Geraldina Colotti: Οι συλλήψεις στο Παρίσι ως η άθλια αυτοεπιβεβαίωση ενός χρεοκοπημένου συστήματος.

Παρίσι, Εργατική Πρωτομαγιά 2021

Με αφορμή την πρόσφατη επικύρωση του τέλους του “δόγματος Μιτεράν” από το γαλλικό Κράτος, μέσω της δικαστικής – αστυνομικής επιχείρησης “Κόκκινες Σκιές” και της έκδοσης στην Ιταλία 10 κομμουνιστών και κομμουνιστριών, αγωνιστών και αγωνιστριών των δεκαετιών 1970-80 (Giovanni Alimonti, Luigi Bergamin, Enzo Calvitti, Roberta Cappelli, Maurizio Di Marzio, Marina Petrella, Giorgio Pietrostefani, Sergio Tornanghi, Narciso Manenti και Raffaele Ventura), με τις οποίες επικυρώθηκε η διακρατική γαλλο-ιταλική “αντι”-τρομοκρατική συνεργασία για την εμπέδωση της κρατικής κατασταλτικής βεντέτας και την απόδοση της εκδικητικής αστικής “δικαιοσύνης”, μεταφράσαμε (στα ελληνικά) και δημοσιεύουμε την ακόλουθη συνέντευξη της Τζεραλντίνα Κολόττι στον Olivier Turquet για το διεθνές πρακτορείο ειδήσεων Pressenza.

H Τζεραλντίνα Κολόττι υπήρξε μέλος των Κόκκινων Ταξιαρχιών (BR) και της Ένωσης Μαχόμενων Κομμουνιστών (UCC). Συνελήφθη στις 22/1/1987 στη Ρώμη, τραυματισμένη στο στομάχι, μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών. Καταδικάστηκε και εξέτισε ποινή κάθειρξης 27 χρόνων, χωρίς να μετανοήσει και να διαχωριστεί από τα ιδανικά της. Εδώ και χρόνια, εργάζεται ως δημοσιογράφος και αναλύτρια των διεθνών εξελίξεων, με ειδίκευση στη Λατινική Αμερική. Έχει συγγράψει και έχουν εκδοθεί πολλά βιβλία της, με πιο πρόσφατη (στα ιταλικά) την ποιητική συλλογή της Quel cielo, quel sole” [Αυτός ο ουρανός, αυτός ο ήλιος”] (εκδόσεις Città del Sole, 2020).

Ποιο είναι το πρώτο εν θερμώ σχόλιο σου για αυτές τις συλλήψεις στη Γαλλία;

Μια αναχρονιστική επιχείρηση, άχρηστη και εκδικητική, εναντίον μιας μικρής ομάδας “πολιτικών συνταξιούχων στην άλλη πλευρά των Άλπεων”, για να ανατρέξω στον ορισμό του Αντριάνο Σόφρι. Άνθρωποι που δεν κρύβονταν, κανένας ανάμεσα τους δεν είχε επιστρέψει για να πάρει και πάλι τα όπλα κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της ένοπλης πάλης, όπως είχαμε κάνει εμείς. Πρόκειται για συλλήψεις 70χρονων ανθρώπων που πραγματοποιήθηκαν 50 χρόνια μετά από τα γεγονότα για τα οποία κατηγορούνται, σχετιζόμενα με έναν κύκλο αγώνα, εκείνο της δεκαετίας του 1970 του 20ου αιώνα, ο οποίος και έχει κλείσει: μια σύγκρουση για την αναζήτηση μιας επαναστατικής διεξόδου –στ’ αριστερά του μεγαλύτερου Κομμουνιστικού Κόμματος της Ευρώπης, από την πλευρά της ισχυρότερης Άκρας Αριστεράς της Ευρώπης- που διέτρεξε για μια εικοσαετία ολόκληρη τη χώρα. Ένας κύκλος αγώνα που άφησε πίσω του ένα λογαριασμό προς εξόφληση, για περισσότερους από 5000 πολιτικούς κρατούμενους και κρατούμενες, σχεδόν στο σύνολο τους καταδικασμένοι σε ισόβια ή άλλες βαρύτατες ποινές, μερικοί εκ των οποίων βρίσκονται ακόμα στη φυλακή. Μια περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας το “δημοκρατικό” Κράτος δολοφόνησε και βασάνισε, μέσα και έξω από τις φυλακές υψίστης ασφαλείας, οι οποίες κατασκευάστηκαν για να μηδενίσουν την πολιτική ταυτότητα αυτών των κομμουνιστών και κομμουνιστριών αλλά και για “να δώσουν το παράδειγμα”. Μια περίοδος σημαδεμένη από τους νόμους έκτακτης ανάγκης (επιβάρυνση των ποινών, νομοθεσία επιβράβευσης [της μετάνοιας και του διαχωρισμού], καταδίκες για “ψυχολογική και ηθική συνέργεια” και για “ένοπλη εξέγερση ενάντια στις εξουσίες του Κράτους” κλπ), οι οποίοι και μετατράπηκαν σε κανόνα για μια μακρά περίοδο έκτακτης ανάγκης, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Οι συλλήψεις στο Παρίσι, όπως κι εκείνη του Τσέζαρε Μπατίστι που είχε προηγηθεί (ώστε να επιδειχθεί ως τρόπαιο από τον τότε υπουργό Εσωτερικών Σαλβίνι και τώρα βρίσκεται έγκλειστος, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του και την άσχημη κατάσταση της υγείας του), εξυπηρετούν πολιτικές αλλά και συμβολικές στοχεύσεις. Εδώ και δεκαετίες, τα προγράμματα της “κεντρο-αριστεράς” και των δεξιών δυνάμεων συμπίπτουν όλο και περισσότερο και η “εθνική ενότητα” ανακαλύπτεται πάντα μέσα από τον αέναο “αγώνα κατά της τρομοκρατίας”, ο οποίος και οδηγεί στην αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων ως ζητημάτων αποκατάστασης της δημόσιας τάξης. Αυτό ισχύει για την Ιταλία των τραπεζιτών και των μεγαλοφοροφυγάδων, των υποτελών στο ΝΑΤΟ και τους μεγάλους διεθνείς θεσμούς. Ισχύει όμως και για τη Γαλλία του Μακρόν, ο οποίος δεν σκοπεύει να παραχωρήσει το πεδίο της “αδιαλλαξίας” στην άκρα δεξιά, σε μια χώρα που διατρέχεται από τις εσωτερικές αντιθέσεις νεοαποικιακής μορφής αλλά και από τα χτυπήματα ισλαμιστικής προέλευσης. Υπάρχουν όμως και διάφορες γενικότερες όψεις: η απόπειρα για απόσπαση της προσοχής των λαϊκών στρωμάτων από την κρίση της πανδημίας (που αποτελεί ακόμα ένα κεφάλαιο της συστημικής κρίσης του καπιταλιστικού μοντέλου), ρίχνοντας στο πιάτο τους “τον τρομοκράτη”. Μια περαιτέρω αύξηση του κοινωνικού ελέγχου, απαραίτητου για την οικονομία πολέμου και τη νέα φάση της διεθνούς αυθαιρεσίας που επιβάλλεται μέσω της βορειοαμερικάνικης ηγεμονίας. Η οριστική δαιμονοποίηση της ιστορίας της δεκαετίας του 1970 και του κομμουνισμού ως κομμάτι του μεγάλου φόβου που ένοιωσαν -κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα- οι κυρίαρχες τάξεις, ώστε να απομακρυνθεί κάθε πιθανότητα για τις νέες γενιές να χρησιμοποιήσουν αυτήν την εκπληκτική εργαλειοθήκη ώστε να σχηματίσουν μια νέα σκέψη και μια νέα πρακτική, ασυμβίβαστη με αυτό το υπάρχον σύστημα εκμετάλλευσης. Ένα σύστημα λεηλασίας που οδηγεί το ανθρώπινο είδος και τη φύση προς την καταστροφή. Αυτή η επιχείρηση, 20 χρόνια μετά τη δολοφονία του Κάρλο Τζουλιάνι στη Γένοβα κατά τη διάρκεια εκείνης της ειρηνικής διαδήλωσης, 20 χρόνια μετά τα βασανιστήρια των συλληφθέντων διαδηλωτών και διαδηλωτριών στο στρατόπεδο του Μπολζανέτο, έχει επομένως και ένα άρωμα προειδοποίησης ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και την άθλια επαναβεβαίωση ενός χρεοκοπημένου συστήματος.

Μια πρώτη ματιά στη λίστα των συλληφθέντων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για άτομα που προέρχονται από διάφορες καταστάσεις, οι οποίες -μεταξύ άλλων- δεν συνδέονταν αναγκαστικά με την ένοπλη πάλη. Σωστά;

Ναι. Ο Τζιόρτζιο Πιετροστέφανι, στρατευμένος της οργάνωσης Lotta Continua, ο οποίος -επιπλέον- είναι πολύ άρρωστος, στα 77 του. Καταδικάστηκε για το θάνατο του επιθεωρητή Καλαμπρέζι, του θεωρούμενου ως άμεσου υπεύθυνου για τη δολοφονία του αναρχικού Τζουζέππε Πινέλλι. Ο Πιετροστέφανι ανέκαθεν δήλωνε αθώος Άλλοι προέρχονται από μικρούς ένοπλους σχηματισμούς της δεκαετίας του ‘70 και άλλοι ακόμα από τις Κόκκινες Ταξιαρχίες (BR).

Προσωπικά, δεν πίστεψα ποτέ ούτε στη χρησιμότητα ούτε στη σχετικότητα της ένοπλης πάλης. Όμως, νομίζω ότι δεν έχει υπάρξει μια οριστική ιστορική αποτίμηση εκείνης της πολύ βίαιης περιόδου, και από πάρα πολλές πλευρές. Είναι έτσι; Και αν ναι, γιατί;

Είναι αλήθεια ότι δεν έχει υπάρξει μια αποτίμηση εκείνου του ιστορικού κύκλου, ώστε να τεθεί στο παρόν και να ειδωθεί και πάλι υπό το φως νέων υποθέσεων που μπορούν να ανατείλουν για να αλλάξει ριζικά -όπως και είναι απαραίτητο- η κατάσταση πραγμάτων. Ή μάλλον, για να το πούμε καλύτερα, η “αποτίμηση” ανατέθηκε στα δικαστήρια, σε εκατοντάδες επί εκατοντάδων πολιτικών δικών, από τις οποίες προέκυψε μια μεγάλη ποσότητα ειδικών κάθε είδους μιας συνομωσιολογίας που στερείται κάθε βάσης. Συνεχίζουν ως σήμερα αυτό το κήρυγμα τους, για να κόβουν και να ράβουν την ιστορική αλήθεια και μαζί με αυτήν τη δυνατότητα για τις νέες γενιές να κοιτάξουν κατάματα τα προβλήματα. Εκδοχές τις οποίες πλέον κανένας δεν νοιάζεται καν να θέσει σε σύγκριση με εκείνα τα δικαστικά έγγραφα που κόστισαν εκατοντάδες χρόνια κάθειρξης στις φυλακές και πάνω στα οποία χτίστηκαν καριέρες καθώς και ένα ολόκληρο σύστημα έκτακτης ανάγκης. Ένας μηχανισμός που ανασχηματίζεται με διάφορες μορφές, μέσα από τις οποίες η αστική τάξη προσπαθεί να κλείσει -προς όφελος της- τους ανοικτούς λογαριασμούς. Κάθε φορά που φάνηκε στον ορίζοντα η δυνατότητα για μια αποτίμηση, για τη ψήφιση μιας αμνηστίας για τους πολιτικούς κρατούμενους, το λεγόμενο “κόμμα της αδιαλλαξίας” -πάντοτε διακομματικό αλλά καθοδηγούμενο από την πρώην αριστερά- ύψωσε τείχος. Πριν από χρόνια, έφτασαν μάλιστα στο σημείο να ψηφίσουν ένα νόμο που καθιστά πρακτικά αδύνατη την έγκριση μέτρων απόδοσης χάρης ή αμνηστίας. Ακόμα και τώρα, η συγκεκριμένη επιχείρηση – θέαμα ενάντια στους πολιτικούς πρόσφυγες στη Γαλλία, έρχεται μετά από μια δειλή ανακοίνωση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ενάντια στην ισόβια κάθειρξη χωρίς λήξη ποινής, που θέτει την προδοσία από πλευρά του κρατουμένου ως προϋπόθεση της πρόσβασης του στην αποφυλάκιση υπό όρους, ένα αναπόσπαστο πέρασμα για να μην πεθάνει μέσα στη φυλακή. Η ιστορία όμως διδάσκει ότι το ποντάρισμα στη λήθη δεν αποτέλεσε ποτέ μια καλή επένδυση, γιατί όλα όσα απωθούνται επιστρέφουν με αποκρουστικό τρόπο. Γιατί μια κοινωνία χωρίς μνήμη δεν έχει μέλλον.