ΔΣΕ: “Καινούργιος Ουρανός” & “Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη!”. Μια συντροφική συζήτηση για ένα ντοκιμαντέρ & ένα βιβλίο.

 

Κατά τη διάρκεια του περασμένου καλοκαιριού είδαν το φως της δημοσιότητας δυο ξεχωριστά έργα που το καθένα συμβάλει, με τον δικό του τρόπο, στo ακόνισμα της ταξικής Μνήμης και την υπεράσπιση της επαναστατικής Ιστορίας του τόπου μας.

Πρόκειται για το αυτοχρηματοδοτημένο ντοκιμαντέρ “Καινούργιος Ουρανός. Οι Γυναίκες στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας” σε σενάριο – σκηνοθεσία Γιάννη Ξύδα, την πιο πρόσφατη παραγωγή της Ομάδας “Συλλογική Μνήμη” που -πριν προβληθεί σε δεκάδες πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους σε όλη τη χώρα- έκανε πρεμιέρα στο 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και το βιβλίο “Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη! Ο λαϊκός επαναστατικός πόλεμος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας 1946-49” του Άρη Σειρηνίδη, μια πυκνή αναλυτική έρευνα 584 σελίδων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ.

Με τον “Καινούργιο Ουρανό”, ο φίλος και σύντροφος Γιάννης συνεχίζει μετά τους “Παρτιζάνους των Αθηνών”– να συμβάλει υποδειγματικά στη μάχη ενάντια στην παραχάραξη και τη λήθη, μέσα από την προφορική ιστορία, δίνοντας το λόγο σε μαχήτριες του ΔΣΕ, οι οποίες περισσότερα από 70 χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου μοιράζονται για πρώτη φορά μπροστά στον κινηματογραφικό φακό, μ’ έκδηλη την περηφάνια και τη συγκίνηση, τις συγκλονιστικές αναμνήσεις τους.

Με το “Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη!”, ο φίλος και σύντροφος Άρης προσφέρει μια πληρέστατη πολιτική ιστορική μελέτη, ένα πολύτιμο τεκμήριο υπεράσπισης της επαναστατικής παρακαταθήκης του ΔΣΕ που όπως γράφει και η Ομάδα Επαναστατικής Ιστορίας στον Πρόλογο της– “περισσότερο από υπόθεση μνήμης, είναι η διαρκής υπόμνηση της ιστορικής δυνατότητας “να θεριεύει ο γίγαντας τώρα λαός και [να] σπάει δεσμά και αλυσίδες”.

Η αξία αυτών των δυο ξεχωριστών έργων θεωρείται από πλευράς μας ανεκτίμητη και εκτιμούμε πως αποκτάει μεγαλύτερη βαρύτητα από το γεγονός ότι οι δημιουργοί τους, αν και δεν είναι ακαδημαϊκοί, (των οποίων η ιστορική έρευνα ν’ αποτελεί αποκλειστική απασχόληση και μέσο βιοπορισμού) ωστόσο μέσα από την αρτιότητα τουςκαταφέρνουν ν’ αποδείξουν έμπρακτα ότι την Ιστορία μας, την Ιστορία των “από τα κάτω” – “μέσα στην ανηφορική, αδιάκοπη και αυξομειούμενη πορεία τους για την Απελευθέρωση από τα δεσμά της κεφαλαιο-κρατικής και ιμπεριαλιστικής Εξουσίας”– δεν την γράφει (μονάχα) η “καθ’ έδρας επιστήμη και ιστοριογραφία”, αλλά μπορούν κάλλιστανα την γράψουν και να την επαναφέρουν ζωντανή στο σήμερα (ακόμα) και δυο σερβιτόροι…

Με βάση αυτές τις σκέψεις κι ενώ αυτά τα δύο έργα συνεχίζουν (μέσω προβολών, παρουσιάσεων, συζητήσεων) το ταξίδι τους σε όλη τη χώρα, θεωρήσαμε χρήσιμο να θέσουμε κάποια ερωτήματα σχετικά με τα ερεθίσματα που μπορούν να βάλουν σε κίνηση μια κοπιαστική και μακρόχρονη δουλειά σαν κι αυτή, με το νόημα που μπορεί να φέρει στο σήμερα η εξιστόρηση της λαϊκής εποποιίας της “δρακογενιάς” του ‘40 καθώς και με τη σημασία της πολιτικής ιστορικής έρευνας από προλεταριακή – διεθνιστική, αντικαπιταλιστική – αντιιμπεριαλιστική σκοπιά.

Στα ερωτήματα μας απάντησαν ο φίλος και σύντροφος Άρης και η φίλη και συντρόφισσα Χριστίνα Κονιάλη που είχε τη γενική εποπτεία του “Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη!” και έγραψε το κεφάλαιο “Οι γυναίκες στο ΔΣΕ” ενώ επίσης συνεισέφερε ως βοηθός παραγωγής της Ομάδας “Συλλογική Μνήμη” και συγγραφέας της άρτιας μπροσούρας που συνόδευσε τον “Καινούργιο Ουρανό”.

Καταρχήν, ένα ερώτημα που προκύπτει αυθόρμητα έχει να κάνει με τους λόγους και τις αιτίες που μπορούν να θέσουν σε κίνηση την επίμονη και συστηματική δουλειά που απαιτεί η ολοκλήρωση έργων σαν κι αυτά. To θέτω αυτό, με δεδομένο το γεγονός ότι και οι τρεις μας, όπως και ο Γιάννης, προερχόμαστε από τη γενιά που ενηλικιώθηκε στην Αθήνα, τη “μεταψυχροπολεμική” δεκαετία του 1990, τότε που πάνω στα συντρίμμια του τείχους του Βερολίνου – εν μέσω κίβδηλης “εθνικής συμφιλίωσης”, “κοινωνικής συναίνεσης” και επίπλαστης “ευμάρειας”– η λαϊκή επανάσταση του ΔΣΕ (1946-49) αποτελούσε θέμα ταμπού –τόσο για την κοινοβουλευτική/εξωκοινοβουλευτική Αριστερά όσο και για τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο– και οι όποιες αναφορές σε αυτήν, ξεκινούσαν με τη “λαθολογία” και το ανάθεμα στην “αποχή από τις εκλογές” του ’46 και το “όπλο παρά πόδα” μετά τη στρατιωτική ήττα του ‘49, ενώ η κυρίαρχη “μεταμοντέρνα” αφήγηση τους κατέληγε ρητά ή διά της πλαγίας στο διαλεκτικά ανιστόρητο αφήγημα: “ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι”…

Από την άλλη, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι τα δυο συγκεκριμένα έργα έρχονται να συμβάλουν σημαντικά και να προστεθούν σε μια σειρά αντίστοιχων ερευνών, μαρτυριών, αρχείων, τεκμηρίων και μελετών, που είδαν το φως της δημοσιότητας – κατά τη διάρκεια των (όχι πολλών) τελευταίων χρόνων– και αφορούν την εξιστόρηση και την εξαγωγή χρήσιμων πολιτικών και ιστορικών συμπερασμάτων από τη λαϊκή εποποιία εκείνης της ταραγμένης δεκαετίας του 1940. Εν τέλει, μέσα στις σημερινές δοσμένες και ζοφερές συνθήκες, ποια μπορεί και πρέπει να είναι η σημασία της πολιτικής – ιστορικής έρευνας από προλεταριακή – διεθνιστική, αντικαπιταλιστική – αντιιμπεριαλιστική σκοπιά;

Α.Σ Να ευχαριστήσουμε καταρχήν θερμά τον σύντροφο και φίλο Λεωνίδα γι αυτήν τη συζήτηση καθώς και για την ανάδειξη της δουλειάς μας μέσα από τις κινηματικές ιστοσελίδες στις οποίες συμμετέχει.

Όπως αναφέρεται στον πρόλογο του βιβλίου, το βιβλίο «μέσα από την ανάδειξη και την υπεράσπιση της επαναστατικής ιστορίας της χώρας» φιλοδοξεί «να αποτελέσει μια συμβολή στην ανάπτυξη ενός σύγχρονου επαναστατικού κινήματος». Το ερώτημα βέβαια που αυτομάτως τίθεται εδώ, είναι πώς και σε τι βαθμό η ιστορία επενεργεί στα ζητήματα του παρόντος. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων σχεδόν χρόνων συγγραφής του βιβλίου, το παραπάνω ερώτημα, το ερώτημα με άλλα λόγια της σχέσης ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν της ταξικής πάλης, ανέκυπτε διαρκώς μπροστά μου ως πρόβλημα πολιτικό, θεωρητικό, φιλοσοφικό. Όπως εμπειρικά διαπίστωνα, η διαμόρφωση της θέσης μου για το «τι ήταν ο ΔΣΕ» επενεργούσε καταλυτικά στο πώς συγκροτούσα τη θέση μου για την τρέχουσα συγκυρία. Αλλά και αντίστροφα. Το πώς αντιμετώπιζα τα ζητήματα του παρόντος είχε σαφή αντανάκλαση στην οπτική μου για τον ΔΣΕ.

Το κλειδί για την κατανόηση αυτής της σχέσης το βρήκα στη φράση του Α. Γκράμσι: «Το παρόν είναι η κριτική του παρελθόντος». Από το πώς διαβάζουμε την ιστορία, από το πώς την αναλύουμε και την ερμηνεύουμε, από το πώς εν τέλει τοποθετούμαστε απέναντι της απορρέει και μια συγκεκριμένη θέση για το παρόν. Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς αυτό. Τα πολιτικά και ιδεολογικά θεμέλια του ΔΣΕ βρίσκονται στη συγκεκριμένη θεώρηση της νεοελληνικής ιστορίας που έκανε το ΚΚΕ τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930. Από το πώς απάντησε το ΚΚΕ στα ερωτήματα σχετικά με τη γέννηση του ελληνικού έθνους, τη συγκρότηση και τη φυσιογνωμία της ελληνικής αστικής τάξης, τον χαρακτήρα της επανάστασης του 1821 και την εξέλιξη των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στην Ελλάδα στον 19ο αιώνα και στο πρώτο μισό του 20ου, προέκυψε μια συγκεκριμένη εποπτεία του παρόντος και μια αντίστοιχη στρατηγική, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε η κορυφαία περίοδος της ταξικής πάλης στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, η επαναστατική εποποιία της δεκαετίας του 1940.

Είναι προφανές ότι μια διαφορετική θεώρηση της νεοελληνικής ιστορίας θα έδινε ένα διαφορετικό παρόν και ως εκ τούτου ένα διαφορετικό μέλλον για το ΚΚΕ. Γι αυτό ακριβώς, το ζήτημα της ιστορίας αποτέλεσε για το ΚΚΕ εκείνης της εποχής κεντρικό ιδεολογικό και πολιτικό επίδικο. Αποκαλυπτική ως προς αυτό ήταν η σφοδρή διαπάλη στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος ανάμεσα στον Γ. Ζεύγο και τον Γ. Κορδάτο σχετικά με τον χαρακτήρα της επανάστασης του 1821, και βέβαια η ολομέτωπη σύγκρουση του ΚΚΕ με την αστική θεωρία του «τρισχιλιετούς ελληνικού έθνους» του Κ.Παπαρρηγόπουλου.

Αντίστοιχα και σήμερα, η ανάπτυξη ενός σύγχρονου επαναστατικού κινήματος περνά μέσα από τη διατύπωση μιας ολοκληρωμένης θέσης τόσο για την ίδια του την ιστορία, όσο και για τη νεοελληνική ιστορία συνολικά. Πεποίθηση μου είναι ότι η πρόσληψη του ΔΣΕ από το σύγχρονο κίνημα ως της «δύναμης εκείνης που μορφοποίησε πιο ανάγλυφα από ποτέ την ιστορική δυνατότητα για μια Ελλάδα των λαϊκών τάξεων, για μια Ελλάδα ανεξάρτητη, δημοκρατική, σοσιαλιστική», μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά προς την κατεύθυνση αυτή.

Αυτά τα δυο έργα αποτελούν τον καρπό μιας επίμονης και συστηματικής δουλειάς, η οποία δεν αποτελεί την επαγγελματική (ακαδημαϊκή ή άλλη) ενασχόληση των δημιουργών τους. Αυτό αποτελεί από μόνο του ένα στοιχείο που προσθέτει επιπλέον αξία στις δυο συγκεκριμένες συμβολές στην επαναστατική Ιστορία του τόπου μας. Ως προς αυτό, Άρη θα ήθελες να αναφερθείς στην πορεία που ακολουθήθηκε μέχρι ο τόμος “Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη!” να φτάσει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων;

Α.Σ. Αφετηρία για την συγγραφή του βιβλίου υπήρξε η εκδήλωση για τα 70 χρόνια από την ίδρυση του ΔΣΕ με τίτλο: «Η ιστορία του ΔΣΕ είναι η ιστορία μιας λαϊκής επανάστασης», που πραγματοποιήσαμε τον Φεβρουάριο του 2017, μια ομάδα συντρόφων και συντροφισσών από την Ταξική Αντεπίθεση. Η αρχική σκέψη ήταν οι εισηγήσεις της εκδήλωσης να αποτελέσουν το υλικό για την έκδοση μιας μπροσούρας. Ήδη, ωστόσο, κατά τη διάρκεια της συγγραφής των εισηγήσεων θα γεννηθούν σκέψεις για μια πιο εμπεριστατωμένη και συνολική μελέτη του ζητήματος.

Όσο πιο πολύ καταδυόμουν στην ιστορία του ΔΣΕ και προχωρούσα στην επεξεργασία του πλήθους των παραμέτρων (ιδεολογικών, πολιτικών, θεωρητικών) που την συγκροτούν, τόσο περισσότερο κατανοούσα την ιστορική και πολιτική της σημασία και συνακόλουθα την ανάγκη περαιτέρω μελέτης της. Όπως διαπίστωνα, σε πολλά θέματα που νόμιζα ότι τα γνώριζα καλά παρουσίαζα σοβαρές ελλείψεις, ενώ υπήρχαν πολλά άλλα κρίσιμα, για την κατανόηση του ΔΣΕ, ζητήματα που είτε τα αγνοούσα είτε είχα δώσει λίγη προσοχή. Σταδιακά και ενώ εμπλούτιζα το υπάρχον υλικό, εγκατέλειψα την ιδέα της μπροσούρας για να στοχεύσω πιο ψηλά, στη συγγραφή ενός βιβλίου.

Η καθεαυτή διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου κράτησε γύρω στα τριάμισι χρόνια. Αν έπρεπε επιγραμματικά να πω κάτι για τη διαδικασία συγγραφής, θα έλεγα ότι αποτέλεσε σταθμό για την πολίτικη μου ωρίμαση, την αιτία να εμβαθύνω σε θεμελιακά ζητήματα της επαναστατικής θεωρίας. Όπως θα διαπιστώσω μέσα στις αναρίθμητες ώρες διαβάσματος και γραψίματος, η στοιχειοθέτηση του γιατί «ο ΔΣΕ αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη απόπειρα επαναστατικού μετασχηματισμού της Ελλάδας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους» δεν μπορούσε να γίνει χωρίς να έχω επαρκείς απαντήσεις στα πρωταρχικά ερωτήματα: τι είναι ο καπιταλισμός, ο ιμπεριαλισμός, η ιμπεριαλιστική εξάρτηση, η κοινωνική επανάσταση, ο σοσιαλισμός, ο κομμουνισμός, οι τάξεις, ο ιστορικός υλισμός κ.α.

Η ιστορία του ΔΣΕ όμως δεν αποτελεί μόνο ένα θεωρητικό πρόβλημα. Μια επανάσταση δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα από τη θεωρία και για το λόγο αυτό αποτυγχάνουν, κατά την άποψη μου, να ερμηνεύσουν τον ΔΣΕ -όπως και άλλες επαναστάσεις- ιστορικοί και πολιτικοί επιστήμονες, εξαιρετικά καταρτισμένοι κατά τα άλλα, που βρίσκονται ωστόσο έξω από τη ζώσα ιστορία της ταξικής πάλης. Την καλύτερη απάντηση ως προς αυτό τη δίνει ο ίδιος ο ΔΣΕ: ένα μεγάλο μέρος από τους μαχητές και τις μαχήτριες του δεν είχαν ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση και δεν είχαν διαβάσει ούτε το «Κεφάλαιο» του Μαρξ, ούτε τον «Ιμπεριαλισμό» του Λένιν, ωστόσο έφτασαν σε τέτοια επίπεδα ταξικής συνείδησης και κομμουνιστικής συγκρότησης, ώστε να αναμετρηθούν μέχρις εσχάτων με την ελληνική αστική τάξη και δύο ιμπεριαλισμούς. Ισχύει εδώ νομίζω απόλυτα η θέση ότι ο κομμουνισμός ως φιλοσοφία της πράξης μόνο μέσα από την πράξη μπορεί να κατανοηθεί. Κατ’ αντιστοιχία, λοιπόν, και η ιστορία του ΔΣΕ δεν μπορεί να κατανοηθεί ολοκληρωμένα έξω από την πράξη της συμμετοχής στο σύγχρονο κίνημα ανατροπής «της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων». Υπό αυτήν την έννοια, λοιπόν, θα έλεγα ότι το βιβλίο φέρει ανεξίτηλο το αποτύπωμα της συμμετοχής μου στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες της περιόδου και των εμπειριών και των συμπερασμάτων που αποκόμισα από αυτή.

Η διαδικασία συγγραφής του βιβλίου υπήρξε ωστόσο σταθμός και για την προσωπική μου ωρίμαση. Βλέποντας την σήμερα από μια σχετική απόσταση, αβίαστα θα τη χαρακτήριζα ως μια διαδικασία αυτογνωσίας, μέσα από την οποία κατανόησα τι σημαίνει πάλη για την υπέρβαση των διανοητικών (αλλά και φυσικών) ορίων, τι σημαίνει, αλλιώς, πάλη για την κατάκτηση της γνώσης, τι σημαίνει σε τελική ανάλυση πρόοδος και εξέλιξη και γιατί οι παραπάνω έννοιες έχουν στον πυρήνα τους την ανθρώπινη εργασία.

Μια ερώτηση που απευθύνεται στη Χριστίνα. Στο ντοκιμαντέρ, μέσα από τις μαρτυρίες αυτών των μαχητριών του ΔΣΕ εξιστορείται με τρόπο συγκλονιστικά ανθρώπινο, η πορεία και η ζωή ενός λαϊκού επαναστατικού στρατού, όπου “οι γυναίκες συμμετέχουν μαζικά και ουσιαστικά, από τις μάχες μέχρι την ισότιμη λήψη αποφάσεων. Νέες κοπέλες κυρίως από αγροτικές περιοχές, μεγαλωμένες στο περιβάλλον της ελληνικής επαρχίας και της υπαίθρου, έχοντας όμως την παρακαταθήκη των αγώνων της Κατοχής συμμετέχουν και χειραφετούνται μέσα από τον αγώνα του ΔΣΕ”.

Θα ήθελες να αναφερθείς συνοπτικά στη σύνδεση που –εκ των πραγμάτων– υπήρξε μεταξύ όσων είχαν προηγηθεί στην προκατοχική περίοδο και των όσων ακολούθησαν στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, στο πεδίο της ταξικής πάλης για τη γυναικεία χειραφέτηση, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο η συμμετοχή των γυναικών στον λαϊκό επαναστατικό στρατό του ΔΣΕ αποτέλεσε την χειροπιαστή απόδειξη αυτής της πάλης για ουσιαστική ισότητα των δυο φύλων; Ποιες μπορούν να είναι οι αντανακλάσεις αυτών των κορυφαίων επαναστατικών στιγμών της σύγχρονης ιστορίας –όπου η αστική Εξουσία αμφισβητήθηκε έμπρακτα, σε βάθος και σε όλες τις εκφάνσεις της– μέσα στη σημερινή εποχή επίτασης των φαινομένων έμφυλης βίας, βιασμών, κακοποιήσεων και γυναικοκτονιών, αλλά και της ανάδυσης “πολιτικά ορθών, μετα-φεμινιστικών και ταυτοτικών πρωτοκοσμικών κινημάτων”;

Χ.Κ. Μια από τις πιο εύγλωττες αποδείξεις του ΔΣΕ ως φορέα επαναστατικού κοινωνικού μετασχηματισμού ήταν η πρωτοφανής σε μαζικότητα και δυναμισμό συμμετοχή των γυναικών σε αυτόν. Γενικεύοντας την εμπειρία του γυναικείου κινήματος όλης της προηγούμενης περιόδου και αναβαθμίζοντας σε θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο παλαιότερες επεξεργασίες του κομμουνιστικού κινήματος γύρω από το γυναικείο ζήτημα, ο ΔΣΕ διαμόρφωσε τους όρους για ένα σύγχρονο πλαίσιο επικοινωνίας με τις εκατοντάδες χιλιάδες των γυναικών των λαϊκών τάξεων που βίωναν τη διπλή καταπίεση ως εργαζόμενες και ως γυναίκες.

Το θεμελιακό στοιχείο που συγκροτεί το επαναστατικό πλαίσιο ανάγνωσης του γυναικείου ζητήματος από τον ΔΣΕ, είναι η τοποθέτηση του στην ιστορική ταξική του διάσταση. Το γυναικείο ζήτημα, αν ως τέτοιο ορίσουμε το σύνολο των οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών ανισοτιμιών και διακρίσεων που εκδηλώνονται σε όλο το εύρος της κοινωνικής και προσωπικής ζωής της γυναίκας, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας, άρα και αναπόσπαστο στοιχείο της ταξικής πάλης. Η ιστορική του ρίζα βρίσκεται στην εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, συγκεκριμένα στη φάση της μετάβασης από το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα στην πρώτη ταξική κοινωνία της ιστορίας, τη δουλοκτητική κοινωνία. Για το ιστορικό αυτό γεγονός ο Ένγκελς έλεγε: «Το γυναικείο φύλο υπέστη την κοσμοϊστορική του ήττα». Υπό αυτό ακριβώς το πρίσμα, η πατριαρχία δεν προσλαμβάνεται από την κομμουνιστική κοσμοθεωρία ως μια αυτόνομη κοινωνική δομή, αλλά ως παράγωγο του ταξικού διαχωρισμού της κοινωνίας. Ως τέτοια εδράζεται και απορρέει από τις οικονομικές εκμεταλλευτικές σχέσεις και μεταβάλλεται με την εξέλιξη του εκμεταλλευτικού συστήματος, παράγοντας έμφυλες σχέσεις εξουσίας και διαχωρισμούς. Χαρακτηριστική είναι η φράση της Αλεξάντρας Κολλοντάι, από κείμενο που γράφτηκε την περίοδο της νίκης της Σοβιετικής Επανάστασης: «Η θέση της γυναίκας είναι πάντα συνέπεια του είδους της εργασίας που προσφέρει στη συγκεκριμένη στιγμή εξέλιξης ενός συγκεκριμένου κοινωνικό- οικονομικού συστήματος».

Το αποφασιστικό βήμα για την ένταξη των γυναικών στο κομμουνιστικό και γυναικείο κίνημα, πραγματοποιείται στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν και σχηματοποιείται από το ΚΚΕ η θέση για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του γυναικείου ζητήματος στη χώρα, άρα και της στρατηγικής του γύρω από αυτό. Έτσι το γυναικείο ζήτημα ως στοιχείο του εποικοδομήματος, κουβαλά όλη την αντιδραστικότητα, τη συντήρηση και τον αναχρονισμό της Ελλάδας του «αστοστιφλικάδικου συνασπισμού εξουσίας και του ανολοκλήρωτου αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού». Για αυτούς ακριβώς τους λόγους, η θέση της γυναίκας στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά υποτιμημένη. Στην ύπαιθρο οι χιλιάδες αγρότισσες βιώνουν το αδυσώπητο πατριαρχικό καθεστώς που ενσωματώνουν αιώνες τσιφλικάδικης εκμετάλλευσης, ενώ στις πόλεις ο γυναικείος πληθυσμός είτε μένει εκτός της κοινωνικής παραγωγής περίκλειστος στα τείχη του ιδιωτικού νοικοκυριού, είτε εντάσσεται στην παραγωγική διαδικασία υπό συνθήκες σκληρής ταξικής καταπίεσης, στερούμενος ακόμα και στοιχειωδών αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής του κομμουνιστικού κινήματος γύρω από το γυναικείο ζήτημα θα γίνουν γρήγορα ορατά. Το ΚΚΕ μέσα σε λίγα χρόνια πολλαπλασιάζει τις γυναίκες μέλη του και αυξάνει την επιρροή του στα ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του γυναικείου πληθυσμού πού εισέρχονται στην παραγωγή, ενώ μέσα στη φωτιά της πάλης δεκάδες κομμουνίστριες, όπως η Ηλέκτρα Αποστόλου, η Αύρα Παρτσαλίδου, η Χρύσα Χατζηβασιλείου αναδεικνύονται σε ηγετικές μορφές του λαϊκού κινήματος. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 το γυναικείο κίνημα έχει πλέον αποκτήσει το πρώτο δικό του ρίζωμα στο εργατικό κίνημα, που του επιτρέπει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες στους μεγάλους ταξικούς που ξεσπούν. Αποκορύφωμα υπήρξε η μαζική συμμετοχή των καπνεργατριών στη μεγάλη εργατική εξέγερση τον Μάιο του 1936 στη Θεσσαλονίκη, όπου βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων με τη χωροφυλακή και το στρατό. Ο Μεσοπόλεμος λοιπόν υπήρξε καθοριστικός στην ανάπτυξη του γυναικείου κινήματος. Την περίοδο αυτή, και ειδικά τη δεκαετία του 1930 αυξήθηκε ραγδαία το ποσοστό των γυναικών της εργατικής τάξης και τέθηκαν οι πολιτικές και οργανωτικές βάσεις για την συμμετοχή χιλιάδων γυναικών στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες. Οι γυναίκες αυτές αγωνίστηκαν σκληρά, στιγματίστηκαν και χτυπήθηκαν, ωστόσο, ανέπνευσαν τις πρώτες ανάσες ελευθερίας, έξω από το σύστημα επιτήρησης του ιδιωτικού χώρου, του πατέρα και του συζύγου. Θα μπορούσαμε με ασφάλεια να ισχυριστούμε πως χωρίς την παρακαταθήκη αυτών των αγώνων θα ήταν πολύ δυσκολότερη η μαζική ένταξη των γυναικών στην Αντίσταση την περίοδο της Κατοχής και στη συνέχεια στον ΔΣΕ.

Αντίστοιχα όπως στον Μεσοπόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο έτσι και στη μετεμφυλιακή εποχή απαραίτητη προϋπόθεση για την πλατιά απεύθυνση και τον προσεταιρισμό των γυναικών στο κίνημα, ήταν η γείωση του γυναικείου ζητήματος στις συγκεκριμένες συνθήκες της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας της χώρας. Στο σκληρό μετεμφυλιακό περιβάλλον της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνισμού, θα αρχίσει να αναδύεται μια νέα γενιά αγωνιστριών, εμπνευσμένη από τους αγώνες των γυναικών της δεκαετίας του 1940, οι οποίες σταδιακά βγαίνουν από τις φυλακές και τις εξορίες, έχοντας να αντιμετωπίσουν όλα τα εμπόδια που έχει θέσει το επίσημο κράτος για να τις εκδικηθεί. Παράλληλα, μέσα στο ’50 -νέες κυρίως- γυναίκες του ΔΣΕ έρχονται παράνομα από τις ανατολικές χώρες για να συμβάλλουν στην ανασυγκρότηση των παράνομων οργανώσεων στην Ελλάδα. Στη νέα εποχή, οι προκλήσεις για τις γυναίκες που αγωνίζονται είναι μεγάλες, καθώς στο σκληρό ταξικό περιβάλλον του ’50 παλεύουν για την επιβίωση τους και την ίδια στιγμή αναμετρώνται καθημερινά με ένα σύστημα που επιστρατεύει όλα του τα ιδεολογικά εργαλεία προκειμένου να τις κλείσει και πάλι στο σπίτι. Ωστόσο, παρά το κατασταλτικό κύμα εναντίον τους, εισερχόμενες μαζικά στην εργασία, αλλά και την εκπαίδευση, οι γυναίκες θα αναπτύξουν πολύπλευρη μαζική δράση στους μεγάλους εργατικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες που ξεσπούν τα μετεμφυλιακά χρόνια. Σε αυτό το φόντο το γυναικείο κίνημα θα ακολουθήσει ανοδική πορεία, εντάσσοντας στους κόλπους του ένα ολοένα αυξανόμενο δυναμικό που πείθεται από την ίδια του την εμπειρία ότι στις συνθήκες της αστικής κυριαρχίας, η γυναικεία καταπίεση παραμένει και ότι η ελάχιστη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος σε σχέση με τα γυναικεία δικαιώματα, δεν αποτελεί κάποιου είδους παραχώρηση αλλά προϊόν των σκληρών και επίπονων του αγώνων. Η εντυπωσιακή είσοδος των γυναικών στην ταξική πάλη της δεκαετίας του 1960 και η ενεργή συμβολή των γυναικών στο αντιδικτατορικό κίνημα της περιόδου 1967-1974 έχει σε αυτήν ακριβώς την περίοδο τη ρίζα της.

Στις νέες συνθήκες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας το ελληνικό γυναικείο κίνημα, θα συνεχίζει να αναζητά, μέσα σε ένα περιβάλλον υποχώρησης του διεθνούς και εγχώριου εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, τους όρους για την αναμέτρηση με το καθεστώς της πατριαρχίας και του σεξισμού που ο ελληνικός καπιταλιστικός σχηματισμός άλλοτε ωμά και άλλοτε ραφιναρισμένα θα αναπαράγει και θα διαιωνίζει. Και στην κατεύθυνση αυτή θα εγγράψει πολλές φορές με το ίδιο του το αίμα, όπως στην περίπτωση της νεαρής κομμουνίστριας, μέλους της ΚΝΕ, Σωτηρίας Βασιλακοπούλου που δολοφονήθηκε τον Ιούλη του 1980 από την εργοδοσία την ώρα μου μοίραζε προκηρύξεις έξω από το εργασιακό κάτεργο της ΕΤΜΑ, αξιοσημείωτες νίκες που θα ανοίξουν νέους δρόμους στους αγώνες του γυναικείου κινήματος.

Σήμερα, στην εποχή της δομικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος και της χρεοκοπίας όλων των εξαγγελιών του για την «ισότητα των δύο φύλων», το γυναικείο ζήτημα επανέρχεται με ιδιαίτερη οξύτητα στο προσκήνιο. Ειδικότερα στην σύγχρονη Ελλάδα των μνημονίων, της γενικευμένης φτώχειας και της φασιστικοποίησης, η ένταση της εργασιακής και κοινωνικής υποτίμησης της γυναίκας, αποτελεί χαρακτηριστικό σύμπτωμα της κρίσης του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού και ταυτόχρονα όρο για το ξεπέρασμα της. Σε αυτό το έδαφος η πατριαρχία ως η ιδεολογία της γυναικείας καταπίεσης, έρχεται να επενδύσει, να δικαιολογήσει και εν τέλει να νομιμοποιήσει όλη τη γενικευμένη βία κατά των γυναικών, είτε την καθαρά συστημική, αυτή δηλαδή που προέρχεται κατευθείαν από το κεφαλαίο, το αστικό κράτος και τους θεσμούς του, είτε αυτήν που προέρχεται από τα έγκατα της πατριαρχικής κοινωνίας και η οποία οπλίζει τα χέρια των γυναικοκτόνων, των βιαστών, των κακοποιητών.

Στην κατεύθυνση αυτή, η γνώση της ιστορίας του γυναίκειου κινήματος και ειδικά μιας κορυφαίας του στιγμής του, αυτής του ΔΣΕ, αποτελεί ένα πολύτιμο εφόδιο για τη συγκρότηση των σύγχρονων θέσεων μάχης του. Όχι βέβαια ως μια απόπειρα προσαρμογής στο σήμερα των χαρακτηριστικών του, ούτε βέβαια ως μια μουσειακού τύπου μνήμη αποκομμένη από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Άλλωστε όλη η ιστορία του ελληνικού γυναικείου κινήματος, βασίστηκε στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης στην οποία βρέθηκε. Αυτό είναι και το πολιτικό επίδικο σήμερα. Η διεξοδική ανάλυση της σημερινής οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, η εμβάθυνση πάνω στη σχέσης τάξης φύλου και η αναμέτρηση με την πληθώρα ερωτημάτων που γεννά η σχέση αυτή στις σύγχρονες συνθήκες της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης αποτελούν, δίπλα στην ταξική και πολιτική στράτευση, τους όρους για την περαιτέρω ανάπτυξη και ριζοσπαστικοποίηση του γυναικείου κινήματος.

Πριν από μερικές εβδομάδες, συμπληρώθηκαν 48 Νοέμβρηδες από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, από εκείνη την κορυφαία στιγμή της αντιδικτατορικής Αντίστασης και Αγώνα της φοιτητικής νεολαίας και του εργαζόμενου λαού ενάντια στο στρατιωτικό καθεστώς των συνταγματαρχών της ευρωατλαντικής εθνικοφροσύνης. Για άλλη μια χρονιά, δεκάδες χιλιάδες αγωνιστών και αγωνιστριών στην Αθήνα και όλη τη χώρα βρέθηκαν στους δρόμους της Αντίστασης και του Αγώνα, στον ιστορικό χώρο του ΕΜΠ και τη μαζική πορεία στην πρεσβεία των ΗΠΑ, κρατώντας ζωντανή τη Μνήμη των νεκρών και τα επίκαιρα περιεχόμενα εκείνης της αιματοβαμμένης εξέγερσης ενάντια στο Φασισμό και τον Ιμπεραλιασμό, τον ντόπιο Αστισμό και το Κράτος του. Από τη στρατιωτική (αλλά όχι και πολιτική) ήττα του ΔΣΕ από τα αμερικανοντυμένα ελληνικά “εθνικά” στρατεύματα του “Στρατηγέ! Ιδού ο Στρατός σας” κ. Βαν Φλιτ”, υπό τους ήχους των ναπάλμ, στο Γράμμο και το Βίτσι το καλοκαίρι του 1949, μέχρι την εισβολή του αμερικανοκίνητου τανκ στην κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου στην Πατησίων στις 17 Νοέμβρη του 1973, είχαν μεσολαβήσει κάτι λιγότερο από 25 χρόνια. Θα θέλατε να αναφερθείτε σ’ εκείνο το κόκκινο νήμα που συνδέει αδιαπέραστα αυτά τα δυο ιστορικά γεγονότα, στις σημαδιακότερες στιγμές του Αγώνα που μεσολάβησε μέσα σε αυτήν την εικοσιπενταετία, καθορίζοντας την πορεία του λαϊκού – εργατικού κινήματος μέχρι εκείνον το Νοέμβρη, ο οποίος και σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για το στρατιωτικό καθεστώς των αντικομμουνιστών πραξικοπηματιών της 21ης Απριλίου 1967;

Κι έπειτα, ποια είναι τελικά αυτά τα καθοριστικά επίδικα και τα χειραφετητικά – απελευθερωτικά ζητούμενα εκείνης της εποχής που παραμένουν μέχρι και σήμερα αδικαίωτα και γι’ αυτό ανειρήνευτα;

Α.Σ. Η στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ τον Αύγουστο του 1949 δεν σήμανε και την πολιτική ήττα του ΚΚΕ. Η λήξη του Εμφυλίου θα λέγαμε μάλιστα ότι βρίσκει το λαϊκό κίνημα της χώρας σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ότι ήταν λίγους μήνες πριν την έναρξη του. Τότε, στα μέσα του 1945, λίγο πριν δηλαδή η 12η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ θέσει φραγμό στην πορεία αποσύνθεσης του, το ΚΚΕ είχε μετατραπεί ουσιαστικά σε παρακολούθημα της αστικής πολιτικής, αποδεχόμενο άνευ όρων την πορεία εξόντωσης του λαϊκού κινήματος που η συνθήκη της Βάρκιζας είχε δρομολογήσει. Αντίθετα, μετά τον Εμφύλιο, όπως αποδεικνύει η ιστορία της περιόδου 1950-1956, το ΚΚΕ βρίσκεται σε τέτοια πολιτική και οργανωτική κατάσταση, ώστε να μπορεί πολύ γρήγορα να ανασυντάσσεται και να ξεδιπλώνει με όρους ηγεμονικούς τη στρατηγική του, έχοντας ως πολιτικό θεμέλιο και παρακαταθήκη μια επανάσταση που έθεσε πιο ολοκληρωμένα από ποτέ το ζήτημα της εξουσίας για τις εκμεταλλευόμενες τάξεις.

Σταθμό στην πορεία ανασύνταξης του λαϊκού κινήματος αποτέλεσε η ίδρυση, κατόπιν πολιτικής πρωτοβουλίας του ΚΚΕ, της ΕΔΑ τον Αύγουστο του 1951. Δύο μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, το ΚΚΕ, έχοντας να αντιμετωπίσει την ήττα, την έξοδο από τη χώρα του βασικού κορμού του στελεχιακού του δυναμικού και βέβαια την ανελέητη κατασταλτική επίθεση εναντίον του στο εσωτερικό της χώρας, καταφέρνει κάτι που έμοιαζε ακατόρθωτο: αφενός να συγκροτήσει ένα μαζικό πολιτικό μέτωπο στη βάση ενός προγράμματος ανεξαρτησίας, δημοκρατίας και ειρήνης, διατηρώντας πλήρως την αυτοτέλεια και την οργανωτική του διάρθρωση, και αφετέρου να καταστεί, μέσα από αυτό το μέτωπο, οργανωτής της εργατικής λαϊκής πάλης και εκφραστής συνάμα της ολοένα και ογκούμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας, απέναντι στις πολιτικές του αστικού καθεστώτος (είτε διαχείρισης Πλαστήρα, είτε Παπάγου).

Ο μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις του καλοκαιριού του 1951, η πρωτομαγιάτικη απεργιακή διαδήλωση του 1952 προς τιμή του Ν. Μπελογιάννη και των 200 εκτελεσμένων της Ακροναυπλίας, οι αντιιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στον πόλεμο στην Κορέα το 1951 και την ελληνοαμερικανική συμφωνία του 1953, οι μαζικοί εργατικοί και αγροτικοί αγώνες το 1953 και το 1954, οι δυναμικές αντιβρετανικές διαδηλώσεις για την Κύπρο το 1954 και το 1955, αποτελούν χαρακτηριστικές εκδηλώσεις μια αυξανόμενης λαϊκής δυναμικής που απειλεί να μετατρέψει τη σοβούσα κρίση του συστήματος, σε κρίση πολιτική, σε κρίση που θα θέσει ξανά στο επίκεντρο το αίτημα της επαναστατικής ρήξης και της ανατροπής.

Το ποια θα μπορούσε να ήταν η εξέλιξη της ταξικής πάλης στη χώρα αν δεν είχε συμβεί το αναθεωρητικό πραξικόπημα στο ΚΚΕ το 1956 και το 1957 και η αποκήρυξη του ΔΣΕ που αυτό σηματοδοτεί, αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση της ιστορίας της εγχώριας ταξικής πάλης. Το σίγουρο είναι πάντως ότι το γεγονός αυτό θα σφραγίσει ανεξίτηλα την μελλοντική της πορεία. Το 1958 το ΚΚΕ διαλύει τις παράνομες κομματικές του οργανώσεις και αφομοιώνεται πολιτικά και οργανωτικά στην ΕΔΑ, η οποία θα μετατραπεί γρήγορα από αυτοτελές μέτωπο της Αριστεράς σε εξάρτημα της αστικής πολιτικής, όπως θα δείξει εμφατικά η πολιτική ουράς που ακολουθεί έναντι της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές του 1961, παρ’ όλη την εντυπωσιακή εκλογική δυναμική που είχε καταγράψει στις εκλογές του 1958. Τούτων δοθέντων, δεν προκαλεί καμία έκπληξη η ελλιπής πολιτική και οργανωτική προετοιμασία του κινήματος μπροστά στις συνθήκες πολιτικής κρίσης που ωρίμαζαν, οι οποίες επέβαλαν το 1967 τη λύση της δικτατορίας. Όταν παραμονές της δικτατορίας η επίσημη φωνή της Αριστεράς, η Αυγή, επιχειρηματολογούσε σχετικά με το «Γιατί δεν θα γίνει δικτατορία», μπορούμε να φανταστούμε το επίπεδο των ιδεολογικών, πολιτικών και οργανωτικών αντανακλαστικών των υποτιθέμενων καθοδηγητών του λαϊκού κινήματος, όπως και να εικάσουμε με ασφάλεια τους λόγους, για τους οποίους το αντιδικτατορικό κίνημα σχετικά άργησε να αναπτύξει μαζικά και ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά.

Ακόμα κι έτσι όμως, χωρίς δηλαδή την παρουσία ενός επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος, η δυναμική της ταξικής πάλης στη χώρα ήταν τέτοια που θα φτάσει ξανά σε ιστορικές κορυφώσεις. Η παρακαταθήκη της επαναστατικής παράδοσης των προηγούμενων δεκαετιών θα είναι σε αυτές ευκρινής. Όπως, για παράδειγμα, στην εμβληματική απεργία των οικοδόμων το 1960, στην οποία το αποτύπωμα του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος των προηγούμενων δεκαετιών που γαλούχησε με το πνεύμα της σύγκρουσης την εργατική τάξη, είναι εμφανές τόσο σε επίπεδο οργάνωσης του αγώνα όσο και σε επίπεδο περιεχομένου του. Ή όπως στα Ιουλιανά, τον Αύγουστο του 1965, όπου αναδεικνύεται στην πράξη η επαναστατική τάση που εκπροσωπεί ο Πέτρουλας και σειρά άλλων αγωνιστών, οι οποίοι αρνούνται έμπρακτα την πολιτική υποταγή της ηγεσίας της ΕΔΑ στην Ένωση Κέντρου, αναζητώντας αυτόνομες, από την αστική πολιτική, οδούς εκδήλωσης της λαϊκής πάλης. Όπως βέβαια και κατά τη διάρκεια της Χούντας, στις επαναστατικές οργανώσεις που αμφισβητούν έμπρακτα το καθεστώς της αμαχητί παράδοσης του λαϊκού κινήματος, διαμορφώνοντας τους όρους για την ανάπτυξη και τη ριζοσπαστικοποίηση του αντιδικτατορικού κινήματος. Για να φτάσουμε, βέβαια, στην κορυφαία στιγμή της αντιδικτατορικής πάλης, την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η οποία, με το σύνθημα «έξω οι ΗΠΑ» ως προμετωπίδα, αποτυπώνει εύγλωττα την ιστορική συνέχεια και την κεντρικότητα της πάλης ενάντια στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση.

Υπό αυτήν την έννοια, το Πολυτεχνείο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως μια ιστορική δικαίωση του πολιτικού περιεχομένου του αγώνα του ΔΣΕ. 25 μόλις χρόνια μετά τον ΔΣΕ, μια αντιιμπεριαλιστική εξέγερση έρχεται να καταδείξει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό ως το βασικό θεματοφύλακα της αστικής εξουσίας στη χώρα, και παράλληλα ως τον βασικό υπεύθυνο για την επιβολή της Χούντας, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την πτώση της. Είναι νομίζω προφανή τα πολιτικά σημαινόμενα από ένα τέτοιο γεγονός, καθώς και το τι προοπτικές άνοιγε αυτό για το επαναστατικό κίνημα και τη χώρα. Το γιατί δεν μετουσιώθηκε η εξεγερτική δυναμική του Πολυτεχνείου σε επαναστατική αναμέτρηση με το αστικό καθεστώς συνολικά, αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον ιστορικό και πολιτικό ερώτημα. Αν θέλαμε να δώσουμε μια επιγραμματική απάντηση, θα λέγαμε ότι οι δυνάμεις που βρέθηκαν στην πρωτοπορία του κινήματος, δεν μπόρεσαν να πετύχουν μια βαθύτερη πολιτική προγραμματική συγκρότηση και να αναπτύξουν έτσι μια ολοκληρωμένη επαναστατική στρατηγική, αδυναμία που έχει ασφαλώς τη ρίζα της στην αρνητική πολιτική κληρονομία που άφησε στο κίνημα, σε όλα τα επίπεδα, η ουσιαστική διάλυση του επαναστατικού ΚΚΕ το 1956.

Όσον αφορά το τελευταίο σκέλος της ερώτησης, θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του Γ. Ζεύγου από την Κομουνιστική Επιθεώρηση του 1943, ο οποίος κάνοντας μια επισκόπηση της ιστορικής πορείας από την επανάσταση του 1821 ως τις μέρες του, τόνιζε ότι «όσο κι αν άλλαξαν μορφή και περιεχόμενο, όσο κι αν περιπλέχτηκαν, ίδια είναι τα προβλήματα για τη λύση των οποίων παλεύει ακόμα ο ελληνικός λαός».

Σήμερα, 48 χρόνια μετά το Πολυτεχνείο και 75 χρόνια μετά το ΔΣΕ, θα αποτελούσε νομίζω προσβολή στην ιστορία εκείνων των αγώνων, αν θεωρούσαμε κατ’ οποιονδήποτε τρόπο ότι κάποιες από τις βασικές στοχεύσεις τους, όπως η εθνική ανεξαρτησία και η δημοκρατία, βρήκαν την εκπλήρωση τους μέσα στις συνθήκες της αστικής εξουσίας και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Εκτός κι αν ως ανεξαρτησία εννοούμε την πρόσφατη ελληνοαμερικανική συμφωνία και τα μνημόνια της ΕΕ, και ως δημοκρατία αυτό το νεοφιλελεύθερο ολιγαρχικό υβρίδιο που κυβερνά τη χώρα.

Για να το πούμε διαφορετικά, εθνική ανεξαρτησία και δημοκρατία είναι έννοιες ασυμβίβαστες με την εξαρτημένη, ξενόδουλη και βαθιά αντιδημοκρατική από τα γεννοφάσκια της ελληνική αστική τάξη. Γι αυτό ακριβώς και οι δύο αυτοί στόχοι σφραγίστηκαν στη σύγχρονη ελληνική ιστορία με την πάλη του λαού και της εργατικής τάξης, και ποτίστηκαν με το αίμα χιλιάδων αγωνιστών και αγωνιστριών στα βουνά, στους δρόμους, στις εξορίες και τις φυλακές. Γι’ αυτό επίσης, συνεχίζουν να αποτελούν -σε πείσμα των μεταμοντέρνων αφηγήσεων- κεντρικά πολιτικά προτάγματα, κρίσιμους κόμβους μιας σύγχρονης στρατηγικής που θέλει να ξανακάνει επίκαιρους και ρεαλιστικούς τους στρατηγικούς στόχους του επαναστατικού κινήματος, τη λαϊκή εξουσία, τη λαϊκή Δημοκρατία, την κοινωνική και ταξική απελευθέρωση, το σοσιαλισμό.

 

 

Πολύκαρπος Γεωργιάδης: “Ο ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΕΝΤΕΣΕΣ. Ένστολο κράτος. Γεωστρατηγικοί ανταγωνισμοί. Έρπων παγκόσμιος πόλεμος”. [Εκδόσεις Ασύμμετρη Απειλή. Αθήνα. Σεπτέμβρης 2021]

Μόλις κυκλοφόρησε η συλλογή κειμένων του φίλου & συντρόφου, πολιτικού κρατούμενου Πολύκαρπου Γεωργιάδη “Ο ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΕΝΤΕΣΕΣ. Ένστολο κράτος. Γεωστρατηγικοί ανταγωνισμοί. Έρπων παγκόσμιος πόλεμος” [Εκδόσεις Ασύμμετρη Απειλή. Αθήνα. Σεπτέμβρης 2021].

«Το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν πρέπει να το βλέπουμε αποκλειστικά και μόνο ως σύστημα οικονομικής εκμετάλλευσης. Πρέπει να το βλέπουμε επιπλέον και ως σύστημα παραγωγής υλικών και πνευματικών σκουπιδιών, ως σύστημα παραγωγής στερημένων και ακρωτηριασμένων ανθρώπινων υπάρξεων, ως σύστημα παραγωγής ενός ανθρωπολογικού τύπου -του Homo Economicus- που βρίσκει ικανοποίηση μονάχα μέσω της μιζέριας της καταναλωτικής φρενίτιδας. «Η καρδιά ενός ανθρώπου είναι παράξενο πράγμα, ιδίως όταν ο άνθρωπος την καρδιά του την έχει στη χρηματοσακούλα του», έγραφε ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα έχει αποικιοποιήσει ολόκληρη τη ζωή, ξεκινώντας από το κάθε σπίτι και φτάνοντας σε ολόκληρο τον πλανήτη. Συνακόλουθα, την κρίση του συστήματος δεν πρέπει να τη βλέπουμε μονάχα στην οικονομική/τεχνοκρατική της διάσταση, αλλά ως συνάρθρωση πολλαπλών κρίσεων (οικονομικής, οικολογικής, επισιτιστικής, πολιτιστικής κλπ). Η βαναυσότητα στις καθημερινές σχέσεις (όπως και στις διεθνείς) είναι μια από τις όψεις αυτής της κρίσης.»

από το οπισθόφυλλο της έκδοσης.

Κεντρική διάθεση: βιβλιοκαφέ RED NNOIR. Δροσοπούλου 52. Κυψέλη. Αθήνα.

Δημήτρης Κουφοντίνας: “13 Απαντήσεις”. Ιταλική Έκδοση με Εισαγωγή του Πασκουάλε Αμπατάντζελο.

Κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ιταλικά από τις εκδόσεις PGreco στο Μιλάνο, το βιβλίο – συνέντευξη του πολιτικού κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα “13 Απαντήσεις. Μια συζήτηση με τον Τάσο Παππα (Εκδόσεις Μονοπάτι. Αθήνα, 2016).

Η ιταλική έκδοση τιτλοφορείται “Η Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη. 13 Απαντήσεις από τη φυλακή”, μεταφράστηκε στα ιταλικά από τον Λέων Βλάσση και εκτός από τον Πρόλογο του Γιώργου Σταματόπουλου και την Εισαγωγή του Τάσου Παππά περιλαμβάνει επίσης το ακόλουθο υλικό.

Βάστα καλά, βάστα γερά παντοτινέ Αντάρτη!” από “έναν ανώνυμο και ανένταχτο αριστερό ψαρά της γενιάς των “Λαμπράκηδων” και του 114”.

Εισαγωγή του Πασκουάλε Αμπατάντζελο, πρώην πολιτικού κρατούμενου στις ιταλικές ειδικές φυλακές, μέλους των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων – Nuclei Armati Proletari (NAP) και έπειτα των Κόκκινων Ταξιαρχιών – Brigate Rosse (Β.R), ο οποίος εξέτισε 20 χρόνια εγκλεισμού, 6 χρόνια ημιελευθερίας και 4 χρόνια επιτηρούμενης ελευθερίας χωρίς ποτέ να μετανοήσει, ούτε να διαχωριστεί. Στα ελληνικά κυκλοφορεί η αυτοβιογραφία του “Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα. Μια ιστορία της δεκαετίας του ‘70” (Εκδόσεις Διάδοση. Αθήνα, 2020).

-Σημειώσεις του Μεταφραστή.

-Σημείωμα των εκδόσεων PGreco στο οπισθόφυλλο της ιταλικής έκδοσης.


Βάστα καλά, βάστα γερά παντοτινέ Αντάρτη!

Πάλι την πέτρα τη βαριά,
του Σίσυφου την πέτρα
πήρες στους ώμους και σηκώνεις.
Πονάς μα δε λυγίζεις.

Αδιάκοπος ανήφορος
η στράτα που διαβαίνεις
και για ταμπούρι αψηλό
όρθωσες το ίδιο το κορμί σου.

Ώρα την ώρα
μερόνυχτα, βδομάδες ολάκερες
καίγεσαι και λιώνεις
μα δεν σβήνεις και φωτίζεις

σηκώνεσαι ψηλά
νικάς τους δήμιους σου.

Βάστα καλά
Βάστα γερά παντοτινέ Αντάρτη!

Το όνομα σου και πάλι σημαία και σύνθημα
στα χείλη και τις καρδιές
του απροσκύνητου Ανθού αυτού του τόπου

μπροστά στις αύρες και τα δακρυγόνα
τις ασπίδες και τα ρόπαλα
στην Πανεπιστημίου και τη Σταδίου
το Σύνταγμα και την Ομόνοια

στη χώρα και τον κόσμο.

Αδελφικά σου γνέφουν

τα αετόπουλα από τα κορφοβούνια
και οι σαλταδόροι των πόλεων

οι γερόντοι από το Μακρονήσι
και οι εκτελεσμένοι της Καισαριανής

οι βασανισμένοι και οι σακατεμένοι
στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας
και το δωδέκατο όροφο της ΓΑΔΑ

ο Μπελογιάννης, ο Πέτρουλας, ο Παναγούλης
ο Κασίμης, ο Τσουτσουβής, ο Φούντας

ο Μπόμπυ Σαντς, ο Χόλγκερ Μάινς
και οι Τούρκοι σύντροφοι.

Από όπου και όπου ο Αγώνας αναπνέει
Αδελφικά σου γνέφουν.

Βάστα καλά
Βάστα γερά παντοτινέ Αντάρτη!

Το γαλάζιο του Σαρωνικού στέκει εκεί
και στη Χαλικιάδα σα να περιμένει

άσβηστα τα μάτια σου πάλι να το αρμέξουν.

Βάστα καλά
Βάστα γερά Δημήτρη Κουφοντίνα!

Έτσι ή αλλιώς, τους έχεις ήδη νικήσει…

Αίγινα, ξημερώματα 23/2/2021

Ένα ποίημα “ενός ανώνυμου και ανένταχτου αριστερού ψαρά της γενιάς των “Λαμπράκηδων” και του 114” που δημοσιεύθηκε διαδικτυακά κατά τη διάρκεια της τελευταίας απεργίας πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα στις ελληνικές φυλακές που ξεκίνησε στις 8 Γενάρη και έληξε στις 14 Μάρτη 2021.

Μετά το τέλος αυτού του σκληρού αγώνα του, εξαιτίας της στέρησης των απαραίτητων φυσιοθεραπειών και των υπόλοιπων ιατρικών φροντίδων, η κατάσταση της υγείας του Δημήτρη βρίσκεται ακόμα σε δύσκολη φάση, κάτι που δεν τού επέτρεψε να γράψει, όπως και ο ίδιος ήθελε, το εισαγωγικό σημείωμα γι’ αυτήν την ιταλική έκδοση των “13 Απαντήσεων” του.

Εισαγωγή του Πασκουάλε Αμπατάντζελο

Ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ο οποίος σήμερα είναι μεγαλύτερος από 60 χρονών, υπήρξε σημαντικό μέλος της Επαναστατικής Οργάνωσης 17 Νοέμβρη που γεννήθηκε το 1975 και παρέμεινε ενεργή μέχρι το 2002. Μια Επαναστατική Οργάνωση που πήρε το όνομα της αναφερόμενη στη σφαγή των φοιτητών που διαπράχθηκε από το καθεστώς των συνταγματαρχών στις 17 Νοέμβρη 1973, κατά τη διάρκεια της φοιτητικής εξέγερσης.

Ο Δημήτρης έχει εκτίσει σχεδόν 19 χρόνια φυλάκισης, τα περισσότερα από τα οποία σε ένα υπόγειο κελί μιας φυλακής, για τις ισόβιες καταδίκες που τού επιβλήθηκαν εξαιτίας της επαναστατικής στράτευσης του. Το όνομα του επέστρεψε στην επιφάνεια της δημοσιότητας όταν στις 8 του περασμένου Γενάρη ξεκίνησε μια απεργία πείνας, έτσι ώστε να διαμαρτυρηθεί ενάντια στη μεταγωγή του, από αγροτική φυλακή στη φυλακή υψίστης ασφαλείας του Δομοκού, μακριά από τους συγγενείς του, και με παραβίαση ακόμα και της ίδιας της άτιμης σωφρονιστικής μεταρρύθμισης με αναδρομική ισχύ από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που ψηφίστηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο τον περασμένο Δεκέμβρη από τη συντηρητική πλειοψηφία. Σύμφωνα με όσα προβλέπει αυτός ο νόμος, ο Δημήτρης θα έπρεπε να μεταχθεί στην αθηναϊκή φυλακή του Κορυδαλλού, όπου και πέρασε στα υπόγεια κελιά της όλη τη φυλάκιση του μέχρι τη μεταγωγή του σε αγροτική φυλακή.

Η απεργία πείνας διήρκησε περισσότερο από δυο μήνες πυροδοτώντας μυριάδες πρωτοβουλιών αλληλεγγύης και μαζικών κινητοποιήσεων στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο Δημήτρης έληξε την απεργία πείνας στις 14 του περασμένου Μάρτη, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις εκκλήσεις που τού απευθύνανε πάρα πολλοί αλληλέγγυοι σύντροφοι. Το έκανε με μια δήλωση του, με την οποία κατέληγε: “Αυτό που γίνεται εκεί έξω είναι πολύ πιο σημαντικό από αυτό για το οποίο ξεκίνησε. Μπροστά στη δύναμη αυτών των αγώνων, δηλώνω απ’ τη μεριά μου ότι με την καρδιά και το μυαλό είμαι κι εγώ εκεί, ανάμεσά σας”.

Η κυκλοφορία αυτού του βιβλίου από τις εκδόσεις PGreco έχει την αξία της αφού γνωρίζει στους Ιταλούς συντρόφους την πολιτική σκέψη του Δημήτρη, ενώ δίνει τη δυνατότητα -σε όποιον ενδιαφέρεται- για μια σύγκριση ανάμεσα σε δυο σημαντικές εμπειρίες: εκείνη του επαναστατικού κινήματος στην Ελλάδα με την αντίστοιχη ιταλική των δεκαετιών 1970-80. Από αυτή τη σύγκριση φαίνονται εξαρχής ξεκάθαρες οι πολλές αναλογίες που χαρακτήρισαν αυτές τις δυο εμπειρίες επαναστατικού αγώνα. Άλλωστε, αυτές τις αναλογίες τις συναντάμε συχνά μέσα στην ιστορία της πάλης των τάξεων αυτών των δυο χωρών. Επομένως, περισσότερο από μια πρωτοτυπία αποτελούν μια επιβεβαίωση του γεγονότος ότι οι προβληματικές που καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν τα επαναστατικά κινήματα στη δυτική Ευρώπη είναι πολύ παρόμοιες, ενώ συχνά είναι πανομοιότυπες.

Η συνέντευξη του Τάσου Παππά με τον Δημήτρη Κουφοντίνα αποτελεί μια μαρτυρία, πλούσια σε ενδιαφέροντα στοιχεία, αφού τίθεται ένα ευρύ φάσμα προβληματισμών που παραμένουν επίκαιροι για όποιον προτίθεται ν’ αλλάξει την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων και θέλει ν’ αγωνιστεί ενάντια στο αρπακτικό καπιταλιστικό – ιμπεριαλιστικό σύστημα, για όποιον νιώθει και έχει συνείδηση της αναγκαιότητας για μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση της ζωής και σκοπεύει να ζήσει σε μια κοινωνία που θα κοιτάει με πρόνοια προς τις μελλοντικές γενιές, σε μια κοινωνία απελευθερωμένη από τις αλυσίδες της ατομικής ιδιοκτησίας, του κέρδους και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, για όποιον δεν έπαψε να ονειρεύεται ότι μπορεί να ζήσει σε μια κοινωνία βασισμένη στην κοινωνική δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ελευθερία, με σεβασμό στις άλλες μορφές ζωής και τη φύση.

Για όλους αυτούς του λόγους, πρόκειται για ένα βιβλίο που μας αφορά εκ του σύνεγγυς, ένα βιβλίο το οποίο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε, αφού είναι πλούσιο σε θεωρητικούς στοχασμούς γύρω από μια σημαντική και μακρόχρονη επαναστατική εμπειρία, όπως αυτή της 17 Νοέμβρη, γραμμένο από ένα σημαντικό στρατευμένο επαναστάτη που συμμετείχε σε αυτήν χωρίς ποτέ να μετανοήσει, να διαχωριστεί ή να παραιτηθεί.

Στο σύνολο τους, οι 13 απαντήσεις του Δημήτρη Κουφοντίνα στις ερωτήσεις του Τάσου Παππά συνθέτουν ένα αξιοσημείωτο γραπτό ως προς τα πολιτικά, ηθικά και ιστορικά περιεχόμενα του, τα οποία συνοδεύονται σταθερά από συγκεκριμένες φιλοσοφικές, ποιητικές και λογοτεχνικές αναφορές που πλουτίζουν το κείμενο και αποκαλύπτουν το πολιτισμικό εύρος του Δημήτρη.

Τα ζητήματα που τίθενται σε αυτό το βιβλίο – συνέντευξη σχετίζονται συνολικά με την επαναστατική στράτευση. Κινούνται από το ζήτημα των νόμων του πολέμου και της εφαρμογής τους μέσα από την επαναστατική πρακτική μέχρι τους προβληματισμούς που σχετίζονται με τη ζωή στην παρανομία. Παίρνει θέση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους μέσα σ’ ένα επαναστατικό κίνημα δεν είναι όλοι διατεθειμένοι “να διαβούν το Ρουβίκωνα”, για το πρόβλημα της προδοσίας, του διαχωρισμού και της παραίτησης. Στοχάζεται γύρω από το συνδυασμό των διάφορων μορφών πάλης, του πολιτικού αγώνα με τον ένοπλο αγώνα, γύρω από τη σχέση ανάμεσα στη θεσμική αριστερά και την επαναστατική αριστερά, ανάμεσα στον ρεφορμισμό και την επανάσταση, ανάμεσα στο ρεβιζιονισμό και το μαρξισμό. Τίθενται ζητήματα όπως οι σχέσεις ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική, ανάμεσα στον προγραμματισμό και την εφαρμογή των σχεδίων, ανάμεσα στα μέσα και τους σκοπούς του αγώνα. Στοχάζεται γύρω από τη σημασία που έχουν τα μαθήματα που παραδίδονται από τις ιστορικές επαναστατικές εμπειρίες προς τις νεότερες γενιές, γύρω από τη σχέση ανάμεσα στη συνέχεια και την ασυνέχεια των επαναστατικών διαδικασιών και των κύκλων αγώνα, γύρω από τους λόγους για τους οποίους οι έννοιες της Δημοκρατίας και του Καπιταλισμού είναι ασύμβατες, γύρω από την ταυτότητα και τις σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα στη φυλακή, ανάμεσα στους πολιτικούς και τους κοινούς κρατούμενους.

Όλα αυτά αντιμετωπίζονται και αναλύονται από τον Δημήτρη με ειλικρίνεια και γνώση του ζητήματος, χωρίς υποκρισίες και αποσιωπήσεις. Στα διάφορα θέματα που τού τίθενται, ο Δημήτρης εκθέτει το δικό του πολιτικό σκεπτικό, μέσα από μια εκπληκτική διήγηση που φανερώνει τη βαθιά ανθρώπινη ευαισθησία και την πολιτική συνέπεια που τον συνοδεύουν σε όλη την πορεία της ύπαρξης του, τόσο ως “ελεύθερο” άνθρωπο όσο και ως πολιτικό κρατούμενο. Όχι τυχαία, όταν ο Τάσος τον ρωτάει πως συνέβη και “την εποχή εκείνη πάρα πολλοί πίστευαν τα ίδια πράγματα, συνεγείρονταν από τις ίδιες ιδέες, μισούσαν τα ίδια σύμβολα, είχαν τις ίδιες προσδοκίες”, έπειτα όμως δεν έκαναν τις ίδιες επιλογές και μονάχα λίγοι διάβηκαν το Ρουβίκωνα, ο Δημήτρης απαντάει: Την κρίσιμη στιγμή ο καθένας επιλέγει την όχθη του ποταμού όπου θα σταθεί, την όχθη της ιστορίας όπου θα σταθεί. Και αυτό δεν αφορά μόνο την επιλογή της ένοπλης πάλης, αφορά την επιλογή της πολιτικής δέσμευσης που έχει πάντα προσωπικό κόστος”.

Ένα άλλο παράδειγμα το έχουμε όταν ο συνεντευξιαστής, αναφερόμενος στο συμβάν της πρόωρης έκρηξης της βόμβας στα χέρια του Σάββα Ξηρού που στη συνέχεια οδήγησε στην εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη, μέσω των πληροφοριών που τού αποσπάστηκαν έπειτα από βασανιστήρια, ρωτάει τον Δημήτρη “γιατί εκείνη την κρίσιμη στιγμή στον Πειραιά δεν λειτούργησες όπως ορίζει η επαναστατική πρακτική. Γιατί, δηλαδή, όταν διαπίστωσες ότι ο Σάββας δεν μπορεί να μετακινηθεί, δεν τον εξουδετέρωσες για να μην πέσει στα χέρια της αστυνομίας;”. Η απάντηση του Δημήτρη σε αυτήν την ερώτηση, πάλι τα ίδια θα ‘κανα”, αποδεικνύει ταυτόχρονα τόσο τη συνέπεια του μαχόμενου επαναστάτη, που δεν αφήνεται να επηρεαστεί από το “εκ των υστέρων” όταν καλείται να λογαριαστεί με την ιστορία του και τις δράσεις του, όσο και την ευαισθησία και την ανθρωπιά των επαναστατικών ιδανικών που τόν ώθησαν ώστε να βάλει πιο μπροστά τις κοινωνικές, ηθικές και ανθρώπινες αξίες από την προσωπική ασφάλεια του καθώς και από εκείνη της ίδιας της οργάνωσης του, η οποία -εκτός των άλλων- προέβλεπε και συμφωνούσε ότι σε περιστατικά αυτού του είδους θα έπρεπε να κινηθεί με αυτόν τον τρόπο. Σε τελική ανάλυση, ο Δημήτρης και οι άλλοι στρατευμένοι επαναστάτες της 17 Νοέμβρη είχαν ήδη θέσει ως ενδεχόμενο την απώλεια της ίδιας της ζωής τους από όταν επέλεξαν να αγωνιστούν με τα όπλα ενάντια στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Είχαν απόλυτη συνείδηση αυτού του γεγονότος. Προς επιβεβαίωση, λίγο πιο κάτω ο Δημήτρης διευκρινίζει:Φυσικά παίρνουμε μέρος στον κοινωνικό πόλεμο και, όπως σε κάθε πόλεμο, υπάρχουν κανόνες, νόμοι και αναγκαιότητες που δεν μπορείς να αγνοήσεις δίχως συνέπειες. Όμως δεν ήμαστε απλά μαχητές, αλλά επαναστάτες μαχητές, και ο σκοπός της ανθρώπινης κοινωνίας που ονειρευόμαστε πρέπει, όσο το πιο πολύ, να προεικονίζεται στην τωρινή δράση”. Οι επαναστάτες δεν είναι άνθρωποι – μηχανές και “η αφοσίωση στην επανάσταση δεν συνεπάγεται την άρνηση των ανθρωπίνων σχέσεων. Όποιος αγωνίζεται καθοδηγείται από βαθιά αισθήματα ανθρωπιάς, “αν και τελικά αυτές οι ρίζες είναι πραγματικά το αδύνατο σημείο του αγωνιστή, ο βασανιστής το ξέρει και εκεί ακριβώς, είναι που μπήγει το μαχαίρι”.

Προσωπικά, κατά τη διάρκεια της εμπειρίας μου ως στρατευμένος επαναστάτης των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων (ΝΑΡ) και των Κόκκινων Ταξιαρχιών (BR), βρέθηκα να βιώνω πάνω από μια φορά καταστάσεις αυτού του είδους. Αρκεί από μόνο του, το συμβάν στην πλατεία Αλμπέρτι στη Φλωρεντία, όταν κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών με τους Καραμπινιέρους, μετά από μια προλεταριακή απαλλοτρίωση μιας Τράπεζας για τη χρηματοδότηση των NAP, ο Λούκα Μαντίνι και ο Σέρτζιο Ρομέο έχασαν τη ζωή τους, στην προσπάθεια τους να μαζέψουν και να διασώσουν ένα τραυματισμένο σύντροφο.

Στην επαναστατική πρακτική μπορεί να προκύψει να πρέπει να αποφασίσεις μέσα σε λίγες στιγμές αν θα τηρήσεις τους κανόνες και τους νόμους του πολέμου, ή αν θα βάλεις μπροστά τις ηθικές, κοινωνικές και ανθρώπινες αξίες, για τις οποίες και μάχεσαι. Για έναν στρατευμένο επαναστάτη δεν πρόκειται ποτέ για μια εύκολη επιλογή. Πρόκειται για μια επιλογή, η οποία -σε κάθε περίπτωση- δεν μπορεί ποτέ να κριθεί ξέχωρα από το συγκεκριμένο ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο της. Πράγματι, δεν είναι το ίδιο να μάχεσαι σε μια χώρα που τελεί υπό στρατιωτική δικτατορία, όπου το καθεστώς περηφανεύεται χωρίς μισόλογα για τα βασανιστήρια των επαναστατών, τα οποία συστηματικά ολοκληρώνονται με το θάνατο του κρατούμενου, με το να μάχεσαι σε μια “δημοκρατική” χώρα, η οποία περιορίζεται στα βασανιστήρια των πολιτικών κρατουμένων μέσω τεχνικών λιγότερο στυγνών, πιο εκλεπτυσμένων, έτσι ώστε να μην αφήνουν σημάδια και να αποφεύγεται η πρόκληση θανάτου του κρατούμενου. Στην πρώτη περίπτωση, σε αντίθεση με τη δεύτερη, δεν έχει κανένα νόημα να αφήσεις ζωντανό στα χέρια του εχθρού έναν βαριά τραυματισμένο σύντροφο, αφού δεν έτσι δεν θα τού σώσεις ούτε καν τη ζωή.

Ο Δημήτρης από αυτό το συμβάν ανακαλεί το μάθημα σύμφωνα με το οποίο “οι βόμβες μπορούσαν να γίνουν αμερόληπτες: Να χτυπήσουν και τον ίδιο τον κατασκευαστή τους”. Αυτή είναι μια πικρή αλήθεια με την οποία αναμετρήθηκαν και άλλες μαχόμενες επαναστατικές οργανώσεις. Μια αλήθεια που προκάλεσε το θάνατο πάρα πολλών επαναστατών. Για όλους αυτούς, αρκεί να θυμηθούμε τους συντρόφους Γιώργο Τσικουρή, Έλενα Αντζελόνι, Τζιαντζάκομο Φελτρινέλλι, Βιταλιάνο Πρίντσιπε και Τζιοβάννι Τάρας.

Μέσα από αυτό το βιβλίο, ο Δημήτρης μας παραδίδει αυτή που ο ίδιος περιγράφει ως την παρακαταθήκη της Επαναστατικής Οργάνωσης 17 Νοέμβρη. Μια παρακαταθήκη που απευθύνεται κυρίως στις νέες γενιές, ώστε η δική του επαναστατική εμπειρία να μη θεωρείται μια χαμένη υπόθεση, μια ήττα χωρίς αντίκρισμα. Τουναντίον, την θεωρεί ως ένα σημαντικό σταθμό μέσα στην ιστορία της επαναστατικής διαδικασίας. Γι’ αυτό άλλωστε, στοιχηματίζοντας γύρω από τους μακρούς χρόνους της ιστορίας, την διεκδικεί με υπερηφάνεια και σε πρώτο πρόσωπο, αναλαμβάνοντας ολόκληρη την πολιτική ευθύνη, από την αρχή ως το τέλος. Και αυτό συνεχίζει να κάνει μέχρι και σήμερα, έπειτα από σχεδόν 19 χρόνια φυλάκισης, με πίστη και συνέπεια, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί.

Είναι και αυτός ο λόγος που συμβάλει ώστε η 17 Νοέμβρη να συνεχίζει να ζει μέχρι και σήμερα μέσα στην ταξική μνήμη και να αιωρείται στην ατμόσφαιρα ως ένας εφιάλτης για το καθεστώς. Ένας εφιάλτης που αιωρείται πάνω από όλη την Ευρώπη και τον περασμένο Μάρτη, σε αλληλεγγύη με τον αγώνα του Δημήτρη Κουφοντίνα, τρεις πορείες δέκα χιλιάδων ανθρώπων, για τρεις συνεχόμενες ημέρες διέσχισαν το κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας, έχοντας στην κεφαλή τους ένα πανό με το σύνθημα “ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ 17 ΝΟΕΜΒΡΗ!”.

Ιούνης 2021

Σημειώσεις του Μεταφραστή

[1] Ο Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας (ΕΛΑ) σχηματίζεται το 1975, στη φουσκοθαλασσιά της Μεταπολίτευσης, δηλαδή στη μετάβαση από τη στρατιωτική δικτατορία στο κοινοβουλευτικό καθεστώς της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Με την επιθετική αντικαπιταλιστική – αντιιμπεριαλιστική δράση του αποτέλεσε -πιθανότατα- την πλέον πολυάριθμη και “κινηματική” συνιστώσα του χώρου της ένοπλης πάλης, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ριζοσπαστικοποίησης των εργατικών, κοινωνικών και φοιτητικών αγώνων. Έχει θεωρηθεί η μητρική οργάνωση πολλών μικρότερων ένοπλων οργανώσεων που έδρασαν στην Ελλάδα, κυρίως στην Αθήνα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και καθ’ όλη τη διάρκεια εκείνης του ‘80. Ο ΕΛΑ θα τερματίσει τη δράση του το Γενάρη του 1995, με μια προκήρυξη στην οποία ανακοινώνει τον τερματισμό της διαδρομής του. Μέσα στο αντιτρομοκρατικό κλίμα ασφάλειας που δημιούργηθηκε στην Ελλάδα πριν την Ολυμπιάδα του 2004, και μετά τις συλλήψεις και το τέλος της 17 Νοέμβρη, για την δράση του ΕΛΑ θα πραγματοποιηθούν πέντε συλλήψεις και στην δίκη σε πρώτο βαθμό, η οποία ολοκληρώθηκε στις 11/11/2004, θα επιβληθούν τέσσερις καταδίκες σε είκοσι πέντε χρόνια κάθειρξης. Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Χρήστος Τσιγαρίδας, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 80 χρόνων στις 10/6/2019, ανέλαβε την πολιτική ευθύνη της ένταξης και της συμμετοχής του στις δραστηριότητες της οργάνωσης. Στη δίκη σε δεύτερο βαθμό, η οποία ολοκληρώθηκε την 1/6/2005, το Εφετείο της Αθήνας αθώωσε (κατά πλειοψηφία) όλους τους κατηγορούμενους.

[2] Ο Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ) ιδρύθηκε στις 16/2/1942 και αποτέλεσε τον ένοπλο βραχίονα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), της συμμαχίας που είχε ιδρυθεί στις 27/9/1941 στην Αθήνα υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ), μέσα στον αγώνα ενάντια στην τριπλή (γερμανική, ιταλική, βουλγαρική) ναζιστική – φασιστική κατοχή, την κυβέρνηση των ανδρείκελων της και τους συνεργάτες τους. Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) ιδρύθηκε από το ΚΚΕ το 1946 και θα πολεμήσει ενάντια στη νέα (ευρωατλαντική) κατοχή μέχρι το καλοκαίρι του 1949, όταν πολλές χιλιάδες μαχητών και μαχητριών του θα περάσουν, μέσω Αλβανίας, στις χώρες του νεοσυσταθέντος σοβιετικού μπλοκ, από όπου πολλοί και πολλές δεν θα επιστρέψουν ποτέ, ενώ πολλοί και πολλές θα επαναπατριστούν έπειτα από περισσότερα από τριάντα χρόνια.

[3] Το επικό έργο για τον Βασίλειο Διγενή Ακρίτα θεωρείται το παλιότερο κείμενο της νεοελληνικής λογοτεχνίας (γράφτηκε ανάμεσα στον 9ο και το 10ο αιώνα μ.Χ). Το Έπος αναφέρεται σ’ έναν από τους ακρίτες, τους φρουρούς που φυλούσαν τα βυζαντινά σύνορα, ο οποίος πήρε το όνομα Διγενής (δηλαδή από δύο γένη) επειδή η μητέρα του ήταν η κόρη ενός βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του ήταν ένας εμίρης από τη Συρία.

[4] Ο Χρήστος Κασσίμης, στρατευμένος της μαχόμενης οργάνωσης 20η Οκτώβρη στους καιρούς της στρατιωτικής δικτατορίας και ένας από τους ιδρυτές, το 1975, του ΕΛΑ και του περιοδικού Αντιπληροφόρηση, θα δολοφονηθεί από τους αστυνομικούς με πολιτικά Πλέσσα και Στεργίου στις 19/10/1977, κατά τη διάρκεια μιας ενέργειας της οργάνωσης ενάντια στις εγκαταστάσεις της γερμανικής εταιρίας AEG στην αθηναϊκή συνοικία του Ρέντη. Την προηγούμενη νύχτα, το Κράτος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας είχε δολοφονήσει στην ειδική φυλακή του Σταμχάιμ τους Αντρέας Μπάαντερ, Γκούντρουν Έλσιν και Γιαν Καρλ Ράσπε, μέλη της Φράξιας Κόκκινος Στρατός –Rote Armee Fraktion (RAF).

[5] Η Φιλική Εταιρεία ήταν μια από τις μυστικές εταιρείες που σχηματίστηκαν την εποχή των επαναστάσεων του 19ου αιώνα ανάμεσα στις διάφορες εθνότητες των Βαλκανίων, κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου της οθωμανικής κατοχής. Ιδρύθηκε στη Μαύρη Θάλασσα, στην Οδησσό στις 14/9/1814 από τους Ν.Σκουφά, Α.Τσακάλωφ και Ε.Ξάνθο. Ιστορικά, η Φιλική Εταιρεία θεωρείται ως η ξεκάθαρη έκφραση της ιδεολογίας της εθνικής απελευθέρωσης και διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην προετοιμασία της εξέγερσης του 1821 καθώς στη δυναμική που αναπτύχθηκε μέσα στην επανάσταση της ελληνικής ανεξαρτησίας.

[6] Το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ) ιδρύθηκε στις 3/9/1974, μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, βασικά ως διάδοχο κόμμα της αντιδικτατορικής μαχόμενης οργάνωσης Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (ΠΑΚ) από τον Ανδρέα Παπανδρέου, οικονομολόγο και καθηγητή πανεπιστημίου στις ΗΠΑ, πρώην βουλευτή (στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960) και “ηγέτη της αριστερής τάσης” του κόμματος της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ), του πατέρα του Γεωργίου Παπανδρέου. Πρόκειται για τον παλιό πολιτικό που είχε αναλάβει την πρωθυπουργία στην πρώτη κυβέρνηση “εθνικής ενότητας”, η οποία επιβλήθηκε μετά την εθνική απελευθέρωση από τον ναζισμό – φασισμό, κατά τη διάρκεια του περάσματος στον εμφύλιο πόλεμο, μέσω της οποίας οι ευρωατλαντικές δυνάμεις και οι Έλληνες αντικομμουνιστές συνεργάτες τους επέβαλαν, στην ελληνική χερσόνησο και τα νησιά της, “την τάξη της Γιάλτας”. Στη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη του 1974 το ΠΑΣΟΚ υπογράμμιζε τους σκοπούς του μέσα από τρεις βασικούς στόχους: “Εθνική Ανεξαρτησία. Λαϊκή Κυριαρχία. Κοινωνική Απελευθέρωση”. Μετά τη νίκη του στις εκλογές του Οκτώβρη του 1981 θα κυβερνήσει καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας, ενώ τη διετία 1989-90 θα συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, μετά την εκλογική νίκη του κόμματος της δεξιάς “Νέα Δημοκρατία” (ΝΔ), θα βρεθεί στην αντιπολίτευση και στη συνέχεια θα αναδειχτεί και πάλι σε κυβέρνηση. Μετά το θάνατο του αδιαμφισβήτητου ηγέτη του το 1996, νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θα εκλεγεί -έπειτα από ένα επεισοδιακό κομματικό συνέδριο- ο Κώστας Σημίτης. Υπό την ηγεσία αυτού τουκυνικού υπαλλήλου του κεφαλαίου που παρίστανε τον πρωθυπουργό(πρώην πολιτικού εξόριστου και καταδικασμένου -στους καιρούς της στρατιωτικής δικτατορίας- για δυναμιτιστικές ενέργειες), στον οποίο αναφέρεται ο συγγραφέας, θα είναι το κυβερνητικό κόμμα που θα υπογράψει την είσοδο της Ελλάδας στην Οικονομική Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και το πέρασμα από τη δραχμή στο ευρώ, πριν να χάσει (από τη ΝΔ) τις εκλογές του 2004. Το ΠΑΣΟΚ θα επιστρέψει στην κυβέρνηση το 2009 και ο νέος πρόεδρός του, γιος του ιδρυτή του, Γιώργος Παπανδρέου θα είναι ο πρωθυπουργός εκείνος που την άνοιξη του 2010 θα υπογράψει το πρώτο μνημόνιο “οικονομικής διάσωσης” με την ΕΕ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), πριν να αντικατασταθεί από “συμμαχική τεχνοκρατική κυβέρνηση” με πρωθυπουργό τον “άνθρωπο των αγορών” και πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Λουκά Παπαδήμο. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του “αίματος και των δακρύων”, το ΠΑΣΟΚ έχασε μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του που μετακινήθηκαν κυρίως στο Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ). Αφού άλλαξε το όνομά του σε Κίνημα Αλλαγής (ΚΙΝΑΛ), συνεχίζει να εκλέγεται ως μικρότερο κόμμα. Στις εκλογές του Ιούλη του 2019, απέσπασε 8,1% και εξέλεξε 22 από τους 300 βουλευτές του κοινοβουλίου.

[7] Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770-1843): ένας από τους αδιαμφισβήτητους στρατιωτικούς ηγέτες της ελληνικής επανάστασης του 1921, γνωστός ως ο Γέρος του Μορία.

[8] Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ): κόμμα που ιδρύθηκε το 1951, δυο χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, μετά από πρωτοβουλία του ΚΚΕ -που είχε τεθεί εκτός νόμου το 1947- και σε συνεργασία με διάφορα μικρότερα κόμματα της “κεντροαριστεράς”, έχοντας ως βασικά προτάγματα και στόχους: “Δημοκρατία. Ειρήνη. Αμνηστία”. Στις εκλογές του 1958 θα αποσπάσει το 24,4% και θα αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση, όντας το δεύτερο κοινοβουλευτικό κόμμα. Οι διώξεις, οι εξορίες, οι συλλήψεις και οι βιαιοπραγίες ενάντια στα χιλιάδες μέλη και τους συμπαθούντες του, μέσα σε ένα κλίμα τρόμου από πλευράς της αστυνομίας και των παρακρατικών ομάδων του “Κράτους της δεξιάς” θα χαρακτηρίσουν όλη την περίοδο εκείνων των χρόνων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-74). Η δολοφονία του βουλευτή της Γρηγόρη Λαμπράκη στις 22/5/1963 στη Θεσσαλονίκη, από μια παρακρατική ακροδεξιά συμμορία υπό την κάλυψη της αστυνομίας, εξιστορείται στην ταινία του Κώστα Γαβρά “Ζ. Το όργιο της εξουσίας”.

[9] Στις 26/9/1989 στο κέντρο της Αθήνας η 17 Νοέμβρη πυροβολεί θανάσιμα τον Παύλο Μπακογιάννη, κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του κόμματος της δεξιάς ΝΔ και γαμπρό του αρχηγού της Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος μετά τις εκλογές του Απρίλη του 1990 θα εκλεγεί πρωθυπουργός. Η σύζυγος του Μπακογιάννη, Ντόρα, αδελφή του σημερινού αρχηγού της ΝΔ και πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, θα εκλεγεί στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν βουλευτίνα και δήμαρχος της Αθήνας, φτάνοντας ν’ αναλάβει το υπουργείο Εξωτερικών. Ο γιος της Κώστας Μπακογιάννης είναι ο σημερινός δήμαρχος της Αθήνας. Σε μια από τις προκηρύξεις της, η 17Ν ανέφερε -μεταξύ άλλων- ότι ο Μπακογιάννης ήταν ένας από αυτούς που βοήθησαν τον Κοσκωτά στις πρώτες επιχειρηματικές διαπλοκές του: Αποφασίσαμε λοιπόν να εκτελέσουμε τον απατεώνα και ληστή των χρημάτων του λαού Μπακογιάννη. Ο κύριος αυτός είναι υπεύθυνος όχι μόνο γιατί έκλεψε τα πρώτα 60 εκατομμύρια του ιδρυτικού κεφαλαίου της Γραμμής. Αλλά και για τις εκατοντάδες εκατομμύρια που είτε έκλεψε μαζί με τον συνεργάτη του Κοσκωτά για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Γραμμής αλλά και για την αγορά μέσω της Γραμμής της Τράπεζας Κρήτης, είτε εισέπραξε σαν αντίτιμο απ’ τα κλεμμένα του Κοσκωτά, για την ανεκτίμητη συνεργασία του κι εκδούλευση, χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσε να μεταμορφωθεί ούτε σε εκδότη ούτε σε τραπεζίτη. Ο Μπακογιάννης υπήρξε ο κύριος και βασικός συνεργάτης του Κοσκωτά και άρα συνένοχος του στην πρώτη φάση της σταδιοδρομίας του που υπήρξε καθοριστική για τη μετέπειτα αναρίχησή του στις κορυφές του εκδοτικού και τραπεζικού κατεστημένου”.

Απόσπασμα από Ilio. Οι Απλοί Λαϊκοί Αγωνιστές. Ιστορία της Επαναστατικής Οργάνωσης 17 Νοέμβρη στη μεταδικτατορική Ελλάδα (19752002)”. Εκδόσεις Senza Censura. Μπολόνια, 2009.

[10] Χαΐνηδες: ομάδες ατάκτων χριστιανών ορθόδοξων ανταρτών που δημιουργήθηκαν και έδρασαν στην Κρήτη, κατά τη διάρκεια της περιόδου της οθωμανικής κατοχής του νησιού.

[11] Στις 8/5/1989, η 17Ν χτυπάει με εκρηκτικό μηχανισμό, στο πολυτελές αθηναϊκό προάστιο της Φιλοθέης, τη θωρακισμένη λιμουζίνα του Γιώργου Πέτσου, ο οποίος και θα τραυματιστεί ελαφρά. Ο Πέτσος ήταν βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και πρώην υπουργός στις διάφορες κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Στην προκήρυξη με την οποία η 17Ν αναλάμβανε την ευθύνη της ενέργειας, κατηγορούσε τον Πέτσο πως είχε λάβει μίζες σχετικές με το εμπόριο όπλων όσο ήταν υπουργός Άμυνας καθώς και για την εμπλοκή του στο σκάνδαλο της Τράπεζας Κρήτης.

[12] “Ανήκομεν εις τη Δύσιν”: φράση που έμεινε διάσημη στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία, ειπωμένη μέσα στη βουλή από τον αρχηγό της ΝΔ, πρωθυπουργό της πρώτης κυβέρνησης της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας και πατριάρχη της πολιτικής δυναστείας των Καραμανλήδων, Κωνσταντίνο, στις 12/6/1976, κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής συζήτησης για την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), σε αντιπαράθεση με τη φράση που είχε ειπωθεί από τον ηγέτη του ΠΑΣΟΚ στην αξιωματική αντιπολίτευση και μετέπειτα πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, σύμφωνα με την οποία “η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες”.

[13] Η δήλωση μετάνοιας και αποκήρυξης του κομμουνισμού ήταν ένα κατασταλτικό μέτρο του ελληνικού Κράτους που θεσμοθετήθηκε από τη στρατιωτική δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, η οποία επιβλήθηκε μετά το μοναρχοφασιστικό πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου 1936, και έμεινε -ουσιαστικά- σε ισχύ μέχρι και την πτώση τον Ιούλη του 1974 της δικτατορίας των συνταγματαρχών, που είχε επιβληθεί στις 21/4/1967. Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, κυρίως στα χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο και καθόλη τη δεκαετία του 1950, χιλιάδες κομμουνιστές και κομμουνίστριες, μέλη ή και θεωρούμενα μέλη του παράνομου ΚΚΕ, υπέστησαν βασανιστήρια, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, εκτελέστηκαν γιατίδεν υπέγραψαν τη δήλωση της ντροπής”.

[14] Το καλοκαίρι του 2003, κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης δίκης της 17Ν, ο Δημήτρης Κουφοντίνας είχε επιλέξει να ολοκληρώσει τη δήλωση του στο ειδικό δικαστήριο, το οποίο συστάθηκε εν μέσω “αντιτρομοκρατικού” κλίματος (μέσα σε μια επί τούτου κατασκευασμένη αίθουσα στις αθηναϊκές φυλακές του Κορυδαλλού), μέσα στα χειροκροτήματα και τα συνθήματα δεκάδων αλληλέγγυων (και με τα δάκρυα στα μάτια…), με τους ακόλουθους στίχους ενός από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, του Κωστή Παλαμά, ποιητή και δημοσιογράφου που γεννήθηκε στις 13/1/1859 στην Πάτρα και πέθανε στις 27/2/1943 στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και της ναζιστικής – φασιστικής κατοχής από τα γερμανικά και τα ιταλικά στρατεύματα.

Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι’ όπως το δεις να μη το παρατήσεις.

Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτηνε τη γη του…

Κι αν είναι κ’ έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί ωργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα,
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό!.. Φωτιά !
Τσεκούρι !Τράβα !,
ξεσπέρμεψέ το , χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα,
π’όλο την περιμένουμε, κι όλο κινάει για νάρθη…

[15] Ο Γιώργος Σιάντος ήταν ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ και ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ που στις 12/2/1945 υπέγραψε στη Βάρκιζα τη συμφωνία για τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, ένα μήνα μετά το τέλος της Μάχης του κόκκινου Δεκέμβρη το 1944, με την οποία “η τάξη της Γιάλτας” επιβλήθηκε στους δρόμους της Αθήνας με τα όπλα του “συμμαχικού” βρετανικού ιμπεριαλισμού και των συνεργατών τους, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής ορκίζονταν πίστη στην Ευρώπη της ναζιστικής Γερμανίας.

[16] Γεώργιος Καραϊσκάκης (1782-1827): πρώην ληστής και ένας από τους αδιαμφισβήτητους στρατιωτικούς ηγέτες της ελληνικής επανάστασης του 1821. Γνωστός ως ο “γιος της καλογριάς”, θα πέσει μαχόμενος σε ηλικία 45 χρόνων, στα περίχωρα της Αθήνας, κατά τη διάρκεια της Μάχης του Φαλήρου.

[17] Άρης Βελουχιώτης, αγωνιστικό ψευδώνυμο του Θανάση Κλάρα (1905-1945): μέλος του ΚΚΕ, ιδρυτής και διοικητής του ΕΛΑΣ, του ένοπλου βραχίονα του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της ναζιστικής – φασιστικής κατοχής. Υπό τη δική του χαρισματική καθοδήγηση θα δημιουργηθεί ένας από τους μεγαλύτερους παρτιζάνικους στρατούς της Ευρώπης, ο οποίος θ’ απελευθερώσει -ήδη πριν το επίσημο τέλος του πολέμου- μεγάλο τμήμα της χώρας (κυρίως τα ορεινά της Κεντρικής Ελλάδας) από τα στρατεύματα κατοχής. Θ’ αυτοκτονήσει στις 15/6/1945, μετά τη διαγραφή και καταγγελία του από το Κόμμα του, αφού πρώτα θα διαφωνήσει και δεν θα ευθυγραμμιστεί, λίγους μήνες μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Το κεφάλι του θα κρεμαστεί από τα εχθρικά τάγματα στην κεντρική πλατεία της πόλης των Τρικάλων. “Αγαπήθηκε όσο λίγοι από το λαό, από τον οποίο και αυτός ο ίδιος προερχόταν και για τον οποίο έζησε, αγωνίστηκε και πέθανε”. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών θα μετατραπεί σε σύμβολο για γενιές και γενιές του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Ένα πορτραίτο του -μαζί μ’ ένα του Μαρξ κι ένα του Τσε Γκεβάρα- περιέχονταν στη φωτογραφία που δημοσιοποιήθηκε στα ΜΜΕ από τη 17Ν, συνοδευόμενα από το “απαλλοτριωμένο πολεμικό υλικό” από την οργάνωση τα Χριστούγεννα του 1989, από ένα στρατόπεδο του ελληνικού στρατού στο Συκούριο της Λάρισας.

[18] Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας [1910-1990]: βουλευτής και υπουργός στην μεταπολεμική περίοδο, αρχηγός της δεξιάς αξιωματικής αντιπολίτευσης στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980. Κληρονόμος μιας από τις ισχυρότερες και πλουσιότερες οικογένειες της Ηπείρου, εκείνης του βαρώνου και “μεγάλου ευεργέτη του εθνικού Κράτους” Μιχαήλ Τοσίτσα. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ θεωρείται ένας από τους βασικούς ιστορικούς και ιδεολόγους “της ιδέας του εθνικού Κράτους που θέτει τον αντικομμουνισμό του και τον ευρωατλαντισμό του ως τους βασικούς αρμούς της ίδιας του της ύπαρξης”. Το καλοκαίρι του 1974 (μετά την εισβολή και την κατοχή ενός κομματιού της Κύπρου από πλευράς του τουρκικού στρατού, μέσω των πολεμικών επιχειρήσεων “Αττίλας 1 και 2”, με το πράσινο φως του “κοινού μεγάλου Αμερικάνου σύμμαχου”, έπειτα από την απόπειρα πραξικοπήματος made in NATO από τους συνταγματάρχες στην Αθήνα εναντίον της Κύπρου, ενάντια στον Μακάριο, πολιτικό – θρησκευτικό Ελληνοκύπριο ηγέτη και εκλεγμένο πρόεδρο της νεογέννητης ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας), ο Ευάγγελος Αβέρωφ θα είναι ο πολιτικός που θ’ αναλάβει το ρόλο κλειδί στις διαπραγματεύσεις και τις εσωτερικές διεργασίες ανάμεσα στα διάφορα κέντρα εξουσίας (δηλαδή, ανάμεσα στο διασπασμένο στρατιωτικό καθεστώς που βρισκόταν σε βαθιά κρίση, την πρεσβεία των ΗΠΑ και το σύνολο της “ευρωατλαντικής συμμαχίας” του ΝΑΤΟ, τις ισχυρές οικογένειες της ελληνικής μπουρζουαζίας και το παλιό “κοινοβουλευτικό πολιτικό προσωπικό” της), οι οποίες τελικά, και παρά το φόβητρο της επιστροφής των τεθωρακισμένων, ανέκαθεν έτοιμων να ξαναβγούν από τους στρατώνες, θα καταλήξουν στη “λύση της άφιξης από το Παρίσι του εξόριστου “εθνάρχη” Κωνσταντίνου Καραμανλή”. Ο Αβέρωφ θα είναι ο πρώτος υπουργός Εξωτερικών στην πρώτη πολιτική κυβέρνηση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Δεν θ’ αναγνωρίσει ποτέ τον εμφύλιο πόλεμο (1944-49) ως τέτοιο, αλλά ως “μια νίκη του ηρωικού εθνικού Στρατού μας και των πολύτιμων συμμάχων και προστατών μας ενάντια στον ιθαγενή και διεθνή κομμουνιστικό συμμοριτισμό”. Μετά από ένα “ανεξιχνίαστο αυτοκινητιστικό δυστύχημα” στην Αθήνα στις 5/1/1976 που προκάλεσε το θάνατο του Αλέξανδρου Παναγούλη (πρώην πολιτικού κρατούμενου που αντιστάθηκε ηρωικά στα βασανιστήρια της στρατιωτικής αστυνομίας αφού πρώτα, στις 13/8/1968 είχε αποπειραθεί την τυραννοκτονία του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου), η τότε συντρόφισσα του Οριάννα Φαλάτσι είχε καταγγείλει τον Αβέρωφ ως τον εντολοδόχο της δολοφονίας του, στα πλαίσια μιας ευρύτερης επιχείρησης που σκόπευε στην αθώωση και τη συγκάλυψη των πολυάριθμων κρατικών και παρακρατικών συνεργατών των συνταγματαρχών, οι οποίοι συνέχισαν να υπηρετούν σε διάφορους τομείς (αστυνομία, στρατός, δικαστικό σώμα, πανεπιστήμια κ.λ.π) του Κράτους της νεοσύστατης κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Στις μέρες μας, στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος της ΝΔ, ο Αβέρωφ θεωρείται ως ο ιστορικός ηγέτης της ακροδεξιάς πτέρυγας του, ενώ ως αδιαμφισβήτητος διάδοχος του έχει αυτοανακηρυχθεί ο Αντώνης Σαμαράς, πρώην πρωθυπουργός (2012-15) σε μια από τις κυβερνήσεις συνεργασίας που ψήφισαν και εφάρμοσαν τα αντικοινωνικά και αντεργατικά μνημόνια, καθώς και τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα κοινωνικού σφαγιασμού που ονομάστηκαν “προγράμματα διάσωσης και αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας”, που επιβλήθηκαν με την καταστολή και τη λιτότητα, κατ’ εντολή του Βερολίνου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και του ΔΝΤ.

[19] Λούμπεν μεγαλοαστική τάξη”, γνωστή στην Ελλάδα ως ΛΜΑΤ: Νεολογισμός που εισήγαγε η 17Ν στις προκηρύξεις και τις διακηρύξεις της, από το 1986 κι έπειτα, για να περιγράψει την κυρίαρχη ελληνική τάξη, εκείνες τις οικογένειες εφοπλιστών, τραπεζιτών, βιομηχάνων, επιχειρηματιών, εκδοτών και εργολάβων διαφόρων ειδών, οι οποίες ήδη από τη σύσταση τους έδεσαν τις τύχες τους με τα συμφέροντα των μεγάλων δυτικών δυνάμεων (αρχικά με τη Μεγάλη Βρετανία κι έπειτα με τις ΗΠΑ και τη γερμανική ΕΕ), χρησιμοποιώντας -μέσω του πολιτικού προσωπικού τους- το Κράτος ως βαρέλι δίχως πάτο και πηγή για τον πλουτισμό τους και την μακροημέρευση της οικονομικής και πολιτικής ηγεμονίας τους στη σύγχρονη Ελλάδα. Δεν πρέπει να θεωρείται τυχαίο το γεγονός ότι το 1986 είναι η χρονιά που η δεύτερη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου θα αποπειραθεί (εν μέρει ανεπιτυχώς) να ξεκινήσει ένα μακρύ κύκλο προγραμμάτων λιτότητας, “για την αναδιάρθρωση”, υπό την αιγίδα της τότε ΕΟΚ και με τις “συμβουλές” του ΔΝΤ. Είναι όμως και η χρονιά (όπως έχει ήδη αναφέρει ο συγγραφέας) κατά τη διάρκεια της οποίας η 17Ν αρχίζει να περιγράφει στις αναλύσεις της τον επικείμενο κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας που οδήγησε -από το 2010 ως και σήμερα- στα μνημόνια και τα “μεσοπρόθεσμα προγράμματα” που επιβλήθηκαν από τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό και τον ελληνικό καπιταλισμό για τη “διάσωση της ελληνικής οικονομίας”.

[20] Δημήτρης Γληνός (1882-1943): δάσκαλος και συγγραφέας, ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές στη μάχη για τη “γλωσσική μεταρρύθμιση”. Το 1936 θα εκλεγεί βουλευτής του Λαϊκού Μετώπου, συνεργαζόμενος με το ΚΚΕ. Η μοναρχοφασιστική δικτατορία, που επιβλήθηκε στις 4 Αυγούστου του ίδιου χρόνου από τον Μεταξά, θα τον στείλει εξορία στο νησάκι της Ανάφης. Με την επιβολή της ναζιστικής – φασιστικής κατοχής της χώρας, ο Γληνός θα παραδοθεί από το δοσιλογικό Κράτος στις ιταλικές αρχές, οι οποίες θα τον απελευθερώσουν εξαιτίας της πολύ άσχημης κατάστασης της υγείας του. Θα είναι ένας από τους ιδεολογικούς ιδρυτές του ΕΑΜ και συγγραφέας της διακήρυξης “Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ”. Θα πεθάνει τα Χριστούγεννα του 1943, αφού πρώτα είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και ετοιμαζόταν για να μεταβεί από την κατεχόμενη από το ναζισμό – φασισμό Αθήνα στην κεντρική Ελλάδα, η οποία είχε ήδη απελευθερωθεί με τα παρτιζάνικα όπλα, ώστε να συμμετάσχει στην “Κυβέρνηση του βουνού” που συγκρότησε -από το Μάρτη μέχρι το Σεπτέμβρη του 1944- τη “Λαϊκή Δημοκρατία της Ελεύθερης Ελλάδας”.

[21] Ιωάννης Μακρυγιάννης (1797-1864): συγγραφέας, πολιτικός και ένας από τους στρατιωτικούς διοικητές της ελληνικής επανάστασης του 1821. Τα Απομνημονεύματα του, ένα είδος προφορικής αυτοβιογραφίας -όπως επίσης και άλλα γραπτά του– αποτελούν κομμάτι των σημαντικότερων πρωτογενών πηγών της σύγχρονης ελληνικής ιστοριογραφίας.

[22] Η παρουσία του βιομηχανικού κολοσσού Siemens στην Ελλάδα χρονολογείται από το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα. Στους σύγχρονους καιρούς, ήδη από το 1997 αλλά ιδιαίτερα από το 2008 κι έπειτα, ξέσπασε στην Ελλάδα το σκάνδαλο Siemens, το οποίο αφορά τα “μαύρα ταμεία” και τις μίζες στα δύο κυβερνητικά κόμματα (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), σε πολιτικούς και κρατικούς αξιωματούχους, μέσω των οποίων η γερμανική πολυεθνική μπόρεσε να φτιάξει ένα μονοπωλιακό σύστημα σε μια σειρά νευραλγικών τομέων (κυρίως σ’ εκείνο των δημόσιων τηλεπικοινωνιών του ΟΤΕ, αλλά όχι μόνο) της ελληνικής οικονομίας. Καθόλη αυτή την περίοδο το δημόσιο χρέος -πληρωμένο με τη σφαγιαστική πολιτική των μνημονίων- ανέβαινε στα ύψη. Έπειτα από διάφορες προανακριτικές εξετάσεις, μαρτυρίες, δίκες, κοινοβουλευτικές επιτροπές κ.λπ., οι οποίες εξελίχτηκαν κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων που το Βερολίνο προωθούσε τη μιντιακή προπαγάνδα για τη “διεφθαρμένη και τεμπέλα Ελλάδα”, ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Siemens στην Ελλάδα, Μιχάλης Χριστοφοράκος, βρέθηκε και βρίσκεται ως σήμερα υπό προστασία, υπό καθεστώς ασυλίας στη Γερμανία. Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το 1946 ο πατέρας του, ο ιατρός Νικόλαος Χριστοφοράκος, υπήρξε ένας από τους κατηγορούμενους στις ελάχιστες δίκες που διεξήχθησαν στην Αθήνα μετά το τέλος του πολέμου, στην Ελλάδα του εμφυλίου πολέμου, ενάντια στους συνεργάτες των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής. Εκείνος όμως, σε αντίθεση με το γιο του (που καταδικάστηκε το 2017 και έμεινε γνωστός ως ο “καλλιεργητής του ελληνικού πολιτικού τοπίου”), είχε αθωωθεί λόγω “έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων”…

Σημείωμα των εκδόσεων PGreco στο οπισθόφυλλο.

O Δημήτρης Κουφοντίνας ταύτισε τη ζωή του με τον αγώνα ενάντια σ’ ένα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, το οποίο φάνταζε πανταχού παρών και ανέγγιχτο. Η επαναστατική οργάνωση 17 Νοέμβρη, της οποίας υπήρξε μέλος, κινήθηκε ενάντια σ’ όλο αυτό, θέλοντας ν’ αποδείξει αντίθετα ότι το πολιτικό σύστημα δεν είναι -σε κάθε περίπτωση- ανίκητο.

Ο πρώην μαχητής, βρισκόμενος στη φυλακή, διαβάζει συνέχεια, μεταφράζει συγγραφείς επαναστάτες, γράφει όταν αυτό τού επιτρέπεται: πρόκειται για ένα νέο μέσο πάλης. Σε αυτό το βιβλίο – συνέντευξη, απαντώντας στις ερωτήσεις του Τάσου Παππά, ο Κουφοντίνας δεν απευθύνεται μονάχα στον αναγνώστη, αλλά απαντάει ουσιαστικά στον ίδιο του τον εαυτό, στοχάζεται για όσα υποστήριξε και υπερασπίστηκε, στα λάθη που έγιναν, γύρω από όλα όσα είναι ακόμα εφικτά να γίνουν. Με λίγα λόγια, μια συνέντευξη στην οποία μιλάει για την εμπειρία του στη 17 Νοέμβρη, όπου όμως φωτίζεται επίσης και η εμπειρία μιας από τις μαχόμενες οργανώσεις μαρξιστικού – λενινιστικού προσανατολισμού, από τις πιο ενδιαφέρουσες, αλλά και λιγότερο γνωστές, από όσες αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη της δεκαετίας του ‘70.

Προλ.Πρωτ & ΚτΒ | Μια βιβλιοπαρουσίαση, ένα χρόνο μετά…

Προλ.Πρωτ & ΚτΒ | Μια βιβλιοπαρουσίαση, ένα χρόνο μετά…
CHI VIVRA’ VEDRA’ – ΟΠΟΙΟΣ ΖΗΣΕΙ ΘΑ ΔΕΙ
Αναλύσεις και Ανταποκρίσεις, Μαρτυρίες, Σημειώσεις και Συζητήσεις για την εξελισσόμενη πανδημία και την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, την εδαφική στρατιωτικοποίηση και την οικονομία πολέμου, τις ταξικές αντιστάσεις και την κοινωνική αλληλεγγύη από την Ιταλία (και όχι μόνο) της Κρίσης.
[Μάρτης – Μάης 2020].
Την ερχόμενη Παρασκεύη 4 Ιουνίου στις 18.00. Στο άνοιγμα του τριήμερου books n’ beer kypseli fest που διοργανώνεται από το red n’ noir στη Στοά της Δημοτικής Αγοράς Κυψέλης (4/5/6 Ιουνίου 2021).
“Τα μέτρα προστασίας μας από τον Covid 19:
Στον καλά αεριζόμενο ημιανοιχτό χώρο της Στοάς Δημοτικής Αγοράς Κυψέλης θα υπάρχει αριθμητικός περιορισμός εισόδου που θα εξασφαλίζεται με τη χρήση αριθμημένων καρτελών, διαφορετικό σημείο εισόδου και εξόδου για την αποφυγή συνωστισμού, αντισηπτικά στην είσοδο και τα σταντ των εκθετ(ρι)ών, καθώς και υποχρεωτική χρήση μάσκας.
Η διαρρύθμιση των σταντ θα είναι τέτοια ώστε να αποφεύγεται η φυσική επαφή μεταξύ των επισκεπτ(ρι)ών και η απόσταση των θέσεων μεταξύ των εκθετ(ρι)ών έχει προβλεφτεί στο 1,5 μέτρο.
Οι εκδηλώσεις θα γίνονται κοντά στην είσοδο της Στοάς και υπάρχει πρόβλεψη για 20 μόνο καρέκλες σε αποστάσεις 1,5 μέτρου μεταξύ τους. Όμως τα ηχεία θα είναι στραμμένα προς την είσοδο για να μπορεί το κάθε πρόσωπο να παρακολουθεί όρθιο αλλά ασφαλές τις εκδηλώσεις από τον πεζόδρομο της Φωκίωνος Νέγρη από όπου υπάρχει και πλήρης οπτική επαφή με τις ομιλητ(ρι)ές.”
ολοκληρο το πρόγραμμα του τριημέρου στο rednnoir.gr

Κείμενο του πολιτικού κρατούμενου Πολύκαρπου Γεωργιάδη για τη “Νομική Συνηγορία υπέρ του Ισραήλ”

Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στα τέλη του 2020 από τις εκδόσεις Λειμών. Ενδιαφέρον όχι τόσο για το περιεχόμενό του, όσο για τη χρονική συγκυρία μέσα στην οποία εκδίδεται και τους σκοπούς τους οποίους εξυπηρετεί. Άλλωστε, με ειλικρίνεια οι συντελεστές της έκδοσης φανερώνουν πως στόχος τους είναι να συνεισφέρουν στο βάθεμα της ελληνοισραηλινής συμμαχίας, η οποία εξελίσσεται σε πολλαπλά επίπεδα (οικονομικό, ενεργειακό, στρατιωτικό, διπλωματικό, ακαδημαϊκό κλπ) [1]. Πρόκειται για τη “Νομική Συνηγορία υπέρ του Ισραήλ” του καθηγητή της Νομικής Σχολής του Harvard, Alen Dershowitz. Σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα ξεκίνησε να επεξεργάζεται το βιβλίο το 1967 (προφανώς με αφορμή το ξέσπασμα του Πολέμου των Έξι Ημερών) και το ολοκλήρωσε το 2003, ενώ αφιερώνει την έκδοση στον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ, Aharon Barak.

Η έκδοση του εν λόγω βιβλίου όχι μόνο τυχαία δεν είναι, αλλά εντάσσεται ξεκάθαρα μέσα στο πλαίσιο της επιχείρησης ιδεολογικής εξομάλυνσης που έχει σαν στόχο, από τα κυβερνητικά δελτία ειδήσεων και τις ακαδημαϊκές συνεργασίες μέχρι τις εκδόσεις βιβλίων όπως αυτό, να εξωραΐσει την εικόνα του ισραηλινού κράτους και να κάνει “μασάζ στους εγκεφάλους της ελληνικής κοινωνίας για να θεωρήσει ως φυσιολογική και αναπόφευκτη την πολυεπίπεδη συνεργασία Ελλάδας και Ισραήλ.

Τέτοιου είδους επιχειρήσεις ιδεολογικής εξομάλυνσης δεν είναι κάποιου είδους συνομωσίες που εξυφαίνονται από κάποιους σκοτεινούς κύκλους, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της ευρύτερης στρατηγικής των κρατών και υλοποιούνται στο φως της ημέρας, καθημερινά, δίπλα μας. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, την “Ολοκληρωμένη Έκθεση του State Department για την Ελλάδα” (Αύγουστος 2018), στην οποία το αμερικανικό υπουργείο εξωτερικών εξέφραζε την ανησυχία του για τα αντιαμερικανικά αισθήματα και αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας και εκπονούσε σχεδιασμό για τη μεταστροφή του κλίματος. Για τη δημιουργία φιλοαμερικανικής τάσης στην Ελλάδα η έκθεση πρότεινε προς την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα να δώσει βαρύτητα στο ρόλο των ιδιωτικών ΜΜΕ, των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, των εκπαιδευτικών και πολιτιστικών ιδρυμάτων που μέσα από συντονισμένη δραστηριότητα θα δημιουργήσουν: “μια νέα γενιά ηγετών φίλα προσκείμενη στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις αξίες που αυτές πρεσβεύουν”. Επίσης: “Η Αποστολή θα εξακολουθήσει να προάγει ισχυρές σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Ελλάδας μέσω δεσμών ανάμεσα σε πρόσωπα.

Τα εκπαιδευτικά και πολιτιστικά προγράμματα της Αποστολής για την Ελλάδα στοχεύουν στη νεολαία, τα κορίτσια και τη νέα γενιά ηγετών στο επιχειρείν και στην κοινωνία των πολιτών, αποσκοπώντας να προωθήσουν μια θετική άποψη για τους δεσμούς ΗΠΑ-Ελλάδας και να ενθαρρύνουν μια βαθύτερη κατανόηση των πολιτών”. Η πρεσβεία καλείται να εργαστεί επικοινωνιακά ώστε οι Έλληνες πολίτες να κατανοήσουν τις αμερικανικές προτεραιότητες στην περιοχή, ώστε: “να στηρίξουν τη συνεργασία για την ασφάλεια, τους οικονομικούς δεσμούς και την πολιτική συνεργασία για την ασφάλεια, τους οικονομικούς δεσμούς και την πολιτική εμπλοκή των ΗΠΑ”. Ανάμεσα σ’ αυτές τις προτεραιότητες των ΗΠΑ εντάσσεται και το βάθεμα της ελληνοισραηλινής συμμαχίας με το λεγόμενο “σχήμα 3+1” (άξονας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, υπό την αμερικανική κηδεμονία).

Εξάλλου, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ένα από τα βασικά συστατικά στοιχεία της νέας Μεγάλης Ιδέας του ελληνικού εθνικισμού είναι ο θαυμασμός για τον ισραηλινό μιλιταρισμό και ο ομολογημένος πόθος για τη μετατροπή της Ελλάδας σε “Δεύτερο Ισραήλ”. Σύμφωνα με τη νεοεθνικιστική αφήγηση η Ελλάδα και το Ισραήλ μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά, άρα έχουν και κοινά συμφέροντα: είναι δύο μικρά σε μέγεθος έθνη με τεράστιο ιστορικό βάθος, είναι μικρά κράτη με πληθυσμό μερικών εκατομμυρίων κατοίκων, είναι χώρες περικυκλωμένες από αμέτρητους και αιμοβόρους εχθρούς και βασική προϋπόθεση για την επιβίωσή τους σ’ αυτό το εχθρικό περιβάλλον είναι η μιλιταριστική τους οχύρωση, ο υπερεξοπλισμός τους και η υπαγωγή τους στους ενεργειακούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ. Έτσι, ο ελληνικός εθνικισμός (θεσμικός και εξωθεσμικός, σοσιαλδημοκρατικός και νεοφιλελεύθερος) είναι πρόθυμος να δεχθεί το Ισραήλ ως κράτος-πρότυπο, το οποίο πρέπει να δεχθεί το Ισραήλ ως κράτος-πρότυπο, το οποίο πρέπει να μιμηθούμε. Ακόμα και σκληροί ακροδεξιοί αφήνουν στην άκρη για τακτικούς λόγους τον παραδοσιακό αντισημιτισμό τους για να βάλουν στο κέντρο την ισλαμοφοβία, μιας και ο μουσουλμανισμός είναι η κυρίαρχη θρησκεία της πλειοψηφίας των προσφύγων και μεταναστών.

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως ο βαθιά ριζωμένος αντισημιτισμός του ελληνικού εθνικισμού έχει εξαφανιστεί, αλλά πλέον δεν είναι συμβατός με τις στρατηγικές επιδιώξεις του ελληνικού κράτους και τίθεται στο περιθώριο για να αναδυθεί ο θαυμασμός για τη σιδηρά πυγμή του Ισραήλ έναντι της “ισλαμικής βαρβαρότητας” (της τουρκικής συμπεριλαμβανομένης)…

Η “Νομική Συνηγορία υπέρ του Ισραήλ” εκδόθηκε στην Ελλάδα με πρωτοβουλία του καθηγητή και γεωπολιτικού αναλυτή Ιωάννη Μάζη, ο οποίος είναι γνωστός τουρκοφάγος εθνικιστής και στέλεχος της ακροδεξιάς πτέρυγας του ελληνικού κράτους.

Ο Μάζης δεν κρύβεται καθόλου και στο προλογικό του σημείωμα εντάσσει ξεκάθαρα την έκδοση του βιβλίου στις στρατηγικές επιδιώξεις του ελληνικού κράτους: “Ο ρόλος της Ελλάδος αποδεικνύεται ιδιαιτέρως κρίσιμος δια τη σταθερότητα και την ισορροπία ισχύος εις την Ανατολική Μεσόγειο, μέσω της προσφοράς και του αναγκαίου ναυτικού στρατηγικού βάθους δια το Ισραήλ. Αντιστοίχως, οι κοινές προκλήσεις είναι καταφανείς λόγω της προτεραιότητας εξισορροπήσεως του τουρκικού ηγεμονισμού και τις προκλήσεις συλλειτουργίας και συνυπάρξεως της Ελλάδος, της Κύπρου και του Ισραήλ, με άξονα την εκμετάλλευση και διαμετακίνηση των υδρογονανθράκων της περιοχής προς τη μείζονα καταναλωτική αγορά της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Προς τούτο, η κατανόηση της εν λόγω γεωγραφικής ζώνης ως ένα ενιαίο ενεργειακό σύμπλoκο συνιστά προϋπόθεση επιβιώσεως και μεγεθύνσεως των κερδών δια τα κράτη-παραγωγούς, καθ’ ότι η τελεσφόρηση ακροτελεύτιων επενδυτικών σχημάτων (βλ. East Med)[2] κρίνεται με γνώμονα την οικονομική βιωσιμότητά τους και άρα, δια της επάρκειας των κοιτασμάτων, εξασφαλιζόμενης μέσω της αθροίσεως των δυνατοτήτων. Καθίσταται, συνεπώς, σαφές ότι οι δύο βασικότατοι όροι συγκροτήσεως και συγκρατήσεως ενός συμμαχικού δεσμού, ήτοι η συναντίληψης απειλών και η σύγκλισης συμφερόντων, διαπιστώνονται εντός του πλαισίου της ελληνοϊσραηλινής περιπτώσεως. Κεντρική παράμετρος είναι η ωριμότης του πολιτικού συστήματος, επερχόμενη δια μέσου της ευρύτατης δυνατής ενημερώσεως δια το στρατηγικώς ευθυγραμμισμένο μετά της θέσεως μας δρώντα, που εν τη παρούσα ιστορική συγκυρία είναι το Ισραήλ. Η μετάφραση του παρόντος πονήματος του καθηγητού Alan Dershowitz εις την ελληνική γλώσσα συμβάλλει αναμφιβόλως προς την ανωτέρω κατεύθυνση υποβοηθώντας εις την πορεία αποστειρώσεως της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και ταχυδρομήσεώς της επί του διαδρόμου του ορθολογισμού, της εξυπηρετήσεως του εθνικού συμφέροντος και της δυναμικής διαχειρίσεως των τιθέμενων διλημμάτων ασφαλείας, μακράν των προκαταλήψεων και ιδεολογημάτων του πρόσφατου ή απώτερου παρελθόντος”[3].

Στο ίδιο στρατηγικό πλαίσιο εντάσσει την έκδοση του βιβλίου και ο Πρόεδρος του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος, Δαυίδ Σαλτιέλ, ο οποίος στο δικό του προλογικό σημείωμα αφού στιγματίζει τη “δαιμονοποίηση” του Ισραήλ και τη “μονομέρεια” υπέρ της παλαιστινιακής πλευράς που επικρατεί εδώ και δεκαετίες, αναφέρει: “Σήμερα που οι σχέσεις Ελλάδας-Ισραήλ βρίσκονται το απόγειο της ανάπτυξής τους -με επίγνωση τω στρατηγικής σημασίας κοινών στόχων και συνείδηση για τα πολλαπλά αναπτυξιακά οφέλη που επιφέρουν- η κατάσταση αλλάζει, το πρίσμα αμβλύνεται, η πολιτική ανάλυση γίνεται σφαιρικότερη και λιγότερο εμπαθής”. Στο δικό του προλογικό σημείωμα για την ελληνική έκδοση ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει πως σκοπός της έκδοσης είναι η ενίσχυση των προοπτικών αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ: “Είναι σημαντικό ότι η σχέση μεταξύ των δύο εθνών έχει ενδυναμωθεί προς το συμφέρον της περιοχής και ολόκληρου του πλανήτη”. Ομολογουμένως, πολύ ειδυλλιακή περιγραφή για την κυνική συμμαχία μεταξύ δύο εθνικισμών…

Πηγαίνοντας στο περιεχόμενο του πονήματος του Dershowitz μπορούμε να πούμε πως ο τίτλος του βιβλίου είναι άκρως ενδεικτικός, αλλά ταυτόχρονα παραπλανητικός. Δεν πρόκειται για μια απλή “Νομική Συνηγορία”, αλλά για το στήσιμο ενός δικαστηρίου-παρωδία που αυτό-αθωώνει και λιβανίζει το ισραηλινό κράτος.

Η αφήγηση είναι γνωστή: Το Ισραήλ είναι ένας παράδεισος ανεκτικότητας και δικαιωμάτων, η μοναδική δημοκρατία της Μέσης Ανατολής, διεξάγει αμυντικό πόλεμο επιβίωσης και είναι περικυκλωμένο από αμέτρητους εχθρούς που επιδιώκουν τον αφανισμό του, με τη συνενοχή και συνυπαιτιότητα της διεθνούς κοινότητας (με λαμπρή εξαίρεση τις ΗΠΑ). Το Ισραήλ δεν είναι ένα κράτος όπως όλα τ’ άλλα. Είναι ένα “κράτος-παρίας”, “ο εβραίος μεταξύ των κρατών” και εφόσον διεξάγει έναν αμυντικό πόλεμο επιβίωσης εξυπακούεται πως η κατοχή είναι νόμιμη άμυνα και η παλαιστινιακή αντίσταση μετατρέπεται αυτοστιγμεί σε τρομοκρατική δράση. Άλλωστε, οι παλαιστίνιοι δεν έχουν κανένα λόγο να παραπονιούνται καθώς το εδραιωμένο κράτος δικαίου του Ισραήλ φροντίζει για την ευμάρεια ακόμα και των εχθρικών πολιτών. Οπότε όλα είναι μέλι-γάλα και κάθε αντίσταση στην κατοχή είναι αδικαιολόγητη και βάρβαρη τρομοκρατία: “Εάν η κατοχή δικαιολογούσε την τρομοκρατία, τότε η Κου-Κλουξ-Κλαν (…) θα έπρεπε να θεωρείται οργάνωση μαχητών της ελευθερίας”. Και αλλού: “Η ισραηλινή κατοχή, σε αντίθεση ε τις άλλες πρόσφατες κατοχές, έχει φέρει σημαντικά οφέλη για τους παλαιστίνιους, συμπεριλαμβανομένης σημαντικής βελτίωσης στο προσδόκιμο ζωής, την υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση”.

Το αποικιοκρατικού ύφους αυτό επιχείρημα σίγουρα μας θυμίζει τη σκηνή από τη “Ζωή του Μπράιαν” των Μόντι Πάιθον στην οποία παρουσιάζονται τα οφέλη της ρωμαϊκής κατοχής της Ιουδαίας… Και αφού η κατοχή είναι τόσο ειδυλλιακή είναι φως φανάρι πως οι παλαιστίνιοι είναι αχάριστοι, καθώς απορρίπτουν τις γενναιόδωρες προτάσεις του φιλεύσπλαχνου και ειρηνόφιλου Ισραήλ. Και αφού σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις οι εθισμένοι στη βία παλαιστίνιοι υποστηρίζουν κατά 87% την “τρομοκρατική δράση”, τότε η συλλογική τους τιμωρία (όπως οι κατεδαφίσεις κατοικιών οικογενειών) είναι απλά νόμιμη άμυνα: “άκακη μορφή αποδόσεως συλλογικής ευθύνης” και “ήπια μορφή συλλογικής τιμωρίας”.

Γιατί, όμως, σε έναν αμυντικό πόλεμο πεθαίνουν περισσότεροι παλαιστίνιοι; Η απάντηση είναι απλούστατη: οι αιμοβόροι και αχάριστοι παλαιστίνιοι αδυνατούν να σκοτώσουν όσους ισραηλινούς θα ήθελαν εξαιτίας της εξαιρετικής ιατρικής περίθαλψης στο Ισραήλ, ενώ οι ίδιοι πεθαίνουν μαζικά επειδή είναι πεισματάρηδες και αρνούνται να νοσηλευτούν στο μεγαλόκαρδο Ισραήλ, προτιμώντας τους ανίκανους ομοεθνείς τους γιατρούς! Και πέρα από όλα αυτά, σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει ο μεροληπτικός υπέρ της παλαιστινιακής πλευράς ΟΗΕ, δεν υφίσταται κάποιο άξιου λόγου προσφυγικό ζήτημα, αφού αυτό σκοπίμως παρουσιάζεται μεγαλοποιημένο από τους παλαιστίνιους και τη διεθνή κοινότητα. Οι πολεμοχαρείς παλαιστίνιοι, λοιπόν, απορρίπτουν συνεχώς τις αδιάκοπες προσπάθειες του Ισραήλ για ειρήνευση και απαντούν στη χείρα φιλίας που τους απλώνεται με “τρομοκρατική δράση”. Ολόκληρη η διεθνής κοινότητα επιβραβεύει την παλαιστινιακή τρομοκρατία, με μοναδικές αντιστεκόμενες δυνάμεις τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.

Οι πάντες ενώνονται σε μια ανίερη συμμαχία κατασυκοφάντησης του αμυνόμενου Ισραήλ: τα Ηνωμένα Έθνη, ο Τρίτος Κόσμος, η διεθνής αριστερά, η άκρα δεξιά, η Διεθνής Αμνηστία, οι φεμινίστριες, οι ακαδημαϊκοί, τα ΜΜΕ, το Βατικανό, οι προτεσταντικές εκκλησίες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και φυσικά οι αντισιωνιστές εβραίοι που μισούν τον εαυτό τους και πρέπει να τους δει κανένας ψυχίατρος [4]. μια μοναδική αντι-ισραηλινή πανδημία έχει εξαπλωθεί παντού: “Ο κόσμος, συμπεριλαμβανομένων πολλών από τα μέσα ενημέρωσης, της ακαδημαϊκής κοινότητας, ακόμα και της διπλωματίας, φαίνεται να δέχεται την παλαιστινιακή βία ως πολιτιστική εκδήλωση”. Και αλλού: “Όσο πιο μοχθηρές, παράνομες και θανατηφόρες είναι οι παλαιστινιακές τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον αμάχων, τόσο μεγαλύτερη είναι η διπλωματική αναγνώριση που τους χορηγείται από τα Ηνωμένα Έθνη¨.

Η διεθνής κοινότητα πριμοδοτεί τους παλαιστινίους να επιλέγουν τον πόλεμο αντί της προσφερόμενης ειρήνης κι έτσι οι παλαιστίνιοι υιοθετούν την τρομοκρατία ως την πιο αποδοτική μέθοδο. Είναι μύθος πως οι παλαιστίνιοι αντιδρούν στην κατοχή, στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο κυνική πολιτική επιλογή και ταυτόχρονη αδικαιολόγητη απομόνωση του Ισραήλ από τον ΟΗΕ (με μοναδική εξαίρεση τις ΗΠΑ βεβαίως-βεβαίως). Το ίδιο παράπονο εκφράζει και ο Μάζης: “Χαρακτηριστικό προκαταλήψεως και συσσωρεύσεως παρανοήσεων αναφορικώς με τη διεθνοδικαϊκή εικόνα του Ισραήλ είναι το γεγονός ότι ποσοστό 27% επί του συνόλου των καταδικαστικών ψηφισμάτων του ΟΗΕ σχετίζονται με το εν λόγω κράτος, ενόσω κατεξοχήν και εξ ορισμού απολυταρχικά κράτη -όπως επί παραδείγματι η Ζιμπάμπουε του αλήστου μνήμης Προέδρου Ρόμπερτ Μουγκάμπε ή η ΝΑΤΟϊκή Τουρκία- ουδέποτε έχουν καταδικαστεί -και μάλιστα επωνύμως- για τις πρακτικές τους και την εν γένει παντοιοτρόπως καταπάτηση της έννοιας και του περιεχομένου του Κράτους Δικαίου”. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η πλήρης υιοθέτηση από τον -κατά τ’ άλλα “φιλελεύθερο” και “ελευθεριακό”- Dershowitz της αναμασημένης θεωρίας των δύο άκρων και της ανιστόρητης εξίσωσης ναζισμού-κομουνισμού.

Σε ένα από αυτά τα πολλά σημεία βαθιάς άγνοιας και διαστρέβλωσης αναφέρει: “Δεν αποτελεί έκπληξη πως τα δύο ζητήματα που ενώνουν τους εξτρεμιστές της άκρας Δεξιάς και της άκρας Αριστεράς, είναι η άρνηση του Ολοκαυτώματος και η σταθερή υποστήριξη προς την παλαιστινιακή τρομοκρατία”. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές συμπληρώνονται 76 χρόνια από την 27η Ιανουαρίου του 1945, όταν ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε το κολαστήριο του Άουσβιτς. Είναι φανερό, όμως, πως ορισμένοι δεν έχουν χωνέψει ακόμα πως στο Ράιχσταγκ καρφώθηκε η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο και όχι η αστερόεσσα…

ΙΙΙ

Ο εβραϊκός λαός κουβαλά στις πλάτες του μια τεράστια ιστορική εμπειρία και μια βαριά κληρονομιά αιώνων ξεριζωμού, διώξεων και αντισημιτικών πογκρόμ. Κουβαλά αιώνες περιθωριοποίησης, γκετοποίησης, χλευασμού και ρατσισμού. Και πάνω απ’ όλα, κουβαλά στη μνήμη του την κορυφαία φρίκη του Ολοκαυτώματος και της εντατικής βιομηχανοποίησης του θανάτου από τη ναζιστική κτηνωδία. Ακριβώς αυτή η ιστορική εμπειρία είναι που γεννά ένα εξίσου βαρύ ιστορικό χρέος για τον εβραϊκό λαό. Να μην επιτρέψει στο ισραηλινό κράτος να συνθλίψει την κληρονομιά αυτή κάτω από την μπότα του μιλιταρισμού, της κατοχικής βίας, της ρατσιστικής βαρβαρότητας και της νεοαποικιοκρατικής νοοτροπίας. Στον τόπο που ζούμε για αιώνες οι εβραϊκές κοινότητες αντιμετώπισαν τη δυσπιστία, τη μισαλλοδοξία, τη συκοφαντία και την αντισημιτική βία, που κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της ναζιστικής και φασιστικής κατοχής.

Δεκάδες χιλιάδες εβραίοι ξεριζώθηκαν απ’ αυτόν εδώ τον τόπο, είδαν τα σπίτια τους να λεηλατούνται και τους δικούς τους ανθρώπους να οδηγούνται στον αφανισμό. Δεκάδες χιλιάδες εβραίοι οδηγήθηκαν από την Ελλάδα στα στρατόπεδα εξόντωσης και λίγοι απ’ αυτούς κατάφεραν να σώσουν τις ζωές τους. Ταυτόχρονα, όμως, σ’ αυτόν εδώ τον τόπο χιλιάδες εβραίοι σώθηκαν από την αλληλεγγύη της Αντίστασης και εκατοντάδες απ’ αυτούς συμμετείχαν ενεργά στον αντικατοχικό αγώνα, στο πλευρό του Εαμικού κινήματος και του πολυεθνικού λαϊκού στρατού του ΕΛΑΣ.

Αυτή η ιστορική κληρονομιά δυστυχίας και πόνου, αλλά και φιλίας και αλληλεγγύης, δεν μπορεί ούτε να σβηστεί, ούτε να εκφυλιστεί από την αστική ελληνοϊσραηλινή συμμαχία, από τους τυχοδιωκτικούς πολεμοκάπηλους άξονες, από τις αιματοβαμμένες επενδύσεις, από τους ανταγωνισμούς για τον έλεγχο ενεργειακών και εμπορικών οδών, τις μιλιταριστικές οχυρώσεις που εμφανίζονται ως “άμυνα”, τους γεωπολιτικούς ελιγμούς και τις κυνικές απόπειρες για γεωστρατηγική αναβάθμιση. Βιβλία όπως η “Νομική Συνηγορία υπέρ του Ισραήλ” δεν εκπροσωπούν τη φιλία των δύο λαών, αλλά τη λυκοσυμμαχία των δύο αστικών τάξεων και των κρατών τους…

Σημειώσεις:

1. Οι δύο πιο πρόσφατες μεγάλες οικονομικές/ στρατιωτικές μπίζνες ανάμεσα στην Ελλάδα και το Ισραήλ είναι η δημιουργία εκπαιδευτικού κέντρου της Σχολής Πολεμικής Αεροπορίας στην Καλαμάτα και η πώληση της Ελληνικής Βιομηχανίας Οχημάτων σε ισραηλινή κοινοπραξία. Σε σχέση με την πρώτη πολεμική μπίζνα ύψους 1,68 δισεκατομμυρίων δολαρίων, η ισραηλινή πρεσβεία στην Αθήνα εξέφρασε την πεποίθηση πως: “ανοίγονται νέοι ορίζοντες συνεργασίας, στρατηγικής, οικονομικής και άλλης”, ενώ η Σχολή θα λειτουργεί στα πρότυπα της ισραηλινής σχολής πολεμικής αεροπορίας. Σύμφωνα με τον έλληνα υπουργό “Εθνικής Άμυνας”, Νίκο Παναγιωτόπουλο, η δημιουργία της Σχολής εντάσσεται στο Μνημόνιο Αμυντικής Συνεργασίας Ελλάδας-Ισραήλ: “με γνώμονα τα κοινά γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά συμφέροντα των δύο χωρών στην περιοχή”. Σε σχέση με τη δεύτερη πολεμική μπίζνα με τη δημιουργία της νέας ΕΛΒΟ από το ισραηλινό κεφάλαιο, είναι ενδιαφέρουσα η αντίδραση της τουρκικής πλευράς, που το τελευταίο διάστημα κάνει απόπειρα εξομάλυνσης των σχέσεων της με το Ισραήλ. Γράφει η Yeni Safak: “Το Ισραήλ στην Ελλάδα: Αγόρασε εταιρία θωρακισμένων οχημάτων και θέλει να εγκατασταθεί μπροστά στη μύτη μας (…) Το Ισραήλ που προβάλλει ισχυρισμούς στην Ανατολική Μεσόγειο και την τελευταία περίοδο έχει πραγματοποιήσει πολλές ασκήσεις με την Ελλάδα τώρα αγόρασε τη μεγαλύτερη επιχείρηση θωρακισμένων οχημάτων της χώρας. Το κονσόρτσιουμ Plasan και SG Group του Ισραήλ απέκτησε την εταιρία ΕΛΒΟ που είναι ο βασικός προμηθευτής οχημάτων του Ελληνικού Στρατού”. Σε σχέση με την ακαδημαϊκή συνεργασία είναι χαρακτηριστική η συνάντηση πέρσι ανάμεσα στον πρέσβη του Ισραήλ, Γιόσι Αρμάνι, και τον πρύτανη του ΑΠΘ, στην οποία συζητήθηκε η ανάπτυξη ακόμα πιο στενών δεσμών ελληνικών και ισραηλινών ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και η διερεύνηση νέων προοπτικών συνεργασίας, με σκοπό την ενδυνάμωση των ερευνητικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και τη διασύνδεση της πανεπιστημιακής έρευνας με τις δυνάμεις της αγοράς.

2. Στο άρθρο του: “Η Γεωπολιτική των ρωσο-αμερικανικών ενεργειακών ανταγωνιστών. Τι συμβαίνει στο υποσύστημα των Βαλκανίων – Ποιες οι προοπτικές της Ελλάδας”, που δημοσίευσε στο Foreign Affairs τον Δεκέμβριο του 2017, ο Ιωάννης Μάζης προχωρά στην απροκάλυπτη διαφήμιση της συμφωνίας για την κατασκευή του αγωγού East Med, η οποία εντάσσεται στον ευρύτερο ευρωατλαντικό σχεδιασμό για μείωση της ρωσικής και τουρκικής επιρροής στην περιοχή. Ο Μάζης γράφει σχετικά: “Η στρατηγική σημασία του αγωγού αυτού για την Αθήνα και την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά και για το Ισραήλ και την Αίγυπτο του Προέδρου Αλ Σίσι (και όχι του Μόρσι και των Αδελφών Μουσουλμάνων) όπως και οι επιρροές των πετρελαϊκών επιχειρήσεων οι οποίες ήδη επένδυσαν και θα συνεχίσουν να επενδύουν στην περιοχή της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, διαφώνησαν περίτρανος κατά την πρόσφατη σειρά τουρκικών προκλήσεων στην περιοχή. Ο γραφών τα είχε από πολλού χρόνου υποστηρίξει και αισθάνεται δικαιωθείς από τις εξελίξεις”. Πέρα από το ύφος πλασιέ επιχειρηματικών συμφερόντων και το γραφικό τόνο αυτοδικαίωσης, η αλήθεια είναι πως πράγματι ο Μάζης είναι από τους συνεπέστερους προπαγανδιστές του γεωστρατηγικού άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου.

3. Στον ίδιο πρόλογο ο Μάζης εγκυβωτίζει ένα παλαιότερό του κείμενο που φιλοξενήθηκε στην προσωπική ιστοσελίδα του επικοινωνιολόγου Ζαν Κοέν. Τίτλος του κειμένου είναι: “Ο βασικός νόμος για το κράτος-έθνος του εβραϊκού λαού”. Εκεί ο Μάζης προχωρά σε εκτενή επίθεση εναντίον του Τζορτζ Σόρος, τον οποίο χαρακτηρίζει ως εχθρό του έθνους-κράτους και χρηματοδότη αντι-ισραηλινής δράσης και προπαγάνδας. Έτσι, ο Σόρος δέχεται ταυτόχρονη επίθεση τόσο από αντισημίτες συνωμοσιολόγους όσο και από φιλοσιωνιστές εθνικιστές, με αποτέλεσμα να απλώνεται μια ομίχλη γύρω του που συσκοτίζει τον πραγματικό του ρόλο ως πλουτοκράτη. Όσον αφορά τον Ζαν Κοέν που φιλοξένησε το συγκεκριμένο άρθρο, όπως ο ίδιος αναφέρει στο βιογραφικό του υπήρξε ανεπίσημος δίαυλος Ελλάδας-Ισραήλ μέχρι το 1990, σύμβουλος διαφόρων ελληνικών κυβερνήσεων σε θέματα Μέσης Ανατολής και σύμβουλος επικοινωνίας διαφόρων πολιτικών ηγετών, όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Γεράσιμος Αρσένης. Έχει παίξει, δηλαδή, ειδικό ρόλο στην εγκαθίδρυση διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας-Ισραήλ επί πρωθυπουργίας Μητσοτάκη το 1990 όσο και στο πρώτο σύμφωνο ελληνοϊσραηλινής στρατιωτικής συνεργασίας που υπέγραψε το 1994 ο Αρσένης και προέβλεπε κοινά στρατιωτικά γυμνάσια ανάμεσα στις δύο χώρες, συμπεριλαμβανομένων και προσομοιώσεων βομβαρδισμών και πυραυλικών επιθέσεων. 4. Ο Dershowitz γράφει σχετικά: “Υπήρχε πάντοτε ένα μικρό στοιχείο εντός της εβραϊκής κοινότητας, που για ανεξήγητους, ως επί το πλείστων, λόγους έχει υπάρξει υπερβολικώς επικριτικό για οτιδήποτε σχετίζεται με τον Ιουδαϊσμό, τους Εβραίους ή το εβραϊκό κράτος. Στο νου έρχονται άμεσα τα ονόματα των Κάρλ Μαρξ, του Νόαμ Τσόσκι και του Νόρμαν Φινκελστάιν. Οι λόγοι γι’ αυτό έγκειται περισσότερο στη σφαίρα του Ζίγκμουντ Φρόϋδ και του Ζαν Πωλ Σαρτρ, παρά σ’ εκείνη της πολιτικής συζητήσεως ή των ΜΜΕ”. Και μ’ αυτό το βολικό “επιχείρημα” τακτοποιείται τσάκα-τσάκα το αγκάθι των εβραίων αντισιωνιστών…

Πολύκαρπος Γεωργιάδης

Φυλακές Λάρισας, 27/1/2021

(ημέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος)

πηγή: taksiki-antepithesi.gr

“Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο”: Ένας διάλογος με τον R. Sciortino [Μέρος Γ]

Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις”.

Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Ιl Lato Cattivo *.

Δημοσιεύθηκε στις 6/6/2020 στο illatocattivo.blogspot.com

Αγωνιστικές ευχαριστίες στον αναρχικό φίλο και σύντροφο G.G, για την επισήμανση και την αποστολή αυτού του πολύ ενδιαφέροντος υλικού καθώς και για τις θεωρητικές αναλυτικές συζητήσεις: αυτές που αποτελούν διαχρονικά το γόνιμο λίπασμα για κάθε διαλεχτική σκέψη που δεν φοβάται τη σύνθεση, για κάθε συλλογική άμεση δράση που παλεύει “για τα μικρά και τα μεγάλα”, συνεχίζοντας να στοχεύει στην κοινωνική-ταξική απελευθέρωση από τα θανατηφόρα δεσμά της κρατικής-καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής εξουσίας.

Η μετάφραση αφιερώνεται στον φίλο και σύντροφο,

κομμουνιστή πολιτικό κρατούμενο Πολύκαρπο Γεωργιάδη.

Προλεταριακή Πρωτοβουλία,

με την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας [ΚτΒ]

Αθήνα, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2020.

Ακολουθεί η μετάφραση του τρίτου και τελευταίου μέρους της συνέντευξης στα ελληνικά.

Για Εισαγωγή & Μέρος Α : πατήστε ΕΔΩ

Για Εισαγωγή & Μέρος Β : πατήστε ΕΔΩ

ILC: Στο βιβλίο σου δίνεται μια κάποια έμφαση στην έννοια του ιμπεριαλισμού και τη δυσμένεια στην οποία έχει περιπέσει. Κατά τη γνώμη μας, υπάρχουν δυο βάσιμοι λόγοι, με διόλου αμελητέο το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε για να σημάνει τα πάντα και το αντίθετο των πάντων, και μερικές φορές για να νομιμοποιήσει τεράστιες αθλιότητες. Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα της επαναφοράς και επανεπεξεργασίας του πρέπει να τεθεί. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι στη μπροσούρα του Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού [1], ο Λένιν θεωρητικοποιούσε την είσοδο σε μια νέα φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ουσιαστικά χαρακτηρισμένης από τη συγχώνευση του βιομηχανικού με το τραπεζιτικό κεφάλαιο και την πρωτοκαθεδρία των μονοπωλίων και των τραστ. Η επικαιρότητα αυτής της θεωρητικοποίησης εξαρτάται από το πόσο επίκαιρα είναι και τα φαινόμενα που σκόπευε ν’ αναλύσει με αυτή. Μια επικαιρότητα που πρέπει να διαπιστωθεί εμπειρικά. Για παράδειγμα, ποια είναι η κατάσταση των υπαρχόντων μονοπωλίων; Ποια είναι η -παντού και πάντα- σχετική ικανότητα αποφυγής της ανταγωνιστικότητας ή -με μαρξιστικούς όρους- δραπέτευσης από το γενικό ισοζύγιο του ποσοστού κέρδους; Αυτό είναι το ένα πρόβλημα. Έπειτα, προς υπεράσπιση της αλήθειας, πρέπει να ειπωθεί ότι η μπροσούρα του Λένιν δεν χάραζε μια ιδιαίτερη αντίληψη για τη σχέση μεταξύ των κεντρικών καπιταλιστικών και των περιφερειακών χωρών, παρά μόνο από την οπτική της εξαγωγής των κεφαλαίων και της αποικιοκρατίας, δηλαδή μέσω ενός δεδομένου -αν μη τι άλλο- χειροπιαστού. Ούτε διατύπωνε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στο ιμπεριαλιστικό και σ’ ένα μη-ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Κατά τη γνώμη μας, πρέπει να ξαναπιάσουμε την ίδια τη θεωρία της εργατικής αριστοκρατίας. (Τα μονοπώλια δεν αναδιανέμουν αυθορμήτως τα υπερκέρδη τους. Οι αυξημένες τιμές -από τις οποίες πηγάζει και η κυριαρχία τους- δεν είναι διόλου ευνοϊκές για τις τσέπες των μισθωτών στις κεντρικές χώρες). Αυτή η θεωρία δεν ισχυρίζεται ότι οι εργάτες των κεντρικών χωρών συμμετέχουν στην εκμετάλλευση των εργατών στις περιφερειακές ή τις ημι-περιφερειακές χώρες, όπως -αντίθετα- υποστήριζε ο Arghiri Emmanuel [2] στα τέλη της δεκαετίας του 1960, με μια εξωφρενική θεωρία, τόσο ως προς τις προϋποθέσεις της όσο και ως προς τα συμπεράσματα της, (Συνοπτικά, οι χώρες εννοημένες ως χωριστά κοπάδια της παραγωγής). Τέλος, σκιαγραφώντας το ανώτατο στάδιο, ο Λένιν ανατρέχει στη πιο σύγχρονη φάση που διατυπώνεται με τον υπότιτλο Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο του Hilferding [Λονδίνο, 1910], το έργο το οποίο μαζί με το Ο ιμπεριαλισμός του Hobson [1902] [3] αποτέλεσαν και τις βασικές πηγές της έμπνευσης του. Από αυτές τις σύντομες αναφορές θα μπορούσε να εξαχθεί η ακόλουθη οπτική: ο ιμπεριαλισμός -πρώτα και κύρια- ως “νέα εποχή πολέμου και επανάστασης”, όχι αναγκαστικά ανώτατης με την έννοια της απώτατης, η οποία όμως (σε κάθε περίπτωση) αποτελεί μια ασυνέχεια στο βαθμό εκείνο που (στο εσωτερικό της) η ενδοκαπιταλιστική σύγκρουση δεν μπορεί πλέον να επιλυθεί με “καθαρά” οικονομικούς όρους ή διαμέσου περιφερειακών συρράξεων. Ταυτόχρονα, το ζήτημα του κομμουνισμού επανέρχεται στην ημερήσια διάταξη σε κεντρικές περιοχές της συσσώρευσης. Επομένως, ο ιμπεριαλισμός ως μια φάση -όχι μοναδική, αλλά περιοδικά επίκαιρη- κατά τη διάρκεια της οποίας επικρατεί η αντίθετη τάση από εκείνη για την “ειρηνική συνύπαρξη” μεταξύ των βασικών καπιταλιστικών πόλων και την ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς. Με αυτή την έννοια, αποπειραθήκαμε να εννοήσουμε το 2008 (τη χρονιά της παγκόσμιας κρίσης, αλλά και της σύγκρουσης στη Γεωργία που αποτέλεσε το πρώτο σημάδι της ρώσικης ανάκαμψης στο γεωπολιτικό πεδίο), ως το σημείο καμπής από την αμερικάνικη μονοπολική συνθήκη (=ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς) στη σταδιακή επαναφορά της γεωστρατηγικής διένεξης (=θρυμματισμός της παγκόσμιας αγοράς). Συμφωνείς; Σε ικανοποιεί αυτός ο ορισμός της έννοιας του ιμπεριαλισμού;

RS: Πρόκειται σίγουρα για μια όψη του ζητήματος αλλά ακριβώς μονάχα γι’ αυτό, δηλαδή για μια όψη του. Η επανεμφάνιση της ανοιχτής ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης, με μια αποτύπωση της και στο στρατιωτικό επίπεδο, πραγματώνεται σήμερα μέσα σε μια συνθήκη αρκετά διαφορετική από εκείνη που είχε σκιαγραφήσει ο Λένιν, καθώς και από εκείνη μέσα στην οποία έλαβε χώρα η πλούσια συζητήση του μαρξισμού εκείνης της εποχής, ο οποίος και χαρακτηριζόταν ακόμα από τα όρια που θέτονταν από τη σχετικά περιορισμένη επέκταση (σε παγκόσμιο επίπεδο) του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ). Η απόπειρα προβολής της στο σήμερα, ανάμεσα σε αμετάβλητες τάσεις και ασυνέχειες, κρίνεται απαραίτητη για μια ανάλυση όχι μονάχα της συγκεκριμένης “φάσης”, αλλά και για να αποφύγουμε τις οικονομίστικες ή και τις γραμμικές αναγνώσεις, σχετικά με τις δυναμικές που αναπτύσσονται τόσο ενδοκαπιταλιστικά όσο και μέσα στην ίδια την πάλη των τάξεων. Αυτό είναι ένα πολύ λεπτό πολιτικό ζήτημα. Κατά κάποιο τρόπο, πρόκειται για μια πρωτοφανέρωτη συνθήκη: ακόμα και αποκλειστικά σε σχέση με τις διακρατικές σχέσεις, βλέπουμε -για να το πούμε κάπως άγαρμπα- ένα είδος “υπεριμπεριαλισμού” των ΗΠΑ (ας είναι ξεκάθαρο, όχι α λα Κάουτσκυ της δεκαετίας του 1920), οικονομικά διασυνδεδεμένου με τους ιμπεριαλισμούς περιορισμένης ισχύος στη δυτική Ευρώπη (έπειτα από τη διαδοχή της ηγεμονίας από τη Μεγάλη Βρετανία στις ΗΠΑ -χωρίς μια άμεση στρατιωτική αναμέτρηση- που χαρακτηρίζει και το τέλος της “παλιάς αποικιοκρατίας”) που ανταγωνίζονται δυο σχηματισμούς “ανακτημένου” καπιταλισμού, όπως η Κίνα και η Ρωσία, οι οποίοι μπορούν να ανταγωνιστούν αλλά όχι να αναμετρηθούν με τη Δύση, ενώ στο βάθος υπάρχουν μεγάλες περιφερειακές εκτάσεις, “εξαρτημένες” και ενταγμένες μέσα στους κεντρικούς παραγωγικούς και χρηματοπιστωτικούς μηχανισμούς, με κράτη “παρίες”, κράτη υποταγμένα στη Δύση (που μπορεί και να τρέφουν φιλοδοξίες ανέλιξης σε τοπικό επίπεδο) και “αποτυχημένα” κράτη. (Η ορολογία των γιάνκηδων είναι αντίστοιχη της δημιουργικότητας της ψυχαγωγικής βιομηχανίας τους). Εδώ, μπορώ να αναφερθώ συνοπτικά σ’ έναν τρόπο σκέψης με τον οποίο επιχειρείται να τεθεί ενιαία ένα κοινό νήμα, σχετιζόμενο με όλες αυτές τις πολυπλοκότητες. Σε θεωρητικό επίπεδο, αυτό το νήμα δεν μπορεί να αποκοπεί από τα άλλα αντίστοιχα που θέσαμε στην προηγούμενη ερώτηση, για το πλασματικό κεφάλαιο, αλλά μας φέρνει πιο κοντά -με μαρξιστικούς όρους- στα χειροπιαστά επίπεδα της ανταγωνιστικότητας μεταξύ των πολλών κεφαλαίων, επομένως πιο κοντά στην ανάλυση της συγκεκριμένης λογικής και του συγκεκριμένου αντικειμένου.

Νομίζω ότι ο όρος ιμπεριαλισμός πρέπει να χρησιμοποιηθεί με τουλάχιστον τρεις έννοιες.

1) Ο ιμπεριαλισμός ως αναπόδραστο στάδιο ανάπτυξης του ΚΤΠ, όπως επισημαίνει ο Λένιν, χαρακτηρισμένος από μια ακραία συγκεντροποίηση των κεφαλαίων και από ένα ταξικό μονοπώλιο, ολοένα και πιο απρόσωπο, όπως σωστά παρατηρεί ο Μπορντίγκα στο Ιδιοκτησία και Κεφάλαιο σχετικά με τις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις, οι οποίες (σε κάθε περίπτωση) δεν σταματάνε να πληθαίνουν, αν και με τρόπους ολοένα και καταστροφικότερους. Η αντίδραση απέναντι στην τάση προς την κρίση που είναι σύμφυτη με το κεφάλαιο, δεν προδιαγράφει από μόνη της καμία γραμμική πορεία παρακμής του, αντίθετα διατηρεί τη δυνατότητα σχετικής ανανέωσης του μέσα από την αναδιάρθρωση της ταξικής σχέσης και του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, όμως προσοχή, με αυξανόμενες κοινωνικές και φυσικές συνέπειες και χωρίς να αποφεύγεται το πέρασμα της μέσα από το χάος, τους πολέμους και τις πιθανές επαναστάσεις.

2) Ο ιμπεριαλισμός ως παγκόσμιο σύστημα, ανάμεικτο και άνισο: όπου η άνιση ανάπτυξη προκύπτει όχι μονάχα σε εθνική αλλά (ακριβώς) σε διεθνή κλίμακα, αντανακλώντας ένα διαχωρισμό, ο οποίος δεν είναι στατικός αλλά αφότου καθιερωθεί καθίσταται –σχετικά- επίμονος. Ένας διαχωρισμός ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη-χώρες και εκείνες τις περιοχές-κράτη που δεν κατάφεραν να ενταχθούν σ’ αυτή τη χούφτα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, στις οποίες αναφερόταν ο Λένιν. Το βασικό σημείο έγκειται ιδιαίτερα στο γεγονός ότι η τρέχουσα διεθνοποίηση έρχεται για να επιβεβαιώσει, και όχι για να διαψεύσει τη φύση του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης που μπορεί να υπάρξει μονάχα μέσα από μια έντονη πόλωση (τόσο ταξική όσο και γεω-οικονομική) του παραγόμενου πλούτου, μέσα από την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργατικής δύναμης και του φυσικού περιβάλλοντος, χωρίς να δίνει καμία δυνατότητα για ίσο διαμοιρασμό των κεφαλαίων.

3) Η τάση προς μια (ακόμα και) ένοπλη ενδοϊμπεριαλιστική σύρραξη, που φέρνει όμως στην επιφάνεια τον τρόπο με τον οποίο αυτή η τάση εμπλέκεται χειροπιαστά με τις ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις σε μη κεντρικές περιοχές και ιδιαίτερα ως προς αυτό, με τις αντιιμπεριαλιστικές ωθήσεις που μπορούν να δοθούν μέσα από εθνικά αστικά υποκείμενα. Σχετικά με το λεπτό ζήτημα της σχέσης αυτού του αστικού αντιιμπεριαλισμού με τον αντικαπιταλισμό θα επανέλθω.

Επομένως, ο ιμπεριαλισμός είναι παγκόσμιος, δεν είναι όμως ούτε ενιαίος ούτε ομοιογενής. Διαχωρίζεται ανάμεσα σε μια μικρή ομάδα ιμπεριαλιστικών υποκειμένων (στον πληθυντικό) και υποκειμένων που αν και είναι ενταγμένα στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων εντούτοις δεν είναι, ούτε μπορούν να γίνουν ιμπεριαλιστικά και μερικές φορές εμφανίζονται ως (εθνικά) αντιιμπεριαλιστικά, με όλες τις υπάρχουσες διαβαθμίσεις που σχετίζονται δυναμικά με τον τρόπο που αυτά αναπτύχθηκαν μέσα στην ιστορική διαδρομή τους. Αυτό δεν αποτελεί αντίφαση, αλλά σχετίζεται με το γεγονός ότι η κεφαλαιοκρατική σχέση επέκτεινε εκθετικά την ακτίνα δράσης της, σε τέτοια γεωγραφική έκταση και με τέτοια πυκνότητα, χωρίς όμως να μεταβληθεί (εν τω μεταξύ) το δεδομένο γεγονός της συγκέντρωσης της υπεραξίας σ’ ένα ολοένα και πιο περιορισμένο αριθμό χωρών και οικονομικών παραγόντων, οι οποίοι φυσικά (και συγκριτικά με προηγούμενες φάσεις) έχουν μεταβληθεί και έχουν μετατραπεί σε ακόμα συγκεντρωτικότερους. Πχ, η βιομηχανία της πληροφορικής όπου κυριαρχούν οι πανίσχυρες corporations με την αστερόεσσα. Επομένως, αυτή δεν είναι μια αμελητέα συνέπεια, αφού ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της παγκόσμιας επικράτησης του ΚΤΠ δεν έχουμε, ούτε πρόκειται ποτέ να έχουμε ένα προλεταριάτο που να είναι ομογενοποιημένο σε διεθνές επίπεδο, κάτω από μια και μοναδική καπιταλιστική διοίκηση και με εξαφανισμένα τα προβλήματα της άνισης ανάπτυξης, ακόμα και εκείνα που αποτυπώνονται σε εθνικό επίπεδο. Αυτό θέτει τουλάχιστον τρία είδη “νέων” προβλημάτων: τοποθέτηση και ρόλος του παγκόσμιου ηγεμόνα, έκταση και συνέπειες της ανόδου της καπιταλιστικής Κίνας, ρόλος των μαζών στο Νότο του κόσμου και φύση της δημοκρατικής διεκδίκησης.

1) Με το πέρασμα στην υπαρκτή συμπερίληψη και το τεχνολογικό άλμα της παραγωγής που υπήρξαν εν μέσω πλήρους εξέλιξης του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, ανάμεσα στους δυο παγκόσμιους πολέμους, και έπειτα με την εγκαθίδρυση της μεταπολεμικής ηγεμονίας των ΗΠΑ, προέκυψε και η πλήρης γενίκευση των πλασματικών αξιών που -αρχικά- αναπαράχθηκαν μέσω των πληθωριστικών μηχανισμών του καθεστώτος [που επιβλήθηκε με τη διάσκεψη] του Bretton Woods [τον Ιούλιο του 1944], οι οποίες και “έσκασαν” με το τέλος του, κατά της διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Από τότε κι έπειτα, μια αυξανόμενη μάζα από τίτλους αξιών σε δολάρια (χωρίς αντίστοιχο υπαρκτό αντίκρισμα) βολοδέρνει αναζητώντας αξιοποίηση, με αντάλλαγμα τα παγκόσμια εμπορικά πλεονάσματα ή μέσα από την απόσπαση των τεράστιων κεφαλαίων από τις υποτελείς χώρες, μέσω του συστήματος των διεθνών δανείων και του δημόσιου χρέους. Τα (ολοένα και πιο κεφαλαιοκρατικά) κράτη και οι κεντρικές τράπεζες των ιμπεριαλιστικών χωρών ανέλαβαν το ρόλο του εγγυητή αυτής της κυκλοφορίας (και της διατήρησης της αξίας για αυτούς τους έγγραφους τίτλους παρεμποδίζοντας -σε περίπτωση κρίσης- ένα γενικευμένο αποπληθωρισμό), μέσα από μια συνεχή μεταφορά πόρων που εξάγονται από την παγκόσμια εργατική δύναμη και τις περιφερειακές χώρες. Με αυτό συνδέεται και ο χρηματιστικός (ιδιαίτερος και κομβικός) ρόλος των ΗΠΑ, η άλλη όψη της γεωπολιτικής ηγεμονίας τους, ως εγγυητές και (ταυτόχρονα) εκβιαστές του παγκόσμιου συστήματος, χάρη στην εγγυημένη χρηματοδότηση από το έλλειμμα του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών τους. Έτσι προκύπτει και η αντίστοιχη ώθηση προς την παγκοσμιοποίηση, που επέκτεινε τη διείσδυση του πλασματικού κεφαλαίου, τόσο με τις αλυσίδες της εργασίας που γίνανε παγκόσμιες, όσο και με τους ανθρώπινους και τους φυσικούς πόρους των χώρων που δεν έχουν ακόμα απορροφηθεί, και δεν πρόκειται ποτέ να απορροφηθούν απόλυτα, μέσα στην προηγμένη καπιταλιστική παραγωγή. Επομένως, οι ΗΠΑ κατέχουν ένα κεντρικό ρόλο, ελέγχοντας τη χρηματοπιστωτική ροή και το παγκόσμιο νόμισμα, καθώς επίσης και έναν στρατιωτικό μηχανισμό, ικανό για μια παγκόσμια αποτύπωση. Η υπάρχουσα σύνδεση ανάμεσα στο δολάριο και τις στρατηγικές των ΗΠΑ είναι το κλειδί για την ανάγνωση της παγκόσμιας γεωπολιτικής.

Επομένως, όπως ορθά είχε διακρίνει ο Μπορντίγκα, την επαύριο της δεύτερης παγκόσμιας πολεμικής σύγκρουσης, μιλώντας για τη θερμοπυρηνική αποικιοκρατία, η ηγεμονία των ΗΠΑ είναι ποιοτικά διαφορετική από τις προηγούμενες, οι οποίες πάντοτε βρήκαν στο διάβα τους αντίπαλους ιμπεριαλισμούς που -δυνητικά- ήταν ικανοί να τους υποκαταστήσουν. Ο χρηματιστικός ιμπεριαλισμός του δολαρίου, ακόμα και υπό πίεση, φαίνεται να έχει επηρεάσει άμεσα αυτή τη δυναμική, όχι υπό την έννοια ότι (μέσα στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα) δεν υπάρχουν ή δεν θα προκύψουν ολοένα και πιο έντονες αντιπαραθέσεις, αλλά μ’ εκείνη που δεν διακρίνει σε μεσοπρόθεσμο διάστημα έναν πιθανό εναλλακτικό ηγεμόνα, ικανό να θέσει υπό τον έλεγχο του ένα μηχανισμό τόσο πολύπλοκο και διασυνδεδεμένο. Πρόκειται για μια ανωμαλία την οποία -εσχάτως- είχε διακρίνει και ο ίδιος ο Arrighi.

Με αυτή την έννοια, η κρίση της ηγεμονίας με την αστερόεσσα αντικατοπτρίζεται ως ο κίνδυνος μιας αποσύνδεσης για ολόκληρο το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, απέναντι σε εκείνες που στο βιβλίο ονομάζω πολυπολικές γοητείες. Πρόκειται για ένα σχετικό νεωτερισμό, ο οποίος ανοίγει μια σειρά από ερωτήματα γύρω από την πιθανή ενδο-ιμπεριαλιστική δυναμική. Πχ, μπορεί να υποτεθεί το γεγονός της αποδέσμευσης της Γερμανίας από τον Αντλαντισμό καθώς και οι συνθήκες μέσα στις οποίες αυτή θα μπορούσε να προκύψει. Όπως επίσης και η δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ του ιμπεριαλισμού και του υπόλοιπου κόσμου, ιδιαίτερα με την Κίνα. Παράλληλα όμως ανοίγει και ερωτήματα γύρω από τον συσχετισμό των δυνάμεων που θα μπορούσε να αποδειχθεί ευνοϊκός για μια πιθανή επαναστατική διαδικασία, η οποία είναι ξεκάθαρο πως χρειάζεται συνολικά το ξέσπασμα μιας κρίσης (από τα μέσα και από τα έξω) απέναντι στην ισχύ των ΗΠΑ, όπως είχε ήδη διακρίνει ο Μπορντίγκα που ασκεί πολεμική ενάντια στις διπολικές γοητείες των καθαρόαιμων διεθνιστών. Κατά κάποιο τρόπο, πρόκειται για πρωτοφανέρωτους παράγοντες που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποκλειστικά με τα άρματα που προσφέρει η θεωρία του Λένιν ή της Λούξεμπουργκ για τον ιμπεριαλισμό.

2) Η Κίνα. Ας ξεκινήσουμε δηλώνοντας ότι θεωρούμε δεδομένη την καπιταλιστική φύση της, όπως άλλωστε γνωρίζουν όλοι οι σοβαροί αστοί. Αλλά λέγοντας αυτό δε σημαίνει ότι τα έχουμε πει όλα. Το βασικό σημείο έγκειται στη “μετάβαση” της στον καπιταλισμό, επάνω στο κύμα μιας αντιιμπεριαλιστικής και δημοκρατικής επανάστασης, και χάρη στα εκατομμύρια των εκατομμυρίων χωρικών που έγιναν προλετάριοι, οι οποίοι σήμερα παράγουν για την παγκόσμια αγορά. Με την έννοια ότι αν από τη μία πλευρά δεν έγινε εφικτή, εξαιτίας της ιστορικής “καθυστέρησης” (ή και των βαθύτερων ορίων του δικού της κοινωνικού και οικονομικού σχηματισμού), η ένταξη της στην ιμπεριαλιστική λέσχη, από την άλλη πάλι, παρήγαγε μια ανωμαλία που καθιστά την Κίνα σε ιδιαίτερη περίπτωση, συγκριτικά με την κλασσική σχέση “νεοαποικιοκρατικής” εξάρτησης. Οι βασικοί λόγοι είναι δύο: η παρουσία ενός αχανούς και πειθαρχημένου προλεταριάτου και ενός αρκούντως σταθερού Κράτους, το οποίο και μπορούσε να εγγυηθεί για τις [παραγωγικές] αποτοπικοποιήσεις μετά το 1979. Όλο αυτό, υπό τη συνθήκη μιας ουσιαστικής δημοκρατικής διαλεκτικής ανάμεσα στις εργαζόμενες τάξεις και το Κράτος, ανάμεσα στις κινητοποιήσεις και την καπιταλιστική ανάπτυξη, με συνέπειες στους όρους ενός κοινωνικού συμβολαίου με σχεδόν σοσιαλδημοκρατικό ύφος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αν και το βασικό μερίδιο της εξαγόμενης υπεραξίας επιστρέφει στις δυτικές μητροπόλεις, το περίσσευμα των κερδών (αν και αναλογικά πολύ χαμηλό) παραμένει στην Κίνα, αλλά σε μια τέτοια ποσότητα που δεν είναι αμελητέα κι έτσι (όχι μόνο) ενίσχυσε το σχηματισμό μιας εσωτερικής αστικής τάξης που (σε σημαντικό βαθμό) συσπειρώνεται γύρω από το Κράτος, το οποίο δεν αποτελεί μια απλή επιτροπή, τηλεκατευθυνόμενη από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, αλλά ακολουθεί ένα πλάνο ανάπτυξης του εθνικού καπιταλισμού. Σε αντίθεση με πολλές άλλες απόπειρες που προέκυψαν από την αποαποικιοκρατία, η κινέζικη απόπειρα για λόγους ιστορικούς, ταξικούς αλλά και εδαφικής έκτασης δεν είχε το ανάλογο τέλος με άλλες αντίστοιχες (αποαποικιοκρατία στη Λατινική Αμερική, αραβικός εθνικισμός, παναφρικανισμός) που ρημάχτηκαν εξαιτίας (και) των δικών τους παλινωδιών, της διεθνούς απομόνωσης τους και της ιμπεριαλιστικής αντίδρασης. Η Κίνα χρησιμοποιεί τα αποθέματα της έτσι ώστε (με αυτά) να υφαίνει ένα επιχειρηματικό δίκτυο, παράλληλο με το βασικό της Δύσης, εκμεταλλευόμενη τις αντιξοότητες και πατώντας έτσι πόδι στην Αφρική, τη λατινική Αμερική, τη νοτιοανατολική Ασία, με οικονομικές και χρηματοπιστωτικές πολιτικές κάπως πιο αυτόνομες από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Απέχοντας πολύ από το να αποτελεί εκείνη τη σκληρή στυγνή κατασταλτική δικτατορία που περιγράφουν τα δυτικά (ακόμα και αριστερά) καθεστωτικά ΜΜΕ, το κινέζικο Κράτος (όχι από τη φύση του, αλλά εξαιτίας της διαλεκτικής ανάμεσα στις ισχυρές εσωτερικές και εξωτερικές κοινωνικές δυνάμεις) κατάφερε ως τώρα να διαφυλάξει τη βάση του κοινωνικού συμβολαίου: τη διασύνδεση των παραγωγικών δυνάμεων με τη διάχυση μιας (σχετικής και διαφοροποιημένης) ευημερίας για όλες τις τάξεις. Είναι ξεκάθαρο πως η κοινωνική άνοδος δεν προέκυψε αυτόματα και από τα πάνω, αλλά χάρη σε μια διαρκή κινητοποίηση των προλετάριων και των χωρικών, μέσα από τα επίσημα κανάλια του Κράτους και του κόμματος, αλλά (όταν αυτό είναι απαραίτητο) και μέσα από τα ανεπίσημα των μαζικών ταραχών, οι οποίες ακόμα και όταν καταστάλθηκαν, έδωσαν (πάντοτε) ζωή σε μια διαλεκτική απάντηση από την πλευρά του Κράτους και του κόμματος. Αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο είναι ο βασικός παράγοντας που εγγυήθηκε την εσωτερική σταθερότητα. Από αυτό το σημείο κι έπειτα αρχίζουν τα προβλήματα. Αναμφίβολα, οι βελτιώσεις των συνθηκών που αποσπάστηκαν δεν οφείλονται στις καλές προθέσεις των διεθνών παραγγελιοδοτών. Αντίθετα, για την αντιμετώπιση της κρίσης του 2008 το Κράτος αναγκάστηκε να καταφύγει σ’ έναν αυξανόμενο εσωτερικό δανεισμό, ένα ριψοκίνδυνο παράγοντα (όπως φάνηκε και από τη μινι-κρίση του 2015-16) για τον οποίο (εκτός των άλλων), από πλευράς της Δύσης, έλαβε για απάντηση μονάχα… τον πόλεμο των δασμών του Τραμπ και τις κατηγορίες για πρόκληση της τρέχουσας πανδημίας. Επομένως, για την Κίνα αποτελεί ζωτική ανάγκη η αποδέσμευση της από το ρόλο του εργοστασίου για το δυτικό κόσμο, η απόσπαση ενός μεγαλύτερου μεριδίου της παγκόσμιας υπεραξίας μέσα από την άνοδο της στην αλυσίδα της αξίας. Όχι έτσι ώστε να προκαλέσει μια γενικευμένη αντιστροφή της παγκόσμιας αγοράς, αλλά για να περάσει από την τωρινή περιφερειακή συνθήκη (τουλάχιστον) σε μια ημι-περιφερειακή θέση, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί προϋπόθεση για τη σταθερότητα και (σε τελική ανάλυση) τη διατήρηση της ως ενιαίο Κράτος.

Δεν είναι εδώ το κατάλληλο σημείο για να αναλύσουμε τους τρόπους με τους οποίους το Πεκίνο προσπαθεί να επιτύχει αυτό το στόχο του: η δημιουργία δικών του φιρμών, η ανάπτυξη ενός δικού του τομέα παραγωγής βιομηχανικών και τεχνολογικών μηχανημάτων, η επέκταση της αγοράς για τα καταναλωτικά και επενδυτικά προϊόντα της, μέσω της προσέγγισης περιφερειακών ζωνών της παγκόσμιας αγοράς (Νέοι Δρόμου του Μεταξιού). Το ζήτημα είναι ότι αυτές οι απόπειρες ανεβάζουν το επίπεδο της σύγκρουσης ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και την Κίνα. Ακόμα και η πολιτική των “μικρών βημάτων” διαβρώνει την υλική βάση της ιμπεριαλιστικής προσταγής σε παγκόσμιο επίπεδο, και ακόμα περισσότερο σε μια στιγμή όπως η τωρινή, όπου η γενικευμένη κρίση καθιστά σε οξύτερη τη σύγκρουση. Οι εναλλακτικές που διακρίνονται στο βάθος έχουν να κάνουν με το αν η Κίνα θα μπορέσει να αφιερώσει τους πόρους της για την “εσωτερική ανάπτυξη” της ή αν (θέλοντας και μη) θα αναγκαστεί τελικά να τους κάψει μέσα στις διεθνείς αγορές, ώστε να συνεισφέρει στην αποφυγή μιας τεράστιας απώλειας αξίας για το πλασματικό κεφάλαιο (το οποίο ανήκει συντριπτικά σε άλλους). Το ζήτημα έγκειται στο γεγονός ότι η Κίνα δεν μπορεί να απομονωθεί, όπως έκανε στην εποχή του Μάο. Ακόμα και με μια υποτιθέμενη “περιφεροποίηση” της δεν θα μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει περιοχές αυστηρά διαχωρισμένες μεταξύ τους, αλλά το πολύ να δημιουργήσει διάφορα μπλοκ που θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την κατάκτηση καλύτερων θέσεων μέσα στην παγκόσμια αγορά, μέσα στην προοπτική μια γενικευμένης πολεμικής σύρραξης.

Όλα αυτά έχουν βαρύτατες συνέπειες για τις ταξικές σχέσεις. Σε αυτό το επίπεδο και για τους προαναφερθέντες λόγους, η δυναμική των πραγμάτων δεν εξελίσσεται μονάχα μεταξύ δυο μονομάχων, με το προλεταριάτο αντιμέτωπο με το Κράτος και τη μπουρζουαζία, αλλά (και ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνουν οι χωρικοί και οι μεσαίες τάξεις των πόλεων) τουλάχιστον μεταξύ τριών, εξαιτίας της ανυπέρβλητης εξωτερικής ιμπεριαλιστικής παρουσίας και πίεσης. Αυτό είναι κάτι που πιθανότατα (άλλα όχι εντελώς) αποκλείει το γεγονός μιας ανάπτυξης της πάλης των τάξεων από πλευράς των Κινέζων προλετάριων, η οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί άμεσα σε έναν εσωτερικό και διεθνή ξεσηκωμό ενάντια στο σύστημα, μονάχα μέσα από την ανάπτυξη -και στη Δύση- μιας βαθιάς ρωγμής ενάντια στην κοινωνική ειρήνη. Γι’ αυτό το λόγο και μέσα από την επανεκκίνηση των κοινωνικών δυναμικών που αναστατώνουν τις υπάρχουσες δομές, μπορεί να υποτεθεί ένα πέρασμα, ή μάλλον καλύτερα μια διαδρομή δημοκρατικών διεκδικήσεων, με ιδιαίτερα διαφορετικό το ταξικό αποτύπωμα που αφήνει στις διάφορες περιπτώσεις. Είτε όμως και μια άλλη διαδρομή, με την έννοια της πολιτικής και οικονομικής φιλελευθεροποίησης, συμβατής με τα δυτικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα: η μετατροπή του συγκεντρωτικού και εθνικιστικού κινέζικου Κράτους σε ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό Κράτος που θα παραιτηθεί κάθε δικαιώματος για παρεμβάσεις από τα πάνω για μια εθνική ανάπτυξη, δίνοντας το ελευθέρας στη δράση εκείνων των κεφαλαίων και εκείνων των ανταγωνιζομένων μεσαίων τάξεων, οι οποίες θα προσελκύονταν έτσι από τα (αρκετά πιο) ελκυστικά δυτικά χρηματοπιστωτικά κέντρα. Έτσι προκύπτουν και οι απόπειρες χρωματιστών επαναστάσεων τύπου Χονγκ Κονγκ, οι ελιγμοί για το Θιβέτ και την περιοχή της Σιντσιάνγκ κλπ. Είτε ακόμα και μια διαδρομή με την έννοια του εκδημοκρατισμού ενός καπιταλιστικού Κράτους που έχει φτάσει στην ωριμότητα του, με μια διευρυμένη εσωτερική αγορά που είναι σε θέση να υποστηρίξει τα αστικά συμφέροντα χωρίς να είναι πλέον αναγκαία η κρατική (αυστηρά συγκεντρωτική) καθοδήγηση, αλλά και ικανή (τώρα πια) να τεθεί “στα ίσια” απέναντι στους διεθνείς ανταγωνιστές της. Πιθανότατα αυτή να είναι και η μακροπρόθεσμη προοπτική που τίθεται υπό τη σημερινή κομμουνιστική διεύθυνση, που αντικειμενικά είναι δύσκολα εφαρμόσιμη. Ή τέλος, μια διαδρομή με την έννοια μιας προλεταριακής δραστηριοποίησης που (περνώντας αρχικά μέσα από μια άμυνα για την υπεράσπιση του καθαυτού ταξικού συμφέροντος, του εθνικού καπιταλισμού και της περαιτέρω ανάπτυξης απέναντι στις ιμπεριαλιστικές πιέσεις) αποδεσμεύεται προχωρώντας με άλματα, προς τους δικούς της ταξικούς και διεθνιστικούς σκοπούς, προς μια δική της διεκδίκηση της εξουσίας. Κάτι που δεν θα είναι εφικτό, το επαναλαμβάνω, χωρίς πρώτα να έχει προκύψει και μια σοβαρή ταξική προλεταριακή επανεκκίνηση στην ίδια τη Δύση, χάρη και στην αντανάκλαση που αποκτάει κι εδώ η ταξική αντίσταση (ακόμα και μέσα στο εσωτερικό πλαίσιο του εθνικού καπιταλισμού) που εκδηλώνεται εκεί. Προς το παρόν, είναι δύσκολο να υποτεθεί κάτι παραπάνω από κάτι σαν κι αυτό.

3) Μέσα από τη διασύνδεση (που σήμερα πλέον είναι πολύ βαθύτερη από όσο ήταν στο παρελθόν) της τοπικής καπιταλιστικής ανάπτυξης με την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση, ο λεγόμενος Τρίτος Κόσμος θρυμματίστηκε και διαλύθηκε πολιτικά (και μαζί του και η ιδεολογία του). Μιλώντας χοντρικά, μπορούμε να διακρίνουμε δυο στρατόπεδα. Μια σειρά κρατών που (μέσα από μια αποκλειστικά καπιταλιστική οπτική) δοκιμάζουν μια διαδρομή μεγαλύτερης εθνικής αυτονομίας σε σχέση με τον ιμπεριαλισμό του δολαρίου, βρίσκοντας συχνά ανταπόκριση από την πλευρά της Κίνας και της Ρωσίας (σχετικά με αυτή τη χώρα που είναι τόσο σημαντική για τις παγκόσμιες στρατηγικές εξελίξεις, δεν είναι δυνατό να σταθούμε εδώ ιδιαίτερα). Πολλά από αυτά τα κράτη βρίσκονται επάνω στις γεωπολιτικές συνοριογραμμές και δοκιμάζουν να διαδραματίσουν έναν πιο αυτόνομο τοπικό ρόλο (Τουρκία, Ιράν, Νότια Αφρική, Βραζιλία, Αργεντινή και με την Ινδία σε μια πιο διφορούμενη θέση. Η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, το Μεξικό κα, για γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους βρίσκονται υπό τον αστερισμό των ΗΠΑ). Το δομικό πρόβλημα που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν (ή είναι αναγκασμένες να αντιμετωπίσουν στο μέλλον) αυτές οι χώρες έγκειται στο γεγονός ότι η επέκταση της μισθωτής εργασίας δεν επιτεύχθηκε στο βαθμό που ελπιζόταν με την αποαποικιοκρατία, δηλαδή με το σχηματισμό εθνικών κεφαλαίων με άμεση πρόσβαση στην παγκόσμια αγορά, κυρίως μέσω της αποτοπικοποίησης των δυτικών φιρμών, που διατηρούν το μεγαλύτερο μερίδιο της παραγόμενης υπεραξίας. Επομένως, συχνά πυκνά, τα περιθώρια για εργοδοτικές υποχωρήσεις είναι σχεδόν μηδενικά. Ούτε οι εργατικοί αγώνες μπορούν να είναι και τόσο καθοριστικοί για τις αποφάσεις των δυτικών παραγγελιοδοτών, που μπορούν να μεταφέρουν την παραγωγή τους αλλού. Το ζήτημα επομένως από οικονομικό γίνεται πολιτικό, ανακαλώντας το Κράτος ως το μοναδικό υποκείμενο που έχει την εξουσία σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια αλλά και τη δυνατότητα για μια διεθνή παρέμβαση. Οι προλετάριοι ζητάνε από το Κράτος νομοθετικά μέτρα βελτίωσης των συνθηκών εργασίας αλλά και μέτρα ενός [welfare] κοινωνικού κράτους. Τα εν λόγω κράτη όμως, δεν έχουν καμία πιθανότητα άσκησης επιρροής στους βαθύτερους κανόνες των διεθνών αγορών. Έτσι, απομένει μια δυνατότητα: ο δανεισμός στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, με μια (ως επί το πλείστον βραχυπρόθεσμη) ροή κεφαλαίων μέσα από το λεγόμενο καυτό χρήμα [hot money], εκείνο που (με την πρώτη ένδειξη εσωτερικής ή διεθνούς αστάθειας) είναι πάντοτε έτοιμο να πετάξει για αλλού.

Έπειτα υπάρχει το (ξεκάθαρα πλειοψηφικό) στρατόπεδο των λεγόμενων υπανάπτυκτων χωρών που δεν είναι ικανές να συγκροτήσουν κοινωνικά-πολιτικά μέτωπα και διεθνείς συμμαχίες στην κατεύθυνση μιας πιο αυτονομημένης (από τον ιμπεριαλισμό) ανάπτυξης. Ακριβώς γι’ αυτό υπόκεινται (ενώ νομίζουν ότι ευνοούνται από) μια εντεινόμενη εξάρτηση, ακόμα και υπό τον κίνδυνο του διαμελισμού τους. Δεν πρόκειται όμως μονάχα για την κλασσική εξαρτημένη μπουρζουαζία. Η καλλιέργεια προσδοκιών προς τη Δύση αφορά πλατιά στρώματα της μεσαίας τάξης και της “υπό διαμόρφωση μεσαίας τάξης”, τους εγγράμματους νέους, ακόμα και τους προλετάριους και τους ημι-προλετάριους, οι οποίοι (ενώπιον της πασιφανούς αποτυχίας των μεταποικιακών προσπαθειών) δείχνουν να έχουν “μεταβολίσει” την νεοαποικιακή εξάρτηση και επομένως να εντοπίζουν τις πηγές της εξαθλίωσης τους σε αποκλειστικά ενδογενείς παράγοντες (διαφθορά, πολιτικός νεποτισμός κλπ). Η δυτική διείσδυση έχει ακόμα μπροστά της δρόμο, όχι τόσο για την άσκηση της ήπιας ισχύος [soft power] της, όσο εξαιτίας των βαθύτερων υλικών αιτίων της, οι οποίες και συνδέονται με τον (πλέον ανεπίστρεπτο) συσχετισμό που έχει υπάρξει σε αυτές τις χώρες, μεταξύ της ιμπεριαλιστικής αρπαγής και των εσωτερικών καπιταλιστικών μηχανισμών που έχουν εισβάλει βαθιά μέσα σε αυτές τις κοινωνίες. Αυξάνονται ή φαίνεται να αυξάνονται οι δυνατότητες για πλουτισμό ή για αύξηση του εισοδήματος, μέσα από την οικειοποίηση των απαραίτητων γνώσεων και τη δυνατότητα για μια ατομική βουτιά στο αρχιπέλαγος του πλασματικού κεφαλαίου. Έτσι, η “απελευθέρωση” εννοείται μέσα από τη αξιοκρατική διεκδίκηση της δυτικής ιδεολογίας των πολιτών [cittadinismo] και όχι σαν η ανατροπή των εσωτερικών και των διεθνών κοινωνικών και οικονομικών εποικοδομημάτων. Η δημοκρατία διεκδικείται ενάντια στα εμπόδια των μεταποικιακοκρατικών καθεστώτων και όχι (ταυτόχρονα) ενάντια και στη Δύση. Ως προς αυτό, εμβληματική υπήρξε η Αραβική Άνοιξη και η -εντελώς αντεστραμμένη από τη Δύση- κατάληξη της, καθώς επίσης οι ψευδαισθήσεις και οι απατηλές προσδοκίες που τρέφουν οι “πρόσφυγες” που προέρχονται από την Αφρική, τα πρόσφατα γεγονότα με τις κινητοποιήσεις στο Λίβανο, το Ιράκ και το Ιράν. Εν τέλει, αυτές είναι οι υλικές βάσεις των έγχρωμων επαναστάσεων, οι οποίες (παρά τις ξεκάθαρες δυσκολίες των ΗΠΑ) απέχουν πολύ από την εξάντληση τους.

Μέσα σε αυτά τα δυο εξωδυτικά στρατόπεδα (τα οποία δεν είναι σε καμία περίπτωση διαχωρισμένα μεταξύ τους από κάποιο…σινικό τείχος), η καρδιά του προβλήματος εντοπίζεται στην τεράστια δυσκολία για μια επαναδιατύπωση της διασύνδεσης που υπάρχει ανάμεσα στον κοινωνικό αγώνα ενάντια στους μηχανισμούς του (μπλοκαρισμένου, στρεβλού και ετεροκαθοριζόμενου) εσωτερικού καπιταλισμού και του αγώνα ενάντια στην ιμπεριαλιστική καταπίεση. Αυτή η διασύνδεση είναι πλέον πιο άμεση και δεσμευτική από όσο ήταν στο παρελθόν, όμως ταυτόχρονα έγινε λιγότερο ορατή για τις μάζες αυτών των χωρών, τόσο λόγω της διείσδυσης των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών όσο και εξαιτίας της εξασθένισης της φιλοδοξίας για ένα εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο, η οποία (ορθά ή λανθασμένα) είχε συνοδεύσει και υποστηρίξει τους αντιαποικιοκρατικούς αγώνες του παρελθόντος. Πράγματι, αυτοί οι αγώνες δεν είχαν παραλείψει (όπως συμβαίνει σήμερα) τη σχεδόν άμεση αναγκαιότητα για μια αντικαπιταλιστική διάσταση τους, έχοντας ακόμα (σε αντίθεση με σήμερα) μπροστά τους μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κάποια περιθώρια για μια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη τους. Επιπλέον, ως προς αυτό συνεισφέρει αρνητικά και η υπάρχουσα αδυναμία της ταξικής πάλης στη Δύση. Με λίγα λόγια, αυτό το σύνολο παραγόντων ανοίγει το δρόμο στις Σειρήνες της παγκόσμιας αγοράς, ιδιαίτερα για εκείνους τους κλάδους που προτιμάνε την άμεση πρόσβαση σε αυτή, παρά την εξάσκηση πολιτικών με σκοπό να καθορίσουν την εξουσία της χώρας τους. Πρόκειται για κάτι που ανοίγει ένα χάσμα στο εσωτερικό μέτωπο, ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους αντίπαλους των κρατικών προστατευτικών πολιτικών, το οποίο μπορεί να φτάσει μέχρι του σημείου να προκαλέσει εμφύλιους (κάτι που ο ιμπεριαλισμός αποπειράθηκε ή πέτυχε στη Βενεζουέλα, τη Βολιβία, το Ιράν, το Ιράκ, τον Λίβανο κλπ).

Για να ολοκληρώσω, ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος του κεφαλαίου δεν είναι μια άμεση συνέπεια της παγκοσμιοποίησης του προλεταριάτου και των αγώνων του, αν και (σε αντίθεση ή τουλάχιστον περισσότερο από όσο σε προηγούμενους κύκλους) εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση. Για να είμαστε ξεκάθαροι: αυτό δεν δικαιολογεί καμία τριτοκοσμική ή αντιιμπεριαλιστική ανάγνωση, με την έννοια εκείνου του αστικού αντιιμπεριαλισμού, πάνω στον οποίο δεν μπορεί να βασιστεί καμία βαθιά επαναστατική απόπειρα. Η Κίνα και η Ρωσία δεν έχουν καν τους αριθμούς για να δημιουργήσουν μια δική τους αυτόνομη αγορά, ούτε και για υποθετικές αποσυνδέσεις τους. Άλλωστε αν κάτι τέτοιο ήταν πραγματικά εφικτό θα προκαλούσε άμεσα τον πόλεμο με τη Δύση. Όπως ο σοσιαλισμός έτσι και ο καπιταλισμός δεν είναι εφικτός σε μια μόνο χώρα!

Continue reading

Νέα κυκλοφορία από τις εκδόσεις Προλεταριακή Πρωτοβουλία: CHI VIVRA’ VEDRA’ . ΟΠΟΙΟΣ ΖΗΣΕΙ ΘΑ ΔΕΙ.

Νέα κυκλοφορία από τις εκδόσεις Προλεταριακή Πρωτοβουλία (μέλος του κινηματικού εκδοτικού εγχειρήματος Los Solidarios), με την υποστήριξη της “Κίνησης της Βιολέττας”.

Μια συλλογή υλικού από το prolprot.espivblogs.net

CHI VIVRA’ VEDRA’ . ΟΠΟΙΟΣ ΖΗΣΕΙ ΘΑ ΔΕΙ.

Αναλύσεις και Ανταποκρίσεις, Μαρτυρίες, Σημειώσεις και Συζητήσεις για την εξελισσόμενη πανδημία και την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, την εδαφική στρατιωτικοποίηση και την οικονομία πολέμου, τις ταξικές αντιστάσεις και την κοινωνική αλληλεγγύη από την Ιταλία (και όχι μόνο) της Κρίσης.

[Μάρτης – Μάης 2020].

Αφιερώνεται στη Μνήμη ενός ξεχωριστού προλετάριου, ενός σεμνού κομμουνιστή, ενός παντοτινού αντάρτη, του Salvatore Ricciardi, ο οποίος έφυγε από τη ζωή -έπειτα από ένα μήνα νοσηλείας- στις 9/4/2020 στη γενέτειρα του Ρώμη, έπειτα από τον βαρύτατο τραυματισμό του, μετά την πτώση του από μεγάλο ύψος, καθώς σκαρφάλωνε ψηλά, στα ογδόντα του -εν μέσω πανδημίας και καραντίνας- για να κρεμάσει πανό αλληλεγγύης στους αγωνιζόμενους και εξεγερμένους και τις αγωνιζόμενες και εξεγερμένες, κρατούμενους και κρατούμενες των ιταλικών φυλακών…

Τα διαχρονικά και επίκαιρα λόγια του θα μας συντροφεύουν για πάντα: Πολλοί νόμισαν ότι αφού χάθηκε αυτή η μάχη, είχε τελειώσει και ο αγώνας, μπερδεύοντας δυο πράγματα, γιατί η μάχη μπορεί να χαθεί, αλλά ο αγώνας δεν τελειώνει…

Περιεχόμενα

Ι) Σημειώσεις από τη βόρεια Ιταλία για την εξελισσόμενη πανδημία.

ΙΙ) Μια ανταπόκριση από τη βόρεια Ιταλία για τις εξεγέρσεις στις φυλακές εν μέσω της εξελισσόμενης πανδημίας.

ΙΙΙ) Μια μαρτυρία κρατουμένου από την εξέγερση στη φυλακή San Vittore του Μιλάνου.

ΙV) Πρώτες σημειώσεις για τον κορωνοϊό από την κατάληψη Panetteria του Μιλάνου.

V) Μια συζήτηση με τους συντρόφους/ισσες από την Κατάληψη Panetteria του Μιλάνου.

VI) Ανταπόκριση ενός αναρχικού συντρόφου για τα γεγονότα των τελευταίων ημερών στο Τορίνο.

VII) Αλληλέγγυος Χώρος NED – PSM (Marranella, Ρώμη): Μερικά ερεθίσματα για σκέψη.

Παραρτήματα

I) Σκέψεις και θέσεις με αφορμή ένα επικίνδυνα α-νόητο αυτοκόλλητο και το κείμενο “Αντίο Αυτονομία!”

ΙΙ) Ένας αρρωστημένος Μάης ή όντως “ήρθε και φέτος η άνοιξη”;

ΙΙΙ) Ημερολόγιο καραντίνας: αποσπάσματα αλληλογραφίας από το κατώφλι της “νέας κανονικότητας”…

Χρειάζονται πολλά, τον κόσμο για ν’ αλλάξεις:
οργή κι επιμονή. Γνώση κ’ αγανάκτηση.
Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά
ψυχρή υπομονή, κι ατέλειωτη καρτερία.
Κατανόηση της λεπτομέρειας και κατανόηση του συνόλου.
Μονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς
την πραγματικότητα ν’ αλλάξουμε.

Μπέρτολντ Μπρεχτ. Η Απόφαση, 1930.

Από τις εκδόσεις Προλεταριακή Πρωτοβουλία έχουν κυκλοφορήσει:

Το Μπλόκο της Καλογρέζας. Το αίμα δεν είναι νερό. Η Μνήμη δεν είναι σκουπίδι. [Αθήνα, 2017]

RAF/ BR-PCC: Μια μετωπική πολιτική [Αθήνα, 2016]

Salvatore Ricciardi: Τι σήμαινε να είσαι 20 χρονών το 1960… Με το άλφα μικρό. Μια ζωή για την προλεταριακή αυτονομία. [Αθήνα, 2015]

Διεθνής Αλληλεγγύη – Όργανο της Επιτροπής για μια Κόκκινη Βοήθεια: Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Ιταλία. [Α’ (εξαντλημένη) έκδοση. Προλεταριακή Πρωτοβουλία με την υποστήριξη της Κόκκινης Συνάθροισης. Αθήνα, 2011. Β’ έκδοση. Ταμείο Αλληλεγγύης φυλακισμένων και διωκόμενων αγωνιστών. Αθήνα, 2015]

κεντρική διάθεση:

RED n’ NOIR.

I. Δροσοπούλου 52, Κυψέλη.

Salvatore Ricciardi. Πάντα Παρών στις Καρδιές και τους Αγώνες μας!

Πολλοί νόμισαν ότι αφού χάθηκε αυτή η μάχη, είχε τελειώσει και ο αγώνας, μπερδεύοντας δυο πράγματα, γιατί η μάχη μπορεί να χαθεί, αλλά ο αγώνας δεν τελειώνει…

Salvatore Ricciardi

Xθες Πέμπτη 9 Απρίλη 2020, έφυγε από τη ζωή -έπειτα από ένα μήνα νοσηλείας- στη γενέτειρα του Ρώμη, ένας ξεχωριστός προλετάριος, ένας σεμνός κομμουνιστής, ένας παντοτινός αντάρτης: ο Σαλβατόρε Ριτσιάρντι.

Στη Μνήμη μας θα παραμείνουν βαθιά χαραγμένα το πλατύ χαμόγελο και η έμφυτη ανθρωπιά, η διαλεκτική αναλυτικότητα της σκέψης και η ανυποχώρητη αγωνιστικότητα του, γνωρίσματα που τον χαρακτήρισαν καθ’ όλη τη διάρκεια της πολυκύμαντης ζωής του.

Εκφράζουμε τα ειλικρινή συλλυπητήρια μας στην οικογένεια του και τα οικεία του πρόσωπα. Ενώνουμε τη φωνή μας μ’ εκείνες των συντρόφων και συντροφισσών στη Ρώμη και σ’ όλη την Ιταλία -όπου μέσα στην υπάρχουσα δυστοπική συνθήκη της πανδημίας και της κατάστασης έκτακτης ανάγκης- υψώνουν τις γροθιές τους για να χαιρετήσουν –όπως του πρέπειέναν αγωνιστή, ο οποίος απέδειξε έμπρακτα και ακατάπαυστα ότι “η επανάσταση είναι ένα λουλούδι που δεν πεθαίνει ποτέ”

Ακολουθούν δυο αποσπάσματα από την έκδοση με τη μεταφρασμένη απομαγνητοφώνηση δυο εκπομπών (που μεταδόθηκαν από το διαδικτυακό αντιεξουσιαστικό ραδιόφωνο Radiocane του Μιλάνου τον Ιούνη του 2014), η οποία τυπώθηκε στην Αθήνα από την τυπογραφική κολεκτίβα Rotta και κυκλοφόρησε από την Προλεταριακή Πρωτοβουλία τον Μάρτη του 2015 με τίτλοΤι σήμαινε να είσαι 20 χρονών το 1960… Με το άλφα μικρό. Μια ζωή για την προλεταριακή αυτονομία”.

**

Ο Σαλβατόρε Ριτσιάρντι γεννήθηκε το 1940 στη Ρώμη. Μετά από τεχνικές σπουδές και παράλληλη δουλειά στην οικοδομή, το ’62 θ’ αρχίσει να εργάζεται ως τεχνικός στους σιδηροδρόμους. Θα δραστηριοποιηθεί συνδικαλιστικά στη Γενική Συνομοσπονδία Ιταλών Εργαζομένων [Cgil] και πολιτικά στο Σοσιαλιστικό Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας [Psup]). Θα συμμετάσχει ενεργά στους φοιτητικούς και τους εργατικούς αγώνες που θα ξεσπάσουν το 1968 και το ’69. Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν θα πρωταγωνιστήσει στην οικοδόμηση της αυτοοργάνωσης που αρχίζει να κερδίζει έδαφος τόσο στο σιδηροδρομικό κλάδο όσο και σ’ άλλους εργοστασιακούς χώρους. Μετά την πολύχρονη δραστηριοποίησή του στο χώρο της εργατικής αυτονομίας, το 1977 θα στρατευθεί στις Κόκκινες Ταξιαρχίες, στη ρωμαϊκή Φάλαγγά τους πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την “επιχείρηση Μόρο”. Θα συλληφθεί τον Μάρτη του 1980 και στα τέλη της ίδιας χρονιάς μαζί με συντρόφους του και άλλους συγκρατούμενούς του, θα οργανώσουν την εξέγερση στην ειδική φυλακή του Τράνι. Θα καταδικαστεί σε ισόβια και από το 1996 θα τεθεί σε καθεστώς “ημι-ελευθερίας”. Μετά από τριάντα χρόνια εγκλεισμού και ομηρίας, από τα τέλη του 2011 ζει ελεύθερος χωρίς περιοριστικούς όρους. Παραμένει ενεργός στο αντικαπιταλιστικό-ανταγωνιστικό κίνημα και εδώ και πολλά χρόνια συμμετέχει στο ιστορικό κινηματικό ραδιόφωνο της Ρώμης Radio Onda Rossa [Ράδιο Κόκκινο Κύμα].

**

Φώτο: Νυόρο (Σαρδηνία) 1981, στην ειδική φυλακή της οδού Badu ‘e Carros (μια από τις σκληρότερες, όμως ο συσχετισμός δυνάμεων επέτρεψε αυτή την εσωτερική φωτογράφηση στο προαύλιο. Όμως δεν κράτησε πολύ).

Πηγή: το blog Contromaelstrom που είχε δημιουργήσει και διατηρούσε ο Salvatore.

**

Το 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Derive Approdi το βιβλίο του Maelstrom. Στιγμιότυπα ταξικής εξέγερσης και αυτοοργάνωσης στην Ιταλία (1960-1980), από το οποίο και ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα:

Το κίνημα στο οποίο συμμετείχα και για το οποίο μιλάμε τώρα ήταν ένα φουσκωμένο ποτάμι αρκετά συμπαγές, αν και κολυμπούσαν μέσα του πάρα πολλά ψάρια με διαφορετικά χρώματα, διαφορετικές ιδέες και πρακτικές, συχνά εναντιωματικά μεταξύ τους. Η διαδρομή αυτού του ποταμιού στόχευε στη ριζική αλλαγή του υπάρχοντος, στην αποκαθήλωση του καπιταλιστικού συστήματος και του Κράτους του, στην οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας που έπρεπε να εφευρεθεί, βασισμένη όμως στην άμεση δημοκρατία του προλεταριάτου. Ονομάζαμε αυτή τη διαδρομή “κομμουνισμό”. Μια επαρκής προοπτική για να συνεχίσουμε να κολυμπάμε όλοι και όλες μέσα στο ίδιο ποτάμι και προς την ίδια κατεύθυνση. Και οι ένοπλες οργανώσεις δεν ήταν άλλο από χώροι αυτού του ίδιου του ποταμιού. Δεν υπήρξε, ούτε θα μπορούσε να υπάρξει, ούτε “κεντρική δομή” ούτε “ένας και μοναδικός εγκέφαλος”. Ήμασταν όλοι σκεπτόμενα μυαλά, γι’ αυτό και παράγαμε πάρα πολλά όμορφα και ανατρεπτικά πράγματα […]. Το κίνημά μας διέρρηξε κάθε δεσμό με τον εθνικισμό, ο οποίος είχε μολύνει το εργατικό κίνημα τον εικοστό αιώνα. Το βλέμμα μας αποστρεφόταν κάθε σύνορο, σηκωνόμασταν στις μύτες των ποδιών μας για να κοιτάξουμε όλο και πιο μακρυά. Την προσοχή μας τραβούσε κάθε ρήξη στο διεθνές επίπεδο, το οποίο βλέπαμε μ’ αντίστοιχο ενδιαφέρον μ’ εκείνο για την κάθε ρήξη της καπιταλιστικής τάξης στο εσωτερικό. Ήμασταν πεπεισμένοι ότι το σφιχταγκάλιασμα ανάμεσα στον κομμουνισμό και τον εθνικισμό ήταν ένα είδος εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, όπως και κάθε άλλη βασισμένη στην ταυτότητα παλινόρθωση. Αυτό το έγκλημα εμπόδισε κάθε πραγματική σχέση ανάμεσα στο κλασικό εργατικό κίνημα και το δικό μας κίνημα. Ήμασταν πιο κοντά στον “αρχικό” κομμουνισμό, τον ανταγωνιστικό και διεθνιστικό, και όχι στον εθνικό-πατριωτικό του εικοστού αιώνα. Δίναμε περισσότερη σημασία στο διεθνές πλαίσιο και τις μεταβολές του απ’ ό,τι στις εσωτερικές πολιτικές αλχημείες του “παλατιού”. Θεωρούσαμε τους εαυτούς μας κομμάτι μιας διεθνούς σύγκρουσης, αν και όντας στενά δεμένοι με τις πραγματικότητες, τις εδαφικοποιημένες κι εκείνες στους χώρους δουλειάς […]. Οι μνήμες φυσικό είναι να βαραίνουν το φορτίο του παρελθόντος, να αφήνονται πίσω, να μη σου ανήκουν πια. Όχι. Τα γεγονότα αυτών των σελίδων, οι επιλογές εκείνου του κομματιού της γενιάς μου, τουλάχιστον όσο μ’ αφορά προσωπικά, δεν είναι βαλμένες στο σακούλι του παρελθόντος. Ζω μαζί τους. Είναι το παρόν, για εμένα. Δεν κάνω τα πράγματα που έκανα τότε, αλλά δεν τα πέταξα και μακριά μου με απέχθεια, απογοήτευση και τύψεις. Με συντροφεύουν, με βοηθάνε στη δύσκολη φουσκοθαλασσιά των καιρών που ζούμε. Λένε μερικοί: να κλείσεις πίσω σου για να πας παραπέρα. Θα μπορούσε να γίνει και αυτό, αλλά θα ήταν απαραίτητη πρώτα μια ανοιχτή και ευρεία συζήτηση, χωρίς διαστρεβλώσεις και προκαταλήψεις, που αποτελούν και το καθημερινό ψωμί αυτής της χώρας […].

Προλεταριακή Πρωτοβουλία

Αθήνα, 10 Απρίλη 2020

Νέα κυκλοφορία από τις εκδόσεις RED n’ NOIR: Γιάννης Βλάσσης: Νοέμβρης 1973. Χρονολόγιο – Ανεπίδοτη Επιστολή.

Γιάννης Βλάσσης

Νοέμβρης 1973. Χρονολόγιο – Ανεπίδοτη Επιστολή.

Εκδόσεις RED n’ NOIR. Αθήνα, 2019.

[..]Η μόνη σκέψη που έκανα ήταν να προφυλαχτώ πίσω από τα σταματημένα αυτοκίνητα. Γύριζα πάνω κάτω σαν δαιμονισμένος με όλες τις αισθήσεις σε εγρήγορση, για ν’ αποκρυσταλλώσω μια σωστή και αντικειμενική εικόνα για το τι επικρατούσε μέσα σ’ αυτό το τρελό παιχνίδι της φωτιάς και του αγωνιστικού πάθους που κυριαρχούσε στους γύρω μου. Δεν μπορώ, μα την αλήθεια, δεν μπορώ να περιγράψω αυτό ακριβώς που έζησα και δεν μπορώ να δώσω μια αντικειμενική εξήγηση των αισθημάτων που βίωσα εκείνο το βράδυ[…]

(από το οπισθόφυλλο της έκδοσης)

ΙΙΙ
Το ιερατείο σε σύσκεψη μέσα σε καπνούς και με καφέδες.
Έρευνες που οδηγούνε σε άδεια βαγόνια.
Σελίδες ανάποδα γραμμένες.
Μηχανή χαλασμένη οι μυστικές υπηρεσίες.
Στόματα ερμητικά κλειστά.
Ο άνεμος σκορπά κίτρινα φύλλα.
Το ιερατείο έδωσε την κρίση του.
Ξανά το έργο από την αρχή.
Να τον πάνε πάλι στην ταράτσα.
Αυτός ημίγυμνος με πρησμένα πόδια.
Μπροστά τους στέκει ολόσωμος.
Το αντιφέγγισμά του εικόνα που τρομάζει.
«Δεν έχω τίποτα να πω. Όλος ο κόσμος δικός μου. Ελάτε, ελάτε να μετρηθούμε πάλι.»
Σηκώνει η θάλασσα βοριά τους βράχους μαστιγώνει.
Κυνηγάνθρωποι πίνουνε το αλκοόλ
τα χέρια τους ματώνουν μες στον περίγελό τους.
Το πληγωμένο σώμα του ζυμώνεται με τη συνείδησή του.

(από το ποιητικό παράρτημα της έκδοσης).

Νέα κυκλοφορία από τις εκδόσεις RED n’ NOIR: Marco Capoccetti Boccia: Οδομαχίες. Αυτόνομοι χωρίς Αυτονομία.

Marco Capoccetti Boccia

Οδομαχίες, Αυτόνομοι χωρίς Αυτονομία.

εκδόσεις RED n’ NOIR, Αθήνα 2019.

Στους αυτόνομους του χθες, του σήμερα, του αύριο… Ξεχασμένες ιστορίες από τους δρόμους των αυτόνομων της δεκαετίας του ‘90. Ιστορίες με ξύλο και φόβους, με οργή και απραγματοποίητα όνειρα. Άβολες ιστορίες. Ιστορίες που αποφάσισα να διηγηθώ, με το βλέμμα των οργισμένων, με το βλέμμα των αυτόνομων, στους οποίους νιώθω ακόμα ότι ανήκω χωρίς ν’ απαρνηθώ τίποτα, χωρίς να μετανοήσω για τίποτα. Ιστορίες ηττημένων.

Στην αυγή της δεκαετίας του ‘90 μιλάμε ακόμα για επανάσταση.

Χωρίς να νοιώθουμε γελοίοι.

Σημείωμα του συγγραφέα για την ελληνική έκδοση.

Όταν μια φίλη, αναρχική συντρόφισσα από τη Ρώμη, μου είπε ότι ένας σύντροφος από την Ελλάδα θέλει να μεταφράσει τις “Οδομαχίες” μου, έμεινα αρκετά έκπληκτος.
Χαμογέλασα. Γιατί άραγε να μεταφραστεί ένα τέτοιο βιβλίο;

Η έκδοση δεν είχε πάει και πολύ καλά και αν και αποτέλεσε τη συνέχεια ενός άλλου βιβλίου μου, του “Μην ξεχάσεις την οργή”, δεν έτυχε της ίδιας αποδοχής. Αυτά είναι πράγματα που συμβαίνουν στα βιβλία.

Η φίλη μού είπε ότι ο σύντροφος είχε ζήσει για πολλά χρόνια στη Ρώμη, ότι εξ όψεως γνωριζόμασταν, ότι είχαμε συναντηθεί σε πάρα πολλές πορείες και συνελεύσεις και ότι θα χαιρόταν πολύ να μεταφράσει ελευθεριακά το διήγημά μου στην ελληνική γλώσσα.

Φυσικά και είπα ναι. Με μια προϋπόθεση: τα όποια ενδεχόμενα έσοδα της έκδοσης να διατεθούν για την υποστήριξη εκείνων που βρίσκονται στη φυλακή ή αντιμετωπίζουν τη δικαστική καταστολή. Στην ίδια γραμμή με την αλληλεγγύη -εκτός από την οργή- που διηγείται αυτό το βιβλίο.

Σ’ αυτόν το σύντροφο, λοιπόν, εκφράζω τις ευχαριστίες μου για όλη την υπομονή και την αφοσίωση που έδειξε.

Ένα βιβλίο ονείρων όπου κραυγάζαμε: Ερχόμαστε! Ερχόμαστε!
Ήμασταν εικοσάχρονοι ή λίγο παραπάνω.
Το ονειρευτήκαμε για χρόνια. Να φτάσουμε.

Κάποιοι, εδώ στην Ιταλία, το ονειρεύονται ακόμα. Να φτάσουν.
Ίσως το ίδιο να ισχύει και στην Ελλάδα.

Εδώ στη Ρώμη, διαβάσαμε και ακούσαμε -συχνά πυκνά με υγιή ζήλια- για τις συγκρουσιακές χειρονομίες μέχρι και για τις εξεγερσιακές απόπειρες στην Αθήνα και όλη την Ελλάδα, που εμείς εδώ δεν καταφέρναμε όχι μόνο να πραγματώσουμε, αλλά ούτε καν να φανταστούμε.

Ακόμα και σήμερα στα οδοφράγματα, στην Αθήνα, σ’ όλη την Ελλάδα, σε κάθε γωνία του κόσμου, ένα σωρό κόσμος συνεχίζει να μην περιμένει να τυλιχτεί η νύχτα από το φόβο και τον τρόμο.
Ανταπαντάει σε κάθε χτύπημα. Οργανώνεται. Αντιστέκεται. Ακόμα και άστοχα, αντιστέκεται.

Το θέμα για όποιον αγαπάει τη νύχτα αλλά και για εκείνον που τη φοβάται ή ακόμα και τη μισεί, δεν είναι ν’ αντισταθεί στη νύχτα. Το θέμα είναι να ζήσει τη νύχτα.

Καλή τύχη σε όποιον και όποια αντιστέκεται.
Καλή τύχη σε όποιον και όποια θα αντισταθεί.

 

                                                                                                        Marco Capoccetti Boccia
Ρώμη, Πρωτομαγιά 2019

Σημείωμα του μεταφραστή

Ήταν Νοέμβρης του 2016, κατά τη διάρκεια ενός ολιγοήμερου ταξιδιού -έπειτα από αρκετά χρόνια- στην αιώνια ανοχύρωτη πόλη. Ένα βράδυ, μαζί με την συντρόφισσά μου Δ., σε μια συλλογική κουζίνα αλληλεγγύης στο κατειλημμένο αυτοδιαχειριζόμενο κοινωνικό κέντρο Ex Snia στην οδό Prenestina, στην ανατολική Ρώμη.

Εκεί, έτυχε να πέσει στα χέρια μου το βιβλίο με τις διηγήσεις από τις Οδομαχίες του Marco. To διάβασα σχεδόν μονορούφι, ξενυχτώντας για να το ολοκληρώσω. Όταν το τέλειωσα, ήμουν σίγουρος ότι για χάρη του, αργά ή γρήγορα, άξιζε να μπω στο γλυκό κόπο της μετάφρασης. Έτσι κι έγινε. Οι λόγοι πολλοί και διάφοροι, οι περισσότεροι δεν είναι της παρούσης.

Αν κάτι αξίζει να ειπωθεί, αυτή είναι η επιβεβαίωση του γεγονότος πως οι σελίδες που ιστορούν τόπους και χρόνους , καταστάσεις και γεγονότα άγρια και οικεία, είναι αυτές που συχνά πυκνά παρακινούν, εμπλέκουν και κινητοποιούν, αν μη τι άλλο σε συναισθηματικά δημιουργικό επίπεδο. Κάπως έτσι προέκυψε η μετάφραση γι’ αυτές τις 11 ιστορίες σύγκρουσης και αγώνα.

11 ιστορίες, μέσα στις οποίες μπορούν να γίνουν διακριτές και αναγνωρίσιμες οι όποιες θετικές ή αρνητικές, ορατές ή παρακινδυνευμένες αναλογίες, συγκρίσεις και διαφορές με την αθηναϊκή (και ευρύτερα ελλαδική) κινηματική -αλλά εντέλει και την ευρύτερη ταξική και κοινωνική- πραγματικότητα του χθες, αλλά και του σήμερα.

Η μπερλουσκονική και η κεντροαριστερή εποχή που περιγράφει με βιωμένη φόρτιση ο σύντροφος, μια εποχή βαθιά σημαδεμένη -σε πολιτικό και κινηματικό, υποκειμενικό και συλλογικό επίπεδο- από την ήττα του “ιταλικού Μάη που κράτησε για πάνω από δέκα χρόνια”, μαζί με τις μορφές πάλης, τις επιλογές και τα προτάγματα εκείνων των λίγων “βίαιων, βρώμικων και κακών” που μέσα σε συνθήκες κοινωνικής συναίνεσης και κινηματικής εξημέρωσης, συνέχισαν να “ονομάζονται αυτόνομοι και να μιλάνε για επανάσταση χωρίς να νιώθουν γελοίοι”, αφήνονται ανοιχτά για τις εκτιμήσεις και τις κρίσεις του αναγνώστη και της αναγνώστριας. Ελπίζοντας ότι οι όποιες ενστάσεις και αντιρρήσεις θα είναι και στοιχειωδώς καλοπροαίρετες….

Η παρούσα μετάφραση δεν θα μπορούσε παρά να αφιερωθεί στη συντροφιά της οδού dei Mille στο Termini (ξέρουν αυτοί…), αλλά και σ’ εκείνες από San Lorenzo, Garbatella, Ostia, Torre Maura, Pigneto, Marranella-Torpignattara.., σε όλους τους συνταξιδιώτες και τις συνταξιδιώτισσες μέσα σ’ εκείνο το κατειλημμένο τραίνο “εκείνη τη φορά που γυρνούσαμε από τη Φλωρεντία. Όταν βρήκαμε άπειρους μπάτσους να μας περιμένουν στο σταθμό Roma Tiburtina”, σε όλους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες στη ρωμαϊκή μητρόπολη που είχαμε την τύχη να μοιραστούμε “νιότη και φιλία, χαρά και οργή, δρόμο και αγώνα που είναι ο μόνος δρόμος για μια ζωή που αξίζει να βιωθεί”.

Σ’ εκείνους κι εκείνες που ήταν, είναι και θα είναι.

Σ’ εκείνους κι εκείνες που παρ’ όλα αυτά θα έρθουν…

Καλή ανάγνωση.

Λ.Β.
Αθήνα, Μάης 2019