Μια συζήτηση με τους συντρόφους/ισσες από την κατάληψη Panetteria του Μιλάνου (μέρος Β)

φώτο: εργαζόμενοι και εργαζόμενες σε εργοστάσιο της βόρειας Ιταλίας σε αυθόρμητη απεργία με κεντρικό πρόταγμα “δεν είμαστε κρέας προς σφαγή!”

Επιδημία και Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης, Εδαφική Στρατιωτικοποίηση και Οικονομία Πολέμου, Ταξικές Αντιστάσεις και Κοινωνική Αλληλεγγύη στην Ιταλία της Κρίσης.

Νοσοκομεία σε εμπόλεμη κατάσταση, κατάμεστα νεκροτομεία και φέρετρα σε στρατιωτικά καμιόνια. Άδειοι δρόμοι και στρατιωτικοποιημένες πλατείες, βαγόνια του μετρό γεμάτα εργαζόμενους και εργοστάσια σε πλήρη λειτουργία παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας. Εξεγέρσεις στις φυλακές όλης της χώρας, αυθόρμητες και αυτοοργανωμένες απεργίες στους χώρους δουλειάς (κυρίως) στο Βορρά, απόπειρες μαζικών απαλλοτριώσεων προϊόντων από σούπερ μάρκετ (ιδιαίτερα) στο Νότο. Αυτές είναι μερικές από τις εικόνες που φτάνουν από την Ιταλία σε καραντίνα, εν μέσω επιδημίας και κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Μέσα σε αυτή την κρίσιμη ιστορική συγκυρία, στα πλαίσια της ταξικής αντιπληροφόρησης και της διεθνιστικής αλληλεγγύης, θεωρήσαμε πολιτικά χρήσιμη μια διαδικτυακή συζήτηση με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες της κατάληψης Panetteria του Μιλάνου.

Ακολουθεί, το δεύτερο μέρος αυτής της συζήτησης το οποίο έχει δημοσιευτεί (και) στα ιταλικά στο panetteriaoccupata.noblogs.org

Το πρώτο μέρος ΕΔΩ

Αυτή η πανδημία, η οποία ξέσπασε μετά από περισσότερα από δέκα χρόνια διαρκούς καπιταλιστικής κρίσης και πολιτικών κοινωνικού-ταξικού σφαγιασμού, έφερε στην επιφάνεια όλες τις καταστρεπτικές συνέπειες του “ιδιωτικού καπιταλισμού” των τελευταίων 40 χρόνων ηγεμονίας της αμερικανοκίνητης νεοφιλελεύθερης “παγκοσμιοποίησης” και των δογμάτων των διεθνοποιημένων “ελεύθερων” αγορών. Τώρα, με ολόκληρο τον πλανήτη υπό κατάσταση πολιορκίας, με κλειστά αεροδρόμια και σφραγισμένα σύνορα, με την παραγωγή σχεδόν μπλοκαρισμένη και τα εμπορικά κέντρα εκκενωμένα, πρόεδροι κρατών και πρωθυπουργοί, τραπεζίτες και διευθύνοντες σύμβουλοι, χρηματιστές και επενδυτές “μοιάζουν σαν να ξαναδιαβάζουν Κέυνς ανακαλύπτοντας την “χαμένη αθωότητα” του έθνους-κράτους-επιχειρηματία”. Μέχρι στιγμής, όλες οι αντιφάσεις, όλα τα διαφοροποιημένα συμφέροντα και στρατηγικές των κρατών-μελών της ΕΕ έκαναν ξεκάθαρο το γεγονός ότι η Ευρώπη -πράγματι- δεν είναι το σπίτι των λαών. Παράλληλα, οι εικόνες της άφιξης της βοήθειας από την Κίνα με τις ταυτόχρονες κατασχέσεις υγειονομικού υλικού από τη Γερμανία δημιούργησαν μια κάποια αμηχανία σε όλους εκείνους/ες που ανέμιζαν εδώ και χρόνια τη σημαία του ευρωπαϊσμού “tης δημοκρατίας, της αλληλεγγύης και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων”. Από την άλλη πλευρά, όλο και πιο συχνά, καθεστωτικοί αναλυτές και προπαγανδιστές μας προειδοποιούν ότι ζούμε σε μια φάση οικονομίας πολέμου όπου η μοναδική βεβαιότητα είναι ότι “τίποτα δεν θα είναι όπως πριν”. Εσείς τι λέτε;

Οποιαδήποτε και αν είναι η προέλευση του Covid 19, το συνταρακτικότερο στοιχείο είναι αναμφίβολα η πολεμική ορολογία που τον συνόδευσε και έκανε αμέσως θραύση στα καθεστωτικά μμε. Εκφράσεις στρατοπέδου όπως “είμαστε στην πρώτη γραμμή του μετώπου” ή “τιμή στους ήρωες του πολέμου” επαναλήφθηκαν ασταμάτητα, συνοδευόμενες από την επιστροφή μιας αναχρονιστικής πατριδοκαπηλίας και με τον εθνικό ύμνο από τα μπαλκόνια, κάτι που -με την επιδείνωση της υγειονομικής κατάστασης- δεν κράτησε για πολύ. Οι έρημοι δρόμοι έδιναν την εικόνα μιας κηρυγμένης απαγόρευσης κυκλοφορίας, η οποία -σε ένα βαθμό- κατέληξε να επισκιάσει τους επιστημονικούς όρους εξάπλωσης της πανδημίας και των εφικτών λύσεων πρόληψης και θεραπείας. Αυτό που τίθεται σε αμφισβήτηση δεν είναι μερικά απαραίτητα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή -όπως η χρήση μασκών, η καραντίνα, η τήρηση αποστάσεων μεταξύ των ανθρώπων, το κλείσιμο δημόσιων χώρων και ο περιορισμός των κοινωνικών σχέσεων- όσο η ένταξη αυτών των μέτρων μέσα σ’ ένα πλαίσιο που προσομοιάζει σε μια εμπόλεμη συνθήκη.

Τελικά όμως, αυτά που επικράτησαν ήταν τα υπαρκτά δεδομένα για την πανδημία, για την κυκλική εξέλιξή της (με μια αυξητική, μια ευθεία και μια πτωτική φάση συνολικής διάρκειας σχεδόν τριών μηνών) και τα προληπτικά μέτρα μέσω γενικευμένης χρήσης των τεστ, για τις πιθανές θεραπείες και το εμβόλιο, για την ενίσχυση της Υγείας σε τοπικό επίπεδο και την αναγκαιότητα επαρκούς χρηματοδότησης των δημόσιων νοσοκομείων και των ιατρικών ερευνών.

Περνώντας τώρα στις οικονομικές πτυχές της υπόθεσης των κορωνοϊού, μερικά φαινόμενα φέρνουν στο νου καταστάσεις που είναι χαρακτηριστικές μιας οικονομίας πολέμου. Για παράδειγμα, η βιομηχανική μετατροπή σε μερικά εργοστάσια για την παραγωγή προϊόντων που έλειπαν από την εθνική αγορά (όπως οι μάσκες και οι αναπνευστήρες). Όμως, πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις. Την ίδια ώρα, η παραγωγή των πραγματικών όπλων συνεχίζει ανενόχλητη και εν μέσω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης (πχ εκείνη των F35 από την Leonardo στο Cameri). Φυσικά δεν τίθεται ζήτημα σύγκρισης με τον αυταρχικότητα των πολεμικών καιρών. Αν κάτι τίθεται ως ζήτημα αυτή είναι μια διακοπή εργασιών των πολυεθνικών παραγωγικών μονάδων. Πρόκειται για το αποτέλεσμα του διεθνούς καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας που επικράτησε κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών και άστοχα ονομάστηκε “παγκοσμιοποίηση”, από τον οποίο είναι δύσκολη αν όχι απίθανη η επιστροφή σε μια εθνικά επικεντρωμένη οικονομία.

Τώρα έχει εμφανιστεί πλέον κι ένα άλλο φαινόμενο που είναι τυπικό της οικονομίας πολέμου: η αισχροκέρδεια στα είδη πρώτης ανάγκης. H τιμή του αλευριού σκληρού σίτου (εκείνου για την παρασκευή ζυμαρικών) διπλασιάστηκε ενώ η τιμή του ίδιου του σκληρού σίτου αυξήθηκε κατά ένα μόλις ευρώ, περνώντας από τα 25 στα 26 ευρώ τα εκατό κιλά (μια αύξηση χαμηλότερη του 4%). Άραγε, πότε θ’ αρχίσει η μαύρη αγορά;

Ένα άλλο φαινόμενο που προσομοιάζει σε μια οικονομία πολέμου είναι ο -σίγουρα αξιοσημείωτος αν και χρονικά προσδιορισμένος- περιορισμός της εσωτερικής κατανάλωσης, με μοναδικές εξαιρέσεις στον διατροφικό και το φαρμακευτικό κλάδο. Φυσικά, όλο αυτό επιφέρει μια αύξηση των ιδιωτικών αποταμιεύσεων, οι οποίες και μετατρέπονται στον προνομιακό στόχο για τα επενδυτικά ταμεία και τις εκδόσεις κρατικών ομολόγων. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα στα αναγκαστικά πολεμικά δάνεια ή στη συλλογή χρυσού για την πατρίδα. Άλλωστε η χρηματοπιστωτική αγορά έχει γίνει τόσο αυτόματη, γρήγορη και διακλαδωμένη, που καθιστά σε εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση τη ρύθμισή της από πλευράς οποιασδήποτε εθνικής αρχής. Κάποιες μεγαλύτερες πιθανότητες θα είχανε τα ευρω-ομόλογα, σε περίπτωση που αυτή η πρόσκαιρη οντότητα ονόματι Ευρωπαϊκή Ένωση ή ορθότερα η Κεντρική Τράπεζα της κατάφερνε να επιτύχει μια εύλογη διαμεσολάβηση ανάμεσα στις διάφορες εθνικές επιδιώξεις. Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά θα μεταφραστούν σε μια εκθετική αύξηση τόσο του δημόσιου όσο και του ιδωτικού χρέους. Τα χρέη όμως τελικά, σε κάθε περίπτωση πληρώνονται.

Μέσα από την ιστορία της κατάστασης έκτακτης ανάγκης του Covid 19, απέκτησαν και πάλι ορατότητα μερικές ποικίλες τάσεις που αυτοπροσδιορίζονται ως “αριστερές”, οι οποίες αναμασάνε τις κεϋνσιανές θεωρίες για την έξοδο από την καπιταλιστική κρίση: μια επιστροφή του νεο-κεϋνσιανισμού. Οι κεϋνσιανές πολιτικές εφαρμόστηκαν στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της ύφεσης της δεκαετίας του 1930, μέσα από τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ο Ρούσβελτ καθώς και άλλες -ευρωπαϊκές- χώρες με άλλες μορφές και τρόπους. Αυτές συμπυκνώνονται ουσιαστικά σε μια μαζική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, με σκοπό τη δημιουργία πρόσθετης ζήτησης -μέσα από τεράστια δημόσια έργα- για την απορρόφηση μιας σαρωτικής ανεργίας. Φυσικά αυτά τα μέτρα ασκούν μια κοινωνική επιρροή ως προς τις συνέπειες της κρίσης, με την προοπτική μιας επανεκκίνησης των καπιταλιστικών κερδών, η οποία και μπορεί να επέλθει μέσω της συγκεντροποίησης των κεφαλαίων και της μείωσης των εργατικών μισθών. Όπως και να έχει, η αποτελεσματικότητα αυτών των πολιτικών δεν είναι βέβαιη, αφού -μετά από μια σύντομη περίοδο περιορισμένης ανάκαμψης– αυτές εξελίχτηκαν σε έναν “πολεμικό κεϋνσιανισμό”, όταν κατά τη διάρκεια του 2ου παγκόσμιου πόλεμου σχεδόν το σύνολο της παραγωγής –από τα άρματα μάχης μέχρι τα κουμπιά των στολών- πέρασε στο κράτος.

Στη μεταπολεμική περίοδο, κατά τη διάρκεια των χρυσής καπιταλιστικής τριακονταετίας –όπου το δημόσιο χρέος είχε μειωθεί σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά- οι κεϋνσιανές πολιτικές σε μερικές χώρες της δυτικής Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Ιταλία, μεταφράστηκαν σε ένα σύστημα κρατικής-ιδιωτικής “μεικτής οικονομίας” και ενός κοινωνικού κράτους (walfare state), δηλαδή στην κρατική διαχείριση ενός σημαντικού μέρους του –έμμεσου ή κοινωνικού- εργατικού μισθού, μέσα από την κατάθεση στα κρατικά ταμεία σημαντικών κοινωνικών εισφορών από πλευράς των μισθωτών εργαζομένων ή -για λογαριασμό τους- από τους εργοδότες τους. Όπως και να έχει, αυτό το σύστημα ελαχιστοποιήθηκε ή σχεδόν αποδεκατίστηκε από τις συνέπειες της κρίσης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970, με ιδιωτικοποιήσεις και βιομηχανικές αποτοπικοποιήσεις σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους. Επομένως οι νεο-κεϋνσιανές τάσεις, οι οποίες παρουσιάζουν μια επικίνδυνη σύγκλιση με τις αντίστοιχες “κυριαρχικές της δεξιάς”, μοιράζονται με αυτές κι ένα χαμηλό ποσοστό υλοποίησης, δεδομένης της επικυκυριαρχίας -κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών- των μεγάλων πολυεθνικών “χωρίς πατρίδα” και του διεθνούς χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού επί των εθνικών κρατών.

Επιπρόσθετα, απ’ ότι φαίνεται και όπως υποστήριζε και ο Paul Mattick σ’ ένα άρθρο του 1940, ακόμα και ο πόλεμος έχει χάσει την ικανότητα του για το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης. Έγραφε ο Mattick: “Μέσα στην κυκλική πορεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μια γρήγορη συσσώρευση κεφαλαίων έχει ως συνέπεια την ύφεση και την κρίση, ενώ ο ίδιος μηχανισμός επίλυσης της κρίσης οδηγεί σε μια νέα φάση συσσώρευσης και ανάπτυξης. Ως άμεση συνέπεια, μια περίοδος καπιταλιστικής ειρήνης οδηγεί στον πόλεμο και ο πόλεμος σε μια νέα ειρηνική περίοδο. Όμως τι συμβαίνει όταν η οικονομική ύφεση γίνεται διαρκής; Ακόμα και ο πόλεμος ακολουθεί την ίδια πορεία κι επομένως ο διαρκής πόλεμος είναι τέκνο της διαρκούς οικονομικής ύφεσης”. Έπειτα, ο Mattick έφτανε την ανάλυσή του στις ακραίες συνέπειες της, δηλώνοντας: “Σήμερα το ζήτημα -στο βαθμό που η ύφεση δεν μπορεί ν’ αποτελέσει πλέον τη βάση για μια νέα ευημερία- είναι να δούμε αν ο ίδιος ο πόλεμος έχει χάσει την κλασική λειτουργία της απαραίτητης καταστροφής-ανοικοδόμησης που πυροδοτεί μια διαδικασία ταχείας καπιταλιστικής συσσώρευσης και μεταπολεμικής ειρηνικής ευημερίας”. Σήμερα, ο διαρκής πόλεμος εξελίσσεται μέχρι στιγμής σε περιοχές της καπιταλιστικής ημιπεριφέρειας, όπως στη Μέση Ανατολή, την Αφρική και το Αφγανιστάν, με εξαίρεση τη σύγκρουση στις πύλες της Ευρώπης, σε Ντονμπάς/Ουκρανία. Επομένως, δημιουργείται η αίσθηση πως η πανδημία του κορωνοϊού μπορεί ν’ αποτελέσει ένα υποκατάστατο του διαρκούς πολέμου, στο οποίο όμως εμπλέκονται άμεσα οι καπιταλιστικά ανεπτυγμένες χώρες. Ένα υποκατάστατο που είναι ταυτόχρονα τεράστιο και ελάχιστο: τεράστιο ως προς τις κοινωνικές θυσίες που επιφέρει, ελάχιστο για το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης. Στο τέλος αυτής της ιστορίας, δεν θα υπάρξει κάποια οικονομική ανάκαμψη, ούτε όμως και μια κατάρρευση του καπιταλισμού αλλά -πιθανότατα- μια επιτάχυνση των διαδικασιών της εξελισσόμενης κρίσης.

Κατάληψη Panetteria

Μιλάνο, 11 Aπρίλη 2020

Μια συζήτηση με τους συντρόφους/ισσες από την Κατάληψη Panetteria του Μιλάνου (μέρος Α)

φώτο: συνοικία Giambellino, Μιλάνο: “να υπερασπιστούμε τους εργαζόμενους όχι τα κέρδη των αφεντικών. Λιγότερες στρατιωτικές επενδύσεις περισσότερες για την Υγεία. Στοπ στα ενοίκια και τους λογαριασμούς”.

Επιδημία και Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης, Εδαφική Στρατιωτικοποίηση και Οικονομία Πολέμου, Ταξικές Αντιστάσεις και Κοινωνική Αλληλεγγύη στην Ιταλία της Κρίσης.

Νοσοκομεία σε εμπόλεμη κατάσταση, κατάμεστα νεκροτομεία και φέρετρα σε στρατιωτικά καμιόνια. Άδειοι δρόμοι και στρατιωτικοποιημένες πλατείες, βαγόνια του μετρό γεμάτα εργαζόμενους και εργοστάσια σε πλήρη λειτουργία παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας. Εξεγέρσεις στις φυλακές όλης της χώρας, αυθόρμητες και αυτοοργανωμένες απεργίες στους χώρους δουλειάς (κυρίως) στο Βορρά, απόπειρες μαζικών απαλλοτριώσεων προϊόντων από σούπερ μάρκετ (ιδιαίτερα) στο Νότο. Αυτές είναι μερικές από τις εικόνες που φτάνουν από την Ιταλία σε καραντίνα, εν μέσω επιδημίας και κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Μέσα σε αυτή την κρίσιμη ιστορική συγκυρία, στα πλαίσια της ταξικής αντιπληροφόρησης και της διεθνιστικής αλληλεγγύης, θεωρήσαμε πολιτικά χρήσιμη μια διαδικτυακή συζήτηση με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες της Κατάληψης Panetteria του Μιλάνου. Ακολουθεί, το πρώτο μέρος αυτής της συζήτησης το οποίο έχει δημοσιευτεί (και) στα ιταλικά στο  panetteriaoccupata.noblogs.org

Την στιγμή που όλος ο κόσμος βρίσκεται μπροστά σε μια υγειονομική κρίση και με περιοριστικά μέτρα πρωτοφανή για καιρούς “ειρήνης”, η Ιταλία -ειδικά η Λομβαρδία- αποτελούν μια από τις χώρες -και τις περιοχές- που έχουν χτυπηθεί πιο άγρια από τον ιό Covid-19. Κατά τη γνώμη σας, υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι για το γεγονός ότι η Ιταλία και ειδικά η Λομβαρδία διατηρεί [τουλάχιστον ως τώρα] τη θλιβερή πρωτιά στην Ευρώπη σε αριθμούς επιβεβαιωμένων κρουσμάτων και νεκρών από αυτήν την πανδημία; Μπορείτε ν’ αναφερθείτε στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης, τα περιοριστικά μέτρα και τις αντανακλάσεις τους στην καθημερινή κοινωνική πραγματικότητα της χώρας και της πόλης σας, κατά τη διάρκεια αυτού του τελευταίου μήνα;

Γύρω στις 20/02 ανακαλύφθηκε το πρώτο κρούσμα κορωνοϊού στο Κοντόνιο (δήμος της επαρχίας του Λόντι). Στις 22/02 στη Λομβαρδία τα κρούσματα ήταν ήδη 220 κι ενώ ήδη προσδιοριζόταν και αποκλειόταν η πρώτη κόκκινη ζώνη στην περιοχή του Λόντι, πολιτικοί και κυβερνήτες δήλωναν ότι οι πόλεις δεν θα σταματήσουν. Χαρακτηριστικό, το απεριτίφ στην περιοχή Navigli του δημάρχου Σάλα και του γραμματέα του [κεντροαριστερού] Δημοκρατικού Κόμματος Ζινγκαρέττι, υπό το σλόγκαν: “Το Μιλάνο δεν σταματάει”. Λίγες μέρες αργότερα, αναγκάστηκαν να καταπιούν τα λόγια τους.

Σήμερα [6 Απρίλη] τα κρούσματα στην Ιταλία ανέρχονται σε 132.547, εκ των οποίων το 40% στη Λομβαρδία, και οι θάνατοι σε 16.523 εκ των οποίων το 50% στη Λομβαρδία. Δεδομένα που δημοσιοποιούνται καθημερινά από την υπηρεσία πολιτικής προστασίας, αριθμοί που εντυπωσιάζουν και μέρα με τη μέρα έφεραν μια σειρά περιοριστικών μέτρων, τα οποία -εξαρχής- κατέστησαν σε απροσπέλαστο κάθε χώρο κοινωνικότητας και διαμόρφωσης, κάθε δημιουργική ή πολιτισμική δομή. Μέτρα που ανέστειλαν την ελευθερία κυκλοφορίας των ανθρώπων, απαγόρευσαν της δημόσιες συγκεντρώσεις, τις συναθροίσεις και τις απεργίες, διαχέοντας μια σχολαστική στρατιωτικοποίηση των εδαφών.

Αυτά τα μέτρα συνοδεύτηκαν από κυριολεκτικούς μιντιακούς βομβαρδισμούς διασποράς του πανικού, εγκληματοποίηση όσων βγαίνουν από το σπίτι “χωρίς βάσιμη αιτία, αυστηροποίηση των ποινών για όσους δεν ακολουθούνε τις ντιρεκτίβες της κυβέρνησης. Όλα αυτά συνοδευόμενα από μια πατριωτική ρητορική, με την οποία θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι είμαστε όλοι ενωμένοι και υπεύθυνοι για την καταπολέμηση αυτής της επιδημίας.

Μπροστά στις εικόνες των νοσοκομειακών ΜΕΘ, ξέχειλων από τις καθημερινές εισαγωγές βαριά ασθενών και σχετικά με τις ελλείψεις σε προσωπικό και δομές, δεν υπήρξε καμία ανάληψη ευθύνης από πλευράς της κυβέρνησης και όλων των κυβερνήσεων που προώθησαν τις υγειονομικές πολιτικές αυτών των τελευταίων δεκαετιών, προς όφελος της ιδιωτικής και με σημαντικές περικοπές των κονδυλίων (37 δισ. από το 2010) της δημόσιας υγείας. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας έκλεισαν 759 νοσοκομειακά τμήματα και καταργήθηκαν 40.000 κλίνες. Από το 2010 ως το 2017 έκλεισαν 115 νοσοκομεία. Επομένως, η επιδημία βρήκε το δημόσιο σύστημα υγείας ήδη ετοιμοθάνατο μετά από πολλά χρόνια κρίσιμης κατάστασης. Η δημόσια υγεία πέρασε στα χέρια των Περιφερειών, με τη διαχείριση παχυλών χρηματοδοτήσεων που ευνόησαν τη διαφθορά και την ιδιωτική υγεία, η οποία στη Λομβαρδία έφτασε να απορροφάει το 40% των κονδυλίων και αποδείχτηκε εντελώς απούσα σε αυτήν την έκτακτη ανάγκη, αφού όπως κάθε άλλη ιδιωτική επιχείρηση επενδύει για να έχει κέρδη και προτιμάει να μη διαθέτει τμήματα πρώτων βοηθειών, επειγόντων περιστατικών και ανάνηψης αφού αυτά δεν είναι πολύ κερδοφόρα.

Στη Λομβαρδία, από τη δεκαετία του 1990 ως σήμερα οι κλίνες του δημόσιου συστήματος υγείας έχουν μειωθεί κατά σχεδόν 50%. Έτσι, μ’ ένα δημόσιο σύστημα υγείας υποχρηματοδοτημένο, μια έκτακτη συνθήκη όπως η τωρινή έθεσε σε κρίση ολόκληρο το σύστημα.

Ενώ οι υγειονομικοί λειτουργοί τώρα δοξάζονται, χειροκροτούνται και θεωρούνται οι νέοι ήρωες ενός Κράτους που όντας πιστό στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο φόρτωσε πάντα τα κοινωνικά κόστη στη συλλογικότητα, τα ποσοστά κρουσμάτων μεταξύ τους ανεβαίνουν και σήμερα κυμαίνονται γύρω στο 10/11%. Σε μερικούς οίκους ευγηρίας τα ποσοστά [μεταξύ των εργαζόμενων] ανέρχονται σε 20%. Την ίδια ώρα, οι θάνατοι των υγειονομικών λειτουργών, 87 μέχρι σήμερα, συνεχώς αυξάνονται ενώ παράλληλα κατασκευάζονται νοσοκομεία έκτακτης ανάγκης. Το υγειονομικό προσωπικό, ακόμα και ως τώρα, στερείται ατομικά μέσα προστασίας, μάσκες, γάντια και προστατευτικές στολές. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι την ίδια ώρα δεν υπόκειται σε τεστ, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την υγεία τους καθώς κι εκείνη των ατόμων που ζούνε μαζί τους.

Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Λομβαρδίας και γενικότερα της Ιταλίας είναι το υψηλό ποσοστών του πληθυσμού άνω των 65 χρόνων και ο χαμηλός δείκτης γεννητικότητας. Μ’ ένα ολοένα και πιο συγκεντροποιημένο σύστημα υγείας, πολλοί ηλικιωμένοι πέθαναν στα σπίτια τους ή σε γηροκομεία, συχνά στερούμενοι κάθε είδους βοήθειας και θεραπείας, εξ’ αιτίας και πάλι των περικοπών στις τοπικές υγειονομικές μονάδες. Επίσης, άνθρωποι από ευπαθείς ομάδες με υποκείμενα νοσήματα μολύνθηκαν από τον ιό και έχασαν τη ζωή τους μέσα στα νοσοκομεία, τα οποία μετατράπηκαν σε κυριολεκτικές εστίες μετάδοσης του Covid 19. Τα νοσήματα που είναι πιο διαδεδομένα στην περιοχή μας είναι ακριβώς τα αναπνευστικά, επιστημονικά τεκμηριωμένα και αναλυμένα ως συνέπειες των υψηλών ποσοστών μόλυνσης, μπροστά στα οποία όμως δεν συγκινείται η λογική του κέρδους.

Ενώ οξυνόταν το κλίμα συναγερμού και επιβολής, πολλές επιχειρήσεις παρέμεναν -παρ’ όλα αυτά- ανοιχτές ενώ πολλές από αυτές βρίσκονται συγκεντρωμένες ακριβώς στις λεγόμενες “κόκκινες” περιοχές, στη Μπρέσια και το Μπέργκαμο, στο επίκεντρο της επιδημίας, εκεί όπου έχουν καταγραφεί τα μισά από το σύνολο των κρουσμάτων στη Λομβαρδία. Η μετακίνηση χιλιάδων εργαζόμενων και η έλλειψη μέσων ασφαλείας για την προστασία τους, συνεισέφεραν σημαντικά στη γρήγορη μετάδοση του ιού σε αυτές τις περιοχές. Αυτό δεν ισχύει μονάχα για τη Λομβαρδία, αφού και στις –εξίσου υψηλά παραγωγικές περιοχέςτου Πεδεμόντιου και της Εμίλια Ρομάνια, η μετάδοση του ιού δεν μειώνεται. Μια προληπτική καραντίνα που ισχύει για όλους, αλλά όχι για τα εκατομμύρια των μισθωτών εργαζόμενων που υποχρεώνονται από τα αφεντικά τους να βρίσκονται για 8, 10, 12 ώρες στοιβαγμένοι σε εκατοντάδες εργοστάσια, αποθήκες, εργοτάξια και καταστήματα, χωρίς καμία προστασία και χωρίς να έχουν τη δυνατότητα εγγύησης για την τήρηση -έστω και των ελάχιστων- μέτρων προφύλαξης τους από τη μετάδοση του ιού.

Το τελευταίο διάταγμα του πρωθυπουργού Κόντε, με το οποίο υποτίθεται ότι θα επιβαλόταν το κλείσιμο όλων των μη αναγκαίων παραγωγικών δραστηριοτήτων, έπειτα από πίεση της Confindustria [του ιταλικού ΣΕΒ], έδωσε πολλά περιθώρια ελιγμών σε επιχειρήσεις του χημικού, κλωστοϋφαντουργικού και μεταποιητικού τομέα ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν τις δραστηριότητες τους -ακόμα κι αν δεν κρίνονται σε αυτή τη φάση αναγκαίες- μέσω υπεύθυνων δηλώσεων που δεν θα ελεγχθούν ποτέ, όπως επίσης και καμία ποινή δεν θα επιβληθεί στις επιχειρήσεις που δεν σέβονται τους κανόνες ασφαλείας για τους εργαζόμενους. Μονάχα στο Μπέργκαμο 1800 επιχειρήσεις ζήτησαν να κάνουν χρήση του διατάγματος ενώ στη Μπρέσια ΄ήταν αντίστοιχα 2980.

Ούτε η πολεμική βιομηχανία σταματάτησε. Στο Cameri, στην επαρχία της Νοβάρα, συνεχίζει η συναρμολόγηση και η παραγωγή των καταδιωκτικών-βομβαρδιστικών F35, για την εξασφάλιση της οποίας εκατοντάδες εργαζόμενοι κινδυνεύουν ν’ αρρωστήσουν. Το ίδιο και στη RWM στο Domusnovas της Σαρδηνίας όπου -σαν να μη συμβαίνει τίποτα- συνεχίζονται οι εργασίες επέκτασης των εγκαταστάσεων ώστε να διπλασιαστεί η παραγωγή πολεμικού υλικού (αεροπορικών βομβών τύπου ΜΚ και εκρηκτικών ΡΒΧ).

Μέσα σε μια συνθήκη βαθιάς οικονομικής κρίσης, οι αντανακλάσεις στην κοινωνική ζωή αρχίζουν να γίνονται βαριές και βιώνονται μέσα σ’ ένα είδος σιωπηλής απομόνωσης. Οι οικογένειες βρίσκονται επιβαρυμένες αφού είτε δουλεύουν είτε δεν μπορούν να δουλέψουν για να παράξουν εισόδημα, πρέπει να απασχολούνται με τα παιδιά τους, να παρακολουθούν τη διδασκαλία τους, να στέκονται σε ατέλειωτες ουρές για να ψωνίσουν, να φροντίζουν οι ίδιες τους ηλικιωμένους, χωρίς οικιακές βοηθούς, να βιώνουν εντάσεις οι οποίες αν πριν λειαίνονταν με τις ώρες που περνούσαν έξω από το σπίτι, τώρα στριμώχνοται μέσα στις πυκνοκατοικημένες και στενάχωρες κατοικίες. Επίσης, υπάρχουν και οι μοναχικοί άνθρωποι, εκείνοι που έχουν αποκοπεί από κάθε συναισθηματική σχέση και ανθρώπινη επαφή και βρίσκονται ακόμα πιο εκτεθειμένοι μέσα σ’ ένα κλίμα φόβου και μοναξιάς. Έπειτα, υπάρχουν και τα παιδιά για τα οποία δεν γίνεται πολύς λόγος, οι συνέπειες αυτής της συνθήκης στα οποία θα γίνουν -πιθανότατα- αντιληπτές αργότερα. Η διάχυτη αίσθηση είναι εκείνη μιας ζωής υπό μια ανασταλτική διάσταση, όπου βρίσκει χώρο η αλληλεγγύη αλλά και ο φόβος για τον άλλον, η ελπίδα ότι όλο αυτό θα τελειώσει και η συνειδητοποίηση του γεγονότος πως η οικονομική κρίση θα είναι σαρωτική. Ιδιαίτερα στις περιοχές του Νότου, όπου η φτωχοποίηση ήδη αγγίζει εκατομμύρια γυναίκες και άντρες που δουλεύουν μαύρα και πληρώνονται με μεροκάματα, εκεί όπου η ανεργία κινείται ήδη γύρω στο 40%.

Το ταξικό αποτύπωμα των διακρίσεων είναι ξεκάθαρο σε κάθε επιλογή που προωθεί η κυβέρνηση επιβάλλοντας συνθήκες που δεν μπορούν να εφαρμοστούν από ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού: στη διδασκαλία εξ’ αποστάσεως, όπου ένα μεγάλο ποσοστό μαθητών και φοιτητών στερείται των τεχνικών μέσων για να παρακολουθήσουν τα ηλεκτρονικά μαθήματα, ενώ σε μερικές περιοχές δεν υπάρχει καν το δίκτυο που να μπορεί να τα υποστηρίξει. Στο “μένουμε σπίτι” για οικογένειες που δεν έχουν σπίτι ή κινδυνεύουν σύντομα να το χάσουν. Σε πολλούς κλάδους εργαζομένων, οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στα μέτρα κοινωνικής απόσβεσης και αυτά είναι μονάχα μερικά παραδείγματα.

Παρ’ όλο το κλίμα της επικρατούσας φαινομενικής παράλυσης, στην πραγματικότητα καθημερινά αυξάνονται οι μορφές αντίστασης σε πολιτισμικό, κοινωνικό, πολιτικό επίπεδο. Με τις συνελεύσεις των εργαζομένων που δεν είναι διατεθειμένοι να θυσιαστούν στο όνομα του κέρδους. Με τα καλέσματα για το δικαίωμα στη στέγη και τη διοργάνωση της απεργίας ενοικίου. Με τις διεκδικήσεις του -ακόμα πιο εξαντλημένου από αυτήν την έκτακτη κατάσταση- υγειονομικού προσωπικού. Με τις απόπειρες σε κλάδους και από υποκείμενα που πριν ήταν αόρατα, να κινητοποιηθούν, να αυτοοργανωθούν και να διεκδικήσουν καλύτερες εργασιακές συνθήκες. Μορφές αντίστασης που εκφράστηκαν και μέσα στις φυλακές, με διάφορες μορφές εξέγερσης που ολοκληρώθηκαν και με αρκετούς θανάτους κρατουμένων, οι οποίοι διεκδικούσαν την αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στην προστασία της υγείας τους και την αναγκαιότητα της λήψης μέτρων αποσυμφόρησης και αμνηστίας.

Γεννιούνται οι εθελοντικές ταξιαρχίες για την έκτακτη ανάγκη, διάσπαρτες σε όλες τις περιοχές του Μιλάνου που στηρίζουν του μοναχικούς ανθρώπους και εκείνους με προβλήματα καθημερινής διαχείρισης των αναγκών τους. Αυξάνονται οι συγκεντρώσεις και οι διανομές τροφίμων, οι συλλογικές και οι ατομικές χειρονομίες αλληλεγγύης. Παρά τις υπαρκτές και ξεκάθαρες δυσκολίες στη μετακινήσεις και τις συναντήσεις, γίνεται απόπειρα για τη συνέχεια αυτής της δουλειάς, με διαφορετικούς τρόπους συνάντησης, συζήτησης, επεξεργασίας και κοινωνικοποίησης των υλικών αγαθών και των προτάσεων.

Κατάληψη Panetteria

Μιλάνο, 8 Aπρίλη 2020

 

 

Μνήμη Περικλή Κοροβέση (Αργοστόλι 20/7/1941 – Αθήνα 11/4/2020)

Ι.

Θυμάμαι από πολύ μικρή ηλικία, το όνομά του να ακούγεται συχνά πυκνά μέσα στο σπίτι μας. Να ειπώνεται με ανεπιτήδευτη οικειότητα και αυθόρμητο δέος από τα στόματα των γονιών μου. Μαζί με άλλα ονοματεπώνυμα-βράχους (Αλέκος Παναγούλης, Παναγιώτης Ελλής, Σπύρος Μουστακλής, Σάκης Καράγιωργας, Χρόνης Μίσσιος …). Ήταν αυτοί οι άνθρωποι με τους οποίους γέμιζαν οι σελίδες του δικού μου παιδικού “βιβλίου των ηρώων του δρόμου”.

Όμως με τον συγκεκριμένο αντιδικτατορικό αγωνιστή και πολιτικό κρατούμενο της χούντας, η βαλίτσα πήγαινε παρακάτω. Πιθανότατα εξαιτίας της νεανικής φιλίας του με τους γονείς μου. Έτσι, οι διηγήσεις για το βίο και την πολιτεία του δεν περιορίζονταν στα όσα υπέστη έπειτα από τη σύλληψή του από τους γδάρτες του. Θυμάμαι τον πατέρα μου να αναφέρεται -με τρυφερότητα- στην αγάπη του Περικλή για το θέατρο, συμπληρώνοντας χαμογελαστά: “αν και για να πούμε την αλήθεια δεν ήταν -ή μάλλον δεν πρόλαβε να γίνει- μεγάλος θεατρίνος. Με τη γραφή τα πήγε καλύτερα…”. Θυμάμαι τη μητέρα μου να διηγείται με κάθε λεπτομέρεια την επίσκεψή τους και τα σούρτα φέρτα “ύποπτων στοιχείων” σ’ ένα διαμέρισμα, κάπου στην Πατησίων, λίγες μόλις ώρες πριν τη σύλληψή του από τους βασανιστές του. Μια διήγηση που έκλεινε πάντοτε με το ίδιο μητρικό ερώτημα: “Ακόμα απορώ γιατί δεν μπουκάρανε αποβραδίς”… Έπειτα, η φωνή της συνήθως έσπαγε και τα μάτια της βούρκωναν σαν άρχιζε να αναφέρεται σε όσα διέπραξαν αυτά τα ανδρείκελα πάνω στο σώμα της συντρόφισσάς του. “Και να σκεφτείς, όλα αυτά τα τράβηξε από αυτά τα καθάρματα μπροστά στα μάτια του, για να τον λυγίσουν”. Μετά και από αυτή τη φράση, συνήθως επικρατούσε μια αμήχανη σιωπή.

Πριν από μια τριακονταετία, θυμάμαι τον πατέρα μου να αναζητεί -μέσω γνωστών και φίλων- τον αριθμό τηλεφώνου του Περικλή για να του εκφράσει τη συμπαράστασή του. Ήταν τότε που το Έθνος” κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδο “ιδού ο δολοφόνος”. Η Αγγελική Νικολούλη, σύζυγος γνωστού ΚΥΠατζή, σε “αποκλειστικό ρεπορτάζ”, τον “φωτογράφιζε” ως εκτελεστή του Παύλου Μπακογιάννη. Το “Έθνος” αναγκάστηκε να κάνει γαργάρα την “αποκλειστικότητα”, ενώ η Νικολούλη ξεκινούσε την καριέρα της ως εθνική θηρεύτρια αναζήτησης χαμένων προσώπων και “απολωλότων προβάτων”, μέσα στο λαμπρό βούρκο της ιδιωτικής τηλεόρασης…

Τη λέξη “Ανθρωποφύλακες” την είχα δει για πρώτη φορά γραμμένη στη ράχη ενός λευκού βιβλίου που στεκόταν σε περίοπτη θέση της βιβλιοθήκης μας. Παρά τις πατρικές προτροπές, πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι ν’ αξιωθώ να το ξεφυλλίσω και λίγα περισσότερα μέχρι ν’ αντέξω να το διαβάσω. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι μέχρι πού μπορεί να φτάσει η Εξουσία. Θυμάμαι ακόμα τα ρίγη που διέσχιζαν τη σπονδυλική στήλη μου, τη στιγμή που το έκλεινα διαβασμένο για να το επιστρέψω στο ράφι του. Ήταν τότε που η εφηβική παρορμητική εναντίωση είχε αρχίσει μέσα μου να παίρνει κοινωνική μορφή και σχήμα. Η αναρχική-αντιεξουσιαστική πολιτικοποίηση της δικής μας γενιάς προχώρησε μπροστά όταν ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός είχε πλέον δύσει για τα καλά, μέσα στην εποχή της ηγεμονίας των ανιστόρητων ιδεολογημάτων περί “του τέλους της ιστορίας”. Ήταν τότε που φοριόταν πολύ η λέξη “πρώην”. Με τις λέξεις “αριστερά” και “αριστεροί” δεν τα πηγαίναμε και πολύ καλά (με τις “αριστερές” ίσως λίγο καλύτερα, αλλά και αυτό όχι πολύ…). Ασυναίσθητα, και ίσως με κάποιες δόσεις αφέλειας και αμετροέπειας (περί παρθενογένεσής μας), οι λέξεις αυτές μάς γίνονταν νοητές ως βαρίδια και όχι ως εφόδια. Έτσι, δεν χάναμε ευκαιρία να τους βγάζουμε -αυθάδικα και προβοκατόρικα- τη γλώσσα. Η ιδεολογική αντιπαράθεση και οι προκλήσεις μας εναντίον τους ήταν το ψωμοτύρι με το οποίο μεγαλώσαμε και προχωρήσαμε. Από εκείνα τα χρόνια, δυο μειοψηφικά συνθήματα που ακούγονταν στις ουρές των διαδηλώσεων (και αποτύπωναν ανάγλυφα αυτή τη ρήξη) θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη: “δε θέλουμε πορείες με τους αριστερούς, θέλουμε τους μπάτσους στην άσφαλτο νεκρούς”, “πορείες και ντουντούκες αυτή δεν είναι λύση, ποτάμια από το αίμα τους πρέπει να κυλήσει”

Τι κι αν κουρασμένοι αλλά ευφυείς αγωνιστές και αγωνίστριες προσπαθούσαν να μας κάνουν ν’ αντιληφθούμε (με το καλό ή και το άγριο…) ότι “οι μπάτσοι είναι απλώς εμπόδια, δεν είναι ο κύριος εχθρός”. Εμείς, με το δίκιο της νιότης, τους αντιγυρίζαμε “ν’ αφήσουν τις θεωρίες”. Τι κι αν κυκλοφόρησε κι εκείνο το τραγούδι που μας προέτρεπε υπαρξιακά να σκοτώσουμε “τον μπάτσο που έχουμε μέσα μας”…

Έτσι, αφού διάβασα τους “Ανθρωποφύλακες” και άφησα να κατακάτσει μέσα μου η σκόνη από αυτή τη ζόρικη ανάγνωση, το μόνο που βρήκα να πω στον πατέρα μου ήταν το εξής: “Το διάβασα το βιβλίο του φίλου σου του Περικλή. Πολύ δυνατό. Αλλά εντάξει, μη νομίζεις… Αυτά που γίνονταν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ τώρα γίνονται στη ΓΑΔΑ. Αυτά που τραβήξανε γενιές και γενιές κομμουνιστών, τα τραβάνε τώρα μονάχα οι αναρχικοί”. Φαντάζομαι ότι σήμερα κάτι τέτοιο μπορεί να ακούγεται ως υπερβολικό, αν όχι “βλάσφημο”. Ας ληφθεί όμως υπ’ όψη ότι τότε, κάπου στις αρχές του 1992, ήταν νωπή ακόμα η σύλληψη, η πολυήμερη κράτηση και τα βασανιστήρια στη ΓΑΔΑ εναντίον 33 αναρχικών αφισοκολλητών-αφισοκολλητριών, κατηγορούμενων για την αποκάλυψη του κρατικού εμπρησμού της Πρυτανείας του Πολυτεχνείου και το φόρτωμα “αυτού του νέου Ράιχστανγκ” στους συλληφθέντες καταληψίες. Στο άκουσμα των λεγομένων μου για τους “Ανθρωποφύλακες”, θυμάμαι το πρόσωπο το πατέρα μου να σκοτεινιάζει, να μη βγάζει άχνα και να κουνάει υποτιμητικά το κεφάλι λέγοντας: “Τι να σου πω; Ό,τι και να σου πω είναι λίγο”… Μετά από αυτό, έκανε μέρες να μου μιλήσει. Θυμάμαι πόσο είχα νευριάσει τότε μαζί του. Λυπάμαι που δεν πρόλαβα να του πω ότι τελικά -πιθανότατα- αυτός να είχε δίκιο, αφού τώρα πλέον είμαι βέβαιος ότι ένα είναι το σίγουρο: χρειάζονται πολλά καντάρια αρετής και τόλμης για να βρεις το ανάστημα ώστε να ξαναζήσεις, να καταγράψεις και να δημοσιοποιήσεις την εξανδραποδισμένη αθλιότητα που ένιωσες στο πετσί σου, καθιστώντας την ακόμα αθλιότερη…

ΙΙ.

Έπειτα, τα χρόνια πέρασαν. Το ονοματεπώνυμο του Περικλή συνέχιζε να είναι παρών στο πατρικό σπίτι, με διάφορες αφορμές. Είτε για το σχολιασμό κάποιου άρθρου του στην “Ελευθεροτυπία” και την “Εποχή”, είτε μέσω κάποιου από τα βιβλία που συνέχισε ανελλιπώς να γράφει και των οποίων οι γονείς μου υπήρξαν τακτικοί αναγνώστες. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι στην Αίγινα είχα ξεμείνει από αναγνώσματα. Έτσι, έπεσαν στα χέρια μου οι “Ανεπίδοτοι Έρωτες”. Το διάβασα στο πι και φι. Για να πω την αλήθεια, δεν με ενθουσίασε αν και το θεώρησα παραδόξως ως ένα απαισιόδοξα αισιόδοξο γραπτό.

Τα χρόνια συνέχισαν να περνάνε. Τον Δεκέμβρη του 2008, θυμάμαι τον Περικλή εκλεγμένο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, να υπερασπίζεται (ή και απλώς να “ερμηνεύει”…) τους εξεγερμένους και τις εξεγερμένες από τα αντιπολιτευτικά έδρανα της βουλής της αστικής “δημοκρατίας” (εκείνης που “διαδέχτηκε ομαλά” την αστική δικτατορία που τον δίωξε, τον φυλάκισε και τον βασάνισε…) και να στέκεται ειλικρινά απέναντι στα καθεστωτικά γαβγίσματα που λάσπωναν τη μνήμη του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Λίγους μήνες αργότερα (και αφού ο Τσίπρας είχε “φορέσει το δαχτυλίδι” που του είχε περάσει ο Αλαβάνος), το 2009 ο Περικλής ευτυχώς “έφυγε νωρίς”. Έφυγε νωρίς από το μαντρί της “ανανεωτικής αριστεράς”, πριν αυτό αρχίσει να επεκτείνεται, μέχρι τη διαδοχική μετατροπή του -κατά τη διάρκεια της μνημονιακής δεκαετίας- από “ελάσσονα” σε “αξιωματική” αντιπολιτευτική, κι έπειτα σε συγκυβερνητική συνιστώσα του κοινοβουλευτικού θεάτρου σκιών.

Το Δεκέμβρη του 2015, ο Περικλής έλεγε (στο 3pointmagazine.gr) :

[…] Η εξέγερση του Δεκέμβρη του ‘08 ήταν το ορατό μέρος μιας λανθάνουσας εξέγερσης που δεν είχε εμφανιστεί. Δηλαδή αυτή τη στιγμή που μιλάμε, όλες οι αδικίες που έχουν συσσωρευτεί εις βάρος αυτού του λαού, υπάρχουν σαν ξερά ξύλα έτοιμα για φωτιά. Το προσάναμμα λείπει.

[…] Στη δική μας την εποχή, όταν ήμασταν έφηβοι, ήταν ακόμα η βαριά σκιά του εμφυλίου πολέμου και παρόλο που το κίνημα είχε νικηθεί και πολιτικά και στρατιωτικά, φοβόντουσαν κάτι που θα μπορούσε να γεννηθεί όπως έγινε και με την ΕΔΑ. Οπότε η έννοια του να είσαι αριστερός, έστω κληρονομικό δίκαιο, αν δηλαδή ήταν ο πατέρας σου, την πλήρωνες κι εσύ, πήγαινε στην οικογένεια.

Στη σημερινή εποχή τα πράγματα δεν είναι έτσι, γιατί η εξουσία βλέπει ότι αν υπάρχει πολυφωνία, αν υπάρχουν κόμματα, αν υπάρχουν διάφορες κινήσεις, στην ουσία τροφοδοτούν την εξουσία. Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως δύναμη ανατροπής, στην ουσία είναι δύναμη ανανέωσης και στήριξης του υπάρχοντος συστήματος. Τώρα δεν έχουμε διώξεις για κάτι τολμηρό που γράφουμε. Δεν έχουμε δίωξη κάποιου δημοσιογράφου ή συγγραφέα για αυτό που έγραψε, γιατί αυτά αναφέρονται σε μεγάλο κοινό. Όπου όμως υπάρχουν ομάδες δραστήριες, οι οποίες δεν είναι συμβιβασμένες, αυτές οι ομάδες διώκονται. Υπάρχει δίωξη σε εκείνες τις ομάδες οι οποίες ενοχλούν την εξουσία, όπως συμβαίνει με τους 5 φοιτητές τώρα. Αυτό που βλέπω λοιπόν τώρα είναι ότι η εξουσία μέσω Τσίπρα κυριάρχησε για ακόμα μια φορά και όλες οι υπόλοιπες ομάδες που αντιστέκονται, γιατί υπάρχουν πολλές ομάδες που αντιστέκονται στην Ελλάδα, δεν μπορούν ούτε να συντονιστούν ούτε να δημιουργήσουν κάτι πιο σοβαρό. Ας πούμε ένα ενιαίο μέτωπο. Άρα λοιπόν αυτή τη στιγμή που μιλάμε, είμαστε σε μια εξουσία, που εκφράζεται από τον Τσίπρα και σε μια μη εξουσία, που βρίσκεται στα διάφορα κινήματα-ομάδες […]

ΙΙΙ.

Οι άνθρωποι ως γνωστόν δεν είναι όντα αθάνατα, ούτε άτρωτα, ούτε αψεγάδιαστα. Με γνώμονα το αξίωμα που θέλει τους ύστατους αποχαιρετισμούς να διεκδικούν την πληρότητά τους μονάχα όταν αγγίζουν σφαιρικά και δίχως φτιασίδια το βίο που εξιστορούν, ας ειπωθούν και τα παρακάτω: πάνε χρόνια από τότε που η εντύπωση και η εικόνα που διατηρούσα μέσα μου για αυτόν τον αγωνιστή είχε λαβωθεί. Γνώριζα ότι επρόκειτο για έναν ηλικιωμένο άνθρωπο “του ποτού, του τσιγάρου και του νυχτοπερπατήματος”. Ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι ήταν ένας από αυτούς που “ήπιαν μια φορά και μέθυσαν για πάντα”. Παρ’ όλα αυτά, οι διηγήσεις από φίλες και συντρόφισσες για τον ενίοτε επιθετικό τρόπο “καρδιοκατακτητικής” συμπεριφοράς του προς το “ωραίο φύλλο”, όπως και η στενάχωρα μεθυσμένη εικόνα του, ένα βράδυ -προ δεκαετίας και βάλε– στο καφενείο του Σάκη στην πλατεία Εξαρχείων, είχαν ραγίσει (χωρίς όμως να αποκαθηλώσουν… ) το φωτεινό πορτραίτο του μέσα σ’ εκείνο το παιδικό “βιβλίο των ηρώων του δρόμου”.

ΙV.

Αλλά είπαμε. Οι άνθρωποι ως γνωστόν είναι όντα θνητά, τρωτά και ψεγαδιασμένα. Το ζήτημα είναι να παραμένουν άνθρωποι. Το ζήτημα είναι να συνεχίζουν ν’ αγωνίζονται. Όπως μπορεί ο καθένας. Αλλά να συνεχίζουν ν’ αγωνίζονται. Και ο Περικλής Κοροβέσης παρέμεινε άνθρωπος, από εκείνους που συνεχίζουν, όπως μπορούν και θέλουν ν’ αγωνίζονται. Από αυτούς που όταν φεύγουν, αφήνουν ανεξίτηλο το χνάρι τους πάνω στους “καιρούς που μέλλονται για να ‘ρθουν”. Από αυτούς που μέχρι και την τελευταία ικμάδα της ζωής την δωρίζουν για την ικανοποίηση της ύστατης επιθυμίας τους:

Εγώ δεν ξέρω αν είμαι αναρχικός ή αριστερός. Αυτό που θέλω εγώ είναι να μην πεθάνω μαλάκας”.

Αντίο Περικλή.

Λ.Β.

Αθήνα, 12 Απρίλη 2020

Ο χαιρετισμός του Σάντε Νοταρνικόλα στον Σαλβατόρε Ριτσιάρντι.

φώτο: ο Σαλβατόρε στο παράθυρο του Radio Onda Rossa,

στη συνοικία San Lorenzo της Ρώμης.

Σαλβατόρε,

Πριν από μερικές ημέρες μου είχε τηλεφωνήσει ο Πάολο. Με ενημέρωσε για την πτώση σου, για την κατάστασή σου, για τις δοκιμασίες σου. Υπέφερες πολύ, το ξέρω, το φαντάζομαι. Αυτά τα τραύματα είναι ανυπόφορα, όπως και η φυλακή με τις απομονώσεις της, την αγριότητα της, την αχρηστία της. Ακόμα είμαι συνταραγμένος από τον τρόπο που έπεσες. Δεν υπήρχαν νεότεροι σύντροφοι για να κρεμάσουν το πανό; Γνωρίζω το μηχανισμό: είναι το σχολείο που μας διαμόρφωσε, να προηγηθούμε όλων και παντού, με τίμημα το σπάσιμο μας και έτσι έγινε με εσένα…

Ο ιός με εμποδίζει σε πολλά πράγματα. Θα ήθελα να σε συνοδεύσω και στο μεταξύ να σου μιλήσω και να σου θυμίσω το παραθυράκι του κελιού σου στη φυλακή του Κούνεο, απ’ όπου φαινόταν χιονισμένο όλο το Μονβίζο. Ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους αποδεχόμουν την πρόσκληση σε δείπνο, όταν ήταν εφικτή η κοινωνικότητα. Μαζί με αυτή, οι αναμνήσεις της στράτευσης, της δικής σου και των συντρόφων σου.

Νοιώθω αρκετά φτωχός. Μου λείπει ο Πρόσπερο, μου λείπει ο Άντζελο Μπασόνε, ο Πικιούρα, ο Βικ και πολλοί άλλοι: ένας θλιβερός κατάλογος. Μένουν τα γραπτά σου που θα διαδώσουμε. Ξέρεις, εδώ και καιρό έχει πέσει πάνω μου η σιωπή, δεν είμαι πια ο γραφομανής εκείνων των καιρών ενώ και τα ποιήματα είναι σπάνια.

Παρατηρώ, ακούω, σιωπώ. Σίγουρα: είναι η ηλικία.

Καλό ταξίδι σύντροφε. Ευχαριστώ για όλα.

Μόλις ελευθερωθώ από τον ιό θέλω να φτάσω στο Μονβίζο για έναν ιδιαίτερο χαιρετισμό σε σένα και σε μένα τον ίδιο.

Σάντε Νοταρνικόλα

πηγή: Radio Onda Rossa (Ρώμη)

μετάφραση: κινηματικό εκδοτικό εγχείρημα Los Solidarios

Αθήνα, 10 Απρίλη 2020

 

Salvatore Ricciardi. Πάντα Παρών στις Καρδιές και τους Αγώνες μας!

Πολλοί νόμισαν ότι αφού χάθηκε αυτή η μάχη, είχε τελειώσει και ο αγώνας, μπερδεύοντας δυο πράγματα, γιατί η μάχη μπορεί να χαθεί, αλλά ο αγώνας δεν τελειώνει…

Salvatore Ricciardi

Xθες Πέμπτη 9 Απρίλη 2020, έφυγε από τη ζωή -έπειτα από ένα μήνα νοσηλείας- στη γενέτειρα του Ρώμη, ένας ξεχωριστός προλετάριος, ένας σεμνός κομμουνιστής, ένας παντοτινός αντάρτης: ο Σαλβατόρε Ριτσιάρντι.

Στη Μνήμη μας θα παραμείνουν βαθιά χαραγμένα το πλατύ χαμόγελο και η έμφυτη ανθρωπιά, η διαλεκτική αναλυτικότητα της σκέψης και η ανυποχώρητη αγωνιστικότητα του, γνωρίσματα που τον χαρακτήρισαν καθ’ όλη τη διάρκεια της πολυκύμαντης ζωής του.

Εκφράζουμε τα ειλικρινή συλλυπητήρια μας στην οικογένεια του και τα οικεία του πρόσωπα. Ενώνουμε τη φωνή μας μ’ εκείνες των συντρόφων και συντροφισσών στη Ρώμη και σ’ όλη την Ιταλία -όπου μέσα στην υπάρχουσα δυστοπική συνθήκη της πανδημίας και της κατάστασης έκτακτης ανάγκης- υψώνουν τις γροθιές τους για να χαιρετήσουν –όπως του πρέπειέναν αγωνιστή, ο οποίος απέδειξε έμπρακτα και ακατάπαυστα ότι “η επανάσταση είναι ένα λουλούδι που δεν πεθαίνει ποτέ”

Ακολουθούν δυο αποσπάσματα από την έκδοση με τη μεταφρασμένη απομαγνητοφώνηση δυο εκπομπών (που μεταδόθηκαν από το διαδικτυακό αντιεξουσιαστικό ραδιόφωνο Radiocane του Μιλάνου τον Ιούνη του 2014), η οποία τυπώθηκε στην Αθήνα από την τυπογραφική κολεκτίβα Rotta και κυκλοφόρησε από την Προλεταριακή Πρωτοβουλία τον Μάρτη του 2015 με τίτλοΤι σήμαινε να είσαι 20 χρονών το 1960… Με το άλφα μικρό. Μια ζωή για την προλεταριακή αυτονομία”.

**

Ο Σαλβατόρε Ριτσιάρντι γεννήθηκε το 1940 στη Ρώμη. Μετά από τεχνικές σπουδές και παράλληλη δουλειά στην οικοδομή, το ’62 θ’ αρχίσει να εργάζεται ως τεχνικός στους σιδηροδρόμους. Θα δραστηριοποιηθεί συνδικαλιστικά στη Γενική Συνομοσπονδία Ιταλών Εργαζομένων [Cgil] και πολιτικά στο Σοσιαλιστικό Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας [Psup]). Θα συμμετάσχει ενεργά στους φοιτητικούς και τους εργατικούς αγώνες που θα ξεσπάσουν το 1968 και το ’69. Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν θα πρωταγωνιστήσει στην οικοδόμηση της αυτοοργάνωσης που αρχίζει να κερδίζει έδαφος τόσο στο σιδηροδρομικό κλάδο όσο και σ’ άλλους εργοστασιακούς χώρους. Μετά την πολύχρονη δραστηριοποίησή του στο χώρο της εργατικής αυτονομίας, το 1977 θα στρατευθεί στις Κόκκινες Ταξιαρχίες, στη ρωμαϊκή Φάλαγγά τους πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την “επιχείρηση Μόρο”. Θα συλληφθεί τον Μάρτη του 1980 και στα τέλη της ίδιας χρονιάς μαζί με συντρόφους του και άλλους συγκρατούμενούς του, θα οργανώσουν την εξέγερση στην ειδική φυλακή του Τράνι. Θα καταδικαστεί σε ισόβια και από το 1996 θα τεθεί σε καθεστώς “ημι-ελευθερίας”. Μετά από τριάντα χρόνια εγκλεισμού και ομηρίας, από τα τέλη του 2011 ζει ελεύθερος χωρίς περιοριστικούς όρους. Παραμένει ενεργός στο αντικαπιταλιστικό-ανταγωνιστικό κίνημα και εδώ και πολλά χρόνια συμμετέχει στο ιστορικό κινηματικό ραδιόφωνο της Ρώμης Radio Onda Rossa [Ράδιο Κόκκινο Κύμα].

**

Φώτο: Νυόρο (Σαρδηνία) 1981, στην ειδική φυλακή της οδού Badu ‘e Carros (μια από τις σκληρότερες, όμως ο συσχετισμός δυνάμεων επέτρεψε αυτή την εσωτερική φωτογράφηση στο προαύλιο. Όμως δεν κράτησε πολύ).

Πηγή: το blog Contromaelstrom που είχε δημιουργήσει και διατηρούσε ο Salvatore.

**

Το 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Derive Approdi το βιβλίο του Maelstrom. Στιγμιότυπα ταξικής εξέγερσης και αυτοοργάνωσης στην Ιταλία (1960-1980), από το οποίο και ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα:

Το κίνημα στο οποίο συμμετείχα και για το οποίο μιλάμε τώρα ήταν ένα φουσκωμένο ποτάμι αρκετά συμπαγές, αν και κολυμπούσαν μέσα του πάρα πολλά ψάρια με διαφορετικά χρώματα, διαφορετικές ιδέες και πρακτικές, συχνά εναντιωματικά μεταξύ τους. Η διαδρομή αυτού του ποταμιού στόχευε στη ριζική αλλαγή του υπάρχοντος, στην αποκαθήλωση του καπιταλιστικού συστήματος και του Κράτους του, στην οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας που έπρεπε να εφευρεθεί, βασισμένη όμως στην άμεση δημοκρατία του προλεταριάτου. Ονομάζαμε αυτή τη διαδρομή “κομμουνισμό”. Μια επαρκής προοπτική για να συνεχίσουμε να κολυμπάμε όλοι και όλες μέσα στο ίδιο ποτάμι και προς την ίδια κατεύθυνση. Και οι ένοπλες οργανώσεις δεν ήταν άλλο από χώροι αυτού του ίδιου του ποταμιού. Δεν υπήρξε, ούτε θα μπορούσε να υπάρξει, ούτε “κεντρική δομή” ούτε “ένας και μοναδικός εγκέφαλος”. Ήμασταν όλοι σκεπτόμενα μυαλά, γι’ αυτό και παράγαμε πάρα πολλά όμορφα και ανατρεπτικά πράγματα […]. Το κίνημά μας διέρρηξε κάθε δεσμό με τον εθνικισμό, ο οποίος είχε μολύνει το εργατικό κίνημα τον εικοστό αιώνα. Το βλέμμα μας αποστρεφόταν κάθε σύνορο, σηκωνόμασταν στις μύτες των ποδιών μας για να κοιτάξουμε όλο και πιο μακρυά. Την προσοχή μας τραβούσε κάθε ρήξη στο διεθνές επίπεδο, το οποίο βλέπαμε μ’ αντίστοιχο ενδιαφέρον μ’ εκείνο για την κάθε ρήξη της καπιταλιστικής τάξης στο εσωτερικό. Ήμασταν πεπεισμένοι ότι το σφιχταγκάλιασμα ανάμεσα στον κομμουνισμό και τον εθνικισμό ήταν ένα είδος εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, όπως και κάθε άλλη βασισμένη στην ταυτότητα παλινόρθωση. Αυτό το έγκλημα εμπόδισε κάθε πραγματική σχέση ανάμεσα στο κλασικό εργατικό κίνημα και το δικό μας κίνημα. Ήμασταν πιο κοντά στον “αρχικό” κομμουνισμό, τον ανταγωνιστικό και διεθνιστικό, και όχι στον εθνικό-πατριωτικό του εικοστού αιώνα. Δίναμε περισσότερη σημασία στο διεθνές πλαίσιο και τις μεταβολές του απ’ ό,τι στις εσωτερικές πολιτικές αλχημείες του “παλατιού”. Θεωρούσαμε τους εαυτούς μας κομμάτι μιας διεθνούς σύγκρουσης, αν και όντας στενά δεμένοι με τις πραγματικότητες, τις εδαφικοποιημένες κι εκείνες στους χώρους δουλειάς […]. Οι μνήμες φυσικό είναι να βαραίνουν το φορτίο του παρελθόντος, να αφήνονται πίσω, να μη σου ανήκουν πια. Όχι. Τα γεγονότα αυτών των σελίδων, οι επιλογές εκείνου του κομματιού της γενιάς μου, τουλάχιστον όσο μ’ αφορά προσωπικά, δεν είναι βαλμένες στο σακούλι του παρελθόντος. Ζω μαζί τους. Είναι το παρόν, για εμένα. Δεν κάνω τα πράγματα που έκανα τότε, αλλά δεν τα πέταξα και μακριά μου με απέχθεια, απογοήτευση και τύψεις. Με συντροφεύουν, με βοηθάνε στη δύσκολη φουσκοθαλασσιά των καιρών που ζούμε. Λένε μερικοί: να κλείσεις πίσω σου για να πας παραπέρα. Θα μπορούσε να γίνει και αυτό, αλλά θα ήταν απαραίτητη πρώτα μια ανοιχτή και ευρεία συζήτηση, χωρίς διαστρεβλώσεις και προκαταλήψεις, που αποτελούν και το καθημερινό ψωμί αυτής της χώρας […].

Προλεταριακή Πρωτοβουλία

Αθήνα, 10 Απρίλη 2020

Πρώτες σημειώσεις για τον κορωνοϊό από την κατάληψη Panetteria του Μιλάνου

Ιστορικές διαδρομές και αναδρομές”. Αυτός ήταν ο τίτλος ενός άρθρου στην εφημερίδα Il Giorno στις 4/3/2020, θυμίζοντας την επιδημία της γρίπης που έπληξε το Μιλάνο και την Ιταλία το Δεκέμβρη του 1969 [1]. Πιστεύω ότι λίγοι θυμούνται αυτό το μακρινό επεισόδιο αφού ήταν απασχολημένοι με τελείως διαφορετικές ιστορίες, όπως το θερμό φθινόπωρο, τη βόμβα στην πλατεία Φοντάνα, τη δολοφονία του Πινέλλι. Κι όμως, αυτός ο ιός γρίπης -που ονομάστηκε Α2 και αναβαπτίστηκε σε “Χονγκ Κονγκ 68” γιατί προερχόταν από την Κίνα και σε “Διαστημικό”, προς τιμή των ταξιδιών των άστρων- είχε προσβάλει δέκα τρία εκατομμύρια άτομα στην Ιταλία και είχε προκαλέσει πέντε χιλιάδες θανάτους. Εμβόλιο για αυτόν τον ιό υπήρχε ήδη, αλλά δεν είχε διανεμηθεί στην Ιταλία, ενώ από τα στοιχεία δεν φαίνεται να λήφθηκαν προληπτικά μέτρα ανάλογα μ’ εκείνα που παίρνονται στην παρούσα συγκυρία. Πως εξηγείται αυτή η διαφορά; Ως προς αυτό, θα επανέλθουμε.

Στους πρόσφατους καιρούς, η εμφάνιση και η διάδοση επιδημιών και πανδημιών που οφείλονται σε μεταλλάξεις ιών -από τον HIV-AIDS στις δεκαετίες 1980-90, τον SARS το 2003, τη γρίπη των πουλερικών το 2013 μέχρι την σημερινό κορωνοϊό COVID 19- προκάλεσαν διάφορες επιστημονικές υποθέσεις γύρω από την προέλευση αυτών των μεταλλάξεων, οι οποίες -σε κάθε περίπτωση- συνδέονται με τον τρόπο στρεβλής ανάπτυξης που προέκυψε από έναν άγριο καπιταλισμό που βρίσκεται σε φάση ιστορικής παρακμής.

Μερικοί αναλυτές αναφέρουν ως ευνοϊκό παράγοντα για την ανάπτυξη των ιών και των μεταλλάξεων τους, τον υπερπληθυσμό των σύγχρονων μεγαλουπόλεων με τις δεκάδες εκατομμύρια κατοίκους. Άλλοι μίλησαν για τις αλλαγές στη σχέση μεταξύ ανθρώπινου είδους και ζωικών ειδών, οι οποίες προκλήθηκαν από την εντατικοποίηση των ζωικών εκτροφών και την παρουσία στις μεγαλουπόλεις ειδών πτηνών (από τις νυχτερίδες μέχρι τους γλάρους ) όπου και δεν ζούσαν πριν. Όλες αυτές αποτελούν συνέπειες μιας μεταβλημένης σχέσης ανάμεσα στο ανθρώπινο είδος και τον φυσικό κόσμο, σε μια εποχή την οποία οι ειδικοί ονομάζουν ως “ανθρωποκεντρική”, ή μάλλον ορθότερα “κεφαλαιοκεντρική”. Όλα αυτά χωρίς να αναφερθούμε στην ατμοσφαιρική ρύπανση και την παρουσία των αιωρούμενων σωματιδιών, τα οποία και αποτελούν τον ιδανικούς διακινητές για τη εξάπλωση του ιού στο περιβάλλον. Ένα δεδομένο το οποίο θα μπορούσε να εξηγήσει την γρηγορότερη διάδοση του ιού στην κοιλάδα του Πάδου, συγκριτικά με τις περιοχές του Νότου. Πρόκειται για υποθέσεις που αξίζουν -από πλευράς μας- μεγαλύτερης προσοχής και περαιτέρω αναλυτικής εμβάθυνσης.

Παρ’ όλα αυτά -στα πλαίσια αυτού του κειμένου- δεν είναι δυνατό να μην αναδειχθεί μια σειρά συμπτώσεων των οποίων η σημασία μένει να ξεκαθαριστεί. Τον Απρίλη του 2003 το ΝΑΤΟ δημοσιοποίησε μια αναφορά 140 σελίδων με τίτλο “Urban Operations in the Year 2020” (UO 2020). Σε αυτή την αναφορά, η εκθετική αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού μέχρι το έτος 2020 και η επακόλουθη τρομακτική αύξηση της αστικοποίησης -με το 70% αυτού του πληθυσμού να ζει μέσα σε αυτές τις πόλεις- αποτέλεσε την αρχική υπόθεση. Όλα αυτά θα προκαλούσαν αυξανόμενες κοινωνικές-οικονομικές εντάσεις, οι οποίες -σύμφωνα με την αναφορά- θα μπορούσαν ν’ αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μονάχα με τη μαζική στρατιωτική παρουσία, συχνά ακόμα και κατά τη διάρκεια μακρόχρονων περιόδων. Από την άλλη πλευρά, πιθανότατα μια παραδοσιακή χρήση του στρατού με επεμβάσεις της τελευταίας στιγμής θα μπορούσε να αποδειχθεί αντιπαραγωγική. Ακριβώς αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο στην αναφορά UO 2020 προκρίνεται η έναρξη της σταδιακής χρήσης του στρατού σε καθήκοντα διασφάλισης της δημόσιας τάξης, όσο θα προσεγγίζεται χρονικά η -υποτιθέμενη για το 2020- παγκόσμια κρίση. Κι όμως , έχοντας φτάσει πλέον στο 2020, τα υποθετικά σενάρια της νατοϊκής αναφοράς αποδεικνύονται ίσως λιγάκι υπερβολικά. Όμως η συμβουλή που περιείχε στο τελευταίο μέρος της για “τον στρατό σε καθήκοντα διασφάλισης της δημόσιας τάξης”, κάτι που εδώ και χρόνια εφαρμόζεται στην Ιταλία, θα μπορούσε να υποστεί μια επιτάχυνση ακριβώς με την ευκαιρία της έκτακτης ανάγκης του κορωνοϊού, επιφέροντας μια περαιτέρω εδαφική στρατιωτικοποίηση.

Δεν τρέψαμε ποτέ κάποια ιδιαίτερη συμπάθεια για τις συνωμοσιολογικές ιδεολογίες. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια σειρά άλλων συμπτώσεων που οφείλουν να φωτιστούν. “Η ύπαρξη στη Γουχάν ενός βιολογικού εργαστηρίου, όπου Κινέζοι επιστήμονες, σε συνεργασία με τη Γαλλία πραγματοποιούν μελέτες για τους θανατηφόρους ιούς, με την παρουσία και μερικών απεσταλμένων του καναδέζικου Εργαστηρίου μικροβιολογίας. Τον Ιούλιο του 2015, το βρετανικό κυβερνητικό Ινστιτούτο Pirbright κατοχύρωσε στις ΗΠΑ ένα “βουβό κορωνοϊό”. Τον Οκτώβριο του 2019 το Johns Hopkins Center for Health Security πραγματοποίησε στη Νέα Υόρκη μια προσομοίωση πανδημίας κορωνοϊού κατοχυρώνοντας ένα σενάριο, το οποίο -αν επιβεβαιωνόταν- θα προκαλούσε 65 εκατομμύρια νεκρούς” [2]. Ένα μήνα πριν τη διεξαγωγή των Αγώνων των Ενόπλων Δυνάμεων στην κινεζική πόλη, πραγματοποιήθηκαν στρατιωτικές ασκήσεις για την προσομοίωση μιας πιθανής βακτηριολογικής απειλής με το όνομα “κορωνοϊός”. Σε αυτούς τους αγώνες που πραγματοποιήθηκαν στη Γουχάν συμμετείχαν και περίπου 300 αθλητές προερχόμενοι από τις ΗΠΑ. Πρόσφατα, στις 12 Μαρτίου ο εκπρόσωπος τύπου του υπουργείου Εξωτερικών του Πεκίνου Zhao Lijian διατύπωσε την υποψία ότι ο ασθενής αριθμός μηδέν ήταν ένας στρατιώτης των ΗΠΑ, από τις οποίες και ζήτησε περισσότερη “διαφάνεια” γύρω από αυτό. Φυσικά δεν υπάρχουν αποδείξεις που να επιβεβαιώνουν πως ανάμεσα σε αυτά τα γεγονότα και την πανδημία του κορωνοϊού υπάρχει μια σχέση αιτίου – αποτελέσματος. Παρ’ όλα αυτά, κρίνεται απαραίτητο να υπενθυμίσουμε ότι ο βακτηριολογικός πόλεμος συμπεριλαμβάνεται στα σύγχρονα πολεμικά εγχειρίδια.

Αλλά ας επιστρέψουμε στην αρχική ερώτηση: πως εξηγείται η διαφορετική στάση των διάφορων κυβερνήσεων σε άλλες πρόσφατες επιδημίες σε σύγκριση μ’ εκείνη στην τρέχουσα επιδημία του Covid 19; Είναι γεγονός ότι αυτή η επιδημία είναι το προϊόν της γενικής κρίσης του καπιταλισμού, η οποία και εξελίσσεται εδώ και καιρό αλλά ταυτόχρονα και ένας παράγοντας επιτάχυνσης αυτής της κρίσης. Περιοριζόμενοι μονάχα στην Ευρώπη: η διαφορά ανάμεσα στα μέτρα που εφαρμόζονται από τις διάφορες κυβερνήσεις, αρχής γενομένης από εκείνη της μετά-Brexit Μεγάλης Βρετανίας που ανέβαλε στο έπακρο τις αποφάσεις, βασιζόμενη ίσως σε μια λύση σημαδεμένη από τον “κοινωνικό δαρβινισμό”, δηλαδή από τη φυσική επιλογή από τον ιό των πλέον αδύναμων, ηλικιωμένων, ασθενών άλλων παθολογιών κλπ. Ακόμα και οι διαφορές στα εφαρμοζόμενα μέτρα μέσα στην έκτακτη συνθήκη από τη γερμανική και την ιταλική κυβέρνηση, μπορούν να εξηγηθούν αν λάβουμε υπ’ όψη την αντίστοιχη οικονομική δομή της κάθε χώρας. Η Γερμανία έχει έναν ισχυρό καπιταλισμό, συγκεντρωμένο γύρω από μια βιομηχανική υποδομή που στοχεύει στις εξαγωγές. Το να τεθεί σε κίνδυνο η παραγωγή αυτής της μεγάλης βιομηχανίας είναι αδύνατο και δεν τίθεται καν στη συζήτηση.

Από την άλλη, η Ιταλία έχει έναν πιο αδύναμο καπιταλισμό, στον οποίο η μεγάλη βιομηχανία ουσιαστικά έχει αποδεκατιστεί και όπου υπάρχει μια πληθώρα εστιατόρων, ξενοδόχων, μικρών επιχειρηματιών, “αυτόνομων” εργαζομένων με μπλοκάκι κτλ. Αυτοί θα είναι και εκείνοι που θα υποστούν τις καταστρεπτικότερες συνέπειες της κρίσης: πολλοί θα αναγκαστούν να κλείσουν, δίνοντας το έναυσμα για μια δραματική καπιταλιστική συγκεντροποίηση, της οποίας οι συνέπειες -προς το παρόν- παραμένουν απρόβλεπετες.

Στην Ιταλία η κατάσταση έγινε ακόμα βαρύτερη από τις περικοπές στη δημόσια υγεία που επιβλήθηκαν από όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών και από τις χρηματοδοτήσεις που συμφωνήθηκαν με την ιδιωτική υγεία εις βάρος της δημόσιας, αρχής γενομένης από την Περιφέρεια της Λομβαρδίας από τη θητεία του Φορμιγκόνι κι έπειτα. Από την αντίθετη πλευρά, μέσα στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης η εργατική τάξη έγινε και πάλι ορατή, με υπόσταση και δύναμη μέσα στη σύγκρουση: οι απεργίες που εξαπλώθηκαν σε διάφορες εγκαταστάσεις έκαναν ξεκάθαρο πως “οι εργάτες δεν θα κάτσουν να πεθάνουν για το κέρδος”, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να λάβει μια σειρά μέτρων, σε κάθε περίπτωση ανεπαρκών και -επιπλέον- ούτε καν εφαρμοσμένων στην πλειοψηφία των εργοστασίων.

Όμως πως θα εξελιχθούν τα πράγματα όταν όλο αυτό τελειώσει; Όπως ήδη ειπώθηκε θα υπάρξει μια επιτάχυνση της ήδη εξελισσόμενης κρίσης. Κάποιοι ήδη μιλάνε για “μεγάλη ύφεση” και επιστροφή στη δεκαετία του ‘30 του εικοστού αιώνα. Ανάμεσα σε χρηματιστηριακά παιχνίδια και επεκτατικές νομισματικές πολιτικές, οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι θα βρούν τον τρόπο ν’ αυγατίσουν τα πλούτη τους. Οι μεγάλες πολυεθνικές θα συγχωνευθούν ακόμα περισσότερο ώστε ν’ αυξήσουν τα κέρδη τους. Η καπιταλιστική συγκεντροποίηση θα προκαλέσει την πτώχευση τεράστιου αριθμού μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων καθώς και την επακόλουθη αλματώδη αύξηση της ανεργίας. Το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος θα αυξηθεί περαιτέρω ενώ θα μπουν σε εφαρμογή τα σχέδια υλοποίησης δημόσιων έργων καταστρεπτικών για το περιβάλλον, όπως εκείνα για τα τραίνα υψηλής ταχύτητας (TAV) καθώς κι εκείνα για τον αγωγό ΤΑP. Θα ευνοηθούν όλες οι “κυριαρχικές” τάσεις που θα πιέζουν για κλείσιμο των συνόρων μαζί με τις αντίστοιχες πατριδοκάπηλες χορογραφίες. Αν και τώρα πλέον δεν είναι εύκολη η αμφισβήτηση του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας που έχει εδραιωθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών (στην Ιταλία δεν παράγουμε πλέον ούτε καν τις μάσκες!). Θα επιβληθούν αυταρχικές μορφές παρεμβατικής διακυβέρνησης που θα ομνυούν στη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας. Με λίγα λόγια, παραφράζοντας ένα σλόγκαν που είναι της μόδας: ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΝΕ ΟΛΑ ΚΑΛΑ [*]. Από την πλευρά μας πρέπει να προετοιμαστούμε για να δώσουμε απαντήσεις μέσα σε μια πιθανότατη όξυνση της κοινωνικής σύγκρουσης και να δώσουμε μια προοπτική διεξόδου από ένα καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ολοένα και πιο καταστρεπτικό και θανατηφόρο.

Κατάληψη Panetteria,

Μιλάνο, 25 Μαρτίου 2020

Σημειώσεις:

[1] “Ιός από την Κίνα: είναι ο “διαστημικός” του 1969”, του Massimiliano Mingoia, εφημερίδα Il Giorno, 4/3/2020, σ. 11.

[2] “Πανδημία του ιού του φόβου”, του Manlio Dinucci, εφημερίδα Il Manifesto, 25/2/2020.

[*] σ.τ.μ: Όλα θα πάνε καλά”: βασικό επικοινωνιακό σλόγκαν της κυβερνητικής-αστικής-μηντιακής καμπάνιας για την αντιμετώπιση της επιδημίας.

Δημοσιεύθηκε στο panetteriaoccupata.noblogs.org

Μετάφραση στα ελληνικά: Προλεταριακή Πρωτοβουλία, Απρίλης 2020.

Μια μαρτυρία κρατουμένου από την εξέγερση στη φυλακή San Vittore του Μιλάνου

φώτο: φυλακή Σαν Βιττόρε Μιλάνο, Μάρτης 2020 και Μάης 1977

Η μαρτυρία που ακολουθεί αναρτήθηκε στις 23/3/2020 στο radiocane.info

Μετάφραση στα ελληνικά: Προλεταριακή Πρωτοβουλία, Μάρτης 2020.

Πτέρυγες υπό τον έλεγχο των κρατούμενων με ξηλωμένες τις θωρακισμένες πόρτες και λυγισμένες τις καγκελόπορτες, με ευφορία και αδρεναλίνη: με αυτόν τον τρόπο οι κρατούμενοι της φυλακής του Σαν Βιττόρε, όπως και εκείνοι των φυλακών σε όλη την Ιταλία, κατάφεραν ν’ ακουστεί η φωνή τους από εκείνους που -εν μέσω της υπάρχουσας έκτακτης συνθήκης- μοιάζουν να μην έχουν αυτιά για ν’ αντιληφθούν την οργή και την ανησυχία τους. Μετά τη διήγηση της εξέγερσης των κρατουμένων μέσω των φωνών των συγγενών, συλλέξαμε αυτή την άμεση μαρτυρία από ένα φίλο που μόλις βγήκε από τη φυλακή.

Αυτά που μπορώ να διηγηθώ είναι αυτά που μπόρεσα να δω: ένας απόλυτος χαμός, με την έννοια χώρων που δεν είναι πλέον προσβάσιμοι και βιώσιμοι. Είδα ξηλωμένες τις θωρακισμένες πόρτες. Αυτό είναι κάτι που ακόμα και τώρα που μιλάμε μου φαίνεται αδύνατο να το πιστέψω. Νομίζω ότι για το ξήλωμα αυτών των θωρακισμένων πορτών χρειάζεται μια ιδιαίτερη -αν όχι ανώτερη- ευφυΐα, όπως και για το λύγισμα των καγκελόπορτων. Αισθάνθηκα επίσης έντονες τις μυρωδιές που προέρχονταν από τις φωτιές. Υπήρξαν καταστροφές κάθε είδους. Στις αποθήκες, στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στα έπιπλα…

Εδώ και καιρό η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Οι κρατούμενοι βρισκόμασταν ήδη αντιμέτωποι με δύσκολες συνθήκες. Η ένταση μεταδόθηκε και από άλλα σωφρονιστικά καταστήματα μέσω ραδιοφώνων και εφημερίδων. Είμαι βέβαιος ότι η βασική αιτία για αυτό το ξέσπασμα ήταν το αίσθημα αλληλεγγύης προς τους υπόλοιπους κρατούμενους και κυρίως η θέληση για να δοθεί και από εδώ μια απάντηση στο Κράτος…

Δεν θέλω να κρίνω αν αυτό που συνέβη ήταν σωστό ή λάθος. Ότι έγινε έγινε. Σε κάθε περίπτωση, υπήρξε απόπειρα διαλόγου με τον αρχιφύλακα και το διευθυντή της φυλακής, οι οποίοι και δεν έδειξαν καμία πρόθεση ν’ ανταποκριθούν στα αιτήματα. Δεν λάμβαναν υπ’ όψη αυτό που συνέβαινε με την πανδημία εκτός των τειχών, δεν ενδιαφέρονταν που -μέσα σε μια συνθήκη εντονότερων περιορισμών- δεν μπορούσαμε να έχουμε πλέον επισκεπτήρια από τους συγγενείς μας. Ως προς όλα αυτά, δεν έδιναν καμία απάντηση, ούτε έδειχναν κάποια διάθεση κατανόησης. Συναντούσαμε το διευθυντή, φυσικά κατά τη διάρκεια των ημερών του εκκλησιασμού, οπότε και εμφανιζόταν. Μας έλεγε τα δικά του, τα οποία δεν ήταν ικανοποιητικά για εμάς, αφού μετά από ένα σωρό επαναλήψεις δεν κατέληγε ποτέ στο διά ταύτα και δεν μας εγγυόταν τίποτα.

Είναι ξεκάθαρο ότι σύμφωνα με όσα μας διδάσκουν, η παρέμβαση γίνεται πάντοτε με τους “πολιτισμένους τρόπους”, με λόγια που βασίζονται στο δίκαιο. Με τις προφορικές διατυπώσεις των αιτημάτων που δεν ήταν άλλο από την αποσαφήνιση γύρω από εναλλακτικές λύσεις, με τις οποίες θα μπορούσαν ν’ αντικατασταθούν τα επισκεπτήρια. Δεν νομίζω ότι αυτό ήταν και το σημαντικότερο ζήτημα, αν και οφείλω να ομολογήσω ότι η έλλειψη των επισκεπτηρίων των συγγενών βιώνονταν πολύ έντονα απ’ όλους τους κρατούμενους. Αυτό που μας απασχολούσε περισσότερο ήταν ο τρόπος με τον οποίο μας συμπεριφέρονταν με από αυτές τις -εγκεκριμένες ή μη- καραντίνες. Η σημασία τους έγινε εύκολα αντιληπτή, όταν έβαλαν σε καραντίνα εμάς αλλά όχι και το προσωπικό της φυλακής, τους εθελοντές, τους κοινωνικούς λειτουργούς και τους ψυχολόγους, χωρίς φυσικά να συμπεριλαμβάνουμε τους γιατρούς, αφού αυτοί είναι και οι μόνοι που μπορούν να βοηθήσουν. Όμως ποια είναι η σημασία της συνέχισης της απρόσκοπτης εισόδου στη φυλακή για όλα αυτά τα άτομα, τη στιγμή που βάζουν εμάς και τους συγγενείς μας σε καραντίνα; Για ποιο λόγο δεν έβαλαν σε καραντίνα και όλα αυτά τα άτομα; Ξέρω πολύ καλά ότι οι βάρδιες των δεσμοφυλάκων δεν μπορούν ν’ ανασταλούν για λόγους επιτήρησης. Όμως όλοι οι υπόλοιποι γιατί συνέχισαν να μπαίνουν απρόσκοπτα στη φυλακή; Είναι ξεκάθαρο ότι μ’ αυτό τον τρόπο ελαττώνεται η προστασία της δικής μας υγείας. Πρόκειται για μια αντίφαση. Ανάμεσα στα αιτήματα μας περιλαμβανόταν και η αποσαφήνιση των ζητημάτων γύρω από όλα αυτά τα περιοριστικά μέτρα που θέτονταν σε ισχύ μέρα με τη μέρα, χωρίς καμία προηγούμενη προειδοποίηση και ενημέρωσή μας.

Η εξέγερση ξέσπασε χωρίς να την έχει προγραμματίσει κανένας. Νομίζω ότι μερικοί πήραν αυτή την πρωτοβουλία και οι υπόλοιποι ακολούθησαν, ο καθένας με το δικό του τρόπο και βαθμό εμπλοκής. Στην πτέρυγα που βρισκόμουν εγώ επικράτησε μεγάλος πανικός. Υπήρχε ένα σωρό κόσμος- κυρίως οι σωφρονιστικοί αλλά και κάποιοι κρατούμενοιπου φοβόταν. Περισσότερο από φοβισμένοι ήταν απροετοίμαστοι. Δεν ήταν έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουν κάτι τέτοιο. Οι κρατούμενοι από την πλευρά τους ξέρανε πως να κινηθούν. Με το πέρασμα από την κανονικότητα στην έκτακτη κατάσταση ξεκίνησε αυτό που είδατε εσείς από έξω. Μέσα στη φυλακή επικράτησε ένα είδος πολέμου. Το γεγονός της απόσπασης του ελέγχου του εσωτερικού συστήματος ελέγχου, με την αφαίρεση των κλειδιών και την ομηρία δεσμοφυλάκων ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίστηκε η σωματική ακεραιότητα των γιατρών, των κοινωνικών λειτουργών και των εθελοντών. Αυτό που συνέβη ουσιαστικά ήταν ότι οι δεσμοφύλακες πιάστηκαν στον ύπνο, δεν είχαν αντιληφθεί πως θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Έτρεξαν και προσπάθησαν να κρατήσουν χωρισμένους και κλειδωμένους τους ορόφους και τις πτέρυγες, ώστε να μην επικοινωνούν μεταξύ τους καθώς και για να μην μπορούν οι κρατούμενοι των επάνω ορόφων να κινηθούν προς τα κάτω, δηλαδή προς τις πύλες εξόδου και τα γραφεία, προς τα εκεί που βρίσκονται αυτοί οι κύριοι αρχιφυλακές και διευθυντές…

Οι κρατούμενοι οικειοποιήθηκαν πτέρυγες της φυλακής. Στην τρίτη πτέρυγα, όπου ήμουν κι εγώ, συγκρατούμενοι βγήκαν στην ταράτσα. Ο καθένας κινήθηκε με τον τρόπο που ο ίδιος θεωρούσε καλύτερο…

Υπήρξαν και κατηγορίες εναντίον κάποιων παιδιών, για τις εφόδους στα αναρρωτήρια. Αναμφίβολα κάποιος που θέλει να κάνει μια εξέγερση, μπορεί να την κάνει όντας λίγο ή πολύ νηφάλιος. Στην εξέγερση όμως συμμετείχαν όλοι, νηφάλιοι και μη, ακόμα κι εκείνοι που μαγείρευαν συνέχεια. Θέλω να πω ότι σε κάθε περίπτωση ο καθένας εκδηλώθηκε και συμμετείχε με τον τρόπο του, υπό την επήρεια αλκοόλ, ναρκωτικών, μεθαδόνης, ψυχοφαρμάκων ή και αδρεναλίνης…

Οι θωρακισμένες πόρτες ξηλώθηκαν από τους μεντεσέδες τους. Είναι αυτές οι θωρακισμένες πόρτες που κρατάνε χωρισμένους τους διαδρόμους και τα κελιά, σαν κι αυτές που υπάρχουν και σε σπίτια. Πόρτες θωρακισμένες με ατσάλι, των οποίων οι μεντεσέδες είναι τεράστιοι και ατσαλένιοι. Η αφαίρεση τους χρειάζεται μια ιδιαίτερη μέθοδο, σίγουρα υπήρξαν άνθρωποι που χρησιμοποίησαν την ευφυΐα τους. Όπως επίσης και το λύγισμα, ή μάλλον το σπάσιμο -που είναι κάτι διαφορετικό- των καγκελόπορτων. Το λύγισμα είναι κάτι το εφικτό. Όμως αν ξηλωθεί μια θωρακισμένη πόρτα, έπειτα γίνεται εφικτό να σπαστεί και η καγκελόπορτα. Με την έννοια ότι μια θωρακισμένη πόρτα ζυγίζει διακόσια κιλά επομένως και οι καγκελόπορτες κυριολεκτικά ξηλώθηκαν…

Νομίζω πως όλο αυτό έγινε κατορθωτό επειδή -από όσο μπόρεσα να καταλάβω- υπήρχε πολύς φόβος και τρόμος μέσα στα μάτια της άλλης πλευράς, κυρίως σ’ εκείνου που θα έπρεπε να έχει τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης, στον αρχιφύλακα αλλά και σε άλλους αξιωματικούς. Φόβος κυρίως από όσους βρέθηκαν σε ομηρία στους ορόφους, χωρίς βέβαια να υπάρχει καμία βίαιη πρόθεση εναντίον τους αλλά αποκλειστικά και μόνο για να τους ειπωθεί ότι από αυτή τη στιγμή το σωφρονιστικό κατάστημα δεν βρίσκεται πλέον υπό το δικό σας έλεγχο αλλά υπό τον έλεγχο των κρατουμένων”.

Μπορώ να πω ότι ακούσαμε τη φωνή των συγγενών, των διαδηλωτών. Αυτό σημαίνει ότι ήρθανε να μας συμπαρασταθούνε γιατί κατάλαβαν τη δύσκολη κατάσταση. Μπορέσαμε ν’ αντιληφθούμε και να δούμε τη συμπαράσταση εκτός των τειχών. Είναι ξεκάθαρο ότι σε μια τέτοια συνθήκη ο καθένας κάνει αυτό που μπορεί. Πάντως σίγουρα αυτό ήταν κάτι που μας γέμισε ικανοποίηση αφού σήμαινε πως δεν είμαστε μόνοι, πως έχουμε και κάποιους από έξω που μας συμπαραστέκονται, με τη φωνή τους ή με άλλα μέσα.

Έπειτα, μετά τις 9/3, αυτά τα περιοριστικά μέτρα αυξήθηκαν αρκετά. Μπορώ ν’ αντιληφθώ ότι ήθελαν ν’ αποκαταστήσουν την τάξη αλλά προσπαθώντας ν’ αποκαταστήσουν την τάξη δημιουργούσαν μεγαλύτερη αταξία. Η τάξη -όπως την εννοούν εκείνοι- ήταν η ανάκτηση του ελέγχου της φυλακής. Για να το επιτύχουν αυτό δημιουργούσαν αταξία…

Τον έλεγχο τελικά τον ανέκτησαν, ή μάλλον τους δόθηκε η δυνατότητα να τον ανακτήσουν, σε αντίθετη περίπτωση η κατάσταση θα είχε τραβήξει μέχρις εσχάτων. Έτσι δόθηκε και ένα μήνυμα συμπαράστασης προς τους κρατούμενους των άλλων φυλακών. Αν δεν κάνω λάθος τα ιταλικά σωφρονιστικά καταστήματα που διαδήλωσαν την εναντίωση τους ήταν 27 ή 28. Δεν θα σταθώ γύρω από το αν ο τρόπος με τον οποίο έγινε εδώ -καθώς και σε άλλες φυλακές- ήταν σωστότερος από εκείνον με τον οποίο έγινε αλλού. Ο καθένας έδρασε όπως νόμιζε και όσο καλύτερα μπορούσε. Επομένως, η παράδοση της φυλακής προέκυψε υπακούοντας στις εντολές. Νομίζω αρκεί να ειπωθεί αυτό. Στις εντολές εκείνων που έχουν αναλάβει την επιτήρηση μας.

Στην ερώτηση αν υπήρξαν ξυλοδαρμοί κρατουμένων δυστυχώς πρέπει να απαντήσω θετικά. Εκείνοι από τους ενεργά συμμετέχοντες που ονομάστηκαν “αρχηγοί και υποκινητές” και εντοπίστηκαν -πιθανότατα μέσω καμερών- ή κι εκείνοι που θεωρήθηκαν ως τέτοιοι, αφού κάποιοι έπρεπε να χρεωθούν την ευθύνη, υπέστησαν ξυλοδαρμούς. Αυτό μπορώ να το επιβεβαιώσω. Επίσης, είναι βέβαιο ότι αυτό συνέβη ενάντια στους πιο αδύναμους κρατούμενους, οι οποίοι πλήρωσαν ήδη το τίμημα και θα το πληρώσουν και σε ποινικό επίπεδο.

Ακούγονταν κραυγές. Ήταν από εκείνες τις κραυγές που ακούγονται από την απομόνωση. Οι κραυγές από όλα όσα είχαν υποστεί, από όλους αυτούς τους ξυλοδαρμούς. Φυσικά όλα αυτά έγιναν στα κρυφά, στο σκοτάδι. Όμως πρόκειται για ένα μικρόκοσμο όπου αυτά τα πράγματα ακούγονται και γίνονται αντιληπτά.

Τις επόμενες ημέρες και αφού ανέκτησαν τον έλεγχο -ή μάλλον, όπως προείπα, όταν τους δόθηκε η δυνατότητα να τον ανακτήσουν- τα πάντα ξεκίνησαν από το το μηδέν. Σαν να γυρίσαμε σε άλλες εποχές. Με κλειδωμένα κελιά, από όπου η έξοδος επιτρεπόταν μονάχα για αναγκαίες εργασίες ή για ιατρικές επισκέψεις. Πολύ σκληρά περιοριστικά μέτρα. Τις πρώτες μέρες δεν επιτράπηκε ούτε καν ο προβλεπόμενος προαυλισμός, ο λεγόμενος “περίπατος”.

Για ν’ αποκαταστήσουν την τάξη δημιουργούν αταξία. Υπάρχει μια σειρά συνεπειών που προέκυψαν από αυτές τις συνθήκες κράτησης. Τους δόθηκε η δυνατότητα να ανακτήσουν τον έλεγχο της φυλακής, αλλά την τάξη -με την έννοια που την εννοούν αυτοί- σκοπεύουν να την αποκαταστήσουν όσο το δυνατό συντομότερο. Γιατί επαναλαμβάνω, ενώ προσπαθούν να αποκαταστήσουν τη δική τους τάξη δημιουργούν άλλες αταξίες, εις βάρος των συντρόφων, των κρατουμένων. Αυτή είναι η αλήθεια. Ανακτώντας τον έλεγχο της φυλακής, στενεύουν τους χώρους, ανακατασκευάζουν τις πτέρυγες, δημιουργούν αταξία. Επιβάλλουν -μικρές αλλά αισθητές- πειθαρχικές ποινές. Επομένως, η φυλακή έχει στενέψει. Σκοπεύουν -το συντομότερο δυνατό και μετά από κάποιες παραχωρήσεις- τα πάντα να επιστρέψουν στην απόλυτη κανονικότητα. Και αυτό δεν αφορά μονάχα τη φυλακή του Μιλάνου αλλά όλα τα ιταλικά σωφρονιστικά καταστήματα.

Αυτό που αντιλήφθηκα εγώ είναι ότι το κράτος απέτυχε και θα συνεχίσει να αποτυγχάνει. Αν κρίνω από το γεγονός ότι μόλις αποφυλακίστηκα έφαγα ήδη ένα πρώτο πρόστιμο [στμ για την παραβίαση των περιοριστικών μέτρων κυκλοφορίας], αφού η φυλακή του Σαν Βιττόρε, όντας και αστυνομικό τμήμα δεν μου έδωσε -όπως θα μπορούσε- ούτε ένα έγγραφο για να μπορώ να κυκλοφορώ. Κάτι που δεν έκανε ούτε η αστυνομική διεύθυνση, όπου παρουσιάζομαι για να δώσω παρόν, ούτε με προειδοποίησαν για κάτι τέτοιο, ούτε και μου έδωσαν κάποιο έγγραφο για τη συμπλήρωση υπεύθυνης δήλωσης.

Έτσι βρέθηκα και πάλι αντιμέτωπος με τη “δικαιοσύνη”, αφού με ρώτησαν:

– Μα τι κάνεις εσύ εδώ;

– Τι κάνω εγώ εδώ; Βγαίνω έξω…

Μια ανταπόκριση από τη βόρεια Ιταλία για τις εξεγέρσεις στις φυλακές εν μέσω της εξελισσόμενης πανδημίας.

Η παρούσα ανταπόκριση ενός συντρόφου από το Radio Balckout (Τορίνο) πραγματοποιήθηκε στις 12/3/2020. Μεταφράστηκε στα ισπανικά και δημοσιεύθηκε στη Χιλή και την Αργεντινή. Πηγή στα ισπανικά: noticiasdeabajoml.wordpress.com

Μετάφραση στα ελληνικά: Προλεταριακή Πρωτοβουλία. Αθήνα, Μάρτης 2020.

Ένας χαιρετισμός σε όλους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες, ελπίζοντας ότι θα φτάσει μέχρι τις φυλακισμένες και τους φυλακισμένους, σε περίπτωση που μας ακούνε…

Προσπαθώντας να διηγηθούμε όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών στην Ιταλία, κρίνεται αναγκαίο να ξεκινήσουμε από μερικά στοιχεία σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στις φυλακές, τόσο στην παρούσα φάση όσο και κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών της ιστορίας τους. Αξίζει να ειπωθεί πως οι ιταλικές φυλακές βιώσαν μια συνθήκη ουσιαστικής ειρήνευσης κατά τη διάρκεια των τελευταίων σαράντα χρόνων. Μια ειρήνευση οφειλόμενη κυρίως στους πειθαρχικούς κανονισμούς που συνδέονται με τα “ωφελήματα”, τα οποία -μέσω της μείωσης ποινών- επέφεραν μια ουσιαστική μεταβολή στη “διαγωγή” των φυλακισμένων. Αυτή η μεταβολή εκφράστηκε μετά τον τελευταίο μεγάλο κύκλο εξεγέρσεων στις φυλακές -από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και κατά τη διάρκεια εκείνης του ‘70- μέσα από τον οποίο και προέκυψε η σωφρονιστική μεταρρύθμιση.

Παρά την ιδιαιτερότητα τους, όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα συνδέονται άμεσα με τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση αποφάσισε να διαχειριστεί αυτήν την υγειονομική κρίση. Αναμφίβολα, οι βασικές διαφορές ανάμεσα στις εξεγέρσεις του ‘70 και τις σημερινές εντοπίζονται στην απουσία ενός πλαισίου ευρείας κοινωνικής κινητοποίησης καθώς και στην απουσία μιας ισχυρής πολιτικής βάσης στο εσωτερικό των φυλακών. Το μοναδικό κοινό στοιχείο, πέρα από τις πρακτικές που τέθηκαν σε εφαρμογή από τους φυλακισμένους -δηλαδή οι καταστροφές, οι καταλήψεις των φυλακών, η εκδίωξη της σωφρονιστικής υπηρεσίας, οι απόπειρες απόδρασης- αφορά τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι δυνάμεις της τάξης: όχι τόσο τα κατασταλτικά μέσα -δεδομένου ότι η καταστολή απ’ όσα έχουμε δει αυτές τις μέρες δεν βρίσκεται στα ίδια επίπεδα έντασης, συγκριτικά με όσα συνέβαιναν κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών- αλλά κυρίως τα πειθαρχικά και δικαστικά εργαλεία που τέθηκαν και πάλι σε ισχύ, ιδιαίτερα εκείνο του αδικήματος της “καταστροφής και λεηλασίας”. Ένα αδίκημα που για τους συντρόφους και τις συντρόφισσες στην Ιταλία επιστρέφει συστηματικά στην επικαιρότητα, κυρίως κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας. Ένα αδίκημα που ξεθάφτηκε για την ποινική καταστολή των διαδηλώσεων, των συγκρούσεων κλπ και προβλέπει βαριές ποινές που φτάνουν μέχρι τα δεκαπέντε χρόνια κάθειρξης.

Μερικά στοιχεία σχετικά με όσα συμβαίνουν σήμερα μέσα στις ιταλικές φυλακές: καταρχήν πρέπει να ειπωθεί ότι μετά από τρεις ημέρες εκτεταμένων εξεγέρσεων -και παρά τη σιωπή των καθεστωτικών μμε- οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται με διαμαρτυρίες και διεκδικήσεις, μέσω καγκελοκρουσιών (που αποτελούν μια μορφή cazelorada στο εσωτερικό των φυλακών) καθώς και μερικών απεργιών πείνας.

Αυτό που σημειώνεται ως ιδιαιτερότητα είναι το γεγονός ότι έξω από τα πεδία του εγκλεισμού δεν καταγράφονται αξιοσημείωτες ταραχές, με τον αποκαλούμενο ελεύθερο πληθυσμό να πειθαρχεί στα περιοριστικά μέτρα. Αυτό συμβαίνει γιατί τα συγκεκριμένα μέτρα ερμηνεύονται -τουλάχιστον ως τώρα- ως προστατευτικά. Όμως, μέσα στις φυλακές η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Με κυρίαρχο το αίσθημα του φόβου για μια ενδεχόμενη μετάδοση του ιού, μέσα σε μια συνθήκη ακραίου υπερπληθυσμού -που αποτελεί χαρακτηριστικό των ιταλικών φυλακών- υπό την έννοια ότι με μια φειδωλή ανάγνωση των στοιχείων προκύπτουν τουλάχιστον 10.000 κρατούμενοι περισσότεροι, συγκριτικά με τον προβλεπόμενο μέγιστο αριθμό. Από την άλλη, η εφαρμογή άδικων μέτρων με το καθεστώς εξαίρεσης που εφαρμόστηκε ξεκάθαρα από τους μηχανισμούς εγκλεισμού. Αρχικά, πριν ακόμα επεκταθούν σε συγκεκριμένες περιοχές (και εν συνεχεία σε όλη τη χώρα), σε μερικές (και εν συνεχεία σε όλες τις) ιταλικές φυλακές εφαρμόστηκαν μέτρα τα οποία -εκ των πραγμάτων- στερούσαν τη συναισθηματική επαφή μέσω της απαγόρευσης των επισκεπτηρίων των συγγενών και προέβλεπαν ακόμα και την απαγόρευση επισκεπτηρίων των δικηγόρων. Αυτή η συγκεκριμένη απαγόρευση έθεσε σε άμεση αμφισβήτηση τον πυρήνα του αποκαλούμενου “δικαιώματος υπεράσπισης”.

Επομένως, μπορούμε ν’ αντιληφθούμε πόση ανησυχία προκαλεί ο φόβος μετάδοσης του ιού μέσα σε μια συνθήκη υπερπληθυσμού (πχ υπάρχουν κελιά μέσα στα οποία στοιβάζονται μέχρι και εννιά κρατούμενοι για είκοσι ώρες την ημέρα) ανάμεσα σε όσους και όσες είναι αναγκασμένοι να τον βιώσουν, καθώς και τη στέρηση ακόμα και των ελάχιστων στιγμών συναισθηματικών σχέσεων και επαφών τους με τον κόσμο εκτός των τειχών, οι οποίες προβλέπονται (από τον κανονισμό) υπό κανονικές συνθήκες.

Επίσης, όπως πιθανώς θα έχετε ακούσει υπήρξαν θάνατοι κρατουμένων. Ο τρόπος με τον οποίο τα καθεστωτικά μμε μετέδωσαν την είδηση αυτών των θανάτων υπήρξε αρκετά περίεργος. Αξίζει να σημειωθεί -αφού δεν γνωρίζω αν κάτι τέτοιο εφαρμόζεται και στα δικά σας μέρη- ότι εξαιρουμένων των κινηματικών μέσων αντιπληροφόρησης, στην Ιταλία οι ειδήσεις των καθεστωτικών μμε από τις φυλακές είναι όλες ειδήσεις που γράφονται όχι απλά από το υπουργείο Δικαιοσύνης αλλά -κυρίως- από τους συνδικαλιστές της σωφρονιστικής υπηρεσίας. Σε σχέση με αυτούς τους θανάτους κρατουμένων, αξίζει να σημειωθεί ο τρόπος με τον οποίο αυτοί χωνεύτηκαν” από τα καθεστωτικά μμε. Τη στιγμή που μιλάμε ο αριθμός των νεκρών κρατουμένων έχει φτάσει τους δώδεκα [*]. Η διήγηση για αυτούς τους θανάτους έγινε ξεχωριστά για τον καθένα από τους νεκρούς κρατούμενους. Μέσα σε λίγες ώρες, περάσαμε από τον πρώτο, στο δεύτερο, στον τρίτο… μέχρι που φτάσαμε ως τώρα -μετά από σχεδόν μιάμιση μέρα- στους δώδεκα νεκρούς. Θάνατοι οι οποίοι -εν συνεχεία- χρεώθηκαν αποκλειστικά σε υπερβολική δόση ψυχοφαρμάκων και οπιούχων. Είναι σημαντικό να πούμε ότι εμείς -τουλάχιστον προς το παρόν- δεν διαθέτουμε άλλες πληροφορίες σχετικά με τις αιτίες αυτών των θανάτων. Η μοναδική πληροφόρηση που μπορούμε να αντιπαραβάλλουμε στο αφήγημα του σωφρονιστικών θεσμών είναι οι μαρτυρίες που συλλέξαμε από τους συγγενείς των κρατουμένων, κυρίως όσον αφορά τη φυλακή της Μόντενα απ’ όπου και κυκλοφόρησε αρχικά η είδηση για τους θανάτους πριν γίνει εν συνεχεία το ίδιο και από μια άλλη φυλακή. Ο μεγαλύτερος αριθμός νεκρών κρατουμένων προέρχεται από μια από τις φυλακές που εξεγέρθηκαν, από αυτή τη φυλακή στη Μόντενα. Οι μαρτυρίες των συγγενών -που έσπευσαν μαζί με αλληλέγγυους έξω από τη φυλακή- κάνουν λόγο για κρατούμενους δεμένους χειροπόδαρα στο προαύλιο και για άγριους ξυλοδαρμούς τους από αστυνομικές δυνάμεις. Επίσης, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι ακόμα και σε περίπτωση που ευσταθεί η εκδοχή των θανάτων από υπερβολική χρήση ουσιών, καταδεικνύεται αλλή μια ιδιαιτερότητα που αφορά αποκλειστικά τις φυλακές. Με την έννοια ότι δεν στάθηκε δυνατό να αποφευχθεί ο θάνατος ανθρώπων που είχαν κάνει υπερβολική χρήση ουσιών ενώ θεωρητικά -στις περισσότερες των περιπτώσεων- αρκεί μια ένεση Narcan ή η χορήγηση άλλων φαρμάκων για να σωθεί ένας άνθρωπος υπό την επήρεια μιας υπερβολικής δόσης. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο, το οποίο πιστεύω ότι αποτελεί κοινό τόπο για τα σωφρονιστικά συστήματα όλου του κόσμου, αφορά το γεγονός ότι στην Ιταλία κάθε χρόνο περίπου μια κατοστάδα φυλακισμένων πεθαίνει εξ’ αιτίας της υγειονομικής εγκατάλειψης. Επίσης, κάθε χρόνο αυτοκτονούν πενήντα με εξήντα φυλακισμένοι και φυλακισμένες.

Επομένως από την μια πλευρά, κατά κάποιο τρόπο φαντάζει φυσιολογικό -σίγουρα όχι για όποιον και όποια θα ήθελε μια κοινωνία χωρίς φυλακές αλλά για όποιον και όποια θεωρεί φυσιολογική αυτή τη μακάβρια ρουτίνα- το γεγονός της υγειονομικής εγκατάλειψης, της μη χορήγησης θεραπειών, της απουσίας εξειδικευμένων ιατρικών επισκέψεων και εξετάσεων εξ’ αιτίας των οποίων πεθαίνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Από την άλλη πλευρά όμως, όλη αυτή η κατάσταση ενισχύει και νομιμοποιεί απόλυτα τις ανησυχίες και την οργή των φυλακισμένων -που βρίσκονται έγκλειστοι όχι μονάχα μέσα σε μια φυλακή αλλά μέσα σε μια δυνητική υγειονομική βόμβα- αφού είναι ξεκάθαρο ότι μια επιδημία αυτού του είδους μπορεί να έχει μια τρομακτική μεταδοτικότητα ανάμεσα στον υπερπληθυσμό των φυλακών, ιδιαίτερα μέσα στην υπάρχουσα συνθήκη υγειονομικής εγκατάλειψης.

Μια άλλη ιδιαιτερότητα, και αφού όλες οι ειδήσεις για αυτούς τους θανάτους κρατουμένων μεταδόθηκαν σιγά σιγά, η μια μετά την άλλη (“πέθανε ένας κρατούμενος, πέθανε κι άλλος, πέθαναν τρεις, πέθαναν έξι, εννιά, δώδεκα”…), έγκειται στο γεγονός ότι σε μερικές περιπτώσεις οι θάνατοι των κρατούμενων επήλθαν κατά τη διάρκεια μεταγωγών. Η επίσημη εκδοχή αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια αυτών των εξεγέρσεων λεηλατήθηκαν τα ιατρεία των φυλακών και οι συγκεκριμένοι κρατούμενοι έκαναν κατάχρηση των φαρμάκων που βρήκαν εκεί. Ακόμα και στην περίπτωση που μια τέτοια εκδοχή θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, παραμένει ως ερωτηματικό το γεγονός ότι μερικοί από τους κρατούμενους πέθαναν κατά τη διάρκεια των μεταγωγών τους. Ως προς αυτό είναι δεδομένο, κανένας άνθρωπος δεν πεθαίνει από υπερβολική δόση ουσιών χωρίς προηγουμένως να παρουσιάζει συμπτώματα επιδείνωσης της φυσικής κατάστασης του…

Εκ των πραγμάτων, όλο αυτό το αφήγημα γύρω από τις συνθήκες αυτών των θανάτων δεν είναι τίποτα άλλο από μια αναλγητική εκδοχή. Μια εκδοχή που χρησιμεύει ώστε να φτάσουν ηρεμιστικές -και όχι εξοργιστικές- οι ειδήσεις μέσα στις υπόλοιπες φυλακές. Αν είχαν πει ότι “οι κρατούμενοι πέθαναν ξυλοκοπημένοι ή έπειτα από πυροβολισμούς” οι εξεγέρσεις θα συνεχίζονταν με πολύ μεγαλύτερη ένταση και θα επεκτείνονταν και σε ακόμα περισσότερες φυλακές. Όμως, είναι ηρεμιστική και σε σχέση με τον πληθυσμό εκτός των τειχών αφού -κατά κάποιο τρόπο- χρησιμεύει στην αναπαραγωγή της εικόνας της φυλακής ως ένας τόπος μέσα στον οποίο οι έγκλειστοι και οι έγκλειστες δεν μπορούν να έχουν τη δική τους πολιτική βούληση. Η αποσιώπηση της πολιτικής βούλησης τους από αυτήν την αναλγητική εκδοχή εκδηλώνεται και μέσα στις περιγραφές αυτών των εξεγέρσεων ως “καθοδηγούμενων από έξω”, όπως χαρακτηρίστηκαν από τους συνδικαλιστές των δεσμοφυλάκων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διεύθυνση σωφρονιστικής πολιτικής του υπουργείου Δικαιοσύνης δεν έκανε καμία παρόμοια αναφορά, σε αντίθεση με τα συνδικάτα των δεσμοφυλάκων που την έκαναν και με το παραπάνω, μιλώντας για “καθοδηγητές από έξω”. Κάτι τέτοιο χρησιμεύει ώστε να βρεθεί μια κοινή αιτία που να εξηγεί το ξέσπασμα όλων αυτών των εξεγέρσεων, χωρίς όμως να τις συνδέει με αυτή καθαυτή τη βλαβερότητα του σωφρονιστικού συστήματος.

Λέγοντας -όπως έγινε αρχικά- πως οι εξεγέρσεις πυροδοτήθηκαν και καθοδηγήθηκαν από το “οργανωμένο έγκλημα” ή -όπως έγινε αργότερα- από “τα κινήματα, τους εξεγερσιακούς αναρχικούς, τα κοινωνικά κέντρα” είναι ένας τρόπος να καθησυχάσεις ισχυριζόμενος ότι η αιτία αυτής της έκρηξης δεν μπορεί να είναι ούτε η πολιτική βούληση ανθρώπων που στερούνται βούλησης ούτε η δεδομένη βλαβερότητα της φυλακής. Πρέπει να υπάρχει κάποιος από έξω που την πυροδότησε. Ταυτόχρονα, είναι ένας τρόπος διασφάλισης της κανονικότητας και της επιβίωσης του σωφρονιστικού συστήματος, ακόμα και εν μέσω μιας κατάστασης πολύ κρίσιμης για πολλά κοινωνικά κομμάτια αλλά -σε κάθε περίπτωση- πολύ πιο ξεκάθαρης για όσους και όσες στερούνται την ελευθερία τους και βρίσκονται έγκλειστοι και έγκλειστες.

Η πρώτη φυλακή -από την οποία ξεκίνησαν οι εξεγέρσεις και επεκτάθηκαν σε περισσότερους από 27 χώρους εγκλεισμού σε όλη τη χώρα- ήταν η φυλακή του Σαλέρνο. Μια φυλακή που επίσημα πρέπει να έχει μέχρι 366 κρατούμενους ενώ βρίσκονται έγκλειστοι περισσότεροι από 500. Είναι ξεκάθαρο ότι όλα τα μέτρα που τέθηκαν σε ισχύ -η απαγόρευση των επισκεπτηρίων συγγενών και δικηγόρων, η απαγόρευση παραλαβής δεμάτων- ήταν κυβερνητικές εντολές. Όμως, η διεύθυνση κάθε φυλακής πρόσθεσε και κάτι ακόμα. Έτσι, η φυλακή του Σαλέρνο απ’ όπου ξεκίνησαν αυτές οι εξεγέρσεις καταδεικνύει το επίπεδο του υπερπληθυσμού που επικρατεί στις ιταλικές φυλακές.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο προήλθε από μια άλλη φυλακή, από τις πρώτες που μοιράστηκαν αυτήν την αναγκαιότητα της εξέγερσης, από τη φυλακή Poggioreale της Νάπολης. Μια από τις μεγαλύτερες φυλακές όχι μόνο της Ιταλίας, αλλά μια από τις φυλακές με το μεγαλύτερο υπερπληθυσμό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Πιθανότατα αποτέλεσε το πρώτο παράδειγμα πολιτικοποίησης αυτών των εξεγέρσεων, χάρη και στην παρέμβαση των συγγενών από έξω που άμεσα ανταποκρίθηκαν και ένιωσαν την οργή των κρατουμένων, καταφέρνοντας να της δώσουν υπόσταση εκτός των τειχών μέσα από αιτήματα απέναντι στην κυβέρνηση, τη διεύθυνση της φυλακής και τις “λύσεις” τους που προέβλεπαν περαιτέρω εγκλεισμό. Οι προτάσεις τους ήταν λογικές όχι μόνο από πολιτική αλλά και από υγειονομική άποψη: το άδειασμα των φυλακών μέσα από την αμνηστία και τη απονομή χάριτος ή τουλάχιστον με τη μετατροπή των καθείρξεων σε κατ’ οίκον περιορισμούς. Όλη αυτή η παρουσία εκτός των τειχών -που έχει υπάρξει συνεχής αλλά δεν είχε συχνά τραβήξει τόσο πολύ την προσοχή- κατέστησε τη φυλακή πολύ πιο ορατή. Με την έννοια ότι στην Ιταλία η φυλακή είναι ένα εργαλείο απόσπασης πολιτικής συναίνεσης, κάτι που νομίζω ότι συμβαίνει και σε πάρα πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Πέρα από τη πρακτική λειτουργία της μέσα στον κοινωνικό προγραμματισμό για τη διαχείριση των πιο περιθωριοποιημένων στρωμάτων του πληθυσμού καθώς και των εχθρών, η φυλακή αποτελεί κι ένα εργαλείο με το οποίο περιγράφεται στους υπάκουους υπηκόους το γεγονός ότι το Κράτος τιμωρεί όποιον δεν υπακούει. Επομένως, ο πληθυσμός στην Ιταλία -εξαιρουμένων όσων εμπλέκονται άμεσα ή έχουν συγγενείς κρατούμενους- συνήθως έχει μια στάση αδιαφορίας σε σχέση με το ζήτημα των φυλακών. Σε μερικές περιπτώσεις, δεν λείπουν και οι εξάρσεις πραγματικού φετιχισμού από άτομα που θα θέλανε να δούνε όλους τους εχθρούς τους στη φυλακή και χρησιμοποιούν συχνά τη τη χαρακτηριστική έκφραση “να τους μαντρώσουν και να πετάξουν το κλειδί…”, η οποία και περιγράφει αρκετά πιστά τον τρόπο με τον οποίο πιστεύουν ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν τα κοινωνικά προβλήματα.

Ανάμεσα στις πολλές εξεγέρσεις που ξέσπασαν, αξίζει μια ιδιαίτερη αναφορά και σ’ εκείνη στη φυλακή της Φότζια, όπου και υπήρξε η μοναδική -ως τώρα- επιβεβαιωμένη μαζική απόδραση περισσότερων από 20 κρατουμένων. Οι περισσότεροι συνελήφθησαν αλλά -ως αυτή τη στιγμή- υπάρχουν ακόμα μερικοί ελεύθεροι δραπέτες.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο σχετικά με το ζήτημα του κορωνοϊού αφορά το γεγονός ότι μετά την εξέγερση στη φυλακή της Μόντενα, όπου υπήρξε και ο μεγαλύτερος αριθμός νεκρών κρατουμένων (για τους οποίους ακόμα δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τα πραγματικά αίτια και βολικά χρεώνονται όλοι -από τα καθεστωτικά μμε- σε υπερβολική χρήση ουσιών), δηλώθηκε επίσημα και το πρώτο κρούσμα μετάδοσης του ιού σε κρατούμενο μέσα στις φυλακές. Αυτό συνέβη μετά τα τεστ που έγιναν στους κρατούμενους κατά τη διάρκεια των μεταγωγών από αυτή τη φυλακή, η οποία και καταστράφηκε ολοκληρωτικά κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Δεν υπήρξαν αποδράσεις αφού η πύλη έμεινε μπλοκαρισμένη, αρχικά από ένα περιπολικό και στη συνέχεια από ένα θωρακισμένο της αστυνομίας. Ωστόσο, υπάρχουν μαρτυρίες για τις φωνές των αστυνομικών: “βγείτε έξω συνάδελφοι, έχουν καταλάβει το οπλοστάσιο της φυλακής”…

Μετά την εξέγερση ανακαλύφθηκε ότι στο εσωτερικό της συγκεκριμένης φυλακής υπήρχε τουλάχιστον ένας κρατούμενος που είχε προσβληθεί από τον ιό, δικαιώνοντας -κατά κάποιο τρόπο- την ανησυχία και την οργή των κρατουμένων από τους οποίους, παρά τα υγειονομικά πρωτόκολλα έκτακτης ανάγκης, στερείται -ακόμα και μέσα σε αυτή τη συγκυρία- όχι μόνο το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης αλλά ακόμα και το δικαίωμα προστασίας της υγείας τους εν μέσω μιας επιδημίας. Θυσιασμένοι δυο φορές: θυσιασμένοι στο βωμό της “ασφάλειας” που -όπως γνωρίζουμε- αποτελεί την τελετουργία με την οποία δοξάζονται τα προνόμια και οι ανισότητες που κυριεύουν την κοινωνία. Στο βωμό όπου όλα τα φαινόμενα και όλες οι αντιθέσεις ανάγονται -με αποτελεσματικότητα- σε ζήτημα “ασφάλειας”, η οποία αποτελεί ένα αποδοτικότατο πολιτικό προϊόν και βάζει στην άκρη τις αιτιάσεις για τη φτώχεια, τη συσσώρευση του πλούτου σε λίγους κλπ. Όμως, μέσα σε αυτή τη συγκυρία οι κρατούμενοι δεν θυσιάστηκαν μονάχα ως περιθωριοποιημένοι αλλά και ως κρέας προς σφαγή μέσα σε μια εστία μόλυνσης αφού έτσι κι αλλιώς δεν νοιάζεται κανένας γι’ αυτούς”

Ένα άλλο στοιχείο που αξίζει αναφοράς έχει να κάνει με το γεγονός ότι το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα κορωνοϊού μέσα στις ιταλικές φυλακές δεν ήταν εκείνο του κρατούμενου από τη φυλακή της Μόντενα αλλά εκείνο ενός δεσμοφύλακα στη φυλακή της Βιτσέντζα.

Όσον αφορά την τρέχουσα κατάσταση, πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι ως και σήμερα (12/3/2020) οι διαμαρτυρίες και οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται σε πάρα πολλές φυλακές, ο ακριβής αριθμός των οποίων είναι πολύ δύσκολο να διασταυρωθεί. Σε κάθε περίπτωση λαμβάνουμε σχετικές μαρτυρίες σχεδόν από όλες τις φυλακές με τις οποίες βρισκόμαστε σε επικοινωνία, ακόμα και από τη φυλακή του Τορίνο όπου δεν έγινε εξέγερση αλλά αναπτύχθηκαν άλλες μορφές κινητοποιήσεων (καγκελοκρουσίες, απεργίες πείνας). Μια είδηση που κυκλοφόρησε σήμερα -η οποία δεν έχει προς το παρόν επιβεβαιωθεί- θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια πρώτη μικρή νίκη για τις διεκδικήσεις των κρατουμένων: σε δυο φυλακές, εκ των οποίων μια στη Ρώμη, η διευθύντρια υποσχέθηκε την αποφυλάκιση όλων των κρατούμενων που πρέπει να εκτίσουν ως και 15 μήνες κάθειρξης, με την μετατροπή της σε κατ’ οίκον περιορισμό.

Σε σχέση με την επιρροή που μπορούν να ασκήσουν αυτά τα γεγονότα για την επέκταση του αγώνα για μια κοινωνία χωρίς φυλακές, προσωπικά πιστεύω ότι πρόκειται για πολύ σημαντικά στοιχεία ώστε να ξαναγίνει η φυλάκιση ορατή και πολιτική, ν’ αρχίσουμε να μιλάμε και πάλι για τις φυλακές, με τους ίδιους τους κρατούμενους να παίρνουν το λόγο, να υπενθυμίζουν την παρουσία τους και την ισχύ τους, ως συμμέτοχοι στη ζωή της κάθε πόλης και συνολικότερα της κοινωνίας, τους οποίους η κρατική διαχείριση θα ήθελε λησμονημένους αλλά εκείνοι επιστρέφουν στο προσκήνιο.

Παράλληλα, νομίζω ότι η οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς φυλακές δυστυχώς δεν περνάει μονάχα μέσα από την καταστροφή τους, αφού ιστορικά έχει καταγραφεί ότι πολλές επαναστάσεις αντικατέστησαν τους κρατούμενους αλλά δεν κατέστρεψαν τις φυλακές. Σε σχέση με αυτή την παρατήρηση, ένα σημαντικό στοιχείο στο οποίο θα πρέπει να δώσουμε μεγάλη σημασία είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτή η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αυτά τα μέτρα εν μέσω υγειονομικής κρίσης μπορούν να αυξήσουν ή να μειώσουν τη χρήση του εγκλεισμού. Μια κατάσταση κρίσης είναι πάντοτε μια κατάσταση μεγάλων μεταβολών, μέσα στην οποία ακόμα και οι ριζοσπαστικότερες παρέμβασεις μπορούν να βρουν περισσότερο χώρο -σε σύγκριση με άλλες περιόδους- ώστε να εκδηλωθούν και να γίνουν κατανοητές.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο αφορά το γεγονός ότι η φυλακή ολοένα και περισσότερο -πέρα από αυτές τις στιγμές όπου η αρχιτεκτονική της υπόσταση έρχεται στο προσκήνιο- επεκτείνεται και χωρίς κελιά, μέσα από την τεχνολογική επιτήρηση. Πρόκειται για ένα ζήτημα που αξίζει προσοχής.

Κλείνω εδώ, χαιρετίζοντας όλους τους συντρόφους και όλες τις συντρόφισσες, όλους τους κρατούμενους και όλες τις κρατούμενες.

[*] Οι κρατούμενοι που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων είναι συνολικά δεκατρείς: Slim Agrebi, Artur Isuzu, Marco Boatini, Salvatore Cuono Piscitelli, Hafedh Chouchane, Lofti Ben Masmia, Ali Bakili, Erial Ahmadi. Ante Culic, Carlo Samir Perez Alvarez, Haitem Kedri, Gazi Hadidi, Abdellah Rouan. Η παρούσα μετάφραση αφιερώνεται στη Μνήμη τους.

Σημειώσεις από τη βόρεια Ιταλία για την εξελισσόμενη πανδημία

Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε από συντάκτες του macerie.org και άλλους συντρόφους [στο Τορίνο] και αποτελεί μια απόπειρα ν’ αντιληφθούμε πως να κινηθούμε μέσα σε αυτή τη καινούρια καταιγίδα.

Αυτές οι μέρες -όντας κλεισμένοι αναγκαστικά στο σπίτι- μας φαίνονται σαν η καλύτερη ευκαιρία για να αποπειραθούμε να σκεφτούμε και να εκθέσουμε μερικoύς συλλογισμούς γύρω από αυτό που συμβαίνει, τα πιθανά σενάρια που ανοίγονται μπροστά μας και προς τα που εμείς -ως σύντροφοι- αξίζει τον κόπο να στρέψουμε την προσοχή μας.

Οι σημειώσεις που διαβάζετε είναι σκέψεις εν θερμώ, στις οποίες θα προσπαθήσουμε να επιστρέψουμε για να συνεχίσουμε την επεξεργασία τους και μελλοντικά. Επομένως, δεν φιλοδοξούν να θεωρηθούν πλήρεις.

Κρίνουμε αναγκαία μια αρχική αποσαφήνιση γύρω από τις πολλές φωνές που τείνουν να υποβαθμίζουν αυτήν την επιδημία. Εμείς δεν είμαστε ούτε γιατροί ούτε νοσηλευτές, Από την δική μας οπτική γωνία, η εξωφρενικότητα μιας τέτοιας στάσης μπορεί να διαπιστωθεί μέσα στο πλαίσιο της επαναστατικής θεωρίας. Όποιος θέτει ως σκοπό της ζωής του την ανατροπή του παρόντος θα έπρεπε να είναι και ο πρώτος που να γνωρίζει ότι από τη σχέση του Κεφαλαίου με τη Φύση προκύπτουν αναπόφευκτες τραγωδίες και καταστροφές, οι οποίες -σε αντίθεση με την κυρίαρχη διήγηση- δεν έχουν τίποτα το “φυσικό”, δεν είναι μαύροι κύκνοι αλλά -ανάλογα τις περιόδους- έχουν μια συγκεκριμένη περιοδικότητα, όπως άλλωστε και οι οικονομικές κρίσεις. Σεισμοί σε πυκνοκατοικημένες περιοχές, ερημοποίηση, μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα, πλημμύρες και επιδημίες είναι όλα φαινόμενα που γεννήθηκαν από την ίδια λογική. Η επιδημία με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι -παρ’ όλες τις ιδιαιτερότητες της- δεν μας φαίνεται να είναι διαφορετικής φύσης συγκριτικά με αυτή τη σειρά καταστροφών που έχουν παραχθεί από το καπιταλιστικό καθεστώς. Ιδιαιτερότητες που -σε κάθε περίπτωση- δεν είναι διόλου αμελητέες και στις οποίες θα σταθούμε μέσα σε αυτές τις γραμμές.

Οι ρίζες

Η ασθένεια αναπτύχθηκε αρχικά στην αγορά της Wuhan, πρωτεύουσα του Hubei, μιας από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Κίνας. Μια περιοχή που μετατράπηκε στο φουγάρο της χώρας: ακριβώς εκεί χτυπάει η –χτισμένη από υψικαμίνους και τσιμεντοβιομηχανίεςκαρδιά που αιμοδότησε τη βιομηχανική ανάπτυξη του ασιατικού γίγαντα. Οι μεγάλες ποσότητες οικοδομικών υλικών και η επιμόρφωση ειδικευμένων μηχανικών, των οποίων η περιοχή αποτελεί τη γενέτειρα, ενίσχυσαν όλη την περίοδο μετά την κρίση του 2008. Πράγματι, μέσα σ’ αυτά τα χρόνια το κινέζικο Κράτος υλοποίησε τεράστια έργα οικοδομών και άλλων υποδομών.

Σε όλη την Κίνα, η υγειονομική κάλυψη είναι ουσιαστικά μηδαμινή. Ένα τεράστιο πλήθος εργατών, προερχόμενων από άλλες περιοχές, οι οποίοι είναι -εκ των πραγμάτων- παράνομοι σε αυτές όπου βρίσκονται να εργάζονται (εξαιτίας του διαβολικού συστήματος hukou) και επομένως ζουν σε μια συνθήκη ημιπαρανομίας, χωρίς καμία κάλυψη.

Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι αυτή είναι μια δομική συνθήκη η οποία δεν οφείλεται στην έντονη ή χλιαρότερη σκληρότητα των εκάστοτε κυβερνώντων. Όπως έχουμε υπογραμμίσει και σε άλλα κείμενα [1], το τέλος των κεϋνσιανών πολιτικών βρίσκει μια από τις εξηγήσεις του στην μείωση των παγκόσμιων κερδών, φαινόμενο που ενισχύθηκε από την ύφεση που ξεκίνησε το 2008. Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του blog Chuang [2] -του οποίου συνιστούμε την ανάγνωση- αποσαφηνίζει το γεγονός πως σε περίπτωση που -στην περιοχή του Dongguan- οι επιχειρήσεις αναλάμβαναν την υγειονομική κάλυψη της εργατικής δύναμης τους, τότε θα έβλεπαν τα κέρδη τους να μειώνονται στο μισό και έτσι θα αναγκάζονταν να μεταφέρουν αλλού την παραγωγή τους.

Υπερπληθυσμός σε ανθυγιεινούς και πυκνοκατοικημένους χώρους και έλλειψη μιας στοιχειώδους υγειονομικής κάλυψης συνεισέφεραν στο περιβόητο πέρασμα στο ανθρώπινο είδος του Covid-19. Σύμφωνα με διάφορες έρευνες εκτιμάται ότι μελλοντικά το πέρασμα ιογενών μορφών από τα ζώα στον άνθρωπο θα είναι όλο και πιθανότερο και -θα προσθέταμε εμείς όλο και πιο θανατηφόρο.

Το σοκ

Η Κίνα ακολουθούμενη από την Ιταλία και πλέον και από πολλές άλλες χώρες, απάντησαν σε αυτήν την επιδημία βάζοντας σε καραντίνα το σύνολο του πληθυσμού. Οι συνέπειες και το αποτύπωμα αυτών των μέτρων στις εθνικές αλλά και στην παγκόσμια οικονομία αποτελούν ακόμα αντικείμενο διερεύνησης. Στις εφημερίδες κυκλοφορήσαν εντυπωσιακές δορυφορικές εικόνες με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, τραβηγμένες πριν και μετά το χειρόφρενο που μπήκε στις περισσότερες παραγωγικές δραστηριότητες στην Κίνα, από τις οποίες είναι δυνατό να εξαχθεί το δεδομένο ότι έστω και για “μόνο ένα” μήνα, ο ασιατικός γίγαντας σταμάτησε -σχεδόν τελείως- να παράγει [3]. Δεν είναι ξεκάθαρο τι θα σημάνει το φρένο σε αυτήν την οικονομία που -εκ των πραγμάτων- σέρνει τον κόσμο έξω από την κινούμενη άμμο της ύφεσης. Είναι σίγουρο ότι οι κεντρικές τράπεζες βρέθηκαν ενώπιον αυτού του σοκ -το οποίο πολλοί το παρομοιάζουν με εκείνο του σκασίματος της φούσκας των subrime δανείωνμε κομμένη την ανάσα. Δέκα χρόνια ρευστότητας χορηγημένης στις εθνικές αγορές και επιτοκίων κρατημένων σταθερά χαμηλά, έτσι ώστε να κρατηθεί στη ζωή το ετοιμοθάνατο χρηματοπιστωτικό σύστημα, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για περαιτέρω ελιγμούς. Μια επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος αποτελεί η αντίδραση των αγορών. Στις 12 Μαρτίου, μια ιστορική βουτιά για το χρηματιστήριο του Μιλάνου, μετά από τις δηλώσεις -που έπρεπε να είναι καθησυχαστικές και ενισχυτικές- της νέας προέδρου της ΕΚΤ Λαγκάρντ.

Αναμφίβολα πρέπει να είμαστε προσεχτικοί με τις ερμηνείες των σπασμών του χρηματοπιστωτικού κόσμου που συχνά πυκνά αποτελούν τους καρπούς αισχροκερδών ελιγμών. Παρ’ όλα αυτά, δεν νομίζουμε ότι είναι πολύ παρακινδυνευμένο να προβλεφθεί ότι πολλές εθνικές οικονομίες θα βγουν γονατισμένες από αυτούς τους μήνες καραντίνας: πολλές επιχειρήσεις μπορεί ν’ αναγκαστούν να κατεβάσουν ρολά και πολλές από εκείνες που θα επιβιώσουν θ’ αναγκαστούν ν’ αντιμετωπίσουν μια βαθιά και πολυεπίπεδη αναδιάρθρωση. Πράγματι, τα πάντα συνηγορούν πως αυτή η κρίση θα είναι η αιτία αλλά και η ευκαιρία -στους κατάλληλους χρόνους- για μια αναδιάρθρωση της οικονομίας, στην κατεύθυνση μιας περαιτέρω αυτοματοποίησης της, με ότι αυτό συνεπάγεται για την απασχόληση, τις συνθήκες εργασίας και τη συσσώρευση των κεφαλαίων [4].

Στην Ιταλία

Από τις 10 Μαρτίου βρίσκεται σε ισχύ και εδώ στην Ιταλία ένα είδος απαγόρευσης κυκλοφορίας. Όλα τα καταστήματα παραμένουν κλειστά. Λειτουργούν μόνο τα καταστήματα τροφίμων, τα καπνοπωλεία, τα καταστήματα ειδών κιγκαλερίας, τα εργοστάσια, οι βασικές υπηρεσίες (πχ αποκομιδή και διαλογή απορριμάτων, δημόσιες συγκοινωνίες) και λίγα ακόμα.

H κυβέρνηση Κόντε, υποστηριζόμενη από την Ευρώπη που παραχωρεί πολλά υπό τους όρους ενός ανεκτού ελλείμματος, νομοθετεί με ιλιγγιώδεις ρυθμούς προσπαθώντας να μπαλώσει κάποιες από τις τρύπες μέσα σε αυτή τη συνθήκη αναγκαστικού κλεισίματος: το σχέδιο είναι εκείνο της απόπειρας διοχέτευσης μιας -όσο το δυνατόν ισχυρότερης- ρευστότητας που θα ρίξει χρήμα στις επιχειρήσεις. Έκτακτες χρηματοδοτήσεις, ταμείο έκτακτων δανείων και χρεολυσίων μοιάζουν ν’ αποτελούν κομμάτι της λύσης. Λίγο ή πολύ, όλοι συνηγορούν πως αυτά τα κονδύλια δεν θα είναι αρκετά. Η ιταλική παραγωγική πραγματικότητα συναποτελείται από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, των οποίων η χαμηλή κερδοφορία κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας και τα υψηλά χρέη τους προεικονίζουν -όπως λέγαμε- ότι ο αντίκτυπος της πανδημίας, σε σχέση με το κλείσιμο επιχειρήσεων και χαμένων θέσεων εργασίας, μπορεί να είναι βιαιότατος.

Όσον αφορά τους εργαζόμενους, αρχίζει να τίθεται σε ισχύ μια σειρά κοινωνικών αποσβεστήρων: ένα έκτακτο τριμηνιαίο ταμείο διαθεσιμότητας, η παύση πληρωμής δανείων και λογαριασμών για όποιον απολύεται και η αναστολή πληρωμής μερικών δημοτικών φόρων. Μέτρα που μοιάζουν λειψά κάτω από πολλαπλές οπτικές γωνίες.

Το ιταλικό εργασιακό τοπίο αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από τις λεγόμενες άτυπες συμβάσεις: για τους κατόχους τιμολογίων απόδοσης ΦΠΑ και τους πλαστούς ελεύθερους επαγγελματίες, η κυβέρνηση επεξεργάζεται μια αποζημίωση πεντακοσίων μόλις ευρώ για τρεις μήνες. Δεν στάθηκε εξίσου δυνατό να ενημερωθούμε για όσα προβλέπονται για εκείνους που δουλεύουν με τις συμβάσεις on call ή για εκείνους που δουλεύουν εντελώς μαύρα. Ακούγονται κάποιες γενικότητες περί ενισχύσεων για τα νοίκια αλλά και αυτές περιορισμένες μονάχα για εκείνους που μπορούν ν’ αποδείξουν ότι παρέμειναν σπίτι εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης. Χιλιάδες εργαζόμενοι βρίσκονται στον αέρα ήδη από το μήνα του Μαρτίου, χωρίς να έχουν δει φράγκο στην τσέπη τους, με τους λογαριασμούς προς πληρωμή να τρέχουν και σύντομα να γίνονται ασήκωτοι.

Μια ξεχωριστή αναφορά αξίζει να γίνει για όλους εκείνους που είναι αναγκασμένοι να εργάζονται εν μέσω υγειονομικής κρίσης.

Νοσηλευτές και υγειονομικό προσωπικό βρίσκονται υπό συνεχή πίεση: άλλοι αναγκασμένοι να υποστούν εξαντλητικές βάρδιες και άλλοι -απασχολούμενοι σε νοσοκομειακά τμήματα που έκλεισαν λόγω της κρίσης- σε αναγκαστικές διακοπές. Χωρίς να υπολογίσουμε και το γεγονός ότι -με μια αντίληψη ελέγχου των εξόδων- νοσοκομειακές επιχειρήσεις και συνεταιρισμοί έχουν μικρά αποθέματα γαντιών και μασκών και συχνά αποτρέπουν ή απαγορεύουν την χρήση τους.

Οι εργαζόμενοι στα εργοστάσια και τους στρατηγικούς τομείς στέλνονται στη σφαγή χωρίς τα ελάχιστα αναγκαία μέτρα προστασίας και τις αντίστοιχες συμβάσεις. Παρά το κλίμα που βάρυνε ιδιαίτερα μετά την απαγόρευση των συναθροίσεων και επομένως και των “ενεργητικών” απεργιών, ήταν πάρα πολλές εκείνες οι παραγωγικές μονάδες των οποίων η εργατική δύναμη αποφάσισε να σταυρώσει τα χέρια, σε τέτοιο βαθμό που οι συνδικαλιστικές ομοσπονδίες εξαναγκάστηκαν ν’ ασκήσουν πιέσεις στην κυβέρνηση για μια συνάντηση μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών. Μετά από αυτή τη συνάντηση ανακοινώθηκε το κλείσιμο των εγκαταστάσεων για κάποιες μέρες, έτσι ώστε να υλοποιηθεί η αναδιοργάνωση των χώρων βάσει του διατάγματος και η απόκτηση των ατομικών μέσων προστασίας για τους εργαζόμενους.

Το πλαίσιο μέσα στο οποίο αχνοφαίνεται το μέλλον μοιάζει ιδιαίτερα σκοτεινό, μέσα σε έναν ορίζοντα που φτάνει πιο πέρα από τη συνθήκη του κορωνοϊού. Στα συνεχόμενα διαγγέλματα του πρωθυπουργού Κόντε υπάρχουν συχνές αναφορές στην εθνική ενότητα, στην Ιταλία όπου όλοι μαζί θα ξεπεράσουμε αυτή τη δύσκολη στιγμή. Τίποτα το πιο ψευδές. Είναι αλήθεια ότι ο ιός πλήττει σχεδόν τους πάντες, όμως οι συνέπειες του -τόσο οι υγειονομικές όσο και οι οικονομικές- θα βιωθούν διαφορετικά: εκείνος που συσσώρευσε αποθέματα -κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων- θα μπορέσει να τραβήξει μπροστά, εκείνος που έζησε μόνο από το μισθό του θα εξαναγκαστεί να καταβάλει τεράστιες θυσίες. Οι νεκροί από τον Covid-19 θα μπορούσαν να γίνουν κατανοητοί όχι μόνο με ληξιαρχικούς αλλά και με ταξικούς όρους: η άγρια ιδιωτικοποίηση του υγειονομικού τομέα που εξελίσσεται εδώ και πολλά χρόνια οδήγησε στην απώλεια πολλών κρεβατιών εντατικής θεραπείας. Φανταζόμαστε ότι εκείνοι που μπορούν, καταφεύγουν ήδη σε ιδιωτικές κλινικές ή σε -λίγο ή πολύ- χρυσές καραντίνες. Για να μην αναφερθούμε στο γεγονός πως οι ασθενείς άλλων παθήσεων δεν λαμβάνουν καμία θεραπεία, αφού όλη η προσοχή είναι στραμμένη στον κορωνοϊό, εκτός από όσους μπορούν να στραφούν σε ιδιωτικές κλινικές.

Στο ιδεολογικό πεδίο το Κράτος θα δώσει μια κρίσιμη μάχη. Η κυβέρνηση της οποίας ηγείται ο Κόντε, μετά τις αρχικές σφαλιάρες, φαίνεται να έχει βρει και πάλι την πυξίδα της κυβερνησιμότητας και αυτά τα μέτρα ακραίας καραντίνας αλά κινέζικα φαίνεται να βρίσκουν αποδοχή ανάμεσα στον πληθυσμό. Τα οικονομικά μέτρα -αν και ελλειπή- πιθανότατα θα γίνουν δεκτά με θέρμη από εκείνους που πιστεύουν ότι έστω και έτσι θα μπορέσουν να πάρουν μια ακόμα ανάσα. Όμως, αυτά τα βοηθήματα θα κοστίσουν ακριβά. Από αυτήν την οπτική γωνία είναι δύσκολο να σκιαγραφηθούν συγκεκριμένα σενάρια: η Ευρώπη θα θελήσει να τα ζητήσει όλα πίσω έντοκα απαιτώντας μια σειρά άγριων πολιτικών λιτότητας και μνημονίων δακρύων και αίματος -αλά ελληνικά για να γινόμαστε κατανοητοί- πέφτοντας πάνω στην Ιταλία; Τελικά αυτή η κρίση θα αποσυνθέσει οριστικά την Ευρώπη ή θα επανακαθορίσει ουσιαστικά τα όρια και τις ισορροπίες της;

Παραβάν και κυλιόμενοι διάδρομοι

Αν στρέψουμε το βλέμμα σε όλους εκείνους τους συντρόφους και όλες εκείνες τις συντρόφισσες που από καιρό έχουν αποφασίσει ν’ αγωνιστούν ενάντια στο Κράτος και το καπιταλιστικό σύστημα που ζούμε, δεν μπορούμε παρά να εκκινήσουμε από μια σκληρή αυτοκριτική: αυτή η κρίση μας βρίσκει απροετοίμαστους.

Απροετοίμαστους υπό το πρίσμα ενός πλήθους οπτικών γωνιών, από τις οποίες και εκκινούμε έτσι ώστε ν’ αντιληφθούμε πως να αποπειραθούμε την αναπλήρωση, τουλάχιστον για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος και να καταλάβουμε αν έχουμε την ικανότητα παρέμβασης, σε περίπτωση που η διάχυτη δυσαρέσκεια μετατραπεί σε οργή κι έπειτα σε δράση. Απροετοίμαστους όχι μόνο εξαιτίας των ορίων μας και των ανικανοτήτων μας, αλλά και εξαιτίας μιας ελλειμματικής κοινωνικής συγκρουσιακότητας από πλευράς των εκμεταλλευομένων στρωμάτων του πληθυσμού, η οποία αναμφίβολα επηρέασε τη δυνατότητα παρέμβασης των συντρόφων και των συντροφισσών. Δυσκολίες που προέκυψαν και ως απόρροια της ιδεολογικής δουλειάς του Κράτους μέσα στη δεκαετία που ακολούθησε την κρίση του 2008. Από την ικανότητα του να καταστήσει σε αποδεκτές, συνθήκες εκμετάλλευσης όλο και πιο σκληρές και κατασταλτικά μέτρα που έθεσε σταδιακά στο πεδίο. Δυσκολίες που δημιούργησαν λίγες ευκαιρίες συνάντησης και σύγκρουσης και περιόρισαν την όσμωση ανάμεσα στους επαναστάτες και εκείνα τα κομμάτια του προλεταριάτου που είναι διατεθειμένα ν’ αγωνιστούν.

Όμως όπως συχνά συμβαίνει, κάθε κρίση πυροδοτεί φαινόμενα επιτάχυνσης, τόσο στις υλικές συνθήκες ζωής όσο και στην αντίληψη των ανθρώπων γύρω μας. Σε τέτοιο βαθμό, που μας κάνει να σκεφτόμαστε ότι δεν έχουν χαθεί τα πάντα… Το αντίθετο. Πρέπει να σηκώσουμε τα μανίκια πριν να είναι πολύ αργά. Πρώτο βήμα και ελάχιστος θεμιτός σκοπός, η έξοδος από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης (σε περίπτωση που θα μπορεί να γίνει λόγος για έξοδο) με μια πλήρη αντίληψη για το φαινόμενο που μας κυριεύει και για τις προκλήσεις με τις οποίες μάς θέτει αντιμέτωπους.

Ούτε για εμάς, στη δική μας συγκεκριμένη πόλη, ήταν εύκολο να καταλάβουμε αμέσως τι συμβαίνει. Πόσο επικίνδυνος είναι ο ιός; Πως συνδέεται η επικινδυνότητα του με τα δομικά χαρακτηριστικά του υγειονομικού συστήματος και του κοινωνικού-οικονομικού συστήματος που το στηρίζει; Πως θα εξελιχθεί το φαινόμενο γύρω μας; Ποια θα είναι τα μέτρα που θα λάβει το Κράτος;

Δεν κρύβουμε πως κατά τη διάρκεια των δυο πρώτων εβδομάδων τρέχαμε πίσω από τα γεγονότα, αναγκασμένοι μέρα με την μέρα να επανεξετάζουμε τις ιδέες μας και τις προτάσεις μας, χωρίς να επιτύχουμε τίποτα το ιδιαίτερο. Έπειτα, η έκρηξη που υπήρξε στις φυλακές ανακάτεψε και πάλι την τράπουλα, επιδεικνύοντας -ακριβώς στο βαθύτερο σημείο της αδυναμίας μας μπροστά στην υπάρχουσα κατάσταση- την ικανότητα να δοθεί μια απάντηση στα γεγονότα και να υποστηριχτεί αυτό που συνέβαινε.

Αναμφίβολα, οι συνέπειες της επιδημίας συνδέονται στενά με την εξαναγκαστική ζωή σε πόλεις ολοένα και πιο πυκνοκατοικημένες και μ’ ένα υγειονομικό σύστημα που θέτει -όλο και περισσότερο- στόχους που δεν έχουν να κάνουν με την περίθαλψη των εκμεταλλευομένων στρωμάτων. Εξίσου αναμφίβολα, η επιδημία υπάρχει πραγματικά. Η προώθηση σχεδίων συνάντησης, συζήτησης και αγωνιστικών προτάσεων που δεν λαμβάνουν υπ’ όψη τον κίνδυνο μετάδοσης της νόσου, αποτελεί το λιγότερο αφέλεια, ή μάλλον καλύτερα ανευθυνότητα. Το να σκεφτούμε ότι μπορούμε να δώσουμε ένα φυλλάδιο σ’ έναν εβδομηντάχρονο γείτονα μας χωρίς τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης, διακινδυνεύοντας έτσι τη μετάδοση του ιού, είναι κάτι το απαράδεκτο. Στον ίδιο βαθμό, μια πρόταση για συνέλευση γειτονιάς ώστε να συζητηθεί η αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων -χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψη οι νομικές ιδιαιτερότητες της συγκυρίας- θα ήταν εξίσου αβασάνιστη.

Είναι ξεκάθαρο πως καθήκον των συντρόφων και των συντροφισσών αποτελεί επίσης η άμυνα απέναντι στη διάχυτη παράνοια καθώς και η λεπτομερής και συγκεκριμένη ανάλυση των γεγονότων, η οποία και να μεταδίδεται σε όσους βρίσκονται γύρω μας. Μια ανάλυση η οποία αναμφίβολα έχει τις δικές της εγγενείς δυσκολίες εξαιτίας της πολυπλοκότητας του φαινομένου. Μια ανάλυση η οποία σίγουρα δεν συγκρίνεται πχ με τη μελέτη των πολιτικών λαϊκής κατοικίας μιας πόλης, του επιπέδου στρατιωτικοποίησης ενός έθνους ή των συνεπειών ενός βλαπτικού μεγάλου έργου σε μια περιοχή. Μια ανάλυση που γίνεται ακόμα δυσκολότερη εξ’ αιτίας του γεγονότος ότι ο κάτοχος των δεδομένων και των πληροφοριών, όπως επίσης και ο λήπτης των αποφάσεων που διαμορφώνουν τα κριτήρια (ας σκεφτούμε για παράδειγμα το κριτήριο του πόσα τεστ θα γίνουν και σε ποιους) είναι το Κράτος και οι δικοί του ερευνητικοί θεσμοί.

Ας μας επιτραπεί λοιπόν μια σύντομη παρένθεση έτσι ώστε να αποπειραθούμε να εστιάσουμε στο πρόβλημα. Νομίζουμε πως μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στο εσωτερικό των συζητήσεων “του κινήματος”, οι αναγνώσεις και οι θέσεις έχουν περιοριστεί γύρω από δυο αντίθετους πόλους. Από τη μια πλευρά, μια απόπειρα υποβάθμισης αν όχι άρνησης της σοβαρότητας της κατάστασης. Από την άλλη, εκείνη που ασπάζεται τη λογική του κράτους και τη ρητορική της έκτακτης ανάγκης, υπό την οποία όλα τ’ άλλα πρέπει να επισκιαστούν. Μια πόλωση που έρχεται από μακριά και σίγουρα δεν αποτελεί προϊόν της εξελισσόμενης επιδημίας, αν και αυτή είναι που την καθιστά ακόμα πιο ξεκάθαρη. Μια πόλωση που αφορά μεγάλο μέρος της επαναστατικής θεωρητικής επεξεργασίας και δραστηριότητας, τουλάχιστον μέσα σε αυτήν την εποχή, που κινείται μεταξύ 1) τη δυνατότητα να γίνει ορατός και προσβάσιμος ένας αυτόνομος -σε σχέση με το καπιταλιστικό σύστημα- δρόμος 2) την αναγκαιότητα κάλυψης μιας σειράς αναγκών, οι οποίες -μέχρι την πραγμάτωση μιας επαναστατικής διαδικασίας- μέσα σ’ αυτό το σύστημα δεν μπορούν να αγνοηθούν. Επομένως, μια αντιπαράθεση ανάμεσα στην αναγκαιότητα του αγώνα ώστε να κατακτηθούν και να αποσπαστούν -ακόμα και μέσα στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων- όλα αυτά που χρειάζομαστε για να ζήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και εκείνης της απόπειρας να γίνει αντιληπτό -εν τω μεταξύ- ποιες αυτόνομες διαδρομές είναι σταδιακά “οικοδομήσιμες” μέσα από την ανάπτυξη και τη διάχυση των αγώνων. Αυτόνομες διαδρομές μέσα στις οποίες οι υλικοί και οι θεωρητικοί-φαντασιακοί όροι πρέπει να διαπλέκονται και ν’ αλληλοτροφοδοτούνται.

Σε γενικές γραμμές, υπάρχει η τάση της συμπίεσης από τον πόλο της αναγκαιότητας, της μετατροπής σε βασιλικότερους του βασιλέως ή στην καλύτερη των υποθέσεων της επίκλησης μιας “επιστροφής στο παρελθόν” όπου το κοινωνικό κράτος “λειτουργούσε καλύτερα”. Από την άλλη, υπάρχει η ψυχαγωγική φλυαρία για την αυτονομία και το άγνωστο, που δεν λαμβάνει καθόλου υπ’ όψη τη σφαίρα της αναγκαιότητας, χάρη στην οποία -παρεμπιπτόντως- μας δίνεται η δυνατότητα να υπάρχουμε. Έτσι, αγνοείται το γεγονός ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσουμε να φτάσουμε κάποτε να ζήσουμε σε έναν κόσμο ελεύθερων και ίσων πρέπει πρώτα -και εντελώς κοινότυπα- να μπορούμε να ζήσουμε. Ένα ζήτημα που έρχεται φανερά στην επιφάνεια μέσα σε μια συνθήκη όπως η τωρινή, όπου τα προβλήματα τείνουν να αναδύονται ωμά και ξεκάθαρα, χωρίς το βερνίκι με το οποίο συνήθως καλλωπίζονται, τουλάχιστον σε αυτή τη γωνιά του κόσμου. Αντί να αρνηθούμε τη σοβαρότητα της τρέχουσας υγειονομικής κατάστασης ή να υποθέσουμε -μοιρολατρικά- ότι δεδομένων των συνθηκών δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα άλλο από το ν’ αποδεχθούμε πως θα πεθάνουμε από καπιταλισμό -γιατί περί αυτού πρόκειται- υπάρχει η αναγκαιότητα της προσπάθειας επεξεργασίας και υποστήριξης ενός σκεπτικού, το οποίο θα σκοπεύει στην προφύλαξη της υγείας -της δικής μας και των άλλων- και θα λαμβάνει υπ’ όψη τις υγειονομικές ανάγκες, χωρίς να καταπλακώνεται από τη λογική του Κράτους. Αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η διατύπωση μοιάζει λίγο πολύ μ’ ένα σλόγκαν, σίγουρα ευκολότερο να ειπωθεί παρά να πραγματωθεί ή ακόμα και να κριθεί με επαρκή τρόπο. Όμως τίποτα δεν είναι απλό σε προβλήματα τέτοιου μεγέθους. Οι δομικές δυσκολίες με τις οποίες βρισκόμαστε αντιμέτωποι πρέπει να φωτιστούν και να συνοδεύσουν κάθε βήμα των δικών μας δράσεων και σκέψεων. Το ζήτημα φυσικά δεν είναι να γίνει αποδεκτή -με οποιοδήποτε τρόπο- η λογική του Κράτους με τις αντιλήψεις της περί έκτακτης ανάγκης, η οποία χρησιμεύει για την πειθάρχηση του πληθυσμού, την παρεμπόδιση και την προληπτική προετοιμασία για το ξέσπασμα διαμαρτυριών και συγκρούσεων ενώ παράλληλα αποτελεί ένα σημαντικό πείραμα, από το οποίο αναμφίβολα οι αρχές θα αποπειραθούν μελλοντικά να εξάγουν ασφαλέστερα διδάγματα. Δεν χρειάζεται αναγκαστικά να σκιαγραφήσουμε μια δυστοπική συνθήκη απόλυτης καθιέρωσης των ισχυόντων περιοριστικών μέτρων, αρχής γενομένης από μεθαύριο, για να γίνει αντιληπτή η κρισιμότητα της κατάστασης. Από την άλλη πλευρά, ήδη από προχθές, ή ορθότερα εδώ και δεκαετίες, τα Κράτη επιχειρούν να μελετήσουν αντι-εξεγερσιακές τεχνικές και στρατιωτικές διαχειρίσεις των κρίσεων κάθε είδους. Για παράδειγμα, είναι πιθανό ο αντίπαλος να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία για να ανακινήσει το ζήτημα του [ψηφιακού] 5G (επικαλούμενος και νομιμοποιημένος -ακόμα και μόνο σε φαντασιακό επίπεδο- από μια διαχείριση της επιδημίας αλά κορεάτικα)[5] ή για να εφαρμόσει μια μερική απαγόρευση κυκλοφορίας υπό άλλες κρίσιμες συνθήκες.

Όμως, η συγκεκριμένη λογική της έκτακτης ανάγκης απαντάει και στην αναμφισβήτητη αναγκαιότητα περιορισμού της εξάπλωσης του ιού. Αυτή είναι και η βασική διαφορά ανάμεσα στην τωρινή συνθήκη και άλλες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή καταστροφών που συνδέονται με τα λεγόμενα φυσικά φαινόμενα. Η αποσιώπηση ή η υποβάθμιση αυτού του δεδομένου ή ακόμα και η προσποιητή αδιαφορία ως προς αυτό, δεν θα ενισχύσει -σε καμία περίπτωση- την ικανότητα κριτικής και απόπειρας αντιπαράθεσης με τους μηχανισμούς και τη διαδικασία αυτονομιμοποίησης τους που προωθείται από τις αρχές. Για παράδειγμα, θα ήταν ενδιαφέρον να αντιληφθούμε ποια κριτική πρέπει ν’ ασκηθεί στη στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου που στοχεύει στη δημιουργία της λεγόμενης ανοσίας της αγέλης…

Επομένως, η κριτική και η αντιπαράθεση με το λεγόμενο κράτος έκτακτης ανάγκης πρέπει να είναι τουλάχιστον συμπληρωματική με τις αντιλήψεις και τους αγώνες που καταφέρνουν να θέσουν στο επίκεντρο τους τις άθλιες υγειονομικές πολιτικές που καθοδηγούνται από τη σιδηρά λογική του κέρδους και οι οποίες -όλο και πιο έντονα μέσα στο πέρασμα των χρόνων και ιδιαίτερα τώρα- καθιστούν τη δυνατότητα θεραπείας (για όσους δεν διαθέτουν τους ανάλογους οικονομικούς πόρους) σε ένα ιδιαίτερα επιλεκτικό προνόμιο. Αυτό δεν ισοδυναμεί με τη διεκδίκηση του ρόλου και της λογικής της δημόσιας υγείας, ως τελικού σκοπού στον οποίο πρέπει να στοχεύουμε. Όμως, το επαναλαμβάνουμε: ο αγώνας για να ζήσουμε ελεύθεροι περνάει μέσα από τη δυνατότητα να ζούμε και οι αναδιαρθρώσεις στο πεδίο της υγείας αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν κυριολεκτικές πολεμικές πράξεις που στρέφονται εναντίον πάρα πολλών εκμεταλλευομένων. Μια μείωση της δυνατότητας θεραπείας η οποία μέσα σ’ έναν κόσμο όπως ο καπιταλιστικός -εξ’ ορισμού εχθρικό απέναντι σε κάθε μορφή αυτονομίας- ισοδυναμούν με κυριολεκτικές θανατικές καταδίκες, ακόμα και πέρα από τον Covid-19. H απόπειρα διεύρυνσης αυτών των δυνατοτήτων, παράλληλα με την οικοδόμηση εκείνης της γνώσης αλλά και εκείνων των λογικών που διαφοροποιούνται από αυτές της δημόσιας υγείας, αποτελεί ένα κομβικό σημείο για μια επαναστατική προοπτική που δεν επιθυμεί να αντιπαραβάλει ιδεολογικά την ελευθερία με την αναγκαιότητα της ζωής. Ο τρόπος άρθρωσης χειροπιαστών σχετικών προτάσεων είναι ένα πρόβλημα που σίγουρα κινείται πέρα από αυτό το σύντομο γραπτό και -τουλάχιστον προς το παρόν- από τις ικανότητες και τις εμπειρίες των συντακτών του. Θα μάθουμε πως να το ξεπεράσουμε, αν το ξεπεράσουμε, μέσα στους αγώνες -και την κριτική σκέψη τους- που θα είμαστε ικανοί να οικοδομήσουμε.

Η απόπειρα -μέσα στα μέτρα του δυνατού- για μια ορθή ανάλυση του φαινομένου έχει συνέπειες, τόσο ηθικές όσο και στρατηγικές, Από τη μια πλευρά, δεν μπορούμε να συνεισφέρουμε στον κίνδυνο έκθεσης στη μετάδοση του ιού άλλους ανθρώπους και πιθανούς συνεργούς μας. Δεν μπορούμε να αρρωστήσουμε εμείς οι ίδιοι, οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που είμαστε ήδη λίγοι και με περιορισμένη ενεργητικότητα. Δεν μπορούν ν’ αρρωστήσουν και να πεθάνουν οι πιθανοί συνεργοί μας… Ας είναι τουλάχιστον οι πλούσιοι, οι κυβερνώντες και τα αφεντικά εκείνοι που θα αρρωστήσουν. Από την άλλη, πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε πως θα εξελιχθεί -βήμα το βήμα- η κατάσταση καθώς και τα πιθανά σενάρια που μπορούν να προκύψουν.

Το σίγουρο είναι ότι δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας την αναμονή. Γιατί σε αντίθεση με τον πλέον προσεγγιστικό ντετερμινισμό ή και τη θέληση να φανταστούμε μια βέβαιη και σίγουρη καταστροφή που βρίσκεται μπροστά μας, το ζήτημα είναι πως θα αποπειραθούμε να μετατρέψουμε την καταστροφή σε επανάσταση.

Ν’ αγωνιστούμε… Πως.

Ξαναπιάνοντας το νήμα των ελλείψεων, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ένα κάποιο κενό που υπάρχει στη σχέση μας με τους εκμεταλλευόμενους και τις εκμεταλλευόμενες που ζουν γύρω μας. Μερικά πράγματα -τα οποία θα έπρεπε ν’ αποτελούν τη βάση μιας δικής μας παρέμβασης- είναι ήδη δύσκολα: η δημιουργία σχέσεων αλληλεγγύης με τα άτομα που βιώνουν σκληρότερα τις υλικές και κοινωνικές συνέπειες, προσπερνώντας μερικές ηλίθιες κυβερνητικές διαταγές και την εξάρτηση από τους μηχανισμούς ελέγχου. Η αντιπαράθεση με την κυρίαρχη διήγηση και η αποκάλυψη των μελλοντικών συνεπειών που θα υπάρξουν στην ποιότητα ζωής. Η απόπειρα διαμοιρασμού με τους μετανάστες προλετάριους και τις μετανάστριες προλετάριες εργαλείων αντίληψης του φαινομένου του ιού καθώς και των κρατικών κινήσεων. Η προσπάθεια κατανόησης της συγκεκριμένης μορφής καταστολής που έχει τεθεί σε κίνηση και ο τρόπος αντιμετώπισης της (ας σκεφτούμε την ευρεία χρήση του άρθρου 650 του ποινικού κώδικα σχετικά με την παραβίαση των περιοριστικών μέτρων).

Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι οι αποσβεστήρες που έχουν εγκριθεί θα κατευθυνθούν για την υποστήριξη εκείνου του κομματιού του πληθυσμού που έχει μεγαλύτερες πιθανότητες διάσωσης. Παράλληλα, η κυρίαρχη διήγηση που έχει τεθεί στο πεδίο δηλώνει μια συγκεκριμένη επιλεκτικότητα σε σχέση με την ίδια τη μετάδοση του ιού: ένα μεγάλο κομμάτι των μεταναστών και των μεταναστριών εκμεταλλευομένων, που δεν μιλάει καλά την ιταλική γλώσσα, καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για ν’ αντιληφθεί τι συμβαίνει, ακόμα και μόνο για ν’ αντιληφθεί την τρόπο ορθής χρήσης της μάσκας και των γαντιών.

Και εδώ, χρειάζεται να εκμεταλλευτούμε τις ρωγμές που φέρνει κάθε κατάσταση κρίσης και να αποπειραθούμε να ξεκινήσουμε εκείνη τη διαδικασία επιτάχυνσης, να αποπειραθούμε να συναντηθούμε -σε σύντομο χρονικό διάστημα- με περισσότερα άτομα από όσα μπορέσαμε να συναντήσουμε μέσα στους συγκεκριμένους αγώνες μας, κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων. Μια έλλειψη που ίσως δεν θα σταθεί δυνατή η κάλυψη της. Ταυτόχρονα, να αντιληφθούμε αν και πως θα συναντηθούμε ξανά μ’ εκείνα τα άτομα με τα οποία μοιραστήκαμε κομμάτια αγώνων ή και μ’ εκείνα από αυτά τα κομμάτια που μοιραζόμαστε ακόμα κομμάτια αγώνων. Για παράδειγμα, αν οι αγώνες μέσα στα κέντρα κράτησης (CPR) δεν είχαν υποστεί μια κάμψη και αν δεν είχαν αφαιρεθεί τα κινητά τηλέφωνα μέσα από αυτά τα κελιά, πιθανότατα αυτό θα ήταν ένα άλλο πεδίο μάχης, ισάξιο με τις φυλακές αλλά με περισσότερες δυνατότητες αλληλεπίδρασης.

Αν θέλουμε να κοιτάξουμε τις προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας, ακόμα και εστιάζοντας σε χρονικό επίπεδο, πρέπει ν’ αρχίσουμε να φανταζόμαστε το τι να κάνουμε στη φάση εξόδου από αυτήν την υγειονομική έκτακτη ανάγκη (σε περίπτωση που θα μπορεί να γίνει λόγος για έξοδο) και τις κοινωνικές συνέπειες που θα επιφέρει… μαζί με τη δυνατότητα να επιστρέψουμε στους δρόμους. Δεν θα κουνηθεί φύλλο και όλοι θα είναι χαρούμενοι για την επιστροφή της κανονικότητας, ζητωκραυγάζοντας για την “Αναγέννηση της Ιταλίας” [“RinascItalia”]; Θα προκύψουν κατολισθήσεις τέτοιου μεγέθους που θα καταλήξουν σε μια συλλογική σαρωτική οργή; Θα ξεκινήσουν μια σειρά συγκρούσεων σε συγκεκριμένα κοινωνικά πεδία (εργαζόμενοι στην εστίαση, νοσοκομειακοί, άνεργοι, άτομα με ασθένειες που επιδεινώθηκαν λόγω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης του κορωνοϊού, αγώνες για τους οικιακούς λογαριασμούς κλπ); Και σ’ αυτό το σημείο, θα πρέπει να επανεκκινήσουμε από τις ελλείψεις.

Άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, στις διάφορες περιοχές της Ιταλίας, ανέπτυξαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων μελέτες και έρευνες στα διάφορα πεδία που συγκροτούν την κοινωνία στοχεύοντας στην παραγωγή και την αναπαραγωή του καπιταλιστικού συστήματος. Συχνά, έχοντας ως ιδέα την εξαγωγή κάποιας ανάλυσης για τον προσανατολισμό και το ξεδιάλυμα των προτάσεων αγώνα και δράσης,

Κι όμως, τουλάχιστον όσον μας αφορά, αν η κατάσταση έκτακτης ανάγκης τελείωνε τώρα και πχ προέκυπτε ένας τεράστιος όγκος ιατρικών ραντεβού που πρέπει ν’ αναπληρωθούν, με τον κίνδυνο οι πιο επείγουσες καταστάσεις να πρέπει να στραφούν στον ακριβό ιδιωτικό τομέα, ξέρουμε τουλάχιστον κάτω από πιο γραφείο θα πάμε να κάνουμε φασαρία; Θα ξέρουμε να υποδείξουμε λεπτομερώς τους υπεύθυνους -της τελευταίας δεκαετίας και του τελευταίου αιώνα- γι’ αυτή την κατάσταση; Θα πρέπει να καλυφθεί το κενό με τη μελέτη και την παρατήρηση, αλλά και με το βλέμμα στραμμένο στους πιθανούς συνεργούς που θα γνωρίσουμε. Άλλωστε, εμείς οι ίδιοι είμαστε βουτηγμένοι μέσα στην κοινωνία και βιώνουμε την εκμετάλλευση που αυτή φέρει μέσα της. Στη δουλειά, με τους γείτονες, τους φίλους και τις φίλες φοιτήτριες, τους συγγενείς που είναι έγκλειστοι στις κόκκινες ζώνες και με τις θέσεις εντατικής θεραπείας κατάμεστες. Ίσως, να γνωρίζουμε ήδη πιθανούς συνεργούς.

Κάποια άμεσα προβλήματα θα έχουν να κάνουν καταρχήν με την υγεία των ανθρώπων τα οποία και θα έχουν εξ’ αρχής μια ταξική διάσταση: τι θα συμβεί με όλες αυτές τις χρόνιες ασθένειες και παθήσεις οι οποίες μέσα σε αυτή τη συνθήκη της κρίσης και της διακοπής θεραπειών θα έχουν επιδεινωθεί; Πόσο θα ωφεληθεί η ιδιωτική υγεία με την απορρόφηση από τις κλινικές της (με αντίτιμο) ενός κομματιού των αναβληθέντων ιατρικών ραντεβού; Πως θα βγει από την κρίση το υγειονομικό προσωπικό που εδώ και καιρό έχει αναγκαστεί να δουλεύει με υποτιμημένες συμβάσεις και εξαντλητικές βάρδιες, του οποίου η έξοδος από την υγειονομική κρίση θα είναι πολύ πιο μακρόσυρτη;

Συνηθισμένοι μέσα στα χρόνια των κατασταλτικών χτυπημάτων, των δυσκολιών της κοινωνικής σύγκρουσης, της μερικής διάστασης των αγώνων, κινδυνεύουμε να χάσουμε τη φαντασιακή και ουτοπική ορμή. Μια ορμή που αναγκαστικά πρέπει να είναι σε θέση να σκιαγραφήσει ιδανικούς κόσμους, απελευθερωμένους από τον καπιταλισμό, ξεπερνώντας με την καρδιά το εμπόδιο της παραίτησης. Και να σκεφτεί τη μεγάλη εικόνα.

Ένα βλέμμα -που για να σπάσει τον πάγο του ζητήματος- κινείται ανάμεσα στην ικανότητα επίθεσης, την αυτοδιαχείριση των πόρων για την αναπαραγωγή της ζωής μέσα σε μια εξεγερτική διαδικασία καθώς και στα οργανωτικά χαρακτηριστικά του. Γιατί αν υποστηρίζουμε ότι στη βάση της κρίσης του κορωνοϊού βρίσκεται ο ίδιος ο καπιταλιστικός κόσμος, αν υποστηρίζουμε ότι ανοίγεται η δυνατότητα για πολλά άτομα να αποκτήσουν συνείδηση μέσα από έναν σκληρό αγώνα, τότε το διακύβευμα είναι ριζοσπατικό.

Θ’ αρκεστούμε να “υποκινούμε”, πιο κοινότυπα να υποστηρίζουμε τις διαδηλώσεις και το συγκρουσιακό επίπεδο τους ή θα θέσουμε ταυτόχρονα το πρόβλημα του τρόπου προμηθειών, της συνέχειας των θεραπειών χωρίς την αναπαραγωγή των συστημάτων που στοχεύουν στο κέρδος, της χρήσης των αγροτικών εκτάσεων και χώρων για την παραγωγή τροφής; Πως θα μπορέσουμε να υπερασπιστούμε ένα έδαφος -ακόμα και περιορισμένο- που βρίσκεται σε αναβρασμό από τις επιθέσεις του αντίπαλου; Πως θ’ ανοιχτεί ένας διάλογος ακόμα και με μακρινά -από εμάς- εδάφη; Κι έπειτα, αν κόβουν το νερό και το ρεύμα στην εξεγερμένη πτέρυγα μιας φυλακής γιατί δεν θα κάνουν το ίδιο και σε μια ολόκληρη συνοικία;

Εδώ ο ίλιγγος ανεβάζει πολλές στροφές, καλύτερα να βάλουμε το μυαλό μας να δουλέψει. Ελπίζουμε αυτοί οι μερικοί συλλογισμοί να μπορέσουν να δώσουν μια κατεύθυνση στη ζύμωση που θ’ ακολουθήσει.

Τορίνο, 16 Μαρτίου 2020

Παραπομπές:

[1] https://macerie.org/wp-content/uploads/2018/03/def-tuttattorno.pdf

[2] http://chuangcn.org/2020/02/social-contagion/ στα ιταλικά: https://pungolorosso.wordpress.com/2020/03/12/contagio-sociale-guerra-di-classe-micro-biologica-in-cina/

[3] https://www.corriere.it/cronache/20_marzo_02/coronavirus-cina-misure-contro-l-epidemia-fanno-calare-l-inquinamento-dell-aria-eceb67ba-5c8a-11ea-9c1d-20936483b2e0.shtml

[4] https://www.repubblica.it/economia/affari-e-finanza/2020/03/16/news/l_impatto_del_coronavirus_sull_italia_spa_possibile_un_danno_da_641_miliardi-251367463/

[5] https://ilmanifesto.it/alta-diagnostica-e-controllo-sociale-il-modello-corea-del-sud-ribalta-i-numeri-per-ribaltare-i-numeri/

Πηγή: macerie.org

Μετάφραση από τα ιταλικά: Προλεταριακή Πρωτοβουλία, Αθήνα 3/2020

Μαύρες Κόκκινες Σελίδες 2019: Αυτοδιαχειριζόμενο Κυλικείο Νομικής Σχολής. Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019 από τις 5 μ.μ.

Αυτοδιαχειριζόμενο Κυλικείο Νομικής Σχολής.

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019 από τις 5 μ.μ.

5:30 μ.μ.
Κοινωνικοί και ταξικοί αγώνες 1974-1990 Παρουσίαση της ατζέντας 2020 του ταμείου αλληλεγγύης φυλακισμένων και διωκόμενων αγωνιστών.
6:00 μ.μ.
Οι αναρχικοί στη ζωή και το έργο του G. Simenon. Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «Ο ύποπτος» από τις εκδόσεις Plan d.
6:30 μ.μ.
Νοέμβρης 1973: Η μαρτυρία του Γιάννη Βλάσση για την εξέγερση του Πολυτεχνείου (εκδ. red n’ noir)
7:00 μ.μ.
Political Stencil: 5 χρόνια δράσεις. Παρουσίαση του βιβλίου από τις εκδόσεις Στο Περιθώριο
8:00 μ.μ.
Αυθόρμητη Ανάφλεξη: Μια κουβέντα με τον George Katsiaficas για την επίδραση του έρωτα στα σύγχρονα επαναστατικά κινήματα