Οι Παρτιζάνοι των Αθηνών – Partigiani d’ Atene


Μετάφραση από τα ιταλικά από το 16ο τεύχος του διαδικτυακού περιοδικού quieora.ink.

Οι “Παρτιζάνοι των Αθηνών” θα προβληθούν και θα παρουσιαστούν στη Ρώμη, κατά τη διάρκεια του Antifa Roma (F)Εst (13-14/10/2018) στo Κατειλημμένο Αυτοδιαχειριζόμενο Κοινωνικό Κέντρο Forte Prenestino.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια σύντομη παρουσίαση του ντοκιμαντέρ “Οι Παρτιζάνοι των Αθηνών”, που δημιουργήθηκε από δύο Έλληνες συντρόφους για να διηγηθούν μερικές ανέκδοτες ιστορίες της ναζιστικής-φασιστικής κατοχής της Αθήνας, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940.

Ένα ντοκιμαντέρ για την υπεράσπιση και την οικοδόμηση μιας συλλογικής Μνήμης… που μιλάει για το παρελθόν αλλά και για το παρόν.

“Παρτιζάνοι των Αθηνών” [ 72 λεπτά. Ντοκιμαντέρ των Ξ. Βαρδαρού και Γ. Ξύδα ]

Σημειώσεις για την Αντίσταση και την Ιστορία, την Πόλη και τη Μνήμη

Νύχτα αποφασισμένη.
Συνοικίες γκαστρωμένες με την κοιλιά τους
βαριά από πείνα, από καημό
και από άγιο μίσος.

Γιάννης Ρίτσος

Ι.

Μια από τις πιο συνηθισμένες κοινοτοπίες λέει: την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές. Παρόλη την κοινοτοπία της, αυτή η τόσο γοητευτική φράση κουβαλάει μέσα της μια αλήθεια που διατρέχει την ιστορία, εκείνη που μένει επικηρυγμένη και απαγορευμένη, εκείνη που είναι γραμμένη χωρίς το αρχικό γιώτα κεφαλαίο… και σημαδεύει κάθε καιρό και κάθε τόπο. Το ντοκιμαντέρ “Οι Παρτιζάνοι των Αθηνών” αποτελεί ένα από εκείνα τα κοινωνικά, πολιτισμικά -επομένως και πολιτικά- εργαλεία της διαχρονικής μάχης για την υπεράσπιση και για την οικοδόμηση της συλλογικής Μνήμης, εκείνης των αήττητων νικημένων.

Μια πολύτιμη αυτο-οργανωμένη παραγωγή που δημιουργήθηκε χωρίς θεσμικές χορηγίες, έξω από κομματικά και μιντιακά κυκλώματα. Αυτό το ντοκιμαντέρ γεννήθηκε από την ανάγκη διήγησης στο σήμερα της ιστορίας των “Παρτιζάνων των Αθηνών”, σε καιρούς όπου οι αναθεωρητισμοί κάθε είδους (της δεξιάς αλλά και της “αριστεράς”) βγαίνουν στον αφρό, μέσα σε σκοτεινούς καιρούς, όπου προελαύνουν ο πιο άγριος καπιταλισμός, ο κοινωνικός και θεσμοποιημένος ρατσισμός, ο ωμός φασισμός: καθισμένος στα κοινοβούλια και τα υπουργεία της μεταμοντέρνας Ευρώπης, τόσο στην ηγεμονική και ευημερούσα εκδοχή του Βορρά, όσο και σ’ εκείνη του περιφερειακού και χρεωμένου Νότου. Προελαύνει σε μια Ενωμένη Ευρώπη, όπου τα αντι-ιστορικά θεωρήματα των “αντιτιθέμενων εξτρεμισμών” καθίστανται σε ιδεολογία, βάζοντας -μέσα από τη “δημοκρατική καταδίκη”- στο ίδιο επίπεδο το ναζισμό με τον κομμουνισμό.

Γεννήθηκε από την ανάγκη διήγησης μιας ιστορίας στην Ελλάδα των μνημονίων, της κρίσης και της μόνιμης κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Εδώ, όπου ακούς τα τελευταία χρόνια ηλικιωμένους να λένε, “οι Γερμανοί ξανάρχονται, αλλά αυτήν τη φορά όχι με τα τανκς αλλά με τα “προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής” για τη σωτηρία των τραπεζών τους…”. Ένα ντοκιμαντέρ που μιλάει για ένα παρελθόν όπου οι λέξεις πείνα, φυλακή, μαζικοί θάνατοι και πόλεμος δεν ανήκουν μόνο στην Ιστορία και τις ιστορίες, αλλά και σ’ ένα παρελθόν που ποτέ δεν περνάει, σ’ ένα παρόν όπου ακόμα και σήμερα βαραίνουν όλες οι νικηφόρες ήττες τού χθες. Σ’ ένα παρόν όπου οι γιοι και τα εγγόνια των συνεργατών των ναζιστών-φασιστών κατακτητών, με την πολιτική στολή της “χρυσής αυγής” και όχι μόνο, βρίσκονται στα ίδια μέγαρα και τις ίδιες βίλες του κέντρου της Αθήνας και των εύπορων προαστίων της, στην πόλη όπου γεννήθηκε η “δυτική δημοκρατία”. Σ’ ένα παρόν όπου ως μοναδικός εφικτός κόσμος εμφανίζεται εκείνος της κατ’ εξοχήν υπερδύναμης, που κυβερνιέται από κάποιον κύριο Donald Trump. Για όλους αυτούς τους λόγους οι “Παρτιζάνοι των Αθήνων” μπορούν να φαντάζουν ως μια παρακινδυνευμένη πρόταση, αλλά δεν είναι…

Οι φωνές και οι μαρτυρίες, τα μάτια και τα χαμόγελα των 14 ανδρών και γυναικών στον αγώνα, των κομμουνιστών και των κομμουνιστριών, των Παρτιζάνων των Αθηνών στα χρόνια της δεκαετίας του ’40 του 20ού αιώνα που εμφανίζονται -για πρώτη και τελευταία ίσως φορά στη ζωή τους- μπροστά στον κινηματογραφικό φακό, μας δίνουν να καταλάβουμε πολλά πράγματα και πολλές κρυμμένες αλήθειες, ακόμα και για την Ελλάδα του σήμερα. Σίγουρα περισσότερες αλήθειες από εκείνες που διηγούνται οι πολιτικές και οικονομικές σελίδες στην Ουάσιγκτον, το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες.

ΙΙ

Μια πυκνή αριστουργηματική δουλειά, τεχνικά άρτια, τεκμηριωμένη σε επίπεδο πηγών, με μια ειλικρινή διήγηση που συνοδεύεται από την πρωτότυπη μουσική των drog_A_tek. 72 λεπτά κατά τη διάρκεια των οποίων οι 14 ιστορίες γίνονται μια Ιστορία. 14 από τις πάρα πολλές ιστορίες που προέρχονται από εκείνη τη μάχη κατά τη διάρκεια της εποχής των τεράτων, από εκείνο τον πόλεμο που ο Enzo Traverso προσδιόρισε ως ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο. Ο σύντροφος Τάσος Κατσαρός, συγγραφέας δυο ερευνών για την Αντίσταση στη Θεσσαλονίκη [1], έλεγε πρόσφατα: “αγωνιζόμαστε για να κάνουμε τους ανθρώπους να θυμούνται”.

Οι φίλοι και σύντροφοι Γιάννης Ξύδας και Ξενοφώντας Βαρδαρός κάνουν ακριβώς αυτό. Δίνουν το λόγο σε μερικές από τις φωνές, μας κάνουν να δούμε μερικά από τα πάρα πολλά πολύτιμα πρόσωπα της Αντίστασης στην Αθήνα, ενάντια στο καθεστώς της ναζιστικής-φασιστικής κατοχής και ενάντια στο μαύρο μέτωπο των ντόπιων συνεργατών του (1941-’44). Όμως δεν αρκούνται σ’ αυτό: οι εικόνες τού χθες και του σήμερα τρέχουν παράλληλα, δείχνοντας τις πληγές που είναι ακόμα ανοιχτές, στα κτίρια και τις αθηναϊκές συνοικίες (Καισαριανή, Κοκκινιά, Νέα Ιωνία, Χαϊδάρι κ.α.), μιλάνε για την Πόλη και για τη Μνήμη της. Εκείνη με το αρχικό Μ κεφαλαίο. Τη Μνήμη μιας πόλης στον αγώνα. Μια Μνήμη σημαδεμένη και λαβωμένη από πολλές, πάρα πολλές, νικηφόρες ήττες.

Ξ.Β.: Είμαστε και παιδιά της πόλης. Η Αθήνα είναι ο τόπος μας. Είμαστε Αθηναίοι και έχοντας ως πολιτικά υποκείμενα ένα ενδιαφέρον για το τι συνέβη τότε, το πρώτο πράμα που θέλαμε να μάθουμε είναι το τι έγινε στον τόπο μας. Είναι γεγονός ότι για την Αντίσταση στην Αθήνα δεν υπήρχε καταγεγραμμένο κάτι σε εικόνα. Επίσης, έπαιξε ρόλο και η ανάγκη μας να εκφραστούμε πολιτικά και σε σχέση με ό,τι μας ενδιαφέρει. Δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ που έγινε κατά παραγγελία. Ήταν κάτι που μας ενδιαφέρει, το οποίο το κάναμε ντοκιμαντέρ.

Γ.Ξ.: Την αγαπάμε την Αθήνα, οι δρόμοι μάς θυμίζουν κάτι. Όπως εδώ στα Εξάρχεια είναι το μνημείο του Καλτεζά [δολοφονημένου από την αστυνομία κατά τη διάρκεια συγκρούσεων στις 17 Νοέμβρη 1985] ή το μνημείο που σκοτώθηκε ο Γρηγορόπουλος [δολοφονημένου από την αστυνομία στις 6 Δεκέμβρη 2008]. Τα κτίρια κάτι μας λένε. Μπορεί να είναι πυροβολημένα, μπορεί να έχουν σφαίρες.[2]

Ένας από τους εξεγερμένους του Μάη του ’68, ο Mustafa Kajati, έγραφε: η εξουσία δεν δημιουργεί τίποτα, μόνο επαναφομοιώνει. Οι λέξεις που δημιούργησαν μέχρι χτες την επαναστατική κριτική είναι σαν τα όπλα που άφησαν οι παρτιζάνοι στα πεδία των μαχών, που περνούν στα χέρια της αντεπανάστασης, όπως οι αιχμάλωτοι πολέμου, υποτάσσονται στο καθεστώς των καταναγκαστικών έργων. Από τη στιγμή που απομακρύνεται η πρακτική αυτή θεώρηση, τότε αρχίζουν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την επαναφομοίωση της επαναστατικής θεωρίας από την πλευρά του συστήματος.

Σε αυτή την επίπονη και μακρόχρονη διαδικασία, σ’ αυτές τις υπάρχουσες συνθήκες, ο Γιάννης και ο Ξενοφώντας και, μέσω αυτών, οι Παρτιζάνοι και οι Παρτιζάνες των Αθηνών δεν προσποιούνται, δεν πλασάρουν μια ακαδημαϊκή “αντικειμενικότητα” που καταλήγει πάντοτε να μιλάει τη γλώσσα της κατεστημένης εξουσίας. Όχι. Παίρνουν θέση, καθαρή και ξάστερη: συντάσσονται με την πλευρά των αήττητων νικημένων, από την πλευρά εκείνων που έχουν πραγματικό συμφέρον και ανάγκη να μπλοκάρουν αυτήν τη διαρκή διαδικασία επαναφομοίωσης και λήθης.

ΙΙΙ

[…] Γιατί χωρίς τα συσσίτια των Λαϊκών Επιτροπών και της Εθνικής Αλληλεγγύης κατά τη διάρκεια του λιμού το ’41-’42, ο λαός της Αθήνας όχι μόνο δεν θα είχε επιβιώσει, αλλά δεν θα είχε αρχίσει να οργανώνει την Αντίσταση στη βία του κατακτητή. Χωρίς την κατάκτηση των δρόμων της Αθήνας -φαινόμενο πρωτοφανές για τα ευρωπαϊκά δεδομένα- που ξεκίνησε από τα τέλη του ’42 με μαζικές αιματηρές διαδηλώσεις με δεκάδες νεκρούς, τις κινητοποιήσεις ενάντια στην πολιτική επιστράτευση, τις πορείες διαμαρτυρίας για την εκτέλεση των 106 κομμουνιστών στο Κούρνοβο από τα ιταλικά και γερμανικά στρατεύματα και αργότερα με αφορμή την απειλούμενη επέκταση της βουλγαρικής ζώνης κατοχής στην Κεντρική Μακεδονία, δεν θα μπορούσε να αρχίσει ο ένοπλος αγώνας του λαού της Αθήνας. Γιατί μέσα από αυτούς τους μαζικούς αγώνες του ΕΑΜ, με κινητήρια δύναμη το ΚΚΕ, άρχισαν να ξεπηδούν οι χιλιάδες επονίτες και επονίτισες, οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες που θα στελέχωναν αργότερα έναν ηρωικό παρτιζάνικο στρατό. Μέσα σε αυτές τις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες εμφανίστηκαν οι πρώτες ομάδες περιφρούρησης που θα στελέχωναν αργότερα την ΟΠΛΑ, την πολιτοφυλακή του Αγώνα […] [3]

Αυτή είναι η χρονολογική αλληλουχία που διατρέχει όλη τη διήγηση του ντοκιμαντέρ, μέσα από τις γεμάτες περηφάνια και συγκίνηση μαρτυρίες των 14 πρωταγωνιστών και πρωταγωνιστριών. Οι βιογραφικές -και όχι μόνο- διηγήσεις τους συνδέονται με το ιδιαίτερο περιβάλλον κάθε συνοικίας, σκιαγραφώντας συνολικά το πλαίσιο της καθημερινότητας σ’ ολόκληρη την πόλη της Αθήνας, κατά τη διάρκεια μιας μαύρης περιόδου, στη μακρά και αιματοβαμμένη ιστορία της. 14 ιστορίες από την Ιστορία, η οποία μέσα από εκείνο το αόρατο, υπόγειο -αλλά ποτέ κομμένο- κόκκινο νήμα, φτάνει μέχρι τους καιρούς μας, στη δική μας εποχή των τεράτων.

ΙV

Οι 14 Παρτιζάνοι και Παρτιζάνες των Αθηνών είναι οι Βαλιμίτης Δήμητρης, Βοσκοπούλου-Κουβά Μαρία, Ντερμιτζόγλου Βαγγέλης, Ζαμάνος Στέλιος, Ζαχαρίας Μάνος, Κατιμερτζής Γιώργος, Μαραγκουδάκης Κώστας, Μπαλάνος Νίκος, Νικηφοράκης Ζάχος, Νικολάου Έλλη, Παπαδημητρίου Γιώργος, Πετροπούλου Ζωή, Σφακιανάκης Νίκος, Σαβατιανού Ελένη.

Δυστυχώς μερικοί και μερικές μάς άφησαν πριν προλάβουν να δουν τις ιστορίες τους, την Ιστορία μας, στη μεγάλη οθόνη…

V

Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να ολοκληρωθεί εδώ. Αλλά αφού δομήθηκε και γράφτηκε στα ιταλικά, δεν θα μπορούσε παρά να αφιερωθεί στον Antonio Pellegrino, λιποτάκτη του κατοχικού στρατού της φαισιστικής Ιταλίας, ο οποίος -μέσα από την παρανομία- πέρασε στις γραμμές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Μερικούς μήνες πριν από την Απελευθέρωση της Αθήνας, τουφεκίστηκε μαζί με 21 Έλληνες αντιφασίστες κατά τη διάρκεια του μπλόκου, στις 15 Μάρτη του 1944, σε μια από τις κόκκινες αθηναϊκές συνοικίες (Καλογρέζα). Τον ίδιο δρόμο πήραν και δεκάδες Ιταλοί, Γερμανοί, Αυστριακοί που αφού βρέθηκαν να υπηρετούν ως στρατιώτες της κατοχής επέλεξαν να πάρουν θέση και να μην “κάνουν το καθήκον τους”, να κοιτάξουν το τέρας στα μάτια, να παλέψουν, ακόμα και να πέσουν στο πλευρό των αήττητων νικημένων της Ιστορίας. Στο πλευρό εκείνων που, ενάντια στη ναζιστική-φασιστική κατοχή, την τυραννία, την πείνα, την εξαθλίωση, τη φυλακή, τα βασανιστήρια, τις συνοπτικές εκτελέσεις και το θάνατο της δεκαετίας του 1940 στην Αθήνα, πάλεψαν για λεύτερη πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά, για έναν κόσμο στο μπόι των ονείρων και των ανθρώπων.

L77
Αθήνα, καλοκαίρι 2018

[1] “Οι αντάρτες δεν προσκυνούν (μάχες του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη)” και “Μια απόφαση μάχομαι μέχρι το τέλος. Θεσσαλονίκη 1946-47.” Κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διάδοση
[2] Απόσπασμα από το “Οι Παρτιζάνοι των Αθηνών Έβγαιναν από το Σπίτι και Έβλεπαν Παντού Πτώματα”. Μια κουβέντα με τον Γιάννη Ξύδα και τον Ξενοφώντα Βαρδαρό για το ντοκιμαντέρ Παρτιζάνοι των Αθηνών. Κείμενο των Τάσου Θεοφίλου και Άννας Νίνη για το vice.com.
[3] Απόσπασμα από το “Οι Παρτιζάνοι των Αθηνών: ένα ντοκιμαντέρ κάλεσμα σε αγώνα” που δημοσιεύθηκε στο δεύτερο τεύχος της εφημερίδας Έφοδος στον Ουρανό και στην αφίσα για την προβολή-παρουσίαση των Παρτιζάνων των Αθηνών στο Πολυτεχνείο (27/6/18), που συνδιοργανώθηκε από την Ταξική Αντεπίθεση (Ομάδα Αναρχικών και Κομμουνιστών) και Συντρόφους-Συντρόφισσες.

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *