λάβαμε και δημοσιεύουμε:
ΛΙΓΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ
Πότε στ’ αλήθεια ένα πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε πορεία απονομιμοποίησης ; (δεν μιλώ για συνειδητή πλήρη απονομιμοποίηση γεγονός που συνιστά, επαναστατική κατάσταση).
Ένα κριτήριο είναι η αυξανόμενη περαιτέρω αυτονόμηση των εκτελεστικών αποφάσεων από το αποτέλεσμα της ψήφου. Δεν χρειάζεται να πούμε για την τελευταία μνημονιακή περίοδο για την ανάδειξη κυβερνήσεων σε νυχτερινές συσκέψεις ως τηλεοπτικό θέαμα ανεξάρτητα και αντιθετικά από την ‘’λαική ετυμηγορία’’, για την ‘’αξιοποίηση’’ της σπάνιας για την Ελλάδα διενέργειας δημοψηφίσματος και των αποφάσεών του με συντριπτική πλειοψηφία σε λίγες ώρες, τις αποφάσεις για καταστρατήγηση του ίδιου του αστικού συντάγματος με ολιγόωρες αποφάσεις με τη διαδικασία εισαγωγής ‘’πράξειων νομοθετικού περιεχομένου’’ και τόσα άλλα. Αυτή είναι μια πορεία όχι απλά εκφυλισμού αλλά απονομιμοποίησης της αστικής αντιπροσώπευσης, που αποδέχονται και αστοί αναλυτές.
Το σημαντικότερο όμως κριτήριο, είναι η συμμετοχή στις εκλογές και η ψηλάφιση προς το παρόν, της εσωτερικής ταξικής γεωγραφίας όσων απέχουν. Αντιπαθώ τα τσιτάτα που βιάζουν τους στοχαστές και συχνά τους παραποιούν, όπως και τη νοημοσύνη αυτών στους οποίους απευθύνονται, αλλά ο επαναστατικός μαρξισμός έχει το κριτήριο της εκάστοτε ελογικής ταχτικής του ( αποσαφηνίζοντας πως δεν υπάρχει θέση αρχής), το κατά πόσον η εργατική τάξη και οι λαικές μάζες ‘’πιστεύουν ‘’ στην αστική αντιπροσωπευτικότητα. Αν δούμε λίγο μόνον τον ‘’Αριστερισμό’’ του Λένιν, που αφού διαλύει τις μικροαστικές ονειροφαντασίες περί ‘’διαγραφής-κατάργησης’’ του αστικού κοινοβουλίου πριν την επανάσταση, αναφέρει με σαφήνεια : «Ο αντικειμενικός συσχετισμός των τάξεων, ο ρόλος τους (οικονομικός και πολιτικός) έξω από τα αντιπροσωπευτικά σώματα του δοσμένου τύπου και μέσα σ’ αυτά, το φούντωμα ή η ύφεση της επανάστασης, ο συσχετισμός των εξωκοινοβουλευτικών και των κοινοβουλευτικών μέσων πάλης – αυτά είναι τα κυριότερα, τα βασικά αντικειμενικά στοιχεία, που πρέπει να παρθούν υπόψη για να καταλήξουμε στην τακτική της αποχής ή της συμμετοχής όχι αυθαίρετα, όχι ανάλογα με τις “συμπάθειές” μας, αλλά κρίνοντας μαρξιστικά»
Είναι πάντοτε η τακτική κάτι που όχι απλά θα υπηρετήσει τον επαναστατικό στόχο, αλλά θα ερμηνεύσει μιαν ολόκληρη περίοδο και τις ζυμώσεις της. Η Ελλάδα-κι αυτό έχει σημασία-με την ελάχιστη ιστορία ‘’ομαλής αστικής δημοκρατίας’’( απότοκο της πλήρους εξάρτησής της, απ τους ιμπεριαλιστές και των κορυφώσεων της ταξικής πάλης), είχε μιαν ευρωπαική πρωτοτυπία συχνά φολκλορική για τους υπόλοιπους ευρωπαίους, που την παρουσίαζαν ως μια ακόμη γραφικότητα της χώρας, εκτός των νησιών της και του ήλιου: Μια φανατική εκλογική συμμετοχή σαν σε γιορτή, τεράστιες αναλογικά συγκεντρώσεις, υψηλότατα ποσοστά συμμετοχής. Αυτό κάνει το φαινόμενο της απότομης αλλά σταθερά αυξανόμενης αποχής την τελευταία δεκαετία, γεγονός με ειδική πολιτική σημασία. Η αποχή διπλασιάζεται βίαια σε μια δεκαετία, ψηφίζει πλέον (έγκυρα τουλάχιστον) το μισό εκλογικό σώμα και αυτό κάποιοι το επισημαίνουμε χρόνια, αντιμετωπίζοντας την οργή των μικρών και μεγάλων ‘’συντροφιών’’ που ακολουθόύν το ΚΚΕ από θέση εξωκοινοβουλευτική, αλλά πάντα εκλογολάγνα ( θα παίζει φαίνεται κάποιο ρόλο η κοινή μήτρα, που γέννησε άλλωστε και τον σημερινό παντοδύναμο σοσιαλδημοκρατικό κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ)
Υπάρχει βέβαια πάντα το παραμυθάκι πως η αποχή είναι ετερόκλητη ταξικά ( θαρρείς και ‘’η συμμετοχή’’ δεν είναι), πως κυρίως αποτελείται από βολεμένους χαβαλέδες ( με βάση το ότι ό,τι σε φοβίζει το ‘’κατουράς’’), και λοιπά όσα. Θα ισχυριστώ πως μια στοιχειωδώς μαρξιστική ανάλυση οφείλει να παραδεχτεί, πως το 50% του ελληνικού λαού, έχει την ίδια κατά βάση κοινωνική διαστρωμάτωση, με το σύνολο. Άρα αν προλεταριοποιούνται οι αυτοαπασχολούμενοι τέως μικροαστοί, αν προλεταριοπιούνται οι τέως μικροί αγρότες, αν η ανεργία έχει ρίξει μαζί με τα μέτρα λαικής εξαθλίωσης, ένα 35% τουλάχιστον στο όριο φτώχειας, αν είναι ανάμνηση οι κολοβές προνοιακές πολιτικές για τους εντελώς αδύνατους ακόμη και στο θέμα της Υγείας, αυτή η διαστρωμάτωση μάλλον….θα πρέπει να ισχύει και σ’ αυτό το 50%. Τέρμα πια με τις πολιτικές αλητείες όσων ετοιμάζονται για την επανάσταση, τον κομμουνισμό, με κριτήριο αν πάρουν δυο-τρείς ψήφους περισσότερους σε εκλογές επιλογής διαχειριστή μνημονίων-εξαθλίωσης, με όσους συμμετέχουν να ψηφίζουν τη σάρα και τη μάρα σε πρωτοφανή επίπεδα ( φαίνεται οι ψηφοφόροι Λεβέντη, δεν είναι χαβαλέδες για τους κουκολάγνους ψευτοεπαναστάτες),
Όσοι κομμουνιστές δεν είναι σε καμιά κατά βάση ‘’κυβερνητική’’ γκρούπα δεξιάς πραχτικής και προβοκατορολογίας, όσοι δεν περιμένουν τη δικτατορία του προλεταριάτου για κάθε επιμέρους κατάχτηση, όσοι δεν εντάσσονται υπό ‘’αριστερούς πολιτευτές’’ σε ρεφορμιστικά μορφώματα, όσοι δεν συγκρούονται μόνον με συμφωνημένες δεκάλεπτες ‘’καταλήψεις’’ υπουργείων για άπλωμα πανιών, όσοι σύντροφοι του αντιεξουσιαστικού χώρου έχουν αρνηθεί την αναμονή της ‘’εξ αποκαλύψεως’’ νίκης του κομμουνισμού και της αναρχίας, όσοι δεν βρίζουν χυδαία τους συντρόφους τους που φωνάζουν ‘’ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, Μελιγαλάς’’ σε ανάμνηση μεταπολιτευτικού Στίνα, όσοι δεν αναχωρούν απ΄την πραγματικότητα λέγοντας στο 2016 πως εξάρτηση και ιμπεριαλισμός είναι ‘’αθώωση’’ της ντόπιας αστικής τάξης, που ξεθάβουν το ανατριχιαστικό’’ φασίστες και κομμουνιστές είναι το ίδιο’’, όσοι κοντολογίς δεν παίζουν σε εικονικούς μικρόκοσμους αλλά θέλουν να συναντηθούν με το αληθινό υποκείμενο της επανάστασης, έχουν σκληρό αλλά σαφή δρόμο να διανύσουν. Να συναντήσουν και τους όποιους επαναστάτες που πιεζόμενοι ψηφίζουν κάτι, αλλά και τους πολλούς ‘’άγνωστους’’ του κοινωνικού τίποτε, ώστε να κάνουν την οργή τους ώριμη και την απόγνωση οργή και δράση.
