Λάβαμε και δημοσιεύουμε:
Αγαπητοί σύντροφοι,
Επικοινωνώ μαζί σας γιατί βρίσκω το εγχείρημα και τις δράσεις σας, ιδιαίτερα σημαντικές. Οφείλω να ξεκαθαρίσω πως είμαι εδώ και χρόνια -ανένταχτος κομμουνιστής- που δεν θεωρεί άξια λόγου καμία υπάρχουσα προσπάθεια στο όνομα του κομμουνισμού και οφείλω επίσης για την αμοιβαιότητα γνωριμίας, να καταθέσω τα δυο-τρία ζητήματα που αποτελούν προϋποθέσεις για το κίνημα, σύμφωνα με όσα πιστεύω.
Το κύριο ζήτημα είναι πράγματι τελικά ”τάξη εναντίον τάξης” και σε κρισιακές περιόδους με εξάπλωση και της απόλυτης εξαθλίωσης και της κοινωνικής φασιστικοποίησης, αυτό σημαίνει καθαρό, ενιαίο μέτωπο δράσης. Είναι περίοδος που ενώ το δήθεν ”κίνημα” της πολιτικάντικης ψευτοαριστεράς είναι δημιουργία ρόλου του θεατή της όποιας ”τηλεόρασης”, αντικειμενικά η ταξική πάλη βρίσκεται σε σημείο έξαρσης με όλα τα χαρακτηριστικά της έλλειψης κατεύθυνσης.
Είναι η εποχή που οι διαχωριστικές γραμμές αντιφασιστικού-αντιμπεριαλιστικού-αντικαπιταλιστικού στην ουσία φθίνουν και χάνουν την προηγούμενη σημασία τους (και αυτό είναι άποψη του καθόλου δημοφιλούς στον χώρο αναφοράς σας, Στάλιν), αν και όπως θ’ αναφέρω και πιο κάτω, τα δείγματα παρουσίας σας, δεν δείχνουν-το αντίθετο- εμμονή σε ιδεολογικές ψυχώσεις και κλισέ.
‘Ομως όπως εσείς, δέχεστε και δρατε με βάση την αλήθεια του ιμπεριαλισμού και όχι συναισθηματισμούς ανιστόρητους, όπως κοιτάτε το ζήτημα του αντιφασισμού με συνολική αντεπίθεση κι όχι ιδεαλισμούς περί ”παρασυρμένων”, όπως στην ουσία δέχεστε-ανεξάρτητα αναφοράς-το δεδομένο μιας Ελλάδας εξαρτημένης καπιταλιστικά, γεγονός που δεν εξοραίζει -το αντίθετο- τους ντόπιους καπιταλιστές, έτσι και οι διάσπαρτοι ανένταχτοι κομμουνιστές στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δέχονται την προληπτική αντιφασιστική βία, απορρίπτουν στην παρούσα φάση απονομιμοποίησης του αστικού παιχνιδιού τη συμμετοχή στο εκλογικό τσίρκο, προτάσσουν αυτά που η συγκεκριμένη συγκυρία επιβάλλει (κι αυτά δεν είναι περιχαράκωση σε ιδεολογικές ”καθαρότητες” που πάντα προδίνουν αυτό που επικαλούνται) αλλά κινηματικές συντροφικές συμπορεύσεις, που αυτές θα δώσουν και τη δυνατότητα σ‘ επίπεδα κινήματος να συζητηθούν/συγκρουστούν ζητήματα ιστορικών ή πολιτικών αποτιμήσεων, όχι μέσα από κουφούς μονόλογους, όχι σε συνθήκες καφενείου χωρίς δράση, όχι με χάσιμο χρόνου σε ”ιστορία” μη ενεστωτική, όταν προέχει η παρέμβαση σ αυτήν.
Το ζήτημα της ταξικότητας οδηγεί σε συγχύσεις και ασυνέχεια, μέγιστες εκρήξεις σαν του Δεκέμβρη του 2008, που λίγοι κατάλαβαν την απόλυτα ταξική του διάσταση σαν ταξική εναντίωση στο φαινόμενο της φασιστικοποίησης, λίγοι κατάλαβαν τη σημασία αναφοράς από νεαρά παιδιά στο ένοπλο επαναστατικό χθες του κινήματος, λίγοι κατάλαβαν όχι μόνον τη μαζικότητα, αλλά και το ειδικό βάρος, ηλικίες χωρίς σχέση με την ”πολιτική”, να αντεπιτίθενται σε αστυνομικά τμήματα σ‘ όλη την Ελλάδα, σκηνές από δεκαετίες πίσω. Αυτό δεν διαχωρίζει μόνον αριστερούς πολιτικάντες και αναρχικούς της ισοπέδωσης και των υπερβολών (“οι ”σταλινικοί”-τι σημαίνει άραγε αυτό;-είναι χειρότεροι από φασίστες”, την ίδια στιγμή που γίνεται έστω και εκτονωτικά αναφορά σε Μελιγαλά και ΟΠΛΑ), από αληθινούς σημερινούς αγωνιστές του αντικαπιταλιστικού αγώνα.
Η γνώση πως στην συγκυρία δεν υπάρχει περιθώριο συνέχισης ανυπαρξίας ”εργαλείου” της τάξης, ή αντικινηματικων ”μετώπων”, αλλά κάλεσμα με όρους δράσης πάντα, για συνδιαμόρφωση ανώτερου επιπέδου παρέμβασης, πολυθεματικής (κάτι που με συνέπεια επιχειρείτε) μιας και οι αφετηρίες ένταξης στο κίνημα είναι πολλές, αλλά και η κυρίαρχη ιδεολογία μπάνιει παντού από ”πόρτες & παράθυρα” και υπάρχει ανάγκη τεκμηριωμένης απάντησης που θα δώσει στην καθημερινή δράση χαρακτήρα συνέχεια και προοπτικής.