Εκδηλώσεις – Βιβλιοπαρουσιάσεις: “Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα”, με τη συμμετοχή του συγγραφέα Πασκουάλε Αμπατάντζελο [Αθήνα 7 & Πάτρα 8/10].

Εν όψει των Εκδηλώσεων – Βιβλιοπαρουσιάσεων με συμμετοχή του συγγραφέα Pasquale Abatangelo [*] της αυτοβιογραφίας του «Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα. Μια ιστορία της δεκαετίας του ’70» (Εκδόσεις Διάδοση) σε Αθήνα (Παρασκευή 7/10 στις 19.00 στο red n’ noir) & Πάτρα (Σάββατο 8/10 στις 19.00 στο δημοτικό Μέγαρο Λόγου & Τέχνης).

Κοινοποίηση ανάρτησης της ελληνικής μετάφρασης από το aenaikinisi.wordpress.com ενός κειμένου για το βιβλίο, γραμμένο προ πενταετίας από τον Salvatore Ricciardi [**], έναν ξεχωριστό προλετάριο, σεμνό κομμουνιστή και παντοτινό αντάρτη που έφυγε από τη ζωή -έπειτα από ένα μήνα νοσηλείας- στις 9/4/2020 στη γενέτειρα του Ρώμη, έπειτα από τον βαρύτατο τραυματισμό του, μετά την πτώση του από μεγάλο ύψος, καθώς σκαρφάλωνε ψηλά, στα ογδόντα του -εν μέσω πανδημίας και καραντίνας- για να κρεμάσει πανό αλληλεγγύης στους αγωνιζόμενους και εξεγερμένους και τις αγωνιζόμενες και εξεγερμένες, κρατούμενους και κρατούμενες των ιταλικών φυλακών…

Ciao Pasquale,

Eυχαριστώ για το βιβλίο σου.

Σε ευχαριστώ για το γεγονός ότι μας έφερες ξανά, με την προσεκτική και πιστή διήγηση σου, στα χρόνια με τις ισχυρότερες αγάπες μας, τα χρόνια του μεγάλου πάθους, εκείνα τα πάθη και εκείνο το ζήλο που μας επέτρεψαν να επιφέρουμε μια πρόκληση στην καπιταλιστική τάξη σε μια κοινωνία με ένα σύστημα οικονομικό και στρατιωτικό που την τοποθετούν στην έβδομη θέση μεταξύ των δυνάμεων . Eκείνη τη δυνατή φλόγα και την ζέση που αντιτίθεται για τα καλά στην σημερινή εποχή που είναι γεμάτη αδύναμο και θλιβερό ζήλο, μηδέν πάθος, εποχή δίχως φλόγα που θα ήθελε να αποτελέσει παγίδα για τις νέες γενιές, καθιστώντας τες υπάκουες. Ατονία, νωθρότητα, αποχαύνωση που δεν διασπάστηκε ούτε για λίγο από τα υπερβολικά αναμνηστικού τύπου τελετουργικά των 40 χρόνων από το κίνημα του ’77.

Διαβάζοντας σε ένιωσα στο πλευρό μου, μαζί με πολλούς άλλους, να πηγαινοερχόμαστε ξανά εκείνα τα σκονισμένα βήματα στο πλακόστρωτο από τραχύ τσιμέντο, τραχύ σαν την ατμόσφαιρα που αναπνέαμε στις «ειδικές». Ξανά στα κελιά, να ξυπνάμε την αυγή απ’ τα ψαξίματα και τους ελέγχους (perquise) ή από τις ξαφνικές αναχωρήσεις (sballi), στις συγκρούσεις με τους φρουρούς, στα σχέδια απόδρασης, στους συνεχείς ιδεασμούς γι απόπειρες απόδρασης συχνά αποτυχημένες ή που κατέρρευσαν την τελευταία στιγμή ή, μερικές φορές, στις πετυχημένες απόπειρες, να κρύψουμε στις πιο απροσδόκητες θέσεις όλα εκείνα που θα προσπαθούσαμε να ανακτήσουμε αργότερα και που μας έρχονταν απ’ έξω, επινοώντας ευφάνταστους τρόπους. Στις επιστολές που γράφαμε κουρνιασμένοι στην κούνια και σε εκείνες τις αναμονές περπατώντας πέρα δώθε την ώρα του προαυλισμού, όταν στη φωνή του φρουρού «ταχυδρομείο» ορμούσαμε προς την πόρτα όπου μας μοίραζαν τα γράμματα ήδη σε μεγάλο βαθμό λογοκριμένα. Στα βιβλία, στις ομάδες μελέτης, στις σημειώσεις που γράφαμε με χαρακτήρες πολύ μικρούς σε ξεχαρβαλωμένα τετράδια από τις συνεχείς μετακινήσεις και έρευνες, ή και στα μηνύματα τα γραμμένα στα χαρτάκια των τσιγάρων για να τα κάνουμε αόρατα στους φρουρούς. Στην ακατανίκητη επιθυμία να μάθουμε, με την πεποίθηση ότι θα έπρεπε να υπάρχει ένας τρόπος κι ένας δρόμος που να αντιστοιχεί στην επιθυμία μας να πραγματοποιήσουμε μια κοινωνία διαφορετική από εκείνη που μας είχε αναγκάσει να την μισούμε τόσο πολύ ώστε να θέλουμε να την ανατρέψουμε.

Εκείνα τα ισχυρά πάθη, στην κορυφή η αλληλεγγύη, είναι το κόκκινο νήμα της αφήγησης σου, επειδή ήταν η ταυτότητά μας εκείνα τα χρόνια, μέσα και έξω. Τέτοια η ισχύς τους που κατάφεραν να μολύνουν οποιονδήποτε ήρθε εντός εμβέλειας, με την προϋπόθεση από την ίδια πλευρά του ταξικού οδοφράγματος.

Όλες και όλοι εμείς προερχόμασταν από διαφορετικά περιβάλλοντα και η αφήγηση σου εμφανίζει με τον καλύτερο τρόπο εκείνα τα κοινά χαρακτηριστικά που έφεραν τόσο κοντά διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα ώστε να μοιάζουν με μια αδελφοσύνη. Αλλά δεν είναι, όπως λένε σε ορισμένα μέρη, μια συνάντηση μεταξύ «απογόνων του ’68» μικροαστών διανοούμενων και «ληστών» κακοποιών του δρόμου, που ξεπήδησε για να ικανοποιήσει την περιέργεια, σχεδόν νοσηρή, ανάμεσα σε αντιτιθέμενα άκρα. Φυσικά και όχι! Εάν ένα χαρακτηριστικό έχει εξέχουσα θέση στα κινήματα της δεκαετίας του εβδομήντα ήταν ότι δεν χρειάστηκαν ποτέ, μέσα στην ανάπτυξη της σύγκρουσης τους μικροαστούς διανοούμενους, δεν είχαν την ανάγκη τους ούτε για μια στιγμή. Σίγουρα, υπήρξαν και προσπάθησαν να κατευθύνουν εκείνα τα θυελλώδη κινήματα, αλλά, δίχως να τα καταφέρουν, λίγο αργότερα εγκατέλειψαν, ή είχαν ένα τελείως περιθωριακό ρόλο. Εκείνοι που συνέχισαν, με αυτή την αδρότητα που χαρακτηρίζει την τάξη απ’ όπου προέρχονται, ήταν οι εργάτες, η νεολαία των προλεταριακών συνοικιών, οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες, και επίσης φοιτητές που προέρχονταν από προλεταριακές πραγματικότητες, κάνοντας και λάθη, αλλά σίγουρα όχι για να ακολουθήσουν τις οδηγίες του ιδεολόγου της βάρδιας. Ως εκ τούτου η συνάντηση με το παράνομο προλεταριάτο δεν υπήρξε η δελεαστική ανακάλυψη των βαρεμένων παιδιών-του-μπαμπά σε αναζήτηση περιπετειωδών συγκινήσεων και ανατριχίλας, αλλά η αναπαραγωγή αυτού που συνέβαινε στις γειτονιές, στα προάστια. Έχω ήδη μιλήσει για το πως στους Σιδηροδρόμους, στις αρχές της δεκαετίας του Εξήντα, ήταν ευρέως διαδεδομένες παράνομες πρακτικές για τη στήριξη των εργαζομένων συναδέλφων που είχαν υποστεί ατύχημα, το ίδιο και στα εργοτάξια των κατασκευών, μα ήταν πρακτική διαδεδομένη και σε άλλους εργατικούς τομείς απασχόλησης. Περίεργα που σπάνια συμβαίνουν σε κοινωνίες κατακερματισμένες στις οποίες κάθε κοινωνική ομάδα, σήμερα όλο και περισσότερο, κλείνεται στον μικρόκοσμο του συγκεκριμένου επαγγέλματος. Περίεργα που όταν εμφανίζονται, μας λένε ότι βρισκόμαστε στην παρουσία πιθανότητας μεγάλων αλλαγών που θα αφήσουν εποχή. Και εμείς, αυτό το ασυνήθιστο μείγμα της διαφορετικότητας, δεν αφήσαμε να μας επηρεάσει ο «μύθος» της νομιμότητας, όπως κινδυνεύουν οι άνθρωποι να επηρεάζονται σήμερα.

Δεν είχαμε βεβαιότητες, εκτός από εκείνη του να θέλουμε να φέρουμε την επανάσταση, να φέρουμε τα πάνω κάτω στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, δεν είχαμε προεπιλεγμένες διαδρομές, ούτε προγραμματισμένα στάδια, φάσεις. Ούτε άκαμπτες και προκατασκευασμένες θεωρίες που να μας καθοδηγούν μηχανικά στη δράση, μάλλον το αντίθετο, ήταν η δράση που υπαγόρευε τις θεωρητικές επιλογές. Τουλάχιστον όσο κράτησε η επίθεση! Το σκοτάδι ήρθε όταν άλλαξε πρόσημο, όταν η επίθεση εξόκειλε, όταν η προέλαση προσάραξε. Εκείνη την εποχή υπήρξε μια εξάπλωση των θεωριών που χτίστηκαν επάνω σε πραγματικότητες που φανταστήκαμε, εκεί ήταν η αρχή της ήττας. Εμείς, όπως και όλα τα κινήματα εκείνων των χρόνων, κινήματα που πίστευαν ακράδαντα πως δάγκωναν απτά την πραγματικότητα, θελήσαμε να ξεκινήσουμε ένα ταξίδι σκληρό χωρίς να έχουμε βεβαιότητες των αποτελεσμάτων του, ούτε συγκεκριμένα σημεία άφιξης. Θέλαμε να αλλάξουμε το υπάρχον που τρέφονταν με εκμετάλλευση και καταπίεση, που παρήγαγε πολέμους και καταστροφές, που ταμπουρώνονταν περιτριγυριζόμενο από τείχη, φυλακές, ψυχιατρεία και αποξένωση, αλλοτρίωση.

Όλα αυτά για εμάς ήταν ο κομουνισμός, ένας κομουνισμός σε κίνηση, ένας κομουνισμός σαν κίνημα που μεταμορφώνει το παρόν. Η διαδρομή εκείνου του κινήματος στόχευε στην ριζική αλλαγή του παρόντος, στην κατάργηση του καπιταλιστικού συστήματος και του Κράτους του όπως επίσης και του νομικού οπλοστασίου του. Σκεφτείτε πόσο θα μπορούσαν να μας ενδιαφέρουν οι φράχτες που ήταν χτισμένοι πάνω στο μύθο της νομιμότητας; Ο στόχος μας ήταν το χτίσιμο μιας άλλης κοινωνίας που έπρεπε να εφεύρουμε, να την επινοήσουμε απ’ την αρχή, βασισμένη όμως στην άμεση δημοκρατία του προλεταριάτου. Αυτή την διαδρομή ονομάζαμε κομουνισμό.

Έκανες μια εξαιρετική δουλειά, Pasquale, επιστρέφοντας μας με ειλικρίνεια την αλληλεγγύη η οποία έφτανε μέχρι τη συνενοχή, που μας χαρακτήριζε, φαίνονταν, πολλές φορές, σε εκείνο το είδος αγώνα που γίνονταν για την ανάληψη της ευθύνης, μπροστά στον επικεφαλής της φρουράς που παρατάσσονταν για τον ξυλοδαρμό μας ή τιμωρία σοβαρή, απέναντι σε ένα γεγονότος που είχε παραβιάσει την αυστηρή τάξη του εγκλεισμού. Μια αλληλεγγύη που συνοδεύονταν από μια ακραία εμπιστοσύνη, του ενός προς τον άλλο και όλων προς όλους. Εμπιστοσύνη τόσο σημαντική που, στο αντίθετο της εξέφρασε, κατά τη λήξη του επιθετικού κύκλου, έναν καταστροφικό θυμό προς όλους εκείνους που πρόδιδαν την εμπιστοσύνη αυτή. Και συνέβη, δυστυχώς συνέβη στιγμές θυμού καταστροφικού εξερράγησαν μέσα μας. Αυτό έγινε ανοίγοντας τεράστια ερωτήματα. Συνέβη με αποτελέσματα εμπαθούς θρυμματισμού και αγριότητας απέναντι σε αδύναμους συντρόφους μας μπροστά στις πιέσεις του εχθρού. Έγιναν τα πάντα και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ήταν δυνατόν να μην είχαν συμβεί όταν ξεκινά μια διαδικασία και τίθενται στόχοι, όπως αυτοί που θέσαμε, να έρθουμε αντιμέτωποι και να συγκρουστούμε με τις πιο ισχυρές δυνάμεις που η ανθρωπότητα έχει δει ποτέ, για να τους νικήσουμε, να τους καταρρίψουμε και να μετατρέψουμε τον κόσμο στον οποίο ζούμε.

Ειδική φυλακή του Trani, η εξέγερση, οι Gis των καραμπινιέρων με τα ελικόπτερα και οι ριπές με τ’ αυτόματα, ο ολοκληρωτικός ξυλοδαρμός, στη συνέχεια η επανέναρξη του αγώνα αν και μαύροι απ’ το ξύλο, η αναχώρηση για Nuoro, η τιμωρητική Badu ‘e Carros,και η συνέχεια… Όμορφες στιγμές! Έτσι κι αλλιώς οι μπουνιές ξεχνιούνται, κάποιες μελανιές, ουλές εδώ κι εκεί που ούτε φαίνονται, αλλά οι όμορφες σχέσεις δεν ξεχνιούνται, τις θυμάσαι, και πως! Και είναι το αλάτι της ζωής.

Ένα τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να προσθέσω, και αφορά από πλησιέστερα την ενδιαφέρουσα εμπειρία σου: από περιθωριοποιημένο παράνομο σε κομμουνιστή μαχητή. Θα είναι δυνατό κάτι τέτοιο σήμερα; Πρέπει να Είναι! Φυσικά, σήμερα οι ληστές, οι παράνομοι δεν είναι εκείνοι οι αντάρτες των νεανικών σου χρόνων, το ξέρουμε, αλλά σήμερα, οι εργατικές δυσκολίες και κυρίως μισθολογικές, αναγκάζουν πολλούς εργαζόμενους, σε διάφορους τομείς, να πρέπει να στρογγυλέψουν το κοκαλιάρικο εισόδημα τους με μια δεύτερη δουλειά, εκείνη που καταφέρνουν να βρουν. Τι βρίσκουμε σήμερα; Μπορεί να συμβεί, και συμβαίνει πολύ συχνά, οι εργάτες και οι προλετάριοι πρέπει να «στρογγυλεύουν» τους πενιχρούς μισθούς με παράνομες δραστηριότητες, γιατί αυτές βρίσκονται, κάποιες άλλες όχι. Είναι προϋπόθεση της ύπαρξής τους, ετούτων και αυτών που εξαρτώνται από αυτούς, και δεν μπορούν να περιμένουν. Από εδώ επαναλαμβάνω αυτό που έχω προτείνει εδώ και αρκετό καιρό, μέχρι τώρα δεν μ’ έχουν ακούσει: να απαλλαγούμε από τη συνήθεια της νομιμότητας, να την πετάξουμε μακριά και να αντιμετωπίσουμε μαζί με αυτούς τους προλετάριους το πρόβλημα του πώς να οργανώσουμε όλους και όλες όσους εργάζονται σε κάθε τομέα – ακόμη και η παρανομία είναι ένας παραγωγικός τομέας – και οι οποίοι θα έχουν να κερδίσουν ανατρέποντας αυτή την κοινωνία, επαναστατώντας εναντίον της.

Ένα βιβλίο πολύ χρήσιμο ειδικά για τα κορίτσια και τα αγόρια, στα οποία συστήνω την ανάγνωση. Ένα βιβλίο το οποίο, επαναλαμβάνω, με ενθουσίασε. Λιγότερο ενθουσιασμό ένιωσα όταν είδα να επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν την ιστορία σου / μας για να στηρίξουν τις τρέχουσες πολιτικές θέσεις. Κάθε πολιτική άποψη μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα και να επαληθευτεί στην πραγματική ζωή, αλλά αυτό γίνεται, βάζοντας το πρόσωπο μπροστά και όλα τα άλλα, διακινδυνεύοντας. Αυτή είναι η επαλήθευση. Αυτό είναι το δίδαγμα της δεκαετίας του Εβδομήντα!

Γεια σου Pasquale, a presto, σύντομα μαζί

Salvatore Ricciardi

[*] Ο Πασκουάλε Αμπατάντζελο γεννήθηκε το 1950 στη Φλωρεντία. Τελευταίο παιδί μιας πολυμελούς προλεταριακής οικογένειας με καταγωγή από τον Νότο. Τη δεκαετία του 1970, μετά από μια σειρά εμπειριών του δρόμου που θα τον οδηγήσουν αρκετές φορές στη φυλακή, συμμετέχει ενεργά στις εξεγέρσεις των προλετάριων κρατούμενων μέσα στις φυλακές και έξω από αυτές στις διαδηλώσεις της επαναστατικής αριστεράς.
Στις 29 Οκτώβρη του 1974, συλλαμβάνεται στη Φλωρεντία μετά από μια «προλεταριακή απαλλοτρίωση» των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων (ΝΑΡ) στο Ταμιευτήριο της πλατείας Αλμπέρτι. Εκεί, κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών με τους καραμπινιέρους, θα τραυματιστεί σοβαρά, ενώ δυο σύντροφοί του, ο Λούκα Μαντίνι και ο Σέρτζιο Ρομέο, έχασαν τη ζωή τους.

Συμμετέχει στις εξεγέρσεις στις ειδικές φυλακές στην Αζινάρα το 1979 και στο Τράνι το 1980. Ήταν ένας από τους δεκατρείς πολιτικούς κρατούμενους, την απελευθέρωση των οποίων είχαν ζητήσει οι Ερυθρές Ταξιαρχίες (BR) με αντάλλαγμα την απελευθέρωση του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου της Χριστιανοδημοκρατίας Άλντο Μόρο.

Από το βιογραφικό σημείωμα που περιλαμβάνεται στην έκδοση.

[**] Ο Σαλβατόρε Ριτσιάρντι γεννήθηκε το 1940 στη Ρώμη. Μετά από τεχνικές σπουδές και παράλληλη δουλειά στην οικοδομή, το ’62 θ’ αρχίσει να εργάζεται ως τεχνικός στους σιδηροδρόμους. Θα δραστηριοποιηθεί συνδικαλιστικά στη Γενική Συνομοσπονδία Ιταλών Εργαζομένων [Cgil] και πολιτικά στο Σοσιαλιστικό Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας [Psup]).

Θα συμμετάσχει ενεργά στους φοιτητικούς και τους εργατικούς αγώνες που θα ξεσπάσουν το 1968 και το ’69. Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν θα πρωταγωνιστήσει στην οικοδόμηση της αυτοοργάνωσης που αρχίζει να κερδίζει έδαφος τόσο στο σιδηροδρομικό κλάδο όσο και σ’ άλλους εργοστασιακούς χώρους. Μετά την πολύχρονη δραστηριοποίησή του στο χώρο της εργατικής αυτονομίας, το 1977 θα στρατευθεί στις Κόκκινες Ταξιαρχίες, στη ρωμαϊκή Φάλαγγά τους πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την “επιχείρηση Μόρο”. Θα συλληφθεί τον Μάρτη του 1980 και στα τέλη της ίδιας χρονιάς μαζί με συντρόφους του και άλλους συγκρατούμενούς του, θα οργανώσουν την εξέγερση στην ειδική φυλακή του Τράνι. Θα καταδικαστεί σε ισόβια και από το 1996 θα τεθεί σε καθεστώς “ημι-ελευθερίας”.

Μετά από τριάντα χρόνια εγκλεισμού και ομηρίας, από τα τέλη του 2011 [έζησε & αγωνίστηκε…] ελεύθερος χωρίς περιοριστικούς όρους.

Το 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Derive Approdi το βιβλίο του Maelstrom. Στιγμιότυπα ταξικής εξέγερσης και αυτοοργάνωσης στην Ιταλία (1960-1980), από το οποίο και ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα:

“Το κίνημα στο οποίο συμμετείχα και για το οποίο μιλάμε τώρα ήταν ένα φουσκωμένο ποτάμι αρκετά συμπαγές, αν και κολυμπούσαν μέσα του πάρα πολλά ψάρια με διαφορετικά χρώματα, διαφορετικές ιδέες και πρακτικές, συχνά εναντιωματικά μεταξύ τους. Η διαδρομή αυτού του ποταμιού στόχευε στη ριζική αλλαγή του υπάρχοντος, στην αποκαθήλωση του καπιταλιστικού συστήματος και του Κράτους του, στην οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας που έπρεπε να εφευρεθεί, βασισμένη όμως στην άμεση δημοκρατία του προλεταριάτου. Ονομάζαμε αυτή τη διαδρομή “κομμουνισμό”. Μια επαρκής προοπτική για να συνεχίσουμε να κολυμπάμε όλοι και όλες μέσα στο ίδιο ποτάμι και προς την ίδια κατεύθυνση. Και οι ένοπλες οργανώσεις δεν ήταν άλλο από χώροι αυτού του ίδιου του ποταμιού. Δεν υπήρξε, ούτε θα μπορούσε να υπάρξει, ούτε “κεντρική δομή” ούτε “ένας και μοναδικός εγκέφαλος”. Ήμασταν όλοι σκεπτόμενα μυαλά, γι’ αυτό και παράγαμε πάρα πολλά όμορφα και ανατρεπτικά πράγματα […]. Το κίνημά μας διέρρηξε κάθε δεσμό με τον εθνικισμό, ο οποίος είχε μολύνει το εργατικό κίνημα τον εικοστό αιώνα. Το βλέμμα μας αποστρεφόταν κάθε σύνορο, σηκωνόμασταν στις μύτες των ποδιών μας για να κοιτάξουμε όλο και πιο μακρυά. Την προσοχή μας τραβούσε κάθε ρήξη στο διεθνές επίπεδο, το οποίο βλέπαμε μ’ αντίστοιχο ενδιαφέρον μ’ εκείνο για την κάθε ρήξη της καπιταλιστικής τάξης στο εσωτερικό. Ήμασταν πεπεισμένοι ότι το σφιχταγκάλιασμα ανάμεσα στον κομμουνισμό και τον εθνικισμό ήταν ένα είδος εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, όπως και κάθε άλλη βασισμένη στην ταυτότητα παλινόρθωση. Αυτό το έγκλημα εμπόδισε κάθε πραγματική σχέση ανάμεσα στο κλασικό εργατικό κίνημα και το δικό μας κίνημα. Ήμασταν πιο κοντά στον “αρχικό” κομμουνισμό, τον ανταγωνιστικό και διεθνιστικό, και όχι στον εθνικό-πατριωτικό του εικοστού αιώνα. Δίναμε περισσότερη σημασία στο διεθνές πλαίσιο και τις μεταβολές του απ’ ό,τι στις εσωτερικές πολιτικές αλχημείες του “παλατιού”. Θεωρούσαμε τους εαυτούς μας κομμάτι μιας διεθνούς σύγκρουσης, αν και όντας στενά δεμένοι με τις πραγματικότητες, τις εδαφικοποιημένες κι εκείνες στους χώρους δουλειάς […]. Οι μνήμες φυσικό είναι να βαραίνουν το φορτίο του παρελθόντος, να αφήνονται πίσω, να μη σου ανήκουν πια. Όχι. Τα γεγονότα αυτών των σελίδων, οι επιλογές εκείνου του κομματιού της γενιάς μου, τουλάχιστον όσο μ’ αφορά προσωπικά, δεν είναι βαλμένες στο σακούλι του παρελθόντος. Ζω μαζί τους. Είναι το παρόν, για εμένα. Δεν κάνω τα πράγματα που έκανα τότε, αλλά δεν τα πέταξα και μακριά μου με απέχθεια, απογοήτευση και τύψεις. Με συντροφεύουν, με βοηθάνε στη δύσκολη φουσκοθαλασσιά των καιρών που ζούμε. Λένε μερικοί: να κλείσεις πίσω σου για να πας παραπέρα. Θα μπορούσε να γίνει και αυτό, αλλά θα ήταν απαραίτητη πρώτα μια ανοιχτή και ευρεία συζήτηση, χωρίς διαστρεβλώσεις και προκαταλήψεις, που αποτελούν και το καθημερινό ψωμί αυτής της χώρας […].

Απόσπασματα από τη μπροσούρα “Salvatre Ricciardi. Τι σήμαινε να είσαι 20 χρονών το 1960… Με το άλφα μικρό. Μια ζωή για την προλεταριακή αυτονομία” (Προλεταριακή Πρωτοβουλία. Αθήνα, 2015) & Salvatore Ricciardi [1940-2020] Πάντα Παρών! Ο χαιρετισμός του Σάντε Νοταρνικόλα & άλλο “ενδιαφέρον υλικό”” (Απρίλης 2021)

Γένοβα 2001 – Παρίσι 2022. Διεθνιστική Αλληλεγγύη στο σύντροφο Vincenzo Vecchi.

 

ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΑΜΙΑ ΤΥΨΗ

Από την μετεκλογική (όλο και πιο όλα δεξιά…) Ιταλία, λάβαμε από συντρόφους & συντρόφισσες στο Μιλάνο, μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε, ως μια ελάχιστη ένδειξη Διεθνιστικής Αλληλεγγύης στον σύντροφο Βιντσέντζο Βέκκι που 20 και πλέον χρόνια μετά τη Μάχη της Γένοβας ενάντια στους G8 -κατά τη διάρκεια της οποίας έπεσε μαχόμενος ο σύντροφος Κάρλο Τζουλιάνι- βρίσκεται στο στόχαστρο της διακρατικής-ευρωενωσίτικης καταστολής, κατηγορούμενος για τη συμμετοχή του σ’ εκείνες τις μαζικές & πολύμορφες κινητοποιήσεις ενάντια στους αρχόντους του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού κάτεργου (που εδώ και σχεδόν μισό αιώνα ανεβάζει διεθνώς στροφές…) & του (όλο και πιο πυρακτωμένου από τότε…) ιμπεριαλιστικού σφαγείου..

Προλεταριακή Πρωτοβουλία
Αθήνα, Οχτώβρης 2022

ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΙΚΟΣΑΕΤΙΑ ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΤΟ G8 ΣΤΗ ΓΕΝΟΒΑ ΤΟΥ 2001, ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΚΡΙΝΕΤΑΙ Η ΤΥΧΗ ΤΟΥ VINCENZO VECCHI.

Καταζητούμενος στην Ιταλία επείδη διαδήλωσε την εναντίωση του στους ισχυρούς της Γης. Καταδικασμένος το 2012 σε μια ποινή τόσο βαριά όσο και εξοντωτική, όπως άλλωστε συνέβη με όλους τους καταδικασμένους για τη Γένοβα του 2001.
Συνελήφθη στη Γαλλία τον Αύγουστο του 2019, μετά από μια δεκαετία δικαστικών διαδικασιών και έπειτα από σχεδόν άλλα τόσα χρόνια φυγοδικιάς. Ο Βιντσέντζο βρίσκεται τώρα ελεύθερος, χάρη στις αλληλέγγυες κινητοποίησεις που -έπειτα από τη σύλληψη του- πύκνωσαν στη Γαλλία.

Μετά από μερικές θετικές δικαστικές αποφάσεις των γαλλικών δικαστηρίων, με τις οποίες δεν γινόταν δεκτή η κατηγορία περί “λεηλασίας και καταστροφής” που επιστρατεύτηκε από τους ιταλούς δικαστές, έπειτα από μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου υπάρχει τώρα απτός ο κίνδυνος της ανατροπής της γαλλικής απόφασης για μη έκδοση του Βιντσέντζο στην Ιταλία.

Γι’ αυτό το λόγο, η ελευθερία του βρίσκεται εκ νέου σε κίνδυνο και οι επιτροπές Αλληλεγγύης έχουν επιστρέψει και πάλι στους δρόμους.

Ως συγγενείς, φίλοι και σύντροφοι του Βιντσέντζο

ΚΑΛΟΥΜΕ ΟΛΟΥΣ ΟΣΟΥΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΚΑΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ 1Η ΟΚΤΩΒΡΗ ΜΕ ΚΑΘΕ ΤΡΟΠΟ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΜΕ ΜΙΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ, ΕΝΑ ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ, ΜΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΠΑΝΟ, ΜΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΑ Η’ ΕΝΑ ΣΥΝΘΗΜΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΥΣ.

(Αν μπορείς επικοινώνησε μαζί μας τις προθέσεις σου και -αν είναι εφικτό- στείλε μας εικόνες για να τις μοιραστούμε με τις επιτροπές Αλληλεγγύης στη Γαλλία, στην ακόλουθη διεύθυνση: info@sosteniamovincenzo.org)

ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ, ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ 8 ΟΧΤΩΒΡΗ ΣΤΙΣ 15.00 ΣΤΗΝ PORTA GENOVA

Για να υπερασπιστούμε τα προτάγματα εκείνων που κατέβηκαν τότε στους δρόμους της Γένοβας, τα οποία σήμερα είναι ακόμα πιο δίκαια και επείγοντα.

Για να επιστρέψουμε τις κατηγορίες στους κυβερνώντες που δεν πρέπει ν’ αφήνονται σε ησυχία, όσο λεηλατούν και καταστρέφουν τον πλανήτη στον οποίο ζούμε.

Για να εναντιωθούμε ενάντια σε μια ευρωπαϊκή δικαιοσύνη, υπό την ομηρία των εμπορικών & στρατιωτικών συμφερόντων.

Για να υπενθυμίσουμε πως η φυλακή δεν μια λύση αλλά ένα πρόβλημα.

ΚΑΜΙΑ ΕΚΔΟΣΗ, ΚΑΜΙΑ ΦΥΛΑΚΗ!
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΝ ΒΙΤΣΕΝΤΖΟ, ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ & ΟΛΕΣ!

Συνέλευση Συμπαράστασης στον Βιτσέντζο
Μιλάνο, 18 Σεπτέμβρη 2022

[περισσότερες πληροφορίες (στα ιταλικά) στο www.sosteniamovincenzo.org ]

Μικρασία 1919-1922: Εκστρατεία -Καταστροφή- Προσφυγιά -“Αποκατάσταση”

Σημειώσεις για την ιμπεριαλιστική εκστρατεία της Αντάτ στην καταρρέουσα οθωμανική Αυτοκρατορία & το τέλος της μεσοπολεμικής “Μεγάλης Ιδέας” του ελληνικού Αστισμού

Το παρόν επετειακό κείμενο της Κίνησης της Βιολέττας γράφτηκε και εκδόθηκε, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, ως μια συμβολή στην Εκδήλωση – Συζήτηση “Από την ιμπεριαλιστική εκστρατεία της Αντάτ για τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1919) στην Μικρασιαστική Καταστροφή και το Τέλος της Μεγάλης Ιδέας (1922)” που διοργανώθηκε από την Ταξική Αντεπίθεση (ομάδα Αναρχικών – Κομμουνιστ(ρι)ών), στο πολιτικό χώρο της (Καλιδρομίου 49, Εξάρχεια) στις 29/9/2022. Για τη συγγραφή του αντλήθηκαν στοιχεία και πληροφορίες (μεταξύ άλλων) από συντροφικά προφίλ και τη σελίδα στο FB του εργατικού περιοδικού – μαρξιστικής επιθεώρησης Praxis Review.

Κίνηση της Βιολέττας (ΚτΒ)
Αθήνα, Σεπτέμβρης 2022
για επικοινωνία: violetta@espiv.net

Ι. Εκστρατεία – Καταστροφή

«Μικρασιατική Εκστρατεία, έγκλημα ή παραφροσύνη; Με τα μάτια μας είδαμε το ψέμμα το εθνολογικό: οι Έλληνες δεν αποτελούσαν σ’ όλες εκείνες τις περιφέρειες ούτε το ένα πέμπτο και στα μέρη που είσαν πιο συγκεντρωμένοι δεν έφθαναν ούτε στο ήμισυ του άλλου πληθυσμού. Με τα μάτια μας είδαμε να πέφτουν και να σακατεύονται τ’ αδέρφια μας κατά δεκάδες χιλιάδες, συρμοί ατέλειωτοι και καραβάνια να διατρέχουν τη χώρα εκείνη του θανάτου και του στεναγμού, γεμάτα από σαπισμένα κρέατα και πηχτό αίμα»

Απόσπασμα από τις Αποφάσεις του 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατού (1924) [1].

Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα… [2]: αυτά τα μακιαβελικά λόγια που φέρεται να εκστόμισε ο Αριστείδης Στεργιάδης, ύπατος αρμοστής της (υπό ελληνική διοίκηση [3]) Σμύρνης, λίγο πριν την κατάρρευση του μετώπου του εκστρατευτικού σώματος στα βάθη της Ανατολίας που ολοκληρώθηκε με την καταστροφή αυτής της παραλιακής πολυπολιτισμικής μητρόπολης, μπορεί να θεωρηθεί ως μια επιτομή της κυνικής πολεμοκαπηλίας με την οποία χειρίστηκε (προς εξυπηρέτηση των μεγαλοϊδεατισμών της αλλά πάνω απ’ όλα των συμφερόντων των ιμπεριαλιστικών Μεγάλων Δυνάμεων της Αντάτ) η ελληνική μεσοπολεμική Αστική Τάξη & το Κράτος της, τον -κατά τ’ άλλα…- “αλύτρωτο Ελληνισμό της Μικράς Ασίας”.

Μια κυνική πολεμοκαπηλία που ακολούθησε την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, την Πρωτομαγιά του 1919, η οποία δεν υπήρξε διόλου «ειρηνική» (όπως ψευδώς αφήνει να εννοείται η εγχώρια καθεστωτική ιστορική βιβλιογραφία), αλλά συνοδεύθηκε με πράξεις βαρβαρότητας, πλιατσικολογήματος, καταστροφών, βιασμών, βασανιστηρίων και δολοφονιών αμάχων. Τα συγκεκριμένα εγκλήματα πολέμου αποτέλεσαν το ιδανικό άλλοθι για την αντίστοιχη βαρβαρότητα του τουρκικού εθνικισμού και οδήγησαν στην καταστροφή, το θάνατο και την προσφυγιά, η οποία και επισφραγίστηκε με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής “σύμβασης ανταλλαγής πληθυσμών” , τον Ιανουάριο του 1923 στη Λοζάνη [4].

Με αυτή την απόβαση και την ακόλουθη εκστρατεία του, το ελληνικό Κράτος περνώντας δια πυρός και σιδήρου, με πρόσχημα την υπεράσπιση των λεγόμενων “αλύτρωτων αδελφών” από την καταρρέουσα οθωμανική κυριαρχία, αναλαμβάνανε το ρόλο του ιππικού για τη διατήρηση και τη διασφάλιση των μονοπωλιακών ενεργειακών (και ευρύτερων γεωπολιτικών) συμφερόντων της βρετανικής αποικιοκρατίας [5].
Έπειτα, όταν στα πεδία των μαχών βρισκόταν προς των πυλών η συντριβή αυτών των μεγαλοϊδεατικών “ονείρων θερινής νυκτός”, με αυτά τα προαναφερθέντα λόγια του, το δεξί χέρι του Ελ. Βενιζέλου, καθισμένο στην καρέκλα του ύπατου αρμοστή, δεν μίλαγε μονάχα με το δικό του στόμα, αλλά και μ’ εκείνο των σαφών εντολών που είχε λάβει από τον αντιβενιζελικό πρωθυπουργό Γούναρη για την “αποφυγή δημιουργίας προσφυγικού ζητήματος”.

Ενδεικτικό αυτής της βρώμικης πολεμοκάπηλης πολιτικής του ελληνικού Κράτους, είναι και το γεγονός ότι στις 20/7/1922, μόλις ένα μήνα πριν την τελική αντεπίθεση των Νεότουρκων του Κεμάλ Ατατούρκ, η Βουλή είχε υπερψηφίσει ομόφωνα το νόμο 2870 “περί παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις τους Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής”. Κι όταν τελικά, στις 27 Αυγούστου δόθηκε η εντολή εκκένωσης της Μικράς Ασίας, και οι “πατρίδες” που μέχρι τότε ονομάζονταν από την πολεμική προπαγάνδα του αθηναϊκού αστικού Τύπου “αλύτρωτες” γίνανε “χαμένες”, με τους μέχρι πρότινος “αλύτρωτους αδελφούς” να μετατρέπονται μια για πάντα σ’ ένα προσφυγικό λαό, αυτό το καθεστωτικό ιδιοτελές κάθαρμα, ως γνήσιος εκπρόσωπος της δολοφονικής και εκμεταλλεύτριας Τάξης που εκπροσωπούσε, αφού πρώτα διέταξε “να συσκευασθώσιν τα αρχεία”, τόνισε πως η διαταγή έπρεπε να κρατηθεί “απολύτως μυστική από (τον) πληθυσμόν” και έπειτα αναχώρησε από τους πρώτους, με θωρηκτό της “προστάτιδας, σύμμαχης και φίλης” Μεγάλης Βρετανίας… [6]

Αν κάτι είναι βέβαιο αυτό είναι το αναντίρρητο γεγονός πως πάνω στις στάχτες της Σμύρνης, μέσα από το θάνατο χιλιάδων και πάνω στο πετσί εκατομμυρίων άλλων ανθρώπων που αναγκάστηκαν -και στις δυο πλευρές του Αιγαίου- να ξεριζωθούν από τις πατρογονικές εστίες τους, γράφτηκε το αιματοβαμμένο τέλος της μεσοπολεμικής “Μεγάλης Ιδέας” περί της “Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”.

Το τέλος ενός αντιδρ-αστικού ιδεολογήματος που καθόρισε και κράτησε ενωμένες (αν και διχασμένες) τις τύχες των δυο μεγάλων πολιτικών παρατάξεων (των Βασιλικών και των Βενιζελικών) του ελληνικού Αστισμού στις αρχές του 20ου αιώνα. Ένα τέλος που επισφραγίστηκε με τη λεγόμενη “Δίκη των 6”. Αν και οι κατηγορούμενοι στρατιωτικοί, πρωθυπουργοί και υπουργοί που συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν σε έκτακτο στρατοδικείο ως “πρωταίτιοι εσχάτης προδοσίας” ήταν 8 (Μ. Γούδας, Γ. Μπαλτατζής, Ξ. Στρατηγός, Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, Ν. Θεοτόκης, Π. Πρωτοπαπαδάκης), εν τούτοις αυτή η δίκη σκοπιμότητας (που αποτέλεσε μια βενιζελική απόπειρα εμπέδωσης της κίβδηλης αντίληψης σύμφωνα με την οποία “η Ελλάς δεν ηττήθη αλλά επροδόθη”…), έμεινε στην πολιτική ιστορία με τον αριθμό όσων τελικά εξ’ αυτών καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού στο Γουδί στις 15/11/1922, ρίχνοντας έτσι τίτλους τέλους σε αυτό το αντιδρ-αστικό ιδεολόγημα.

Άξιο ιστορικής αναφοράς είναι το γεγονός ότι προ δωδεκαετίας, (σχεδόν) έναν αιώνα μετά, τον Οκτώβριο του 2010, η αστική “δικαιοσύνη” της Γ’ Ελληνικής “Δημοκρατίας” μέσω του Άρειου Πάγου της -έπειτα από προσφυγή για “αναψηλάφηση της δίκης” που κατέθεσε ένας εκ των συγγενών των εκτελεσμένων αξιωματούχων και παρά την παράσταση πολιτικής αγωγής από την Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος για την απόρριψη της ως νομικά αβάσιμης- έκρινε τελικά αθώο όχι μονάχα τον μακαρίτη πρόγονο του ενάγοντα, άλλα και τους άλλους πέντε συγκατηγορουμένους του. Μια “αναψηλάφηση” και μια απόφαση που αποδεικνύει (αν μη τι άλλο) ότι το ενιαίο κόμμα των αφεντικών, δηλαδή το αστικό Κράτος δεν παραλείπει (έστω και με χρονοκαθυστέρηση…) να “αποκαταστήσει” την υστεροφημία εκείνων των αξιωματούχων υπηρετών του, τους οποίους -κατά καιρούς- αναγκάζεται να θυσιάσει στο βωμό της διαιώνισης της ταξικής κυριαρχίας του.

Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τις όποιες δικαστικές ετυμηγορίες, πρόκειται για μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο του (απο τη σύσταση του υπερχρεωμένου και εξαρτημένου) ελληνικού εθνοκρατικού σχηματισμού, την περίοδο του λεγόμενου “Εθνικού Διχασμού”, που έκλεισε βουτηγμένη στο αίμα, μέσα στη δυστυχία και τον ξεριζωμό.

Η άφιξη στη “μητέρα πατρίδα” περίπου 1,5 εκατομμυρίου ανθρώπων όλων των ηλικιών, από τη Μικρασία, μαζί με την αντίστοιχη αναχώρηση περίπου μισού εκατομμυρίου τουρκόφωνων μουσουλμάνων από την Ελλάδα, θ’ αλλάξει αισθητά την πληθυσμιακή σύνθεση και την ανθρωπογεωγραφία, τους κοινωνικούς-ταξικούς συσχετισμούς και τις πολιτικές ισορροπίες στη χώρα. Ένα τέλος εποχής που θα σημάνει την έναρξη μιας άλλης αιματοβαμμένης ιστορικής περιόδου, η οποία και θ’ αποτελέσει εκείνη κατά τη διάρκεια της οποίας θα γραφτούν στους δρόμους και τις πλατείες, στους χώρους δουλειάς και τις συνοικίες, στις απεργίες και τις φυλακές, στις διαδηλώσεις και τα πεδία των μαχών στις πόλεις και τα βουνά, μερικές από τις ενδοξότερες αλλά και (από τις πλέον) τραγικές σελίδες της εργατικού – λαϊκού, κομμουνιστικού – αντιφασιστικού κινήματος και των επαναστατικών πολιτικών δυνάμεων του (ντόπιου και προσφυγικού) εργαζόμενου λαού αυτού του τόπου. Ένας ιστορικός κύκλος Αντιστάσεων & Αγώνων για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, που μετά την 4η Αυγούστου του 1936 και την επιβολή -με τη συγκατάθεση του βασιλιά Γεωργίου Β’- του μοναρχοφασιστικού καθεστώτος του Ι.Μεταξά, θα ολοκληρωθεί με το τέλος της γερμανικής ναζιστικής Κατοχής (1941-44) και την Απελευθέρωση με τα ΕΛΑΣίτικα παρτιζάνικα όπλα, κι έπειτα με τα Δεκεμβριανά του ’44, τότε που τα βομβαρδιστικά του βρετανικού στέμματος σφυροκοπούσαν αδιάκοπα τις αθηναϊκές και πειραϊκές εργατικές προσφυγογειτονιές, οι οποίες αποτελούσαν τα “κόκκινα” προπύργια της εθνικοαπελευθερωτικής – αντιφασιστικής Αντίστασης [7], ώστε να καταπνίξουν έν τη γενέσει της αυτήν την “εξέγερση των παιδιών της γαλαρίας” (όπως την είχε χαρακτηρίσει 40 χρόνια αργότερα ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης, έντιμος δεξιός και αλληλέγγυος (μεταξύ άλλων) μεταπολιτευτικών αναρχικών πολιτικών κρατουμένων Μάνος Χατζιδάκις). Μια εξέγερση με την οποία αυτοί “οι μικροί γαβριάδες που σαν σηκωθούν υψώνουν θύελλες” (πολλοί και πολλές εκ των οποίων ήταν σάρκα από τη σάρκα αυτού του προσφυγικού κύματος), παραλίγο όντως ν΄ ανατρέψουν τα πάντα, επιβεβαιώνοντας έτσι τον τρόμο των αστών που εκστόμιζε 22 χρόνια νωρίτερα από τη Σμύρνη ο Στεργιάδης, πριν τραπεί σε ασφαλή φυγή μ’ εκείνο το θωρηκτό των Βρετανών “αφεντικών των αφεντικών του”

Αλλά αυτή, όπως κι εκείνη του “δεύτερου αντάρτικου” του ΔΣΕ (1946-49), της τελευταίας μαζικής και οργανωμένης απόπειρας για λαϊκή Επανάσταση στην Ελλάδα, η οποία ηττήθηκε στρατιωτικά (αλλά όχι πολιτικά), κάτω από τις ΗΠΑτζίδικες βόμβες ναπάλμ στο Γράμμο και το Βίτσι, από τον αμερικανοντυμένο “εθνικό” στρατό των πολιτικών (Βασιλικών και Βενιζελικών) κληρονόμων αυτής της κουρελιασμένης “Μεγάλης Ιδέας”, είναι μια άλλη ιστορία…

ΙΙ. Προσφυγιά – “Αποκατάσταση”

Όπως ήταν αναμενόμενο, το συγκεκριμένο προσφυγικό κύμα, η μαζική μετακίνηση πληθυσμών αυτών των διαστάσεων σε μια χώρα σαν την Ελλάδα των αρχών του περασμένου αιώνα, δεν μπορούσε ν’ αφήσει ανεπηρέαστο κανένα από τα πεδία της κοινωνικής ζωής της.

Διαχείριση της συντριβής της Μεγάλης Ιδέας και διαχείριση των ξεριζωμένων προσφύγων από την Ανατολία: αυτά ήταν τα δύο ακανθώδη ζητήματα που θ’ απασχολήσουν από εκείνο το καλοκαίρι του 1922 και για τα επόμενα χρόνια, την ελληνική αστική Τάξη και τους πολιτικούς (κυβερνητικούς και αντιπολιτευόμενους) υπαλλήλους της.

Οι βρώμικες μέθοδοι που χρησιμοποίησε για την επίτευξη των στόχων της δεν ήταν πρωτότυπες, ενώ εφαρμόστηκαν (πανομοιότυπες ή και παραλλαγμένες) και σε επόμενες (πιο πρόσφατες) φάσεις της τυχοδιωκτικής ιστορικής διαδρομής της.
Αστεγία και ανέχεια. Φτώχεια και δυστυχία. Πείνα και εκμετάλλευση. Ασθένειες διαφόρων ειδών και πανάθλιες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας. Αυτά είναι όλα όσα “κληρονόμησαν” από τη “Μεγάλη του Έθνους Ιδέα”, όταν έφτασαν στην Ελλάδα οι Ρωμιοί και οι Ρωμιές, οι Πόντιοι και οι Πόντιες, οι Αρμένιοι και οι Αρμένισες της Μικρασίας.

Από τη μια πλευρά, υποδαύλιση του μίσους των γηγενών προς τους πρόσφυγες που μετά την άφιξη τους μετατράπηκαν μεμιάς -από την καθεστωτική προπαγάνδα- σε “τουρκόσπορους” και “παστρικές” και υποκίνηση αντιπροσφυγικών πογκρόμ [8].

Από την άλλη, στυγνός ψηφοθηρικός-πολιτικάντικος εμπαιγμός (με φρούδες υποσχέσεις για “Αποκατάσταση”) και εντατικοποιημένο ξεζούμισμα στις φάμπρικες και τα ορυχεία, στα μηχανοστάσια και τους αργαλειούς εκείνης της πρώτης (ουσιαστικής) εκβιομηχάνισης και κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης & ανάπτυξης, (τουλάχιστον) μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1930 και την έναρξη της δεύτερης παγκόσμιας πολεμικής ανθρωποσφαγής [9].

Όσον αφορά τις αντιλήψεις που επικρατούσαν εκείνα τα χρόνια στα σαλόνια της “καλής κοινωνίας των Αθηνών”, αυτές εμφανίζονται ανάγλυφες στα όσα δηλητηριώδη έγραφε στις 30/07/1928 ο εκδότης Γ. Βλάχος της Καθημερινής, η οποία και τότε (όπως άλλωστε και τώρα), πρωτοστατούσε στην αντιπροσφυγική προπαγάνδα:

«Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλέξιμους, ούτε ως πολίτας δικαιούμενους να κυβερνούν την Ελλάδα».

Μια οκταετία αργότερα, λίγους μήνες πριν τον ματωμένο Μάη της Σαλονίκης και το μοναρχοφασιστικό πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου, τον Φεβρουάριο του 1936, η αντιβενιζελική Ακρόπολις διαπίστωνε: «Οι πρόσφυγες περιλούονται με ύβρεις εμετικάς. Ονομάζονται “λεφούσι”, χαρακτηρίζονται “Τούρκοι”, απειλούνται με εξόντωσιν».

Όσο αφορά την “Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων” (ΕΑΠ) που ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 1923, με πρόεδρο της τον Αμερικάνο διπλωμάτη Ερρίκο Μοργκεντάου, αυτή λειτούργησε για μια επταετία υπό διεθνή εποπτεία, διαχειριζόμενη 8.400.000 στρέμματα γης (αγροτικών εκτάσεων και περιαστιακών ακινήτων) που τέθηκαν στη διάθεση της από το Κράτος, έχοντας για “προίκα” τα ποσά των δυο δανείων που είχαν συναφθεί για την “προσφυγική περίθαλψη και αποκατάσταση” με τους “διεθνείς πιστωτές”.

Ένα ενδεικτικό παράδειγμα, σχετικά με τον “βίο και πολιτεία” μερικών εξ’ όσων στελέχωσαν αυτόν τον οργανισμό, αποτελεί το γεγονός πως ο δημοσιογράφος Δ. Αφεντάκης, διευθυντής του γραφείου Τύπου του, ήταν ο πρώτος πρόεδρος της πρώτης ελληνικής ναζιστικής – φασιστικής οργάνωσης του Μεσοπολέμου, της «Εθνική Ένωσις Ελλάς» που ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1927 στη Σαλονίκη και έγινε γνωστή ως «Τρία Έψιλον».

Με αυτά τα δεδομένα, δεν φαντάζει διόλου τυχαίο ή παράλογο το γεγονός ότι η ζωτική ανάγκη των προσφύγων (ιδιαίτερα στις πόλεις αλλά και την επαρχία) για “να βάλουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους”, με την οποία βρέθηκαν αντιμέτωποι και αντιμέτωπες με την άφιξη τους στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσε ποτέ να καλυφθεί εξ’ ολοκλήρου από αυτό το Κράτος που είχε αναγάγει τον εμπαιγμό και την υποκίνηση του μίσους εναντίον τους σε επίσημη πολιτική πρακτική και ιδεολογία του.

Έτσι, για μια μεγάλη μερίδα προσφύγων, ιδιαίτερα για τους πιο φτωχούς ανάμεσα τους, αυτή η πρωταρχική ζωτική ανάγκη μπορούσε να καλυφθεί μονάχα μέσα από την κοινωνική Αυτοοργάνωση και την ταξική Αλληλεγγύη. Κι έτσι κι έκαναν. Σε κρανίου τόπους, χέρσα εδάφη, βάλτους και λασπώδεις εκτάσεις, με τα ίδια τους τα χέρια και με τη βοήθεια της ίδιας της κοινότητας τους, έδωσαν “αυθαίρετα” και “παράνομα” τις όποιες λύσεις μπόρεσαν στο στεγαστικό πρόβλημα τους, απέναντι και ενάντια σ’ ένα Κράτος που έφερε ακέραια την ευθύνη του ξεριζωμού τους.

Με αυτά τα δεδομένα, γίνεται αντιληπτό ότι η λέξη “αποκατάσταση” δεν αντικατοπτρίζει -ούτε κατά προσέγγιση- την πραγματικότητα. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων, πιο δόκιμη θα ήταν η χρήση του όρου της “μετεγκατάστασης” μέσα σε συνθήκες απόλυτης ένδειας, κακουχιών και εξαθλίωσης.

Σε σχέση με την υπερεκμετάλλευση μεγάλης μερίδας του προσφυγικού πληθυσμού μέσα από τη μετατροπή του σε βιομηχανικό – εργοστασιακό προλεταριάτο, αλλά και τις αντιλήψεις που έφερε μέσα της αυτή η νέα εργατική Τάξη, αξίζουν ν’ αναφερθούν τ’ ακόλουθα αποσπάσματα από κείμενο της αθάνατης κομμουνίστριας αγωνίστριας Ηλέκτρας Αποστόλου, δημοσιευμένου (με ψευδώνυμο Ηλέκτρα Σιδερίδου) στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση (ΚΟΜ.ΕΠ) στις 15/1/1934, γραμμένου το Δεκέμβρη της προηγούμενης χρονιάς στις φυλακές Αβέρωφ, σχετικού με τα οργανωτικά καθήκοντα που προέκυπταν από την κομματική δουλειά που έπρεπε ν’ αναπτυχθεί μέσα σε αυτά τα κάτεργα, με τίτλο

«Για την κατάχτηση των 10.000 υφαντουργών των Ποδαράδων”:

Ένας από τους σπουδαιότερους βιομηχανικούς κλάδους της χώρας μας είναι η υφαντουργία. Ολόκληρες χιλιάδες εργατών και εργατριών χτικιάζουν μέσα στα εργοστάσια αυτά. Ιδίως για την Αθήνα μπορεί κανείς να πει πως τα υφαντουργικά εργοστάσια είναι εκείνα που έχουνε τους περισσότερους συγκεντρωμένους εργάτες. Μέσα στα υφαντουργεία των Ποδαράδων για τα οποία ειδικά θα μιλήσω δουλεύουν περίπου 10 χιλιάδες εργάτες από τους οποίους τα 70% είναι νέοι και νέες. Οι εργάτες αυτοί ζούνε κάτω από βαριά εκμετάλλευση και η αγανάχτηση που επικρατεί ανάμεσά τους είναι μεγάλη […]

ΤΑ ΑΜΕΣΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΜΑΣ

Η κατάχτηση των υφαντουργείων των Ποδαράδων θα πρέπει να γίνει πρώτ’ απ’ όλα δουλειά ολόκληρης της οργάνωσης Ποδαράδων και όχι να φορτωθεί σε 2-3 συντρόφους. Όλοι οι πυρήνες μας θα πρέπει να το καταλάβουνε καλά αυτό. Και τώρα ας δούμε τις μέθοδες που θα μας βοηθήσουν στη δουλειά μας αυτή.
Πρώτ’ απ’ όλα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των υφαντουργών είναι γυναίκες που φοβόνται ακόμη των κομμουνισμό κ’ έχουν ένα σωρό προλήψεις. Οι ίδιες όμως αυτές εργάτριες νιώθουνε πολύ καλά την ανάγκη να παλέψουν για τα ζητήματά τους. Γι’ αυτό όλη μας η προπαγάνδα, όλη μας η δουλειά πρέπει να στηριχτεί πάνω στη δημιουργία ενός πλατιού ενιαίου μετώπου με τις εργάτριες στην οργάνωση του αγώνα για τις άμεσες διεκδικήσεις τους. Οι διεκδικήσεις αυτές θα πρέπει να διατυπωθούνε από το σωματείο απλά, απλά έτσι που να τις καταλαβαίνει και η πιο καθυστερημένη εργάτρια. Αν εμείς δώσουμε στις εργάτριες να καταλάβουν ότι ο εργοδότης τις χτυπάει και τις εκμεταλλεύεται ανεξάρτητα από το αν είναι κομμουνίστριες, βενιζελικές ή τσαλδαρικές, θα τις έχουμε πολύ σύντομα μαζί μας. Η διαφωτιστική αυτή δουλειά είναι πολύ εύκολο να γίνει στους Ποδαράδες γιατί εκεί κάθε σπίτι σχεδόν έχει κι έναν υφαντουργό. Φτάνει μονάχα να γίνει δουλειά όλων των συντρόφων. Πρώτο μας λοιπόν καθήκον είναι να πείσουμε τους υφαντουργούς και τις υφαντουργίνες για την ανάγκη της δημιουργίας ενός πλατιού ενιαίου μετώπου πάλης για τα ζητήματά τους.
Δεύτερο καθήκον είναι να αποδείξουμε στους εργάτες αυτούς ότι το σωματείο ενδιαφέρεται πραγματικά για τα ζητήματά τους. Αυτό θα γίνει μονάχα όταν η Οργανωτική Επιτροπή του Σωματείου που υπάρχει σήμερα ή η Εκτελεστική Επιτροπή που πρέπει να βγει πολύ σύντομα από μια συνέλευση, καταπιάνονται έγκαιρα για κάθε ζήτημα που παρουσιάζεται στα εργοστάσια και πονάει τους υφαντουργούς, όσο μικρό και ασήμαντο αν φαίνεται (π.χ. χτύπησε μια εργάτρια, βάλανε ένα πρόστιμο, έσπασε ένα παράθυρο και κρυώνουν κλπ.) […] Το πιο δύσκολο όμως απ’ όλα είναι η σταθεροποίηση των πυρήνων και των σωματειακών ομάδων στα εργοστάσια. Για να μπορέσουμε να το καταφέρουμε αυτό θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας ότι η πλειοψηφία των υφαντουργών είναι γυναίκες που είναι ποτισμένες μ’ ένα σωρό προλήψεις. Δεν θα πρέπει να έχουμε την απαίτηση οι εργάτριες αυτές να πετάξουν όλες τις προλήψεις τους μόλις γίνουν μέλη του σωματείου ή του πυρήνα μας. Δεν μας πειράζει καθόλου αν μια εργάτρια που μας βοηθάει να κάνουμε συσκέψεις και να κινητοποιούμε και άλλες βάζει λίγο κοκκινάδι ή της αρέσει να κάνει κόρτε και δεν θα πρέπει ν’ αρχίσουμε να την κουτσομπολεύουμε γι’ αυτό γιατί τότε θα την χάσουμε. Οι προλήψεις αυτές θα τους φύγουνε σιγά-σιγά αν εμείς τους βοηθήσουμε να εξελιχτούν μέσα στο κίνημα…[9]

Πέρα από αυτό το κύριο πεδίο αντίθεσης κάθε κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, της αντίθεσης Κεφάλαιου-Εργασίας, δεν υπήρξε -όπως προαναφέρθηκε- πεδίο της κοινωνικής ζωής που να έμεινε ανέγγιχτο από αυτή την νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε -ακριβώς έναν αιώνα πριν- στη χώρα.

Συνοπτικά, μπορεί ν’ αναφερθεί πως από τις τέχνες και τον αθλητισμό, τη μουσική και το θέατρο, μέχρι τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τις ψυχαγωγικές μέχρι τις ενδυματολογικές και τις διατροφικές συνήθεις τους, οι Μικρασιάτες και οι Μικρασιάτισσες εμπλούτισαν σημαδεύοντας ανεξίτηλα τη φυσιογνωμία της μεσοπολεμικής και μετακατοχικής Ελλάδας.

Τα ονόματα που μπορούν να αναφερθούν είναι πραγματικά πάρα πολλα, αλλά δεν θ’ αναφέρουμε κανένα, γιατί φοβόμαστε ότι θα λησμονήσουμε πολλά από τα πιο τεράστια και δεν το θέλουμε. Όπως επίσης και οί αντίστοιχες αναφορές σε ψυχαγωγικές, ενδυματολογικές και διατροφικές συνήθειες που έφτασαν μαζί με αυτό το προσφυγικό κύμα του 1922, το οποίο -πραγματικά- άλλαξε για πάντα αυτή τη χώρα.

Κλείνοντας, μια μικρή αναφορά στον γλωσσικό πλούτο που έφεραν μαζί τους αυτοί οι άνθρωποι, όπως περιγράφεται ανάγλυφα στο ακόλουθο απόσπασμα από ένα δοκίμιο αυτογνωσίας:

[…] Και η γλώσσα τους, α, η γλώσσα τους, που δεν ήταν ούτε τούρκικα, ούτε ελληνικά -κρατούσε τη δομή και τον ερωτισμό της τουρκικής και τα έντυνε με λέξεις ελληνικές, χωρίς το άρθρο ή το υποκείμενο στο τέλος. Αυτό όμως μόνο οι προερχόμενοι από τα ενδότερα της Μικρασίας, όπου παραμένοντας, πάντοτε ορθόδοξοι και Ρωμιοί στη συνείδηση τους, είχαν “τουρκοφωνήσει”, γιατί οι Σμυρνιοί και οι Πολίτες μιλούσαν θαυμάσια τα ελληνικά, πολλοί δε και τα γαλλικά […] [10]

Αντί Επιλόγου

[…] Έναν αιώνα μετά τη στρατιωτική εκστρατεία στην Μικρά Ασία, προς υπεράσπιση των συμφερόντων των δυτικών ιμπερια-ληστών “συμμάχων και προστατών”, η οποία και ολοκληρώθηκε με την Καταστροφή και την Προσφυγιά του 1922, η σύγχρονη Μεγάλη Ιδέα της ντόπιας αστικής Τάξης και του Κράτους της, για γεωπολιτική αναβάθμιση στα πλαίσια του εντεινόμενου ενδοαστικού ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, εγκυμονεί εξίσου οδυνηρές συνέπειες και αφήνει ορθάνοιχτο το πολεμικό ενδεχόμενο […] [11]

Σημειώσεις

[1] Από ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ. Αποφάσεις του Πρώτου Πανελλήνιου Συνεδρίου Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατού (1924). Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη. Αθήνα 1975.

[2] Αναφέρεται στο Γρηγόριος Δαφνής “Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων”. Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1997.

[3] Στις 28/7 (ή 10/8 με το νέο ημερολόγιο) του 1920 υπογράφεται στη γαλλική πόλη των Σεβρών το πρωτόκολλο ειρήνης μεταξύ των ευρωπαϊκών “Συμμαχικών Δυνάμεων” και της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συνθήκη αυτή μεταξύ άλλων προέβλεπε την παράδοση της οθωμανικής κυριαρχίας της Μεσοποταμίας (Ιράκ), της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας ως προτεκτοράτα στη Βρετανία, της Συρίας και του Λιβάνου ως προτεκτοράτα στην Γαλλία, την ενσωμάτωση της Βορείας Ηπείρου στο υπό σύσταση (ουσιαστικά ως ιταλικό προτεκτοράτο) αλβανικό κράτος και την παράδοση των Δωδεκανήσων στην Ιταλία, ενώ στην Ελλάδα παραχωρούνταν τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος καθώς και η Θράκη, οπού η Βουλγαρία αποποιούταν κάθε δικαιώματος της.

Για την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης, προβλεπόταν η παραμονή της υπό την ονομαστική επικυριαρχία του Σουλτάνου αλλά υπό τη διοίκηση σε -χρέη εντολοδόχου της Αντάτ- Έλληνα Αρμοστή, ενώ προβλεπόταν η δυνατότητα προσάρτησης της στην Ελλάδα, έπειτα από διεξαγωγή δημοψηφίσματος, μετά από πέντε χρόνια.

Αυτή η ταπεινωτική -για την αυτοκρατορική “Υψηλή Πύλη”- συμφωνία και η μη αποδοχή της από το κίνημα των Νεότουρκων του (γεννημένου στη Σαλονίκη) στρατιωτικού διοικητή Μουσταφά Κεμάλ, οδήγησε στην ανατροπή αυτού του πολυφυλετικού χαλιφάτου που τελούσε υπό οθωμανική κυριαρχία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη (γνωστού στα ευρωπαϊκά διπλωματικά σαλόνια εκείνης της εποχής ως ο “μεγάλος ασθενής”) και με την ανακήρυξη, από τους Νεότουρκους, νέας πρωτεύουσας στην Άγκυρα στην εγκαθίδρυση -τον Οκτώβριο του 1923- του αστικού εθνοκράτους της Τουρκίας.

[4] Η σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών που υπογράφτηκε στις 30/1/1923, αφορούσε περίπου 2 εκατομμύρια άτομα (1,5 εκατομμύριο χριστιανούς της Ανατολίας και 500.000 μουσουλμάνους της Ελλάδας), το μεγαλύτερο μέρος των οποίων έγιναν πρόσφυγες, χάνοντας de jure την υπηκοότητα της χώρας που εγκατέλειπαν. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1923, η τεράστια πλειοψηφία των Ρωμιών της Μικράς Ασίας και των Ποντίων είχε πάρει το δρόμο της προσφυγιάς. Μέχρι το φθινόπωρο του 1922 υπολογίζεται ότι είχαν φτάσει στην Ελλάδα περίπου 900.000 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων 50.000 Αρμένιοι.

[5] Όπως αναφέρει ο μαρξιστής ιστορικός Νίκος Ψυρούκης στο άρθρο του “Μικρασιατική Καταστροφή: Ο βρώμικος ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στη Σμύρνη”:

Οι πρωταίτιοι τής τραγωδίας στην Εγγύς Ανατολή μετά τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι δυνάμεις τής Άντάντ απαθέστατα καί μέ κυνική βιασύνη τακτοποιούσαν τους λογαριασμούς τους. Ή Αγγλία από τις αρχές Αυγούστου γύρεψε νά τήν πληρώσει ή όφειλέτιδα Ελλάδα τα χρέη της.

Μέ τήν κατάρρευση τού μετώπου καί την απασχόληση τών Τούρκων στην εκδίωξη καί σφαγή τών Ελλήνων, οί «Αγγλοι ανενόχλητα τόν ‘Οκτώβρη του 1922 στέλνουν στρατιωτικά τμήματα αραβικού στρατού τής Μεσοποταμίας καί καταλαμβάνονν τήν Μοσούλη. Στις 10/10/1922 ή Αγγλία έκλεινε συμφωνία μέ τό Ιράκ από 18 άρθρα, συμφωνα μέ τήν οποία σταθεροποιούνταν η αγγλική Κηδεμονία καί επιρροή στή Μεσοποταμία […]

Ό Αγγλος υπουργός των Εξωτερικών λόρδος Κώρζον είχε πραγματοποιήσει τήν επιθυμία του. Ο Κώρζον της Turkish Petroleum ησύχασε. Τά πετρέλαια τής Μοσούλης ήταν στά χέρια τής αγγλικής αποικιοκρατίας. H επιχείρηση κόστισε στην Έλλάδα πολύ ακριβά, στην Αγγλία όμως τίποτα. Οχι μόνο έπαιρνε την Μοσούλη αλλά είχε νά εισπράττει άπό τήν Ελλάδα, γιά τά έξοδα τής μικρασιάτικης εκστρατείας, χρέη με τόκους και επιτόκια. Οι Αμερικανοί πάλι εισέπρατταν τό αντίτιμο τής «φιλίας» τους προς τήν κεμαλική Τουρκία. Ό Γ. Δαφνής αναφέρει ότι πρίν ακόμα καί άπό τήν υπογραφή τής συνθήκης της Λωζάννης «οί Αμερικανοί ανέλαβαν έν Τουρκία μεγάλα έργα, σιδηροδρόμους, λιμένας, ανοικοδομήσεις» […] πηγή: cognoscoteam.gr

[6] Χαρακτηριστικό δείγμα του “αυτοκρατορικού φλέγματος” και του άσβεστου μοναρχικού-ταξικού μίσους που έθρεφαν (και διαχρονικά θρέφουν) οι “γαλαζοαίματοι γόνοι” προς τους υποτελείς λαούς τους, το ακόλουθο απόσπασμα απο επιστολή του πρίγκιπα Ανδρέα Γλύξμπουργκ, διοικητή του ελληνικού Β΄ Σώματος Στρατού στην εκστρατεία στην Μικρασία (πατέρα του Φίλιππου, του συζύγου της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ της “Γηραιάς Αλβιώνας”, η οποία ψόφησε πρόσφατα υπέργηρη): “Ἀπαίσιοι πραγματικῶς εἶναι οἱ ἐδῶ Ἕλληνες…Θὰ ἤξιζε πράγματι νὰ παραδώσωμεν τὴν Σμύρνην εἰς τὸν Κεμὰλ διὰ νὰ τοὺς πετσοκόψῃ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀχρείους”.

[7] Ενδεικτικοί της συνεισφοράς των προσφυγικών εργατογειτονιών στην εθνικοαπελευθερωτική – αντιφασιστική Αντίσταση των “Παρτιζάνων των Αθηνών”, οι ακόλουθοι στίχοι που τραγουδούσαν τα τμήματα του ΕΛ.ΑΣ, τους μήνες που προηγήθηκαν της Απελευθέρωσης της πρωτεύουσας από τη ναζιστική κατοχή: “Η Κοκκινιά είναι Στάλινγκραντ και η Καλογρέζα Μόσχα και οι συνοικίες του λαού μας οδηγούν στη δόξα”…

Αναφέρεται στο “Το Μπλόκο της Καλογρέζας. Το αίμα δεν είναι νερό. Η Μνήμη δεν είναι σκουπίδι”. Εκδόσεις Προλεταριακή Πρωτοβουλία. Αθήνα. 2017.

[8] Ένα από τα πολλά καταγεγραμμένα πογκρόμ εκείνων των χρόνων αποτελεί εκείνο που έλαβε χώρα το φθινόπωρο του 1924 εναντίον τουρκόφωνων Ποντίων προσφύγων στο Κιούπκιοϊ (νυν Πρώτη) Σερρών. Οργανωτής του, ο μακεδονομάχος δάσκαλος του χωριού Γεώργιος Καραμανλής (πατέρας του Κωνσταντίνου, μετέπειτα πρωθυπουργού, “εθνάρχη” και Πτ”Δ”). Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ στις 7/11/1924, τα “παλαιοελλαδίτικα” τάγματα εφόδου πυρπόλησαν τις σκηνές 120 οικογενειών, τραυμάτισαν 50 και σκότωσαν 9 πρόσφυγες, ενώ υπήρξαν μαρτυρίες και για βιασμούς γυναικών από “εντόπιους” πογκρομιστές. Σκοπός τους, η εκδίωξη των προσφύγων ώστε να καρπωθούν τα ανταλλάξιμα κτήματα.

[9] Διαδικτυακή πηγή: ΑΤΕΧΝΩΣ. Αναδημοσιεύθηκε στο prolprot.espivblogs.net

[10] Χρίστος Ρουμελιωτάκης. “Χθεσινός κόσμος. Ιωνία, η Πόλη μας. Δοκίμιο Αυτογνωσίας” (Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2017),

[11] Κίνηση της Βιολέττας (ΚτΒ). “Διεθνιστική Αλληλεγγύη – Ειρήνη στους Λαούς της Ουκρανίας. Μπλόκο στη συμμετοχή της Ελλάδας στον ιμπεριαλιστικό Πόλεμο!”. Aθήνα, 28/2/2022.

Με αφορμή την καφκική δίωξη & ομηρία από το ιταλικό Κράτος του κομμουνιστή ιστορικού ερευνητή Πάολο Περσικέτι.

Ρώμη, Αύγουστος 2002: Ο Π. Περσικέτι κατά τη διάρκεια της άφιξής του ως “λάφυρο” στην Ιταλία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μετά τη σύλληψη και την έκδοσή του από τη Γαλλία του Νικολά Σαρκοζί.

Αναδημοσίευση κειμένου που περιλαμβάνεται στο 11ο τεύχος (9/2022) της εφημερίδας Ζερμινάλ που εκδίδεται στην Πάτρα από την αναρχική ομάδα Δυσήνιος Ίππος

H Μάχη της Μνήμης ενάντια στη Λήθη της σύγχρονης Ιεράς Εξέτασης της Ιστορίας”.

Με αφορμή την καφκική δίωξη & ομηρία από το ιταλικό Κράτος του κομμουνιστή ιστορικού ερευνητή Πάολο Περσικέτι.

Αφιερώνεται στη Μνήμη ενός ξεχωριστού προλετάριου, σεμνού κομμουνιστή και παντοτινού αντάρτη, του Salvatore Ricciardi που έφυγε από τη ζωή -έπειτα από ένα μήνα νοσηλείας- στις 9/4/2020 στη γενέτειρα του Ρώμη, έπειτα από τον βαρύτατο τραυματισμό του, μετά την πτώση του από μεγάλο ύψος, καθώς σκαρφάλωνε ψηλά, στα ογδόντα του -εν μέσω πανδημίας και καραντίνας- για να κρεμάσει πανό αλληλεγγύης στους αγωνιζόμενους και εξεγερμένους και τις αγωνιζόμενες και εξεγερμένες, κρατούμενους και κρατούμενες των ιταλικών φυλακών…

Αντί προλόγου

[…] Να! όλα τα επειχειρήματα ενός περιπετιώδικου μυθιστορήματος πολιτικής φαντασίας δείχνουν τη θέληση του μην κοιτάς για να μη δεις και διαφθείρουν ως το μεδούλι τους ανθρώπους και την ικανότητα τους να σκέφτονται λογικά. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να αλλοτριώνει την ικανότητα του πνεύματος από το να ζει και να κρίνει ένα φαινόμενο -μια διαδικασία, ένα γεγονός- από σκοπιά δαιμονιακή και μυστηριώδικη, συνδέοντας το μ’ ένα κόσμο γιομάτο τέρατα, όπου ενεργούν μυστηριώδικες δυνάμεις, που ξεφεύγουν από την αντίληψη, που κινούνται στο βασίλειο του ασύλληπτου και άπιαστου […] [1]

[…] Την επίσημη ιστορία τη γράφουν πάντοτε οι νικητές. Τη γράφουν, τη μεταδίδουν και τη διηγούνται, παραποιώντας και διαστρεβλώνοντας με βάση τα πολιτικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Αυτό συνέβη και με την ιστορία του κύκλου αγώνων των δεκαετιών 1970-80. Η παραποίηση και η διαστρέβλωση ακολουθούνε δυο συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές: τον απολογητικό εγκωμιασμό του νικητή και τη δαιμονοποίηση του εχθρού. Ο νικητής παρουσιάζεται σαν ένας ήρωας και ένας πρωταθλητής της δημοκρατίας, ο εχθρός ως ένας αποκρουστικός τρομοκράτης που στερείται οποιασδήποτε νομιμοποίησης. Ο βαθμός της έντασης της απολογίας του νικητή και της απαξίας για τον εχθρό εξαρτάται από το επίπεδο στο οποίο έχει φτάσει η αναμέτρηση και η σύγκρουση. Στην περίπτωση μιας αναμέτρησης και μιας ένοπλης σύγκρουσης, όπου το διακύβευμα είναι η ίδια η πολιτική εξουσία, είναι ξεκάθαρο ότι η απαξία και η απονομιμοποίηση του εχθρού αγγίζουν το υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Αυτή ακριβώς είναι και η δική μας περίπτωση.

Η ιστορική αλήθεια που δεν γίνεται αποδεκτή και θάβεται ή διαστρεβλώνεται μέσω συνωμοσιολογικών και κατασκοπευτικών αναπαραστάσεων είναι πάρα πολύ απλή⸱ στην Ιταλία, και όχι μόνο στην Ιταλία, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 ως τις αρχές εκείνης του ’80, υπήρξε μια κοινωνική και ταξική σύγκρουση, η οποία διεξήχθη και με τα όπλα. Μια ένοπλη σύγκρουση που έθετε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, μια επαναστατική απόπειρα που στόχευε στην ανατροπή του καπιταλιστικού κράτους και την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας χωρίς τάξεις, χωρίς εκμεταλλευτές και εκμετελλευόμενους, μια κοινωνία μέσα στην οποία όλοι συμμετέχουν στην κοινωνική παραγωγή και διανομή του πλούτου, όπου ο σκοπός της εργασίας δεν είναι το κέρδος των λίγων και η εκμετάλλευση των εργαζομένων αλλά η κοινωνική ευημερία του λαού. Αυτή η ένοπλη σύγκρουση διεξήχθη με τις μεθόδους του αντάρτικου πόλης και στη χώρα μας έλαβε τις διαστάσεις ενός εμφυλίου πολέμου χαμηλής έντασης. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο υπήρξαν πάρα πολλοί νεκροί, τραυματίες και φυλακισμένοι και από τις δυο πλευρές. Δεν επρόκειτο για ανυπεράσπιστα θύματα αλλά για μαχόμενους που έπεσαν, τραυματίστηκαν και αιχμαλωτίστηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών. Από τη μια πλευρά, είναι οι πεσόντες των δυνάμεων που, υπό διάφορες ιδιότητες, πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή για την υπεράσπιση αυτού του κράτους. Από την άλλη πλευρά, οι πεσόντες των επαναστατικών δυνάμεων που μάχονταν για να το ανατρέψουν. Τα μοναδικά αθώα θύματα ήταν εκείνα των σφαγών του κράτους, από τη σφαγή της πλατείας Φοντάνα μέχρι τη σφαγή στο σταθμό της Μπολόνιας. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια που θάβεται με τη λογοκρισία, τη λήθη και τα ψέματα. Όλα αυτά, παρά τα στατιστικά στοιχεία που είχαν δημοσιοποιηθεί από το Υπουργείο Εσωτερικών τον Δεκέμβρη του 1979 και στα οποία δηλωνόταν ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1969-79 πραγματοποιήθηκαν 12.000 ένοπλες ενέργειες, έδρασαν γύρω στις 100 μαχόμενες επαναστατικές ομάδες, ενώ υπήρξαν 6.000 πολιτικοί κρατούμενοι και εκατοντάδες νεκροί και τραυματίες. Επίσης, μονάχα κατά τη διάρκεια του 1976 καταγράφηκαν 430 αποδράσεις από τις φυλακές, πολλές από τις οποίες με το όπλο στο χέρι και την ένοπλη υποστήριξη από έξω.

Μέσα σε αυτό το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο εντάσσεται η Καμπάνια της Άνοιξης των Ερυθρών Ταξιαρχιών, η απαγωγή και η θανάτωση του προέδρου της Χριστιανοδημοκρατίας Άλντο Μόρο […][2]

“Όποιος απαγάγει το παρελθόν κρατάει σε ομηρία το μέλλον”

Όπως διαχρονικά έχει διαπιστωθεί, σε κάθε καιρό και κάθε τόπο, η Εξουσία του Κεφαλαίου και του Κράτους του, με ή χωρίς δημοκρατική προβιά, περιφρουρεί τα συμφέροντα της ενάντια “στις επικίνδυνες Τάξεις, τον εχθρό λαό και τους υποκινητές τους”, όχι μονάχα με το αστυνομικό κνούτο, τα κελιά των φυλακών και την άσκηση απροκάλυπτης τρομοκρατίας από τα ένστολα (και μη) τάγματα εφόδου, αλλά σε -βάθος χρόνου και μακροπρόθεσμα- θωρακίζεται και διαιωνίζεται με τη “διχαλωτή γλώσσα και την αργυρώνητη πένα των αυλικών της”.

Η Ιταλία των τελευταίων δεκαετιών, η γειτονική χώρα όπου -από τον Μάη του ‘68, το θερμό εργατικό φθινόπωρο του ‘69 και επί σχεδόν μια εικοσαετία- έλαβε χώρα η τελευταία μαζική και μακρόχρονη, οργανωμένη και ένοπλη απόπειρα για την προλεταριακή Έφοδο στον Ουρανό στην καρδιά της “ψυχροπολεμικής” δυτικής Ευρώπης του 20ου αιώνα, αποτελεί -αν μη τι άλλο- ένα κυριολεκτικό εργαστήριο όχι μονάχα της “αντι”τρομοκρατίας (με τις υπερεξουσίες των αστυνομικοδικαστικών μηχανισμών, το εξοντωτικό καθεστώς εξαίρεσης και τις ειδικές συνθήκες κράτησης των πολιτικών κρατούμενων του) αλλά και του ιστορικού αναθεωρητισμού. Ένας αντιδρ-αστικός αναθεωρητισμός που καλλιεργείται και συντηρείται μέσα από τα συνωμοσιολογικά και κατασκοσκοπευτικά ιδεολογήματα με τα οποία έκανε και εξακολουθεί να κάνει καριέρα ένας ολόκληρος εσμός δεξιών, κεντρώων και “αριστερών” πολιτικών, δικαστών, δημοσιογράφων, “στοχαστών και διανοούμενων”, δημοσιολόγων απολογητών και άγρυπνων φρουρών αυτού του αυτοαποκαλούμενου “δημοκρατικού” καταπιεστικού – εκμεταλλευτικού καθεστώτος.

Ένας αντιδρ-αστικός αναθεωρητισμός που εκκίνησε και εξελίσσεται μέσα από πολύχρονες και πολύπλευρες επιχειρήσεις ψυχολογικού πολέμου, οι οποίες και συναποτελούν μια κυριολεκτική φάμπρικα παραγωγής ψεμμάτων και διαστρεβλώσεων, λασπολογιών και παραποιήσεων, όπου με όχημα την ιστορική παραχάραξη εξ’ αρχής στόχευσε (και σ’ ένα μεγάλο βαθμό πέτυχε) “ν’ ακρωτηριάσει τις μελλοντικές γενιές επίδοξων “ταραξιών και διασαλευτών της Τάξης που βασιλεύει αλλά δεν κυβερνά”, φτάνοντας (μετά από χρόνια) μέχρι και να τους δολοφονεί και πάλι στους δρόμους (όπως εκείνο τον καυτό Ιούλη του 2001 στη Γένοβα.)” [3].

Ένα χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της σύγχρονης “Ιεράς Εξέτασης της Ιστορίας” αποτελεί η καφκική δίωξη και ομηρία που βιώνει από το καλοκαίρι του 2021 μέχρι και σήμερα ο σύντροφος Paolo Persichetti. Είχαν προηγηθεί δυο ακόμα (από τα πολλά) επεισόδια αυτού του άσβεστου ρεβανσισμού, με την παράτυπη σύλληψη και έκδοση τον Γενάρη του 2019 του πολιτικού πρόσφυγα και συγγραφέα Cesare Battisti από τη Βολιβία στην Ιταλία, όπου και βρίσκεται έγκλειστος σε φυλακή υψίστης ασφαλείας, αλλά και με την κατασταλτική επιχείρηση “Κόκκινες Σκιές” τον Απρίλη του 2021 στη Γαλλία, στο στόχαστρο της οποίας βρέθηκαν έπειτα από το αίτημα έκδοσης τους στην Ιταλία, άλλοι δέκα πολιτικοί πρόσφυγες, αγωνιστές και αγωνίστριες, μέλη επαναστατικών οργανώσεων των δεκαετιών του 1970-80 (Giovanni Alimonti, Luigi Bergamin, Enzo Calvitti, Roberta Cappelli, Maurizio Di Marzio, Marina Petrella, Giorgio Pietrostefani, Sergio Tornanghi, Narciso Manenti και Raffaele Ventura). [4]

Ο βίος και η πολιτεία του 60χρονου Π. Περσικέτι φανερώνει πολλά για τους λόγους για τους οποίους βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα της “αστυνομίας της Ιστορίας”, κατηγορούμενος εν πολλοίς για το “αμάρτημα” της αναζήτησης, παράθεσης και αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας.

Προερχόμενος από μια εργατική κομμουνιστική οικογένεια της ιταλικής πρωτεύουσας, έπειτα από το πέρασμα του από τον πολιτικό χώρο της Εργατικής Αυτονομίας, το 1984 θα ενταχθεί στις Κόκκινες Ταξιαρχίες – Ένωση Μαχόμενων Κομμουνιστών [BR – UCC] [5]. Θα συλληφθεί το 1987 κι έπειτα από μια πρωτόδικη αθώωση και μια ερήμην καταδίκη στο εφετείο, θα ζήσει (όπως και πολλές δεκάδες άλλοι διωκόμενοι και διωκόμενες) την πολιτική προσφυγιά στη Γαλλία, όπου θα δραστηριοποιηθεί ως ανεξάρτητος ιστορικός ερευνητής και θα διδάξει Πολιτική Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Παρισίου VII.

Ένεργο μέλος της κοινότητας των πολιτικών προσφύγων και του κινήματος για Αμνηστία, τον Αύγουστο του 2002 θα εκδοθεί στην Ιταλία του Μπερλουσκόνι από την Γαλλία του Σαρκοζί, χαρακτηριζόμενος από τα καθεστωτικά ΜΜΕ ως “το πρώτο ζωντανό παράδειγμα ενταφιασμού του δόγματος Μιτεράν”, με το οποίο αναγνωριζόταν -ως τότε από το γαλλικό Κράτος- η πολιτική φύση των αδικημάτων για τα οποία είχαν καταδικαστεί οι διωκόμενοι αγωνιστές και αγωνίστριες, απορρίπτοντας τα αιτήματα για έκδοση τους στην Ιταλία.

Μετά την απέλαση του από τη Γαλλία θα εκτίσει μακρόχρονη ποινή κάθειρξης στις ιταλικές φυλακές και μετά την αποφυλάκιση του θα αφιερωθεί εξ’ ολοκλήρου στην ανεξάρτητη ιστορική έρευνα για το “παρελθόν που δεν περνάει”, κυρίως μέσα από την προσωπική ιστοσελίδα του insorgenze.net (την οποία και ανανεώνει με αναρτήσεις του ως σήμερα) αλλά και με τη συγγραφή άρθρων σε εφημερίδες και άλλα έντυπα. Διόλου τυχαία, στον υπότιτλο της ιστοσελίδας του, αναγράφεται η προτροπή του Paul Klee: Μην αφήσεις τη σπίθα να σβήσει εντελώς από το νόμο…

Βασικό και πολύτιμο καρπό αυτής της κοπιαστικής και πολύχρονης ερευνητικής δουλειάς θ’ αποτελέσει ο πρώτος τόμος της έρευνας που κυκλοφόρησε στη Ρώμη το 2017 από τις εκδόσεις Derive Approdi με τίτλο Κόκκινες Ταξιαρχίες. Από τα εργοστάσια στην “καμπάνια της άνοιξης”, την οποία και έφερε σε πέρας και συνυπέγραψε μαζί με τον Marco Clementi και την Elisa Santalena. Ένα μνημειώδες έργο ιστορικής αναδρομής της Οργάνωσης της οποίας υπήρξε μέλος, με το οποίο -μέσα από ατράνταχτα στοιχεία και ντοκουμέντα- αποκαθηλώνεται ολόκληρη η συνωμοσιολογική – κατασκοπευτική ιδεολογία της αστικής ιστοριογραφίας. Ένα έργο που έστρεψε επάνω του με μένος το “ενδιαφέρον” των “αντι”-τρομοκρατών και των “χωροφυλάκων της Μνήμης”…  

[…] Τον Ιούνη του 2021, η Αστυνομία πρόληψης [Polizia di prevenzione], η Ασφάλεια προστασίας πολιτεύματος [DIGOS] και η ταχυδρομική Αστυνομία [Polizia postale] εισέβαλαν στην κατοικία του, κατάσχοντας ολόκληρο το αρχείο του και τα ντοκουμέντα που είχε συλλέξει έπειτα από χρόνια ερευνών.  Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, ο συγγραφέας βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ ένα κουβάρι από κατηγορίες που με το πέρασμα του χρόνου η μια αντικαθιστά την άλλη.

Η παρούσα έκδοση διηγείται αυτό το μακρόσυρτο κυνήγι του “αδικήματος της έρευνας” και καταγγέλλει την ύπαρξη ενός αστυνομικού μηχανισμού που απασχολείται με την ιστορία, ο οποίος -όπως σε ένα οργουελικό σενάριο- ανακηρύσσεται σε υπουργείο αλήθειας, υπαγορεύοντας το παρελθόν, περιφράζοντας τα ζητήματα, φιλτράροντας τα περιεχόμενα. Η ανέφικτη αλήθεια για την υπόθεση Μόρο αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο το να καταπιάνεσαι με την ιστορία μπορεί να μετατραπεί σε αδίκημα […] [6]

Περισσότερο από ένα χρόνο έπειτα από την έναρξη αυτής της καφκικής δίωξης, οι προσχηματικές “έρευνες των αρχών” συνεχίζονται, ο Πάολο -μαζί με την οικογένεια του- εξακολουθεί να βιώνει αυτό το ιδιότυπο καθεστώς ομηρίας, με το αρχείο του να βρίσκεται ακόμα στα χέρια των απηνών διωκτών του, με κύριο στόχο την παρεμπόδιση της ιστορικής έρευνας του, μέσα από την οποία έχει καταφέρει να ρίξει “σταγόνες αλήθειας στη στοιχειωμένη πόλη”, μέσα στον ανιστόρητο ωκεανό των καθεστωτικών ψεμμάτων που υπηρετούν αέναα τη Λήθη…

Αντί επιλόγου

[…] οι δημοσιογράφοι ρωτάνε τον κομμουνιστή που ίσως όσο κανέναν άλλον δεν θυμούνται με τόσο δίκαιο τρόμο οι αστοί στην Ιταλία του ύστερου 20ου αιώνα: “Μέχρι τώρα βίωσες τη φυλακή και τη διάλυση της μνήμης. Αν ένας κακός άγγελος σου προσέφερε σε ένα πιάτο ελευθερία και λήθη και σε ένα άλλο φυλακή και μνήμη, ποιο θα προτιμούσες;”. Και εκείνος, όπως και τόσοι άλλοι πριν αλλά και μετά απ’ αυτόν, ακόμα και τώρα που μιλάμε, που δεν φοβούνται να δωρίσουν τη ζωή τους, να προσφέρουν τα χρόνια τους και να “λερώσουν τα χέρια τους”, σ’ όλους τους καιρούς, σ’ όλους τους τόπους για το “πέρασμα από την προϊστορία στην ιστορία της ανθρωπότητας, από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας” απαντάει με βαθιά ανθρωπιά και απαράμιλλη νηφαλιότητα: “Δεν υπάρχουν τόσο καταχθόνιοι άγγελοι, μονάχα οι άνθρωποι σου προσφέρουν δύο εξίσου οδυνηρούς τρόπους για να πεθάνεις. Επομένως θα του έλεγα: δώσε μου ελευθερία και μνήμη. Αν δεν είσαι ικανός για κάτι τέτοιο, αγαπητέ μου άγγελε, τότε πετάς χαμηλά, δεν φτάνεις καν στο ύψος της δικής μας ήττας” [7]

To εξώφυλλο του πρώτου τόμου του (προς το παρόν) ανολοκλήρωτου έργου, το οποίο αποτέλεσε την αφορμή και την αιτία για να τεθεί ο 60χρονος αγωνιστής – ιστορικός ερευνητής στο στόχαστρο των “χωροφυλάκων της Μνήμης”.

Σημειώσεις:

[1] Απόσπασμα από Ορέστε Σκαλτσόνε, “Μια άποψη για την πολιτική βια”. Δημοσιεύθηκε στα ελληνικά στο 1ο τεύχος του περιοδικού “Κείμενα” [Αθήνα, καλοκαίρι 1979].

[2] Απόσπασμα από “Διαδικτυακή κουβέντα με τον Πασκουάλε Αμπατάντζελο”, με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά της βιογραφίας του “Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα. Μια ιστορία της δεκαετίας του ‘70” [Εκδόσεις Διάδοση. Αθήνα 2020]. Πηγή: rednnoir.gr

[3] Απόσπασμα από Λεωνίδας Β. [Εξάρχεια, 17 Νοέμβρη 2021] Εισαγωγικό Σημείωμα στη βιογραφία του συντρόφου Μιχάλη Μαυρόπουλου “Εκκενώστε τους δρόμους από τα όνειρα…” [Εκδόσεις Μέθεξις. Θεσσαλονίκη 2021]

[4] Τον περασμένο Ιούνη, το Εφετείο του Παρισιού απέρριψε τελικά το ιταλικό αίτημα έκδοσης των 10 ηλικιωμένων κομμουνιστών και κομμουνιστριών, επικαλούμενο τα άρθρα 6 και 8 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων περί “σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και της ερήμην εκδίκασης”.

[5] Περισσότερα στοιχεία για την ιστορία και τις διασπάσεις της μακροβιότερης και μαζικότερης κομμουνιστικής Οργάνωσης του δυτικοευρωπαϊκού Αντάρτικου στο συλλογικό έργο της Επιτροπής για μια Διεθνή Κόκκινη Βοήθεια (Βρυξέλλες – Ζυρίχη) “Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Ιταλία”. [Πρώτη (εξαντλημένη) έκδοση στα ελληνικά από τις εκδόσεις Προλεταριακή Πρωτοβουλία, Αθήνα 2011. Κυκλοφορεί σε επανέκδοση από το Ταμείο Αλληλεγγύης φυλακισμένων και διωκόμενων αγωνιστών, Αθήνα, 2015].

[6] Απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του πρόσφατης έκδοσης (στα ιταλικά) Paolo Persichetti. “H αστυνομία της ιστορίας. Η φάμπρικα των ψευδών ειδήσεων για την υπόθεση Μόρο”. [Εκδόσεις Derive Approdi. Ρώμη, 2022].

[7] Απόσπασμα από την εισήγηση της Προλεταριακής Πρωτοβουλίας στη Bιβλιοπαρουσίαση “Μάριο Μορέττι. Ερυθρές Ταξιαρχίες. Μια Ιταλική Υπόθεση” (εκδόσεις Διάδοση, Αθήνα 2016) που πραγματοποιήθηκε στις 3/12/2016 στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός. Πηγή: prolprot.espivblogs.net

Λεωνίδας Β.

[Προλ.Πρωτ]: Δυο μεταδεκεμβριανά κείμενα & δυο διαχρονικά υστερόγραφα

Μια συνεισφορά στο κουτί της Μνήμης που όταν είναι συλλογική μπορεί και γίνεται και ανατρεπτική, ανακινούμενη και μεταβαλλόμενη σε ζώσα Ιστορία”, στο πλαίσιο της Εβδομάδας Αναστήλωσης του μνημείου του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια (Μεσολογγίου & Τζαβέλα. 4 – 11 Ιούνη 2022) που διοργανώθηκε από την Πρωτοβουλία Αναρχικών ενάντια στις κρατικές δολοφονίες. Μια εβδομάδα συναισθηματικά φορτισμένη και πολιτικά χρήσιμη που πραγματοποιήθηκε -παρά τις προκλήσεις των ένστολων μηχανοκίνητων συμμοριών της ομάδας Δ της ΕΛ.ΑΣ- με τη διαρκή παρουσία και τη μαζική συμμετοχή πολλών εκατοντάδων συντρόφων – συντροφισσών, πολλών πολιτικών τάσεων και γενιών αγωνιστών – αγωνιστριών του αναρχικού – αντιεξουσιαστικού χώρου, της κομμουνιστικής αριστεράς και του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος.

Μια εβδομάδα γεμάτη Θυμηση, η οποία (όπως έχει γραφτεί και αλλου, σε μια άλλη “βαριά” συνθήκη) “παρεμβαίνει και μας υπενθυμίζει πως, πέρα από διαφωνίες και αποστάσεις, υπάρχει κάτι ζωντανό και ελπιδοφόρο που πολλές φορές ξεχνάμε. Πώς μεγαλώσαμε και παλέψαμε μαζί. Στα ίδια μέρη, για τους ίδιους σκοπούς”.

Δυο κείμενα που μοιράστηκαν στην αθηναϊκή μητρόπολη το Γενάρη & τον Απρίλη του 2009 & δυο διαχρονικά υστερόγραφα.

με το αίμα ακόμα στα μάτια… με την οργή ακόμα στα χέρια…

πληρώσανε ακριβά αλλά χρωστάνε πολλά ακόμα!

Τα Δεκεμβριανά του 2008 μετρήσανε για χρόνια. Η εν ψυχρώ εκτέλεση του 15χρονου συντρόφου Αλέξη Γρηγορόπουλου από τον έμμισθο κρατικό φονιά Επαμεινώνδα Κορκονέα στα Εξάρχεια στις 6.12.08 αποτέλεσε τη σπίθα μέσα από την οποία η θλίψη έγινε οργή και η οργή εξέγερση. Από το ίδιο βράδυ και για πολλά μερόνυχτα η κοινωνική-ταξική αντιβία ξεχύθηκε στους δρόμους της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και δεκάδων άλλων ελλαδικών πόλεων και κωμοπόλεων για να επιστρέψει στην εξουσία ένα μερτικό εκδίκησης. Μια εκδίκηση που βρήκε τους τρόπους να εκφραστεί συλλογικά και πολύμορφα, μαζικά και ατομικά, αυθόρμητα και οργανωμένα. Οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις με τα μαντρόσκυλα της ελληνικής δημοκρατίας, οι δεκάδες συγκεντρώσεις και επιθέσεις στις γιάφκες της ελληνικής αστυνομίας, οι εμπρησμοί και τα σπασίματα εκατοντάδων τραπεζών και πολυκαταστημάτων, οι καταστροφές και οι απαλλοτριώσεις των εμπορευμάτων, το καμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν κάποιες από τις αρνήσεις που υψώθηκαν μπροστά στο δίλημμα που υφίσταται από τότε που υπάρχει εξουσία: προσκυνημένος ή εξεγερμένος, φιλήσυχος πολίτης ή άνθρωπος.

Ήταν η πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση και δώθε, εν καιρώ δημοκρατίας, που τόσοι πολλοί και πολλές, τόσοι διαφορετικοί και διαφορετικές, ίσοι μεταξύ ίσων, άντρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, ντόπιοι και ντόπιες, μετανάστες και μετανάστριες αρνήθηκαν τους ρόλους που τους έχει επιβάλει η εξουσία και αμφισβήτησαν έμπρακτα το προνόμιο του κράτους να σκοτώνει και να μην πληρώνει. Οι καταλήψεις ελληνικών προξενείων καθώς και οι επιθέσεις εναντίον τους, οι δυναμικές διαδηλώσεις –που σε μερικές περιπτώσεις οδήγησαν σε συλλήψεις και προφυλακίσεις– σε δεκάδες πόλεις ολόκληρης της υφηλίου απέδειξαν ότι οι από κάτω αυτού του κόσμου ξέρουν να μοιράζονται τη γλώσσα του δρόμου και της αλληλεγγύης.

Τα πλυντήρια εγκεφάλων μέσα από τις τηλεοπτικές οθόνες, το διαδίκτυο, τα πρωτοσέλιδα και τις ραδιοφωνικές συχνότητες έσπευσαν να «ερμηνεύσουν» και να διαχωρίσουν ανάμεσα σε «καλούς» μαθητές και «κακούς» κουκουλοφόρους, σε «ειρηνικούς διαδηλωτές» και «μετανάστες πλιατσικολόγους». Προσπάθησαν να σπείρουν τον τρόμο και τη σύγχυση. Μάταια όμως. Η εξέγερση είναι μία και αδιαίρετη. Όποιος και όποια βρίσκεται στους δρόμους ξέρει και τις αφορμές και τις αιτίες της. Ο μόνος διαχωρισμός που υπάρχει μέσα σε κάθε ταξική κοινωνία εκμετάλλευσης και καταπίεσης φάνηκε ήδη από τις πρώτες ώρες μετά τη δολοφονία του Αλέξη.

Από τη μία πλευρά των οδοφραγμάτων βρέθηκαν τα ανταριασμένα πλήθη των εξεγερμένων. Από την άλλη οι εχθροί τους: το κράτος για να εξασφαλίσει την εξουσία του, οι μπάτσοι του για να ξυλοκοπήσουν και να συλλάβουν, οι καραβανάδες για να κηρύξουν κίτρινο συναγερμό, οι παρακρατικοί νεοναζί για να συνδράμουν στο έργο των κατασταλτικών δυνάμεων, οι δικαστές και οι ανακριτές για να φυλακίσουν, τα κόμματα για να αντλήσουν (το καθένα με τον τρόπο του) πολιτική υπεραξία, Οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης για να σπιλώσουν συνειδήσεις, οι ρασοφόροι πλιατσικολόγοι για να αφορίσουν, οι έμποροι και οι εμποράκοι για να κλάψουν τις περιουσίες τους, οι νοικοκυραίοι για να απαιτήσουν την τάξη και την ασφάλεια, για ν’ απαιτήσουν δηλαδή την εφαρμογή αυτών των ιδεολογημάτων που έχουν οπλίσει τα χέρια δεκάδων φονιάδων σαν τον Κορκονέα και έχουν αφαιρέσει τη ζωή δεκάδων ανυπότακτων σαν τον Αλέξη.

Οι εύθραυστες βιτρίνες θρυμματίστηκαν και μαζί μ’ αυτές όλες οι ψευδαισθήσεις για μια ευημερία εθελοδουλίας, την οποία επιπλέον κανένας δεν μπορεί πια να υποσχεθεί πόσο μάλλον να εγγυηθεί. Τα ατμ των τραπεζών δε φτύνανε πλέον χρήμα αλλά φωτιά. Καμία προπαγάνδα δε θα μπορέσει να κρύψει την αλήθεια που έλαμψε στους δρόμους. Κανένας χημικός πόλεμος και καμία καταστολή δε θα μπορέσει να επιβάλλει τη σιγή νεκροταφείου. Τίποτα δε θα είναι όπως πριν. Μέσα σ’ αυτές τις εβδομάδες, κατά τη διάρκεια των οποίων εκτυλίχτηκε ένας εν δυνάμει εμφύλιος πόλεμος, κάθε συνείδηση αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να πάρει θέση και να επιλέξει: ή με τη ζωή ή με το θάνατο, ή με την εξέγερση ή με την εξουσία.

Η μηντιακή και διανοουμενίστικη γλώσσα της αφομοίωσης σκούζει ασταμάτητα: «μα δεν έχουν αιτήματα, είναι ένα ξέσπασμα, πρόκειται περί τυφλής βίας». Ναι λοιπόν κυρίες και κύριοι, δε ζητάμε τίποτα γιατί τα θέλουμε όλα, γιατί μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο προτιμάμε να κρύβουμε τα πρόσωπα μας και να περνάμε στην επίθεση. Όσο δε κατανοείτε τίποτα απ’ όσα λέμε και κάνουμε, τόσο πειθόμαστε ότι βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο, στο δρόμο της άρνησης αυτού του αιχμάλωτου κόσμου. Μάταια αναζητείτε αιτήματα, γιατί δεν έχουμε αιτήματα αλλά προτάγματα τα οποία και δε τα ζητιανεύουμε αλλά προσπαθούμε να τα καταστήσουμε χειροπιαστά: αυτοοργάνωση και αλληλεγγύη, συντροφικότητα και αλληλοσεβασμός μεταξύ των καταπιεσμένων, άσβεστο μίσος για την εξουσία και άμεση δράση για την καταστροφή της. Οι δεκάδες καταλήψεις πανεπιστημιακών σχολών, σχολείων, δημοτικών και άλλων κρατικών κτιρίων στο κέντρο και τις συνοικίες της Αθήνας και πολλών άλλων πόλεων της χώρας. Η αυτοοργάνωση της καθημερινότητας μέσα σ’ αυτές με γνώμονα την ισότητα και την αντιιρεραρχία. Τα αυτοοργανωμένα κυλικεία και εστιατόρια με τα απαλλοτριωμένα τρόφιμα. Οι προκηρύξεις, τα έντυπα, οι αφίσες, τα αυτοοργανωμένα ραδιόφωνα και οι ιστοσελίδες σα μέσα αδιαμεσολάβητης αντιπληροφόρησης. Οι εκδηλώσεις και οι συναυλίες αλληλεγγύης και οικονομικής ενίσχυσης των συλληφθέντων. Οι καταλήψεις δημόσιων και ιδιωτικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, οι εισβολές σε θεατρικές παραστάσεις. Οι πολυπληθείς συνελεύσεις και οι αποφάσεις τους δίχως προεδρεία και ψηφίσματα. Το νοιάξιμο του ενός για τον άλλο κόντρα στη λογική της καβάντζας. Το μοίρασμα ενάντια στην εξατομίκευση. Το ζωτικό αίσθημα της αντιστεκόμενης κοινότητας ενάντια στο ανεπαίσθητο κλουβί της οικογένειας. Αυτά είναι τα προτάγματα μας. Αυτά είναι τα χειροπιαστά ψήγματα του κόσμου που ονειρευόμαστε. Ξέρουμε καλά ότι για να καταστήσουμε αυτόν τον κόσμο απόλυτα πραγματικό θα πρέπει προηγουμένως να κατεδαφίσουμε οριστικά και αμετάκλητα το σφαγείο που ονομάζετε κράτος, δημοκρατία και ελεύθερη αγορά.

Μια κρατική σφαίρα στάθηκε αρκετή για να λερωθούν τα μεταξωτά βρακιά των ιδιοκτητών αυτού του κόσμου. Το ξέρουν καλά ότι τίποτα δεν τελείωσε και τίποτα δε θα τελειώσει. Το ξέρουμε και εμείς. Γιατί το χρωστάμε πρώτα απ’ όλα στους εαυτούς μας. Γιατί δε μας αξίζει η επιστροφή στην αθλιότητα της «κανονικότητας». Γιατί το χρωστάμε στον Αλέξη Γρηγορόπουλο. Και όχι μόνο. Το χρωστάμε στο Μιχάλη Καλτεζά, στη Σταματίνα Κανελοπούλου, στον Ιάκωβο Κουμή. Το χρωστάμε στον Τόνυ Όνουα, στον Έντισον Γιαχάι και στα δεκάδες ταξικά αδέλφια μας, στις δεκάδες ταξικές αδελφές μας που πέσανε νεκροί και νεκρές στους δρόμους, στα σύνορα, στα τμήματα, στις φυλακές και στους χώρους της μισθωτής σκλαβιάς. Το χρωστάμε στην Κωνσταντίνα Κούνεβα, τη μαχητική συνδικαλίστρια, που από τις 23.12.08 βρίσκεται να χαροπαλεύει στο δωμάτιο μιας εντατικής, έχοντας πέσει θύμα μιας θρασύδειλης επίθεσης με βιτριόλι από τους μπράβους της πασοκικής εργοδοσίας της οικομετ, επειδή επέλεξε να αγωνιστεί για τα δικαιώματα τα δικά της και των συναδελφισσών της, καθαριστριών στον ησαπ. Το χρωστάμε στους εκατοντάδες διωκόμενους, στους δεκάδες αιχμαλώτους αυτής της εξέγερσης, τους οποίους και δεν πρόκειται να αφήσουμε μόνους μπροστά στις αδηφάγες ορέξεις της αδέκαστης ελληνικής δικαιοσύνης…

οι αιχμάλωτοι της εξέγερσης δεν είναι μόνοι τους! τίποτα δεν τελείωσε, τίποτα δε θα τελειώσει!

όλα συνεχίζονται, όλα…

Αναρχικοί-ες από την Έρημο του Πραγματικού

Αθήνα, Γενάρης 2009

πηγή: prolprot.espivblogs.net

Κείμενο της κατάληψης Villa Amalias σχετικά με τις εξαγγελίες του εισαγγελέα Σανιδά.

για πάντα ανίκανοι να νικήσουν αυτό που ποτέ δε θα είναι ικανοί να αντιληφθούν

Η εξουσία είναι τρομαγμένη. Τέσσερις μήνες μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης του Δεκέμβρη, που πυροδοτήθηκε από τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξη από τον μπάτσο Κορκονέα στα Εξάρχεια και εξαπλώθηκε με πρωτόγνωρη ένταση και διάρκεια απ’ άκρη σ’ άκρη όλης της χώρας, προσπαθεί ν’ ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Αντιλαμβάνεται ότι αυτό το κύμα οργής δεν έσβησε. Ξέρει ότι οι συνειδήσεις και οι πρακτικές ευρύτερων κοινωνικών κομματιών έχουν περάσει στην αντίπερα όχθη, στην όχθη της αντιπαράθεσης με την αθλιότητα του επιβαλλόμενου παρόντος, στην όχθη της εναντίωσης στο ακόμα πιο επαίσχυντο μέλλον που τους επιφυλάσσουν οι καπιταλιστικές «λύσεις» της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης.

Το δυναμικό και πολύμορφο κίνημα αλληλεγγύης στην μαχητική εργάτρια Κωνσταντίνα Κούνεβα (που έπεσε θύμα μιας θρασύδειλης απόπειρας δολοφονίας με βιτριόλι από τους μπράβους των πασόκων αφεντικών της), η αντίσταση και η σύγκρουση με τα σχέδια του υπηρέτη των μεγαλοεργολάβων δημάρχου Αθηναίων Ν. Κακλαμάνη και η δυναμική με την οποία αυτή εκδηλώθηκε στο κατακρεουργημένο -από τις μπουλντόζες της ανάπλασης- πάρκο της οδού Πατησίων και Κύπρου στην Κυψέλη, οι αυτοοργανωμένες απόπειρες, οι τοπικές αντιστάσεις, οι καταλήψεις που ξεπηδάνε η μία μετά την άλλη στο κέντρο και τις συνοικίες της μητρόπολης… ένα μήνυμα στέλνουν στην εξουσία: όταν τα μυαλά των ανθρώπων πάρουν φωτιά, δύσκολα σβήνουν.

Η εξουσία είναι τρομαγμένη και γι’ αυτό τρομοκρατεί: Με δολοφονικές επιθέσεις (όπως στις 24.2.09 όταν παρακρατικοί πέταξαν χειροβομβίδα στο Στέκι Μεταναστών στα Εξάρχεια κατά τη διάρκεια εκδήλωσης του Συνδέσμου Αντιρρησιών Συνείδησης με σκοπό να σκοτώσουν), με δολοφονίες κρατουμένων και μεταναστών, με πυροβολισμούς, καταστολή και χημικό πόλεμο, με ξυλοδαρμούς, συλλήψεις και φυλακίσεις διαδηλωτών και αγωνιζόμενων ανθρώπων, με τη διάχυση της ρατσιστικής και ξενοφοβικής προπαγάνδας, με την φλύαρη μηντιακή πλύση εγκεφάλου, με την ακατάσχετη διασπορά της σύγχυσης και του τρόμου.

Η εξουσία ξέρει ότι κάθε καζάνι που συνεχίζει να βράζει μπορεί να εκραγεί και πάλι με απρόβλεπτες συνέπειες. Γι’ αυτό παίρνει τα μέτρα της: Ξεθάβει την αλήστου μνήμης κατηγορία της «περιύβρισης αρχής» γιατί δε θέλει να ακούει ότι οι μπάτσοι της είναι γουρούνια και δολοφόνοι. Ποινικοποιεί την «κάλυψη προσώπου», δηλαδή τα στοιχειώδη μέσα αυτοάμυνας που χρησιμοποιούν όσοι και όσες αγωνίζονται για να προστατεύσουν την ελευθερία τους και τη σωματική ακεραιότητα τους από το μεγάλο αδελφό των καμερών της και το χημικό οπλοστάσιο των πραιτόρων της. Μεθοδεύει τη νομική κατάργηση του κοινωνικού χαρακτήρα του πανεπιστημιακού ασύλου. Ξαμολάει στους δρόμους νέα σώματα μηχανοκίνητων κρατικών συμμοριών και ανακοινώνει (εν μέσω κρίσης) νέες προσλήψεις χιλιάδων ένστολων και μη μπάτσων και υπεραγορές κατασταλτικών μέσων. Εξαγγέλλει (έπειτα από την υπόδειξη ασφαλίτικων διαρροών στα μμε) την επίθεση της στις καταλήψεις, σ’ εκείνους δηλαδή τους ανοιχτούς κοινωνικούς-πολιτικούς χώρους που εδώ και δεκαετίες αποτελούν τα ζωντανά πειράματα για την κάλυψη των αναγκών και των επιθυμιών καθώς και τις ορατές και απτές υποδομές του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού κινήματος. Άλλωστε ανέκαθεν οι καταλήψεις, αυτά τα ορμητήρια της αντίστασης και της αλληλεγγύης, της αυτοοργάνωσης και της αντιεμπορευματικής έκφρασης και δημιουργίας κάθονταν στο λαιμό του κράτους. Δεν μπόρεσε να τις αφομοιώσει και να τις αλλοτριώσει. Το μόνο που μπορεί (όπως άλλωστε έχει κάνει και στο παρελθόν) είναι να αποπειραθεί να τις καταστείλει. Έτσι λοιπόν η αυτού μεγαλειότης της ελληνικής «δικαιοσύνης», ο εισαγγελέας του αρείου πάγου Σανιδάς, αφού κουκούλωσε κάθε «σκάνδαλο» και «σκανδαλάκι» από το οποίο θα έβγαινε στην επιφάνεια έστω και ένα ελάχιστο δείγμα από τη μπίχλα και τη σαπίλα της «καλύτερης δημοκρατίας που είχαμε ποτέ», διέτάξε στις 19.3.09 τους υφιστάμενους του ανά την επικράτεια να κηρύξουν τον πόλεμο ενάντια σ’ όσους και όσες συλλογικά και αυτοοργανωμένα συγκρούονται σε καθημερινό και βιωμένο επίπεδο με τον «πολιτισμό» της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας και τις «αξίες» της ιδιοκτησίας, της ασφάλειας και της εθελοδουλίας.

Είμαστε δύο κόσμοι σε σύγκρουση και την κυριολεξία αυτής της συνθήκης δεν περιμένουμε κανέναν Σανιδά για να μας την επιβεβαιώσει. Τη νιώθουμε και τη βιώνουμε κάθε μέρα, κάθε νύχτα, κάθε στιγμή της ζωής μας. Δε μας ξαφνιάζουν, ούτε μας φοβίζουν. Ξέρουμε ότι οι μπαμπούλες είναι ευάλωτοι. Γρυλίζουν, γιατί φοβούνται. Ξέρουμε ότι είμαστε πολλοί και πολλές, διαφορετικοί και διαφορετικές, ίσοι και ίσες. Ξέρουμε ότι δεν είμαστε φειδωλοί και φειδωλές στις συλλογικές απαντήσεις που μας αρμόζουν και μας αντιστοιχούν σε κάθε ερώτηση που μας θέτει -υπό την μορφή απειλής και εκβιασμού- η εξουσία. Αν θέλουν να ψάξουν για ναρκωτικά, να πάνε στα πάνελ των τηλεοπτικών στούντιο, αν θέλουν να βρουν όπλα ας πάνε στα στρατόπεδα και τα αστυνομικά τμήματα τους, αν θέλουν να εντοπίσουν τρομοκράτες ας κοιταχτούν στον καθρέφτη. Όσο για εμάς…

εξέγερση για πάντα κατάληψη παντού

διαδήλωση: τρίτη 28 απρίλη 2009 6μμ πάρκο ναυαρίνου & ζωοδόχου πηγής, εξάρχεια

κατάληψη villa amalias

αχαρνών 80 & χέυδεν

πηγή: villa-amalias.blogspot.com

ΥΓ Ι

“Πώς να σωπάσω μέσα μου
Την ομορφιά του κόσμου;
Ο ουρανός δικός μου
Η θάλασσα στα μέτρα μου.

[…]

Στου βούρκου μέσα τα νερά
Ποιά γλώσσα μού μιλάνε
Αυτοί που μού ζητάνε
Να χαμηλώσω τα φτερά;”

πηγή: αυτοκόλλητο Αλληλεγγύης στους συλληφθέντες των Δεκεμβριανών του 2008 που κυκλοφόρησε με το σύνθημα Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΣΥΛΛΗΠΤΗ στην αθηναϊκή μητρόπολη το Γενάρη του 2009

ΥΓ ΙΙ

στη Μνήμη του φίλου & συντρόφου Χρήστου Πολίτη

“Να θυμάσαι το χτες που ολούθε σε ζώνει

και θα νιώσεις το σήμερα τι ζητάει από σένα

πως τοιμάζει το πάλαιμα του σφυριού με τ’ αμόνι

της καινούργιας σου δύναμης τη γοργόφταστη γέννα”

Αλέξης Πάρνης

πηγή: οπισθόφυλλο του 4ου τεύχους (Αθήνα, Νοέμβρης 2017) της πολιτικής επιθεώρησης ΜΟΛΟΤ

μια (υποκειμενική) επιλογή με (πιστή) αντιγραφή των πρωτότυπων, από τις εκδόσεις

Προλεταριακή Πρωτοβουλία.

Εξάρχεια, Ιούνης 2022

Χαιρετισμός του Δ. Κουφοντίνα στις βιβλιοπαρουσιάσεις της ιταλικής έκδοσης “13 Απαντήσεις” (Φλωρεντία 12 & Μπέργκαμο 15/5/22).

Χαιρετισμός του συντρόφου & πολιτικού κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα. Διαβάστηκε μεταφρασμένος, στις βιβλιοπαρουσιάσεις που πραγματοποιήθηκαν την Πέμπτη 12 Μάη στη Φλωρεντία από το Collettivo Politico 13 Rosso και την Κυριακή 15 Μάη 2022 στο Μπέργκαμο στο Spazio di documentazione La Piralide, της ιταλικής έκδοσης του βιβλίου – συνέντευξης του “13 Απαντήσεις. Μια συζήτηση με τον Τάσο Παππα” (Εκδόσεις Μονοπάτι. Αθήνα, 2016.) που κυκλοφορεί με τίτλο “Η Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη. 13 Απαντήσεις από τη φυλακή” (Εκδόσεις PGreco, Μιλάνο, 2021. Μετάφραση Λέων Βλάσσης).

Οι εκδηλώσεις πραγματοποίηθηκαν με τη συμμετοχή του συντρόφου & επιμελητή των εκδόσεων Μανόλο Μορλάκι και του συντρόφου Πασκουάλε Αμπατάντζελο, πρώην πολιτικού κρατούμενου στις ιταλικές ειδικές φυλακές, μέλους των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων – Nuclei Armati Proletari (NAP) και έπειτα των Κόκκινων Ταξιαρχιών – Brigate Rosse (Β.R), ο οποίος εξέτισε 20 χρόνια εγκλεισμού, 6 χρόνια ημιελευθερίας και 4 χρόνια επιτηρούμενης ελευθερίας χωρίς ποτέ να μετανοήσει, ούτε να διαχωριστεί. Στα ελληνικά κυκλοφορεί η αυτοβιογραφία του “Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα. Μια ιστορία της δεκαετίας του ‘70” (Εκδόσεις Διάδοση. Αθήνα, 2020).

Σας στέλνω θερμούς αγωνιστικούς χαιρετισμούς μέσα από τη φυλακή του Δομοκού, μια άτυπη φυλακή ειδικού τύπου. Και μέσα από μια φυλακή μέσα στη φυλακή που έχει διαμορφώσει ένα καθεστώς εξαίρεσης με ειδικούς φωτογραφικούς νόμους, με ειδική σωφρονιστική και δικαστική αντιμετώπιση.

Χαίρομαι που βρίσκομαι νοερά μαζί σας απόψε, που σας μιλάω μέσα από αυτό το μικρό βιβλίο με το ολοπόρφυρο εξώφυλλο που μετέφρασε τόσο καλά ο σύντροφος Λέων και μας έκανε την τιμή να προλογίσει με το δυνατό λόγο του ο σύντροφος Αμπατάντζελο,

Προέρχομαι και εγώ από το αντάρτικο ρεύμα που διέτρεχε ολόκληρο τον πλανήτη από τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Ένα ρεύμα που διαπνεόταν από την επαναστατική αντιιμπεριαλιστική γεωστρατηγική του Ένα, δύο, πολλά Βιετνάμ, τροφοδοτούσε η αντίσταση του βιετναμικού και του παλαιστινιακού λαού, άνθιζαν τα αντάρτικα στην Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική, φούντωναν τα μητροπολιτικά αντάρτικα πόλης στην Ευρώπη. Ένα ρεύμα που έθετε ξανά το ζήτημα της ένοπλης πλευράς της επανάστασης, ύστερα από την εξάντληση του τριτοδιεθνιστικού μοντέλου, και άνοιγε όλο το φάσμα των μορφών πάλης, υπερβαίνοντας τον ρεφορμιστικό εγκλωβισμό στα όρια της εκάστοτε καθεστωτικής νομιμότητας.

Ένα ρεύμα οικείο και για εσάς. Νιώθουμε τη βαθιά συγγένεια με τους συντρόφους που πολέμησαν, καταδιώχτηκαν, φυλακίστηκαν γιατί έδωσαν το παρόν στο αντάρτικο κάλεσμα του καιρού τους. Είχαμε παρόμοιες εμπειρίες, κοντινές διαδρομές, υπήρξαμε κομμάτια της ίδιας ιστορίας.

Ωστόσο, εμάς της 17Ν, μας έλαχε να παλεύουμε σε μια εξαρτημένη, ημιπεριφερειακή χώρα, με κοινωνική και πολιτική αστάθεια, με πελώριες ταξικές αντιθέσεις, με μια κυρίαρχη λούμπεν μεγαλοαστική τάξη, με άτυπη αμερικανική κατοχή που δεν δίστασε να επιβάλει τη στρατιωτική δικτατορία του 1967-74, με την πρεσβεία των ΗΠΑ να αποτελεί ακόμα και σήμερα βασικό πόλο της εξουσίας, ενώ αυξάνει διαρκώς το θηριώδες πλέγμα των στρατιωτικών βάσεων που περισφίγγουν ασφυκτικά την ελληνική γεωγραφία.

Όμως, ταυτόχρονα, αυτή τη χώρα διατρέχει διαχρονικά ένα ρεύμα ανυποταξίας και αντίστασης, με κορύφωση τη δεκαετία της φωτιάς 1940-50 που άρχισε με τη μαζική εθνική αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ για να κλείσει με την τελευταία ένοπλη επανάσταση στην Ευρώπη, του ΔΣΕ το 1946-49. Αυτή η αντίσταση είναι οι ρίζες μας, η κληρονομιά, αλλά και η ευθύνη μας. Αυτή η αντίσταση διαμόρφωσε τη συλλογική μνήμη που τροφοδότησε και το δικό μας επαναστατικό ρεύμα.

Είναι αδύνατον να ερμηνεύσουμε το παρόν χωρίς αναφορά σε αυτό το παρελθόν. Που βαραίνει και στην αντιμετώπιση της εξουσίας απέναντι στους πολιτικούς κρατούμενους, η οποία γίνεται με καθαρά εμφυλιοπολεμικούς όρους, με τη μετεμφυλιακή αντικομμουνιστική ρητορεία και απαίτηση για υπογραφή δήλωσης μετανοίας που ιστορικά ξυπνά τις πιο ζοφερές μνήμες.

Δεν πρόκειται απλώς για το τυφλό μίσος και την εμμονική εκδικητικότητα της σημερινής πολιτικής εξουσίας, ούτε μόνο για τις συνεχείς και έντονες παρεμβάσεις της αμερικάνικης πρεσβείας. Δεν πρόκειται εδώ απλώς για την τύχη ή τη βιολογική εξόντωση ενός ατόμου, δεν πρόκειται για την εξόφληση κάποιων παλιών λογαριασμών. Αυτό που ζητούν είναι, μέσα από την προσωπική ταπείνωση και τη δήλωση υποταγής και μεταμέλειας, να σπιλώσουν και να χτυπήσουν τη συλλογική μνήμη. Αυτό που ζητούν είναι, μέσα από τη βιολογική εξόντωση να κόψουν τις γέφυρες επαναστατικών εμπειριών, την ενότητα συνέχειας και προοπτικής.

Και επειδή αυτή η κεντρική επιδίωξη της κυριαρχίας είναι πολιτική, και η αντιμετώπιση της δεν μπορεί παρά να είναι κατά κύριο λόγο πολιτική. Έτσι, το ατομικό δεν μπορεί παρά να υπαχθεί στο πολιτικό. Είδαμε πως στο περσινό κίνημα αλληλεγγύης και τις μεγάλες πορείες που περιγράφει και ο σύντροφος Αμπατάντζελο. Στον πρόλογο του, το ατομικό αίτημα υπερέβαινε την τύχη ενός ατόμου και έπαιρνε ευρύτερο χαρακτήρα, συνδεόταν με την πολιτική και κοινωνική συγκυρία και μετατρεπόταν σε κεντρικό πολιτικό επίδικο.

Όσον με αφορά, είμαι πολύ μικρός για να διαπράξω τη μεγάλη ατιμία να υπογράψω δήλωση μετανοίας, όταν σ’ αυτόν τον τόπο τόσοι και τόσοι νέοι κομμουνιστές προτίμησαν να μην ξαναδούν τον ήλιο ν’ ανατέλλει για να μην υπογράψουν μια τέτοια δήλωση.

Κίνηση της Βιολλέτας [ΚτΒ]: Για την 9η Μάη.

Για την 9η Μάη

Ο κάθε άνθρωπος, που αγαπά την ελευθερία, χρωστάει τόσα στον Κόκκινο Στρατό, που δε θα μπορούσε να τα ξεπληρώσει ποτέ, με ό,τι κι αν έκανε.

Ε. Χέμινγουεϊ

Η 9η Μάη αποτελεί ορόσημο για την ανθρωπότητα και το μεγάλο ταξίδι της προς την κοινωνική απελευθέρωση και τη χειραφέτηση. Στις 9 Μάη 1945 ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος τελειώνει με τη ναζιστική Γερμανία να συνθηκολογεί υπό το βάρος της ολοκληρωτικής της ήττας (κυρίως) στο ανατολικό μέτωπο. Η 9η Μάη είναι η μέρα της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών που σηματοδοτήθηκε από την είσοδο του Σοβιετικού Κόκκινου Στρατού στο Βερολίνο και το κάρφωμα της κόκκινης σημαίας στην καρδιά του κτήνους, στο Ράιχσταγκ. Μια Αντιφασιστική Νίκη των Λαών που απέδειξε έμπρακτα -για ακόμα μια φορά στην ανθρώπινη ιστορία- ότι κανένας εχθρός, όσο “παντοδύναμος” κι αν φαντάζει, δεν είναι ανίκητος. Μια ιστορική ήττα των βδελυρότερων εχθρών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ελευθερίας, η οποία επιτεύχθηκε χάρη στη μέχρις εσχάτων Αντίσταση και Πάλη εκατομμυρίων ανδρών και γυναικών, όλων των ηλικιών, σε όλη την Ευρώπη.

Διακαώς οι καπιταλιστικές χώρες, από τα πρώτα χρόνια μετά τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου προσπαθούν να παραχαράξουν την ιστορία, να διαστρεβλώσουν τα πολιτικά νοήματα σε σχέση με την καθοριστική συμβολή των κομμουνιστών για την λήξη του πολέμου. Σύσσωμοι οι ιμπεριαλιστές , οι καπιταλιστές και όλοι οι “δημοκράτες” ακολουθοι τους προσπαθούν να υποβαθμίσουν το βαρύ φόρο αίματος που κατέβαλαν οι κομμουνιστές πολεμώντας τους ναζί, τόσο στις μάχες στα εδάφη της ΕΣΣΔ όσο και στην ευρωπαϊκή επικράτεια που συγκρότησαν λαϊκούς στρατούς και μέτωπα, όπως στην Ελλάδα με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η ανιστόρητη και επικίνδυνη ταύτιση κομμουνισμού και φασισμού που συντελέστηκε μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η καταδίκη κάθε είδους «ολοκληρωτισμού», είναι μια τακτική που αποσκοπεί να σβηστεί από την ιστορική μνήμη ο ρόλος των κομμουνιστών στη συντριβή του ναζιστικού κτήνους, μια τακτική που προσπαθεί να μας κάνει να ξεχάσουμε ότι ο ναζισμός αποτέλεσε μια διέξοδο του καπιταλιστικού/ ιμπεριαλιστικού συστήματος.

77 χρόνια μετά στην Ευρώπη ηχούν και πάλι οι σειρήνες του πολέμου. Η ανθρωπότητα βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ μπροστά σε μια γενικευμένη εμπόλεμη απειλή και τα νοήματα της νίκης του Κόκκινου στρατού είναι και πάλι το ίδιο επίκαιρα. Ο προλεταριακός διεθνισμός, η μνήμη των αδελφωμένων λαών της ΕΣΣΔ που πολέμησαν ενάντια στο ναζισμό υπενθυμίζουν ότι το καπιταλιστικό/ ιμπεριαλιστικό σύστημα πρέπει να ανατραπούν συνολικά, ότι δεν υπάρχει καλός και κακός εισβολέας. Υπενθυμίζουν περίτρανα ότι οι λαοί δεν έχουν να κερδίσουν από τους πολέμους των αστών, παρά μόνο φτώχεια εξαθλίωση και θάνατο. 77 χρόνια μετά, εν μέσω της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας και της ακραίας ταξικής λεηλασίας από άκρη σε άκρη σε όλη τη γη, το σφυρί και το δρεπάνι -ο κομμουνισμός- αποτελούν τη μόνη εναλλακτική για να ζήσουν οι λαοί.

Ανίκητος δεν είναι ο ιμπεριαλισμός, το φασισμό τον τσάκισε ο Κόκκινος Στρατός!

Οι Λαοί νικούν με το όπλο στο χέρι και η ανθρώπινη Ιστορία πολύ καλά το ξέρει!

Λευτεριά στο Λαό – Θάνατο στο Φασισμό και τον Ιμπεριαλισμό!

Κίνηση της Βιολέττας [ΚτΒ]

Αθήνα, Μάης 2022.

Επαναστατική στρατηγική σε συνθήκες Πολέμου και Φασισμού: το παράδειγμα του ΚΚΕ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Επαναστατική στρατηγική σε συνθήκες Πολέμου και Φασισμού: το παράδειγμα του ΚΚΕ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (απόσπασμα από το κεφάλαιο «Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και επαναστατική στρατηγική», του βιβλίου του Άρη Σειρηνίδη «Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη. Ο λαϊκός επαναστατικός πόλεμος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας 1946-1949».

 

[…] Αν αντανακλά κάτι όλη αυτή η επίπονη προσπάθεια χάραξης της στρατηγικής του ΚΚΕ (και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος), αυτό είναι η προσπάθεια αποφυγής των μηχανιστικών αναγωγών, του δογματισμού και της στατικής αντίληψης στη χάραξη της στρατηγικής του, η εφαρμογή σε τελική ανάλυση της λενινιστικής προσταγής της «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης»[…]


Τόσο ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος όσο και ο Β΄ (στο ξεκίνημά του) υπήρξαν πόλεμοι ιμπεριαλιστικοί, γεννήματα και οι δύο της έντασης της ανισομετρίας που εμφανίζει ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο και της όξυνσης της πάλης που αυτή δημιουργεί για το (ξανα)μοίρασμα των αποικιών και των σφαιρών επιρροής. Ωστόσο, παρά τις κοινές αιτίες που γέννησαν τους δύο πολέμους, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε σε συνθήκες που διέφεραν ριζικά από εκείνες που υπήρχαν μόλις εικοσιπέντε χρόνια πριν, γεγονός που μετέβαλε σημαντικά τον χαρακτήρα του πολέμου αυτού και ακολούθως τα καθήκοντα του διεθνούς επαναστατικού κινήματος.

Με τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης και την εδραίωση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις είχαν πάψει να αποτελούν τον μοναδικό παράγοντα κίνησης της διεθνούς πολιτικής∙ οι αντιθέσεις αυτές θα αναπτύσσονται πλέον σε συνάρτηση με τη νέα και αποφασιστικής σημασίας αντίθεση ανάμεσα σε δύο διαφορετικά κοινωνικά συστήματα. Η κοινή επιδίωξη για αποκατάσταση της ακεραιότητας του καπιταλιστικού κόσμου, που συνένωνε σε αντισοβιετική βάση το σύνολο του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, θα γεννήσει, στην αλληλεπίδρασή της με τον ανειρήνευτο ανταγωνισμό που προκαλούσε στο εσωτερικό του η σοβούσα κρίση του συστήματος και η άνοδος του εργατικού κινήματος, μια ποιοτικά νέα ιστορική κατάσταση, αυτήν της εποχής του Μεσοπολέμου, που θα αναδείξει τον φασισμό σε αποκλειστικό πολιτικό εκφραστή των αστικών τάξεων τριών ιμπεριαλιστικών χωρών (Γερμανίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας).

Η αναδιάταξη των δυνάμεων που προκαλούσε στο εσωτερικό του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου η παρουσία των δυνάμεων του φασιστικού Άξονα, με τους διακηρυγμένους στόχους για παγκόσμια κυριαρχία και υποδούλωση ως και εξόντωση ολόκληρων λαών και πολιτισμών, διαμόρφωνε για τα κινήματα και τους λαούς του κόσμου μια αντικειμενικά πιο σύνθετη συνθήκη από εκείνη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία επέβαλε τη χάραξη μιας άλλης στρατηγικής για την αντιμετώπισή της. Μιας στρατηγικής που θεμελιωνόταν στην πραγματικότητα που δημιουργούσε η φασιστική επιθετικότητα και από την οποία απέρρεε το κάλεσμα για τη διεξαγωγή ενός δίκαιου, απελευθερωτικού λαϊκού πολέμου ενάντια στον φασισμό. Ήδη άλλωστε από το 1935, η Κομμουνιστική Διεθνής, στο 7ο Συνέδριο της, ορίζοντας κατ’ αρχάς τον φασισμό ως την «ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, σοβινιστικών και ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου», είχε καθορίσει τη στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στον φασισμό και τον πόλεμο που προδιαγραφόταν, αναδεικνύοντας τη συνένωση όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων -ακόμα και αστικών- σε βασικό άξονα της πολιτικής της, με απαράβατο πάντα όρο την αυτοτέλεια του κομμουνιστικού κόμματος στο αντιφασιστικό μέτωπο και την εργατική ηγεμονία σε αυτό.

Στην κατεύθυνση αυτή, το ΚΚΕ θα θέσει όλες του τις δυνάμεις έγκαιρα –από την περίοδο της ιταλικής εισβολής– στην υπηρεσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, βλέποντας σε αυτόν ως προοπτική και προορισμό την Ελλάδα της Λαϊκής Δημοκρατίας. Η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας από ενδεχόμενη πολεμική επίθεση ιμπεριαλιστικής δύναμης είχε τεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής του κόμματος από το 6ο Συνέδριό του τον Δεκέμβριο του 1935, όταν είχε γίνει ρητά λόγος για την ισχυρή πιθανότητα προσβολής της χώρας από τη γειτονική Ιταλία. Συγκεκριμένα στην απόφαση του Συνεδρίου αναφερόταν: «το καθήκον τόσο της απόκρουσης της άμεσης απειλής του πολέμου, όσο και της υπεράσπισης της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας από τους ξένους ιμπεριαλιστές […] πέφτει πάνω στο κόμμα μας». [1]

Με τα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα στον κόσμο να χωρίζονται σε δύο βασικούς συνασπισμούς, τον φασιστικό Άξονα από τη μια (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) και τον Αγγλογαλλικό-Αμερικανικό από την άλλη, η Ελλάδα ως χώρα εξαρτημένη από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό είχε από τότε θεωρηθεί πολύ πιθανό να βρεθεί στο στόχαστρο μιας επιθετικής κίνησης από την Ιταλία. Η τελευταία, άλλωστε, διατηρούσε υπό την κατοχή της τα Δωδεκάνησα, εφαρμόζοντας μάλιστα από το 1936 πολιτική αφελληνισμού τους, ενώ διατύπωνε σαφείς διεκδικήσεις απέναντι στην Αλβανία, που θα τις κάνει πράξη τον Απρίλιο του 1939, όταν την προσαρτά ύστερα από στρατιωτική επέμβαση.

Η έλευση (4 Αυγούστου 1936) και η σταθεροποίηση της μεταξικής δικτατορίας δεν θα ανατρέψουν τα δεδομένα σε ό,τι αφορά σε ποια σφαίρα επιρροής ανήκει η Ελλάδα. Η αυξανόμενη επιρροή της Γερμανίας στη χώρα απείχε πολύ από το να σημαίνει και ανατροπή του βασικού πλαισίου εξάρτησής της. Κάτι τέτοιο, όπως έδειξε η επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της απέναντι στις απαιτήσεις της Ιταλίας τον Οκτώβριο του 1940, δεν συνέβη. Και ούτε θα μπορούσε να συμβεί, δεδομένου ότι ήταν τόσο ισχυρή η εξάρτηση από το αγγλικό κεφάλαιο, που δεν θα μπορούσε ποτέ η ελληνική αστική τάξη να την παρακάμψει και να αλλάξει στρατόπεδο αποδεχόμενη την πρόταση συνθηκολόγησης που της έκανε η Ιταλία, και κατά προέκταση ο Άξονας, στις 28 Οκτωβρίου 1940.

Με την οικονομική υπόσταση της ελληνικής αστικής τάξης σε μεγάλο βαθμό υποθηκευμένη στο αγγλικό κεφάλαιο, [2] το ερώτημα «με ποιους θα πάει η Ελλάδα στον πόλεμο» δεν θα κρινόταν ασφαλώς από κάποιου υποκειμενικού ή ιδεολογικού τύπου προτίμηση αλλά από την αντικειμενική-οικονομική πραγματικότητα. Και υπό αυτή την έννοια η απάντηση ήταν προκαθορισμένη. Άλλωστε, η ίδια η περίοδος της μεταξικής δικτατορίας δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνειών για το πού ήταν προσανατολισμένη η Ελλάδα. Υπήρχε βέβαια σημαντική εισροή γερμανικών κεφαλαίων στη χώρα, σαφώς υπήρχαν πολύ καλές σχέσεις και ιδεολογική εγγύτητα με τον γερμανικό ναζισμό, ωστόσο τα δικαιώματα της Αγγλίας στη χώρα ήταν απαράγραπτα και δεν αμφισβητούνταν. Ο ίδιος ο Μεταξάς, άλλωστε, δεν το έκρυβε αυτό, μιλώντας ξεκάθαρα για τον προνομιακό ρόλο του αγγλικού κεφαλαίου στη χώρα και προβαίνοντας σε σειρά απροκάλυπτα ευνοϊκών προς αυτό μέτρων. [3]

[…] Υπό μία έννοια άλλωστε, το καθεστώς Μεταξά αποτελούσε έκφραση της συνολικότερης εξωτερικής αγγλικής πολιτικής. Στη δεδομένη φάση των διεθνών σχέσεων, ο αγγλικός παράγοντας ευνοούσε την εγκαθίδρυση ενός φασιστικού καθεστώτος στην Ελλάδα, στα πλαίσια της γενικότερης στρατηγικής του για τη διατήρηση καλών επαφών με τον Άξονα, προκειμένου να αποτραπεί ένας μεταξύ τους πόλεμος και ο Άξονας να στραφεί εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό ήταν στην ουσία το περιεχόμενο της λεγόμενης πολιτικής κατευνασμού της Αγγλίας (αλλά και της Γαλλίας) απέναντι στον Χίτλερ. Μιας πολιτικής που εκφράστηκε με την ανοχή στη στρατιωτική βοήθεια που πρόσφερε ο Άξονας στον Φράνκο για τη συντριβή της Ισπανικής Επανάστασης, με την αναγνώριση της προσάρτησης της Αυστρίας στο Γ΄ Ράιχ τον Μάρτιο του 1938 και βέβαια με τη Συμφωνία του Μονάχου τον Σεπτέμβριο του 1938, που επέτρεπε επίσημα στη Γερμανία να προσαρτήσει μέρος της Τσεχοσλοβακίας (τη Σουδητία) και λίγο μετά ολόκληρη τη χώρα. Και βέβαια όλα αυτά τη στιγμή που η Αγγλία, η Γαλλία και η Γερμανία προέβαιναν σε δηλώσεις μη επίθεσης η μία στην άλλη.

Μη αντιλαμβανόμενη το κρίσιμο αυτό στοιχείο της αγγλικής πολιτικής και δείχνοντας παράλληλα να ξεχνά όλες τις αναλύσεις του κόμματος για την εξάρτηση της χώρας από το αγγλικό κεφάλαιο, η ηγεσία του ΚΚΕ με επικεφαλής τον Γ. Σιάντο – ο οποίος ανέλαβε τα ηνία του κόμματος ύστερα από τη σύλληψη του Ν. Ζαχαριάδη τον Σεπτέμβρη του 1936- θα δει στην ένταση της παρουσίας του γερμανικού κεφαλαίου στη χώρα και παράλληλα στην εθνικοσοσιαλιστικού χαρακτήρα πολιτική της 4ης Αυγούστου την αλλαγή σκυτάλης στην εξάρτηση της χώρας, γεγονός με σοβαρές συνέπειες στη συνολική στρατηγική του κόμματος, αφού πλέον ο βασικός θεματοφύλακας της αστικής εξουσίας στη χώρα, ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, έπαυε να αποτελεί το κύριο πεδίο της στόχευσης της.

[…] Η νέα καθοδήγηση που διαδέχεται τον Γ. Σιάντο τον Νοέμβριο του 1939, η λεγόμενη Παλιά Κεντρική Επιτροπή, αδυνατώντας με τη σειρά της να παρακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις (Σύμφωνο μη Επίθεσης ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τη Γερμανία τον Αύγουστο του 1939 και έναρξη Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου την 1η Σεπτεμβρίου του 1939), θα επιτείνει με τους χειρισμούς της την πολιτική σύγχυση στο κόμμα. Έτσι, στα κομματικά κείμενα η Αγγλία ξαφνικά ξαναγίνεται η κυρίαρχη δύναμη στη χώρα, την ίδια στιγμή όμως η θέση που διατυπώνει το ΚΚΕ απέναντι στον επερχόμενο πόλεμο με τις δυνάμεις του Άξονα διαφοροποιείται ριζικά από αυτήν του 6ου Συνεδρίου του 1935. Με διακηρυκτικό κείμενο τον Απρίλιο του 1940 η καθοδήγηση του ΚΚΕ χαράσσει τακτική ουδετερότητας απέναντι σε μια επίθεση της Ιταλίας, εκλαμβάνοντάς την ως έκφραση της ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης με την Αγγλία που θα λάμβανε χώρα στο ελληνικό έδαφος:

«Το πέρασμα της βασιλομεταξικής δικτατορίας στην υπηρεσία των αγγλογάλλων, συντελούμενο μέσα στις συνθήκες της έντασης των σχέσεών τους με την Ιταλία, σημαίνει –ούτε λίγο ούτε πολύ– πρόσκληση στους ιμπεριαλιστές να βγάλουν τα μάτια τους πάνω στα ελληνικά εδάφη κι εξουσιοδότησή τους να μην αφήσουν πέτρα πάνω στην άλλη, στη δυστυχισμένη πατρίδα μας. Εκτός από την Ιταλία που –πριν προλάβουν οι αγγλογάλλοι να αξιοποιήσουν την προδοσία της δικτατορίας– θα εξαπολύσει κεραυνοβόλα ενέργεια κατά της χώρας μας, με το πρόσχημα της ασφάλειας των νώτων της και της “διαφύλαξης της ειρήνης στη νoτιοανατολική Ευρώπη” θα αναγκαστεί κι η Γερμανία να μεταφέρει τη σύγκρουση στην περιοχή μας. […] Η δικτατορία εκμεταλλεύεται ύπουλα τη φιλοτιμία του λαού μας, την περηφάνια του για το δοξασμένο του παρελθόν, για να τον στείλει μορφινισμένο στο μέτωπο της αλληλοσφαγής να πολεμήσει για ξένα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Έτσι παριστάνει η δικτατορία τον πόλεμο –που η ίδια προκαλεί– σαν υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της πατρίδας μας – και καλεί το λαό να “πολεμήσει με θάρρος και ηρωισμό”. […] Δεν είναι ηρωισμός το να σκοτώνεσαι μάταια για ξένα συμφέροντα. Δεν έχει καμιά σχέση με την υπεράσπιση της πατρίδας το να πολεμάς στην υπηρεσία του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού μπλοκ». [4]

Είναι πρόδηλο ότι μια τέτοια δομική αλλαγή γραμμής από το ΚΚΕ δήλωνε μια συγκεκριμένη ερμηνεία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και της Συμφωνίας μη Επίθεσης ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τη Γερμανία.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με χρονολογική σειρά, ξεκινώντας από το Σύμφωνο μη Επίθεσης ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τη Γερμανία (Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ), που υπογράφτηκε στις 23 Αυγούστου 1939, λίγες ημέρες πριν από την έναρξη του πολέμου. Η υπογραφή του αποτελούσε μια κίνηση τακτικής της Σοβιετικής Ένωσης που σκοπό είχε να της εξασφαλίσει τον απαραίτητο χρόνο, ώστε να προετοιμαστεί για τη γερμανική στρατιωτική επίθεση, την οποία θεωρούσε αναπόφευκτη. Αντίστοιχα, θα λέγαμε, ήταν μια κίνηση τακτικής και για τη Γερμανία, που δεν ήθελε στην πρώτη φάση των πολεμικών επιχειρήσεών της στην Κεντρική Ευρώπη να έχει ανοιχτό το μέτωπο με τη Σοβιετική Ένωση. Όλο το προηγούμενο διάστημα η Σοβιετική Ένωση είχε υποβάλει προτάσεις συνεργασίας σε ανώτατο επίπεδο στις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας για τη δημιουργία ενός αντιφασιστικού συνασπισμού, καταγγέλλοντας παράλληλα την προσάρτηση της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας. Οι προτάσεις αυτές, όμως, δεν εισακούστηκαν. Αντίθετα, οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας με την πολιτική κατευνασμού απέναντι στη Γερμανία που ακολούθησαν την ενθάρρυναν ουσιαστικά να επιτεθεί στη Σοβιετική Ένωση. Σε αυτό το πλαίσιο η Σοβιετική Ένωση, όντας υποχρεωμένη να υπερασπιστεί την υπόστασή της, θα υπογράψει στις 23 Αυγούστου το Σύμφωνο μη Επίθεσης με τη Γερμανία. Λίγες ημέρες μετά, την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, ξεκινά ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος με την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία. Στις 3 Σεπτεμβρίου η Αγγλία και η Γαλλία κηρύσσουν τον πόλεμο στη Γερμανία.

Εκμεταλλευόμενη αριστοτεχνικά τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, η Σοβιετική Ένωση καταφέρνει να διασπάσει την κοινή αντισοβιετική στρατηγική του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, που την απειλούσε άμεσα. [5] Την ίδια στιγμή η πάλη για το ξαναμοίρασμα του κόσμου ξαναρχίζει μόλις 21 χρόνια μετά τη λήξη του προηγούμενου παγκοσμίου πολέμου. Ο πόλεμος που ξεκινάει λοιπόν είναι ένας πόλεμος ιμπεριαλιστικός, στον οποίο η Σοβιετική Ένωση προφανώς και δεν εμπλέκεται. Το γεγονός, όμως, ότι ο πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός δεν αναιρεί για τους λαούς των χωρών που θα δεχτούν επίθεση από τον φασιστικό Άξονα το καθήκον της αντιφασιστικής πάλης για την υπεράσπιση της εθνικής τους ανεξαρτησίας. Αντίστοιχα, και ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν αναιρούσε τη δυνατότητα να αναπτυχθούν δίκαιοι εθνικοί πόλεμοι, όπως ήταν αυτοί που σχετίζονταν με την άμυνα των λαών των μισοαποικιών και εξαρτημένων χωρών απέναντι σε ιμπεριαλιστική εισβολή και κατάκτηση. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι το λενινιστικό πρόταγμα της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, το σύνθημα της «ήττας της κυβέρνησής σου στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο», αφορούσε αποκλειστικά τους λαούς των ιμπεριαλιστικών χωρών που λάμβαναν μέρος στο πόλεμο. [6]

Όπως είδαμε, το ΚΚΕ, στο πνεύμα της γενικότερης στρατηγικής των αντιφασιστικών λαϊκών μετώπων, είχε θέσει στο 6ο Συνέδριό του ως κεντρικό καθήκον των κομμουνιστών την υπεράσπιση της Ελλάδας από επίθεση ξένης ιμπεριαλιστικής δύναμης, και συγκεκριμένα της Ιταλίας, παρόλο που προφανώς έβλεπε ότι η επίθεση αυτή εντασσόταν στη γενικότερη ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση Αγγλίας-Άξονα. Κι όταν, βέβαια, ξεσπά ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, το πρόταγμα της υπεράσπισης της πατρίδας από τη φασιστική επίθεση γίνεται ακόμα πιο επίκαιρο. Θα λέγαμε ότι, όσο αυτός πόλεμος προχωρά και τα πρωτοφανή εγκλήματα που διαπράττουν οι στρατοί του Άξονα αυξάνονται, η αντιφασιστική εθνικοαπελευθερωτική πάλη γίνεται το κεντρικό πολιτικό διακύβευμα για τους λαούς των κατακτημένων, όπως και των υπό κατάκτηση, χωρών, ακόμα και των ιμπεριαλιστικών. Στην πραγματικότητα η στρατηγική του λαϊκού μετώπου για μετωπική συμπόρευση όλων των δυνάμεων που θέλουν να πολεμήσουν τον φασισμό γίνεται πιο επιτακτική από ποτέ. Και σε τελική ανάλυση εκεί θα κριθεί η εργατική και κομμουνιστική στρατηγική: από τη δυνατότητά της να ηγηθεί, να ηγεμονεύσει το πιο πλατύ λαϊκό μέτωπο που θα μπορέσει να αντιμετωπίσει επιτυχώς την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας από τη φασιστική υποδούλωση.

Η «αριστερού» χαρακτήρα παρέκκλιση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, όταν λίγο μετά την υπογραφή του Συμφώνου μη Επίθεσης με τη Γερμανία και την έναρξη του πολέμου κάνει μια στεγνή ανάγνωση του χαρακτήρα του πολέμου [7] υποτιμώντας την εθνικοαπελευθερωτική, αντιφασιστική του διάσταση, θα κρατήσει για λίγο χρονικό διάστημα. Και πάντως δεν θα φτάσει ποτέ να θέσει ως ζητούμενο για τις εργατικές τάξεις των χωρών (ιμπεριαλιστικών και μη) που δέχονταν επίθεση από τον Άξονα το σύνθημα της «ήττας των κυβερνήσεών τους στον πόλεμο». Γρήγορα, άλλωστε, η Κομμουνιστική Διεθνής διορθώνει τη γραμμή της, υποδεικνύοντας τη σπουδαιότητα της αντιφασιστικής εθνικοαπελευθερωτικής στρατηγικής. Τον Ιούνιο του 1940 η Κομμουνιστική Διεθνής θα τονίσει ότι «ο γερμανικός ιμπεριαλισμός σκοπεύει μαζί με την Ιταλία να υποδουλώσει πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς και να τους στερήσει την εθνική τους ανεξαρτησία», συνιστώντας στα κομμουνιστικά κόμματα των χωρών που έχουν κατακτηθεί να υψώσουν τη σημαία της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης. Την ίδια στιγμή δύο μεγάλα κομμουνιστικά κόμματα, το γαλλικό και το αγγλικό, μπροστά στο κίνδυνο της κατάκτησης των χωρών τους, απευθύνουν αντιφασιστικό πατριωτικό προσκλητήριο θέτοντας τα μέλη τους στην πρώτη γραμμή της πάλης ενάντια στις δυνάμεις του επελαύνοντα Άξονα. [8]

Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα, και ενώ η Ιταλία δείχνει ξεκάθαρα τις προθέσεις της με τον τορπιλισμό του ελληνικού καταδρομικού «Έλλη» στην Τήνο στις 15 Αυγούστου του 1940, το ΚΚΕ, εγκλωβισμένο στην αντιφατική γραμμή που γέννησαν οι δύο τελευταίες καθοδηγήσεις του κόμματος και παράλληλα αποδεκατισμένο από την εναντίον του καταστολή, συνεχίζει να τελεί υπό σύγχυση, μένοντας μακριά από τη στρατηγική του αντιφασιστικού μετώπου. Στην τελευταία του απόφαση (30 Αυγούστου) πριν από την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πόλεμου, παραμένει στην ίδια γραμμή με αυτή του Απριλίου του 1940 χαρακτηρίζοντας την επερχόμενη σύγκρουση με την Ιταλία ως «μια άδικη και μάταιη ανθρωποσφαγή για το χατίρι των Άγγλων πλουτοκρατών αφεντικών του Μεταξά, του Γλύξμπουργκ, του Μανιαδάκη, του Διάκου και της παρέας τους». [9]

Σε αυτό το πλαίσιο, η κατάσταση που διαμορφώνεται μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 και την κήρυξη του πολέμου φέρνει το κόμμα σε κατάσταση υπαρξιακού κινδύνου. Η καταλυτική παρέμβαση του Ν. Ζαχαριάδη αλλάζει άρδην το τοπίο, δίνοντας με το «Ανοιχτό γράμμα προς το λαό της Ελλάδας» (31/10/1940) μια ξεκάθαρη επαναστατική στρατηγική στο κόμμα:

«Προς το λαό της Ελλάδας: Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Έλληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και ο κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό, καλύβα με καλύβα, η κάθε πόλη, σπίτι με σπίτι, πρέπει να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούρια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξένη ιμπεριαλιστική εξάρτηση και εκμετάλλευση με έναν πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό. Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θα ’ναι νίκη τη Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας». [10]

Με το γράμμα αυτό το ΚΚΕ επανέρχεται στη θέση του 6ου Συνεδρίου του, ορίζοντας ως κεντρικό καθήκον του ελληνικού λαού –και ως εκ τούτου και του κόμματος– την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας από την επίθεση του ιταλικού φασισμού. Το πολιτικό στίγμα του γράμματος δίνεται ήδη από τις πρώτες προτάσεις του. Ο αγώνας του ελληνικού λαού είναι εθνικοαπελευθερωτικός και αντιφασιστικός. Με τον προσδιορισμό «αντιφασιστικός», που αντικειμενικά προκύπτει από τον χαρακτηρισμό του επιτιθέμενου ως φασίστα, τίθεται –υπόρρητα βέβαια, αν αναλογιστούμε ότι το γράμμα, για να εγκριθεί από τη λογοκρισία, έπρεπε να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο ύφος γραφής– από πολύ νωρίς το διαφορετικό πλαίσιο πάλης και στόχων των «δύο εθνών», «του έθνους των εργαζομένων» από τη μια και «του έθνους του κεφαλαίου» από την άλλη, που από κοινού θα δώσουν τον αγώνα ενάντια στην ιταλική επίθεση. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν θα μπορούσε ποτέ, για ευνόητους λόγους, να εκφράσει το αντιφασιστικό περιεχόμενο του πολέμου, οπότε το καθήκον αυτό το αναλαμβάνει ο λαός και η εργατική τάξη – και ασφαλώς το ΚΚΕ. Τον πόλεμο, βέβαια, όπως ρεαλιστικά αναφέρεται στο γράμμα, τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, αφού αυτή έχει τον έλεγχο του κράτους και των ενόπλων δυνάμεων. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν πρέπει να δημιουργήσει καμία επιφύλαξη σε κανέναν (αντιφασίστα, δημοκράτη, κομμουνιστή) όσον αφορά τη συμμετοχή του στον πόλεμο. Όσο έντονες αμφιβολίες και αντιρρήσεις κι αν έχει, το εθνικό αυτό μέτωπο, που στη δεδομένη φάση στήνεται υπό το πρόσταγμα του Μεταξά και των Άγγλων επικυρίαρχων, είναι από την άλλη, εξαιτίας του ζωτικού διακυβεύματός του, το πεδίο όπου κρίνεται λόγω και έργω η αξιοπιστία και εντέλει η πολιτική και ηθική υπόσταση της εργατικής τάξης και του κόμματος που θέλει να αποτελέσει την πρωτοπορία της. Είναι το πεδίο όπου κρίνεται, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Μαρξ και του Ένγκελς από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, η δυνατότητα της εργατικής τάξης “να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους και να κατακτήσει την πολιτική εξουσία”. [11]

Λίγες λέξεις παρακάτω –και με τους περιορισμούς της λογοκρισίας να παραμονεύουν– το γράμμα θα αναδείξει μία ακόμα διάσταση του πολέμου, χρήσιμη τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον, όταν κάνει λόγο για μετατροπή, δίπλα στο κύριο μέτωπο, κάθε σπιθαμής της ελληνικής γης σε φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Η γενικευμένη λαϊκή αυτοοργάνωση στην οποία ουσιαστικά καλεί μια τέτοια προτροπή δημιουργεί ένα άλλο πλαίσιο πάλης, έξω από τους κρατικούς μηχανισμούς, και υπό μια έννοια προτείνει και προδιαγράφει το μελλοντικό αντάρτικο στα βουνά και τις πόλεις. Στο κλείσιμο του γράμματος δίνεται με ευκρίνεια ο χαρακτήρας και η στρατηγική του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας έχει σαφώς εργατικό, λαϊκό, αντιιμπεριαλιστικό πρόσημο, είναι ο αγώνας του λαού και της εργατικής τάξης (του εργαζόμενου λαού) που ως στόχο (έπαθλο) έχει την Ελλάδα της λαϊκής εξουσίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Και για την επίτευξη του στόχου αυτού, το γράμμα καλούσε όλο τον λαό σε θέσεις μάχης, μην παραλείποντας να επισημάνει στην τελευταία του πρόταση τον διεθνιστικό χαρακτήρα της μάχης αυτής.

[…] Αξίζει, πάντως, να σημειώσουμε την αντιφατική στάση που κράτησε η Κομμουνιστική Διεθνής απέναντι στο γράμμα, όντας υποχρεωμένη να ισορροπεί ανάμεσα στην υποστήριξη της αντιφασιστικής εθνικοαπελευθερωτικής πάλης των λαών και στη θέση για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, και μάλιστα τη στιγμή που η ΕΣΣΔ έχει υπογράψει το Σύμφωνο μη Επίθεσης με τη Γερμανία. Αν, λοιπόν, τον Ιούλιο του 1939 η Κομμουνιστική Διεθνής με οδηγία της προς το ΚΚΕ επισήμαινε ότι: «Η χώρα σας απειλείται απ’ το φασιστικό άξονα και ιδιαίτερα από τον ιταλικό φασισμό που δρα ειδικότερα στα Βαλκάνια. Το πρώτο καθήκον του ΚΚΕ είναι η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της χώρας. Εφόσον η κυβέρνηση Μεταξά παλεύει και αυτή κατά του ίδιου αυτού κινδύνου, δεν υπάρχει λόγος να επιδιώκετε πρώτα απ’ όλα την ανατροπή της», [12] τον Ιανουάριο του 1941 η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς θα διατυπώσει μια διαφοροποιημένη θέση σχολιάζοντας το γράμμα του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ. Παρόλο που αναγνωρίζει το δίκαιο του καλέσματος για έναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ενάντια στην επίθεση του ιταλικού ιμπεριαλισμού, εντούτοις εμφανίζεται αρνητική στην τοποθέτηση «για συμμετοχή στον πόλεμο που διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά», θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να δημιουργήσει λανθασμένους συνειρμούς σε ό,τι αφορά τον ρόλο του Μεταξά και της Αγγλίας στον πόλεμο.

Όπως είδαμε, ωστόσο, αν το κάλεσμα στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο ήθελε να έχει στοιχειωδώς ρεαλιστική βάση και να μην είναι απλώς μια κενή περιεχομένου ιδεολογική ρητορεία, αυτό μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο με την αποδοχή του αντικειμενικού γεγονότος ότι όρος για να πολεμήσεις τον εισβολέα, σε εκείνη τουλάχιστον τη φάση, ήταν η συμμετοχή, και μάλιστα χωρίς επιφύλαξη, στον πόλεμο που διευθύνει ο Μεταξάς. Το ζήτημα της προοπτικής της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης, που το γράμμα, όπως είδαμε, σαφώς και αναδείκνυε, έχει αναγκαστικά ως σημείο αφετηρίας ακριβώς αυτή τη συμμετοχή.

Μετά το πρώτο γράμμα του Ζαχαριάδη θα ακολουθήσουν άλλα δύο. Το δεύτερο θα συνταχθεί στις 26 Νοεμβρίου 1940, όμως δεν θα δημοσιευτεί πουθενά. Η ύπαρξή του θα γίνει γνωστή στο κόμμα στις 9 Μαρτίου 1947, όταν η Γενική Ασφάλεια το έδωσε στον αθηναϊκό Τύπο με κάποιες παραποιήσεις. Αντίθετα, το τρίτο γράμμα, με ημερομηνία 15 Ιανουαρίου 1941, που εν πολλοίς περιέχει και το περιεχόμενο του δεύτερου γράμματος μαζί με την καταγγελία της Προσωρινής Διοίκησης ως οργάνου της Ασφάλειας, παρόλο που ούτε αυτό θα δημοσιευτεί, θα γίνει πολύ γρηγορότερα γνωστό στο κόμμα και θα δημοσιευτεί στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση του Ιουνίου του 1942 ως το δεύτερο γράμμα του Ζαχαριάδη (μιας και αγνοούνταν η ύπαρξη του πραγματικά δεύτερου).

Παρόλο που το πρακτικό αντίκρισμα των γραμμάτων ήταν περιορισμένο, εξαιτίας της μη έγκαιρης δημοσίευσής τους, η πολιτική και ιστορική τους σημασία είναι πολύ μεγάλη, αφού τα δύο αυτά γράμματα ολοκληρώνουν τη θέση του ΚΚΕ σχετικά με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κάνουν σαφή την οπτική του για τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και τον ρόλο της Αγγλίας. Θα λέγαμε ότι, αν το πρώτο γράμμα εξόπλιζε το κόμμα στην κρίσιμη φάση της έναρξης του πολέμου, τα δύο επόμενα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποφασιστικά στην κατανόηση της εξέλιξης του πολέμου και στη θωράκιση της στρατηγικής του, ειδικά ενόψει της πολύ δύσκολης συνέχειας. Το βασικό στοιχείο των δύο αυτών γραμμάτων ήταν η θέση ότι, από τη στιγμή που ο ελληνικός στρατός θα εκδίωκε τον ιταλικό από τα εδάφη της χώρας (κάτι που επρόκειτο να συμβεί λίγο αργότερα αφότου γράφτηκε το δεύτερο γράμμα και είχε συμβεί όταν συντασσόταν το τρίτο), η συνέχιση του Ελληνοϊταλικού Πόλεμου σε αλβανικά εδάφη δεν συνιστούσε πλέον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα για τον ελληνικό λαό, αλλά εμπλοκή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ανάμεσα στις δυνάμεις του Άξονα και την Αγγλία, στον άρμα της οποίας προσδενόταν η κυβέρνηση Μεταξά. Ως εκ τούτου, ο πόλεμος αυτός μονό δεινά είχε να προσφέρει στον ελληνικό λαό και γι’ αυτό ο στόχος μιας πραγματικά εθνικής πολιτικής θα έπρεπε να είναι το σταμάτημα του πολέμου και η υπογραφή, υπό την εγγύηση της ΕΣΣΔ, ελληνοϊταλικής συμφωνίας ειρήνης, που θα κατοχύρωνε πλήρως όλα τα δικαιώματα της χώρας. Αν κάτι τέτοιο δεν συμβεί, όπως το τρίτο γράμμα διαπιστώνει, στόχος του λαϊκού κινήματος και του κόμματος θα πρέπει πλέον να γίνει η ανατροπή του μεταξικού καθεστώτος και η εγκαθίδρυση αντιφασιστικής λαϊκής κυβέρνησης με σκοπό «την ειρήνη, την εθνική ανεξαρτησία, το εσωτερικό αντιφασιστικό λαϊκό καθεστώς, την ολόπλευρη προσέγγιση προς την ΕΣΣΔ και τη βαλκανική συνεργασία με βάση την ειρηνική λύση των εσωβαλκανικών διαφορών». [13]

Με τη θέση για τον χαρακτήρα του πολέμου ανάμεσα στην Αγγλία και τον Άξονα ως ιμπεριαλιστικό, τον προσδιορισμό του Ελληνοϊταλικού Πολέμου που διεξάγεται στα εδάφη της Αλβανίας ως άδικου και από τις δύο πλευρές, και ειδικά από την πλευρά της Ελλάδας ως εθνικιστικού με στόχο την κατάληψη υπό την αιγίδα του αγγλικού ιμπεριαλισμού της Βόρειας Ηπείρου –κατά το πρότυπο της Μικρασιατικής Εκστρατείας–, και την προβολή της Σοβιετικής Ένωσης ως της μοναδικής δύναμης που μπορεί να εγγυηθεί την ειρήνη στα Βαλκάνια, η στρατηγική του ΚΚΕ θα συγχρονιστεί απόλυτα με τις εξελίξεις που διαμορφώνει ταχύτατα η ιστορική κίνηση τόσο στην επικράτεια και τη γειτονιά μας όσο και σε όλη την Ευρώπη. Για ένα κόμμα που αξιώνει να έχει διαρκή εποπτεία των εξελίξεων, τα νέα ποιοτικά δεδομένα που παρήγαγε η εκστρατεία διαρκείας του ελληνικού στρατού σε ξένο έδαφος (Αλβανία) έπρεπε άμεσα να αναλυθούν, προκειμένου να υπάρξει μια συγκεκριμένη τοποθέτηση σχετικά με αυτά. Και αυτή η τοποθέτηση ήταν σαφής, άσχετα αν το πρακτικό της αντίκρισμα ήταν σχεδόν μηδαμινό, αφού δεν έγινε γνωστή στο κόμμα και τον λαό: η παρουσία του ελληνικού στρατού στην Αλβανία δεν προασπίζει τα εθνικά συμφέροντα, αλλά υπηρετεί τους σχεδιασμούς των Άγγλων και της ελληνικής αστικής τάξης και ως τέτοια πρέπει να καταγγελθεί, γιατί αυτό που μπορεί να προκαλέσει είναι μόνο δεινά για τον ελληνικό λαό. Σε αυτή τη συνθήκη, λοιπόν, που είναι σαφές ότι διαφέρει ριζικά απ’ ό,τι συνέβαινε μερικές εβδομάδες πριν, όταν η Ιταλία εισέβαλε στην Ελλάδα, το σύνθημα για ανατροπή της μεταξικής δικτατορίας μπαίνει πάλι στην πρώτη γραμμή των πολιτικών προταγμάτων του κόμματος και του λαϊκού κινήματος. Μαζί με άλλα, βέβαια, που εξέφραζαν απόλυτα τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, με κυρίαρχο αυτό της ειρήνης με κατοχυρωμένα πλήρως τα δικαιώματα της χώρας, μιας ειρήνης που η μόνη δύναμη που μπορεί να την εγγυηθεί ήταν η Σοβιετική Ένωση, η οποία δεν είχε εμπλακεί στον πόλεμο.

Επαναστατική κομουνιστική πολιτική είναι η πολιτική που μπορεί να προβλέπει και να απαντά έγκαιρα και με οξυδέρκεια στις αλλεπάλληλες μεταβολές όλων των παραμέτρων εκείνων (πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, γεωστρατηγικών) που συνθέτουν την κίνηση του ταξικού αντιπάλου. Αυτό που στις 28 Οκτωβρίου 1940 ήταν ρηξικέλευθο και αποφασιστικής σημασίας για τη συγκρότηση του λαϊκού αντιφασιστικού μετώπου, δύο μήνες μετά θα μπορούσε να εκπέσει σε «σοσιαλπατριωτικό ντοκουμέντο», όπως έγραφε ο Ζαχαριάδης στο τρίτο του γράμμα, αν χρησιμοποιούνταν σε μια συνθήκη με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Όπως δεν θα μπορούσε ποτέ το ΚΚΕ του αντιφασισμού, του αντιιμπεριαλισμού και της πάλης για την εθνική ανεξαρτησία να στρέψει αλλού το βλέμμα όταν μια φασιστική ιμπεριαλιστική δύναμη επεμβαίνει στρατιωτικά για να απειλήσει την εθνική ακεραιότητα της χώρας, έτσι και το ΚΚΕ της πάλης ενάντια στον πόλεμο, τον εθνικισμό και την ιμπεριαλιστική εξάρτηση δεν θα μπορούσε να μείνει σιωπηλό όταν ο ελληνικός στρατός γινόταν το όχημα για την εξυπηρέτηση όλων των παραπάνω. Όπως, βέβαια, δεν θα μπορούσε το ίδιο κόμμα, όταν τρεις μόλις μήνες μετά ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στη χώρα, να μην πρόβαλλε ξανά το σύνθημα της αντιφασιστικής εθνικοαπελευθερωτικής πάλης.

Όπως αντίστοιχα, μιας και μιλάμε για τη διαλεκτική προσαρμογή της τακτικής στην ταχέως μεταβαλλόμενη πραγματικότητα, δεν θα μπορούσε η ίδια η Σοβιετική Ένωση (και η Κομμουνιστική Διεθνής), όταν στις 22 Ιουνίου 1941 η Γερμανία επιτέθηκε στη Σοβιετική Ένωση με σκοπό να την καταστρέψει, να μην προσδιόριζε εκ νέου τον χαρακτήρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως αντιφασιστικό, τοποθετώντας στο συμμαχικό στρατόπεδο, σε μια επέκταση-προέκταση, θα λέγαμε, της στρατηγικής του λαϊκού αντιφασιστικού μετώπου, ακόμα και τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που βρίσκονταν σε πόλεμο με τον Άξονα. [14] Μιας στρατηγικής που θα σύρει τις τελευταίες στον αντιφασιστικό συνασπισμό, με αποτέλεσμα τη συντριβή του φασισμού και την ανάπτυξη και τη νίκη δεκάδων αντιφασιστικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων σε όλο τον κόσμο.

Αν, κατά τη άποψή μας, αντανακλά κάτι όλη αυτή η επίπονη προσπάθεια χάραξης της στρατηγικής του ΚΚΕ (και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος), αυτό είναι η προσπάθεια αποφυγής των μηχανιστικών αναγωγών, του δογματισμού και της στατικής αντίληψης στη χάραξη της στρατηγικής του, η εφαρμογή σε τελική ανάλυση της λενινιστικής προσταγής της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης, μιας ανάλυσης η οποία του ανοίγει τον δρόμο για να εξασφαλίσει, ακόμα και σε συνθήκες σχεδόν διάλυσης, όπως ήταν αυτές που αντιμετώπιζε όλο το 1940, την πολιτική υπεροχή που θα του δώσει τη δυνατότητα να οικοδομήσει πάνω σε αυτή το έπος της Εθνικής Αντίστασης. Γιατί, βέβαια, είναι σαφές ότι, αν το ΚΚΕ δεν έπαιρνε μέρος στον Ελληνοϊταλικό και τον Ελληνογερμανικό Πόλεμο κρατώντας ουδέτερη στάση, αν δεν συμμετείχε δηλαδή σε αυτή την πάνδημη πατριωτική συστράτευση του ελληνικού λαού σαν να μην το αφορούσε, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να αναπτύξει οποιαδήποτε πρωτοβουλία και δράση την περίοδο της Κατοχής. Ακόμα κι αν άλλαζε τότε γραμμή, η αποχή του την ώρα του πολέμου θα βάραινε σαν ταφόπλακα σε οποιαδήποτε προσπάθεια σύνδεσης με τις πλατιές λαϊκές μάζες που έδωσαν ηρωικά τη μάχη ενάντια στους φασίστες εισβολείς. Όπως, αντίστοιχα, είναι σαφές ότι η μη επαρκής τοποθέτηση του κόμματος για τον ρόλο της Αγγλίας στα ελληνικά πράγματα, τόσο στη μεταξική περίοδο όσο και στη φάση της ελληνοϊταλικής σύγκρουσης στην Αλβανία, του στέρησε τη δυνατότητα να έχει σφαιρική εποπτεία της σύνθετης κατάστασης που διαμορφωνόταν την περίοδο της Κατοχής, καθώς και της φύσης –και των ορίων– της συμμαχίας που συγκροτούσε με αυτήν.


Η περίοδος του Ελληνοϊταλικού και του Ελληνογερμανικού Πολέμου και αμέσως μετά της Κατοχής θα σηματοδοτήσει για το ΚΚΕ το ξεκίνημα ενός τιτάνιου αγώνα. Έπειτα από μια περίοδο αποδιοργάνωσης και κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, το κόμμα έπρεπε να βρει τρόπο να ανασυγκροτηθεί, να εκκαθαριστεί από τους δεκάδες χαφιέδες που είχαν εισχωρήσει στις γραμμές του, να ξεκαθαρίσει τη στρατηγική του, για να εφαρμόσει στην πράξη μια πολιτική μαζών. Να μπορέσει δηλαδή το κόμμα, με βάση τη νέα στρατηγική του και την καθημερινή του πάλη, να βρει οδούς επικοινωνίας με τις πλατιές λαϊκές μάζες που έδειχναν έτοιμες να στρατευτούν στην υπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης. Κάτι που θα το καταφέρει χάρη στην ακούραστη πάλη εκατοντάδων κομμουνιστών, που με το προσωπικό τους παράδειγμα στην πρώτη φάση της Κατοχής –τότε που «ο κεραυνοβόλος πόλεμος» της νέας τάξης πραγμάτων επιχειρούσε να πνίξει εν τη γενέσει της κάθε απόπειρα αντίστασης– διαμόρφωσαν τους όρους μιας νέας αφετηρίας για το λαϊκό κίνημα της χώρας.

Επιχειρώντας να συνοψίσει τα συμπεράσματα μιας πολύ ταραχώδους πορείας τόσο για τη χώρα όσο και για το κόμμα, η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής (Ιούλιος 1941) –η πρώτη επίσημη Ολομέλεια που συνέρχεται μετά τον Φεβρουάριο του 1939– με απόφασή της θα θέσει το πολιτικό πλαίσιο που απηχεί τις διαθέσεις της μεγάλης πλειοψηφίας του κόμματος: συγκρότηση ενός πανεθνικού μετώπου για την ανάπτυξη της πάλης ενάντια στη γερμανοϊταλική κατοχή –στην οποία ρητά εντάσσεται η ένοπλη πάλη–, που ως τελικό στόχο θα έχει την Ελλάδα της λαϊκής εξουσίας, την ανεξάρτητη λαϊκή δημοκρατική Ελλάδα.

Κινούμενο σε αυτή την κατεύθυνση, το ΚΚΕ θα συμβάλει αποφασιστικά στη σύμπηξη ενός μετώπου εθνικής απελευθέρωσης, το οποίο στη βάση της ιδρυτικής του διακήρυξης (το περίφημο «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» του Δ. Γληνού) θα θέσει από πολύ νωρίς, στις 27 Σεπτεμβρίου 1941, τους όρους μιας πλατιάς συμπόρευσης όλων των πατριωτικών-αντιφασιστικών δυνάμεων του τόπου προς την κατεύθυνση, σε πρώτο χρόνο, της εθνικής απελευθέρωσης και, σε δεύτερο χρόνο, μετά το πέρας της πρώτης, της κοινωνικής απελευθέρωσης. Εμφορούμενο από μια τέτοια πολιτική αντίληψη, που του επέτρεπε να συναρθρώνει –αν και άνισα και συχνά αντιφατικά– την τακτική με τη στρατηγική και να συνδέει μέσα σε τρομερά πολύπλοκες συνθήκες το εθνικό ζήτημα με το κοινωνικό-ταξικό και τον διεθνισμό, το ΚΚΕ θα γράψει την κορυφαία έως τότε σελίδα της εγχώριας ταξικής πάλης, οργανώνοντας σε πολιτικό επίπεδο μέσω του ΕΑΜ και σε στρατιωτικό επίπεδο μέσω του ΕΛΑΣ την αντίσταση ενάντια στον φασίστα κατακτητή και τους ντόπιους συνεργάτες του.

Στον αντίποδα της παραπάνω στρατηγικής, το πρόταγμα για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, τοποθετημένο στα κοινωνικοϊστορικά πλαίσια της Ελλάδας της Κατοχής, σήμαινε πρακτικά τη φυγή από την καθημερινή πραγματικότητα της φασιστικής βίας που βίωνε ο ελληνικός λαός προς μια άλλη, ιδεατή πραγματικότητα, όπου θα μπορούσαν να αναμετρώνται χωρίς αλλοιώσεις και επικαθορισμούς –εξωιστορικά και ιδεαλιστικά– τα δύο, για να θυμηθούμε την περιπαικτική ρήση του Λένιν, [15] αντίπαλα στρατόπεδα, του σοσιαλισμού από τη μια και του ιμπεριαλισμού από την άλλη. Η άρνηση της πρωτοκαθεδρίας της εθνικοαπελευθερωτικής-αντιφασιστικής πάλης του ελληνικού λαού στο όνομα μιας «καθαρής ταξικής» γραμμής, που θα φτάσει, στην πιο ακραία απόληξή της, να προβάλει στο όνομα του διεθνισμού την ανάγκη της συναδέλφωσης ακόμα και με τους στρατιώτες της Βέρμαχτ, [16] θα αντιμετωπιστεί με καχυποψία, αν όχι με εχθρότητα, από τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, οδηγώντας τους εκφραστές της στον σεχταρισμό και την περιχαράκωση.

Κι αν ο άδοξος όσο και τραγικός επίλογος της λαϊκής επανάστασης 1941-1944 (Δεκέμβρης, Βάρκιζα) μοιάζει να αμφισβητεί τη στρατηγική του ΚΚΕ, οι αιτίες για τις οποίες το ΚΚΕ και το ΕΑΜ παρέδωσαν στον ταξικό εχθρό την εξουσία που κατείχαν, δεν ήταν προκαθορισμένες ούτε από το (κατ’ αρχάς εθνικοαπελευθερωτικό) περιεχόμενο της σύγκρουσης ούτε από το πλαίσιο των συμφωνιών ανάμεσα στους συμμάχους, που υποτίθεται ότι καθόριζε τους εσωτερικούς συσχετισμούς ισχύος. [17] Το αντίθετο συνέβαινε: η μη συνεπής τήρηση της στρατηγικής των εθνικοαπελευθερωτικών, αντιφασιστικών λαϊκών μετώπων, η εκτροπή από τους βασικούς όρους που αυτή έθετε –ανεξαρτησία του κόμματος και της εργατικής τάξης μέσα στο μέτωπο, πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας–, ήταν αυτή που αποπροσανατόλισε το κίνημα εγκλωβίζοντάς το στις ράγες της ιμπεριαλιστικής αστικής πολιτικής. Γεγονός που μοιραία δεν επέτρεπε αφενός να στερεώνονται οι μορφές λαϊκής εξουσίας που η πάλη ενάντια στον κατακτητή στην πόλη και την ύπαιθρο είχε συγκροτήσει και αφετέρου να διατηρείται η επαναστατική στρατηγική στις διαφορετικές καμπές της συγκυρίας. Η αιτία του ανεπαρκούς πολιτικά και στρατιωτικά σχεδιασμού της μάχης του Δεκέμβρη του 1944 και της συνθηκολόγησης της Βάρκιζας (όπως βέβαια και των συμφωνιών Λιβάνου και Καζέρτας που την προεικόνισαν) βρίσκεται εκεί ακριβώς.

Επρόκειτο για μια πραγματικότητα την οποία η νέα, και εν πολλοίς αναμετρώμενη με αυτή την κληρονομιά, φάση της ταξικής σύγκρουσης που θα ξεσπάσει λίγους μόνο μήνες αργότερα θα κατορθώσει την περίοδο 1946-1949 να αντιστρέψει, θέτοντας με σαφήνεια πια τα όρια ανάμεσα στον πολιτικό ορίζοντα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, από τη μια, και της πάλης για τη λαϊκή εξουσία, από την άλλη.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμ. 4, ό.π., σελ. 319.

2. Ενδεικτικό του βαθμού εξάρτησης του ελληνικού κράτους από το αγγλικό είναι το γεγονός ότι το 67% του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας ανήκε σε αγγλικά κεφάλαια, ενώ μόνο το 1,7% σε γερμανικά και το 1,65 σε ιταλικά. Το υπόλοιπο ποσοστό κατανεμόταν σε ΗΠΑ (σχεδόν 10%) και Γαλλία (7,5%).

3. Χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο Μεταξάς, τον Μάρτιο του 1937 σε επιστολή του στον πρέσβη της Ελλάδος στο Λονδίνο: «Αι μόναι προνομιακαί επιχειρήσεις εν Ελλάδι είναι αι Αγγλικαί». Ο Μεταξάς επίσης θα επαναλαμβάνει συχνά σε ομιλίες και συνεντεύξεις του ότι «το δόγμα της Ελλάδας ήταν ότι δεν μπορούσε να βρεθεί σε αντίθετο στρατόπεδο εκτός εκείνου της Αγγλίας», ενώ λίγους μήνες μόνο πριν από την ελληνοϊταλική σύγκρουση, τον Μάιο του 1940, μιλώντας με Βρετανό δημοσιογράφο τόνιζε: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτε δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές, ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης» (Τα μυστικά αρχεία του Φόρεϊν Όφις, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα, 1971, σελ. 76).

4. «Μανιφέστο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, 20 Απρίλη 1940», στο Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμ. 4, ό.π., σελ. 486-487.

5. Μιλώντας για το ζήτημα των συμφωνιών ανάμεσα σε σοσιαλιστικές χώρες και ιμπεριαλιστικά μπλοκ, όπως και για το ζήτημα της εκμετάλλευσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από ένα κείμενο του Λένιν, το οποίο κατά τη γνώμη μας αφοπλίζει πλήρως την κριτική «εξ αριστερών» που εκ του ασφαλούς ασκήθηκε στο Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο: «Οι κομμουνιστές δεν αποκρούουν καθόλου τις στρατιωτικές συμφωνίες με έναν από τους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς εναντίον ενός άλλου, στις περιπτώσεις που αυτή η συμφωνία, χωρίς να παραβιάζει τις βάσεις της Σοβιετικής Εξουσίας, θα μπορούσε να εδραιώσει τη θέση της και να παραλύσει την πίεση εναντίον της μιας κάποιας ιμπεριαλιστικής Δύναμης» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 36, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1982, σελ. 323).

6. Β. Ι. Λένιν, «Για το σύνθημα της ήττας της κυβέρνησής σου στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο», στο Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1980, σελ. 291-297. Στο κείμενό του αυτό ο Λένιν είναι σαφής ότι αναφέρεται στον ενδοϊμπεριαλιστικό πόλεμο, στον πόλεμο ανάμεσα σε δύο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο πόλεμος είναι αντιδραστικός, και σε αυτό τον πόλεμο «μια επαναστατική τάξη δε μπορεί παρά να εύχεται την ήττα της κυβέρνησής της. [… ] Ο προλετάριος δεν μπορεί ούτε να καταφέρει ταξικό χτύπημα στην κυβέρνησή του, ούτε να δώσει (στην πράξη) το χέρι στον αδελφό του, τον “ξένο” προλετάριο, τον προλετάριο της χώρας που βρίσκεται σε πόλεμο μαζί “μας”, χωρίς να διαπράττει “εσχάτη προδοσία”, χωρίς να συμβάλλει στην ήττα, χωρίς να βοηθάει στη διάλυση της “δικής του” ιμπεριαλιστικής “μεγάλης” Δύναμης». Δεδομένης, μάλιστα, της βαρύτητας που αναγνωρίζει σε μια τέτοια συνθηματολογία, προσθέτει και μια σειρά επιπλέον προϋποθέσεων, ώστε το σύνθημα αυτό να μπορεί να είναι πράγματι πολιτικά και κοινωνικά γειωμένο.

7. Στις 8/9/1939 Οδηγία της Κομμουνιστικής Διεθνούς, με την υπογραφή του Γκ. Δημητρόφ, χαρακτηρίζει τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και άδικο από όλες τις πλευρές, καλώντας τις εργατικές τάξεις και τα κομμουνιστικά κόμματα των εμπόλεμων χωρών να μην τον στηρίξουν. Επισημαίνει δε ότι «η διάκριση των καπιταλιστικών κρατών ανάμεσα σε φασιστικά και δημοκρατικά έχει πλέον απολέσει την προηγούμενή της σημασία» (Τμήμα Ιστορίας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ στον ιταλοελληνικό πόλεμο, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2015, σελ. 32-33).

8. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας είχε μόλις μία εβδομάδα πριν από την κήρυξη του πολέμου τοποθετηθεί ως εξής: «Στον πραγματικό πόλεμο ενάντια στο φασίστα επιτιθέμενο, το Κομμουνιστικό Κόμμα, υπερασπίζει το δικαίωμά του να βρίσκεται στις πρώτες γραμμές», ενώ τον Ιούνιο του 1941, με την απειλή για το Παρίσι να γίνεται άμεσα ορατή, δήλωνε: «Το Κόμμα θεωρεί την οργάνωση της άμυνας του Παρισιού πρωταρχικό εθνικό χρέος» (βλ. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, Σύγχρονη Εποχή, σελ. 491, 495).

9. Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμ. 4, ό.π., σελ. 503.

10. Νίκος Ζαχαριάδης, Ιστορικά διλήμματα, ιστορικές απαντήσεις. Άπαντα τα δημοσιευμένα, 1940-1945, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2011, σελ. 31.

11. «[…] μια και το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη [σ.σ.: στην αγγλική έκδοση του 1888 στο σημείο αυτό γράφει: «να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους»], να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης» (Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1994, σελ. 44).

12. Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμ. 5, ό.π., σελ. 296.

13. Ολόκληρο το περιεχόμενο των δύο γραμμάτων μπορεί να βρεθεί στο Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμ. 5, ό.π. Εδώ παραθέτουμε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το καθένα: «[…] Αφού ο λαός μας υπερασπίσει αποτελεσματικά την ανεξαρτησία και την εθνική λευτεριά του, σήμερα ένα μονάχα πράμα θέλει: Ειρήνη και ουδετερότητα με τούτους τους όρους: 1) Να ξανάρθουν τα πράγματα όπως ήταν στις 28 του Οκτώβρη 1940 δίχως καμιά εδαφική – οικονομική – πολιτική ζημιά σε βάρος της Ελλάδας, 2) Οι πολεμικές δυνάμεις της Αγγλίας να φύγουν όλες απ’ τα χώματα και τα νερά της Ελλάδας. Με βάση τους δύο αυτούς όρους να ζητήσουμε αμέσως απ’ την κυβέρνηση της ΕΣΣΔ να μεσολαβήσει για να γίνει ελληνοϊταλική ειρήνη. Αυτό είναι σήμερα το μοναδικό εθνικολαϊκό συμφέρον. […]» (Δεύτερο ανοιχτό γράμμα, 26/11/1940). «[…] Μετά το διώξιμο δε των Ιταλών από την Ελλάδα, το αίμα των φαντάρων μας χύνεται άδικα, σήμερα δε ο εγγλέζικος ιμπεριαλισμός εισπράττει σε αίμα των παιδιών της Ελλάδα, τους τόκους των κεφαλαίων που διέθεσε στα 1935-36 για την παλινόρθωση του Γεώργιου και την εγκαθίδρυση της μοναρχοφασιστικής δικτατορίας του Μεταξά. Αφού δε ο Μεταξάς αρνιέται να αποκαταστήσει τις ελευθερίες του λαού, να εξασφαλίσει την ειρήνη της Ελλάδας και κάνει πόλεμο κατακτητικό ιμπεριαλιστικό, που όλα του τα βάρη τα πληρώνει ο λαός, παραμένει (ο Μεταξάς) κύριος εχθρός του λαού και της χώρας. […] Όλες τις απόψεις μου αυτές τις ανέπτυξα σ’ ένα ανοιχτό γράμμα κι ένα σχέδιο απόφασης που στις 22-11-1940 έστειλα στην Προσωρινή Διοίκηση. Αυτή αρνήθηκε να τα δεχτεί και να τα δημοσιεύσει, αναπτύσσοντας μια καθαρή σοσιαλπατριωτική επιχειρηματολογία […]. Έτσι πίσω από τη στάση αυτή καθαρίζει ολότελα και τούτο: ότι η Προσωρινή Διοίκηση είναι δημιούργημα και όργανο του Μανιαδάκη […]» (Τρίτο ανοιχτό γράμμα, 15/1/1941).

14. Και γι’ αυτή τη συμμαχία της Σοβιετικής Ένωσης με τον ιμπεριαλιστικό συνασπισμό Αγγλίας-Αμερικής-Γαλλίας ισχύει απόλυτα η λενινιστική θέση που έχουμε παραθέσει στην υποσημείωση 5.

15. «Είναι σα να πρόκειται να συνταχθεί από το ένα μέρος ένας στρατός που θα πει: “Εμείς είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού”, και από το άλλο, ένας άλλος στρατός που θα πει: “Εμείς είμαστε υπέρ του ιμπεριαλισμού”, και αυτό φαντάζονται θα είναι η κοινωνική επανάσταση! Όποιος περιμένει μια “καθαρή” κοινωνική επανάσταση δε θα τη δει ποτέ του. Αυτός είναι επαναστάτης στα λόγια που δεν καταλαβαίνει τι θα πει αληθινή κοινωνική επανάσταση» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 30, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σελ. 54-55).

16. Παραθέτουμε μία από τις πολλές αναφορές που κάνει ο Ά. Στίνας στο βιβλίο του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΟΠΛΑ: «Έπρεπε με οποιαδήποτε μέσα να εμποδιστεί –και σε αυτό ήταν απόλυτα σύμφωνοι και οι δύο αντίπαλοι, και ο “δημοκρατικός” και ο φασιστικός κόσμος– η οικειότητα, η φιλική, η ανθρώπινη σχέση, η συναδέλφωση του πληθυσμού με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς στρατιώτες, έπρεπε να διατηρείται και να βαθαίνει το μίσος και γι’ αυτό έπρεπε να επαναφερθεί ο πόλεμος, ο πόλεμος με την πιο βάρβαρη, την πιο άγρια και την πιο παράλογη μορφή του. Και αυτή ήταν η αποστολή που είχε αναλάβει και που γι’ αυτό δημιουργήθηκε η “εθνική αντίσταση”». Θα πρέπει, βέβαια, να σημειώσουμε ότι στην πράξη η μόνη συναδέλφωση ανάμεσα στους Γερμανούς και τους Ιταλούς φαντάρους έγινε μέσα από τον ΕΛΑΣ, ο οποίος ενσωμάτωσε στους κόλπους του πάνω από 600 στρατιώτες της Βέρμαχτ που πολέμησαν μαζί του ενάντια στον φασιστικό γερμανικό στρατό, όπως και πολλές εκατοντάδες Ιταλούς στρατιώτες που βρήκαν καταφύγιο στον ΕΛΑΣ όταν, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, βρέθηκαν αντιμέτωποι τόσο με τα γερμανικά στρατεύματα όσο και με τις ιταλικές δυνάμεις που έμειναν πιστές στον Μουσολίνι και τον Άξονα.

17. Αναφερόμαστε στη Διάσκεψη της Γιάλτας τον Φεβρουάριο του 1945, όπου, σύμφωνα με την αστική και οπορτουνιστική παραφιλολογία, η Ελλάδα συμφωνήθηκε να παραμείνει υπό την επιρροή της Δύσης. Πέρα όμως από τους αναγκαίους στρατιωτικούς σχεδιασμούς που επέβαλε τη δεδομένη στιγμή στις συμμαχικές δυνάμεις η εξέλιξη του πολέμου, ουδέποτε επιβεβαιώθηκε από τα επίσημα πρακτικά της Διάσκεψης κάτι σχετικό, ενώ, αν και η Διάσκεψη συμπίπτει χρονικά με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, δεν προκύπτει από πουθενά ότι η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ γνώριζε τα της διάσκεψης. Όσο για την ίδια τη διάσκεψη και το περιεχόμενό της, αν θέλαμε να κάνουμε ένα επιγραμματικό σχόλιο, θα λέγαμε ότι αποτύπωνε τον δυσμενή συσχετισμό που διαμόρφωνε για τους ιμπεριαλιστές η εξέλιξη του πολέμου και την προσπάθειά τους να ανατρέψουν το πλεονέκτημα που δημιουργούσε για τη Σοβιετική Ένωση η εξέλιξη αυτή.

Νέα έκδοση από Προλ.Πρωτ & KτΒ: “Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο”. Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις”.

Νέα έκδοση από την Προλεταριακή Πρωτοβουλία με την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας (KτΒ).
ΤΑ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.
Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις”.
Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Ιl Lato Cattivo. [Ιούνιος 2020]
Ό,τι δεν ξέρεις ο ίδιος
καθόλου δεν το ξέρεις.
Έλεγξε τον λογαριασμό
εσύ θα τον πληρώσεις.
Μπέρτολντ Μπρεχτ, Εγκώμιο στη μάθηση.
Αφιερώνεται στον φίλο και σύντροφο,
πολιτικό κρατούµενο Πολύκαρπο Γεωργιάδη.
Αγωνιστικές ευχαριστίες στον φίλο και σύντροφο G.G, για την επισήµανση και την αποστολή αυτού του πολύ ενδιαφέροντος υλικού καθώς και για τις θεωρητικές αναλυτικές συζητήσεις: αυτές που αποτελούν διαχρονικά το γόνιµο λίπασµα για κάθε διαλεχτική σκέψη που δεν φοβάται τη σύνθεση, για κάθε συλλογική άµεση δράση που παλεύει “για τα µικρά και τα µεγάλα”, συνεχίζοντας να στοχεύει στην κοινωνική-ταξική απελευθέρωση από τα θανατηφόρα δεσµά της κρατικής-καπιταλιστικής-ιµπεριαλιστικής εξουσίας.
Εισαγωγή στην ελληνική έκδοση.
Η παρούσα έκδοση αποτελεί την έντυπη µορφή της µεταφρασµένης συνέντευξης του Raffaele Sciortino, συγγραφέα του βιβλίου “Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσµο. Παγκόσµια κρίση και γεωπολιτική των νέων λαϊκισµών” [στα ιταλικά: εκδόσεις Asterios, Τεργέστη. 2019], στο περιοδικό Il Lato Cattivo που δηµοσιεύθηκε στις 6/6/2020 στο illatocattivo.blogspot.com.
Πρόκειται για ένα διάλογο για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις” που µεταφράστηκε στα ελληνικά από την Προλεταριακή Πρωτοβουλία µε την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας και δηµοσιεύθηκε διαδικτυακά (σε τρία µέρη) τον περασµένο χειµώνα στο prolprot.espivblogs.net
Ο Raffaele Sciortino (1963) είναι πανεπιστηµιακός ερευνητής και ανεξάρτητος µελετητής πολιτικών σπουδών και διεθνών σχέσεων, ένας από εκείνους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που όντας “κόντρα στο ρεύµα”, κάπου στα µέσα της δεκαετίας του 1980, βίωσαν την “αυξανόµενη αποµόνωση εκείνων που ήταν κυριευµένοι από το δαίµονα του κοµµουνισµού (ποιου; εκείνου που ήταν πλέον “ανεπίκαιρος”…)”.
Έχει συγγράψει άρθρα, έρευνες και µελέτες για τη διεθνή οικονοµική πολιτική, τα “δηµόσια” και “ιδιωτικά” χρέη και την παγκόσµια καπιταλιστική κρίση, µε ιδιαίτερη ενασχόληση µε τη γεωπολιτική και τις πολυποίκιλες περιπλοκές της µε τα κοινωνικά – εργατικά κινήµατα στους καιρούς της πτωτικής πορείας της παγκοσµιοποίησης υπό την αστερόεσσα.
Προχωρήσαµε στη συγκεκριµένη έκδοση προσπαθώντας να συνεχίσουµε την απόπειρα µας για συνεισφορά και εµπλουτισµό του πολιτικού διαλόγου, της προλεταριακής αυτοµόρφωσης και της κινηµατικής αντιπληροφόρησης.
Μια απόπειρα που βασικά στοχεύει στην κάλυψη της επείγουσας αναγκαιότητας για µια θεωρητική επεξεργασία και ανάλυση των σηµείων των τωρινών καιρών κι εκείνων που “µέλλονται για να ‘ρθουν”. Μια διαδικασία, η οποία -εκ των πραγµάτων- δεν µπορεί παρά να βρίσκεται σε εξέλιξη, υπό το πρίσµα των εξελίξεων και των αναδιατάξεων, των επιδεινώσεων και των προοπτικών που προκύπτουν µέσα στο υπάρχον (και αρκούντως) πυρακτωµένο, εγχώριο και διεθνές σκηνικό.
Όπως γράφουν και οι σύντροφοι του περιοδικού Il Latto Cattivo στο εισαγωγικό σηµείωµα τους:
[…] Πρόκειται για µια σηµαντική συνεισφορά στην κοµµουνιστική θεωρία, µια από τις ελάχιστες που προέρχεται από το άγονο ιταλικό πλαίσιο. Τη θεωρούµε ως µια σηµαντική συνεισφορά επειδή καταφέρνει να κρατήσει µαζί -µέσα από µια αρθρωµένη οπτική µακράς πνοής- την οικονοµική πορεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής -κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που εγκαινιάστηκε µε την παγκόσµια κρίση του 2008- µ’ εκείνη των διεθνών σχέσεων και της πάλης των τάξεων, µέσα από τις µορφές χαρακτηριστικής εκδήλωσης της, µέσα από µια καρποφόρα απόπειρα αντίληψης του τρόπου µε τον οποίο αυτά τα διαφορετικά πεδία επηρεάζουν και επηρεάζονται το ένα από το άλλο. Εκεί έγκειται και η διαφορά της συγκριτικά µε το µεγαλύτερο κοµµάτι της βιβλιογραφίας που δοξάζεται -η καθεµία ξεχωριστά- γύρω από κάποια από αυτές τις θεµατικές: στην ικανότητα του Συγγραφέα ν’ αφουγκράζεται το σηµείο καµπής προς το οποίο κατευθύνεται το υπαρκτό κίνηµα, προς τα µπρος ή προς τα πίσω, δηλαδή µέσα από τις πιθανές καταλήξεις του, τόσο τις δυνητικά ανατρεπτικές όσο και τις πιθανώς καταστρεπτικές […]
Το ζητήµατα που τίθενται σε αυτές τις σελίδες είναι πολλά και πολύπλοκα και όντας σε εξέλιξη, αντικειµενικά αλληλοδιαπλέκονται µέσα στη συνολικότερη δίνη, στην οποία βρίσκεται πλέον εδώ και σχεδόν µια δεκαπενταετία η υπαρκτή και όχι ιδεατή, η (όχι και τόσο) “Νέα Τάξη Πραγµάτων made in USA”, η οποία επιβλήθηκε ανά τον κόσµο -από τον ευρωατλαντικό Ιµπεριαλισµό- µετά το τέλος της “ψυχροπολεµικής εποχής των δύο κόσµων”, την ενδογενή κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τις µεγάλες ανατροπές στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη στα 1989-91,“διά πυρός και σιδήρου από τους πεζοναύτες και το CNN, µέσα από video clips που κραύγαζαν “go West” και ζωντανές τηλεοπτικές συνδέσεις µε τους βοµβαρδισµούς της “καταιγίδας της Ερήµου”, µέσα από την παγκόσµια πληµµυρίδα περιττών “µετά-υλιστικών” εµπορευµάτων και το θρίαµβο των αδηφάγων χρηµαταγορών του ιδιωτικού καπιταλισµού, ο οποίος φάνταζε κυριολεκτικά οριστικός” [1].
Πρώτα και κύρια, το Ζήτηµα της πανδηµίας του Covid 19 και η στρατιωτικοποιηµένη διαχείριση της µέσα από τον διακρατικό – ενδοαστικό υγειονοµικό (αλλά και εµβολιαστικό) ανταγωνισµό, την αυταρχικοποίηση και την αστυνοµοκρατία, ως επιταχυντής της Ιστορίας µέσα από την “αποσυναρµολόγηση της παγκοσµιοποίησης”. Μέσα από την (αντι)παράθεση των διάφορων “βιοπολιτικών” και “µηχανιστικών” προσεγγίσεων και το -ολοένα και πιο έκδηλο- σχίσµα τους στα πλαίσια των πρωτοκοσµικών “ριζοσπαστικών” πολιτικών χώρων, αναλύονται τεκµηριωµένα οι συσχετισµοί και τα περιεχόµενα µέσα στα οποία εξελίσσονται οι σύγχρονες ταξικές αντιστάσεις και η υπάρχουσα κοινωνική κίνηση, µέσα στα σωθικά του καπιταλιστικού κάτεργου και του ιµπεριαλιστικού σφαγείου του 21ου αιώνα.
[…] Μιλώντας σ’ ένα γενικό επίπεδο, το πολιτικό κοµβικό σηµείο
εστιάζεται στο αν για το προλεταριάτο αυτή η επιστροφή της αλληλεγγύης -που αναδείχθηκε µέσα στην κρίση του Covid- θα υποχωρήσει κάτω από το βάρος των θυσιών για την “µεταπολεµική” ανοικοδόµηση ή αν αντίθετα θα εκκινήσει µια διαφορετική διαδικασία […]
Στη συνέχεια, ο Συγγραφέας παίρνει σαφή και εµπεριστατωµένη θέση γύρω από µια σειρά “ταλαιπωρηµένων” αλλά κοµβικών πολιτικών εννοιών (γεωπολιτική, πλασµατικό κεφάλαιο, απόλυτο κεφάλαιο, κοινωνικη αναπαραγωγή, ιµπεριαλισµός, λαϊκισµός, κοµµουνιστικοποίηση).
Η αναλυτική οξυδέρκεια και οι πυκνοί διαλεκτικοί στοχασµοί µέσα από τους οποίους τοποθετείται γύρω από αυτά τα ζητήµατα και αυτές τις έννοιες, καθιστούν -τουλάχιστον στα δικά µας µάτια και µυαλά- το παρόν υλικό σε µια (αν µη τι άλλο) χρήσιµη και “θρεπτική τροφή για τη σκέψη, αυτήν την οδηγήτρια της δράσης”.
Η επικαιρότητα και τα γεγονότα που έχουν µεσολαβήσει σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο από τότε που γράφτηκαν αυτές οι σελίδες δεν αφήνουν περιθώρια παρερµηνείας: οι “κατολισθήσεις” συνεχίζονται και γίνονται ολοένα και εντονότερες και εγγύτερες…
Αναφέρουµε ενδεικτικά. Την ανεµπόδιστη εισβολή στο Καπιτώλιο του συνωµοσιολογικού στρατού των αρνητών του κορωνοϊού κατά τη διάρκεια του ακροδεξιού Τραµπικού πραξικοπήµατος – οπερέτα και την ακόλουθη “αναίµακτη” εκλογή στην προεδρία των ΗΠΑ του “δηµοκρατικού γέρικου γερακιού” Μπάιντεν. Την ταπεινωτική υποχώρηση των ΝΑΤΟϊκών (συµπεριλαµβανοµένων των ελληνικών) στρατευµάτων κατοχής από το Αφγανιστάν, 20 χρόνια µετά την 11η Σεπτέµβρη και την κήρυξη του ψευδεπίγραφου “πολέµου κατά της τροµοκρατίας”, µε την επάνοδο στην πολιτική εξουσία των τζιχανιστών-αντισοβιετικών πρώην συµµάχων τους Ταλιµπάν.
Την οξυνόµενη παγκόσµια κρίση στην “ελεύθερη αγορά” της Ενέργειας µε το εξελισσόµενο “ράλι των τιµών” πετρελαίου και φυσικού αερίου που “σέρνει το χορό” στο διεθνές κύµα ακρίβειας, “ανατιµήσεων” και αισχροκέρδειας. Ο εντεινόµενος εµπορικός πόλεµος της Δύσης µε το ρωσοκινέζικο µπλοκ και η επικίνδυνη άνοδος της “πυρηνικής θερµοκρασίας” τόσο στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη µε την εντεινόµενη ΝΑΤΟϊκή περικύκλωση της Ρωσίας, όσο και στην άλλη πλευρά του πλανήτη, στον νότιο Ειρηνικό και τον Ινδικό, µετά την υπογραφή του αντι-κινέζικου “συµφώνου ασφαλείας AUKUS” Αυστραλίας-ΗΠΑ-Μ.Βρετανίας.
Την πρόσφατη υπογραφή και ψήφιση στη βουλή των πολεµικών συµφωνιών της Ελλάδας µε Γαλλία και ΗΠΑ που αποτελούν “επίσηµες διακηρύξεις µετατροπής της χώρας σε “οικόπεδο σε τιµή ευκαιρίας” και “πεδίο βολής φτηνό” -µεταξύ άλλων- µέσω υπέρογκων εξοπλιστικών προγραµµάτων χωρίς τέλος, για τη διασφάλιση των συµφερόντων της ντόπιας αστικής Τάξης & των ΝΑΤΟϊκών ιµπεριαλιστών “δανειστών, εταίρων & συµµάχων” της” [2].
Την πολιτικοστρατιωτική προπαρασκευή που εντείνεται -διεθνώς- στα πλαίσια ενός ενδεχόµενου -πιο γενικευµένου- πολέµου που ήδη -εδώ και χρόνια- µαίνεται από το Ντονµπάς της ανατολικής Ουκρανίας µέχρι τη µαρτυρική Παλαιστίνη, τη Συρία, τη Λιβύη, το Ιράκ, to Σάχελ [3], την Υεµένη κ.α. Την όξυνση του αστικού ελληνοτουρκικού ανταγωνισµού, της εθνικιστικής προπαγάνδας και του εµπόλεµου κλίµατος, µε το οποίο τα ελληνικά και τα τουρκικά καθεστωτικά ΜΜΕ, προετοιµάζουν το έδαφος όπου οι λαοί της Ελλάδας και της Τουρκίας θα καλεστούν -για ακόµα µια φορά στην Ιστορία- “ν’ αιµατοκυλιστούν, κάτω από τις σηµαίες των εχθρών τους”, για την εξυπηρέτηση των συµφερόντων και της κερδοφορίας των εγχώριων και των πολυεθνικών µονοπωλιακών – ολιγοπωλιακών οµίλων, για τη διαιώνιση και την επίταση, και στις δυο πλευρές του Αιγαίου, της κρατικής – καπιταλιστικής – ιµπεριαλιστικής Εξουσίας.
Όπως έγραφε τον περασµένο Ιούνη από τις φυλακές της Λάρισας ο φίλος και σύντροφος, πολιτικός κρατούµενους Πολύκαρπος Γεωργιάδης.
«Το καπιταλιστικό-ιµπεριαλιστικό σύστηµα δεν πρέπει να το βλέπουµε αποκλειστικά και µόνο ως σύστηµα οικονοµικής εκµετάλλευσης. Πρέπει να το βλέπουµε επιπλέον και ως σύστηµα παραγωγής υλικών και πνευµατικών σκουπιδιών, ως σύστηµα παραγωγής στερηµένων και ακρωτηριασµένων ανθρώπινων υπάρξεων, ως σύστηµα παραγωγής ενός ανθρωπολογικού τύπου -του Homo Economicus- που βρίσκει ικανοποίηση µονάχα µέσω της µιζέριας της καταναλωτικής φρενίτιδας. «Η καρδιά ενός ανθρώπου είναι παράξενο πράγµα, ιδίως όταν ο άνθρωπος την καρδιά του την έχει στη χρηµατοσακούλα του», έγραφε ο Μαρξ στον πρώτο τόµο του Κεφαλαίου. Το καπιταλιστικό-ιµπεριαλιστικό σύστηµα έχει αποικιοποιήσει ολόκληρη τη ζωή, ξεκινώντας από το κάθε σπίτι και φτάνοντας σε ολόκληρο τον πλανήτη. Συνακόλουθα, την κρίση του συστήµατος δεν πρέπει να τη βλέπουµε µονάχα στην οικονοµική/τεχνοκρατική της διάσταση, αλλά ως συνάρθρωση πολλαπλών κρίσεων (οικονοµικής, οικολογικής, επισιτιστικής, πολιτιστικής κλπ). Η βαναυσότητα στις καθηµερινές σχέσεις (όπως και στις διεθνείς) είναι µια από τις όψεις αυτής της κρίσης.» [4]
Ελπίζουµε, οι σελίδες που ακολουθούν να φανούν ενδιαφέρουσες και χρήσιµες σε όσους και όσες -παρ’όλα αυτά…- συνεχίζουν ν’ αντιστέκονται, ν’ αγωνίζονται και να µάχονται, σε όσους και όσες Ήταν, Είναι & Θα Είναι! Καλή Ανάγνωση!
Προλ.Πρωτ & ΚτΒ
Αθήνα, Νοέµβρης 2021
Σηµειώσεις:
[1] Από Κίνηση της Βιολέττας (ΚτΒ): Μια Συλλογική Απολογιστική
Συµβολή: Αναδροµές & Συµπεράσµατα. Στόχοι Πάλης & Προοπτικές. Αθήνα, Σεπτέµβρης 2020 – Γενάρης 2021.
[2] Από Κίνηση της Βιολέττας (ΚτΒ): Κάλεσµα Στήριξης της Αντιπολεµικής – Αντιιµπεριαλιστικής Πορείας ενάντια στη συµφωνία Ελλάδας – ΗΠΑ. Πόλεµο στον Πόλεµο. Σύνταγµα. 14/10/21.
[3] Sahel (από το αραβικό Sahil που σηµαίνει“το χείλος της ερήµου”) ονοµάζεται η περιοχή της υποσαχάριας Αφρικής που εκτείνεται βόρεια στην έρηµο της Σαχάρας, νότια στη σαβάνα του Σουδάν, δυτικά ως τον Ατλαντικό ωκεανό και ανατολικά ως την Ερυθρά Θάλασσα, περιλαµβάνοντας (από τα δυτικά στα ανατολικά) τη Γκάµπια και τη Σενεγάλη, το νότιο τµήµα της Μαυριτανίας, το κεντρικό τµήµα του Μάλι, τη Μπουρκίνα Φάσο, το νότιο τµήµα της Αλγερίας και του Νίγηρα, το βόρειο τµήµα της Νιγηρίας και του Καµερούν, το κεντρικό τµήµα του Τσαντ, το νότιο τµήµα του Σουδάν, το βόρειο τµήµα του Νότιου Σουδάν και την Ερυθραία, για εκεί, προορίζονται (µεταξύ άλλων) και ελληνικά στρατεύµατα, µετά την υπογραφή της Συµφωνίας Ελλάδας – Γαλλίας, προς υπεράσπιση των συµφερόντων της “Francafrique” και συνολικά του ευρωατλαντικου Ιµπεριαλισµού.
[4] Από Πολύκαρπος Γεωργιάδης. Ο ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΌΣ ΜΕΝΤΕΣΕΣ.
Ένστολο Κράτος. Γεωστρατηγικοί Ανταγωνισµοί. Έρπων Παγκόσµιος Πόλεµος. Εκδόσεις Ασύµµετρη Απειλή. Αθήνα, Σεπτέµβρης 2021
για επικοινωνία: violetta@espiv.net
κεντρική διάθεση: Red n’ Noir. Δροσοπούλου 52, Κυψέλη. Αθήνα.

ΔΣΕ: “Καινούργιος Ουρανός” & “Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη!”. Μια συντροφική συζήτηση για ένα ντοκιμαντέρ & ένα βιβλίο.

 

Κατά τη διάρκεια του περασμένου καλοκαιριού είδαν το φως της δημοσιότητας δυο ξεχωριστά έργα που το καθένα συμβάλει, με τον δικό του τρόπο, στo ακόνισμα της ταξικής Μνήμης και την υπεράσπιση της επαναστατικής Ιστορίας του τόπου μας.

Πρόκειται για το αυτοχρηματοδοτημένο ντοκιμαντέρ “Καινούργιος Ουρανός. Οι Γυναίκες στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας” σε σενάριο – σκηνοθεσία Γιάννη Ξύδα, την πιο πρόσφατη παραγωγή της Ομάδας “Συλλογική Μνήμη” που -πριν προβληθεί σε δεκάδες πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους σε όλη τη χώρα- έκανε πρεμιέρα στο 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και το βιβλίο “Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη! Ο λαϊκός επαναστατικός πόλεμος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας 1946-49” του Άρη Σειρηνίδη, μια πυκνή αναλυτική έρευνα 584 σελίδων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ.

Με τον “Καινούργιο Ουρανό”, ο φίλος και σύντροφος Γιάννης συνεχίζει μετά τους “Παρτιζάνους των Αθηνών”– να συμβάλει υποδειγματικά στη μάχη ενάντια στην παραχάραξη και τη λήθη, μέσα από την προφορική ιστορία, δίνοντας το λόγο σε μαχήτριες του ΔΣΕ, οι οποίες περισσότερα από 70 χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου μοιράζονται για πρώτη φορά μπροστά στον κινηματογραφικό φακό, μ’ έκδηλη την περηφάνια και τη συγκίνηση, τις συγκλονιστικές αναμνήσεις τους.

Με το “Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη!”, ο φίλος και σύντροφος Άρης προσφέρει μια πληρέστατη πολιτική ιστορική μελέτη, ένα πολύτιμο τεκμήριο υπεράσπισης της επαναστατικής παρακαταθήκης του ΔΣΕ που όπως γράφει και η Ομάδα Επαναστατικής Ιστορίας στον Πρόλογο της– “περισσότερο από υπόθεση μνήμης, είναι η διαρκής υπόμνηση της ιστορικής δυνατότητας “να θεριεύει ο γίγαντας τώρα λαός και [να] σπάει δεσμά και αλυσίδες”.

Η αξία αυτών των δυο ξεχωριστών έργων θεωρείται από πλευράς μας ανεκτίμητη και εκτιμούμε πως αποκτάει μεγαλύτερη βαρύτητα από το γεγονός ότι οι δημιουργοί τους, αν και δεν είναι ακαδημαϊκοί, (των οποίων η ιστορική έρευνα ν’ αποτελεί αποκλειστική απασχόληση και μέσο βιοπορισμού) ωστόσο μέσα από την αρτιότητα τουςκαταφέρνουν ν’ αποδείξουν έμπρακτα ότι την Ιστορία μας, την Ιστορία των “από τα κάτω” – “μέσα στην ανηφορική, αδιάκοπη και αυξομειούμενη πορεία τους για την Απελευθέρωση από τα δεσμά της κεφαλαιο-κρατικής και ιμπεριαλιστικής Εξουσίας”– δεν την γράφει (μονάχα) η “καθ’ έδρας επιστήμη και ιστοριογραφία”, αλλά μπορούν κάλλιστανα την γράψουν και να την επαναφέρουν ζωντανή στο σήμερα (ακόμα) και δυο σερβιτόροι…

Με βάση αυτές τις σκέψεις κι ενώ αυτά τα δύο έργα συνεχίζουν (μέσω προβολών, παρουσιάσεων, συζητήσεων) το ταξίδι τους σε όλη τη χώρα, θεωρήσαμε χρήσιμο να θέσουμε κάποια ερωτήματα σχετικά με τα ερεθίσματα που μπορούν να βάλουν σε κίνηση μια κοπιαστική και μακρόχρονη δουλειά σαν κι αυτή, με το νόημα που μπορεί να φέρει στο σήμερα η εξιστόρηση της λαϊκής εποποιίας της “δρακογενιάς” του ‘40 καθώς και με τη σημασία της πολιτικής ιστορικής έρευνας από προλεταριακή – διεθνιστική, αντικαπιταλιστική – αντιιμπεριαλιστική σκοπιά.

Στα ερωτήματα μας απάντησαν ο φίλος και σύντροφος Άρης και η φίλη και συντρόφισσα Χριστίνα Κονιάλη που είχε τη γενική εποπτεία του “Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη!” και έγραψε το κεφάλαιο “Οι γυναίκες στο ΔΣΕ” ενώ επίσης συνεισέφερε ως βοηθός παραγωγής της Ομάδας “Συλλογική Μνήμη” και συγγραφέας της άρτιας μπροσούρας που συνόδευσε τον “Καινούργιο Ουρανό”.

Καταρχήν, ένα ερώτημα που προκύπτει αυθόρμητα έχει να κάνει με τους λόγους και τις αιτίες που μπορούν να θέσουν σε κίνηση την επίμονη και συστηματική δουλειά που απαιτεί η ολοκλήρωση έργων σαν κι αυτά. To θέτω αυτό, με δεδομένο το γεγονός ότι και οι τρεις μας, όπως και ο Γιάννης, προερχόμαστε από τη γενιά που ενηλικιώθηκε στην Αθήνα, τη “μεταψυχροπολεμική” δεκαετία του 1990, τότε που πάνω στα συντρίμμια του τείχους του Βερολίνου – εν μέσω κίβδηλης “εθνικής συμφιλίωσης”, “κοινωνικής συναίνεσης” και επίπλαστης “ευμάρειας”– η λαϊκή επανάσταση του ΔΣΕ (1946-49) αποτελούσε θέμα ταμπού –τόσο για την κοινοβουλευτική/εξωκοινοβουλευτική Αριστερά όσο και για τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο– και οι όποιες αναφορές σε αυτήν, ξεκινούσαν με τη “λαθολογία” και το ανάθεμα στην “αποχή από τις εκλογές” του ’46 και το “όπλο παρά πόδα” μετά τη στρατιωτική ήττα του ‘49, ενώ η κυρίαρχη “μεταμοντέρνα” αφήγηση τους κατέληγε ρητά ή διά της πλαγίας στο διαλεκτικά ανιστόρητο αφήγημα: “ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι”…

Από την άλλη, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι τα δυο συγκεκριμένα έργα έρχονται να συμβάλουν σημαντικά και να προστεθούν σε μια σειρά αντίστοιχων ερευνών, μαρτυριών, αρχείων, τεκμηρίων και μελετών, που είδαν το φως της δημοσιότητας – κατά τη διάρκεια των (όχι πολλών) τελευταίων χρόνων– και αφορούν την εξιστόρηση και την εξαγωγή χρήσιμων πολιτικών και ιστορικών συμπερασμάτων από τη λαϊκή εποποιία εκείνης της ταραγμένης δεκαετίας του 1940. Εν τέλει, μέσα στις σημερινές δοσμένες και ζοφερές συνθήκες, ποια μπορεί και πρέπει να είναι η σημασία της πολιτικής – ιστορικής έρευνας από προλεταριακή – διεθνιστική, αντικαπιταλιστική – αντιιμπεριαλιστική σκοπιά;

Α.Σ Να ευχαριστήσουμε καταρχήν θερμά τον σύντροφο και φίλο Λεωνίδα γι αυτήν τη συζήτηση καθώς και για την ανάδειξη της δουλειάς μας μέσα από τις κινηματικές ιστοσελίδες στις οποίες συμμετέχει.

Όπως αναφέρεται στον πρόλογο του βιβλίου, το βιβλίο «μέσα από την ανάδειξη και την υπεράσπιση της επαναστατικής ιστορίας της χώρας» φιλοδοξεί «να αποτελέσει μια συμβολή στην ανάπτυξη ενός σύγχρονου επαναστατικού κινήματος». Το ερώτημα βέβαια που αυτομάτως τίθεται εδώ, είναι πώς και σε τι βαθμό η ιστορία επενεργεί στα ζητήματα του παρόντος. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων σχεδόν χρόνων συγγραφής του βιβλίου, το παραπάνω ερώτημα, το ερώτημα με άλλα λόγια της σχέσης ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν της ταξικής πάλης, ανέκυπτε διαρκώς μπροστά μου ως πρόβλημα πολιτικό, θεωρητικό, φιλοσοφικό. Όπως εμπειρικά διαπίστωνα, η διαμόρφωση της θέσης μου για το «τι ήταν ο ΔΣΕ» επενεργούσε καταλυτικά στο πώς συγκροτούσα τη θέση μου για την τρέχουσα συγκυρία. Αλλά και αντίστροφα. Το πώς αντιμετώπιζα τα ζητήματα του παρόντος είχε σαφή αντανάκλαση στην οπτική μου για τον ΔΣΕ.

Το κλειδί για την κατανόηση αυτής της σχέσης το βρήκα στη φράση του Α. Γκράμσι: «Το παρόν είναι η κριτική του παρελθόντος». Από το πώς διαβάζουμε την ιστορία, από το πώς την αναλύουμε και την ερμηνεύουμε, από το πώς εν τέλει τοποθετούμαστε απέναντι της απορρέει και μια συγκεκριμένη θέση για το παρόν. Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς αυτό. Τα πολιτικά και ιδεολογικά θεμέλια του ΔΣΕ βρίσκονται στη συγκεκριμένη θεώρηση της νεοελληνικής ιστορίας που έκανε το ΚΚΕ τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930. Από το πώς απάντησε το ΚΚΕ στα ερωτήματα σχετικά με τη γέννηση του ελληνικού έθνους, τη συγκρότηση και τη φυσιογνωμία της ελληνικής αστικής τάξης, τον χαρακτήρα της επανάστασης του 1821 και την εξέλιξη των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στην Ελλάδα στον 19ο αιώνα και στο πρώτο μισό του 20ου, προέκυψε μια συγκεκριμένη εποπτεία του παρόντος και μια αντίστοιχη στρατηγική, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε η κορυφαία περίοδος της ταξικής πάλης στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, η επαναστατική εποποιία της δεκαετίας του 1940.

Είναι προφανές ότι μια διαφορετική θεώρηση της νεοελληνικής ιστορίας θα έδινε ένα διαφορετικό παρόν και ως εκ τούτου ένα διαφορετικό μέλλον για το ΚΚΕ. Γι αυτό ακριβώς, το ζήτημα της ιστορίας αποτέλεσε για το ΚΚΕ εκείνης της εποχής κεντρικό ιδεολογικό και πολιτικό επίδικο. Αποκαλυπτική ως προς αυτό ήταν η σφοδρή διαπάλη στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος ανάμεσα στον Γ. Ζεύγο και τον Γ. Κορδάτο σχετικά με τον χαρακτήρα της επανάστασης του 1821, και βέβαια η ολομέτωπη σύγκρουση του ΚΚΕ με την αστική θεωρία του «τρισχιλιετούς ελληνικού έθνους» του Κ.Παπαρρηγόπουλου.

Αντίστοιχα και σήμερα, η ανάπτυξη ενός σύγχρονου επαναστατικού κινήματος περνά μέσα από τη διατύπωση μιας ολοκληρωμένης θέσης τόσο για την ίδια του την ιστορία, όσο και για τη νεοελληνική ιστορία συνολικά. Πεποίθηση μου είναι ότι η πρόσληψη του ΔΣΕ από το σύγχρονο κίνημα ως της «δύναμης εκείνης που μορφοποίησε πιο ανάγλυφα από ποτέ την ιστορική δυνατότητα για μια Ελλάδα των λαϊκών τάξεων, για μια Ελλάδα ανεξάρτητη, δημοκρατική, σοσιαλιστική», μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά προς την κατεύθυνση αυτή.

Αυτά τα δυο έργα αποτελούν τον καρπό μιας επίμονης και συστηματικής δουλειάς, η οποία δεν αποτελεί την επαγγελματική (ακαδημαϊκή ή άλλη) ενασχόληση των δημιουργών τους. Αυτό αποτελεί από μόνο του ένα στοιχείο που προσθέτει επιπλέον αξία στις δυο συγκεκριμένες συμβολές στην επαναστατική Ιστορία του τόπου μας. Ως προς αυτό, Άρη θα ήθελες να αναφερθείς στην πορεία που ακολουθήθηκε μέχρι ο τόμος “Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη!” να φτάσει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων;

Α.Σ. Αφετηρία για την συγγραφή του βιβλίου υπήρξε η εκδήλωση για τα 70 χρόνια από την ίδρυση του ΔΣΕ με τίτλο: «Η ιστορία του ΔΣΕ είναι η ιστορία μιας λαϊκής επανάστασης», που πραγματοποιήσαμε τον Φεβρουάριο του 2017, μια ομάδα συντρόφων και συντροφισσών από την Ταξική Αντεπίθεση. Η αρχική σκέψη ήταν οι εισηγήσεις της εκδήλωσης να αποτελέσουν το υλικό για την έκδοση μιας μπροσούρας. Ήδη, ωστόσο, κατά τη διάρκεια της συγγραφής των εισηγήσεων θα γεννηθούν σκέψεις για μια πιο εμπεριστατωμένη και συνολική μελέτη του ζητήματος.

Όσο πιο πολύ καταδυόμουν στην ιστορία του ΔΣΕ και προχωρούσα στην επεξεργασία του πλήθους των παραμέτρων (ιδεολογικών, πολιτικών, θεωρητικών) που την συγκροτούν, τόσο περισσότερο κατανοούσα την ιστορική και πολιτική της σημασία και συνακόλουθα την ανάγκη περαιτέρω μελέτης της. Όπως διαπίστωνα, σε πολλά θέματα που νόμιζα ότι τα γνώριζα καλά παρουσίαζα σοβαρές ελλείψεις, ενώ υπήρχαν πολλά άλλα κρίσιμα, για την κατανόηση του ΔΣΕ, ζητήματα που είτε τα αγνοούσα είτε είχα δώσει λίγη προσοχή. Σταδιακά και ενώ εμπλούτιζα το υπάρχον υλικό, εγκατέλειψα την ιδέα της μπροσούρας για να στοχεύσω πιο ψηλά, στη συγγραφή ενός βιβλίου.

Η καθεαυτή διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου κράτησε γύρω στα τριάμισι χρόνια. Αν έπρεπε επιγραμματικά να πω κάτι για τη διαδικασία συγγραφής, θα έλεγα ότι αποτέλεσε σταθμό για την πολίτικη μου ωρίμαση, την αιτία να εμβαθύνω σε θεμελιακά ζητήματα της επαναστατικής θεωρίας. Όπως θα διαπιστώσω μέσα στις αναρίθμητες ώρες διαβάσματος και γραψίματος, η στοιχειοθέτηση του γιατί «ο ΔΣΕ αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη απόπειρα επαναστατικού μετασχηματισμού της Ελλάδας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους» δεν μπορούσε να γίνει χωρίς να έχω επαρκείς απαντήσεις στα πρωταρχικά ερωτήματα: τι είναι ο καπιταλισμός, ο ιμπεριαλισμός, η ιμπεριαλιστική εξάρτηση, η κοινωνική επανάσταση, ο σοσιαλισμός, ο κομμουνισμός, οι τάξεις, ο ιστορικός υλισμός κ.α.

Η ιστορία του ΔΣΕ όμως δεν αποτελεί μόνο ένα θεωρητικό πρόβλημα. Μια επανάσταση δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα από τη θεωρία και για το λόγο αυτό αποτυγχάνουν, κατά την άποψη μου, να ερμηνεύσουν τον ΔΣΕ -όπως και άλλες επαναστάσεις- ιστορικοί και πολιτικοί επιστήμονες, εξαιρετικά καταρτισμένοι κατά τα άλλα, που βρίσκονται ωστόσο έξω από τη ζώσα ιστορία της ταξικής πάλης. Την καλύτερη απάντηση ως προς αυτό τη δίνει ο ίδιος ο ΔΣΕ: ένα μεγάλο μέρος από τους μαχητές και τις μαχήτριες του δεν είχαν ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση και δεν είχαν διαβάσει ούτε το «Κεφάλαιο» του Μαρξ, ούτε τον «Ιμπεριαλισμό» του Λένιν, ωστόσο έφτασαν σε τέτοια επίπεδα ταξικής συνείδησης και κομμουνιστικής συγκρότησης, ώστε να αναμετρηθούν μέχρις εσχάτων με την ελληνική αστική τάξη και δύο ιμπεριαλισμούς. Ισχύει εδώ νομίζω απόλυτα η θέση ότι ο κομμουνισμός ως φιλοσοφία της πράξης μόνο μέσα από την πράξη μπορεί να κατανοηθεί. Κατ’ αντιστοιχία, λοιπόν, και η ιστορία του ΔΣΕ δεν μπορεί να κατανοηθεί ολοκληρωμένα έξω από την πράξη της συμμετοχής στο σύγχρονο κίνημα ανατροπής «της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων». Υπό αυτήν την έννοια, λοιπόν, θα έλεγα ότι το βιβλίο φέρει ανεξίτηλο το αποτύπωμα της συμμετοχής μου στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες της περιόδου και των εμπειριών και των συμπερασμάτων που αποκόμισα από αυτή.

Η διαδικασία συγγραφής του βιβλίου υπήρξε ωστόσο σταθμός και για την προσωπική μου ωρίμαση. Βλέποντας την σήμερα από μια σχετική απόσταση, αβίαστα θα τη χαρακτήριζα ως μια διαδικασία αυτογνωσίας, μέσα από την οποία κατανόησα τι σημαίνει πάλη για την υπέρβαση των διανοητικών (αλλά και φυσικών) ορίων, τι σημαίνει, αλλιώς, πάλη για την κατάκτηση της γνώσης, τι σημαίνει σε τελική ανάλυση πρόοδος και εξέλιξη και γιατί οι παραπάνω έννοιες έχουν στον πυρήνα τους την ανθρώπινη εργασία.

Μια ερώτηση που απευθύνεται στη Χριστίνα. Στο ντοκιμαντέρ, μέσα από τις μαρτυρίες αυτών των μαχητριών του ΔΣΕ εξιστορείται με τρόπο συγκλονιστικά ανθρώπινο, η πορεία και η ζωή ενός λαϊκού επαναστατικού στρατού, όπου “οι γυναίκες συμμετέχουν μαζικά και ουσιαστικά, από τις μάχες μέχρι την ισότιμη λήψη αποφάσεων. Νέες κοπέλες κυρίως από αγροτικές περιοχές, μεγαλωμένες στο περιβάλλον της ελληνικής επαρχίας και της υπαίθρου, έχοντας όμως την παρακαταθήκη των αγώνων της Κατοχής συμμετέχουν και χειραφετούνται μέσα από τον αγώνα του ΔΣΕ”.

Θα ήθελες να αναφερθείς συνοπτικά στη σύνδεση που –εκ των πραγμάτων– υπήρξε μεταξύ όσων είχαν προηγηθεί στην προκατοχική περίοδο και των όσων ακολούθησαν στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, στο πεδίο της ταξικής πάλης για τη γυναικεία χειραφέτηση, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο η συμμετοχή των γυναικών στον λαϊκό επαναστατικό στρατό του ΔΣΕ αποτέλεσε την χειροπιαστή απόδειξη αυτής της πάλης για ουσιαστική ισότητα των δυο φύλων; Ποιες μπορούν να είναι οι αντανακλάσεις αυτών των κορυφαίων επαναστατικών στιγμών της σύγχρονης ιστορίας –όπου η αστική Εξουσία αμφισβητήθηκε έμπρακτα, σε βάθος και σε όλες τις εκφάνσεις της– μέσα στη σημερινή εποχή επίτασης των φαινομένων έμφυλης βίας, βιασμών, κακοποιήσεων και γυναικοκτονιών, αλλά και της ανάδυσης “πολιτικά ορθών, μετα-φεμινιστικών και ταυτοτικών πρωτοκοσμικών κινημάτων”;

Χ.Κ. Μια από τις πιο εύγλωττες αποδείξεις του ΔΣΕ ως φορέα επαναστατικού κοινωνικού μετασχηματισμού ήταν η πρωτοφανής σε μαζικότητα και δυναμισμό συμμετοχή των γυναικών σε αυτόν. Γενικεύοντας την εμπειρία του γυναικείου κινήματος όλης της προηγούμενης περιόδου και αναβαθμίζοντας σε θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο παλαιότερες επεξεργασίες του κομμουνιστικού κινήματος γύρω από το γυναικείο ζήτημα, ο ΔΣΕ διαμόρφωσε τους όρους για ένα σύγχρονο πλαίσιο επικοινωνίας με τις εκατοντάδες χιλιάδες των γυναικών των λαϊκών τάξεων που βίωναν τη διπλή καταπίεση ως εργαζόμενες και ως γυναίκες.

Το θεμελιακό στοιχείο που συγκροτεί το επαναστατικό πλαίσιο ανάγνωσης του γυναικείου ζητήματος από τον ΔΣΕ, είναι η τοποθέτηση του στην ιστορική ταξική του διάσταση. Το γυναικείο ζήτημα, αν ως τέτοιο ορίσουμε το σύνολο των οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών ανισοτιμιών και διακρίσεων που εκδηλώνονται σε όλο το εύρος της κοινωνικής και προσωπικής ζωής της γυναίκας, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας, άρα και αναπόσπαστο στοιχείο της ταξικής πάλης. Η ιστορική του ρίζα βρίσκεται στην εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, συγκεκριμένα στη φάση της μετάβασης από το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα στην πρώτη ταξική κοινωνία της ιστορίας, τη δουλοκτητική κοινωνία. Για το ιστορικό αυτό γεγονός ο Ένγκελς έλεγε: «Το γυναικείο φύλο υπέστη την κοσμοϊστορική του ήττα». Υπό αυτό ακριβώς το πρίσμα, η πατριαρχία δεν προσλαμβάνεται από την κομμουνιστική κοσμοθεωρία ως μια αυτόνομη κοινωνική δομή, αλλά ως παράγωγο του ταξικού διαχωρισμού της κοινωνίας. Ως τέτοια εδράζεται και απορρέει από τις οικονομικές εκμεταλλευτικές σχέσεις και μεταβάλλεται με την εξέλιξη του εκμεταλλευτικού συστήματος, παράγοντας έμφυλες σχέσεις εξουσίας και διαχωρισμούς. Χαρακτηριστική είναι η φράση της Αλεξάντρας Κολλοντάι, από κείμενο που γράφτηκε την περίοδο της νίκης της Σοβιετικής Επανάστασης: «Η θέση της γυναίκας είναι πάντα συνέπεια του είδους της εργασίας που προσφέρει στη συγκεκριμένη στιγμή εξέλιξης ενός συγκεκριμένου κοινωνικό- οικονομικού συστήματος».

Το αποφασιστικό βήμα για την ένταξη των γυναικών στο κομμουνιστικό και γυναικείο κίνημα, πραγματοποιείται στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν και σχηματοποιείται από το ΚΚΕ η θέση για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του γυναικείου ζητήματος στη χώρα, άρα και της στρατηγικής του γύρω από αυτό. Έτσι το γυναικείο ζήτημα ως στοιχείο του εποικοδομήματος, κουβαλά όλη την αντιδραστικότητα, τη συντήρηση και τον αναχρονισμό της Ελλάδας του «αστοστιφλικάδικου συνασπισμού εξουσίας και του ανολοκλήρωτου αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού». Για αυτούς ακριβώς τους λόγους, η θέση της γυναίκας στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά υποτιμημένη. Στην ύπαιθρο οι χιλιάδες αγρότισσες βιώνουν το αδυσώπητο πατριαρχικό καθεστώς που ενσωματώνουν αιώνες τσιφλικάδικης εκμετάλλευσης, ενώ στις πόλεις ο γυναικείος πληθυσμός είτε μένει εκτός της κοινωνικής παραγωγής περίκλειστος στα τείχη του ιδιωτικού νοικοκυριού, είτε εντάσσεται στην παραγωγική διαδικασία υπό συνθήκες σκληρής ταξικής καταπίεσης, στερούμενος ακόμα και στοιχειωδών αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής του κομμουνιστικού κινήματος γύρω από το γυναικείο ζήτημα θα γίνουν γρήγορα ορατά. Το ΚΚΕ μέσα σε λίγα χρόνια πολλαπλασιάζει τις γυναίκες μέλη του και αυξάνει την επιρροή του στα ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του γυναικείου πληθυσμού πού εισέρχονται στην παραγωγή, ενώ μέσα στη φωτιά της πάλης δεκάδες κομμουνίστριες, όπως η Ηλέκτρα Αποστόλου, η Αύρα Παρτσαλίδου, η Χρύσα Χατζηβασιλείου αναδεικνύονται σε ηγετικές μορφές του λαϊκού κινήματος. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 το γυναικείο κίνημα έχει πλέον αποκτήσει το πρώτο δικό του ρίζωμα στο εργατικό κίνημα, που του επιτρέπει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες στους μεγάλους ταξικούς που ξεσπούν. Αποκορύφωμα υπήρξε η μαζική συμμετοχή των καπνεργατριών στη μεγάλη εργατική εξέγερση τον Μάιο του 1936 στη Θεσσαλονίκη, όπου βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων με τη χωροφυλακή και το στρατό. Ο Μεσοπόλεμος λοιπόν υπήρξε καθοριστικός στην ανάπτυξη του γυναικείου κινήματος. Την περίοδο αυτή, και ειδικά τη δεκαετία του 1930 αυξήθηκε ραγδαία το ποσοστό των γυναικών της εργατικής τάξης και τέθηκαν οι πολιτικές και οργανωτικές βάσεις για την συμμετοχή χιλιάδων γυναικών στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες. Οι γυναίκες αυτές αγωνίστηκαν σκληρά, στιγματίστηκαν και χτυπήθηκαν, ωστόσο, ανέπνευσαν τις πρώτες ανάσες ελευθερίας, έξω από το σύστημα επιτήρησης του ιδιωτικού χώρου, του πατέρα και του συζύγου. Θα μπορούσαμε με ασφάλεια να ισχυριστούμε πως χωρίς την παρακαταθήκη αυτών των αγώνων θα ήταν πολύ δυσκολότερη η μαζική ένταξη των γυναικών στην Αντίσταση την περίοδο της Κατοχής και στη συνέχεια στον ΔΣΕ.

Αντίστοιχα όπως στον Μεσοπόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο έτσι και στη μετεμφυλιακή εποχή απαραίτητη προϋπόθεση για την πλατιά απεύθυνση και τον προσεταιρισμό των γυναικών στο κίνημα, ήταν η γείωση του γυναικείου ζητήματος στις συγκεκριμένες συνθήκες της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας της χώρας. Στο σκληρό μετεμφυλιακό περιβάλλον της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνισμού, θα αρχίσει να αναδύεται μια νέα γενιά αγωνιστριών, εμπνευσμένη από τους αγώνες των γυναικών της δεκαετίας του 1940, οι οποίες σταδιακά βγαίνουν από τις φυλακές και τις εξορίες, έχοντας να αντιμετωπίσουν όλα τα εμπόδια που έχει θέσει το επίσημο κράτος για να τις εκδικηθεί. Παράλληλα, μέσα στο ’50 -νέες κυρίως- γυναίκες του ΔΣΕ έρχονται παράνομα από τις ανατολικές χώρες για να συμβάλλουν στην ανασυγκρότηση των παράνομων οργανώσεων στην Ελλάδα. Στη νέα εποχή, οι προκλήσεις για τις γυναίκες που αγωνίζονται είναι μεγάλες, καθώς στο σκληρό ταξικό περιβάλλον του ’50 παλεύουν για την επιβίωση τους και την ίδια στιγμή αναμετρώνται καθημερινά με ένα σύστημα που επιστρατεύει όλα του τα ιδεολογικά εργαλεία προκειμένου να τις κλείσει και πάλι στο σπίτι. Ωστόσο, παρά το κατασταλτικό κύμα εναντίον τους, εισερχόμενες μαζικά στην εργασία, αλλά και την εκπαίδευση, οι γυναίκες θα αναπτύξουν πολύπλευρη μαζική δράση στους μεγάλους εργατικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες που ξεσπούν τα μετεμφυλιακά χρόνια. Σε αυτό το φόντο το γυναικείο κίνημα θα ακολουθήσει ανοδική πορεία, εντάσσοντας στους κόλπους του ένα ολοένα αυξανόμενο δυναμικό που πείθεται από την ίδια του την εμπειρία ότι στις συνθήκες της αστικής κυριαρχίας, η γυναικεία καταπίεση παραμένει και ότι η ελάχιστη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος σε σχέση με τα γυναικεία δικαιώματα, δεν αποτελεί κάποιου είδους παραχώρηση αλλά προϊόν των σκληρών και επίπονων του αγώνων. Η εντυπωσιακή είσοδος των γυναικών στην ταξική πάλη της δεκαετίας του 1960 και η ενεργή συμβολή των γυναικών στο αντιδικτατορικό κίνημα της περιόδου 1967-1974 έχει σε αυτήν ακριβώς την περίοδο τη ρίζα της.

Στις νέες συνθήκες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας το ελληνικό γυναικείο κίνημα, θα συνεχίζει να αναζητά, μέσα σε ένα περιβάλλον υποχώρησης του διεθνούς και εγχώριου εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, τους όρους για την αναμέτρηση με το καθεστώς της πατριαρχίας και του σεξισμού που ο ελληνικός καπιταλιστικός σχηματισμός άλλοτε ωμά και άλλοτε ραφιναρισμένα θα αναπαράγει και θα διαιωνίζει. Και στην κατεύθυνση αυτή θα εγγράψει πολλές φορές με το ίδιο του το αίμα, όπως στην περίπτωση της νεαρής κομμουνίστριας, μέλους της ΚΝΕ, Σωτηρίας Βασιλακοπούλου που δολοφονήθηκε τον Ιούλη του 1980 από την εργοδοσία την ώρα μου μοίραζε προκηρύξεις έξω από το εργασιακό κάτεργο της ΕΤΜΑ, αξιοσημείωτες νίκες που θα ανοίξουν νέους δρόμους στους αγώνες του γυναικείου κινήματος.

Σήμερα, στην εποχή της δομικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος και της χρεοκοπίας όλων των εξαγγελιών του για την «ισότητα των δύο φύλων», το γυναικείο ζήτημα επανέρχεται με ιδιαίτερη οξύτητα στο προσκήνιο. Ειδικότερα στην σύγχρονη Ελλάδα των μνημονίων, της γενικευμένης φτώχειας και της φασιστικοποίησης, η ένταση της εργασιακής και κοινωνικής υποτίμησης της γυναίκας, αποτελεί χαρακτηριστικό σύμπτωμα της κρίσης του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού και ταυτόχρονα όρο για το ξεπέρασμα της. Σε αυτό το έδαφος η πατριαρχία ως η ιδεολογία της γυναικείας καταπίεσης, έρχεται να επενδύσει, να δικαιολογήσει και εν τέλει να νομιμοποιήσει όλη τη γενικευμένη βία κατά των γυναικών, είτε την καθαρά συστημική, αυτή δηλαδή που προέρχεται κατευθείαν από το κεφαλαίο, το αστικό κράτος και τους θεσμούς του, είτε αυτήν που προέρχεται από τα έγκατα της πατριαρχικής κοινωνίας και η οποία οπλίζει τα χέρια των γυναικοκτόνων, των βιαστών, των κακοποιητών.

Στην κατεύθυνση αυτή, η γνώση της ιστορίας του γυναίκειου κινήματος και ειδικά μιας κορυφαίας του στιγμής του, αυτής του ΔΣΕ, αποτελεί ένα πολύτιμο εφόδιο για τη συγκρότηση των σύγχρονων θέσεων μάχης του. Όχι βέβαια ως μια απόπειρα προσαρμογής στο σήμερα των χαρακτηριστικών του, ούτε βέβαια ως μια μουσειακού τύπου μνήμη αποκομμένη από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Άλλωστε όλη η ιστορία του ελληνικού γυναικείου κινήματος, βασίστηκε στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης στην οποία βρέθηκε. Αυτό είναι και το πολιτικό επίδικο σήμερα. Η διεξοδική ανάλυση της σημερινής οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, η εμβάθυνση πάνω στη σχέσης τάξης φύλου και η αναμέτρηση με την πληθώρα ερωτημάτων που γεννά η σχέση αυτή στις σύγχρονες συνθήκες της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης αποτελούν, δίπλα στην ταξική και πολιτική στράτευση, τους όρους για την περαιτέρω ανάπτυξη και ριζοσπαστικοποίηση του γυναικείου κινήματος.

Πριν από μερικές εβδομάδες, συμπληρώθηκαν 48 Νοέμβρηδες από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, από εκείνη την κορυφαία στιγμή της αντιδικτατορικής Αντίστασης και Αγώνα της φοιτητικής νεολαίας και του εργαζόμενου λαού ενάντια στο στρατιωτικό καθεστώς των συνταγματαρχών της ευρωατλαντικής εθνικοφροσύνης. Για άλλη μια χρονιά, δεκάδες χιλιάδες αγωνιστών και αγωνιστριών στην Αθήνα και όλη τη χώρα βρέθηκαν στους δρόμους της Αντίστασης και του Αγώνα, στον ιστορικό χώρο του ΕΜΠ και τη μαζική πορεία στην πρεσβεία των ΗΠΑ, κρατώντας ζωντανή τη Μνήμη των νεκρών και τα επίκαιρα περιεχόμενα εκείνης της αιματοβαμμένης εξέγερσης ενάντια στο Φασισμό και τον Ιμπεραλιασμό, τον ντόπιο Αστισμό και το Κράτος του. Από τη στρατιωτική (αλλά όχι και πολιτική) ήττα του ΔΣΕ από τα αμερικανοντυμένα ελληνικά “εθνικά” στρατεύματα του “Στρατηγέ! Ιδού ο Στρατός σας” κ. Βαν Φλιτ”, υπό τους ήχους των ναπάλμ, στο Γράμμο και το Βίτσι το καλοκαίρι του 1949, μέχρι την εισβολή του αμερικανοκίνητου τανκ στην κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου στην Πατησίων στις 17 Νοέμβρη του 1973, είχαν μεσολαβήσει κάτι λιγότερο από 25 χρόνια. Θα θέλατε να αναφερθείτε σ’ εκείνο το κόκκινο νήμα που συνδέει αδιαπέραστα αυτά τα δυο ιστορικά γεγονότα, στις σημαδιακότερες στιγμές του Αγώνα που μεσολάβησε μέσα σε αυτήν την εικοσιπενταετία, καθορίζοντας την πορεία του λαϊκού – εργατικού κινήματος μέχρι εκείνον το Νοέμβρη, ο οποίος και σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για το στρατιωτικό καθεστώς των αντικομμουνιστών πραξικοπηματιών της 21ης Απριλίου 1967;

Κι έπειτα, ποια είναι τελικά αυτά τα καθοριστικά επίδικα και τα χειραφετητικά – απελευθερωτικά ζητούμενα εκείνης της εποχής που παραμένουν μέχρι και σήμερα αδικαίωτα και γι’ αυτό ανειρήνευτα;

Α.Σ. Η στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ τον Αύγουστο του 1949 δεν σήμανε και την πολιτική ήττα του ΚΚΕ. Η λήξη του Εμφυλίου θα λέγαμε μάλιστα ότι βρίσκει το λαϊκό κίνημα της χώρας σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ότι ήταν λίγους μήνες πριν την έναρξη του. Τότε, στα μέσα του 1945, λίγο πριν δηλαδή η 12η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ θέσει φραγμό στην πορεία αποσύνθεσης του, το ΚΚΕ είχε μετατραπεί ουσιαστικά σε παρακολούθημα της αστικής πολιτικής, αποδεχόμενο άνευ όρων την πορεία εξόντωσης του λαϊκού κινήματος που η συνθήκη της Βάρκιζας είχε δρομολογήσει. Αντίθετα, μετά τον Εμφύλιο, όπως αποδεικνύει η ιστορία της περιόδου 1950-1956, το ΚΚΕ βρίσκεται σε τέτοια πολιτική και οργανωτική κατάσταση, ώστε να μπορεί πολύ γρήγορα να ανασυντάσσεται και να ξεδιπλώνει με όρους ηγεμονικούς τη στρατηγική του, έχοντας ως πολιτικό θεμέλιο και παρακαταθήκη μια επανάσταση που έθεσε πιο ολοκληρωμένα από ποτέ το ζήτημα της εξουσίας για τις εκμεταλλευόμενες τάξεις.

Σταθμό στην πορεία ανασύνταξης του λαϊκού κινήματος αποτέλεσε η ίδρυση, κατόπιν πολιτικής πρωτοβουλίας του ΚΚΕ, της ΕΔΑ τον Αύγουστο του 1951. Δύο μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, το ΚΚΕ, έχοντας να αντιμετωπίσει την ήττα, την έξοδο από τη χώρα του βασικού κορμού του στελεχιακού του δυναμικού και βέβαια την ανελέητη κατασταλτική επίθεση εναντίον του στο εσωτερικό της χώρας, καταφέρνει κάτι που έμοιαζε ακατόρθωτο: αφενός να συγκροτήσει ένα μαζικό πολιτικό μέτωπο στη βάση ενός προγράμματος ανεξαρτησίας, δημοκρατίας και ειρήνης, διατηρώντας πλήρως την αυτοτέλεια και την οργανωτική του διάρθρωση, και αφετέρου να καταστεί, μέσα από αυτό το μέτωπο, οργανωτής της εργατικής λαϊκής πάλης και εκφραστής συνάμα της ολοένα και ογκούμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας, απέναντι στις πολιτικές του αστικού καθεστώτος (είτε διαχείρισης Πλαστήρα, είτε Παπάγου).

Ο μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις του καλοκαιριού του 1951, η πρωτομαγιάτικη απεργιακή διαδήλωση του 1952 προς τιμή του Ν. Μπελογιάννη και των 200 εκτελεσμένων της Ακροναυπλίας, οι αντιιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στον πόλεμο στην Κορέα το 1951 και την ελληνοαμερικανική συμφωνία του 1953, οι μαζικοί εργατικοί και αγροτικοί αγώνες το 1953 και το 1954, οι δυναμικές αντιβρετανικές διαδηλώσεις για την Κύπρο το 1954 και το 1955, αποτελούν χαρακτηριστικές εκδηλώσεις μια αυξανόμενης λαϊκής δυναμικής που απειλεί να μετατρέψει τη σοβούσα κρίση του συστήματος, σε κρίση πολιτική, σε κρίση που θα θέσει ξανά στο επίκεντρο το αίτημα της επαναστατικής ρήξης και της ανατροπής.

Το ποια θα μπορούσε να ήταν η εξέλιξη της ταξικής πάλης στη χώρα αν δεν είχε συμβεί το αναθεωρητικό πραξικόπημα στο ΚΚΕ το 1956 και το 1957 και η αποκήρυξη του ΔΣΕ που αυτό σηματοδοτεί, αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση της ιστορίας της εγχώριας ταξικής πάλης. Το σίγουρο είναι πάντως ότι το γεγονός αυτό θα σφραγίσει ανεξίτηλα την μελλοντική της πορεία. Το 1958 το ΚΚΕ διαλύει τις παράνομες κομματικές του οργανώσεις και αφομοιώνεται πολιτικά και οργανωτικά στην ΕΔΑ, η οποία θα μετατραπεί γρήγορα από αυτοτελές μέτωπο της Αριστεράς σε εξάρτημα της αστικής πολιτικής, όπως θα δείξει εμφατικά η πολιτική ουράς που ακολουθεί έναντι της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές του 1961, παρ’ όλη την εντυπωσιακή εκλογική δυναμική που είχε καταγράψει στις εκλογές του 1958. Τούτων δοθέντων, δεν προκαλεί καμία έκπληξη η ελλιπής πολιτική και οργανωτική προετοιμασία του κινήματος μπροστά στις συνθήκες πολιτικής κρίσης που ωρίμαζαν, οι οποίες επέβαλαν το 1967 τη λύση της δικτατορίας. Όταν παραμονές της δικτατορίας η επίσημη φωνή της Αριστεράς, η Αυγή, επιχειρηματολογούσε σχετικά με το «Γιατί δεν θα γίνει δικτατορία», μπορούμε να φανταστούμε το επίπεδο των ιδεολογικών, πολιτικών και οργανωτικών αντανακλαστικών των υποτιθέμενων καθοδηγητών του λαϊκού κινήματος, όπως και να εικάσουμε με ασφάλεια τους λόγους, για τους οποίους το αντιδικτατορικό κίνημα σχετικά άργησε να αναπτύξει μαζικά και ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά.

Ακόμα κι έτσι όμως, χωρίς δηλαδή την παρουσία ενός επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος, η δυναμική της ταξικής πάλης στη χώρα ήταν τέτοια που θα φτάσει ξανά σε ιστορικές κορυφώσεις. Η παρακαταθήκη της επαναστατικής παράδοσης των προηγούμενων δεκαετιών θα είναι σε αυτές ευκρινής. Όπως, για παράδειγμα, στην εμβληματική απεργία των οικοδόμων το 1960, στην οποία το αποτύπωμα του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος των προηγούμενων δεκαετιών που γαλούχησε με το πνεύμα της σύγκρουσης την εργατική τάξη, είναι εμφανές τόσο σε επίπεδο οργάνωσης του αγώνα όσο και σε επίπεδο περιεχομένου του. Ή όπως στα Ιουλιανά, τον Αύγουστο του 1965, όπου αναδεικνύεται στην πράξη η επαναστατική τάση που εκπροσωπεί ο Πέτρουλας και σειρά άλλων αγωνιστών, οι οποίοι αρνούνται έμπρακτα την πολιτική υποταγή της ηγεσίας της ΕΔΑ στην Ένωση Κέντρου, αναζητώντας αυτόνομες, από την αστική πολιτική, οδούς εκδήλωσης της λαϊκής πάλης. Όπως βέβαια και κατά τη διάρκεια της Χούντας, στις επαναστατικές οργανώσεις που αμφισβητούν έμπρακτα το καθεστώς της αμαχητί παράδοσης του λαϊκού κινήματος, διαμορφώνοντας τους όρους για την ανάπτυξη και τη ριζοσπαστικοποίηση του αντιδικτατορικού κινήματος. Για να φτάσουμε, βέβαια, στην κορυφαία στιγμή της αντιδικτατορικής πάλης, την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η οποία, με το σύνθημα «έξω οι ΗΠΑ» ως προμετωπίδα, αποτυπώνει εύγλωττα την ιστορική συνέχεια και την κεντρικότητα της πάλης ενάντια στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση.

Υπό αυτήν την έννοια, το Πολυτεχνείο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως μια ιστορική δικαίωση του πολιτικού περιεχομένου του αγώνα του ΔΣΕ. 25 μόλις χρόνια μετά τον ΔΣΕ, μια αντιιμπεριαλιστική εξέγερση έρχεται να καταδείξει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό ως το βασικό θεματοφύλακα της αστικής εξουσίας στη χώρα, και παράλληλα ως τον βασικό υπεύθυνο για την επιβολή της Χούντας, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την πτώση της. Είναι νομίζω προφανή τα πολιτικά σημαινόμενα από ένα τέτοιο γεγονός, καθώς και το τι προοπτικές άνοιγε αυτό για το επαναστατικό κίνημα και τη χώρα. Το γιατί δεν μετουσιώθηκε η εξεγερτική δυναμική του Πολυτεχνείου σε επαναστατική αναμέτρηση με το αστικό καθεστώς συνολικά, αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον ιστορικό και πολιτικό ερώτημα. Αν θέλαμε να δώσουμε μια επιγραμματική απάντηση, θα λέγαμε ότι οι δυνάμεις που βρέθηκαν στην πρωτοπορία του κινήματος, δεν μπόρεσαν να πετύχουν μια βαθύτερη πολιτική προγραμματική συγκρότηση και να αναπτύξουν έτσι μια ολοκληρωμένη επαναστατική στρατηγική, αδυναμία που έχει ασφαλώς τη ρίζα της στην αρνητική πολιτική κληρονομία που άφησε στο κίνημα, σε όλα τα επίπεδα, η ουσιαστική διάλυση του επαναστατικού ΚΚΕ το 1956.

Όσον αφορά το τελευταίο σκέλος της ερώτησης, θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του Γ. Ζεύγου από την Κομουνιστική Επιθεώρηση του 1943, ο οποίος κάνοντας μια επισκόπηση της ιστορικής πορείας από την επανάσταση του 1821 ως τις μέρες του, τόνιζε ότι «όσο κι αν άλλαξαν μορφή και περιεχόμενο, όσο κι αν περιπλέχτηκαν, ίδια είναι τα προβλήματα για τη λύση των οποίων παλεύει ακόμα ο ελληνικός λαός».

Σήμερα, 48 χρόνια μετά το Πολυτεχνείο και 75 χρόνια μετά το ΔΣΕ, θα αποτελούσε νομίζω προσβολή στην ιστορία εκείνων των αγώνων, αν θεωρούσαμε κατ’ οποιονδήποτε τρόπο ότι κάποιες από τις βασικές στοχεύσεις τους, όπως η εθνική ανεξαρτησία και η δημοκρατία, βρήκαν την εκπλήρωση τους μέσα στις συνθήκες της αστικής εξουσίας και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Εκτός κι αν ως ανεξαρτησία εννοούμε την πρόσφατη ελληνοαμερικανική συμφωνία και τα μνημόνια της ΕΕ, και ως δημοκρατία αυτό το νεοφιλελεύθερο ολιγαρχικό υβρίδιο που κυβερνά τη χώρα.

Για να το πούμε διαφορετικά, εθνική ανεξαρτησία και δημοκρατία είναι έννοιες ασυμβίβαστες με την εξαρτημένη, ξενόδουλη και βαθιά αντιδημοκρατική από τα γεννοφάσκια της ελληνική αστική τάξη. Γι αυτό ακριβώς και οι δύο αυτοί στόχοι σφραγίστηκαν στη σύγχρονη ελληνική ιστορία με την πάλη του λαού και της εργατικής τάξης, και ποτίστηκαν με το αίμα χιλιάδων αγωνιστών και αγωνιστριών στα βουνά, στους δρόμους, στις εξορίες και τις φυλακές. Γι’ αυτό επίσης, συνεχίζουν να αποτελούν -σε πείσμα των μεταμοντέρνων αφηγήσεων- κεντρικά πολιτικά προτάγματα, κρίσιμους κόμβους μιας σύγχρονης στρατηγικής που θέλει να ξανακάνει επίκαιρους και ρεαλιστικούς τους στρατηγικούς στόχους του επαναστατικού κινήματος, τη λαϊκή εξουσία, τη λαϊκή Δημοκρατία, την κοινωνική και ταξική απελευθέρωση, το σοσιαλισμό.