Η κατάντια των ‘’αριστερών’’ σχημάτων, η έκρηξη της αποχής, δεν δημιουργούν ούτε θλίψη, ούτε αντίστοιχα εφησυχασμό, παρά περαιτέρω αίσθηση της επαναστατικής ευθύνης, για τη διαμόρφωση του συχετισμού και των μετώπων που θα σκίσει τα μνημόνια στους δρόμους και στα οδοφράγματα.
Τελειώνω όχι με τσιτάτο, αλλά ένα μικρό απόσπασμα απο μιαν επίκαιρη μπροσούρα για το τι σημαίνει ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, του μεγάλου κομμουνιστή επαναστάτη Κάρλ Λίμπνεχτ, που με επιμέλεια του ίδιου του Λένιν και δημοσιεύτηκε το Δεκέμβρη του 1919 στο περιοδικό «Κομμουνιστίτσεσκι Ιντερνατσιονάλ» : ‘’ … Στην αρχή (στην εποχή της Πρώτης Διεθνούς), η στάση των σοσιαλιστικών κομμάτων σχετικά με τον κοινοβουλευτισμό συνίστατο στο να χρησιμοποιούν τα αστικά κοινοβούλια για την προπαγάνδα. Τη συμμετοχή στο κοινοβουλευτικό έργο την έβλεπαν από την άποψη της ανάπτυξης της συνείδησης της τάξης, δηλαδή του ξυπνήματος της εχθρότητας των προλεταριακών τάξεων εναντίον των τάξεων που κατέχουν την εξουσία. Ο τρόπος αυτός της αντιμετώπισης των τάξεων υπάρχει όχι υπό την επίδραση μιας θεωρίας, αλλά υπό την επίδραση της πολιτικής προόδου. Χάρη στην αδιάκοπη αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων και στην επέκταση του επιπέδου της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ο καπιταλισμός στερεώθηκε παρά πολύ, το ίδιο έγινε και για τα κοινοβουλευτικά κράτη.
Απ’ αυτό προέρχονται η προσαρμογή της κοινοβουλευτικής τακτικής των σοσιαλιστικών κομμάτων προς τη νομοθετική δράση των αστικών Κοινοβουλίων, η διαρκώς αυξάνουσα σημασία του αγώνα για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων μέσα στο περιθώριο του καπιταλισμού, η επικράτηση του λεγόμενου «μίνιμουμ» προγράμματος των σοσιαλιστικών κομμάτων και η χρησιμοποίηση ενός «μάξιμουμ» προγράμματος που απέβλεπε σ’ έναν απομακρυσμένο «τελικό σκοπό». Πάνω σ’ αυτή τη βάση αναπτύχθηκαν έπειτα τα συμπτώματα του κοινοβουλευτικού ανταγωνισμού, της διαφθοράς, της φανερής ή κρυφής προδοσίας των πιο στοιχειωδών συμφερόντων της εργατικής τάξης.
Η Τρίτη Διεθνής εξετάζει τον κοινοβουλευτισμό όχι από την άποψη μιας νέας θεωρίας, αλλά σχετικά με τη μεταβολή που πρέπει να γίνει στο ρόλο του κοινοβουλευτισμού. Στην προηγούμενη εποχή, το κοινοβούλιο, ως πράκτορας του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού, έπαιξε, οπωσδήποτε, σπουδαίο ιστορικό ρόλο, σημείωσε μια πρόοδο. Αλλά στους σημερινούς όρους του αχαλίνωτου ιμπεριαλισμού, το Κοινοβούλιο έγινε όργανο ψευτιάς, κατεργαριάς, βίας και εκνευριστικής φλυαρίας. Αν έχουμε υπόψη μας τους εξοπλισμούς, τις κλεψιές, τις βίες, τις καταστροφές, τις ληστείες που προκάλεσε ο ιμπεριαλισμός, οι κοινοβουλευτικές μεταρρυθμίσεις του σημερινού συστήματος δεν έχουν καμιά σταθερότητα και λογική βάση κι έχουν χάσει κάθε πρακτική σημασία…’’