε βάθος όλες τις συνέπειες. Χρειάζεται να γίνει αντιληπτή η σχέση που υπάρχει σήμερα ανάμεσα στους καθημερινούς αγώνες τους προλεταριάτου, την επανάσταση και τον κομμουνισμό […]

Το Il Lato Cattivo [H Άσχημη Πλευρά] είναι ένα [ιταλόφωνο] περιοδικό που συντασσόταν από ένα περιορισμένο πυρήνα ατόμων, που σχηματίστηκε μεταξύ του 2010 και 2011, μέσα στο μακρύ κύμα της κρίσης και της ελληνικής εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008, έχοντας ως συστατική ιδέα πως (ιδιαίτερα) αυτά τα δυο γεγονότα είχαν δώσει και πάλι νόημα στη λέξη επανάσταση, αναθερμαίνοντας τη σχέση που εκ των πραγμάτων είναι πολύπλοκη, δεν είναι αυτόματη, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι υπαρκτή: τη σχέση ανάμεσα στην κρίση και τον κομμουνισμό. Σήμερα αυτός ο πυρήνας, περιορισμένος σε απόλυτους αριθμούς, βρίσκεται διάσπαρτος ανάμεσα στην Ιταλία και τη Γαλλία. Μέσα σε αυτά τα έξι χρόνια δημοσιεύθηκαν δυο έντυπα τεύχη του περιοδικού, του οποίου η κυκλοφορία είναι απολύτως άτακτη. Εκτός από το περιοδικό, επιμελούμαστε και ένα blog, στο οποίο δημοσιεύουμε παλιό και νέο υλικό που θεωρούμε ότι συμπληρώνει, επιβεβαιώνει και εμπλουτίζει τα περιεχόμενα του περιοδικού. Με την ίδια πρόθεση κυκλοφορούμε και μοιράζουμε και άλλο έντυπο υλικό […]

απόσπασμα από την ενότητα “ποιοι είμαστε” του illatocattivo.blogspot.com

Σημειώσεις του μεταφραστή.

[1] Συνιδρυτής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας, το Γενάρη του 1921 -μετά από τη διάσπαση στο συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Λιβόρνο- και πρώτος γενικός γραμματέας του, μέχρι και τη διαδοχή του το 1924 “από το μαθητή του Αντόνιο Γκράμσι”, ο Αμεντέο Μπορντίγκα (1889-1970) υπήρξε διεθνώς ένας από τους κύριους πολιτικούς εκφραστές της κομμουνιστικής αριστεράς, βασικός πολέμιοςμέσα και έξω από τους κόλπους της Γ’ Διεθνούς- “της μπολσεβίκικης ηγεμονίας και των εκφυλισμών του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος”.

[2] Ο καθηγητής κοινωνιολογίας Ρομάνο Αλκουάτι (1935-2010) υπήρξε ένας από τους χαρακτηριστικότερους εκφραστές του ιταλικού μεταπολεμικού πολιτικού ρεύματος του εργατισμού, από το 1961 μέσα από το περιοδικό Κόκκινα Τετράδια [Quaderni Rossi] με τον Ρανιέρο Παντσιέρι και τις “μαρξιστικές αναλύσεις των εργατικών πρακτικών” στα εργοστάσια της Fiat και της Olivetti, και από το 1963 κι έπειτα, μετά τη διάσπαση του, μέσα από το περιοδικό Εργατική Τάξη [Classe Operaia], το οποίου και υπήρξε συνιδρυτής μαζί (μεταξύ άλλων) με τους Μάριο Τρόντι και Τόνι Νέγκρι. Η μετέπειτα ακαδημαϊκή ενασχόληση του, που συνεχίστηκε στο πανεπιστήμιο του Τορίνου μέχρι το 2003, επικεντρώθηκε κυρίως στην παγκοσμιοποίηση και τις “εφικτές εναλλακτικές” μέσα από την προσέγγιση της θεωρητικής ανάλυσης του Ζίγκμουντ Μπάουμαν για τη “ρευστή κοινωνία” και της σκέψης του Αλαίν Τουρέν μέσα από τον προσδιορισμό της έννοιας της υπερ-βιομηχάνισης.

Σημείωση ILC.

[3] Η αγορά Repo [Repurchase Agreements], είναι η χρηματοπιστωτική αγορά συμφωνιών επαναγοράς. Πρόκειται ουσιαστικά για τα βραχυπρόθεσμα δάνεια μέσω των οποίων τράπεζες, χρηματοπιστωτικές εταιρίες και hedge funds ανταλλάσουν μετρητά με βραχυπρόθεσμα κρατικά ομόλογα (για παράδειγμα, μ’ εκείνα των ΗΠΑ), στοχεύοντας στην αντιστροφή της συναλλαγής έναντι μιας ποσοστιαίας αμοιβής. Αυτή η χρηματαγορά έχει διπλή χρησιμότητα, αφού επιτρέπει την γρήγορη εύρεση μετρητών (σε οικονομικά υποκείμενα που τα έχουν επείγουσα ανάγκη) και την υποστήριξη της απόδοσης των τίτλων που έχουν εκδοθεί από αυτές τις δημόσιες αρχές.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *