Ξύπνησα από τις εννιά γεμάτος ανυπομονησία και ενθουσιασμό. Σήμερα θα γίνουν τα εγκαίνια του γηπέδου της Αεκάρας μας, με φιλικό αγώνα ανάμεσα στην ΑΕΚ και τους παλαίμαχους. Σχεδόν δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ. «Ο-ο-οοό! Α-α-ααά! Γήπεδο στη Νέα Φιλαδέλ-φειααά!» Φτιάχνω μια φραπεδιά και βγαίνω στην αυλή. Ο καιρός σχεδόν καλοκαιρινός, υπέροχη μέρα για μπάλα. Το σπίτι μας είναι παλιό, προσφυγικό, με θέα το ρέμα και το πάρκο του Προμπονά. Η γιαγιά Γιολάντα, πρόσφυγας από το Αϊβαλί, ήρθε μαζί με πολλούς άλλους στη Φιλαδέλφεια όταν ήταν ακόμα κοριτσάκι. Η γιαγιούλα μου, καλοσυνάτη και πάντα πρόσχαρη αλλά από πολύ φτωχή οικογένεια. Το σπίτι το νοίκιασαν και δούλευαν όλοι σαν τα σκυλιά για να το κάνουν κούκλα όπως είναι και να το συντηρήσουν. Η γιαγιά δεν ζει πια και τώρα είμαστε δώ, εγώ και η μάνα μου, ράφτρα από τις λίγες, δε βγάζει πολλά αλλά φτάνουν για το νοίκι και για ένα φαΐ στο τραπέζι.
Χτυπάει το κινητό μου και είναι ο Μήτσος ο Γκρέμλιν. Θα έρθει να με πάρει με το παπί για να πάμε στο γήπεδο.
– Έλα ρε Μήτσο, πού είσαι;
– Ρε συ, να τα πούμε κατευθείαν στο γήπεδο; Έκλεισα ραντεβού να μιλήσω για δουλειά.
– Καλά ρε! Τα λέμε εκεί, σε μια ώρα. Έλα ρε Αεκάρααα!
– Τα λέμε εκεί φίλε, έχω χεστεί πάνω μου από τη χαρά!
Ο Μήτσος ο Γκρέμλιν, είναι ο κολλητός μου, Αεκτζής και ξηγημένος όσο κανένας. Δουλεύει από τα 14 του κι είναι σπαθί. Εγώ δεν δουλεύω τώρα. Είμαι γραφίστας και δουλειές δεν υπάρχουν ούτε για δείγμα. Θέλουνε να δουλεύεις τζάμπα, σα σκλάβος και να λες και φχαριστώ από πάνω. Με έπιασε τις προάλλες ο Ιταλός, από τους παλιούς συνδεσμίτες και μου είπε: «Ρε άτομο, γιατί δεν έρχεσαι να δουλέψεις για την ομάδα; Ο Τίγρης ψάχνει για έμπιστα άτομα και δίνει πολλά». Του είχα πει τότε: «η ΑΕΚ είναι ιδέα ρε και συ θες να τη δω σα δουλειά; Καλύτερα να πεινάσω». «Σιγά ρε φίλε, σε όλες τις ομάδες έτσι είναι, τι το ψάχνεις;» μου απάντησε ενοχλημένος. Από τότε, μου μιλάει τυπικά και σχεδόν με στραβοκοιτάει, αλλά δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα. Είμαι και γω παλιός και όλοι ξέρουν ότι δίνω και την ψυχή μου για την ΑΕΚ.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε η ώρα. Παίρνω την κάρτα φιλάθλου και τη βάζω στο μπουφάν. Διεύθυνση, τηλέφωνο, ΑΜΚΑ και πολύ μπλε. Πολύ φακέλωμα, βρε παιδάκι μου, αλλά χωρίς αυτή δεν μπαίνεις στο γήπεδο.
Βγαίνω στο δρόμο και, μετά από μερικά στενά, κατεβαίνω τη Σμύρνης. Ένα ελικόπτερο πετάει πάνω απ’ το κεφάλι μου και μου χαλάει το ζεν. Σμύρνης και Προύσης είναι μια διμοιρία ματατζήδες. Θυμάμαι το ξύλο με τους μπάτσους στον τελικό με το βάζελο το 2011. Τον Μήτσο τον Γκρέμλιν κόντεψαν να τον σακατέψουν τότε. Τον είχαν στείλει στο νοσοκομείο με σπασμένο χέρι και 6 ράμματα στο κεφάλι. Τους κοιτάω με μίσος. «ΑΕΚ ρε μουνιααά!», τους φωνάζω και τρέχω. Κάνω να κοιτάξω πίσω και σκοντάφτω σε κάτι καρέκλες. Αυτά δεν είναι πεζοδρόμια, καρεκλοδρόμια θα ‘πρεπε να τα λένε. Σηκώνομαι και συνεχίζω να τρέχω. Δύο από τους ματατζήδες κάνουν να με κυνηγήσουν, αλλά τους αφήνω πίσω. Λίγο πριν φτάσω στην Αγίας Τριάδος βλέπω τέσσερις Διάδες να κοιτούν προς το μέρος μου αγριεμένοι. «Τώρα την έκατσα! Από πού να φύγω;». Τρέχω και μπαίνω σε μια οικοδομή χωρίς να με δουν και κρύβομαι μέχρι να βαρεθούν και να με παρατήσουν. Κοιτάω την επιγραφή: «Προσεχώς παραδοσιακό πολίτικο κεμπάμ». «Κι άλλο σουβλατζίδικο;» Σκέφτομαι. «Εδώ δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε και όλο ανοίγουν φαγάδικα. Ας είναι, τουλάχιστον θα ανοίξουνε δουλειές.»
Οι μπάτσοι έχουν φύγει. Βγαίνω και συνεχίζω προς το γήπεδο. Πλήθος κόσμου περπατάει δίπλα μου. Και νάτο μπροστά μου! Το καινούργιο γήπεδο της ΑΕΚ! Το παρατηρώ όπως πλησιάζω. Μάνα μου, είναι τεράστιο, τσιμεντένιο, και … τεράστιο! Κρύβει μέχρι και τον ήλιο! Έξω από το γήπεδο, βρίσκω τον Μήτσο τον Γκρέμλιν. Μου φαίνεται τσαντισμένος. Κοιτάω γύρω μου. Πλήθος Αεκτζήδων, οικογένειες με τα παιδιά τους, δημαρχαίοι νυν και πρώην, παπάδες, κυρίες με τα καλά τους και πολλοί μπάτσοι. Όχι απλώς πολλοί, αμέτρητοι! Και κάμερες, κάμερες παντού! Μετά από άπειρους ελέγχους και ψαξιματικές μπαίνουμε μέσα και καθόμαστε. Από μακριά βλέπω τον Τίγρη με όλους τους παράγοντες. Μα τι σκατόφατσες είναι αυτές; Οι μισοί φαίνονται ότι θα πουλούσαν και τη μάνα τους. Α, να και ο Ιταλός δίπλα στον Τίγρη, όλο τουπέ, με κοιτάει και μετά γυρίζει το κεφάλι του από την άλλη χωρίς να με χαιρετήσει. Δίπλα ο Αγρινιώτης – και μαζί ο «μετανοημένος» φασιστάκος του Ghetto club.
«Ρε συ, τι είναι αυτό;», με σκουντάει ο Μήτσος.
– Ποιο ρε;
– Αυτό ρε, πάνω από τα κεφάλια μας!
– Κοιτάω πάνω και τι να δω! Ένα drone!
– Μαλάκα, ιπτάμενο ρομπότ με κάμερα: αυτό βλέπει και τι σώβρακο φοράς!
Αρχίζει το παιχνίδι. Οι παίχτες σέρνονται λες και κάνουν αγγαρεία. Τόσα εκατομμύρια και θέαμα τίποτα. Τουλάχιστον οι παλαίμαχοι τα δίνουν όλα. Αυτοί ξέρουν από μπάλα.
Τελειώνει το ματς ισοπαλία 1-1. Σηκωνόμαστε με το Μήτσο να φύγουμε.
– Τι κάνουμε; Πάμε κάνα Άλσος;
– Ναι, πάμε να σου πω και για τη δουλειά.
Ανεβαίνουμε προς το Άλσος και στην κάτω πόρτα βλέπουμε άλλες δυο κάμερες να μας κοιτάνε διερευνητικά. Μπαίνουμε και αράζουμε στην παλιά πίστα των σκεϊτάδων.
– Για λέγε, τι έγινε με τη δουλειά;
– Πήγα σε αυτό το καινούργιο σουβλατζίδικο, το κυριλέ, που ζητάγανε ντελιβερά. Μου λέει το αφεντικό, ένας πιτσιρικάς με βαμμένο ξανθό μαλλί: «Άκου, 10ωρο, 3 ευρώ την ώρα. Βενζίνες-σέρβις δικά σου. Δύο ένσημα θα σου βάζω και τα δώρα ξέχασέ τα! Δε με νοιάζει τι λέει το κράτος… Εγώ αυτά δίνω και άμα σου αρέσει».Του είπα να πάει στο διάολο και έφυγα. Μαλάκα δεν μπορώ να βρω δουλειά με ένσημα. Και να φανταστείς στη δουλειά πήγα συστημένος απ’ τον Ιταλό.
– Καλά, αυτό εννοούσανε όταν λέγανε ότι με το γήπεδο θα ανοίξουνε δουλειές;
Ανοίξαμε δυο μπύρες και τις πίναμε αμίλητοι με τον πρωινό ενθουσιασμό να έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Σιγά-σιγά το αεράκι από τα δέντρα και οι μυρωδιές από τα πεύκα και τα γιασεμιά μάς έφτιαξαν τη διάθεση. Αρχίσαμε τα αστεία και τα γέλια, ώσπου μας διέκοψε μια φωνή: «Μάγκες, τι το περάσατε εδώ; Μπυρίτσες και φωνές, πού νομίζετε ότι είστε; Σπίτι σας;». Γυρνάμε και βλέπουμε έναν τυπά με στολή σεκιούριτι.
«Ναι ρε! Το σπίτι μας είναι εδώ! Τραβάς κανα ζόρι;» λέει αγριεμένα ο Μήτσος.
Βλέπω άλλους τρεις με στολές να πλησιάζουν. «Πάμε να φύγουμε», λέω του Μήτσου και σηκωνόμαστε. Ακούμε το σεκιουριτά να μας φωνάζει: «Αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε παλικαράδες! Από αύριο μπαίνουν συρματοπλέγματα και τα δέντρα σε αυτήν την πλευρά θα κοπούνε όλα! Αν θέλετε να πίνετε, να πηγαίνετε στα μαγαζιά!» Βγαίνουμε από την πάνω πόρτα. Και εδώ κάμερες. «Πήγαινε με σπίτι», λέω στο Μήτσο. «Θα τα πούμε το βράδυ».
Μπαίνω στο σπίτι με κακή διάθεση. Μα πώς γίνεται να έχω τόσα νεύρα την πρώτη μέρα του γηπέδου; Μπαίνω στην κουζίνα και βλέπω τη μάνα μου να κλαίει. Έχει πλαντάξει από το κλάμα.
«Τι έχεις ρε μάνα και κλαις;», τη ρωτάω αναστατωμένος.
– Άσε παιδί μου, ήρθε πριν η σπιτονοικοκυρά. Θέλει να πουλήσει το σπίτι. Της δίνουν πολλά λεφτά κάποιοι επενδυτές. Θα το κάνουν σουβλατζίδικο πολυτελείας… Σε δύο μήνες πρέπει να φύγουμε και έτσι όπως έχουν ανεβεί τα νοίκια, θα πρέπει να μετακομίσουμε σε άλλη περιοχή. Φτωχοί άνθρωποι είμαστε και η Φιλαδέλφεια δεν τους σηκώνει πλέον τους φτωχούς, παιδί μου.
Σουβλατζίδικο; Να φύγουμε; Και το σπίτι; Η γειτονιά; Οι φίλοι; Αρχίζει να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Τρέχω έξω στον κήπο όπου έχει αρχίσει να βρέχει. Μου έρχονται δάκρυα. Ακούω τη φωνή μου να βγαίνει σαν ουρλιαχτό που αντηχεί σε όλη τη γειτονιά: «ΑΕΚ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΑΑ ΡΕΕΕΕ!»
Ξυπνάω ιδρωμένος, μέσα στα κλάματα. Σηκώνομαι και πηγαίνω στην κουζίνα. Η μάνα μου ζυμώνει ψωμί και μου ρίχνει ένα χαμόγελο. «Σήμερα θα φτιάξω και αμυγδαλόπιτα, παλιά συνταγή της γιαγιάς σου. Μα πώς είσαι έτσι; Το ξέρεις ότι φώναζες στον ύπνο σου; Κάτσε να σου φτιάξω καφέ». Της δίνω ένα φιλί ανακουφισμένος και της λέω ότι θα πιω έξω καφέ.
– Αγόρι μου, τι γίνεται με το γήπεδο; Θα το φτιάξουν τελικά;
– Άσε μας ρε μάνα με το γήπεδο, εδώ ο κόσμος χάνεται…
Παίρνω τηλέφωνο το Μήτσο και κανονίζουμε να πάμε στο Άλσος για μπύρες.
«Άσε μάγκα μου του λέω, είδα ένα όνειρο!!!»…
riotFreak
«Αγκάθι», φύλλο 1, Μάρτιος 2016