Οι εικόνες από τις ταραχές που πυρπόλησαν τη συνοικία Barbés στο 18ο διαμέρισμα του Παρισιού, μ’ αφορμή τη διαδήλωση αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη στις 19 Ιούλη, έχουν κάνει ήδη το γύρο του κόσμου. Σ’ αυτές προστίθενται εκείνες από την οργή που ξέσπασε την Κυριακή 20 Ιούλη στο Sarcelles, στα βόρεια προάστια της πρωτεύουσας, πάντα μ’ αφορμή μια συγκέντρωση αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό. Εικόνες νεολαίων και εφήβων, μεταναστών 2ης και 3ης γενιάς, οι οποίοι αναμετριούνται με την αστυνομία μ’ όλη την αποφασιστικότητα, την οργή και τα μέσα που διαθέτουν, ενωμένοι κάτω από την παλαιστινιακή σημαία. Αναγνωρίζουν την παλαιστινιακή αντίσταση, μισούν το κράτος του Ισραήλ που εδώ και μέρες σπέρνει το θάνατο ανάμεσα σ’ αυτούς που θεωρούν αδελφούς και αδελφές τους. Όμως δεν πρόκειται γι’ αυτό. Η παλαιστινιακή αντίσταση είναι ένας αντιαποικιακός αγώνας και γι’ αυτό είναι και δικός τους αγώνας, ένας αγώνας που διεξάγεται μέσα σ’ ένα σύνορο που έχει μεταφερθεί στα μέρη που ζούνε.
Το Barbès και η Sarcelles δεν είναι δύο τυχαία μέρη μέσα στον πυκνό παρισινό πολεοδομικό ιστό. Το Barbès είναι ίσως η μοναδική μη «αναπλασμένη» συνοικία που έχει απομείνει μέσα στο Παρίσι. Μια φτωχή συνοικία, με πληθυσμό σχεδόν εξ ολοκλήρου μεταναστευτικό, όπου ακόμα διατηρούνται οι μοναδικές μορφές αστεακής κοινωνικότητας οι οποίες δεν έχουν διαμεσολαβηθεί εντελώς από το κεφάλαιο. Ούτε ίχνος από βερνικώματα, από μοδάτα μπαράκια και κιόσκια για τους τουρίστες. Μια λαϊκή αγορά τρεις φορές την εβδομάδα, μια ευρεία και ριζωμένη άτυπη οικονομία. Η Sarcelles πάλι είναι μια από τις πάρα πολλές villes nouvelles –έτσι ονομάζονταν όταν σχεδιάζονταν– που χτίστηκαν γύρω από το Παρίσι ανάμεσα στις δεκαετίες του 50 και του 70 για να καλυφθούν οι ανάγκες της ταχείας αστεακής επέκτασης, η οποία συνδεόταν με τις διαδικασίες της απο-αποικιοποίησης. Ένα σύμπλεγμα λαϊκών κατοικιών (τα λεγόμενα HLM), μ’ έναν ανάμεικτο πληθυσμό αποτελούμενο από pieds-noirs (τους γάλλους της Αλγερίας), σεφραδίτες εβραίους αλγερινής καταγωγής και πληθυσμούς προερχόμενους από το Μαγκρέμπ και την Καραϊβική. Αποτελούν χώρους ασυνέχειας σε σχέση με τις κίβδηλες και ανιαρές αναπαραστάσεις της γαλλικής πρωτεύουσας. Είναι τα μέρη της αντίθεσης, τα σύμβολα της αποτυχίας του δημοκρατικού μοντέλου, εκεί που η γραμμή του χρώματος τέμνει εγκάρσια το κοινωνικό σώμα σε καλά διαχωρισμένες τάξεις. Εδώ η Δημοκρατία έχει το πρόσωπο των Compagnies Républicaines de Sécurite (CRS), δηλαδή της εθνικής αστυνομίας.
Στα τέλη της δεκαετίας του 70, ένας γάλλος φιλόσοφος στην απόπειρα του ν’ αποκωδικοποιήσει τις πολεοδομικές αλλαγές του Παρισιού, παρατήρησε ότι μετά την απο-αποικιοποίηση, τέθηκε σε λειτουργία μια διαδικασία «εσωτερικής αποικιοποίησης», μια μετακίνηση και ένας πολλαπλασιασμός των πρώην συνόρων μέσα στα σωθικά της μητρόπολης.
Τα παλιά σύνορα –οι κοινωνικές ιεραρχίες, οι μορφές εκμετάλλευσης και οι συγκρούσεις που συνεπάγονταν– ξαναχαράζονταν μέσα στην πόλη: η καπιταλιστική αστεακή επέκταση μπλεκόταν με την αποικιακή ιστορία της Δημοκρατίας. Αυτό είναι το πεδίο μέσα στο οποίο ξέσπασε η οργή στο Barbès και τη Sarcelles: Οι νάρκες του μητροπολιτικού χώρου μετατρέπονται σε κρατήρες καθιστώντας ορατούς τους άξονες από τους οποίους –μέσα στη σύγχρονη υποτιθέμενη ρευστότητα– χαράζονται οι ξεκάθαροι διαχωρισμοί. Ή από εδώ ή από εκεί. Ή με την Παλαιστίνη ή με τη Δημοκρατία. Αυτή είναι η αναπάντεχη μετακίνηση μέσα από την οποία δύο μέρη τόσο μακρινά μεταξύ τους, η Γάζα και το Παρίσι συγχρονίζονται και μοιράζονται –ακόμα και για λίγες στιγμές– τους λόγους ενός αγώνα. Η αλληλεγγύη πλέον δεν αρκεί.
από το Παρίσι, της Simona de Simoni
πηγή (στα ιταλικά): info-aut