Μερικές σκέψεις για το “κίνημα” No Green Pass στην Ιταλία

Λάβαμε και δημοσιεύουμε το ακόλουθο κείμενο ενός Ιταλού συντρόφου που ζει στην Αθήνα. Μετάφραση: Προλεταριακή Πρωτοβουλία. Αθήνα. Νοέμβρης 2021.

Οι σημειώσεις που ακολουθούν ας θεωρηθούν ως μια προσωπική συμβολή. Αυτές οι κοινότυπες γραμμές γεννήθηκαν από σκέψεις και συλλογισμούς που προέκυψαν διαβάζοντας άρθρα και συζητώντας με μερικούς συντρόφους και συντρόφισσες εκ του σύνεγγυς. Αποτελούν -στο ελάχιστο- προϊόν της άμεσης παρατήρησης και δεν είναι σύνθεση απόψεων μιας πολιτικής ομάδας.

Η αρχή και το προλεταριακό φολκλόρ.

Είναι σίγουρα χρήσιμο και απαραίτητο για τους σκοπούς αυτού του κειμένου ν’ ανατρέξουμε στους βασικούς σταθμούς αυτού του κινήματος, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τις αιτίες και τη γέννηση του. Για λόγους έκτασης του, και πιστεύοντας ότι πολλοί και πολλές που θα διαβάσουν αυτό το κείμενο θα έχουν ήδη μια πρώτη βασική εικόνα του φαινομένου, δεν θα γράψω ένα χρονικό μέρα τη μέρα για όσα συνέβησαν αλλά θα περιοριστώ σε ένα είδος περιοδικής αναφοράς.

Στα μέσα του περασμένου Ιούλη, ξεκινάει η συζήτηση στη βουλή για τη δυνατότητα εισαγωγής της υποχρεωτικότητας του πράσινου πιστοποιητικού εισόδου [Green Pass] για τους χώρους εργασίας. Ταυτόχρονα, ξεκινάνε και οι πρώτες διαδηλώσεις στις πλατείες. Πολλές ιταλικές πόλεις ανταποκρίνονται σε αυτά τα καλέσματα που κυκλοφορούν στις πλατφόρμες ψηφιακής επικοινωνίας, με πρώτη από όλες εκείνη του Telegram. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, κάθε Σαββατοκύριακο θ’ αρχίζουν να ακούγονται στις μεγαλύτερες ιταλικές πόλεις συνθήματα -με ή χωρίς νόημα- ενάντια στο Green Pass και την “υγειονομική δικτατορία”.

Ήδη από τις πρώτες εβδομάδες, η ατμόσφαιρα που επικρατεί είναι πως πρόκειται για κάτι το ασυνήθιστο, για κάτι το νέο: πολύ μεγάλες διαδηλώσεις για τα ιταλικά δεδομένα, εντελώς αυθόρμητες και χωρίς να έχουν πίσω τους κανενός είδους οργάνωση. Οι επαρχιακές πόλεις είναι αυτές που αρχικά θα προσελκύσουν την περισσότερη προσοχή, όχι τόσο για τους αριθμούς των συμμετεχόντων οι οποίοι αναγκαστικά είναι μικρότεροι από εκείνους στις πρωτεύουσες των νομών αλλά για τη σπανιότητα τους. Κατά τη διάρκεια αυτής της πρώτης φάσης είναι πραγματικά δύσκολο να βρεθεί μια ιταλική πόλη όπου να μην υπήρξαν συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Πέρα από την παραληρηματική επιχειρηματολογία των διάφορων συνωμοσιολόγων και αρνητών (οι οποίοι όμως οφείλουμε να πούμε ότι είναι πολλοί και κυρίως αναδείχθηκαν και υπερπροβλήθηκαν από τα ΜΜΕ με σκοπό την απαξίωση των διαμαρτυριών), ο φόβος που καταγραφόταν κυρίως, ήταν εκείνος γύρω από την υποτιθέμενη ασφάλεια μιας πειραματικής θεραπείας που αναπτύχθηκε μέσα σε λίγους μήνες, δηλαδή τα εμβόλια.

Μπροστά σε αυτό το κοινωνικό υπό-κίνημα, το “κίνημα” ή ότι έχει απομείνει από αυτό, αντέδρασε σπασμωδικά και ασύντακτα. (Θα αφήσω στην άκρη τις “ακραίες” θέσεις, τόσο εκείνων που αποθέωναν χωρίς κριτήρια τις πλατείες βλέποντας σε αυτές τις ιταλικές διαμαρτυρίες τον αντικατοπτρισμό του αγώνα των Κίτρινων Γιλέκων [Gillet Jaunes] στη Γαλλία, όσο και εκείνων που σε κάθε διαδήλωση ανακαλούσαν το σκιάχτρο της [σ.τ.μ φασιστικής] “Πορείας στη Ρώμη”).

Η σύγχυση – η οποία αναμφίβολα οφείλεται σε μια νέα συνθήκη και μια σύνθεση δύσκολα ανιχνεύσιμη- οδήγησε αρχικά σε μια υποβάθμιση του φαινομένου, στην απουσία οποιαδήποτε σκέψης ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας σχετικά με αυτό, στην απαξία -τις περισσότερες φορές για αυτές τις πλατείες και τη θεώρηση τους ως μια στιγμή του φολκλόρ. Μοναδικές εξαιρέσεις υπήρξαν δυο καταστάσεις μικρομεσαίου μεγέθους (στις επαρχίες του Βαρέζε και του Τρέντο, αλλά και η ιδιαίτερη συνθήκη στην Τεργέστη, στην οποία θ’ αναφερθούμε στη συνέχεια), όπου ομάδες συντρόφων – συντροφισσών σε αυτές τις περιοχές συμμετείχαν εξ’ αρχής στις διαμαρτυρίες, προσπαθώντας να καταστήσουν και να δομήσουν αυτές τις στιγμές μέσα από οριζόντιες οργανωτικές μορφές (συνέλευση), και να εισάγουν ευρύτερα ζητήματα που κινούνται πέρα από εκείνο της ελευθερίας επιλογής (που παρ’ όλα αυτά παραμένει η βασική αρχή και το κυρίαρχο ζήτημα), όπως πχ η παρακμή του δημόσιου συστήματος υγείας, οι κρατικές στρατηγικές για την αντιμετώπιση της πανδημίας που στοχεύουν στην -όσο το δυνατόν συντομότερη- επανεκκίνηση της πλήρους παραγωγικής δραστηριότητας, η καταγγελία του Green Pass ως ενός επιπλέον εργαλείου του κοινωνικού ελέγχου κλπ.

Από το ξεκίνημα αυτών των κινητοποιήσεων υπήρξε μια κοινή πρόσληψη μεταξύ των συντρόφων – συντροφισσών, μια διανοουμενίστικη απαξίωση των συμμετεχόντων στις διαμαρτυρίες, οι οποίοι και σκιαγραφούνται ως ανίδεοι και επομένως αχρείοι. Πιστεύω ότι μια τέτοια αντιμετώπιση δεν ταιριάζει διόλου σε επαναστάτες και επαναστάτριες. Όπως έγραφε ο Αντόνιο Γκράμσι και όπως υπογράμμιζε πρόσφατα ένας άλλος σύντροφος [στα ιταλικά στο https://ilrovescio.info/2021/09/05/tesi-sul-covid-1984/ ], η προλεταριακή κουλτούρα δεν πρέπει να υιοθετεί μια αφ’ υψηλού και σχολαστική στάση απέναντι στο λαϊκό φολκλόρ, αλλά πρέπει να αναλαμβάνει το καθήκον της πρόσληψης των στοιχείων που εμπεριέχουν την αλήθεια έτσι ώστε να την απελευθερώσουν από τις μοιρολατρικές αναπαραστάσεις της. Επομένως, δικό μας καθήκον είναι το ξεκαθάρισμα, αντιλαμβανόμενοι όμως ποια είναι εκείνα τα στοιχεία της αλήθειας: η κριτική ενάντια στους φαρμακευτικούς ομίλους και το μιντιακό σύστημα που βρίσκεται εξ’ ολοκλήρου στην υπηρεσία των κυβερνήσεων, ένα σύστημα υγείας που εξακολουθεί να είναι άθλιο. Αν δεν βάλουμε εμείς οι ίδιοι σε μια σειρά αυτές τις συζητήσεις προσπαθώντας να αποκτήσουμε ένα προσβάσιμο ερμηνευτικό πλαίσιο, τότε ποιος θα το κάνει;

Η στασιμότητα των πρακτικών και η χαμένη αίσθηση της κοινότητας

Οι διαμαρτυρίες συνεχίζονται για πολλές εβδομάδες. Τα άτομα που κατεβαίνουν στις πλατείες συνεχίζουν να είναι πολλά, ακόμα και εν μέσω μιας περιόδου όπως η καλοκαιρινή, κατά τη διάρκεια της οποία οι πόλεις αδειάζουν.

Κατά τη διάρκεια των πορειών, εξ’ αρχής εντοπίζονται τα σημεία που θεωρούνται ενδιαφέροντα (θεσμικές και μιντιακές έδρες) και κινούνται προς τα εκεί. Η επιφυλακτική και συνετή στάση της αστυνομίας φροντίζει για τα υπόλοιπα. Το σκηνικό που επαναλαμβάνεται είναι πάνω κάτω, κάθε φορά το ίδιο: μια στατική συγκέντρωση αρχίζει να κινείται χωρίς να έχει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση μέσα στην πόλη. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων όχι μόνο δεν έρχεται σε συμφωνία με την αστυνομία αλλά τείνει να περιθωριοποιεί τις φωνές εκείνων που προτείνουν μια πιο διαλογική και συμφιλιωτική στάση με τις αστυνομικές δυνάμεις. Παρ’ όλα αυτά, σχεδόν ποτέ δεν προκύπτει σύγκρουση. Θα πρέπει να περάσουν πολλές εβδομάδες μέχρι να καταγραφούν οι πρώτες συλλήψεις. Η αστυνομική διεύθυνση δεν ξέρει πως να συμπεριφερθεί, δεν υπάρχουν υπεύθυνοι, δεν υπάρχουν πολιτικές ομάδες τις οποίες να καταστείλει ή να μπορέσει ν’ ανοίξει ένα διάλογο. Το κράτος σε αυτή την πρώτη φάση “περιορίζεται” στον εξορκισμό του αντιεμβολιαστικού [no vax] τέρατος και να παρουσιάζει όλους τους συμμετέχοντες σαν παράφρονες και ανόητους.

Βγάζει μάτι, τουλάχιστον για όποιον γράφει αυτές τις σελίδες, το γεγονός ότι οι πρακτικές δεν αλλάζουν, κάθε πορεία μοιάζει με μια επιστροφή συνέχεια στα ίδια, υπάρχει ένα όριο που δεν γίνεται κατορθωτό να ξεπεραστεί. Οι αστυνομικές δυνάμεις γίνονται αντιληπτές ως δυνητικά “φίλιες”, οι οποίες πρέπει να πειστούν παρά να πολεμηθούν. Πρόκειται για κάτι που προκύπτει σε όλες τις κοινωνικά διάχυτες συγκρούσεις, το οποίο όμως συνήθως, αρκετά σύντομα μεταβάλλεται.

Αυτή η ακινησία των πρακτικών, καθορισμένη εν μέρει και από το αποτελεσματικό ιταλικό σύστημα κατασκοπίας και καταστολής, έκανε αδύνατο το ξεκαθάρισμα επί τόπου της σύνθεσης των συμμετεχόντων, καθώς και την άμεση και ξεκάθαρη ανάδυση των ταξικών χαρακτηριστικών, με αποτέλεσμα η γκρίζα ζώνη αυτών των διαμαρτυριών να παραμείνει ως τέτοια, δηλαδή αόριστη. Χωρίς να θέλουμε να είμαστε προκατειλημμένοι σχετικά με τα “κλασικά” προβλήματα της σύνθεσης και των διαταξικών συμφερόντων που μια διαμαρτυρία σαν κι αυτή εκφράζουν, είναι ξεκάθαρο ότι δεν δόθηκαν ευκαιρίες για τις πρακτικές στιγμές ενός τέτοιου ξεκαθαρίσματος. Αναφέρομαι για παράδειγμα, σε εκείνο που δυο Αμερικάνοι σύντροφοι είχαν ορίσει ως meme με το ζόρι”, αναλύοντας τις διαμαρτυρίες των Κίτρινων Γιλέκων [στη Γαλλία] σ’ ένα ενδιαφέρον άρθρο τους [ στα αγγλικά https://www.metamute.org/editorial/articles/memes-force-%E2%80%93-lessons-yellow-vests ]. Οι συγγραφείς του συγκεκριμένου άρθρου, παρατηρούν ότι οι πρακτικές κατά τη διάρκεια αυτών των γαλλικών διαμαρτυριών είναι εκείνες που παίζουν ένα ρόλο ξεκαθαρίσματος, όπως στην περίπτωση της “αντιφασιστικής πρακτικής της λεηλασίας”: οι λεηλασίες λειτούργησαν ως ένα κυριολεκτικό σημείο τομής, το οποίο -μαζί με την πολυάριθμη παρουσία συντρόφων και συντροφισσών στις πλατείες- επισφράγισε έμπρακτα το τέλος της παρουσίας των φασιστών σε αυτές τις διαμαρτυρίες.

Το άλλο πράγμα που βγάζει μάτι στις μεγάλες πόλεις, με εξαίρεση μερικές μικρές πόλεις όπου οι ομάδες συντρόφων – συντροφισσών είναι δραστήριες και παρούσες, είναι η απουσία ενός κοινοτικού δεσμού μεταξύ των συμμετεχόντων σ’ αυτές τις διαμαρτυρίες. Η θέληση για τη δημιουργία κοινότητας εκεί όπου η μοναδική υπαρκτή είναι εκείνη του Κεφαλαίου, ένα αίσθημα που οδήγησε στην κατάληψης των οδικών κόμβων και των πλατειών, ένα κοινό και σταθερό νήμα που ενώσε τις αραβικές ανοίξεις του 2011 με τα Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία, εδώ δεν φαίνεται -προς το παρόν- να προκύπτει. Ένα στοιχείο, το οποίο τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, είναι απόλυτα ενδιαφέρον και πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη.

Οι ναυτεργάτες της Τεργέστης και το παραδοσιακά ταξικό κομμάτι

Μια από τις μεγαλύτερες περιφερειακές πλατείες υπήρξε εκείνη της Τεργέστης. Σε αυτήν την πόλη, στην περιοχή του Φρίουλι, από τον Αύγουστο κι έπειτα πραγματοποιήθηκαν μια σειρά μαζικών διαδηλώσεων, από 5.000 μέχρι 20.000 ατόμων κάθε Σάββατο. Μια ομάδα συντρόφων που συμμετείχε εξ’ αρχής στις διαμαρτυρίες καθώς και στη δημιουργία του Coordinamento [Συντονιστικού] No Green Pass, μια από τις λίγες χειροπιαστές απόπειρες οργάνωσης και συντονισμού, έγραψε σχετικά δυο ενδιαφέροντα κείμενα στα οποία και παραπέμπουμε [στα ιταλικά https://ilrovescio.info/2021/10/14/un-prospettiva-sulle-mobilitazioni-contro-il-green-pass-a-trieste/ & https://ilrovescio.info/2021/11/02/una-prospettiva-sulle-mobilitazioni-contro-il-green-pass-a-trieste-seconda-parte/ ]

Ένα από τα σημεία τομής των κινητοποιήσεων στην Τεργέστη υπήρξε αναμφίβολα η εμφάνιση στο πεδίο των ναυτεργατών.

Από την Παρασκεύη 15 Οκτώβρη οπότε και τέθηκε σε εφαρμογή η υποχρεωτικότητα του Green Pass στους χώρους εργασίας, οι ναυτεργάτες της Τεργέστης μαζί με πολλούς αλληλέγγυους έδωσαν ραντεβού έξω από τις πύλες του λιμανιού, μπλοκάροντας έμπρακτα την ροή των εμπορευμάτων σε αυτό που είναι το μεγαλύτερο λιμάνι της Ιταλίας. H συμμετοχή την πρώτη μέρα της απεργίας είναι μεγάλη αλλά αμέσως μετά αρχίζει να ελαττώνεται. Το Κράτος, αφού πρώτα αποπειράθηκε να διαπραγματευτεί με τους διαδηλωτές, τελικά χρησιμοποίησε βία το πρωινό της Δευτέρας 18 Οκτώβρη, διαλύοντας τη συγκέντρωση με ρίψη δακρυγόνων και χρήση γκλοπ. Ακολούθησε μια ολόκληρη ημέρα ταραχών σε όλη την πόλη, με συγκεντρώσεις και συγκρούσεις. Μετά από αυτή τη στιγμή κορύφωσης που τράβηξε την προσοχή των μμε και της κοινής γνώμης, οι διαμαρτυρίες στην Τεργέστη άρχισαν να φθίνουν. Θα ήταν αρκετά μακροσκελές και πολύπλοκο αν προσπαθούσαμε από μακριά να αντιληφθούμε τους λόγους αυτής της κατάρρευσης: ίσως, ένα “οργανωτικό” επίπεδο που δεν μπορούσε να βρεθεί προετοιμασμένο στις συγκρούσεις, μερικά σημεία αναφοράς των ίδιων των ναυτεργατών που αφέθηκαν στη γοητεία αντιεμβολιαστικών [no vax] κομματιδίων, χάνοντας έτσι τη συναίνεση της πλειοψηφίας της βάσης, η δαιμονοποίηση των συγκρούσεων και του ίδιου τους κινήματος από την πλευρά των ΜΜΕ, του Κράτους κλπ.

Αυτό που θέλουμε να υπογραμμίσουμε είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτό το γεγονός καθόρισε την εμφάνιση στο πεδίο πολλών συνδικαλιστικών οργανώσεων βάσης και μερικών αυτόνομων συνελεύσεων εργαζομένων. Η κάθοδος στο πεδίο των ναυτεργατών της Τεργέστης (και εν μέρει και εκείνων της Γένοβας) άλλαξε το πρόσημο των διαμαρτυριών. Μετά τη δική τους κάθοδο στο πεδίο, πολλοί κλάδοι εργαζομένων και μερικά συνδικάτα βάσης [USB, SI COBAS, CUB] άρχισαν να διαδηλώνουν ανοιχτά την εναντίωση τους στο πράσινο πιστοποιητικό εισόδου ως μέτρο διακρίσεων μεταξύ των εργαζομένων. Παράδειγμα αυτού του γεγονότος αποτελούν οι πολυάριθμες συγκεντρώσεις που έχουν καλεστεί έξω από εργοστάσια και άλλους χώρους εργασίας από μερικά συνδικάτα κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στο Green Pass. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτά τα συνδικάτα δηλώνουν ανοιχτά ότι είναι υπέρ του εμβολίου αλλά ενάντια στο πολιτικό μέτρο του Green Pass. Με λίγα λόγια ένα κομμάτι, πιο -ας μου επιτραπεί ο όρος- παραδοσιακό της ταξικής σύγκρουσης, εισήλθε στο πεδίο της μάχης.

(Ίσως αυτή θα μπορούσε να είναι και η σημασία της έννοιας “της πρακτικής του ξεκαθαρίσματος”, την οποία προσπαθούσαμε να λάβουμε υπόψη προηγουμένως;)

Έπειτα από αυτό που χαρακτηρίσαμε προηγουμένως ως “κατάρρευση” που ακολούθησε μετά τις πολύ τεταμένες ημέρες στα μέσα του Οκτώβρη, η πλατεία στην Τεργέστη επανήλθε και πάλι σε μια διάσταση πιο τοπική και “μικρή”, η οποία δεν έπαψε να προσφέρει στοιχεία χρήσιμα για σκέψη. Το Σάββατο 6 Νοέμβρη, μια πορεία 8.000 ατόμων διέσχισε τους δρόμους της πόλης και καταγράφηκαν “στιγμές έντασης με τις αστυνομικές δυνάμεις”.

Φασιστικές ομάδες

Οι φασίστες γυρόφεραν αυτές τις πλατείες ήδη από την αρχή αυτού του κινήματος, αλλά περπατώντας στις μύτες των ποδιών τους, χωρίς να κατεβούνε με μπλοκ ή σημαίες, μ’ εξαίρεση τη Ρώμη όπου η Forza Nuova κράτησε εξ’ αρχής μια στάση ανοιχτής παρουσίας. Στη Ρώμη, οι φασίστες κινήθηκαν “βάσει εγχειριδίου”, απέσπασαν νομιμοποίηση κατά τη διάρκεια των πρώτων ραντεβού και σιγά σιγά άρχισαν να θέτουν όλο και περισσότερο τα δικά τους περιεχόμενα, εκμεταλλευόμενοι και τις γνωριμίες τους και μια δομή επιμελητείας συγκροτημένης ομάδας. Κατέστησαν σε προσβάσιμες τις μικροφωνικές εγκαταστάσεις τους και κατέβασαν αλυσίδες μπράβων για τη διάσπαση εκείνων της αστυνομίας, μίλησαν για ζητήματα που “έχουν νόημα” μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα. Το στρατηγικό επίτευγμα των φασιστών υπήρξε σίγουρα η έφοδος στα γραφεία της CGIL στις 9 Οκτώβρη στη Ρώμη. Μια έφοδος που καθοδηγήθηκε από τα στελέχη της Forza Nuova αλλά υποστηρίχθηκε στη συνέχεια από μια αριθμητικά υπολογίσιμη μερίδα των 20.000 διαδηλωτών που κατέβηκαν εκείνη την ημέρα στους δρόμους της πρωτεύουσας, Η CGIL είναι ένα από τα πιο μεγάλα συνδικάτα της Ιταλίας, μια συνομοσπονδία, η οποία γεννήθηκε μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος και στη συνέχεια ακολούθησε κατά πόδας την παρακμιακή πορεία του ίδιου του PCI. Εκ των πραγμάτων, το συγκεκριμένο συνδικάτο είναι συνυπεύθυνο για το ξήλωμα -σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση- των δικαιωμάτων των εργαζομένων, για τη βιομηχανική αποτοπικοποίηση [με το κλείσιμο εργοστασίων], καθώς και φορέας υπογραφής κάθε είδους συμφωνίας με τα αφεντικά για την [εργατική] υποτίμηση. Χτυπώντας την CGIL, οι φασίστες επιτέθηκαν σ’ ένα από τα σύμβολα της κατεστημένης εξουσίας αλλά φυσικά σ’ ένα σύμβολο που πολιτικά γι’ αυτούς μπορούσε να ξοδευτεί. Για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστικό ότι πήγανε στην κεντρική έδρα ενός συνδικάτου που -όπως και να έχει- θεωρείται αριστερό και όχι -για παράδειγμα- σ’ εκείνη του ΣΕΒ [Confindustria]. Δεν έχουν καταγραφεί, τουλάχιστον εξ’ όσων γνωρίζει ο συντάκτης αυτού του κειμένου, οργανωμένες και διαρκείς απόπειρες από πλευράς ομάδες συντρόφων – συντροφισσών ή άλλων κινηματικών δυνάμεων που να στοχεύουν στην εκδίωξη των φασιστών από αυτές τις πλατείες. Η δύσκολη συνθήκη και η “διακριτική” παρουσία τους, οδήγησε στο να μην θεωρηθεί από κανέναν φρόνιμο να διώξει με το άγριο τις φασιστικές ομάδες, έχοντας έτσι την ανοχή των πάντων και θεωρούμενοι ως “ασήμαντοι”. Θα ήταν ενδιαφέρουσα μια συζήτηση με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες στην Ιταλία σχετικά με αυτό το σημείο. Για παράδειγμα, έτσι δεν υπάρχει ο κίνδυνος μέσω αυτής της χαλαρής στάσης να κανονικοποιηθεί η παρουσία τους μέσα σε αυτές τις διαμαρτυρίες; δεν υπάρχει ο κίνδυνος όταν έρθει -τελικά- η ώρα να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα -ουσιαστικά- κανένας να μην αντιλαμβάνεται πλέον μια παρέμβαση τέτοιου είδους; Αυτές οι ερωτήσεις δεν τίθενται προβοκατόρικα αλλά εκκινούν από ένα ειλικρινές ενδιαφέρον και μια θέληση για ζύμωση.

Νόθα κινήματα και στρατηγική

Όλα όσα συμβαίνουν στην Ιταλία, η μεγάλη συμμετοχή των χαμηλών στρωμάτων του πληθυσμού, η υπερβολική αντίδραση της κυβέρνησης, η συσκότιση αυτών των διαμαρτυριών από τα ΜΜΕ κλπ, αποτελούν σημάδια του γεγονότος ότι το πολιτικό ζήτημα του Green Pass είναι -κατά κάποιο τρόπο- κεντρικό για το ιταλικό Κράτος. Προτεραιότητα του αποτελεί η εύρεση ενός συμβιβασμού ανάμεσα στη δημόσια υγεία (εννοούμενης -σ’ αυτήν την περίπτωση- ως το αναγκαίο περιθώριο επιβίωσης της εργατικής δύναμης) και την οικονομία. Αυτός ο συμβιβασμός απέκτησε ένα όνομα: Green Pass. Μέσα από την αποδοχή, από πλευράς των πολιτών, αυτού του μέτρου περνάει ένας από τους βασικούς στρατηγικούς άξονες των κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια των ερχόμενων μηνών. Με αφορμή αυτό το ζήτημα, επισυνάπτω ένα καλοφτιαγμένο κείμενο που καταπιάνεται με αυτά τα θέματα μέσα από μια ιστορική προοπτική [στα ελληνικά: https://antithesi.gr/?p=877 ]

Το κίνημα No Green Pass με όλες τις αντιφάσεις που υπογράμμισα προηγουμένως, με το φορτίο των διφορούμενων περιεχομένων καθώς και μ’ εκείνο των εντελώς αδιάφορων (τουλάχιστον για τον συντάκτη) εκφράσεων του, αποτελεί αυτήν τη στιγμή στην Ιταλία τη μοναδική υπαρκτή κοινωνική αντιπολίτευση ενάντια στην κυβέρνηση του τραπεζίτη Ντράγκι. Υπό αυτούς τους όρους, αν τα εμβόλια δεν προστατεύουν αποτελεσματικά από τη μετάδοση της νόσου, τα δωρεάν τεστ μετατρέπονται σ’ ένα σημαντικό΄κοινωνικό και συλλογικό αίτημα. Ένα αίτημα που δεν τέθηκε όμως ξεκάθαρα από αυτό το πολύμορφο και συγχυσμένο κίνημα.

Αυτές οι κοινότυπες γραμμές στοχεύουν να θέσουν μερικά ζητήματα συζήτησης και να θέσουν κυρίως τα ερωτήματα παρά να δώσουν τις απαντήσεις. Απαντήσεις που μπορούν ν’ αναζητηθούν μέσα στην επαναστατική πρακτική (δηλαδή θεωρία). Όλα όσα συμβαίνουν στην Ιταλία αποτελούν μια ενδιαφέρουσα περίπτωση για έρευνα, όποια κι αν είναι η κατάληξη που θα υπάρξει. Το κίνημα ενάντια στο πράσινο πιστοποιητικό εισόδου παίρνει μεγάλες διαστάσεις για τα δεδομένα της Ιταλίας (τόσο μεγάλες και συχνές διαδηλώσεις δεν γίνονταν εδώ και πολλά χρόνια) και καθίσταται σε κεντρικό ζήτημα για το πολιτικό σκηνικό. Νομίζω ότι μπορεί κάλλιστα να ενταχτεί -φυσικά με όλες τις υπάρχουσες διαφορές- μαζί μ’ εκείνα τα “νόθα” κινήματα, όπως τα είχε χαρακτηρίσει κάποιος, που χαρακτηρίζουν όλο και περισσότερο το δυτικό πολιτικό σκηνικό. Κλείνω εδώ, αφού το συγκεκριμένο είναι το αντικείμενο για μια ευρύτερη και περιπλοκότερη συζήτηση, η οποία θα έπρεπε ήδη να γίνεται, αφήνοντας κάπως κατά μέρος τα ιδεολογικά σχήματα που όλοι και όλες -λίγο ή πολύ- φέρουμε μέσα μας.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *