Μνήμη Γιάννη Βλάσση [Νέα Ιωνία Αττικής 10/2/1938 – Βαγία Αίγινας 14/8/2019]

Αναδημοσίευση από το 61ο τεύχος (Νοέμβριος 2019)

του τετραμηνιαίου περιοδικού για την Τέχνη και τη Ζωή Μανδραγόρας

του Λεωνίδα Βαλασόπουλου

αφιερωμένο στη μητέρα μου Αμαλία και τον αδελφό μου Αλέξανδρο.

Παγωμένος με μάτια κλειστά

στην κάσα μου μέσα θα ‘μαι

με σκοτωμένα όνειρα οι τέσσερις

με πάνε να την αράξω.

Μ’ ένα παράπονο βαθύ

τον κόσμο αυτόν που έζησα

δεν μπόρεσα να τον αλλάξω1

Ι.

Ο Γιάννης Βλάσσης έφυγε από τη ζωή –προδομένος από τη μεγάλη του καρδιά– παραμονές του περασμένου Δεκαπενταύγουστου, στις 14 Αυγούστου του 2019. Άφησε την τελευταία του πνοή στη Βαγία της Αίγινας, στον τόπο που εδώ και πάνω από σαράντα χρόνια αγάπησε και έκανε τόπο του, στον Αργοσαρωνικό, στη θάλασσα που τόσο λάτρεψε –τη «θάλασσα που είναι ερωμένη», όπως συνήθιζε να λέει…

Γεννημένος στη Νέα Ιωνία Αττικής –παραμονές του πολέμου και καταμεσής της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου– στις 10 Φλεβάρη του 1938. Τρίτο από τα πέντε παιδιά της προσφυγικής οικογένειας του τσαγκάρη Παντελή Βαλασόπουλου από την Κωνσταντινούπολη και της Αγγέλας (το γένος Αράπογλου) από τη Σμύρνη. Θα ζήσει τα παιδικά του χρόνια μέσα στην «πολιτεία του θανάτου και της πείνας», μέσα στην κατοχή, λίγο πιο πέρα από την Καλογρέζα και το μπλόκο της, κι έπειτα μέσα στα Δεκεμβριανά και τον εμφύλιο. Θα περάσει την εφηβεία του μέσα στην Ελλάδα της εθνικοφροσύνης και της αμερικανοκρατίας, υπό το κράτος-χωροφύλακα των «πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων». Από πολύ νωρίς θ’ αναγκαστεί να βγει στο δρόμο της βιοπάλης, δουλεύοντας στους αργαλειούς των υφαντουργείων του «ελληνικού Μάντσεστερ»2.

Θα μυηθεί στο μαρξισμό από το νονό και θείο του Παναγιώτη Αράπογλου, στρατευμένο κομμουνιστή και μέλος του ΚΚΕ, ο οποίος –όπως και χιλιάδες άλλοι αγωνιστές και αγωνίστριες– «ανταμείφθηκε» για την ενεργό συμμετοχή του στην Αντίσταση ενάντια στο φασισμό-ναζισμό, για τον αγώνα του «για λεύτερη πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά», με μια ζωή σε φυλακές και εξορίες, αρνούμενος ως το τέλος να υπογράψει «δήλωση μετάνοιας».

Όμως, ο Γ.Β –σε κάθε περίπτωση– μπορεί να χαρακτηριστεί ένας κατά κάποιον τρόπο αυτόφωτος και σίγουρα αυτοδίδακτος άνθρωπος. Ένας αριστερός νέος της μετεμφυλιακής Ελλάδας που ως «αντεθνικώς σκεπτόμενος» θα κληθεί –αυτός και οι οικείοι του– πολλάκις «διά υπόθεσίν του» από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές, θα υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία σε τάγμα ανεπιθύμητων ως ημιονηγός, θα υποστεί τα κηρύγματα της «εθνικής διαπαιδαγώγησης» του γραφείου προπαγάνδας Α2 και με τα δυο μουλάρια που του είχαν ανατεθεί –και τα οποία είχε βαφτίσει Στάμο και Τζένη Καρέζη– θα οργώσει την επαρχιακή βόρεια Ελλάδα.

Τέκνο της ανάγκης και ώριμο τέκνο της οργής, θα αναμετρηθεί και θα συγχρωτιστεί με τον καιρό του, θα κάνει τις επιλογές του και μέσα στη «σύντομη άνοιξη» της δεκαετίας του ’60 θα χαράξει τη δική του διαδρομή, η οποία αναπόφευκτα θα ταυτιστεί με τους δρόμους της γενιάς του στους Λαμπράκηδες και τους πολιτιστικούς συλλόγους της εποχής εκείνης όπου «ψήφιζαν ακόμα και τα δέντρα…». Θα «λιώσει πολλά παπούτσια» στις διαδηλώσεις –πριν και κατά τη διάρκεια της έκρηξης των Ιουλιανών του 1965– ενάντια στο Παλάτι, το κράτος και το παρακράτος της Δεξιάς. Παράλληλα θα ανασάνει τον αναζωογονητικό αέρα από τα πρωτοπόρα πολιτιστικά ρεύματα της εποχής του. Θα διαβάσει πολλή εγχώρια και διεθνή ποίηση και λογοτεχνία και θα υπάρξει φανατικός αναγνώστης (και συλλέκτης) της Επιθεώρησης Τέχνης. Θα σχετιστεί με τους «αόρατους κύκλους των γραμμάτων και των τεχνών» και θα κάνει φίλους παντός είδους δημιουργούς (ανάμεσα τους ο Νίκος Καρούζος, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Γιώργος Μιχαηλίδης, ο Κωστής Παπακόγκος, ο Xρίστος Pουμελιωτάκης κ.ά.), ενώ –ήδη από την ενηλικίωσή του– αρχίζει και ο ίδιος να ασκείται και να πειραματίζεται με την ποιητική και λογοτεχνική γραφή.

Όχι τυχαία, θα συνεισφέρει σημαντικά στη λειτουργία του Ιωνικού Συνδέσμου, ο οποίος επί μακρόν συντέλεσε στην κοινωνική-πολιτιστική (αλλά εντέλει και πολιτική) συνδιαμόρφωση και ζύμωση πολλών προοδευτικών νέων Ιωνιωτών και Ιωνιωτισσών ενώ, επίσης διόλου τυχαία, θα εγκαταστήσει αφιλοκερδώς τις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις στο νεοσύστατο και αντικαθεστωτικό Δημοτικό Θέατρο Νέας Ιωνίας, το οποίο και θα σφραγιστεί από τα όργανα της αμερικανοκίνητης απριλιανής χούντας.

Παρ’ όλα αυτά, και αντιλαμβανόμενος τον εαυτό του ως «αδογμάτιστο», θ’ αντιμετωπίσει καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του με κριτική διάθεση την έννοια της στρατευμένης τέχνης.

Κατά τη διάρκεια της χουντικής επταετίας, θα συμπαρασταθεί σε αντιστασιακούς αγωνιστές και αγωνίστριες και μέσα στον απόηχο του Μάη του ’68 –μαζί με τη σύντροφο της ζωής του Αμαλία (το γένος Βουγιούκα)– θα καταφέρουν, έπειτα από πολλές δυσκολίες, να πραγματοποιήσουν ένα πολυπόθητο ολιγοήμερο ταξίδι στο Παρίσι. Τα μερόνυχτα της εξέγερσης του Νοέμβρη του 1973 θα βρεθεί στο Πολυτεχνείο και τους δρόμους του κέντρου της Αθήνας, μαζί με τους χιλιάδες άλλους «μικρούς γαβριάδες που σαν σηκωθούν, υψώνουν θύελλες». Θα γλιτώσει τη σύλληψη κρυμμένος κάτω από ένα αυτοκίνητο στο πάρκινγκ απέναντι από την ΑΣΟΕΕ.

Μεταπολιτευτικά, θα παραμείνει ένας από τους χιλιάδες ανώνυμους αριστερούς που δραστηριοποιούμενοι συνδικαλιστικά-πολιτικά δεν έθεσαν τις όποιες –υπαρκτές ή φανταστικές– «αντιστασιακές περγαμηνές» τους στη ρουλέτα της κοινωνικής και κομματικής αναγνώρισης και εξαργύρωσης.

ΙΙ.

Της μοίρας μου είναι γραφτό

να βάζω σε σειρά καλώδια την κάθε μέρα

μετρώ ξαναμετρώ τις τρύπες

αρχίζω από την αρχή

σύρματα να περνάω.

Παρά την ανέχεια και τις στερήσεις, μετά τη φοίτησή του σε νυχτερινό εξατάξιο Γυμνάσιο θα καταφέρει ν’ αποκτήσει δευτεροβάθμια τεχνική εκπαίδευση στη ραδιοηλεκτρολογία. Θα προσληφθεί ως έκτακτος ανειδίκευτος εργάτης στον ΟΤΕ και θα εξελιχτεί σ’ έναν τεχνίτη που αγάπησε τη δουλειά του και ήθελε να την κάνει καλά. Στα νιάτα του, θα βρεθεί συχνά πυκνά σκαρφαλωμένος να θέτει σε λειτουργία και να συντηρεί τηλεφωνικές γραμμές πάνω σε πολλούς από τους στύλους που στέκουν όρθιοι ανά την επικράτεια μέχρι και τις μέρες μας. Μέσα στα χρόνια, θα αρνηθεί να «φιλήσει κατουρημένες ποδιές» για μια προαγωγή ή για μια ευνοϊκή μετάταξη. Ενταγμένος πολιτικά στο ΚΚΕ Εσωτερικού και δραστηριοποιούμενος συνδικαλιστικά στην ΠΕΤ-ΟΤΕ θα έρθει σε σύγκρουση με πολλές από τις αντεργατικές-αντικοινωνικές αποφάσεις των διοικήσεων και των (διορισμένων και μη) συνδικαλιστικών ηγεσιών καθώς και με τις διαχρονικές πολιτικές ιδιωτικοποίησης, μέσω των οποίων ο δημόσιος οργανισμός τηλεπικοινωνιών της χώρας έφτασε στη σημερινή («με το αζημίωτο») ξεπουληματική απορρόφησή του από τον γερμανικό δημόσιο οργανισμό τηλεπικοινωνιών Deutche Telekom.

Μέσα στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, ο Γ.Β ήταν κι αυτός ένας από εκείνους τους «μάστορες με τις τρύπιες τσέπες», οι οποίοι με το πέρασμα των χρόνων όλο και λιγόστεψαν. Ένας Οτετζής χωρίς δράμι δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας που σιχαινόταν τις λοβιτούρες, το νεοπλουτισμό και την επίδειξή του. Γιατί, όπως έλεγε και ο ίδιος: «το ένα μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και το άλλο τα ισιώνει».

Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, στα χρόνια της πλαστής ευμάρειας, θ’ αρνηθεί συνειδητά ν’ ακολουθήσει την ψηφιακή εποχή της κινητής τηλεφωνίας κι έτσι παρέμεινε ένας καλός εγκαταστάτης και συντηρητής αναλογικών τηλεφωνικών κέντρων. Αν και είχε την αντικειμενική δυνατότητα, θ’ αρνηθεί να πατήσει επί πτωμάτων για να ανελιχτεί οικονομικά και μέσα στη φρενίτιδα του χρηματιστηρίου θα χλευάσει τους συναδέλφους του που παρίσταναν τους «επενδυτές».

Θα συνταξιοδοτηθεί έπειτα από τρεις συναπτές δεκαετίες χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας. Έκτοτε θα επαναλάβει συχνά πυκνά -και κάποιες φορές με εργαζόμενη περηφάνια- ότι «η σύνταξη δεν είναι ελεημοσύνη αλλά οι κόποι και οι μόχθοι μιας ολόκληρης ζωής». Κι έπειτα, από την αρχή της μνημονιακής δεκαετίας, σιχτίριζε με το δίκιο του ιδρώτα του αυτούς που τρώγανε το κουτόχορτο ότι τάχατες «μαζί τα φάγαμε»…

Κατά τη διάρκεια της δύσης του βίου του και χωρίς να λησμονεί στιγμή τις ρίζες του, θα σταθεί πολλάκις και αταλάντευτα απέναντι στο φασισμό και τη μισανθρωπία του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, όντας αλληλέγγυος με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και –παρά το προχωρημένο της ηλικίας του– συχνά πυκνά θα βρεθεί ολόψυχα στο πλευρό της αγωνιζόμενης νεολαίας, όταν αυτή αντιστέκεται για να κατακτήσει μια ζωή που αξίζει να βιωθεί.

Εντωμεταξύ πρόλαβε να γοητευθεί και να απογοητευθεί από την κυβερνητική «πρώτη φορά αριστερά», χωρίς όμως ποτέ να παραδεχτεί ότι «εντέλει η αριστερά που δεν είναι πια αριστερά είναι αυτή που φροντίζει έτσι ώστε ο λαός να ξεχνά τι σημαίνει δεξιά»…

ΙΙΙ.

Μέχρι και το τέλος της ζωής του συνέχιζε ανελλιπώς να μελετάει και να ενημερώνεται, να διαβάζει και να γράφει. Δεν σταμάτησε να εμπλουτίζει την ήδη πλούσια βιβλιοθήκη του, η οποία και αποτελείται από πολλές εκατοντάδες τίτλους και τόμους αρχαιοελληνικής γραμματείας, νεοελληνικής και διεθνούς ποίησης και πεζογραφίας, ιστορίας και ιστορίας της τέχνης, πολιτικής και πολιτικής φιλοσοφίας. Δεν έπαψε να γράφει, να διορθώνει, να σβήνει και να ξαναγράφει παλιότερα γραπτά του, να γεμίζει επιμελώς το ξύλινο κομοδίνο του με χειρόγραφα ποιημάτων, ανεπίδοτων επιστολών, δοκιμίων, ολοκληρωμένων και ανολοκλήρωτων μυθιστορημάτων. Και αυτή δίχως άλλο είναι η βαρύτερη και πολυτιμότερη κληρονομιά που αφήνει πίσω του, «για τις μελλούμενες μέρες», έτσι ώστε «να ’ναι λιγότερο μελανές»3

«Αντίο Πατέρα. Φύγε ήσυχος. Θα αλλάξει ο κόσμος που έζησες. Θα τον αλλάξουμε εμείς».

ΙV.

Αντί επιλόγου και ως ύστατος χαιρετισμός, μερικοί στίχοι από την Έλαφο των άστρων (1962) του αγαπημένου του Νίκου Καρούζου4, εκείνοι που ακούστηκαν και πάνω από το μνήμα του, στις 20 Αυγούστου 2019 στο νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου.

Περίπατος του Γιάννη.

Έχοντας ένα σκορπισμένο βλέμμα στο δρόμο

που είν’ έρημος

ωχρός αγγίζει τον άχαρον αποσπερίτη-

μες στη φυλακή της θάλασσας η ποίηση του νερού.

Βρέθηκε σε τρόμους με δηλητήρια στα χέρια

η μοναξιά σα δαχτυλίδι ζει στο δέρμα του

κ’ η μοίρα είναι μαύρη ως τα αστέρια.

Κακότυχοι έλληνες με τρύπιο μεροκάματο

Χρόνια και χρόνια ραγιάδες

Γύρω κλαίνε μητέρες γύρω κλαίνε κορίτσια

Ο ένας τραγουδά τη λησμονιά ο άλλος την αγάπη.

«Όσο βαριά είν’ τα σίδερα

είν’ η καρδιά μου σήμερα»…

ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Οι συγκεκριμένοι στίχοι αποτελούν την παρακαταθήκη που άφησε πριν το θάνατο του για να κοσμήσουν την «τελευταία κατοικία» του.

2. Ήδη από τη δεκαετία του 1920, η Νέα Ιωνία θ’ αποτελέσει βιομηχανικό κέντρο και θα ονομαστεί «ελληνικό Μάντσεστερ» λόγω της ύπαρξης στην ευρύτερη περιοχή πληθώρας εργοστασίων ταπητουργίας, κλωστοϋφαντουργίας, εριουργίας, βαμβακουργίας κλπ

.

3. Ο Παπακόγκος μέσα στην ερημιά του

στο μακρινό Βορρά πελεκάει τις λέξεις

φτιάχνει ποιήματα.

Για τις μελλούμενες μέρες

να ’ναι λιγότερο μελανές.

Δημοσιεύθηκε στον Μανδραγόρα, τεύχος 60. Απρίλιος 2019.

4. Μολύβι ο ουρανός

Στου Κολοκοτρώνη στη Σταδίου συνάντηση με τον Καρούζο.

Μου λέει: κρατώ τη θλίψη σου.

Μεγάλο σχολείο η θλίψη.

Αστείρευτη σταγόνα στάζει μέσα μου η θλίψη.

Στων ημερών τη φαρμακίλα

τα πουλιά έχασαν τη φωνή τους

τα δέντρα ξεριζώθηκαν

τα ποτάμια άλλαξαν τη ροή τους.

Ποιος είναι λοιπόν αυτός που οδηγεί

του χαλασμού την καταιγίδα;

Ένας λαός ξεριζωμένος.

Πρόσφυγας. Ξένος σε ξένο τόπο.

Τη θλίψη μου κρατώ.

Δεν έχω άλλα δάκρυα.

Είμαι ένα πανάκι που το δέρνουν

αντίθετοι άνεμοι.

Δημοσιεύθηκε στον Μανδραγόρα, τεύχος 60. Απρίλιος 2019.

Με τον Γιάννη Βαλασόπουλο (φιλολογικό ψευδώνυμο Γιάννης Βλάσσης) γνωριστήκαμε μέσω του Κωστή Παπακόγκου. Είχαμε μια τακτική επικοινωνία, αγάπησε τον Μανδραγόρα και έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον για πάρα πολλά από τα αφιερώματα του περιοδικού. Διαβασμένος σε βάθος, πολίτης συνειδητός με την έννοια που ο Περικλής προσδιόρισε στον Επιτάφιό του. Φίλος με τον Άγγελο Δεληβοριά, τον θεατρικό συγγραφέα Στρατή Χαβιαρά, τους ποιητές Κωστή Παπακόγκο, Τάσο Γαλάτη, Θανάση Κωσταβάρα, τον δημοσιογράφο Γιάννη Κορίδη, τον ζωγράφο Παναγιώτη Σωτηριάδη από την Kαλλιθέα κ.ά. Διακριτικός και ανήσυχος για τα λογοτεχνικά πράγματα και όχι μόνο. Πολλές οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις μας. Δημοσιεύσαμε δυο ανέκδοτα ποιήματά του για τον Κωστή Παπακόγκο και τον Νίκο Καρούζο στο προηγούμενο τεύχος. Μετά την επιστροφή του από την Αίγινα είχαμε συμφωνήσει να συναντηθούμε. Δυστυχώς τα γεγονότα μας πρόλαβαν. Ο Μανδραγόρας θεωρεί τιμή του που ο Γιάννης Βαλασόπουλος συγκαταλέχτηκε στους αναγνώστες, τους φίλους και τους συνεργάτες του. Θα τον σκεφτόμαστε με αγάπη.

M

Ως συμπλήρωμα της αναφοράς μας παραθέτουμε μερικά ανέκδοτα ποιήματα του Γιάννη Βλάσση (κατά κόσμον Γιάννη Βαλασόπουλου).

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΣΣΗΣ (1938-2019)

Ο Ανθρώπινος Μόχθος `

Ι.

Εσπερινά τοπία,

εσπερινός αγέρας

στο παράθυρο που το δέρνει η σκόνη.

Εσπερινές καμπύλες

πάνω από τις στέγες των σπιτιών.

Και άνθρωποι.

Άνθρωποι με αξιολύπητες εκφράσεις

δέχονται τη νύχτα και τον πόνο.

Την ώρα αυτή

αυτή την ώρα τη χλομή

που κάθε άνθρωπος καλός

ρωτά τον εαυτό του.

Και η μάνα μέσα από το στείρο το βυζί

βυζαίνει το παιδί της.

Και η ασπρομαλλούσα η γριά

ανάβει το καντήλι.

Τα χλωμά πρόσωπα των ανθρώπων

περιμένουν το γυρισμό της ημέρας.

Δεν έμεινε τίποτα;

Δεν έχει αφήσει ο χρόνος και η σκόνη

αυτό το γυρισμό.

Την ώρα που η ασπρομαλλούσα η γριά

ανάβει το καντήλι.

Οι θαμπωμένες ματιές των ανθρώπων

βλέπουν πεταμένο στη γωνία της εσπέρας.

Αυτό που τους κάνει,

να μισούν τη ζωή,

αυτό που τους κάνει,

ν’ αφήνουν τη ζωή,

αυτό που τους έριξε,

στη γωνιά της πολιτείας.

Και η έκφραση της γνωριμίας

έχει φτάσει επάνω

στα πρόσωπα τους.

Οι άνθρωποι γνωρίζουν

πως δεν έχει διαφορά

η μέρα με τη νύχτα.

Πως ότι θα δουν τη νύχτα

δεν θα δουν την ημέρα,

αφού οι στοχασμοί

προβαίνουνε τη νύχτα.

Δεν υπάρχει φως,

δεν έχουν τίποτα

να δουν στο βάθος

της σκοτεινής ψυχής τους.

Και όλο ρωτάνε.

Γιατί, γιατί, γιατί, γιατί

γιατί δίχως φως.

Όσο είναι το σκοτάδι στη γη

τόσο είναι και στον ουρανό;

τόσο είναι και ανάμεσα στους ανθρώπους;

Γιατί;

Γιατί να κυλιούνται στη λάσπη.

Γιατί να δαγκώνουν τα δάκτυλα,

από τον πόνο,

της ζωής τους;

Γιατί να μισούνε τη γη

που τους ανέστησε,

που τους έδειξε

τον ήλιο και τη θάλασσα,

που γνώρισαν

τα στοχαστικά δειλινά,

που γεύτηκαν

την αύρα και το μπάτη;

Μέσα στο απόβραδο

τα χοντρά δάχτυλα των ανθρώπων

χαϊδεύουν την αγανή νύχτα.

Οι άνθρωποι κοιτάζουν

το χλωμό πρόσωπο στον καθρέφτη.

Ρίχνουν λοξές ματιές

μέσα στα μισόγυμνα δωμάτια.

Βλέπουν το τραπέζι δίχως ψίχουλα

και αρχίζουν να ρωτούν.

Ποια κατάρα;

Ποια μαύρη οργή του θεού

ρίχτηκε στα σπιτικά τους

και ξεχάσανε το φως;

Τι είναι αυτό

που δεν άφησε τίποτα στυλωμένο

μέσα στους τέσσερις τοίχους;

Οι νυχτερινές ψυχές

τα δαγκωμένα δάκτυλα,

ο ραγισμένος καθρέφτης της ανάμνησης

τού φέρνει ίλιγγο.

ΙΙ.

Εσπερινός στοχασμός.

Εσπερινό το χαλασμένο όνειρο

των ανθρώπων κυλιέται

μέσα στην αγανή νύχτα,

μέσα στο σκοτεινό κελί της απόγνωσης,

μέσα στην πυρωμένη άμμο της ερήμου.

Και από εκεί, το παίρνει η κάψα

το πετάει στο κρυφό ακρογιάλι της ζωής.

Το παίρνουν οι άνεμοι,

το παίρνουν τα κύματα

και το φέρνουν μέσα,

στους τέσσερις γυμνούς τοίχους

πλημμυρισμένο από το μεγάλο ταξίδι του.

Οι άνθρωποι ξεφυλλίζουν τη ζωή τους,

η πετρωμένη καρδιά,

τα τσακισμένα κορμιά τους,

ανήμπορα κινούνται.

Έχουν για μοναδική τροφή τους,

τον ίλιγγο.

Κρατούνε ένα ξεροκόμματο μονάχα,

για να θυμούνται πως κάποτε,

έτρωγαν ψωμί.

Πεινούν πολύ.

Νύχτα μέρα τους βλέπει καθισμένους

στις γωνιές της ταβέρνας

να πεινούν

και να πεινούν

όπως ο χρόνος πίνει τη ζωή τους.

Δεν έμεινε γωνιά της γης τους

που να μην έχει ακούσει

τους λυγμούς και την πίκρα

για τον κύκλο της ζωής.

Για τον κύκλο που παίρνει

τις επιθυμίες χωρίς να ρωτά!

Θέλουν να φωνάξουν.

Θέλουν να κραυγάσουν μέσα στη νύχτα,

μέσα στην ησυχία της πολιτείας.

Θέλουν ν’ ακουμπήσουν

τους στοχασμούς

σ’ ένα κομμάτι σύννεφο

της πένθιμης βροχής.

Άρχισαν να πιστεύουν

πως ζούνε μέσα στον όλεθρο.

Το σκοτάδι που βρίσκεται μπροστά τους,

η σκόνη που κάθισε μέσα στη ψυχή τους,

ο ιδρώτας που ζυμώνει τα χώματα,

τα βήματα που χάνονται μόλις διαβούν.

Είναι ο δρόμος των ανθρώπων.

Ο δρόμος του Αύριο!

Το δρόμο αυτόν

τον βλέπουν σαν τη χέρσα γη τους.

Δεν ξέρουν τίποτα γι’ αυτόν.

Έχουν αφήσει τη θύμηση τους

επάνω στις πυγολαμπίδες

της περασμένης εποχής.

Έχουν ρημάξει τις πλάτες τους

για να τραβούν τους αγώνες τους,

για μια θέση στον ήλιο,

για ένα κομμάτι ζεστό ψωμί!

Μια εποχή πνιγμένη

μέσα στον όλεθρο του κόσμου

υποδέχεται τις νέες γενιές,

κρατεί στο χέρι της καρδιάς

έναν πυρσό.

Τον πυρσό της δυστυχίας,

του πόνου, του φόβου,

της φτώχειας, της εξαθλίωσης,

του ξεπεσμού, του συρμού της ψυχής,

της γκρεμισμένης χαράς,

του χαμένου ονείρου,

μέσα στους καπνούς και τη λύπηση.

Κάποιο δηλητήριο έσταξε μέσα τους,

κάποιο μεγάλο φίδι

έχει δαγκάσει τις ρίζες

της ζωής και κρέμονται

μέσα στο πόνο της λύπης.

Μέσα από τα βραχνά στήθια

των ανθρώπων ξεπετιούνται

οι εξαθλιωμένες χαρές τους,

φτάνουν στους μακρινούς ορίζοντες

πλεγμένες με την αγωνία,

φωτισμένες από το χλωμό φως του φεγγαριού.

Μένουν ψηλά, επάνω στις κορφές

των δέντρων

και κινούνται

με τη μουσική των άστρων.

Πάλλονται απαλά

μέσα στη νύχτα

και δείχνουν το δρόμο

της θλιβερής τους πορείας.

Δεν υπάρχει τίποτα.

Ο δρόμος της επιστροφής

έχει τελειώσει επάνω

στο μονοπάτι της χαράς

που ξεχύθηκε στα σκλαβωμένα

βλέμματα των ανθρώπων.

Το λυκόφως της ζωής αρχίζει

να τρεμοσβήνει μέσα στη σκόνη

της καινούριας εποχής

που την έφεραν τα ποτάμια

του ολέθρου.

Άρχισαν να πιστεύουν πως

ζουν μέσα στην καμπύλη της απόγνωσης.

Οι άνθρωποι κοιτάζουν

τις χλωμές πέτρες

μέσα στην ώρα την εσπερινή.

Βλέπουν την απόγνωση

βυθισμένη στο σούρουπο της ζωής

κρύβουν στη φούχτα τους

ένα σπόρο για αύριο.

Έχουν μείνει πίσω

από το διάφανο σύννεφο

και παρακολουθούν όλες τις κινήσεις.

Έχουν σφίξει τη γροθιά τους

και με τα δόντια σφιγμένα

περιμένουν

βλέποντας τη σιγουριά

του πόνου να μένει μέσα

στις πετρωμένες καρδιές τους.

Την ώρα την εσπερινή

που η ασπρομαλλούσα η γριά

ανάβει το καντήλι.

Τα χοντρά δάχτυλα των ανθρώπων

έχουν πλησιάσει το λαρύγγι

του σπιτικού ζώου.

Οι άνθρωποι τσαλαπατούν την καλοσύνη.

Έχουν ξεχάσει

στη γωνιά του δωματίου

του θεού τη θεότητα

ψάχνουν για το βάθος

του πηγαδιού

δίχως να σκέφτονται

καθόλου την αδιάφανη

σκιά του θανάτου.

Μένουν επάνω στην επιφάνεια

του ολέθρου

κοιτάζοντας τις ελπίδες

να βυθίζονται μέσα

σ’ ένα ποτήρι νερό.

Με τα είκοσι νύχια

του σώματος τους

ξύνουν την ανάμνηση.

Για να δουν πότε γέλασαν.

Πικρό γέλιο.

Πικρός πόνος με χρώμα και σχήμα

ανακατεμένος με το αίμα και τον ιδρώτα τους.

Ανακατεμένος με τον ανθρώπινο μόχθο

πλεγμένος με τα σχήματα

της ψυχής τους.

Ριγμένος στο βάθος

μιας ανάμνησης.

Ξεχάσανε το φως της αυγής,

ζούνε μέσα στο σκοτάδι.

Έχουν βυθιστεί μέσα

στον ύπνο της υπομονής.

Έχουν ρίξει βάλσαμο

στις γδυτές πληγές της,

αισθάνονται τη γεύση

των δακρύων πίσω

από τη σκόνη του χρόνου.

ΙΙΙ.

Εσπερινός αγέρας

εσπερινά κύματα

στο ακρογιάλι της ζωής

πλημμυρισμένο από στοχασμούς.

Εσπερινοί στοχασμοί

έπιναν από τις ανήμπορες

παλάμες της γριάς.

Εσπερινοί στοχασμοί

βαμμένοι με το χρώμα της ελπίδας.

Το ποτήρι της ζωής ξεχείλισε.

Το ξεχείλισαν οι άνθρωποι

με τον αγώνα και

το άχρωμο φεγγάρι της υπομονής.

Στη γωνιά της πολιτείας έχουν αφήσει την έκσταση

της ψυχής για να την πάρει ο χρόνος.

Οι άνθρωποι μένουν

μέσα στη νύχτα

βλέποντας τον πόλεμο των άστρων

και πλάθουν τα νέα όνειρα

επάνω στις παλάμες τους

μαζί με τα χαμόγελα της ώρας.

Έχουν ντύσει τις παλιές χαρές

με τα βραδινά πέπλα της ζωής

βαδίζουν το δρόμο τους

σαρώνοντας κάθε εμπόδιο!

Και τα κουρασμένα φτερά

των πουλιών έχουν φτάσει τώρα

επάνω από τις πολιτείες

της ανθρώπινης δουλειάς

μαζί με το φως της αυγής.

Τα δάκρυα των ανθρώπων

έφτασαν στα φρεάτια

της μεγάλης πολιτείας

και ξεχωρίζουν τώρα

μέσα στην απέραντη

γαλάζια έκταση της θάλασσας.

Πίσω από το πορτραίτο του πολέμου

έχουν μείνει οι λυγμοί της μάνας

και τα πτώματα των σκοτωμένων.

Οι άνθρωποι κλαίνε.

Τα πουλιά δεν κλαίνε.

Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης πνίγονται μέσα στη σιωπή

και το αίμα

και οι πολιτείες μοιάζουν με τα χαλασμένα παιχνίδια των παιδιών.

Τούφες από χαρές.

Τούφες από τα παιδικά όνειρα

βαλμένα μέσα

σ’ ένα κομμάτι από

χάλκινο ουρανό.

Οι άνθρωποι έχουν κρεμάσει στο λαιμό

τις πυγολαμπίδες της ζωής,

βλέποντας το ραγισμένο καθρέφτη της ανάμνησης

και πίνοντας το ξεχύλισμα

από το ποτήρι της αγάπης

και της ζωής.

Έχουν βάλει κάτω από τα πόδια τους

το μονοπάτι του ολέθρου.

Ξυπόλητοι βαδίζουν

το δρόμο του αύριο,

το δρόμο προς την ανάταση

χωρίς να γνωρίζουν καθόλου

τον εαυτό τους

ξεγράφοντας το δρόμο

του γυρισμού.

Μέρος ΙΙ.

Εξορία

Ι.

Εσπερινή εικόνα.

Εσπερινά σχήματα

επάνω από την πόλη

με τα πάνινα σπίτια.

Ήλιος πεθαμένος πίσω

από τη μακρινή καμπύλη της θάλασσας.

Φλοίσβος στου δειλινού το χρώμα.

Ταξίδια της καρδιάς επάνω

στα σχήματα μιας θύμησης.

Γκρίζες ώρες κρατημένες

επάνω στην πλώρη

του πλοίου της προσμονής.

Και ένας χαλκάς γύρω

από το νησί

και την καρδία μας.

Χλωμές σκιές επάνω στη θάλασσα

που αγγίζει τους στοχασμούς.

Και το φεγγάρι προβάλει

με την έκφραση της λύπης.

Το τελευταίο χαμόγελο της ημέρας

καθισμένο ανάμεσα στη λύπη

και τη χαρά.

Θυμίζει την απέραντη επιφάνεια

της χαμένης ευτυχίας

που πνίγεται πέρα

μες τη μανία του πελάγου!

Κι εμείς!

Κι εμείς, ριγμένοι μακριά

από τη ζέστη της καρδιάς,

μες τους ανέμους και τις μπόρες

δεχόμαστε ραπίσματα.

Κι εμείς!

Κι εμείς, ριγμένοι μακριά

από το πατρικό το σπίτι

δεχόμαστε τον άνεμο και τη βροχή,

τον ήλιο, τη νύχτα και την ημέρα

δίχως φως

μ’ ένα κόμπο στο λαρύγγι;

Ακρωτηριασμένες οι υπάρξεις μας

αρχίζουν να κινούνται

σαν τα πληγωμένα πουλιά

που φέρνουνε την άνοιξη

και θέλουν να κελαηδήσουν

μέσα στη σκοτεινή τη φυλλωσιά.

Ξαναρχίζει μπροστά μας

ο ατσάλινος αγώνας

για την ανοιχτή πληγή της γης μας,

για το αίμα που πάγωσε στις φλέβες μας.

Καθίσαμε στην ακρογιαλιά,

της πεθαμένης χαράς μας

και αγναντεύουμε τη θάλασσα

που μας φέρνει την υπομονή.

Έχουμε αφήσει τα κορμιά μας

να ταξιδεύουν

από λιμάνι σε λιμάνι

από ερημιά σε ερημιά

από μπουντρούμι σε μπουντρούμι.

Με τον αγώνα στη ψυχή μας

με το κεφάλι ψηλά

με ξάστερη ματιά

πάνω στο φως του δρόμου μας.

Μπροστά μας έχουμε το

εξαθλιωμένο δράμα

της ζωής μας.

Πλεγμένο με τα γλυκά όνειρα

με τις πιο λεπτές αναμνήσεις.

Δοσμένο με χίλιες στερήσεις

σε στεγνά χείλη.

Και ο αγέρας μας γδέρνει

τα γυμνά κορμιά

φέρνοντας

τα δάκρυα της μητέρας

και τους βραδινούς

στοχασμούς της αδελφής.

Μαζί με το άρωμα της νύχτας

μας φέρνει τις ώρες

κρατημένες στην αιχμή του ξυραφιού.

Έχουμε χώσει τα νύχια μας

μέσα στο κύλημα της θύμησης μας

βλέποντας στην άκρη του δρόμου

της ζωής μας,

εικόνες από τα παιδικά μας χρόνια.

Η μητέρα θυμάται.

Κλαίει.

Κι εμείς δαγκώνουμε

τα χείλη από τον πόνο

και την στέρηση.

Μητέρα,

τώρα που σε πλημμύρισε

ο καημός του χωρισμού

τώρα που η θάλασσα

σκάει από το σπασμό της.

Τώρα που κάθε αυγή

βρίσκει κι ένα καινούριο

δάκρυ στα μάτια σου.

Ακούμπησε το χέρι σου

επάνω σ’ ένα κομμάτι

από τους αγώνες μας.

Μητέρα,

οι καλές μητέρες

οι δυνατές μητέρες

δεν κλαίνε.

Ένα χαμόγελο.

Ένα δάκρυ.

Μια χαρά.

Μέσα στην έκταση της νύχτας

πίσω από το λυκόφως της μέρας

μαζί με την ηρεμία των πεθαμένων.

Ανεξάντλητος πόνος

μέσα στη διάφανη πληγή μας.

Ένα δράμα μέσα

σε πόνο και αίμα.

Ένα δράμα με το άρωμα

από τα παιδικά μας χρόνια.

Το παγωμένο χέρι της καρδιάς

χλιμιντρίζει πάνω από τον πόνο.

Το φεγγάρι πήρε το χρώμα

τους αίματος μας.

Ο ορίζοντας μας χαμογελάει πικραμένος.

Και ο ήλιος τα πρωινά

μας ρίχνει χρυσάφι

από την ανοιχτή πληγή του.

Μητέρα,

μέσα από το κίτρινο φως της λάμπας

προβάλει ο στοχασμός σου.

Μητέρα,

πάλι αυτός ο αγέρας

πάλι αυτή η σκόνη

στα μάτια μου.

Μητέρα,

τη ζωή μου την έδεσες

σφιχτά με την καρδιά σου.

Με αυτή τη γη

αυτό το χώμα

που μας δροσίζει το λαρύγγι

μέσα στον πυρετό της καρδιά μας.

Τώρα

βρήκαμε το δρόμο μας.

Τώρα

γνωρίζω τον εαυτό μου.

Μητέρα.

ΙΙ.

Η θάλασσα γαλήνια

γκρίζες ώρες βυθισμένες στην πέτρα.

Σούρουπο βυθισμένο

στη θάλασσα.

Άσπρες φτερούγες πελαργών

καθισμένες στο κύμα.

Ανοιχτές χαρές

ανοιχτά κατώφλια της καρδιάς.

Μα τι γυρεύουν

τα κορμιά μας πέρα

στο σκλαβωμένο ορίζοντα

μέσα στους βράχους

και τη νύχτα;

Μα τι γυρεύουν

από αυτό το ταξίδι

και χρόνια

δέσανε τα κορμιά μας

επάνω στην καμπύλη της απαντοχής;

Έχουμε καθίσει

στο τελευταίο σκαλοπάτι

της ζωής μας.

Στεγνώνουμε τα δάκρυα μας

με τον τελευταίο αγέρα

της κίτρινης εποχής.

Δεχόμαστε κάθε χαρά

πλημμυρισμένοι

από τον πόνο της ημέρας.

Ρίχνουμε βάλσαμο

στις ανοιχτές πληγές μας

από την πληγή του κόσμου.

Ακόμα μια πληγή

επάνω στην καρδιά μου σύντροφε!

Σύντροφε πονάω!

Δέρνομαι και πασχίζω

με τα ανήμπορα

δάχτυλα της ηλικίας μου

να σκίσω

το χοντρό σκέπασμα

της ζωής μου.

Ένας πολιτικός εξόριστος

αγναντεύει τη θάλασσα

αναζητώντας

την έκφραση της ανακούφισης.

Ένας πολιτικός εξόριστος

ποτίζει

τη γλάστρα της καρδιάς του.

Έχουν στεγνώσει τα δάκρυα μας

επάνω στις παλάμες μας.

Το πρώτο χαμόγελο της ελπίδας

μας χαιρετά με τα πουλιά

που φανήκαν πέρα.

Τώρα μέσα μας ξυπνάει

η πρώτη μας ζωή.

Τα πρώτα βήματα για το σχολείο.

Ο πρώτος ήλιος στο παράθυρο.

Κανένας μας δε θυμάται τίποτα.

Μόνο που κρατούσαμε

ένα κομμάτι από τη ζωή μας

στην παλάμη.

Μόνο που διαλέξαμε

αυτό το ακρογιάλι

γιομάτο από τη χαρά μας.

Και οι ψυχές μας έγιναν ένα

με ότι πλαισιώνει τον αγώνα μας

με ότι είναι κρυμμένο

κάτω από την καμπύλη της θάλασσας

πίσω από τα σχήματα των βράχων.

Κανένας μας δε θυμάται τίποτα.

Τώρα μέσα μας ξυπνάει

η πρώτη ανταύγεια

της σκοτεινής ημέρας.

Επάνω στα πεζοδρόμια

των μεγάλων πολιτειών

έχουν μείνει ακόμα οι αγώνες.

Οι αγώνες.

Για λίγο φως μονάχα

για μια χαρά περίσσια,

στο σπιτικό τραπέζι.

Για κάποιο σίδερο καυτό

χωμένο στην καρδιά μας.

Τώρα ξυπνάει μέσα μας

του γδικιωμού μας η ώρα

και σφίγγουμε τα δάχτυλα

και σφίγγουμε τα χείλη

μέσα στον πόνο της καρδιάς μας.

Μια μουσική χαράς

στου ξεπεσμού την ώρα

επάνω στο φέρετρο της ημέρας,

ένα χαμόγελο πικρό.

Όλα τα πουλιά

όλα τα δέντρα

όλες οι κορφές

όλα τα άγρια πουρνάρια του βουνού

μας έχουν την εμπιστοσύνη

της ζωής.

Κι εμείς!

Εμείς γνωρίζουμε τόσο πολύ

τούτη τη σκοτεινή

την άβουλη

τη μοίρα μας.

ΙΙΙ.

Μοίρα γραμμένη στον άνεμο

άνεμος πλημμυρισμένος

από άψυχες χαρές

εσπερινά κύματα.

Ημέρα πεθαμένη

επάνω στο τελευταίο βήμα της.

Νυχτερινές σκιές

μέσα σε περιορισμένο χώρο

κιτρινισμένες από τις

λάμπες πετρελαίου.

Μπάτης πλημμυρισμένος

από άρωμα γνωστής πολιτείας.

Πεθαμένες χαρές.

Λυπημένη πορεία.

Δρόμος γεμάτος από αγκάθια

και τριβόλια.

Και η νύχτα προβάλει

μέσα από τις κουφάλες των βράχων.

Και το πρώτο αστέρι που φάνηκε

στο σκλαβωμένο ορίζοντα.

Το λυκόφως της ημέρας

πεθαίνει.

Η πρώτη έκφραση της νύχτας

έχει φτάσει

επάνω στις γυμνές ψυχές μας.

Έχουν κουραστεί τα μάτια μας

να βλέπουνε το θάνατο.

Σύντροφε πονάω

κράτησα τον πόνο

κάτω από ένα μικρό σύννεφο

που βυθίστηκε

στα ανοιχτά του πελάγου.

Δεν είδα τίποτα.

Ένα γυαλί θαμπό

και μια πληγή

στο στήθος μου μυρίζει.

Γιατί να μην κρατεί

η μνήμη μας

τα τόσα που πέρασαν

από τα ανήξερα

τα κιτρινισμένα μάτια μας

που δίχως άρνηση

τα δέχτηκαν;

Τραυματισμένες ώρες

χαμένες αγάπες.

Στίχου γραμμένοι πάνω

σ’ ένα κομμάτι μουσαμά

τονισμένοι με κηλίδες

από το αίμα μας.

Και ποιος από εμάς

δεν έδωσε το αίμα του

για τούτο τον αγώνα;

Και ποιος δεν κοίταξε αδείλιαστος

το θάνατο

μέσα από τον κόπο και τον πόνο;

Δεν έχουμε τίποτα.

Επάνω στα βήματα της πορείας μας

έμειναν τα ίχνη

μιας αγάπης τρυφερής.

Τώρα κάτω από

τη νύχτα, τον ήλιο

τη βροχή και τον άνεμο

ρίχνουμε βάλσαμο

στην αποτρόπαιη πληγή

του ορίζοντα.

Θα μείνουμε!

Ποτέ στα μάτια μας

δεν θα φανεί

το πρόσωπο της άρνησης.

Όποια χαρά και αν χαθεί

όποιο φως και αν σβήσει

πάντα στα σπλάχνα μας

άσβεστη θα μείνει

η φλόγα του αγώνα.

Και τούτη η λαοθάλασσα

στην κρίσιμη την ώρα

ας κρίνει τον αγώνα μας.

Το δρόμο της επιστροφής

για μας ας τον ξεγράψει

γιατί εμείς άλλη δεν έχουμε χαρά

εκτός από τούτο τον αγώνα.

Ετούτη η λαοθάλασσα

επάνω στο γδικιωμό της

ας κρίνει τον αγώνα μας

ας κρίνει τη χαρά μας.

Τώρα που ξεριζώσαμε

τα αγκάθια από το δρόμο.

Τώρα που φτάνουμε στο φως.

Τώρα που τα ματωμένα

δάχτυλα αγγίζουν τη χαρά μας.

Ετούτη η λαοθάλασσα

επάνω στο γδικιωμό της

ας κρίνει τον αγώνα μας

ας κρίνει τη χαρά μας.

[1957]

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *