Μια ανταπόκριση από τη βόρεια Ιταλία για τις εξεγέρσεις στις φυλακές εν μέσω της εξελισσόμενης πανδημίας.

Η παρούσα ανταπόκριση ενός συντρόφου από το Radio Balckout (Τορίνο) πραγματοποιήθηκε στις 12/3/2020. Μεταφράστηκε στα ισπανικά και δημοσιεύθηκε στη Χιλή και την Αργεντινή. Πηγή στα ισπανικά: noticiasdeabajoml.wordpress.com

Μετάφραση στα ελληνικά: Προλεταριακή Πρωτοβουλία. Αθήνα, Μάρτης 2020.

Ένας χαιρετισμός σε όλους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες, ελπίζοντας ότι θα φτάσει μέχρι τις φυλακισμένες και τους φυλακισμένους, σε περίπτωση που μας ακούνε…

Προσπαθώντας να διηγηθούμε όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών στην Ιταλία, κρίνεται αναγκαίο να ξεκινήσουμε από μερικά στοιχεία σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στις φυλακές, τόσο στην παρούσα φάση όσο και κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών της ιστορίας τους. Αξίζει να ειπωθεί πως οι ιταλικές φυλακές βιώσαν μια συνθήκη ουσιαστικής ειρήνευσης κατά τη διάρκεια των τελευταίων σαράντα χρόνων. Μια ειρήνευση οφειλόμενη κυρίως στους πειθαρχικούς κανονισμούς που συνδέονται με τα “ωφελήματα”, τα οποία -μέσω της μείωσης ποινών- επέφεραν μια ουσιαστική μεταβολή στη “διαγωγή” των φυλακισμένων. Αυτή η μεταβολή εκφράστηκε μετά τον τελευταίο μεγάλο κύκλο εξεγέρσεων στις φυλακές -από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και κατά τη διάρκεια εκείνης του ‘70- μέσα από τον οποίο και προέκυψε η σωφρονιστική μεταρρύθμιση.

Παρά την ιδιαιτερότητα τους, όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα συνδέονται άμεσα με τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση αποφάσισε να διαχειριστεί αυτήν την υγειονομική κρίση. Αναμφίβολα, οι βασικές διαφορές ανάμεσα στις εξεγέρσεις του ‘70 και τις σημερινές εντοπίζονται στην απουσία ενός πλαισίου ευρείας κοινωνικής κινητοποίησης καθώς και στην απουσία μιας ισχυρής πολιτικής βάσης στο εσωτερικό των φυλακών. Το μοναδικό κοινό στοιχείο, πέρα από τις πρακτικές που τέθηκαν σε εφαρμογή από τους φυλακισμένους -δηλαδή οι καταστροφές, οι καταλήψεις των φυλακών, η εκδίωξη της σωφρονιστικής υπηρεσίας, οι απόπειρες απόδρασης- αφορά τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι δυνάμεις της τάξης: όχι τόσο τα κατασταλτικά μέσα -δεδομένου ότι η καταστολή απ’ όσα έχουμε δει αυτές τις μέρες δεν βρίσκεται στα ίδια επίπεδα έντασης, συγκριτικά με όσα συνέβαιναν κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών- αλλά κυρίως τα πειθαρχικά και δικαστικά εργαλεία που τέθηκαν και πάλι σε ισχύ, ιδιαίτερα εκείνο του αδικήματος της “καταστροφής και λεηλασίας”. Ένα αδίκημα που για τους συντρόφους και τις συντρόφισσες στην Ιταλία επιστρέφει συστηματικά στην επικαιρότητα, κυρίως κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας. Ένα αδίκημα που ξεθάφτηκε για την ποινική καταστολή των διαδηλώσεων, των συγκρούσεων κλπ και προβλέπει βαριές ποινές που φτάνουν μέχρι τα δεκαπέντε χρόνια κάθειρξης.

Μερικά στοιχεία σχετικά με όσα συμβαίνουν σήμερα μέσα στις ιταλικές φυλακές: καταρχήν πρέπει να ειπωθεί ότι μετά από τρεις ημέρες εκτεταμένων εξεγέρσεων -και παρά τη σιωπή των καθεστωτικών μμε- οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται με διαμαρτυρίες και διεκδικήσεις, μέσω καγκελοκρουσιών (που αποτελούν μια μορφή cazelorada στο εσωτερικό των φυλακών) καθώς και μερικών απεργιών πείνας.

Αυτό που σημειώνεται ως ιδιαιτερότητα είναι το γεγονός ότι έξω από τα πεδία του εγκλεισμού δεν καταγράφονται αξιοσημείωτες ταραχές, με τον αποκαλούμενο ελεύθερο πληθυσμό να πειθαρχεί στα περιοριστικά μέτρα. Αυτό συμβαίνει γιατί τα συγκεκριμένα μέτρα ερμηνεύονται -τουλάχιστον ως τώρα- ως προστατευτικά. Όμως, μέσα στις φυλακές η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Με κυρίαρχο το αίσθημα του φόβου για μια ενδεχόμενη μετάδοση του ιού, μέσα σε μια συνθήκη ακραίου υπερπληθυσμού -που αποτελεί χαρακτηριστικό των ιταλικών φυλακών- υπό την έννοια ότι με μια φειδωλή ανάγνωση των στοιχείων προκύπτουν τουλάχιστον 10.000 κρατούμενοι περισσότεροι, συγκριτικά με τον προβλεπόμενο μέγιστο αριθμό. Από την άλλη, η εφαρμογή άδικων μέτρων με το καθεστώς εξαίρεσης που εφαρμόστηκε ξεκάθαρα από τους μηχανισμούς εγκλεισμού. Αρχικά, πριν ακόμα επεκταθούν σε συγκεκριμένες περιοχές (και εν συνεχεία σε όλη τη χώρα), σε μερικές (και εν συνεχεία σε όλες τις) ιταλικές φυλακές εφαρμόστηκαν μέτρα τα οποία -εκ των πραγμάτων- στερούσαν τη συναισθηματική επαφή μέσω της απαγόρευσης των επισκεπτηρίων των συγγενών και προέβλεπαν ακόμα και την απαγόρευση επισκεπτηρίων των δικηγόρων. Αυτή η συγκεκριμένη απαγόρευση έθεσε σε άμεση αμφισβήτηση τον πυρήνα του αποκαλούμενου “δικαιώματος υπεράσπισης”.

Επομένως, μπορούμε ν’ αντιληφθούμε πόση ανησυχία προκαλεί ο φόβος μετάδοσης του ιού μέσα σε μια συνθήκη υπερπληθυσμού (πχ υπάρχουν κελιά μέσα στα οποία στοιβάζονται μέχρι και εννιά κρατούμενοι για είκοσι ώρες την ημέρα) ανάμεσα σε όσους και όσες είναι αναγκασμένοι να τον βιώσουν, καθώς και τη στέρηση ακόμα και των ελάχιστων στιγμών συναισθηματικών σχέσεων και επαφών τους με τον κόσμο εκτός των τειχών, οι οποίες προβλέπονται (από τον κανονισμό) υπό κανονικές συνθήκες.

Επίσης, όπως πιθανώς θα έχετε ακούσει υπήρξαν θάνατοι κρατουμένων. Ο τρόπος με τον οποίο τα καθεστωτικά μμε μετέδωσαν την είδηση αυτών των θανάτων υπήρξε αρκετά περίεργος. Αξίζει να σημειωθεί -αφού δεν γνωρίζω αν κάτι τέτοιο εφαρμόζεται και στα δικά σας μέρη- ότι εξαιρουμένων των κινηματικών μέσων αντιπληροφόρησης, στην Ιταλία οι ειδήσεις των καθεστωτικών μμε από τις φυλακές είναι όλες ειδήσεις που γράφονται όχι απλά από το υπουργείο Δικαιοσύνης αλλά -κυρίως- από τους συνδικαλιστές της σωφρονιστικής υπηρεσίας. Σε σχέση με αυτούς τους θανάτους κρατουμένων, αξίζει να σημειωθεί ο τρόπος με τον οποίο αυτοί χωνεύτηκαν” από τα καθεστωτικά μμε. Τη στιγμή που μιλάμε ο αριθμός των νεκρών κρατουμένων έχει φτάσει τους δώδεκα [*]. Η διήγηση για αυτούς τους θανάτους έγινε ξεχωριστά για τον καθένα από τους νεκρούς κρατούμενους. Μέσα σε λίγες ώρες, περάσαμε από τον πρώτο, στο δεύτερο, στον τρίτο… μέχρι που φτάσαμε ως τώρα -μετά από σχεδόν μιάμιση μέρα- στους δώδεκα νεκρούς. Θάνατοι οι οποίοι -εν συνεχεία- χρεώθηκαν αποκλειστικά σε υπερβολική δόση ψυχοφαρμάκων και οπιούχων. Είναι σημαντικό να πούμε ότι εμείς -τουλάχιστον προς το παρόν- δεν διαθέτουμε άλλες πληροφορίες σχετικά με τις αιτίες αυτών των θανάτων. Η μοναδική πληροφόρηση που μπορούμε να αντιπαραβάλλουμε στο αφήγημα του σωφρονιστικών θεσμών είναι οι μαρτυρίες που συλλέξαμε από τους συγγενείς των κρατουμένων, κυρίως όσον αφορά τη φυλακή της Μόντενα απ’ όπου και κυκλοφόρησε αρχικά η είδηση για τους θανάτους πριν γίνει εν συνεχεία το ίδιο και από μια άλλη φυλακή. Ο μεγαλύτερος αριθμός νεκρών κρατουμένων προέρχεται από μια από τις φυλακές που εξεγέρθηκαν, από αυτή τη φυλακή στη Μόντενα. Οι μαρτυρίες των συγγενών -που έσπευσαν μαζί με αλληλέγγυους έξω από τη φυλακή- κάνουν λόγο για κρατούμενους δεμένους χειροπόδαρα στο προαύλιο και για άγριους ξυλοδαρμούς τους από αστυνομικές δυνάμεις. Επίσης, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι ακόμα και σε περίπτωση που ευσταθεί η εκδοχή των θανάτων από υπερβολική χρήση ουσιών, καταδεικνύεται αλλή μια ιδιαιτερότητα που αφορά αποκλειστικά τις φυλακές. Με την έννοια ότι δεν στάθηκε δυνατό να αποφευχθεί ο θάνατος ανθρώπων που είχαν κάνει υπερβολική χρήση ουσιών ενώ θεωρητικά -στις περισσότερες των περιπτώσεων- αρκεί μια ένεση Narcan ή η χορήγηση άλλων φαρμάκων για να σωθεί ένας άνθρωπος υπό την επήρεια μιας υπερβολικής δόσης. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο, το οποίο πιστεύω ότι αποτελεί κοινό τόπο για τα σωφρονιστικά συστήματα όλου του κόσμου, αφορά το γεγονός ότι στην Ιταλία κάθε χρόνο περίπου μια κατοστάδα φυλακισμένων πεθαίνει εξ’ αιτίας της υγειονομικής εγκατάλειψης. Επίσης, κάθε χρόνο αυτοκτονούν πενήντα με εξήντα φυλακισμένοι και φυλακισμένες.

Επομένως από την μια πλευρά, κατά κάποιο τρόπο φαντάζει φυσιολογικό -σίγουρα όχι για όποιον και όποια θα ήθελε μια κοινωνία χωρίς φυλακές αλλά για όποιον και όποια θεωρεί φυσιολογική αυτή τη μακάβρια ρουτίνα- το γεγονός της υγειονομικής εγκατάλειψης, της μη χορήγησης θεραπειών, της απουσίας εξειδικευμένων ιατρικών επισκέψεων και εξετάσεων εξ’ αιτίας των οποίων πεθαίνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Από την άλλη πλευρά όμως, όλη αυτή η κατάσταση ενισχύει και νομιμοποιεί απόλυτα τις ανησυχίες και την οργή των φυλακισμένων -που βρίσκονται έγκλειστοι όχι μονάχα μέσα σε μια φυλακή αλλά μέσα σε μια δυνητική υγειονομική βόμβα- αφού είναι ξεκάθαρο ότι μια επιδημία αυτού του είδους μπορεί να έχει μια τρομακτική μεταδοτικότητα ανάμεσα στον υπερπληθυσμό των φυλακών, ιδιαίτερα μέσα στην υπάρχουσα συνθήκη υγειονομικής εγκατάλειψης.

Μια άλλη ιδιαιτερότητα, και αφού όλες οι ειδήσεις για αυτούς τους θανάτους κρατουμένων μεταδόθηκαν σιγά σιγά, η μια μετά την άλλη (“πέθανε ένας κρατούμενος, πέθανε κι άλλος, πέθαναν τρεις, πέθαναν έξι, εννιά, δώδεκα”…), έγκειται στο γεγονός ότι σε μερικές περιπτώσεις οι θάνατοι των κρατούμενων επήλθαν κατά τη διάρκεια μεταγωγών. Η επίσημη εκδοχή αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια αυτών των εξεγέρσεων λεηλατήθηκαν τα ιατρεία των φυλακών και οι συγκεκριμένοι κρατούμενοι έκαναν κατάχρηση των φαρμάκων που βρήκαν εκεί. Ακόμα και στην περίπτωση που μια τέτοια εκδοχή θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, παραμένει ως ερωτηματικό το γεγονός ότι μερικοί από τους κρατούμενους πέθαναν κατά τη διάρκεια των μεταγωγών τους. Ως προς αυτό είναι δεδομένο, κανένας άνθρωπος δεν πεθαίνει από υπερβολική δόση ουσιών χωρίς προηγουμένως να παρουσιάζει συμπτώματα επιδείνωσης της φυσικής κατάστασης του…

Εκ των πραγμάτων, όλο αυτό το αφήγημα γύρω από τις συνθήκες αυτών των θανάτων δεν είναι τίποτα άλλο από μια αναλγητική εκδοχή. Μια εκδοχή που χρησιμεύει ώστε να φτάσουν ηρεμιστικές -και όχι εξοργιστικές- οι ειδήσεις μέσα στις υπόλοιπες φυλακές. Αν είχαν πει ότι “οι κρατούμενοι πέθαναν ξυλοκοπημένοι ή έπειτα από πυροβολισμούς” οι εξεγέρσεις θα συνεχίζονταν με πολύ μεγαλύτερη ένταση και θα επεκτείνονταν και σε ακόμα περισσότερες φυλακές. Όμως, είναι ηρεμιστική και σε σχέση με τον πληθυσμό εκτός των τειχών αφού -κατά κάποιο τρόπο- χρησιμεύει στην αναπαραγωγή της εικόνας της φυλακής ως ένας τόπος μέσα στον οποίο οι έγκλειστοι και οι έγκλειστες δεν μπορούν να έχουν τη δική τους πολιτική βούληση. Η αποσιώπηση της πολιτικής βούλησης τους από αυτήν την αναλγητική εκδοχή εκδηλώνεται και μέσα στις περιγραφές αυτών των εξεγέρσεων ως “καθοδηγούμενων από έξω”, όπως χαρακτηρίστηκαν από τους συνδικαλιστές των δεσμοφυλάκων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διεύθυνση σωφρονιστικής πολιτικής του υπουργείου Δικαιοσύνης δεν έκανε καμία παρόμοια αναφορά, σε αντίθεση με τα συνδικάτα των δεσμοφυλάκων που την έκαναν και με το παραπάνω, μιλώντας για “καθοδηγητές από έξω”. Κάτι τέτοιο χρησιμεύει ώστε να βρεθεί μια κοινή αιτία που να εξηγεί το ξέσπασμα όλων αυτών των εξεγέρσεων, χωρίς όμως να τις συνδέει με αυτή καθαυτή τη βλαβερότητα του σωφρονιστικού συστήματος.

Λέγοντας -όπως έγινε αρχικά- πως οι εξεγέρσεις πυροδοτήθηκαν και καθοδηγήθηκαν από το “οργανωμένο έγκλημα” ή -όπως έγινε αργότερα- από “τα κινήματα, τους εξεγερσιακούς αναρχικούς, τα κοινωνικά κέντρα” είναι ένας τρόπος να καθησυχάσεις ισχυριζόμενος ότι η αιτία αυτής της έκρηξης δεν μπορεί να είναι ούτε η πολιτική βούληση ανθρώπων που στερούνται βούλησης ούτε η δεδομένη βλαβερότητα της φυλακής. Πρέπει να υπάρχει κάποιος από έξω που την πυροδότησε. Ταυτόχρονα, είναι ένας τρόπος διασφάλισης της κανονικότητας και της επιβίωσης του σωφρονιστικού συστήματος, ακόμα και εν μέσω μιας κατάστασης πολύ κρίσιμης για πολλά κοινωνικά κομμάτια αλλά -σε κάθε περίπτωση- πολύ πιο ξεκάθαρης για όσους και όσες στερούνται την ελευθερία τους και βρίσκονται έγκλειστοι και έγκλειστες.

Η πρώτη φυλακή -από την οποία ξεκίνησαν οι εξεγέρσεις και επεκτάθηκαν σε περισσότερους από 27 χώρους εγκλεισμού σε όλη τη χώρα- ήταν η φυλακή του Σαλέρνο. Μια φυλακή που επίσημα πρέπει να έχει μέχρι 366 κρατούμενους ενώ βρίσκονται έγκλειστοι περισσότεροι από 500. Είναι ξεκάθαρο ότι όλα τα μέτρα που τέθηκαν σε ισχύ -η απαγόρευση των επισκεπτηρίων συγγενών και δικηγόρων, η απαγόρευση παραλαβής δεμάτων- ήταν κυβερνητικές εντολές. Όμως, η διεύθυνση κάθε φυλακής πρόσθεσε και κάτι ακόμα. Έτσι, η φυλακή του Σαλέρνο απ’ όπου ξεκίνησαν αυτές οι εξεγέρσεις καταδεικνύει το επίπεδο του υπερπληθυσμού που επικρατεί στις ιταλικές φυλακές.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο προήλθε από μια άλλη φυλακή, από τις πρώτες που μοιράστηκαν αυτήν την αναγκαιότητα της εξέγερσης, από τη φυλακή Poggioreale της Νάπολης. Μια από τις μεγαλύτερες φυλακές όχι μόνο της Ιταλίας, αλλά μια από τις φυλακές με το μεγαλύτερο υπερπληθυσμό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Πιθανότατα αποτέλεσε το πρώτο παράδειγμα πολιτικοποίησης αυτών των εξεγέρσεων, χάρη και στην παρέμβαση των συγγενών από έξω που άμεσα ανταποκρίθηκαν και ένιωσαν την οργή των κρατουμένων, καταφέρνοντας να της δώσουν υπόσταση εκτός των τειχών μέσα από αιτήματα απέναντι στην κυβέρνηση, τη διεύθυνση της φυλακής και τις “λύσεις” τους που προέβλεπαν περαιτέρω εγκλεισμό. Οι προτάσεις τους ήταν λογικές όχι μόνο από πολιτική αλλά και από υγειονομική άποψη: το άδειασμα των φυλακών μέσα από την αμνηστία και τη απονομή χάριτος ή τουλάχιστον με τη μετατροπή των καθείρξεων σε κατ’ οίκον περιορισμούς. Όλη αυτή η παρουσία εκτός των τειχών -που έχει υπάρξει συνεχής αλλά δεν είχε συχνά τραβήξει τόσο πολύ την προσοχή- κατέστησε τη φυλακή πολύ πιο ορατή. Με την έννοια ότι στην Ιταλία η φυλακή είναι ένα εργαλείο απόσπασης πολιτικής συναίνεσης, κάτι που νομίζω ότι συμβαίνει και σε πάρα πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Πέρα από τη πρακτική λειτουργία της μέσα στον κοινωνικό προγραμματισμό για τη διαχείριση των πιο περιθωριοποιημένων στρωμάτων του πληθυσμού καθώς και των εχθρών, η φυλακή αποτελεί κι ένα εργαλείο με το οποίο περιγράφεται στους υπάκουους υπηκόους το γεγονός ότι το Κράτος τιμωρεί όποιον δεν υπακούει. Επομένως, ο πληθυσμός στην Ιταλία -εξαιρουμένων όσων εμπλέκονται άμεσα ή έχουν συγγενείς κρατούμενους- συνήθως έχει μια στάση αδιαφορίας σε σχέση με το ζήτημα των φυλακών. Σε μερικές περιπτώσεις, δεν λείπουν και οι εξάρσεις πραγματικού φετιχισμού από άτομα που θα θέλανε να δούνε όλους τους εχθρούς τους στη φυλακή και χρησιμοποιούν συχνά τη τη χαρακτηριστική έκφραση “να τους μαντρώσουν και να πετάξουν το κλειδί…”, η οποία και περιγράφει αρκετά πιστά τον τρόπο με τον οποίο πιστεύουν ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν τα κοινωνικά προβλήματα.

Ανάμεσα στις πολλές εξεγέρσεις που ξέσπασαν, αξίζει μια ιδιαίτερη αναφορά και σ’ εκείνη στη φυλακή της Φότζια, όπου και υπήρξε η μοναδική -ως τώρα- επιβεβαιωμένη μαζική απόδραση περισσότερων από 20 κρατουμένων. Οι περισσότεροι συνελήφθησαν αλλά -ως αυτή τη στιγμή- υπάρχουν ακόμα μερικοί ελεύθεροι δραπέτες.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο σχετικά με το ζήτημα του κορωνοϊού αφορά το γεγονός ότι μετά την εξέγερση στη φυλακή της Μόντενα, όπου υπήρξε και ο μεγαλύτερος αριθμός νεκρών κρατουμένων (για τους οποίους ακόμα δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τα πραγματικά αίτια και βολικά χρεώνονται όλοι -από τα καθεστωτικά μμε- σε υπερβολική χρήση ουσιών), δηλώθηκε επίσημα και το πρώτο κρούσμα μετάδοσης του ιού σε κρατούμενο μέσα στις φυλακές. Αυτό συνέβη μετά τα τεστ που έγιναν στους κρατούμενους κατά τη διάρκεια των μεταγωγών από αυτή τη φυλακή, η οποία και καταστράφηκε ολοκληρωτικά κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Δεν υπήρξαν αποδράσεις αφού η πύλη έμεινε μπλοκαρισμένη, αρχικά από ένα περιπολικό και στη συνέχεια από ένα θωρακισμένο της αστυνομίας. Ωστόσο, υπάρχουν μαρτυρίες για τις φωνές των αστυνομικών: “βγείτε έξω συνάδελφοι, έχουν καταλάβει το οπλοστάσιο της φυλακής”…

Μετά την εξέγερση ανακαλύφθηκε ότι στο εσωτερικό της συγκεκριμένης φυλακής υπήρχε τουλάχιστον ένας κρατούμενος που είχε προσβληθεί από τον ιό, δικαιώνοντας -κατά κάποιο τρόπο- την ανησυχία και την οργή των κρατουμένων από τους οποίους, παρά τα υγειονομικά πρωτόκολλα έκτακτης ανάγκης, στερείται -ακόμα και μέσα σε αυτή τη συγκυρία- όχι μόνο το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης αλλά ακόμα και το δικαίωμα προστασίας της υγείας τους εν μέσω μιας επιδημίας. Θυσιασμένοι δυο φορές: θυσιασμένοι στο βωμό της “ασφάλειας” που -όπως γνωρίζουμε- αποτελεί την τελετουργία με την οποία δοξάζονται τα προνόμια και οι ανισότητες που κυριεύουν την κοινωνία. Στο βωμό όπου όλα τα φαινόμενα και όλες οι αντιθέσεις ανάγονται -με αποτελεσματικότητα- σε ζήτημα “ασφάλειας”, η οποία αποτελεί ένα αποδοτικότατο πολιτικό προϊόν και βάζει στην άκρη τις αιτιάσεις για τη φτώχεια, τη συσσώρευση του πλούτου σε λίγους κλπ. Όμως, μέσα σε αυτή τη συγκυρία οι κρατούμενοι δεν θυσιάστηκαν μονάχα ως περιθωριοποιημένοι αλλά και ως κρέας προς σφαγή μέσα σε μια εστία μόλυνσης αφού έτσι κι αλλιώς δεν νοιάζεται κανένας γι’ αυτούς”

Ένα άλλο στοιχείο που αξίζει αναφοράς έχει να κάνει με το γεγονός ότι το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα κορωνοϊού μέσα στις ιταλικές φυλακές δεν ήταν εκείνο του κρατούμενου από τη φυλακή της Μόντενα αλλά εκείνο ενός δεσμοφύλακα στη φυλακή της Βιτσέντζα.

Όσον αφορά την τρέχουσα κατάσταση, πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι ως και σήμερα (12/3/2020) οι διαμαρτυρίες και οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται σε πάρα πολλές φυλακές, ο ακριβής αριθμός των οποίων είναι πολύ δύσκολο να διασταυρωθεί. Σε κάθε περίπτωση λαμβάνουμε σχετικές μαρτυρίες σχεδόν από όλες τις φυλακές με τις οποίες βρισκόμαστε σε επικοινωνία, ακόμα και από τη φυλακή του Τορίνο όπου δεν έγινε εξέγερση αλλά αναπτύχθηκαν άλλες μορφές κινητοποιήσεων (καγκελοκρουσίες, απεργίες πείνας). Μια είδηση που κυκλοφόρησε σήμερα -η οποία δεν έχει προς το παρόν επιβεβαιωθεί- θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια πρώτη μικρή νίκη για τις διεκδικήσεις των κρατουμένων: σε δυο φυλακές, εκ των οποίων μια στη Ρώμη, η διευθύντρια υποσχέθηκε την αποφυλάκιση όλων των κρατούμενων που πρέπει να εκτίσουν ως και 15 μήνες κάθειρξης, με την μετατροπή της σε κατ’ οίκον περιορισμό.

Σε σχέση με την επιρροή που μπορούν να ασκήσουν αυτά τα γεγονότα για την επέκταση του αγώνα για μια κοινωνία χωρίς φυλακές, προσωπικά πιστεύω ότι πρόκειται για πολύ σημαντικά στοιχεία ώστε να ξαναγίνει η φυλάκιση ορατή και πολιτική, ν’ αρχίσουμε να μιλάμε και πάλι για τις φυλακές, με τους ίδιους τους κρατούμενους να παίρνουν το λόγο, να υπενθυμίζουν την παρουσία τους και την ισχύ τους, ως συμμέτοχοι στη ζωή της κάθε πόλης και συνολικότερα της κοινωνίας, τους οποίους η κρατική διαχείριση θα ήθελε λησμονημένους αλλά εκείνοι επιστρέφουν στο προσκήνιο.

Παράλληλα, νομίζω ότι η οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς φυλακές δυστυχώς δεν περνάει μονάχα μέσα από την καταστροφή τους, αφού ιστορικά έχει καταγραφεί ότι πολλές επαναστάσεις αντικατέστησαν τους κρατούμενους αλλά δεν κατέστρεψαν τις φυλακές. Σε σχέση με αυτή την παρατήρηση, ένα σημαντικό στοιχείο στο οποίο θα πρέπει να δώσουμε μεγάλη σημασία είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτή η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αυτά τα μέτρα εν μέσω υγειονομικής κρίσης μπορούν να αυξήσουν ή να μειώσουν τη χρήση του εγκλεισμού. Μια κατάσταση κρίσης είναι πάντοτε μια κατάσταση μεγάλων μεταβολών, μέσα στην οποία ακόμα και οι ριζοσπαστικότερες παρέμβασεις μπορούν να βρουν περισσότερο χώρο -σε σύγκριση με άλλες περιόδους- ώστε να εκδηλωθούν και να γίνουν κατανοητές.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο αφορά το γεγονός ότι η φυλακή ολοένα και περισσότερο -πέρα από αυτές τις στιγμές όπου η αρχιτεκτονική της υπόσταση έρχεται στο προσκήνιο- επεκτείνεται και χωρίς κελιά, μέσα από την τεχνολογική επιτήρηση. Πρόκειται για ένα ζήτημα που αξίζει προσοχής.

Κλείνω εδώ, χαιρετίζοντας όλους τους συντρόφους και όλες τις συντρόφισσες, όλους τους κρατούμενους και όλες τις κρατούμενες.

[*] Οι κρατούμενοι που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων είναι συνολικά δεκατρείς: Slim Agrebi, Artur Isuzu, Marco Boatini, Salvatore Cuono Piscitelli, Hafedh Chouchane, Lofti Ben Masmia, Ali Bakili, Erial Ahmadi. Ante Culic, Carlo Samir Perez Alvarez, Haitem Kedri, Gazi Hadidi, Abdellah Rouan. Η παρούσα μετάφραση αφιερώνεται στη Μνήμη τους.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *