Το κείμενο Ταξική πάλη και στρατηγικές της προληπτικής αντεπανάστασης στην Ελλάδα περιλαμβανόταν στις Σημειώσεις για την τρέχουσα πολιτική φάση (καλοκαίρι-μέσα φθινοπώρου 2012) που κυκλοφόρησαν στην Ιταλία από τη Συλλογικότητα Tazebao-για την κομμουνιστική προπαγάνδα. Δημοσιεύτηκε τον Νοέμβρη του 2012 στο 14ο τεύχος του περιοδικού Solidarieta’ [Αλληλεγγύη] που εκδίδεται από τους Συντρόφους, Συντρόφισσες για την οικοδόμηση της Κόκκινης Βοήθειας στην Ιταλία. Μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Προλεταριακή Πρωτοβουλία, στην Αθήνα τον Φλεβάρη του 2013.
Ταξική πάλη και στρατηγικές της προληπτικής αντεπανάστασης στην Ελλάδα
«Η Ευρώπη σώθηκε»: έτσι τιτλοφορούταν ο διεθνής αστικός Τύπος μετά την ανακοίνωση της νίκης, στις εκλογές της 17ης Ιούνη 2012 στην Ελλάδα, του φιλοευρωπαϊκού δεξιού κόμματος της Ν.Δ και της προοπτικής σχηματισμού μιας νέας κυβέρνησης εθνικής ενότητας, μετά από εκείνη του τεχνοκράτη Παπαδήμου, με τη στήριξη των σοσιαλ-αντιδραστικών του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Για ακόμα μια φορά, οι μηχανισμοί του εκλογισμού αποδεικνύονταν οι πλέον κατάλληλοι για την πραγματοποίηση της σύνθεσης, ανάμεσα στην αναγκαιότητα των καπιταλιστικών τάξεων να κινητοποιήσουν τις μάζες προς αντιδραστική κατεύθυνση –με την ψευδαίσθηση της δυνατότητας άσκησης εξουσίας μέσω της χρήσης της ψήφου– αλλά και να επικυρώσουν τα πολιτικά περάσματα με τα οποία η ίδια η εξουσία πρέπει να διαιωνιστεί και να ενδυναμωθεί. Πιο συγκεκριμένα, η ιδιαίτερη προτίμηση για τις μορφές και τις τελετές της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας επικυρώθηκε με χαρακτηριστικό τρόπο μέσα σ’ ένα πλαίσιο όπως το ελληνικό: ακόμα και αν είναι σημαδεμένο από την αντικειμενική θέση του ως αδύναμος κρίκος της καπιταλιστικής συσσωμάτωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (E.E), ακόμα και αν διέρχεται ισχυρές μαζικές κινητοποιήσεις με μια τάση ταξικών και επαναστατικών πρωτοβουλιών, ακόμα και αν οι κρατικοί μηχανισμοί του έχουν μια ιστορική παράδοση χουντικού και φασιστικού είδους.
Συνεπώς, για τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές το πολιτικό πέρασμα της κυβερνητικής εναλλαγής φαινόταν επιτακτικό και εν δυνάμει δύσκολο, αφού φοβόντουσαν ότι οι σοσιαλδημοκράτες της εκλογικής-πολιτικής συμμαχίας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, εισπράττοντας τους ψήφους διαμαρτυρίας, θα μπορούσαν ν’ αναδειχτούν σε κυβέρνηση. Αυτοί οι τελευταίοι θα μπορούσαν ν’ αποδειχτούν, για τους κύκλους του ευρωπαϊκού –κυρίως του γερμανικού– και του διεθνούς κεφαλαίου, πολύ αδύναμοι μπροστά στο μαζικό κίνημα, κυρίως εξαιτίας των προοπτικών αλλαγής που οι ίδιοι είχαν καλλιεργήσει για να δοκιμάσουν ν’ αποσπάσουν τη σχετική πλειοψηφία στις εκλογές του Μάη του 2012. Παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις τους ότι δεν θέλουν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη θέση της Ελλάδας μέσα στην E.E, το σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμά τους, επικεντρωμένο ουσιαστικά στην επαναδιαπραγμάτευση του χρέους της «σωτηρίας» της Ελλάδας, και με δεδομένη την πολύ εύθραυστη συνθήκη μέσα στην οποία έχει βυθιστεί ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός –κυρίως σε χρηματοπιστωτικό επίπεδο– θα μπορούσε ν’ αποτελέσει έναν επιπλέον σοβαρό παράγοντα οικονομικής και πολιτικής αποσταθεροποίησης. Ενώπιον αυτού του κινδύνου ούτε η πολιτική δουλοπρέπειά τους, η οποία αποδείχτηκε όταν ασθμαίνοντας διαβεβαίωναν τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές για τη συνέχεια της σταθερότητας για τις καπιταλιστικές αγορές [1], δεν αρκούσε για να τους κάνει ν’ ανέβουν στην κυβέρνηση.
Ακόμα και πηγές του γερμανικού ιμπεριαλισμού και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Δ.Ν.Τ) –δηλαδή των βασικών υπεύθυνων για το μάτωμα του ελληνικού λαού–, είχαν ενισχύσει μια πιθανή άμεση έξοδο της χώρας από το ευρώ [2], κάτι που υποστηριζόταν από το σφυροκόπημα μιας τρομοκρατικής καμπάνιας καταστροφισμού, μέσα από συνεχόμενες εκβιαστικές και εκφοβιστικές δηλώσεις που σκόπευαν στην απόσπαση της εκλογικής συναίνεσης, από την πλευρά των ελληνικών μαζών, για τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση, λίγες ώρες πριν από τις εκλογές, της ίδιας της γερμανίδας καγκελάριου.
Επιπλέον, με την υποστήριξη της ενίσχυσης της φασιστικής, λαϊκίστικης και επισήμως αντιευρωπαϊκής δεξιάς της Χ.Α, η οποία αποτελεί κομμάτι της ίδιας της κυρίαρχης ελληνικής τάξης και των μηχανισμών εξουσίας της, πρώτα και κύρια της αστυνομίας, άρχισε να εκφράζεται η δυσαρέσκεια για τις πολιτικές της Ε.Ε και η διαχείριση –προς μια κτηνώδη αντιδραστική κατεύθυνση, με τα όπλα του εθνικισμού, του ρατσισμού και του συμμοριτισμού– των τρεχουσών κοινωνικών αντιθέσεων, απότοκων της επιδείνωσης της κρίσης, των θηλιών που σφίγγει ο εξωτερικός ιμπεριαλισμός και κυρίως με τη δυνητική εξέλιξή της σε πιθανή έξοδο από την ευρωζώνη [3]. Η χώρα αποτελεί το ανατολικό σύνορο της Ε.Ε, τη βασική είσοδο στην ήπειρο για εκατομμύρια μετανάστες από την Ασία και την Αφρική και αυτό χρησιμοποιήθηκε για την εξαπόλυση της φασιστικής βίας πάνω στα κορμιά τους, κατηγορούμενοι ότι «κλέβουν τις δουλειές και δεν πληρώνουν φόρους», με σκοπό να ερεθιστεί η αντιδραστική κινητοποίηση των ελληνικών μαζών.
Άλλωστε και η ίδια η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του περασμένου Ιούνη δεν έχασε χρόνο και εξαπέλυσε μια άγρια αντιμεταναστευτική σταυροφορία. Όσο λεηλατούν τις κοινωνικές δαπάνες, τόσο επενδύουν στο διαχωρισμό: στα σύνορα με την Τουρκία υψώνεται ένας πραγματικός πολεμικός φράχτης –στο ίδιο μοντέλο με αυτόν στα σύνορα Ηνωμένων Πολιτειών-Μεξικού– για την αναχαίτιση της διέλευσης των παράνομων μεταναστών. Εναντίον τους εξαπολύθηκαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις μεγαλύτερες πόλεις και μαζικές εκτοπίσεις, με σκοπό την απέλασή τους και τον εγκλεισμό τους σε βάρβαρες δομές διοικητικής φυλάκισης –αντίστοιχες με τα ιταλικά Κέντρα Ταυτοποίησης και Απέλασης (C.Ι.Ε.)–, των οποίων ο αριθμός αναμένεται να φτάσει ως το 2015 στις 30.
Έτσι, ο συμμορίτικος ρατσισμός της Χ.Α, ο οποίος στιγματίζεται υποκριτικά από τους «καθώς πρέπει» των ευρωπαϊκών μ.μ.ε, μετατράπηκε ουσιαστικά σε πράξη από την πλευρά της νέας «δημοκρατικής» φιλοευρωπαϊκής κυβέρνησης, ως μέθοδος διαχείρισης των κοινωνικών αντιθέσεων μέσω της ανάπτυξης της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις μάζες, ανάμεσα στους αυτόχθονες προλετάριους και τους ξένους προλετάριους. Οι φασίστες, αν και σε γενικές γραμμές αποτελούν αντιπρόσωπους των τομέων της εθνικιστικής αστικής τάξης που εναντιώνεται στην Ε.Ε και μπόρεσαν να συλλέξουν, με το λαϊκισμό της ξενοφοβίας και της [εθνικής] ταυτότητας, τη συναίνεση των μαζών και του προλεταριάτου, υπήρξαν μ’ αυτόν τον τρόπο απόλυτα λειτουργικοί έτσι ώστε να συνεχίζουν να σφίγγουν τη θηλιά τα ξένα μονοπώλια και η παραδοσιακή ελληνική κυρίαρχη τάξη, αποτελώντας ταυτόχρονα τον ένοπλο βραχίονα και ένα μοντέλο προς θεσμοποίηση. Το ελληνικό αστικό κράτος, οι μηχανισμοί του και οι μελανοχιτώνες δούλοι του, επίσημα ενάντιοι στην Ε.Ε αλλά στην πραγματικότητα συστατικό στοιχείο της αντιδραστικής κινητοποίησης που η Ε.Ε έχει συμφέρον από την ανάπτυξή της, αντιπαράθεσαν επομένως στην ταξική πάλη την «πάλη της ράτσας» για να επανακτήσουν την ηγεμονία μέσα σε μια πολιτική-κοινωνική συνθήκη της οποίας κινδύνευαν να χάσουν τον έλεγχο.
Αν η ελληνική κυρίαρχη τάξη έθεσε μ’ αυτόν τον τρόπο ένα στήριγμα για να ενισχύσει από τα δεξιά την εξουσία της και να ικανοποιήσει τους εκβιασμούς του διεθνούς ιμπεριαλισμού, το στήριγμα από τα αριστερά δόθηκε χάρη στην πολιτική άνοδο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α Όπως ήδη είπαμε, αυτή η εκλογική συμμαχία δεν εγγυούταν στην ελληνική αστική τάξη, και κυρίως στα βαμπίρ των εξωτερικών χρηματοπιστωτικών ολιγαρχιών, την απόλυτη συνέχεια στην καταβαράθρωση των συνθηκών ζωής του ελληνικού λαού. Από την άλλη πλευρά, είναι ξεκάθαρο ότι η λειτουργία του για την πολιτική επαναφομοίωση της τάσης για ταξική πάλη μέσα στο θεσμικό πλαίσιο και στην αναδιατύπωση ενός ρεφορμιστικού προγράμματος επανακαθορισμού του δημόσιου δανεισμού, αποδείχτηκε απολύτως λειτουργική για τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και των μηχανισμών εξουσίας και ηγεμονίας. Προβάλλοντας τη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών μέσω της εκλογικής-κοινοβουλευτικής οδού και της ανόδου του στην εξουσία, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α –με τη λεγόμενη «ψήφο διαμαρτυρίας»– συνεισέφερε σημαντικά στην απόπειρα απορρόφησης της συγκρουσιακής κινητοποίησης των ελληνικών λαϊκών μαζών που, εδώ και τέσσερα περίπου χρόνια, διέτρεχε τη χώρα με μεγάλες διαδηλώσεις, γενικές απεργίες και αγωνιστικές δράσεις, οι οποίες –μπροστά στην αστυνομική καταστολή– συχνά χαρακτηρίζονταν από μια εκπληκτική ικανότητα αντίστασης και άσκησης αντιβίας. [Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α] το έκανε αυτό επεκτείνοντας την απεύθυνση και επιρροή του και στα πιο οπορτουνιστικά κομμάτια του κινήματος αγώνα, μερικά από τα οποία αυτοχαρακτηρίζονται επαναστατικά κομμουνιστικά-μαοϊκά [4]. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η κυρίαρχη ελληνική τάξη, μέσω των ρεφορμιστών υπηρετών της, αντιπαράθεσε στην ταξική πάλη τη θεσμική-κοινοβουλευτική λογική έτσι ώστε να ενισχύσει τον έλεγχό της σε μια πολιτική-κοινωνική συγκρουσιακότητα που έτεινε να εκδηλώσει την επαναστατική προοπτική.
Σ’ αυτό μπορούμε να προσθέσουμε την εφαρμογή της αντιδραστικής «λογικής της διπολικής εναλλαγής», τυπικής στις εκλογικές αναμετρήσεις των σύγχρονων αστικών δημοκρατιών, με το δεξιό κόμμα της Ν.Δ στην κοινοβουλευτική αντιπολίτευση στα τελευταία χρόνια του αίματος και των δακρύων των κυβερνήσεων Παπανδρέου, το οποίο μπόρεσε έτσι να παρουσιαστεί σαν μια ψευδής ελπίδα για μια μερίδα των ελληνικών λαϊκών μαζών, η οποία δεν είχε συσπειρωθεί γύρω από τους φασίστες και είχε φοβηθεί από την πολιτική-μιντιακή τρομοκρατία για την αγωνιώδη «έξοδο από το ευρώ» σε περίπτωση νίκης του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
Έτσι, το καθεστώς της προληπτικής αντεπανάστασης στην Ελλάδα έθεσε επί τάπητος την αντιδραστική μαζική γραμμή της «επαναδιατύπωσης και της οργάνωσης της δεξιάς με το φασισμό, του κέντρου με το φιλο-ευρωπαϊσμό και του ευνουχισμού της αριστεράς με το ρεφορμισμό». Αυτό έγινε με τις μορφές που το πολιτικό περίβλημα της πολυκομματικής-κοινοβουλευτικής-εκλογίστικης αστικής δημοκρατίας επέτρεπε να τεθούν επί τάπητος, σε μια φάση όξυνσης των αντιθέσεων του δικού της εθνικού καπιταλισμού σε διαλεκτική σχέση με τις αντιθέσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αν η αντιδραστική κινητοποίηση αναγκάστηκε να καταφύγει σχεδόν σ’ όλες τις ιδεολογικές και πολιτικές μεταβλητές της (από τον κλασικό φασισμό ως το νέο αναθεωρητισμό, από τις κυβερνήσεις εθνικής ενότητας ως τις ξεκάθαρες οικονομικές απειλές των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων), αν η κληρονομιά της προληπτικής αντεπανάστασης αναπτύχθηκε ως αναδιαμόρφωση και εκλέπτυνση της συσσωρευμένης εμπειρίας της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης στον αγώνα της για τη διατήρηση και την ενδυνάμωση της εξουσίας της, αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα, ως αδύναμος κρίκος της καπιταλιστικής συσσωμάτωσης της Ε.Ε, παρουσιάζει ξεκάθαρα τη δυνατότητα εξέλιξης της προς μια επαναστατική συνθήκη.
Ας είναι ξεκάθαρο: ο αγώνας τάξης εναντίον τάξης δεν έχει σε καμία περίπτωση τελειώσει, όμως σίγουρα οι εκλογές του περασμένου Ιούνη αποτέλεσαν μια ξεκάθαρη προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης να θέσει τέλος σε μια φάση αγώνα.
Το γεγονός ότι αυτή η απόπειρα δεν είναι μια εύκολη αναμέτρηση, ομολογείται από το πολύ υψηλό ποσοστό της αποχής (38%), σημάδι μιας ολοένα και πιο ευρείας απομάκρυνσης και άρνησης των μαζών από και για τους μηχανισμούς της λεγόμενης «λαϊκής κυριαρχίας». Όσο τα επιτελεία του μεγάλου κεφαλαίου κάνουν [αυτούς τους μηχανισμούς] να φαίνονται όλο και πιο ξεκάθαρα άδειοι από οποιαδήποτε ουσία, τόσο μεγαλώνει η απομάκρυνση και το μίσος από και για το προσωπικό των αστικών κομμάτων και των κρατικών θεσμών.
Όπως επίσης κυρίως ομολογείται, ακριβώς από την οπτική γωνία του ταξικού ανταγωνισμού, από τη διάρκεια των ισχυρών ωθήσεων προς την ταξική πάλη και την κινητοποίηση με συγκρουσιακή κατεύθυνση των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών, σε διαλεκτική σχέση με τις οποίες τείνει ν’ αναπτυχθεί ένα μάχιμο επαναστατικό κίνημα, κυρίως αναρχικής προέλευσης, ριζωμένο ανάμεσα στην προλεταριακή και τη φοιτητική νεολαία, το οποίο έχει αποδειχθεί επανειλημμένα ικανό να κρατήσει ψηλά το κεφάλι του ενώπιον της βίας της αστυνομίας και των [φασιστών] συμμοριτών.
Τέλος, βασικά προβάλλεται από την εξακολούθηση και την επιδείνωση των αντιθέσεων του οικονομικού-κοινωνικού σχηματισμού στην Ελλάδα, με την πιθανή έξοδο από το ευρώ ως επακόλουθο της χρεοκοπίας της τοκογλυφίας που έχει επιβληθεί από την Τρόικα (Δ.Ν.Τ, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ε.Κ.Τ) και Ε.Ε) και επομένως με την οριστική και επίσημη κατάρρευση των δημόσιων οικονομικών. Ένα γεγονός που θα όξυνε σε τεράστιο βαθμό τις κοινωνικές εντάσεις, τείνοντας να θέσει σε ακόμα μεγαλύτερη δοκιμασία το καθεστώς της προληπτικής αντεπανάστασης και των στρατηγικών του. Οι μεγάλες ταραχές στα τέλη Οκτώβρη [του 2012], με αφορμή την οριστική επικύρωση του νέου πακέτου περικοπών της κυβέρνησης Σαμαρά, που κόστισαν τη ζωή ενός διαδηλωτή, και οι συνεχόμενες γενικές και κλαδικές απεργίες, μιλάνε από μόνες τους για την ανικανότητα των διάφορων κυβερνήσεων ν’ ανακόψουν τη μαζική εξέγερση.
Όχι μόνο: η χρεοκοπία των μέτρων «θεραπευτικής λύσσας» που οι αρχιγκάγκστερ του ευρωπαϊκού (Ε.Κ.Τ και Ε.Ε) και του [βόρειο]αμερικάνικου (Δ.Ν.Τ) ιμπεριαλισμού επιβάλλουν στον ελληνικό καπιταλισμό θα επιφέρει την επιτάχυνση της οικονομικής μετάστασης σ’ ολόκληρη την ευρωζώνη, κυρίως εξαιτίας της αλληλοδιείσδυσης στις χρηματοπιστωτικές σφαίρες των μεμονωμένων χωρών μέσω της ηπειρωτικής διανομής του χρέους της Αθήνας. Έτσι, θα παρασυρθούν ολοκληρωτικά οι πιο αδύναμες χώρες, οι λεγόμενες Pigs (Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία) αλλά και τα χρηματοκιβώτια των γερμανικών μονοπωλίων, που είναι πιο εκτεθειμένα στο ελληνικό χρέος και τα οποία όχι τυχαία κρατάνε δεμένη με το λουρί τη νέα κυβέρνηση, έτσι ώστε να προχωρήσει πιο αποφασιστικά και πιο άγρια στο δρόμο του κοινωνικού σφαγείου.
Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, η πιο ξεδιάντροπη παρακίνηση εμφανίστηκε με τα πισωγυρίσματα αυτών των ελεεινών δούλων της Ν.Δ, ακριβώς τις ώρες που ανακοίνωναν την εκλογική νίκη τους, μετά από τις ταυτόχρονες και ταυτόσημες ομοβροντίες των χρηματιστηριακών αγορών. Σα να λέμε: δεν αρκεί η αναρρίχηση στην εξουσία αλλά είναι αναγκαία, σε ευθυγράμμιση με την αποστολή που έχει καθοριστεί από το διεθνές μεγάλο κεφάλαιο, η χρησιμοποίησή της χωρίς αναστολές για την εξαπόλυση μιας ολοένα και πιο οξείας επίθεσης στις συνθήκες ζωής και τις κατακτήσεις των εργαζόμενων και των λαϊκών μαζών.
Από αυτήν την οπτική γωνία, οι ελληνικές εκλογές του Ιούνη του 2012 –δηλαδή «το νικηφόρο δημοψήφισμα για το ευρώ και την Ε.Ε» σύμφωνα με τον αστικό Τύπο της γηραιάς ηπείρου– και η αντιδραστική-αντιπρολεταριακή διαχείριση, από την ελληνική κυρίαρχη τάξη και τους ευρωπαίους συμμάχους-αφέντες της, των οικονομικών-κοινωνικών αντιθέσεων και της λαϊκής πάλης στην Ελλάδα, είναι μόνο ένα πολύ μικρό αντεπαναστατικό δάχτυλο σε σύγκριση με το ανατέλλον φεγγάρι της ηπειρωτικής και παγκόσμιας κρίσης και της επαναστατικής προοπτικής που αυτή είναι αναπόφευκτο ν’ ανοίξει.
Σημειώσεις
[1] «Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α δεσμεύεται να διατηρήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη[…] Ο ελληνικός λαός θέλει ν’ αντικαταστήσει το χρεοκοπημένο μνημόνιο (που υπογράφηκε τον Μάρτιο με την Ε.Ε και το Δ.Ν.Τ) μ’ ένα εθνικό σχέδιο για την ανοικοδόμηση και την ανάπτυξη. Αυτό είναι αναγκαίο για ν’ αποφύγουμε μια ανθρωπιστική κρίση και να διασώσουμε το κοινό νόμισμα».
«Είχε δίκιο ο πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα όταν την προηγούμενη Παρασκευή δήλωνε ότι είναι αναγκαίο να κάνουμε τώρα ότι είναι δυνατόν για την ανάπτυξη[…] Σήμερα, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α είναι το μοναδικό κόμμα στην Ελλάδα που μπορεί να προσφέρει την οικονομική, κοινωνική και πολιτική σταθερότητα. Μια σταθεροποίηση της Ελλάδας σε σύντομο χρονικό διάστημα θα είναι ευεργετική για όλη την ευρωζώνη, η οποία βρίσκεται σε μια κρίσιμη στιγμή για το μέλλον του κοινού νομίσματος. Αν δεν αλλάξουμε δρόμο, η λιτότητα κινδυνεύει να μας αναγκάσει να βγούμε από το ευρώ».
Αυτά, για όσους στη χώρα μας [στην Ιταλία] και μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα έφτασαν να παρουσιάζουν το ΣΥ.ΡΙΖ.Α ως μια δύναμη με αντιιμπεριαλιστική (μέχρι και αντικαπιταλιστική) κατεύθυνση, είναι τα λόγια του ανώτατου εκπροσώπου του Αλέξη Τσίπρα και αρκούν για να καταδείξουν την πραγματική ταξική τοποθέτησή του στο στρατόπεδο της μεγαλοαστικής τάξης, ως αριστερή τάση του ευρω-αμερικάνικου κόμματος της «ανάπτυξης».
[2] «Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ είναι διαχειρίσιμη» (μηνιαίο δελτίο της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας, 5.2012). «Αν οι δεσμεύσεις του προϋπολογισμού δεν τηρηθούν, μπορούμε να σκεφτούμε κατάλληλες αναθεωρήσεις, κάτι που ισοδυναμεί τόσο με επιπρόσθετες χρηματοδοτήσεις, όσο και με περισσότερο χρόνο και μ’ έναν περαιτέρω μηχανισμό εξόδου, που σ’ αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε να διαμορφωθεί ως μια συντεταγμένη έξοδος. [Αυτή η έξοδος] θα ήταν ιδιαίτερα δαπανηρή και θα παρουσίαζε πολλούς κινδύνους, όμως περιλαμβάνεται στα σενάρια τα οποία είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε υπ’ όψη μας σε τεχνικό επίπεδο» (Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος του Δ.Ν.Τ, 5.2012).
Για τον υπολογισμό των πιθανών επιπτώσεων της εξόδου της Αθήνας από την ευρωζώνη, δημιουργήθηκε στη Γερμανία μια ομάδα εργασίας υπό την προεδρία του υφυπουργού οικονομικών. Μέχρι και σήμερα, πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν πιθανή την επιστροφή στη δραχμή. Με δεδομένη αυτή την πιθανότητα καθώς και εκείνη της εγκατάλειψης του κοινού νομίσματος από άλλες χώρες (Ιρλανδία και Pigs), τομείς μονοπωλιακών-τραπεζικών-χρηματοπιστωτικών ομίλων επεξεργάζονται σχέδια έτσι ώστε να βρουν καταφύγια για τα κεφάλαιά τους.
[3] Ο αντιδραστικότερος πόλος της ελληνικής αστικής τάξης, ο οποίος στο παρελθόν είχε πάρει την εξουσία με στρατιωτικά πραξικοπήματα ακολουθώντας εντολές και στρατηγικές του διεθνούς ιμπεριαλισμού, σήμερα επιλέγει τις μορφές της «δημοκρατίας» και προσαρμόζεται στο συγκεκριμένο πολιτικό περίβλημα. Έτσι, μετατρέπεται σε «κόμμα ανάμεσα στ’ άλλα κόμματα» μέσα στο εκλογικό-κοινοβουλευτικό πλαίσιο, χωρίς να μεταλλάσει στο ελάχιστο την ουσία του, που συμπυκνώνεται στην αντιπρολεταριακή κτηνωδία η οποία καλύπτεται και ενισχύεται από τις αρχές και τις δομές του «δημοκρατικού» καθεστώτος. Πράγματι, σ’ όλη τη χώρα είναι πλέον αναρίθμητες οι άγριες επιθέσεις εναντίον μεταναστών, τους οποίους –η προπαγάνδα και η συμμορίτικη δράση φασιστικών ομάδων– έχουν καταστήσει σε αποδιοπομπαίους τράγους της λαϊκής εξαθλίωσης, με στόχο το ξέσπασμα του πολέμου μεταξύ των φτωχών και με σκοπό την εγγύηση της κοινωνικής ειρήνης για την κυρίαρχη τάξη. Δράσεις οι οποίες με πονηριά ενισχύονται από καμπάνιες «ρατσιστικής κοινωνικής πρόνοιας», με τις διανομές τροφίμων μετά από την επίδειξη ταυτότητας μόνο για έλληνες, οι οποίες νομιμοποιούνται, χρηματοδοτούνται και περιφρουρούνται από τους πολιτικούς και τους αστυνομικούς μηχανισμούς.
Σε μικρό χρονικό διάστημα, η Χ.Α πέρασε από την απόσπαση ελάχιστων ψήφων στις προηγούμενες εκλογές στην προσέγγιση του 7% στις δύο τελευταίες εκλογές, βρίσκοντας υποστήριξη όχι μόνο ανάμεσα στα –παγιδευμένα από το λαϊκισμό, το σοβινισμό και το ρατσισμό– προλεταριακά και λαϊκά στρώματα, αλλά κυρίως στη μεγάλη και τη μεσαία αστική τάξη (με πάνω από 20%) και σχεδόν στους μισούς αστυνομικούς. Αυτοί οι τελευταίοι ζητάνε μέχρι και την πληρωμή ενός φόρου 100 ευρώ στους μετανάστες που καταγγέλλουν ρατσιστικές επιθέσεις, χρησιμοποιώντας μια κυβερνητική απόφαση ενάντια στις «μηνύσεις για ευτελείς λόγους», ή φτάνουν ακόμα και στο σημείο να συμβουλεύουν τους έλληνες πολίτες ν’ απευθύνονται στους τραμπούκους της Χ.Α, έτσι ώστε ν’ αποδώσουν δικαιοσύνη με παράνομους τρόπους. Έτσι, οι φασίστες δράττουν τους καρπούς μιας άτιμης μαζικής πολιτικής ανάμεσα στους μπάτσους, οι οποίοι συχνά πυκνά τους περιφρουρούν και τους χρησιμοποιούν ως εφεδρεία για την καταστολή ενάντια στο ταξικό και ανταγωνιστικό κίνημα. Εκτός των άλλων, η Χ.Α έχει βαθιές ρίζες στη «σιδηρά φτέρνα» της ελληνικής αντίδρασης: ιστορικά, η ηγεσία της βρίσκεται σε στενή επαφή με τα υψηλά κλιμάκια εκείνου που αποτέλεσε το λεγόμενο καθεστώς των συνταγματαρχών (1967-74).
[4] Κατά τη γνώμη μας, η συμμετοχή στο ΣΥ.ΡΙΖ.Α της Κ.Ο.Ε, η οποία αυτοπροσδιορίζεται μαρξιστική-λενινιστική και μαοϊκή, σηματοδοτεί τον τρόπο με τον οποίο θέσεις και πρακτικές που χαρακτηρίζονται από οπορτουνισμό, νομιμοφροσύνη και ιδεολογικό αναθεωρητισμό ταλαιπωρούν δυστυχώς τα πολιτικά κινήματα που αναφέρονται στον κομμουνισμό. Για την αποφυγή παρεξηγήσεων, είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πιστοποιητικό επαναστατικής τοποθέτησης το γεγονός ότι το ελληνικό ιστορικό αναθεωρητικό κόμμα, το Κ.Κ.Ε, δεν συμμετέχει στο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Πίσω από έναν τυπικά μαρξιστικό-λενινιστικό βερμπαλισμό αυτού του κόμματος, γίνεται απόπειρα να κρυφτεί η πραγματικότητα ενός υπεροπορτουνιστικού σχηματισμού ως προς την πολιτική γραμμή η οποία, συχνά πυκνά, καταλήγει να ενισχύει την ελληνική αστυνομία στην καταστολή των διαδηλώσεων με πρακτικές τυπικά σοσιαλφασιστικές. Όχι τυχαία στο παρελθόν, ο περιφρουρητικός ρόλος του για την αστική δημόσια τάξη έχει υμνηθεί στη χώρα μας [στην Ιταλία] από αξιοσέβαστες φωνές της αστικής αριστεράς, από την αναθεωρητική πολιτική τάξη και από ένα παλιό όργανο του ιταλικού οπορτουνισμού, όπως ο Μάρκο Ρίτσο, ο οποίος μάλιστα έφτασε να το προβιβάσει και να το προωθήσει ως μοντέλο για το νιοστό αυτοαποκαλούμενο «κομμουνιστικό κόμμα», που ίδρυσε πρόσφατα.