«Εκεί που δεν φτάνουν τα πιστόλια της αστυνομίας, φτάνουν τα μαχαίρια του φασισμού…»

panofjqxna

μετάφραση και αναδημοσίευση μιας συνέντευξης που δόθηκε στις 25 Σεπτέμβρη 2013 και δημοσιεύθηκε στο 27ο τεύχος της μηνιαίας αναρχικής εφημερίδας Invece που κυκλοφορεί στην Ιταλία.

«Εκεί που δεν φτάνουν τα πιστόλια της αστυνομίας,

φτάνουν τα μαχαίρια του φασισμού…»

συνέντευξη μ’ ένα σύντροφο από την Αθήνα

 Είμαστε εδώ μ’ ένα σύντροφο από την Αθήνα για να προσπαθήσουμε ν’ αντιληφθούμε ποια είναι η κατάσταση αυτήν την περίοδο στην πόλη και γενικότερα στην Ελλάδα, ξεκινώντας από το ζήτημα της πιο άμεσης και τραγικής επικαιρότητας, τη βία των φασιστών. Μπορούμε να ξεκινήσουμε ακριβώς από τη δολοφονία του Παύλου από μέλη της Χρυσής Αυγής. Μπορείς να μας διηγηθείς τι συνέβη και ποιο είναι το ευρύτερο πλαίσιο;

Ας ξεκινήσουμε από τη δολοφονία τα ξημερώματα της 18ης Σεπτέμβρη του Παύλου Φύσσα, ενός αντιφασίστα συντρόφου στην Αμφιάλη, σε μια προλεταριακή γειτονιά του Πειραιά από μια ομάδα νεοναζιστών της Χ.Α. Μπορεί να ειπωθεί ότι σίγουρα είναι ένα τραγικό γεγονός, αλλά ένα αναμενόμενο γεγονός, κάτι το οποίο είχε προβλεφθεί πως κάποια στιγμή θα συνέβαινε. Με την έννοια ότι, κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, η δολοφονία του Παύλου δεν είναι η πρώτη δολοφονία που διαπράχθηκε από τους νεοναζιστές εδώ στην Αθήνα και σ’ όλη την Ελλάδα.

Πολλοί μετανάστες έχουν μαχαιρωθεί και έχουν δολοφονηθεί από αυτά τα καθάρματα. Όμως, αυτό που μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα είναι ότι από μεριάς τους πρόκειται για ένα ποιοτικό άλμα αφού ήταν η πρώτη φορά που αυτή η δολοφονική βία στράφηκε ενάντια σ’ έναν αντιφασίστα σύντροφο. Αν και κατά τη διάρκεια των περασμένων χρόνων και των τελευταίων μηνών διάφοροι σύντροφοι, κατειλημμένοι χώροι και συλλογικότητες έχουν βρεθεί στο στόχαστρο τόσο της κρατικής όσο και της παρακρατικής-φασιστικής βίας. Η δολοφονία του Παύλου, απ’ αυτά που γίνονται αντιληπτά από την εξέλιξη των γεγονότων, ήταν μια προμελετημένη δολοφονία, αποτέλεσμα μια επίθεσης που ήθελε ν’ αφήσει πίσω της ένα νεκρό.

Από εκείνη τη νύχτα κι έπειτα, οι απαντήσεις που δόθηκαν τόσο στην Αθήνα όσο και σε δεκάδες άλλες πόλεις ήταν πολλές και διάφορες. Πρώτα απ’ όλα, η διαδήλωση οργής που πραγματοποιήθηκε την επόμενη μέρα στον τόπο της δολοφονίας, στην οποία συμμετείχαν πάνω από 10.000 αντιφασίστες και όπου για μερικές ώρες ομάδες συντρόφων, αλλά και φίλοι του Παύλου και άνθρωποι της περιοχής, συγκρούστηκαν με την αστυνομία, στην αρχή προσπαθώντας να φτάσουν στα κοντινότερα γραφεία της Χ.Α και έπειτα επιτιθέμενοι στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Αν μπορούμε να πούμε ότι η δολοφονική βία των φασιστών ήταν αναμενόμενη, το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την κατασταλτική βία της αστυνομίας η οποία εξαπολύθηκε εκείνη τη μέρα για να προστατεύσει τα γραφεία της Χ.Α, σα να επρόκειτο για μια αστυνομική έδρα, αλλά έτσι και αλλιώς κατά μια έννοια μπορούμε να πούμε ότι αποτελούν αδελφοποιημένα σωματεία. Μια βία που είχε σαν απολογισμό πολλές προσαγωγές, συλλήψεις, ξυλοδαρμούς καθώς και το γεγονός ότι ένας σύντροφος έχασε το ένα μάτι του από ένα από τα πάρα πολλά δακρυγόνα που εκτοξεύθηκαν σε ευθεία βολή, όπως επίσης και το γεγονός ότι η αστυνομική βία είχε για συμπλήρωμα την παρουσία φασιστών μασκαρεμένων σε «αγανακτισμένους πολίτες», οι οποίοι μαζί με τα μ.α.τ συγκρούονταν με τους διαδηλωτές.

Για να γίνει αντιληπτό το πώς μια νεοναζιστική οργάνωση έφτασε να έχει μια νομιμοποίηση μέσα στην ελληνική κοινωνία, με την έννοια ότι στις περσινές εκλογές σχεδόν μισό εκατομμύριο ψηφοφόροι τους αναβάθμισαν σε κοινοβουλευτικό κόμμα, είναι σημαντικό να λάβουμε υπ’ όψη τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Η Ελλάδα είναι μια κοινοβουλευτική δημοκρατία που γεννήθηκε πριν 39 χρόνια έπειτα από μια εφτάχρονη στρατιωτική δικτατορία. Μια στρατιωτική δικτατορία η οποία πρακτικά δεν κατέρρευσε αλλά παραχώρησε τη θέση της στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, αφού ο κρατικός μηχανισμός (αστυνομικός, στρατιωτικός κτλ.) παρέμεινε ουσιαστικά ανέπαφος. Η ελληνική δημοκρατία είναι μια δημοκρατία που γεννήθηκε έχοντας πίσω της έναν εμφύλιο πόλεμο που διήρκησε από το 1944 ως το 1949, είναι ένα Κράτος όπου μέχρι πριν 39 χρόνια το Κομμουνιστικό Κόμμα βρισκόταν εκτός νόμου. Μια δημοκρατία όπου μέχρι το 1990 ήταν η μοναδική βαλκανική χώρα που άνηκε στην «Ατλαντική Συμμαχία», μια χώρα που μετά την κατάρρευση του σοβιετικού «σιδηρού παραπετάσματος» μετατράπηκε σε πύλη εισόδου για ένα μεγάλο μέρος της μετανάστευσης από την ανατολική Ευρώπη και την Ασία, δηλαδή ένα Κράτος-φύλακας των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αξία αυτών των στοιχείων μπορεί να φαντάζει πλέον μόνο ιστορική. Όμως, κατά τη γνώμη μου φωτίζουν τους λόγους για τους οποίους για ένα κομμάτι του ελληνικού κρατικού μηχανισμού και του Kεφαλαίου, όπως επίσης και για ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, αυτό που ιστορικά ονομάστηκε ναζισμός, φασισμός, μιλιταρισμός, ρατσισμός είχε και έχει μια σημαντική παρουσία.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, των χρόνων της καπιταλιστικής κρίσης, της τρόικας, του κράτους μόνιμης έκτακτης ανάγκης, η Χ.Α κατάφερε να μετατραπεί στο κόμμα-καρτέλ αυτών των κρατικών-καπιταλιστικών κομματιών και αυτών των κοινωνικών κομματιών.

Μετά τη δολοφονία του Παύλου, αυτό που προκαλεί περισσότερο πόνο και γεννάει ακόμα περισσότερη οργή είναι το γεγονός ότι όλοι αυτοί που για χρόνια πούλησαν από τα μ.μ.ε τους και τις πολιτικές συζητήσεις τους ρατσισμό, εκμετάλλευση, σεξισμό κτλ. μαζί με μια εθνική ρητορική, κυρίως ενάντια στους μετανάστες, αλλά και ενάντια σ’ όλους όσοι δεν ευθυγραμμίζονται με τη δημοκρατική-κρατική τάξη, αυτοί που πρακτικά νομιμοποίησαν τους νεοναζιστές της Χ.Α ως συνομιλητές τους στα τηλεοπτικά στούντιο και τις σελίδες τους, τώρα προσπαθούν να πλασαριστούν σαν «αντιφασίστες», καμώνονται ότι τώρα μόνο κατάλαβαν τον πραγματικό ρόλο της Χ.Α και μέσω θεωρητικών ακροβασιών περί «αντιτιθέμενων εξτρεμισμών» και για τη «δημοκρατία που πρέπει να προστατευθεί από τους εχθρούς της» προσπαθούν να φτιάξουν ένα δημοκρατικό, ευρωπαϊστικό προσωπείο. Ένα προσωπείο που αποκρύβει π.χ το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχουν στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, οι οποίοι όταν εξεγείρονται (όπως συνέβη τον περασμένο Αύγουστο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Αμυγδαλέζας, στα περίχωρα της Αθήνας), λαμβάνουν βία και βασανιστήρια, που κάνει να ξεχαστούν οι δολοφονίες τους και οι ξυλοδαρμοί τους από αφεντικά, φασίστες, αστυνομικούς, στρατιωτικούς. Ένα προσωπείο που κάνει να ξεχαστεί το ποιόν αυτού του δημοκρατικού κράτους που έδωσε χώρο σ’ αυτούς τους παρακρατικούς νεοναζιστές, οι οποίοι παραδοσιακά κατείχαν το ρόλο των συμπληρωματικών δυνάμεων της αστυνομίας.

Μίλησες για τον παρακρατικό ρόλο αυτών των φασιστών, αυτών των νεοναζιστών, αφού απ’ όσα ανέφερες γίνεται αντιληπτό ότι ο λόγος τους και η δολοφονική πρακτική τους δεν στρέφονται μόνο εναντίον των μεταναστών, αλλά γενικότερα έχουν μια λειτουργία ταγμάτων εφόδου στην υπηρεσία των εργοδοτών, σε αντιπρολεταριακή κατεύθυνση. Αν μπορείς να δώσεις κάποια παραδείγματα ως προς αυτό για να γίνει πιο ξεκάθαρος ο ρόλος των νεοναζιστών της Χ.Α. Νομίζω ότι για τους ιταλούς αναγνώστες κάτι τέτοιο μπορεί να είναι χρήσιμο.

Πρώτα απ’ όλα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλη αυτή η προώθηση της Χ.Α πραγματοποιήθηκε μέσα σε μια συνθήκη βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, ενός κράτους μόνιμης έκτακτης ανάγκης, κάθετης υποτίμησης της μισθωτής εργασίας, μαζικοποίησης της ανεργίας κτλ. Οι νεοναζιστές, πέρα από τον ξεκάθαρα ρατσιστικό και βίαιο ρόλο εναντίον των (κυρίως μουσουλμάνων) μεταναστών, έχουν αναλάβει και έναν άλλο ρόλο-κλειδί που τους ανατέθηκε τόσο από το Kεφάλαιο όσο και από το ελληνικό Κράτος, εκείνον δηλαδή της χρήσης της ρητορικής τους και της βίας τους για να μπορέσουν να επιβάλουν τη νέα συνθήκη, την ιλιγγιώδη υποτίμηση της μισθωτής εργασίας. Υπάρχουν παραδείγματα εργοστασίων όπου οι νεοναζιστές πήγαιναν και προπαγάνδιζαν στ’ αφεντικά να διώξουν τους μετανάστες εργάτες και γι’ αντάλλαγμα εκείνοι θα τους πρόσφεραν ελληνικά εργατικά χέρια με τα ίδια μεροκάματα πείνας, δηλαδή 15 ευρώ για 10 ή 12 ώρες δουλειάς. Υπάρχουν παραδείγματα, όπως εκείνο του περασμένου Απρίλη στη Μανωλάδα της Πελοποννήσου, όπου οι επιστάτες ενός φασίστα αφεντικού πυροβόλησαν τραυματίζοντας δεκάδες μετανάστες εργάτες γης που ζητούσαν τους χρωστούμενους μισθούς 4 ή 5 μηνών και οι οποίοι είχαν αγωνιστεί και είχαν απεργήσει ενάντια στη μαφιόζικη εργοδοσία. Υπάρχουν παραδείγματα ναυπηγείων, όπου οι νεοναζιστές χρησιμοποιώντας την κρίση και την ανεργία σαν πρόσχημα προσπαθούν να διαχωρίσουν τους προλετάριους, με μια ρητορική αλλά και μια βίαιη πρακτική κυρίως αντικομμουνιστική, αντισυνδικαλιστική, «ενάντια στις απεργίες που έδιωξαν τις δουλειές».

Με λίγα λόγια, χρησιμοποιούν μια ξεκάθαρα αντιπρολεταριακή στρατηγική, λέγοντας ότι «όλοι εμείς οι έλληνες, αφεντικά και εργάτες, πρέπει να ενωθούμε για να ξεπεράσουμε την κρίση και να σώσουμε την πατρίδα».

Πέρα απ’ αυτήν τη βρόμικη δουλειά που κάνουν στους δρόμους και τους χώρους δουλειάς, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη και την κοινοβουλευτική «δουλειά» που έκαναν κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου, όπου πέρα από την «αντισυστημική» ρητορική τους, ψήφισαν μια σειρά νόμων, όπως π.χ την ιδιωτικοποίηση δημόσιων τραπεζών οι οποίες ουσιαστικά χαρίστηκαν σε ορισμένους έλληνες καπιταλιστές, ψήφισαν για τη φοροαπαλλαγή των εφοπλιστών, που αποτελούν το πιο ανεπτυγμένο κομμάτι του ελληνικού κεφαλαίου, όταν αυτοί αποφασίζουν να «επενδύσουν» στην Ελλάδα.

Ο ρόλος τους είναι αντιπρολεταριακός τόσο στους δρόμους και τους χώρους δουλειάς, όσο και μέσα στο κοινοβούλιο και τους θεσμούς, με όλα αυτά που προπαγανδίζουν, πράττουν, προτείνουν και ψηφίζουν.

Πέρα από την εθνική ρητορική τους, στήριξαν π.χ το σχέδιο για το ορυχείο στη Χαλκιδική, αν και αποτελεί μια ευκαιρία για κέρδος και εκμετάλλευση από τη μεριά μιας ξένης πολυεθνικής, παρουσιάζοντας τους κατοίκους, οι οποίοι αντιτίθενται στο ορυχείο και τις καταστρεπτικές συνέπειες που αυτό θα έχει στην περιοχή και τις ζωές τους, σαν «αντεθνικούς».

Πράγματι. Το παράδειγμα της Χαλκιδικής μάς κάνει να καταλάβουμε πως, όχι μόνο εδώ στην Ελλάδα και ούτε μόνο για την περίοδο που ζούμε αλλά ιστορικά για τους φασίστες, οι φτωχοί ξένοι, οι μετανάστες, είναι πάντοτε ανεπιθύμητοι, ενώ οι ξένοι καπιταλιστές «επενδυτές» είναι καλοδεχούμενοι. Το παράδειγμα της Χαλκιδικής μάς κάνει να καταλάβουμε, και νομίζω ότι το έχει καταλάβει και ο πληθυσμός που αγωνίζεται ενάντια σ’ αυτό το έργο θανάτου και μόλυνσης, τον πραγματικό ρόλο τους που δεν είναι άλλος από εκείνον του μαντρόσκυλου τόσο του εθνικού όσο και του υπερεθνικού Kεφαλαίου, ότι χρησιμεύουν ως συμπλήρωμα για την επιβολή ολοένα και πιο απάνθρωπων συνθηκών εκμετάλλευσης, περιβαλλοντικής λεηλασίας και καταστολής.

Ας γυρίσουμε στο σήμερα. Ίσως το σημείο καμπής στο οποίο βρίσκεται το αναρχικό και γενικότερα το επαναστατικό κίνημα στην Αθήνα και την Ελλάδα είναι εκείνο του να φωτίσει την κρατική, αντιεξεγερτική φύση του ρόλου των φασιστών, των νεοναζιστών και έτσι να μην πέσει στην παγίδα ενός «αντιφασιστικού μετωπισμού», δηλαδή να νομιμοποιήσει κατά κάποιον τρόπο τους δημοκρατικούς σχεδιασμούς, αλλά ταυτόχρονα να δώσει μια ξεκάθαρη και αποφασιστική απάντηση στη βία των νεοναζιστών, εμποδίζοντας έτσι τη μελλοντική ενδυνάμωση του δημοκρατικού αντιφασιστικού μετωπισμού. Δεν ξέρω αν αυτή η σύντομη ανάλυση είναι ορθή. Τι νομίζεις;

Νομίζω ότι αυτό συνδέεται μ’ εκείνο που έλεγα προηγουμένως. Από τη δολοφονία του Παύλου κι έπειτα επιχειρείται, τουλάχιστον από ένα κομμάτι  της θεσμικής αριστεράς, να περάσει μια γραμμή του στυλ ότι για να «σώσουμε τη δημοκρατία πρέπει να συμμαχήσουμε με τους πάντες», ίσως ακόμα και με την εθνικιστική δεξιά του Σαμαρά που βρίσκεται τώρα στην κυβέρνηση, που ουσιαστικά είναι η πρώτη σύμμαχος της Χ.Α, αφού ήταν ακριβώς αυτοί που τους νομιμοποίησαν κοινωνικά, ή με τους «σοσιαλιστές» του ΠΑ.ΣΟ.Κ, που κυβερνούν μαζί με τον Σαμαρά και οι οποίοι κυβέρνησαν για πάνω από είκοσι χρόνια χρησιμοποιώντας αυτές τις παρακρατικές ομάδες σαν τάγματα εφόδου ενάντια σε στέκια και καταλήψεις, συντρόφους και μετανάστες. Ουσιαστικά επιχειρείται να επιβληθεί μια γραμμή που υπαγορεύει ότι «ενάντια στη Χ.Α πρέπει να κάνουμε μέτωπο με τους πάντες».

Στην πραγματικότητα, αυτό που επιχειρείται τουλάχιστον από ένα κομμάτι του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού κινήματος, και όχι μόνο τώρα μετά το τραγικό γεγονός της δολοφονίας του Παύλου, αλλά κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, είναι η δημιουργία μιας συμμαχίας από τα κάτω, βασισμένη σε αναρχικές-αντιεξουσιαστικές-ελευθεριακές-κομμουνιστικές-αυτόνομες συλλογικότητες, καταλήψεις, συνελεύσεις, ομάδες συνάφειας κτλ, οι οποίες να βγαίνουν μπροστά και ν’ αγωνίζονται ενάντια στους νεοναζιστές, δημοσιοποιώντας τον πραγματικά βρόμικο ρόλο τους, το ρόλο των μαντρόσκυλων της δημοκρατίας και του καπιταλισμού, ν’ απαντούν και ν’ αντεπιτίθενται με την κοινωνικοταξική αντιβία ενάντια στη θρασύδειλη βία τους, να μην πέφτουν στις παγίδες διαμαρτυρόμενοι για το γεγονός ότι η ρατσιστική αστυνομία δεν είναι σκληρή με τους φασίστες, όταν αυτοί δεν σέβονται τους δημοκρατικούς κανόνες.

Ουσιαστικά αυτό που διακυβεύεται είναι ότι όλες αυτές οι δυνάμεις, γιατί για να πούμε την αλήθεια δεν είναι μόνο οι ομάδες και γενικότερα οι σύντροφοι, οι αναρχικές δυνάμεις που αγωνίζονται σ’ αυτήν την κατεύθυνση, αλλά και κόσμος από τις προλεταριακές γειτονιές, ομάδες οπαδών στα γήπεδα μέχρι και ένα κομμάτι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και του χώρου της αυτονομίας, υπάρχει μια μεγάλη ποσότητα κόσμου που προσπαθεί να μην πέσει στην παγίδα «δημοκρατία ή φασισμός» και μάχεται ενάντια στους φασίστες και τους πάτρωνές τους, δηλαδή τη μπουρζουαζία, την αστυνομία της ελληνικής δημοκρατίας, την ταξική δικαιοσύνη, τον ελληνικό στρατό, ο οποίος είναι ένα άλλο σημαντικό κομμάτι από το οποίο ενισχύονται οι φασίστες. Αυτό που επιχειρείται είναι να μεταδοθεί και να διαχυθεί μια λογική άμεσης δράσης και αντιπαράθεσης ενάντια στους φασίστες και τη δημοκρατία που τους προστατεύει.

Αυτό που παρατηρείται σε μιντιακό-πολιτικό επίπεδο είναι η απόπειρα για ένα φτιασίδωμα της εικόνας, ανακαλύπτοντας με υποκριτικό τρόπο τη βία των νεοναζιστών αλλά παράλληλα ενισχύοντας τη διαδικασία της δημοκρατικής κανονικοποίησης. Ίσως το Κράτος μαζί μ’ εκείνα τα κομμάτια της εργοδοσίας που χρηματοδότησαν τους νεοναζιστές, π.χ οι εφοπλιστές, ν’ αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει ο κίνδυνος αυτό το εργαλείο, το οποίο χρησιμοποίησαν σε αντιεξεγερτική και αντιπρολεταριακή κατεύθυνση, ν’ αυτονομηθεί. Δεν ξέρω αν οι δηλώσεις των τελευταίων ημερών σε μιντιακό-πολιτικό επίπεδο μπορούν ν’ αναγνωστούν σ’ αυτήν την κατεύθυνση.

Ναι. Για να πούμε την αλήθεια, τόσο σε μιντιακό-πολιτικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο, εξελίσσεται τις τελευταίες μέρες, μια επιχείρηση από πλευράς των κοινοβουλευτικών κομμάτων, κυρίως εκείνων της δεξιάς, που έχει πιθανώς σαν πρώτο στόχο την ανάκτηση των χαμένων ψήφων, εκείνου του σχεδόν μισού εκατομμυρίου εθνικιστών και πατριωτών, παραδοσιακών ψηφοφόρων της δεξιάς, οι οποίοι χάθηκαν ένα χρόνο πριν κατευθυνόμενοι στη Χ.Α. Έπειτα, πρέπει να λάβουμε επίσης υπ’ όψη ότι μια οργάνωση σαν τη Χ.Α, πέρα από τον παρακρατικό, αντεπαναστατικό και αντιεξεγερτικό ρόλο, έχει και τους δικούς της σκοπούς, τις δικές της τακτικές και τις δικές της στρατηγικές. Επομένως, αυτό που μπορεί να ειπωθεί είναι κατά πάσα πιθανότητα ότι αυτό που εξελίσσεται είναι μια επιχείρηση για να τους επαναφέρουν και πάλι σ’ αυτό που πάντα ήταν: ένα συμπληρωματικό-παρακρατικό κομμάτι το οποίο δεν μπορεί να έχει ένα μεγαλύτερο και κεντρικότερο ρόλο στη θεσμική-κοινοβουλευτική πολιτική σκηνή. Όμως, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη ότι σε μια χώρα όπου τα τανκς κυκλοφορούσαν στους δρόμους μέχρι πριν από 39 χρόνια, υπάρχει σίγουρα ένα κομμάτι στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού, κυρίως στο αστυνομικό-στρατιωτικό και δικαστικό, που σε περίπτωση ανάγκης δεν αποκλείει «λύσεις» που ξεπερνάνε την κοινοβουλευτική-δημοκρατική γραμμή. Προς το παρόν, αυτό που φαίνεται είναι η απόπειρα ενός φτιασιδώματος του προσωπείου αυτής της δημοκρατίας, αυτού του μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έτσι ώστε να παρουσιαστεί σαν μια «φυσιολογική δημοκρατία», η οποία δεν βασανίζει στα αστυνομικά τμήματα της αναρχικούς και αντιφασίστες (όπως συνέβη ξεδιάντροπα κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου), που δεν χρησιμοποιεί νεοναζιστές μαχαιροβγάλτες και δολοφόνους μαζί με τα μ.α.τ της, που δεν έχει στην πρώτη γραμμή της διάφορες ελεεινές προσωπικότητες που χαιρετούν φασιστικά κτλ.

Η δολοφονία του Παύλου λειτούργησε σαν σημείο εκκίνησης για τη μείωση του αυτονομημένου ρόλου τους και για τη μετατροπή τους και πάλι σ’ αυτό που ήταν πάντοτε: δούλοι του Κράτους και του Κεφαλαίου.

για επικοινωνία με τη συντακτική ομάδα της εφημερίδας Invece:

invece@autistici.org

ταχυδρομική θυρίδα: “Invece”, Viale dell’ aeronautica 35, 00144 Roma-Italia

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *