Μνήμη Περικλή Κοροβέση (Αργοστόλι 20/7/1941 – Αθήνα 11/4/2020)

Ι.

Θυμάμαι από πολύ μικρή ηλικία, το όνομά του να ακούγεται συχνά πυκνά μέσα στο σπίτι μας. Να ειπώνεται με ανεπιτήδευτη οικειότητα και αυθόρμητο δέος από τα στόματα των γονιών μου. Μαζί με άλλα ονοματεπώνυμα-βράχους (Αλέκος Παναγούλης, Παναγιώτης Ελλής, Σπύρος Μουστακλής, Σάκης Καράγιωργας, Χρόνης Μίσσιος …). Ήταν αυτοί οι άνθρωποι με τους οποίους γέμιζαν οι σελίδες του δικού μου παιδικού “βιβλίου των ηρώων του δρόμου”.

Όμως με τον συγκεκριμένο αντιδικτατορικό αγωνιστή και πολιτικό κρατούμενο της χούντας, η βαλίτσα πήγαινε παρακάτω. Πιθανότατα εξαιτίας της νεανικής φιλίας του με τους γονείς μου. Έτσι, οι διηγήσεις για το βίο και την πολιτεία του δεν περιορίζονταν στα όσα υπέστη έπειτα από τη σύλληψή του από τους γδάρτες του. Θυμάμαι τον πατέρα μου να αναφέρεται -με τρυφερότητα- στην αγάπη του Περικλή για το θέατρο, συμπληρώνοντας χαμογελαστά: “αν και για να πούμε την αλήθεια δεν ήταν -ή μάλλον δεν πρόλαβε να γίνει- μεγάλος θεατρίνος. Με τη γραφή τα πήγε καλύτερα…”. Θυμάμαι τη μητέρα μου να διηγείται με κάθε λεπτομέρεια την επίσκεψή τους και τα σούρτα φέρτα “ύποπτων στοιχείων” σ’ ένα διαμέρισμα, κάπου στην Πατησίων, λίγες μόλις ώρες πριν τη σύλληψή του από τους βασανιστές του. Μια διήγηση που έκλεινε πάντοτε με το ίδιο μητρικό ερώτημα: “Ακόμα απορώ γιατί δεν μπουκάρανε αποβραδίς”… Έπειτα, η φωνή της συνήθως έσπαγε και τα μάτια της βούρκωναν σαν άρχιζε να αναφέρεται σε όσα διέπραξαν αυτά τα ανδρείκελα πάνω στο σώμα της συντρόφισσάς του. “Και να σκεφτείς, όλα αυτά τα τράβηξε από αυτά τα καθάρματα μπροστά στα μάτια του, για να τον λυγίσουν”. Μετά και από αυτή τη φράση, συνήθως επικρατούσε μια αμήχανη σιωπή.

Πριν από μια τριακονταετία, θυμάμαι τον πατέρα μου να αναζητεί -μέσω γνωστών και φίλων- τον αριθμό τηλεφώνου του Περικλή για να του εκφράσει τη συμπαράστασή του. Ήταν τότε που το Έθνος” κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδο “ιδού ο δολοφόνος”. Η Αγγελική Νικολούλη, σύζυγος γνωστού ΚΥΠατζή, σε “αποκλειστικό ρεπορτάζ”, τον “φωτογράφιζε” ως εκτελεστή του Παύλου Μπακογιάννη. Το “Έθνος” αναγκάστηκε να κάνει γαργάρα την “αποκλειστικότητα”, ενώ η Νικολούλη ξεκινούσε την καριέρα της ως εθνική θηρεύτρια αναζήτησης χαμένων προσώπων και “απολωλότων προβάτων”, μέσα στο λαμπρό βούρκο της ιδιωτικής τηλεόρασης…

Τη λέξη “Ανθρωποφύλακες” την είχα δει για πρώτη φορά γραμμένη στη ράχη ενός λευκού βιβλίου που στεκόταν σε περίοπτη θέση της βιβλιοθήκης μας. Παρά τις πατρικές προτροπές, πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι ν’ αξιωθώ να το ξεφυλλίσω και λίγα περισσότερα μέχρι ν’ αντέξω να το διαβάσω. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι μέχρι πού μπορεί να φτάσει η Εξουσία. Θυμάμαι ακόμα τα ρίγη που διέσχιζαν τη σπονδυλική στήλη μου, τη στιγμή που το έκλεινα διαβασμένο για να το επιστρέψω στο ράφι του. Ήταν τότε που η εφηβική παρορμητική εναντίωση είχε αρχίσει μέσα μου να παίρνει κοινωνική μορφή και σχήμα. Η αναρχική-αντιεξουσιαστική πολιτικοποίηση της δικής μας γενιάς προχώρησε μπροστά όταν ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός είχε πλέον δύσει για τα καλά, μέσα στην εποχή της ηγεμονίας των ανιστόρητων ιδεολογημάτων περί “του τέλους της ιστορίας”. Ήταν τότε που φοριόταν πολύ η λέξη “πρώην”. Με τις λέξεις “αριστερά” και “αριστεροί” δεν τα πηγαίναμε και πολύ καλά (με τις “αριστερές” ίσως λίγο καλύτερα, αλλά και αυτό όχι πολύ…). Ασυναίσθητα, και ίσως με κάποιες δόσεις αφέλειας και αμετροέπειας (περί παρθενογένεσής μας), οι λέξεις αυτές μάς γίνονταν νοητές ως βαρίδια και όχι ως εφόδια. Έτσι, δεν χάναμε ευκαιρία να τους βγάζουμε -αυθάδικα και προβοκατόρικα- τη γλώσσα. Η ιδεολογική αντιπαράθεση και οι προκλήσεις μας εναντίον τους ήταν το ψωμοτύρι με το οποίο μεγαλώσαμε και προχωρήσαμε. Από εκείνα τα χρόνια, δυο μειοψηφικά συνθήματα που ακούγονταν στις ουρές των διαδηλώσεων (και αποτύπωναν ανάγλυφα αυτή τη ρήξη) θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη: “δε θέλουμε πορείες με τους αριστερούς, θέλουμε τους μπάτσους στην άσφαλτο νεκρούς”, “πορείες και ντουντούκες αυτή δεν είναι λύση, ποτάμια από το αίμα τους πρέπει να κυλήσει”

Τι κι αν κουρασμένοι αλλά ευφυείς αγωνιστές και αγωνίστριες προσπαθούσαν να μας κάνουν ν’ αντιληφθούμε (με το καλό ή και το άγριο…) ότι “οι μπάτσοι είναι απλώς εμπόδια, δεν είναι ο κύριος εχθρός”. Εμείς, με το δίκιο της νιότης, τους αντιγυρίζαμε “ν’ αφήσουν τις θεωρίες”. Τι κι αν κυκλοφόρησε κι εκείνο το τραγούδι που μας προέτρεπε υπαρξιακά να σκοτώσουμε “τον μπάτσο που έχουμε μέσα μας”…

Έτσι, αφού διάβασα τους “Ανθρωποφύλακες” και άφησα να κατακάτσει μέσα μου η σκόνη από αυτή τη ζόρικη ανάγνωση, το μόνο που βρήκα να πω στον πατέρα μου ήταν το εξής: “Το διάβασα το βιβλίο του φίλου σου του Περικλή. Πολύ δυνατό. Αλλά εντάξει, μη νομίζεις… Αυτά που γίνονταν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ τώρα γίνονται στη ΓΑΔΑ. Αυτά που τραβήξανε γενιές και γενιές κομμουνιστών, τα τραβάνε τώρα μονάχα οι αναρχικοί”. Φαντάζομαι ότι σήμερα κάτι τέτοιο μπορεί να ακούγεται ως υπερβολικό, αν όχι “βλάσφημο”. Ας ληφθεί όμως υπ’ όψη ότι τότε, κάπου στις αρχές του 1992, ήταν νωπή ακόμα η σύλληψη, η πολυήμερη κράτηση και τα βασανιστήρια στη ΓΑΔΑ εναντίον 33 αναρχικών αφισοκολλητών-αφισοκολλητριών, κατηγορούμενων για την αποκάλυψη του κρατικού εμπρησμού της Πρυτανείας του Πολυτεχνείου και το φόρτωμα “αυτού του νέου Ράιχστανγκ” στους συλληφθέντες καταληψίες. Στο άκουσμα των λεγομένων μου για τους “Ανθρωποφύλακες”, θυμάμαι το πρόσωπο το πατέρα μου να σκοτεινιάζει, να μη βγάζει άχνα και να κουνάει υποτιμητικά το κεφάλι λέγοντας: “Τι να σου πω; Ό,τι και να σου πω είναι λίγο”… Μετά από αυτό, έκανε μέρες να μου μιλήσει. Θυμάμαι πόσο είχα νευριάσει τότε μαζί του. Λυπάμαι που δεν πρόλαβα να του πω ότι τελικά -πιθανότατα- αυτός να είχε δίκιο, αφού τώρα πλέον είμαι βέβαιος ότι ένα είναι το σίγουρο: χρειάζονται πολλά καντάρια αρετής και τόλμης για να βρεις το ανάστημα ώστε να ξαναζήσεις, να καταγράψεις και να δημοσιοποιήσεις την εξανδραποδισμένη αθλιότητα που ένιωσες στο πετσί σου, καθιστώντας την ακόμα αθλιότερη…

ΙΙ.

Έπειτα, τα χρόνια πέρασαν. Το ονοματεπώνυμο του Περικλή συνέχιζε να είναι παρών στο πατρικό σπίτι, με διάφορες αφορμές. Είτε για το σχολιασμό κάποιου άρθρου του στην “Ελευθεροτυπία” και την “Εποχή”, είτε μέσω κάποιου από τα βιβλία που συνέχισε ανελλιπώς να γράφει και των οποίων οι γονείς μου υπήρξαν τακτικοί αναγνώστες. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι στην Αίγινα είχα ξεμείνει από αναγνώσματα. Έτσι, έπεσαν στα χέρια μου οι “Ανεπίδοτοι Έρωτες”. Το διάβασα στο πι και φι. Για να πω την αλήθεια, δεν με ενθουσίασε αν και το θεώρησα παραδόξως ως ένα απαισιόδοξα αισιόδοξο γραπτό.

Τα χρόνια συνέχισαν να περνάνε. Τον Δεκέμβρη του 2008, θυμάμαι τον Περικλή εκλεγμένο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, να υπερασπίζεται (ή και απλώς να “ερμηνεύει”…) τους εξεγερμένους και τις εξεγερμένες από τα αντιπολιτευτικά έδρανα της βουλής της αστικής “δημοκρατίας” (εκείνης που “διαδέχτηκε ομαλά” την αστική δικτατορία που τον δίωξε, τον φυλάκισε και τον βασάνισε…) και να στέκεται ειλικρινά απέναντι στα καθεστωτικά γαβγίσματα που λάσπωναν τη μνήμη του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Λίγους μήνες αργότερα (και αφού ο Τσίπρας είχε “φορέσει το δαχτυλίδι” που του είχε περάσει ο Αλαβάνος), το 2009 ο Περικλής ευτυχώς “έφυγε νωρίς”. Έφυγε νωρίς από το μαντρί της “ανανεωτικής αριστεράς”, πριν αυτό αρχίσει να επεκτείνεται, μέχρι τη διαδοχική μετατροπή του -κατά τη διάρκεια της μνημονιακής δεκαετίας- από “ελάσσονα” σε “αξιωματική” αντιπολιτευτική, κι έπειτα σε συγκυβερνητική συνιστώσα του κοινοβουλευτικού θεάτρου σκιών.

Το Δεκέμβρη του 2015, ο Περικλής έλεγε (στο 3pointmagazine.gr) :

[…] Η εξέγερση του Δεκέμβρη του ‘08 ήταν το ορατό μέρος μιας λανθάνουσας εξέγερσης που δεν είχε εμφανιστεί. Δηλαδή αυτή τη στιγμή που μιλάμε, όλες οι αδικίες που έχουν συσσωρευτεί εις βάρος αυτού του λαού, υπάρχουν σαν ξερά ξύλα έτοιμα για φωτιά. Το προσάναμμα λείπει.

[…] Στη δική μας την εποχή, όταν ήμασταν έφηβοι, ήταν ακόμα η βαριά σκιά του εμφυλίου πολέμου και παρόλο που το κίνημα είχε νικηθεί και πολιτικά και στρατιωτικά, φοβόντουσαν κάτι που θα μπορούσε να γεννηθεί όπως έγινε και με την ΕΔΑ. Οπότε η έννοια του να είσαι αριστερός, έστω κληρονομικό δίκαιο, αν δηλαδή ήταν ο πατέρας σου, την πλήρωνες κι εσύ, πήγαινε στην οικογένεια.

Στη σημερινή εποχή τα πράγματα δεν είναι έτσι, γιατί η εξουσία βλέπει ότι αν υπάρχει πολυφωνία, αν υπάρχουν κόμματα, αν υπάρχουν διάφορες κινήσεις, στην ουσία τροφοδοτούν την εξουσία. Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως δύναμη ανατροπής, στην ουσία είναι δύναμη ανανέωσης και στήριξης του υπάρχοντος συστήματος. Τώρα δεν έχουμε διώξεις για κάτι τολμηρό που γράφουμε. Δεν έχουμε δίωξη κάποιου δημοσιογράφου ή συγγραφέα για αυτό που έγραψε, γιατί αυτά αναφέρονται σε μεγάλο κοινό. Όπου όμως υπάρχουν ομάδες δραστήριες, οι οποίες δεν είναι συμβιβασμένες, αυτές οι ομάδες διώκονται. Υπάρχει δίωξη σε εκείνες τις ομάδες οι οποίες ενοχλούν την εξουσία, όπως συμβαίνει με τους 5 φοιτητές τώρα. Αυτό που βλέπω λοιπόν τώρα είναι ότι η εξουσία μέσω Τσίπρα κυριάρχησε για ακόμα μια φορά και όλες οι υπόλοιπες ομάδες που αντιστέκονται, γιατί υπάρχουν πολλές ομάδες που αντιστέκονται στην Ελλάδα, δεν μπορούν ούτε να συντονιστούν ούτε να δημιουργήσουν κάτι πιο σοβαρό. Ας πούμε ένα ενιαίο μέτωπο. Άρα λοιπόν αυτή τη στιγμή που μιλάμε, είμαστε σε μια εξουσία, που εκφράζεται από τον Τσίπρα και σε μια μη εξουσία, που βρίσκεται στα διάφορα κινήματα-ομάδες […]

ΙΙΙ.

Οι άνθρωποι ως γνωστόν δεν είναι όντα αθάνατα, ούτε άτρωτα, ούτε αψεγάδιαστα. Με γνώμονα το αξίωμα που θέλει τους ύστατους αποχαιρετισμούς να διεκδικούν την πληρότητά τους μονάχα όταν αγγίζουν σφαιρικά και δίχως φτιασίδια το βίο που εξιστορούν, ας ειπωθούν και τα παρακάτω: πάνε χρόνια από τότε που η εντύπωση και η εικόνα που διατηρούσα μέσα μου για αυτόν τον αγωνιστή είχε λαβωθεί. Γνώριζα ότι επρόκειτο για έναν ηλικιωμένο άνθρωπο “του ποτού, του τσιγάρου και του νυχτοπερπατήματος”. Ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι ήταν ένας από αυτούς που “ήπιαν μια φορά και μέθυσαν για πάντα”. Παρ’ όλα αυτά, οι διηγήσεις από φίλες και συντρόφισσες για τον ενίοτε επιθετικό τρόπο “καρδιοκατακτητικής” συμπεριφοράς του προς το “ωραίο φύλλο”, όπως και η στενάχωρα μεθυσμένη εικόνα του, ένα βράδυ -προ δεκαετίας και βάλε– στο καφενείο του Σάκη στην πλατεία Εξαρχείων, είχαν ραγίσει (χωρίς όμως να αποκαθηλώσουν… ) το φωτεινό πορτραίτο του μέσα σ’ εκείνο το παιδικό “βιβλίο των ηρώων του δρόμου”.

ΙV.

Αλλά είπαμε. Οι άνθρωποι ως γνωστόν είναι όντα θνητά, τρωτά και ψεγαδιασμένα. Το ζήτημα είναι να παραμένουν άνθρωποι. Το ζήτημα είναι να συνεχίζουν ν’ αγωνίζονται. Όπως μπορεί ο καθένας. Αλλά να συνεχίζουν ν’ αγωνίζονται. Και ο Περικλής Κοροβέσης παρέμεινε άνθρωπος, από εκείνους που συνεχίζουν, όπως μπορούν και θέλουν ν’ αγωνίζονται. Από αυτούς που όταν φεύγουν, αφήνουν ανεξίτηλο το χνάρι τους πάνω στους “καιρούς που μέλλονται για να ‘ρθουν”. Από αυτούς που μέχρι και την τελευταία ικμάδα της ζωής την δωρίζουν για την ικανοποίηση της ύστατης επιθυμίας τους:

Εγώ δεν ξέρω αν είμαι αναρχικός ή αριστερός. Αυτό που θέλω εγώ είναι να μην πεθάνω μαλάκας”.

Αντίο Περικλή.

Λ.Β.

Αθήνα, 12 Απρίλη 2020

One thought on “Μνήμη Περικλή Κοροβέση (Αργοστόλι 20/7/1941 – Αθήνα 11/4/2020)

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *