ΔΣΕ: “Καινούργιος Ουρανός” & “Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη!”. Μια συντροφική συζήτηση για ένα ντοκιμαντέρ & ένα βιβλίο.

 

Κατά τη διάρκεια του περασμένου καλοκαιριού είδαν το φως της δημοσιότητας δυο ξεχωριστά έργα που το καθένα συμβάλει, με τον δικό του τρόπο, στo ακόνισμα της ταξικής Μνήμης και την υπεράσπιση της επαναστατικής Ιστορίας του τόπου μας.

Πρόκειται για το αυτοχρηματοδοτημένο ντοκιμαντέρ “Καινούργιος Ουρανός. Οι Γυναίκες στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας” σε σενάριο – σκηνοθεσία Γιάννη Ξύδα, την πιο πρόσφατη παραγωγή της Ομάδας “Συλλογική Μνήμη” που -πριν προβληθεί σε δεκάδες πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους σε όλη τη χώρα- έκανε πρεμιέρα στο 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και το βιβλίο “Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη! Ο λαϊκός επαναστατικός πόλεμος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας 1946-49” του Άρη Σειρηνίδη, μια πυκνή αναλυτική έρευνα 584 σελίδων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ.

Με τον “Καινούργιο Ουρανό”, ο φίλος και σύντροφος Γιάννης συνεχίζει μετά τους “Παρτιζάνους των Αθηνών”– να συμβάλει υποδειγματικά στη μάχη ενάντια στην παραχάραξη και τη λήθη, μέσα από την προφορική ιστορία, δίνοντας το λόγο σε μαχήτριες του ΔΣΕ, οι οποίες περισσότερα από 70 χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου μοιράζονται για πρώτη φορά μπροστά στον κινηματογραφικό φακό, μ’ έκδηλη την περηφάνια και τη συγκίνηση, τις συγκλονιστικές αναμνήσεις τους.

Με το “Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη!”, ο φίλος και σύντροφος Άρης προσφέρει μια πληρέστατη πολιτική ιστορική μελέτη, ένα πολύτιμο τεκμήριο υπεράσπισης της επαναστατικής παρακαταθήκης του ΔΣΕ που όπως γράφει και η Ομάδα Επαναστατικής Ιστορίας στον Πρόλογο της– “περισσότερο από υπόθεση μνήμης, είναι η διαρκής υπόμνηση της ιστορικής δυνατότητας “να θεριεύει ο γίγαντας τώρα λαός και [να] σπάει δεσμά και αλυσίδες”.

Η αξία αυτών των δυο ξεχωριστών έργων θεωρείται από πλευράς μας ανεκτίμητη και εκτιμούμε πως αποκτάει μεγαλύτερη βαρύτητα από το γεγονός ότι οι δημιουργοί τους, αν και δεν είναι ακαδημαϊκοί, (των οποίων η ιστορική έρευνα ν’ αποτελεί αποκλειστική απασχόληση και μέσο βιοπορισμού) ωστόσο μέσα από την αρτιότητα τουςκαταφέρνουν ν’ αποδείξουν έμπρακτα ότι την Ιστορία μας, την Ιστορία των “από τα κάτω” – “μέσα στην ανηφορική, αδιάκοπη και αυξομειούμενη πορεία τους για την Απελευθέρωση από τα δεσμά της κεφαλαιο-κρατικής και ιμπεριαλιστικής Εξουσίας”– δεν την γράφει (μονάχα) η “καθ’ έδρας επιστήμη και ιστοριογραφία”, αλλά μπορούν κάλλιστανα την γράψουν και να την επαναφέρουν ζωντανή στο σήμερα (ακόμα) και δυο σερβιτόροι…

Με βάση αυτές τις σκέψεις κι ενώ αυτά τα δύο έργα συνεχίζουν (μέσω προβολών, παρουσιάσεων, συζητήσεων) το ταξίδι τους σε όλη τη χώρα, θεωρήσαμε χρήσιμο να θέσουμε κάποια ερωτήματα σχετικά με τα ερεθίσματα που μπορούν να βάλουν σε κίνηση μια κοπιαστική και μακρόχρονη δουλειά σαν κι αυτή, με το νόημα που μπορεί να φέρει στο σήμερα η εξιστόρηση της λαϊκής εποποιίας της “δρακογενιάς” του ‘40 καθώς και με τη σημασία της πολιτικής ιστορικής έρευνας από προλεταριακή – διεθνιστική, αντικαπιταλιστική – αντιιμπεριαλιστική σκοπιά.

Στα ερωτήματα μας απάντησαν ο φίλος και σύντροφος Άρης και η φίλη και συντρόφισσα Χριστίνα Κονιάλη που είχε τη γενική εποπτεία του “Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη!” και έγραψε το κεφάλαιο “Οι γυναίκες στο ΔΣΕ” ενώ επίσης συνεισέφερε ως βοηθός παραγωγής της Ομάδας “Συλλογική Μνήμη” και συγγραφέας της άρτιας μπροσούρας που συνόδευσε τον “Καινούργιο Ουρανό”.

Καταρχήν, ένα ερώτημα που προκύπτει αυθόρμητα έχει να κάνει με τους λόγους και τις αιτίες που μπορούν να θέσουν σε κίνηση την επίμονη και συστηματική δουλειά που απαιτεί η ολοκλήρωση έργων σαν κι αυτά. To θέτω αυτό, με δεδομένο το γεγονός ότι και οι τρεις μας, όπως και ο Γιάννης, προερχόμαστε από τη γενιά που ενηλικιώθηκε στην Αθήνα, τη “μεταψυχροπολεμική” δεκαετία του 1990, τότε που πάνω στα συντρίμμια του τείχους του Βερολίνου – εν μέσω κίβδηλης “εθνικής συμφιλίωσης”, “κοινωνικής συναίνεσης” και επίπλαστης “ευμάρειας”– η λαϊκή επανάσταση του ΔΣΕ (1946-49) αποτελούσε θέμα ταμπού –τόσο για την κοινοβουλευτική/εξωκοινοβουλευτική Αριστερά όσο και για τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο– και οι όποιες αναφορές σε αυτήν, ξεκινούσαν με τη “λαθολογία” και το ανάθεμα στην “αποχή από τις εκλογές” του ’46 και το “όπλο παρά πόδα” μετά τη στρατιωτική ήττα του ‘49, ενώ η κυρίαρχη “μεταμοντέρνα” αφήγηση τους κατέληγε ρητά ή διά της πλαγίας στο διαλεκτικά ανιστόρητο αφήγημα: “ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι”…

Από την άλλη, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι τα δυο συγκεκριμένα έργα έρχονται να συμβάλουν σημαντικά και να προστεθούν σε μια σειρά αντίστοιχων ερευνών, μαρτυριών, αρχείων, τεκμηρίων και μελετών, που είδαν το φως της δημοσιότητας – κατά τη διάρκεια των (όχι πολλών) τελευταίων χρόνων– και αφορούν την εξιστόρηση και την εξαγωγή χρήσιμων πολιτικών και ιστορικών συμπερασμάτων από τη λαϊκή εποποιία εκείνης της ταραγμένης δεκαετίας του 1940. Εν τέλει, μέσα στις σημερινές δοσμένες και ζοφερές συνθήκες, ποια μπορεί και πρέπει να είναι η σημασία της πολιτικής – ιστορικής έρευνας από προλεταριακή – διεθνιστική, αντικαπιταλιστική – αντιιμπεριαλιστική σκοπιά;

Α.Σ Να ευχαριστήσουμε καταρχήν θερμά τον σύντροφο και φίλο Λεωνίδα γι αυτήν τη συζήτηση καθώς και για την ανάδειξη της δουλειάς μας μέσα από τις κινηματικές ιστοσελίδες στις οποίες συμμετέχει.

Όπως αναφέρεται στον πρόλογο του βιβλίου, το βιβλίο «μέσα από την ανάδειξη και την υπεράσπιση της επαναστατικής ιστορίας της χώρας» φιλοδοξεί «να αποτελέσει μια συμβολή στην ανάπτυξη ενός σύγχρονου επαναστατικού κινήματος». Το ερώτημα βέβαια που αυτομάτως τίθεται εδώ, είναι πώς και σε τι βαθμό η ιστορία επενεργεί στα ζητήματα του παρόντος. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων σχεδόν χρόνων συγγραφής του βιβλίου, το παραπάνω ερώτημα, το ερώτημα με άλλα λόγια της σχέσης ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν της ταξικής πάλης, ανέκυπτε διαρκώς μπροστά μου ως πρόβλημα πολιτικό, θεωρητικό, φιλοσοφικό. Όπως εμπειρικά διαπίστωνα, η διαμόρφωση της θέσης μου για το «τι ήταν ο ΔΣΕ» επενεργούσε καταλυτικά στο πώς συγκροτούσα τη θέση μου για την τρέχουσα συγκυρία. Αλλά και αντίστροφα. Το πώς αντιμετώπιζα τα ζητήματα του παρόντος είχε σαφή αντανάκλαση στην οπτική μου για τον ΔΣΕ.

Το κλειδί για την κατανόηση αυτής της σχέσης το βρήκα στη φράση του Α. Γκράμσι: «Το παρόν είναι η κριτική του παρελθόντος». Από το πώς διαβάζουμε την ιστορία, από το πώς την αναλύουμε και την ερμηνεύουμε, από το πώς εν τέλει τοποθετούμαστε απέναντι της απορρέει και μια συγκεκριμένη θέση για το παρόν. Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς αυτό. Τα πολιτικά και ιδεολογικά θεμέλια του ΔΣΕ βρίσκονται στη συγκεκριμένη θεώρηση της νεοελληνικής ιστορίας που έκανε το ΚΚΕ τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930. Από το πώς απάντησε το ΚΚΕ στα ερωτήματα σχετικά με τη γέννηση του ελληνικού έθνους, τη συγκρότηση και τη φυσιογνωμία της ελληνικής αστικής τάξης, τον χαρακτήρα της επανάστασης του 1821 και την εξέλιξη των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στην Ελλάδα στον 19ο αιώνα και στο πρώτο μισό του 20ου, προέκυψε μια συγκεκριμένη εποπτεία του παρόντος και μια αντίστοιχη στρατηγική, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε η κορυφαία περίοδος της ταξικής πάλης στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, η επαναστατική εποποιία της δεκαετίας του 1940.

Είναι προφανές ότι μια διαφορετική θεώρηση της νεοελληνικής ιστορίας θα έδινε ένα διαφορετικό παρόν και ως εκ τούτου ένα διαφορετικό μέλλον για το ΚΚΕ. Γι αυτό ακριβώς, το ζήτημα της ιστορίας αποτέλεσε για το ΚΚΕ εκείνης της εποχής κεντρικό ιδεολογικό και πολιτικό επίδικο. Αποκαλυπτική ως προς αυτό ήταν η σφοδρή διαπάλη στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος ανάμεσα στον Γ. Ζεύγο και τον Γ. Κορδάτο σχετικά με τον χαρακτήρα της επανάστασης του 1821, και βέβαια η ολομέτωπη σύγκρουση του ΚΚΕ με την αστική θεωρία του «τρισχιλιετούς ελληνικού έθνους» του Κ.Παπαρρηγόπουλου.

Αντίστοιχα και σήμερα, η ανάπτυξη ενός σύγχρονου επαναστατικού κινήματος περνά μέσα από τη διατύπωση μιας ολοκληρωμένης θέσης τόσο για την ίδια του την ιστορία, όσο και για τη νεοελληνική ιστορία συνολικά. Πεποίθηση μου είναι ότι η πρόσληψη του ΔΣΕ από το σύγχρονο κίνημα ως της «δύναμης εκείνης που μορφοποίησε πιο ανάγλυφα από ποτέ την ιστορική δυνατότητα για μια Ελλάδα των λαϊκών τάξεων, για μια Ελλάδα ανεξάρτητη, δημοκρατική, σοσιαλιστική», μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά προς την κατεύθυνση αυτή.

Αυτά τα δυο έργα αποτελούν τον καρπό μιας επίμονης και συστηματικής δουλειάς, η οποία δεν αποτελεί την επαγγελματική (ακαδημαϊκή ή άλλη) ενασχόληση των δημιουργών τους. Αυτό αποτελεί από μόνο του ένα στοιχείο που προσθέτει επιπλέον αξία στις δυο συγκεκριμένες συμβολές στην επαναστατική Ιστορία του τόπου μας. Ως προς αυτό, Άρη θα ήθελες να αναφερθείς στην πορεία που ακολουθήθηκε μέχρι ο τόμος “Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη!” να φτάσει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων;

Α.Σ. Αφετηρία για την συγγραφή του βιβλίου υπήρξε η εκδήλωση για τα 70 χρόνια από την ίδρυση του ΔΣΕ με τίτλο: «Η ιστορία του ΔΣΕ είναι η ιστορία μιας λαϊκής επανάστασης», που πραγματοποιήσαμε τον Φεβρουάριο του 2017, μια ομάδα συντρόφων και συντροφισσών από την Ταξική Αντεπίθεση. Η αρχική σκέψη ήταν οι εισηγήσεις της εκδήλωσης να αποτελέσουν το υλικό για την έκδοση μιας μπροσούρας. Ήδη, ωστόσο, κατά τη διάρκεια της συγγραφής των εισηγήσεων θα γεννηθούν σκέψεις για μια πιο εμπεριστατωμένη και συνολική μελέτη του ζητήματος.

Όσο πιο πολύ καταδυόμουν στην ιστορία του ΔΣΕ και προχωρούσα στην επεξεργασία του πλήθους των παραμέτρων (ιδεολογικών, πολιτικών, θεωρητικών) που την συγκροτούν, τόσο περισσότερο κατανοούσα την ιστορική και πολιτική της σημασία και συνακόλουθα την ανάγκη περαιτέρω μελέτης της. Όπως διαπίστωνα, σε πολλά θέματα που νόμιζα ότι τα γνώριζα καλά παρουσίαζα σοβαρές ελλείψεις, ενώ υπήρχαν πολλά άλλα κρίσιμα, για την κατανόηση του ΔΣΕ, ζητήματα που είτε τα αγνοούσα είτε είχα δώσει λίγη προσοχή. Σταδιακά και ενώ εμπλούτιζα το υπάρχον υλικό, εγκατέλειψα την ιδέα της μπροσούρας για να στοχεύσω πιο ψηλά, στη συγγραφή ενός βιβλίου.

Η καθεαυτή διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου κράτησε γύρω στα τριάμισι χρόνια. Αν έπρεπε επιγραμματικά να πω κάτι για τη διαδικασία συγγραφής, θα έλεγα ότι αποτέλεσε σταθμό για την πολίτικη μου ωρίμαση, την αιτία να εμβαθύνω σε θεμελιακά ζητήματα της επαναστατικής θεωρίας. Όπως θα διαπιστώσω μέσα στις αναρίθμητες ώρες διαβάσματος και γραψίματος, η στοιχειοθέτηση του γιατί «ο ΔΣΕ αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη απόπειρα επαναστατικού μετασχηματισμού της Ελλάδας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους» δεν μπορούσε να γίνει χωρίς να έχω επαρκείς απαντήσεις στα πρωταρχικά ερωτήματα: τι είναι ο καπιταλισμός, ο ιμπεριαλισμός, η ιμπεριαλιστική εξάρτηση, η κοινωνική επανάσταση, ο σοσιαλισμός, ο κομμουνισμός, οι τάξεις, ο ιστορικός υλισμός κ.α.

Η ιστορία του ΔΣΕ όμως δεν αποτελεί μόνο ένα θεωρητικό πρόβλημα. Μια επανάσταση δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα από τη θεωρία και για το λόγο αυτό αποτυγχάνουν, κατά την άποψη μου, να ερμηνεύσουν τον ΔΣΕ -όπως και άλλες επαναστάσεις- ιστορικοί και πολιτικοί επιστήμονες, εξαιρετικά καταρτισμένοι κατά τα άλλα, που βρίσκονται ωστόσο έξω από τη ζώσα ιστορία της ταξικής πάλης. Την καλύτερη απάντηση ως προς αυτό τη δίνει ο ίδιος ο ΔΣΕ: ένα μεγάλο μέρος από τους μαχητές και τις μαχήτριες του δεν είχαν ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση και δεν είχαν διαβάσει ούτε το «Κεφάλαιο» του Μαρξ, ούτε τον «Ιμπεριαλισμό» του Λένιν, ωστόσο έφτασαν σε τέτοια επίπεδα ταξικής συνείδησης και κομμουνιστικής συγκρότησης, ώστε να αναμετρηθούν μέχρις εσχάτων με την ελληνική αστική τάξη και δύο ιμπεριαλισμούς. Ισχύει εδώ νομίζω απόλυτα η θέση ότι ο κομμουνισμός ως φιλοσοφία της πράξης μόνο μέσα από την πράξη μπορεί να κατανοηθεί. Κατ’ αντιστοιχία, λοιπόν, και η ιστορία του ΔΣΕ δεν μπορεί να κατανοηθεί ολοκληρωμένα έξω από την πράξη της συμμετοχής στο σύγχρονο κίνημα ανατροπής «της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων». Υπό αυτήν την έννοια, λοιπόν, θα έλεγα ότι το βιβλίο φέρει ανεξίτηλο το αποτύπωμα της συμμετοχής μου στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες της περιόδου και των εμπειριών και των συμπερασμάτων που αποκόμισα από αυτή.

Η διαδικασία συγγραφής του βιβλίου υπήρξε ωστόσο σταθμός και για την προσωπική μου ωρίμαση. Βλέποντας την σήμερα από μια σχετική απόσταση, αβίαστα θα τη χαρακτήριζα ως μια διαδικασία αυτογνωσίας, μέσα από την οποία κατανόησα τι σημαίνει πάλη για την υπέρβαση των διανοητικών (αλλά και φυσικών) ορίων, τι σημαίνει, αλλιώς, πάλη για την κατάκτηση της γνώσης, τι σημαίνει σε τελική ανάλυση πρόοδος και εξέλιξη και γιατί οι παραπάνω έννοιες έχουν στον πυρήνα τους την ανθρώπινη εργασία.

Μια ερώτηση που απευθύνεται στη Χριστίνα. Στο ντοκιμαντέρ, μέσα από τις μαρτυρίες αυτών των μαχητριών του ΔΣΕ εξιστορείται με τρόπο συγκλονιστικά ανθρώπινο, η πορεία και η ζωή ενός λαϊκού επαναστατικού στρατού, όπου “οι γυναίκες συμμετέχουν μαζικά και ουσιαστικά, από τις μάχες μέχρι την ισότιμη λήψη αποφάσεων. Νέες κοπέλες κυρίως από αγροτικές περιοχές, μεγαλωμένες στο περιβάλλον της ελληνικής επαρχίας και της υπαίθρου, έχοντας όμως την παρακαταθήκη των αγώνων της Κατοχής συμμετέχουν και χειραφετούνται μέσα από τον αγώνα του ΔΣΕ”.

Θα ήθελες να αναφερθείς συνοπτικά στη σύνδεση που –εκ των πραγμάτων– υπήρξε μεταξύ όσων είχαν προηγηθεί στην προκατοχική περίοδο και των όσων ακολούθησαν στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, στο πεδίο της ταξικής πάλης για τη γυναικεία χειραφέτηση, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο η συμμετοχή των γυναικών στον λαϊκό επαναστατικό στρατό του ΔΣΕ αποτέλεσε την χειροπιαστή απόδειξη αυτής της πάλης για ουσιαστική ισότητα των δυο φύλων; Ποιες μπορούν να είναι οι αντανακλάσεις αυτών των κορυφαίων επαναστατικών στιγμών της σύγχρονης ιστορίας –όπου η αστική Εξουσία αμφισβητήθηκε έμπρακτα, σε βάθος και σε όλες τις εκφάνσεις της– μέσα στη σημερινή εποχή επίτασης των φαινομένων έμφυλης βίας, βιασμών, κακοποιήσεων και γυναικοκτονιών, αλλά και της ανάδυσης “πολιτικά ορθών, μετα-φεμινιστικών και ταυτοτικών πρωτοκοσμικών κινημάτων”;

Χ.Κ. Μια από τις πιο εύγλωττες αποδείξεις του ΔΣΕ ως φορέα επαναστατικού κοινωνικού μετασχηματισμού ήταν η πρωτοφανής σε μαζικότητα και δυναμισμό συμμετοχή των γυναικών σε αυτόν. Γενικεύοντας την εμπειρία του γυναικείου κινήματος όλης της προηγούμενης περιόδου και αναβαθμίζοντας σε θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο παλαιότερες επεξεργασίες του κομμουνιστικού κινήματος γύρω από το γυναικείο ζήτημα, ο ΔΣΕ διαμόρφωσε τους όρους για ένα σύγχρονο πλαίσιο επικοινωνίας με τις εκατοντάδες χιλιάδες των γυναικών των λαϊκών τάξεων που βίωναν τη διπλή καταπίεση ως εργαζόμενες και ως γυναίκες.

Το θεμελιακό στοιχείο που συγκροτεί το επαναστατικό πλαίσιο ανάγνωσης του γυναικείου ζητήματος από τον ΔΣΕ, είναι η τοποθέτηση του στην ιστορική ταξική του διάσταση. Το γυναικείο ζήτημα, αν ως τέτοιο ορίσουμε το σύνολο των οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών ανισοτιμιών και διακρίσεων που εκδηλώνονται σε όλο το εύρος της κοινωνικής και προσωπικής ζωής της γυναίκας, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας, άρα και αναπόσπαστο στοιχείο της ταξικής πάλης. Η ιστορική του ρίζα βρίσκεται στην εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, συγκεκριμένα στη φάση της μετάβασης από το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα στην πρώτη ταξική κοινωνία της ιστορίας, τη δουλοκτητική κοινωνία. Για το ιστορικό αυτό γεγονός ο Ένγκελς έλεγε: «Το γυναικείο φύλο υπέστη την κοσμοϊστορική του ήττα». Υπό αυτό ακριβώς το πρίσμα, η πατριαρχία δεν προσλαμβάνεται από την κομμουνιστική κοσμοθεωρία ως μια αυτόνομη κοινωνική δομή, αλλά ως παράγωγο του ταξικού διαχωρισμού της κοινωνίας. Ως τέτοια εδράζεται και απορρέει από τις οικονομικές εκμεταλλευτικές σχέσεις και μεταβάλλεται με την εξέλιξη του εκμεταλλευτικού συστήματος, παράγοντας έμφυλες σχέσεις εξουσίας και διαχωρισμούς. Χαρακτηριστική είναι η φράση της Αλεξάντρας Κολλοντάι, από κείμενο που γράφτηκε την περίοδο της νίκης της Σοβιετικής Επανάστασης: «Η θέση της γυναίκας είναι πάντα συνέπεια του είδους της εργασίας που προσφέρει στη συγκεκριμένη στιγμή εξέλιξης ενός συγκεκριμένου κοινωνικό- οικονομικού συστήματος».

Το αποφασιστικό βήμα για την ένταξη των γυναικών στο κομμουνιστικό και γυναικείο κίνημα, πραγματοποιείται στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν και σχηματοποιείται από το ΚΚΕ η θέση για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του γυναικείου ζητήματος στη χώρα, άρα και της στρατηγικής του γύρω από αυτό. Έτσι το γυναικείο ζήτημα ως στοιχείο του εποικοδομήματος, κουβαλά όλη την αντιδραστικότητα, τη συντήρηση και τον αναχρονισμό της Ελλάδας του «αστοστιφλικάδικου συνασπισμού εξουσίας και του ανολοκλήρωτου αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού». Για αυτούς ακριβώς τους λόγους, η θέση της γυναίκας στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά υποτιμημένη. Στην ύπαιθρο οι χιλιάδες αγρότισσες βιώνουν το αδυσώπητο πατριαρχικό καθεστώς που ενσωματώνουν αιώνες τσιφλικάδικης εκμετάλλευσης, ενώ στις πόλεις ο γυναικείος πληθυσμός είτε μένει εκτός της κοινωνικής παραγωγής περίκλειστος στα τείχη του ιδιωτικού νοικοκυριού, είτε εντάσσεται στην παραγωγική διαδικασία υπό συνθήκες σκληρής ταξικής καταπίεσης, στερούμενος ακόμα και στοιχειωδών αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής του κομμουνιστικού κινήματος γύρω από το γυναικείο ζήτημα θα γίνουν γρήγορα ορατά. Το ΚΚΕ μέσα σε λίγα χρόνια πολλαπλασιάζει τις γυναίκες μέλη του και αυξάνει την επιρροή του στα ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του γυναικείου πληθυσμού πού εισέρχονται στην παραγωγή, ενώ μέσα στη φωτιά της πάλης δεκάδες κομμουνίστριες, όπως η Ηλέκτρα Αποστόλου, η Αύρα Παρτσαλίδου, η Χρύσα Χατζηβασιλείου αναδεικνύονται σε ηγετικές μορφές του λαϊκού κινήματος. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 το γυναικείο κίνημα έχει πλέον αποκτήσει το πρώτο δικό του ρίζωμα στο εργατικό κίνημα, που του επιτρέπει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες στους μεγάλους ταξικούς που ξεσπούν. Αποκορύφωμα υπήρξε η μαζική συμμετοχή των καπνεργατριών στη μεγάλη εργατική εξέγερση τον Μάιο του 1936 στη Θεσσαλονίκη, όπου βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων με τη χωροφυλακή και το στρατό. Ο Μεσοπόλεμος λοιπόν υπήρξε καθοριστικός στην ανάπτυξη του γυναικείου κινήματος. Την περίοδο αυτή, και ειδικά τη δεκαετία του 1930 αυξήθηκε ραγδαία το ποσοστό των γυναικών της εργατικής τάξης και τέθηκαν οι πολιτικές και οργανωτικές βάσεις για την συμμετοχή χιλιάδων γυναικών στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες. Οι γυναίκες αυτές αγωνίστηκαν σκληρά, στιγματίστηκαν και χτυπήθηκαν, ωστόσο, ανέπνευσαν τις πρώτες ανάσες ελευθερίας, έξω από το σύστημα επιτήρησης του ιδιωτικού χώρου, του πατέρα και του συζύγου. Θα μπορούσαμε με ασφάλεια να ισχυριστούμε πως χωρίς την παρακαταθήκη αυτών των αγώνων θα ήταν πολύ δυσκολότερη η μαζική ένταξη των γυναικών στην Αντίσταση την περίοδο της Κατοχής και στη συνέχεια στον ΔΣΕ.

Αντίστοιχα όπως στον Μεσοπόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο έτσι και στη μετεμφυλιακή εποχή απαραίτητη προϋπόθεση για την πλατιά απεύθυνση και τον προσεταιρισμό των γυναικών στο κίνημα, ήταν η γείωση του γυναικείου ζητήματος στις συγκεκριμένες συνθήκες της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας της χώρας. Στο σκληρό μετεμφυλιακό περιβάλλον της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνισμού, θα αρχίσει να αναδύεται μια νέα γενιά αγωνιστριών, εμπνευσμένη από τους αγώνες των γυναικών της δεκαετίας του 1940, οι οποίες σταδιακά βγαίνουν από τις φυλακές και τις εξορίες, έχοντας να αντιμετωπίσουν όλα τα εμπόδια που έχει θέσει το επίσημο κράτος για να τις εκδικηθεί. Παράλληλα, μέσα στο ’50 -νέες κυρίως- γυναίκες του ΔΣΕ έρχονται παράνομα από τις ανατολικές χώρες για να συμβάλλουν στην ανασυγκρότηση των παράνομων οργανώσεων στην Ελλάδα. Στη νέα εποχή, οι προκλήσεις για τις γυναίκες που αγωνίζονται είναι μεγάλες, καθώς στο σκληρό ταξικό περιβάλλον του ’50 παλεύουν για την επιβίωση τους και την ίδια στιγμή αναμετρώνται καθημερινά με ένα σύστημα που επιστρατεύει όλα του τα ιδεολογικά εργαλεία προκειμένου να τις κλείσει και πάλι στο σπίτι. Ωστόσο, παρά το κατασταλτικό κύμα εναντίον τους, εισερχόμενες μαζικά στην εργασία, αλλά και την εκπαίδευση, οι γυναίκες θα αναπτύξουν πολύπλευρη μαζική δράση στους μεγάλους εργατικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες που ξεσπούν τα μετεμφυλιακά χρόνια. Σε αυτό το φόντο το γυναικείο κίνημα θα ακολουθήσει ανοδική πορεία, εντάσσοντας στους κόλπους του ένα ολοένα αυξανόμενο δυναμικό που πείθεται από την ίδια του την εμπειρία ότι στις συνθήκες της αστικής κυριαρχίας, η γυναικεία καταπίεση παραμένει και ότι η ελάχιστη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος σε σχέση με τα γυναικεία δικαιώματα, δεν αποτελεί κάποιου είδους παραχώρηση αλλά προϊόν των σκληρών και επίπονων του αγώνων. Η εντυπωσιακή είσοδος των γυναικών στην ταξική πάλη της δεκαετίας του 1960 και η ενεργή συμβολή των γυναικών στο αντιδικτατορικό κίνημα της περιόδου 1967-1974 έχει σε αυτήν ακριβώς την περίοδο τη ρίζα της.

Στις νέες συνθήκες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας το ελληνικό γυναικείο κίνημα, θα συνεχίζει να αναζητά, μέσα σε ένα περιβάλλον υποχώρησης του διεθνούς και εγχώριου εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, τους όρους για την αναμέτρηση με το καθεστώς της πατριαρχίας και του σεξισμού που ο ελληνικός καπιταλιστικός σχηματισμός άλλοτε ωμά και άλλοτε ραφιναρισμένα θα αναπαράγει και θα διαιωνίζει. Και στην κατεύθυνση αυτή θα εγγράψει πολλές φορές με το ίδιο του το αίμα, όπως στην περίπτωση της νεαρής κομμουνίστριας, μέλους της ΚΝΕ, Σωτηρίας Βασιλακοπούλου που δολοφονήθηκε τον Ιούλη του 1980 από την εργοδοσία την ώρα μου μοίραζε προκηρύξεις έξω από το εργασιακό κάτεργο της ΕΤΜΑ, αξιοσημείωτες νίκες που θα ανοίξουν νέους δρόμους στους αγώνες του γυναικείου κινήματος.

Σήμερα, στην εποχή της δομικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος και της χρεοκοπίας όλων των εξαγγελιών του για την «ισότητα των δύο φύλων», το γυναικείο ζήτημα επανέρχεται με ιδιαίτερη οξύτητα στο προσκήνιο. Ειδικότερα στην σύγχρονη Ελλάδα των μνημονίων, της γενικευμένης φτώχειας και της φασιστικοποίησης, η ένταση της εργασιακής και κοινωνικής υποτίμησης της γυναίκας, αποτελεί χαρακτηριστικό σύμπτωμα της κρίσης του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού και ταυτόχρονα όρο για το ξεπέρασμα της. Σε αυτό το έδαφος η πατριαρχία ως η ιδεολογία της γυναικείας καταπίεσης, έρχεται να επενδύσει, να δικαιολογήσει και εν τέλει να νομιμοποιήσει όλη τη γενικευμένη βία κατά των γυναικών, είτε την καθαρά συστημική, αυτή δηλαδή που προέρχεται κατευθείαν από το κεφαλαίο, το αστικό κράτος και τους θεσμούς του, είτε αυτήν που προέρχεται από τα έγκατα της πατριαρχικής κοινωνίας και η οποία οπλίζει τα χέρια των γυναικοκτόνων, των βιαστών, των κακοποιητών.

Στην κατεύθυνση αυτή, η γνώση της ιστορίας του γυναίκειου κινήματος και ειδικά μιας κορυφαίας του στιγμής του, αυτής του ΔΣΕ, αποτελεί ένα πολύτιμο εφόδιο για τη συγκρότηση των σύγχρονων θέσεων μάχης του. Όχι βέβαια ως μια απόπειρα προσαρμογής στο σήμερα των χαρακτηριστικών του, ούτε βέβαια ως μια μουσειακού τύπου μνήμη αποκομμένη από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Άλλωστε όλη η ιστορία του ελληνικού γυναικείου κινήματος, βασίστηκε στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης στην οποία βρέθηκε. Αυτό είναι και το πολιτικό επίδικο σήμερα. Η διεξοδική ανάλυση της σημερινής οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, η εμβάθυνση πάνω στη σχέσης τάξης φύλου και η αναμέτρηση με την πληθώρα ερωτημάτων που γεννά η σχέση αυτή στις σύγχρονες συνθήκες της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης αποτελούν, δίπλα στην ταξική και πολιτική στράτευση, τους όρους για την περαιτέρω ανάπτυξη και ριζοσπαστικοποίηση του γυναικείου κινήματος.

Πριν από μερικές εβδομάδες, συμπληρώθηκαν 48 Νοέμβρηδες από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, από εκείνη την κορυφαία στιγμή της αντιδικτατορικής Αντίστασης και Αγώνα της φοιτητικής νεολαίας και του εργαζόμενου λαού ενάντια στο στρατιωτικό καθεστώς των συνταγματαρχών της ευρωατλαντικής εθνικοφροσύνης. Για άλλη μια χρονιά, δεκάδες χιλιάδες αγωνιστών και αγωνιστριών στην Αθήνα και όλη τη χώρα βρέθηκαν στους δρόμους της Αντίστασης και του Αγώνα, στον ιστορικό χώρο του ΕΜΠ και τη μαζική πορεία στην πρεσβεία των ΗΠΑ, κρατώντας ζωντανή τη Μνήμη των νεκρών και τα επίκαιρα περιεχόμενα εκείνης της αιματοβαμμένης εξέγερσης ενάντια στο Φασισμό και τον Ιμπεραλιασμό, τον ντόπιο Αστισμό και το Κράτος του. Από τη στρατιωτική (αλλά όχι και πολιτική) ήττα του ΔΣΕ από τα αμερικανοντυμένα ελληνικά “εθνικά” στρατεύματα του “Στρατηγέ! Ιδού ο Στρατός σας” κ. Βαν Φλιτ”, υπό τους ήχους των ναπάλμ, στο Γράμμο και το Βίτσι το καλοκαίρι του 1949, μέχρι την εισβολή του αμερικανοκίνητου τανκ στην κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου στην Πατησίων στις 17 Νοέμβρη του 1973, είχαν μεσολαβήσει κάτι λιγότερο από 25 χρόνια. Θα θέλατε να αναφερθείτε σ’ εκείνο το κόκκινο νήμα που συνδέει αδιαπέραστα αυτά τα δυο ιστορικά γεγονότα, στις σημαδιακότερες στιγμές του Αγώνα που μεσολάβησε μέσα σε αυτήν την εικοσιπενταετία, καθορίζοντας την πορεία του λαϊκού – εργατικού κινήματος μέχρι εκείνον το Νοέμβρη, ο οποίος και σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για το στρατιωτικό καθεστώς των αντικομμουνιστών πραξικοπηματιών της 21ης Απριλίου 1967;

Κι έπειτα, ποια είναι τελικά αυτά τα καθοριστικά επίδικα και τα χειραφετητικά – απελευθερωτικά ζητούμενα εκείνης της εποχής που παραμένουν μέχρι και σήμερα αδικαίωτα και γι’ αυτό ανειρήνευτα;

Α.Σ. Η στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ τον Αύγουστο του 1949 δεν σήμανε και την πολιτική ήττα του ΚΚΕ. Η λήξη του Εμφυλίου θα λέγαμε μάλιστα ότι βρίσκει το λαϊκό κίνημα της χώρας σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ότι ήταν λίγους μήνες πριν την έναρξη του. Τότε, στα μέσα του 1945, λίγο πριν δηλαδή η 12η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ θέσει φραγμό στην πορεία αποσύνθεσης του, το ΚΚΕ είχε μετατραπεί ουσιαστικά σε παρακολούθημα της αστικής πολιτικής, αποδεχόμενο άνευ όρων την πορεία εξόντωσης του λαϊκού κινήματος που η συνθήκη της Βάρκιζας είχε δρομολογήσει. Αντίθετα, μετά τον Εμφύλιο, όπως αποδεικνύει η ιστορία της περιόδου 1950-1956, το ΚΚΕ βρίσκεται σε τέτοια πολιτική και οργανωτική κατάσταση, ώστε να μπορεί πολύ γρήγορα να ανασυντάσσεται και να ξεδιπλώνει με όρους ηγεμονικούς τη στρατηγική του, έχοντας ως πολιτικό θεμέλιο και παρακαταθήκη μια επανάσταση που έθεσε πιο ολοκληρωμένα από ποτέ το ζήτημα της εξουσίας για τις εκμεταλλευόμενες τάξεις.

Σταθμό στην πορεία ανασύνταξης του λαϊκού κινήματος αποτέλεσε η ίδρυση, κατόπιν πολιτικής πρωτοβουλίας του ΚΚΕ, της ΕΔΑ τον Αύγουστο του 1951. Δύο μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, το ΚΚΕ, έχοντας να αντιμετωπίσει την ήττα, την έξοδο από τη χώρα του βασικού κορμού του στελεχιακού του δυναμικού και βέβαια την ανελέητη κατασταλτική επίθεση εναντίον του στο εσωτερικό της χώρας, καταφέρνει κάτι που έμοιαζε ακατόρθωτο: αφενός να συγκροτήσει ένα μαζικό πολιτικό μέτωπο στη βάση ενός προγράμματος ανεξαρτησίας, δημοκρατίας και ειρήνης, διατηρώντας πλήρως την αυτοτέλεια και την οργανωτική του διάρθρωση, και αφετέρου να καταστεί, μέσα από αυτό το μέτωπο, οργανωτής της εργατικής λαϊκής πάλης και εκφραστής συνάμα της ολοένα και ογκούμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας, απέναντι στις πολιτικές του αστικού καθεστώτος (είτε διαχείρισης Πλαστήρα, είτε Παπάγου).

Ο μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις του καλοκαιριού του 1951, η πρωτομαγιάτικη απεργιακή διαδήλωση του 1952 προς τιμή του Ν. Μπελογιάννη και των 200 εκτελεσμένων της Ακροναυπλίας, οι αντιιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στον πόλεμο στην Κορέα το 1951 και την ελληνοαμερικανική συμφωνία του 1953, οι μαζικοί εργατικοί και αγροτικοί αγώνες το 1953 και το 1954, οι δυναμικές αντιβρετανικές διαδηλώσεις για την Κύπρο το 1954 και το 1955, αποτελούν χαρακτηριστικές εκδηλώσεις μια αυξανόμενης λαϊκής δυναμικής που απειλεί να μετατρέψει τη σοβούσα κρίση του συστήματος, σε κρίση πολιτική, σε κρίση που θα θέσει ξανά στο επίκεντρο το αίτημα της επαναστατικής ρήξης και της ανατροπής.

Το ποια θα μπορούσε να ήταν η εξέλιξη της ταξικής πάλης στη χώρα αν δεν είχε συμβεί το αναθεωρητικό πραξικόπημα στο ΚΚΕ το 1956 και το 1957 και η αποκήρυξη του ΔΣΕ που αυτό σηματοδοτεί, αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση της ιστορίας της εγχώριας ταξικής πάλης. Το σίγουρο είναι πάντως ότι το γεγονός αυτό θα σφραγίσει ανεξίτηλα την μελλοντική της πορεία. Το 1958 το ΚΚΕ διαλύει τις παράνομες κομματικές του οργανώσεις και αφομοιώνεται πολιτικά και οργανωτικά στην ΕΔΑ, η οποία θα μετατραπεί γρήγορα από αυτοτελές μέτωπο της Αριστεράς σε εξάρτημα της αστικής πολιτικής, όπως θα δείξει εμφατικά η πολιτική ουράς που ακολουθεί έναντι της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές του 1961, παρ’ όλη την εντυπωσιακή εκλογική δυναμική που είχε καταγράψει στις εκλογές του 1958. Τούτων δοθέντων, δεν προκαλεί καμία έκπληξη η ελλιπής πολιτική και οργανωτική προετοιμασία του κινήματος μπροστά στις συνθήκες πολιτικής κρίσης που ωρίμαζαν, οι οποίες επέβαλαν το 1967 τη λύση της δικτατορίας. Όταν παραμονές της δικτατορίας η επίσημη φωνή της Αριστεράς, η Αυγή, επιχειρηματολογούσε σχετικά με το «Γιατί δεν θα γίνει δικτατορία», μπορούμε να φανταστούμε το επίπεδο των ιδεολογικών, πολιτικών και οργανωτικών αντανακλαστικών των υποτιθέμενων καθοδηγητών του λαϊκού κινήματος, όπως και να εικάσουμε με ασφάλεια τους λόγους, για τους οποίους το αντιδικτατορικό κίνημα σχετικά άργησε να αναπτύξει μαζικά και ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά.

Ακόμα κι έτσι όμως, χωρίς δηλαδή την παρουσία ενός επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος, η δυναμική της ταξικής πάλης στη χώρα ήταν τέτοια που θα φτάσει ξανά σε ιστορικές κορυφώσεις. Η παρακαταθήκη της επαναστατικής παράδοσης των προηγούμενων δεκαετιών θα είναι σε αυτές ευκρινής. Όπως, για παράδειγμα, στην εμβληματική απεργία των οικοδόμων το 1960, στην οποία το αποτύπωμα του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος των προηγούμενων δεκαετιών που γαλούχησε με το πνεύμα της σύγκρουσης την εργατική τάξη, είναι εμφανές τόσο σε επίπεδο οργάνωσης του αγώνα όσο και σε επίπεδο περιεχομένου του. Ή όπως στα Ιουλιανά, τον Αύγουστο του 1965, όπου αναδεικνύεται στην πράξη η επαναστατική τάση που εκπροσωπεί ο Πέτρουλας και σειρά άλλων αγωνιστών, οι οποίοι αρνούνται έμπρακτα την πολιτική υποταγή της ηγεσίας της ΕΔΑ στην Ένωση Κέντρου, αναζητώντας αυτόνομες, από την αστική πολιτική, οδούς εκδήλωσης της λαϊκής πάλης. Όπως βέβαια και κατά τη διάρκεια της Χούντας, στις επαναστατικές οργανώσεις που αμφισβητούν έμπρακτα το καθεστώς της αμαχητί παράδοσης του λαϊκού κινήματος, διαμορφώνοντας τους όρους για την ανάπτυξη και τη ριζοσπαστικοποίηση του αντιδικτατορικού κινήματος. Για να φτάσουμε, βέβαια, στην κορυφαία στιγμή της αντιδικτατορικής πάλης, την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η οποία, με το σύνθημα «έξω οι ΗΠΑ» ως προμετωπίδα, αποτυπώνει εύγλωττα την ιστορική συνέχεια και την κεντρικότητα της πάλης ενάντια στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση.

Υπό αυτήν την έννοια, το Πολυτεχνείο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως μια ιστορική δικαίωση του πολιτικού περιεχομένου του αγώνα του ΔΣΕ. 25 μόλις χρόνια μετά τον ΔΣΕ, μια αντιιμπεριαλιστική εξέγερση έρχεται να καταδείξει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό ως το βασικό θεματοφύλακα της αστικής εξουσίας στη χώρα, και παράλληλα ως τον βασικό υπεύθυνο για την επιβολή της Χούντας, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την πτώση της. Είναι νομίζω προφανή τα πολιτικά σημαινόμενα από ένα τέτοιο γεγονός, καθώς και το τι προοπτικές άνοιγε αυτό για το επαναστατικό κίνημα και τη χώρα. Το γιατί δεν μετουσιώθηκε η εξεγερτική δυναμική του Πολυτεχνείου σε επαναστατική αναμέτρηση με το αστικό καθεστώς συνολικά, αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον ιστορικό και πολιτικό ερώτημα. Αν θέλαμε να δώσουμε μια επιγραμματική απάντηση, θα λέγαμε ότι οι δυνάμεις που βρέθηκαν στην πρωτοπορία του κινήματος, δεν μπόρεσαν να πετύχουν μια βαθύτερη πολιτική προγραμματική συγκρότηση και να αναπτύξουν έτσι μια ολοκληρωμένη επαναστατική στρατηγική, αδυναμία που έχει ασφαλώς τη ρίζα της στην αρνητική πολιτική κληρονομία που άφησε στο κίνημα, σε όλα τα επίπεδα, η ουσιαστική διάλυση του επαναστατικού ΚΚΕ το 1956.

Όσον αφορά το τελευταίο σκέλος της ερώτησης, θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του Γ. Ζεύγου από την Κομουνιστική Επιθεώρηση του 1943, ο οποίος κάνοντας μια επισκόπηση της ιστορικής πορείας από την επανάσταση του 1821 ως τις μέρες του, τόνιζε ότι «όσο κι αν άλλαξαν μορφή και περιεχόμενο, όσο κι αν περιπλέχτηκαν, ίδια είναι τα προβλήματα για τη λύση των οποίων παλεύει ακόμα ο ελληνικός λαός».

Σήμερα, 48 χρόνια μετά το Πολυτεχνείο και 75 χρόνια μετά το ΔΣΕ, θα αποτελούσε νομίζω προσβολή στην ιστορία εκείνων των αγώνων, αν θεωρούσαμε κατ’ οποιονδήποτε τρόπο ότι κάποιες από τις βασικές στοχεύσεις τους, όπως η εθνική ανεξαρτησία και η δημοκρατία, βρήκαν την εκπλήρωση τους μέσα στις συνθήκες της αστικής εξουσίας και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Εκτός κι αν ως ανεξαρτησία εννοούμε την πρόσφατη ελληνοαμερικανική συμφωνία και τα μνημόνια της ΕΕ, και ως δημοκρατία αυτό το νεοφιλελεύθερο ολιγαρχικό υβρίδιο που κυβερνά τη χώρα.

Για να το πούμε διαφορετικά, εθνική ανεξαρτησία και δημοκρατία είναι έννοιες ασυμβίβαστες με την εξαρτημένη, ξενόδουλη και βαθιά αντιδημοκρατική από τα γεννοφάσκια της ελληνική αστική τάξη. Γι αυτό ακριβώς και οι δύο αυτοί στόχοι σφραγίστηκαν στη σύγχρονη ελληνική ιστορία με την πάλη του λαού και της εργατικής τάξης, και ποτίστηκαν με το αίμα χιλιάδων αγωνιστών και αγωνιστριών στα βουνά, στους δρόμους, στις εξορίες και τις φυλακές. Γι’ αυτό επίσης, συνεχίζουν να αποτελούν -σε πείσμα των μεταμοντέρνων αφηγήσεων- κεντρικά πολιτικά προτάγματα, κρίσιμους κόμβους μιας σύγχρονης στρατηγικής που θέλει να ξανακάνει επίκαιρους και ρεαλιστικούς τους στρατηγικούς στόχους του επαναστατικού κινήματος, τη λαϊκή εξουσία, τη λαϊκή Δημοκρατία, την κοινωνική και ταξική απελευθέρωση, το σοσιαλισμό.

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *