Μια συζήτηση με τους συντρόφους/ισσες από την Κατάληψη Panetteria του Μιλάνου (μέρος Α)

φώτο: συνοικία Giambellino, Μιλάνο: “να υπερασπιστούμε τους εργαζόμενους όχι τα κέρδη των αφεντικών. Λιγότερες στρατιωτικές επενδύσεις περισσότερες για την Υγεία. Στοπ στα ενοίκια και τους λογαριασμούς”.

Επιδημία και Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης, Εδαφική Στρατιωτικοποίηση και Οικονομία Πολέμου, Ταξικές Αντιστάσεις και Κοινωνική Αλληλεγγύη στην Ιταλία της Κρίσης.

Νοσοκομεία σε εμπόλεμη κατάσταση, κατάμεστα νεκροτομεία και φέρετρα σε στρατιωτικά καμιόνια. Άδειοι δρόμοι και στρατιωτικοποιημένες πλατείες, βαγόνια του μετρό γεμάτα εργαζόμενους και εργοστάσια σε πλήρη λειτουργία παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας. Εξεγέρσεις στις φυλακές όλης της χώρας, αυθόρμητες και αυτοοργανωμένες απεργίες στους χώρους δουλειάς (κυρίως) στο Βορρά, απόπειρες μαζικών απαλλοτριώσεων προϊόντων από σούπερ μάρκετ (ιδιαίτερα) στο Νότο. Αυτές είναι μερικές από τις εικόνες που φτάνουν από την Ιταλία σε καραντίνα, εν μέσω επιδημίας και κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Μέσα σε αυτή την κρίσιμη ιστορική συγκυρία, στα πλαίσια της ταξικής αντιπληροφόρησης και της διεθνιστικής αλληλεγγύης, θεωρήσαμε πολιτικά χρήσιμη μια διαδικτυακή συζήτηση με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες της Κατάληψης Panetteria του Μιλάνου. Ακολουθεί, το πρώτο μέρος αυτής της συζήτησης το οποίο έχει δημοσιευτεί (και) στα ιταλικά στο  panetteriaoccupata.noblogs.org

Την στιγμή που όλος ο κόσμος βρίσκεται μπροστά σε μια υγειονομική κρίση και με περιοριστικά μέτρα πρωτοφανή για καιρούς “ειρήνης”, η Ιταλία -ειδικά η Λομβαρδία- αποτελούν μια από τις χώρες -και τις περιοχές- που έχουν χτυπηθεί πιο άγρια από τον ιό Covid-19. Κατά τη γνώμη σας, υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι για το γεγονός ότι η Ιταλία και ειδικά η Λομβαρδία διατηρεί [τουλάχιστον ως τώρα] τη θλιβερή πρωτιά στην Ευρώπη σε αριθμούς επιβεβαιωμένων κρουσμάτων και νεκρών από αυτήν την πανδημία; Μπορείτε ν’ αναφερθείτε στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης, τα περιοριστικά μέτρα και τις αντανακλάσεις τους στην καθημερινή κοινωνική πραγματικότητα της χώρας και της πόλης σας, κατά τη διάρκεια αυτού του τελευταίου μήνα;

Γύρω στις 20/02 ανακαλύφθηκε το πρώτο κρούσμα κορωνοϊού στο Κοντόνιο (δήμος της επαρχίας του Λόντι). Στις 22/02 στη Λομβαρδία τα κρούσματα ήταν ήδη 220 κι ενώ ήδη προσδιοριζόταν και αποκλειόταν η πρώτη κόκκινη ζώνη στην περιοχή του Λόντι, πολιτικοί και κυβερνήτες δήλωναν ότι οι πόλεις δεν θα σταματήσουν. Χαρακτηριστικό, το απεριτίφ στην περιοχή Navigli του δημάρχου Σάλα και του γραμματέα του [κεντροαριστερού] Δημοκρατικού Κόμματος Ζινγκαρέττι, υπό το σλόγκαν: “Το Μιλάνο δεν σταματάει”. Λίγες μέρες αργότερα, αναγκάστηκαν να καταπιούν τα λόγια τους.

Σήμερα [6 Απρίλη] τα κρούσματα στην Ιταλία ανέρχονται σε 132.547, εκ των οποίων το 40% στη Λομβαρδία, και οι θάνατοι σε 16.523 εκ των οποίων το 50% στη Λομβαρδία. Δεδομένα που δημοσιοποιούνται καθημερινά από την υπηρεσία πολιτικής προστασίας, αριθμοί που εντυπωσιάζουν και μέρα με τη μέρα έφεραν μια σειρά περιοριστικών μέτρων, τα οποία -εξαρχής- κατέστησαν σε απροσπέλαστο κάθε χώρο κοινωνικότητας και διαμόρφωσης, κάθε δημιουργική ή πολιτισμική δομή. Μέτρα που ανέστειλαν την ελευθερία κυκλοφορίας των ανθρώπων, απαγόρευσαν της δημόσιες συγκεντρώσεις, τις συναθροίσεις και τις απεργίες, διαχέοντας μια σχολαστική στρατιωτικοποίηση των εδαφών.

Αυτά τα μέτρα συνοδεύτηκαν από κυριολεκτικούς μιντιακούς βομβαρδισμούς διασποράς του πανικού, εγκληματοποίηση όσων βγαίνουν από το σπίτι “χωρίς βάσιμη αιτία, αυστηροποίηση των ποινών για όσους δεν ακολουθούνε τις ντιρεκτίβες της κυβέρνησης. Όλα αυτά συνοδευόμενα από μια πατριωτική ρητορική, με την οποία θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι είμαστε όλοι ενωμένοι και υπεύθυνοι για την καταπολέμηση αυτής της επιδημίας.

Μπροστά στις εικόνες των νοσοκομειακών ΜΕΘ, ξέχειλων από τις καθημερινές εισαγωγές βαριά ασθενών και σχετικά με τις ελλείψεις σε προσωπικό και δομές, δεν υπήρξε καμία ανάληψη ευθύνης από πλευράς της κυβέρνησης και όλων των κυβερνήσεων που προώθησαν τις υγειονομικές πολιτικές αυτών των τελευταίων δεκαετιών, προς όφελος της ιδιωτικής και με σημαντικές περικοπές των κονδυλίων (37 δισ. από το 2010) της δημόσιας υγείας. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας έκλεισαν 759 νοσοκομειακά τμήματα και καταργήθηκαν 40.000 κλίνες. Από το 2010 ως το 2017 έκλεισαν 115 νοσοκομεία. Επομένως, η επιδημία βρήκε το δημόσιο σύστημα υγείας ήδη ετοιμοθάνατο μετά από πολλά χρόνια κρίσιμης κατάστασης. Η δημόσια υγεία πέρασε στα χέρια των Περιφερειών, με τη διαχείριση παχυλών χρηματοδοτήσεων που ευνόησαν τη διαφθορά και την ιδιωτική υγεία, η οποία στη Λομβαρδία έφτασε να απορροφάει το 40% των κονδυλίων και αποδείχτηκε εντελώς απούσα σε αυτήν την έκτακτη ανάγκη, αφού όπως κάθε άλλη ιδιωτική επιχείρηση επενδύει για να έχει κέρδη και προτιμάει να μη διαθέτει τμήματα πρώτων βοηθειών, επειγόντων περιστατικών και ανάνηψης αφού αυτά δεν είναι πολύ κερδοφόρα.

Στη Λομβαρδία, από τη δεκαετία του 1990 ως σήμερα οι κλίνες του δημόσιου συστήματος υγείας έχουν μειωθεί κατά σχεδόν 50%. Έτσι, μ’ ένα δημόσιο σύστημα υγείας υποχρηματοδοτημένο, μια έκτακτη συνθήκη όπως η τωρινή έθεσε σε κρίση ολόκληρο το σύστημα.

Ενώ οι υγειονομικοί λειτουργοί τώρα δοξάζονται, χειροκροτούνται και θεωρούνται οι νέοι ήρωες ενός Κράτους που όντας πιστό στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο φόρτωσε πάντα τα κοινωνικά κόστη στη συλλογικότητα, τα ποσοστά κρουσμάτων μεταξύ τους ανεβαίνουν και σήμερα κυμαίνονται γύρω στο 10/11%. Σε μερικούς οίκους ευγηρίας τα ποσοστά [μεταξύ των εργαζόμενων] ανέρχονται σε 20%. Την ίδια ώρα, οι θάνατοι των υγειονομικών λειτουργών, 87 μέχρι σήμερα, συνεχώς αυξάνονται ενώ παράλληλα κατασκευάζονται νοσοκομεία έκτακτης ανάγκης. Το υγειονομικό προσωπικό, ακόμα και ως τώρα, στερείται ατομικά μέσα προστασίας, μάσκες, γάντια και προστατευτικές στολές. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι την ίδια ώρα δεν υπόκειται σε τεστ, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την υγεία τους καθώς κι εκείνη των ατόμων που ζούνε μαζί τους.

Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Λομβαρδίας και γενικότερα της Ιταλίας είναι το υψηλό ποσοστών του πληθυσμού άνω των 65 χρόνων και ο χαμηλός δείκτης γεννητικότητας. Μ’ ένα ολοένα και πιο συγκεντροποιημένο σύστημα υγείας, πολλοί ηλικιωμένοι πέθαναν στα σπίτια τους ή σε γηροκομεία, συχνά στερούμενοι κάθε είδους βοήθειας και θεραπείας, εξ’ αιτίας και πάλι των περικοπών στις τοπικές υγειονομικές μονάδες. Επίσης, άνθρωποι από ευπαθείς ομάδες με υποκείμενα νοσήματα μολύνθηκαν από τον ιό και έχασαν τη ζωή τους μέσα στα νοσοκομεία, τα οποία μετατράπηκαν σε κυριολεκτικές εστίες μετάδοσης του Covid 19. Τα νοσήματα που είναι πιο διαδεδομένα στην περιοχή μας είναι ακριβώς τα αναπνευστικά, επιστημονικά τεκμηριωμένα και αναλυμένα ως συνέπειες των υψηλών ποσοστών μόλυνσης, μπροστά στα οποία όμως δεν συγκινείται η λογική του κέρδους.

Ενώ οξυνόταν το κλίμα συναγερμού και επιβολής, πολλές επιχειρήσεις παρέμεναν -παρ’ όλα αυτά- ανοιχτές ενώ πολλές από αυτές βρίσκονται συγκεντρωμένες ακριβώς στις λεγόμενες “κόκκινες” περιοχές, στη Μπρέσια και το Μπέργκαμο, στο επίκεντρο της επιδημίας, εκεί όπου έχουν καταγραφεί τα μισά από το σύνολο των κρουσμάτων στη Λομβαρδία. Η μετακίνηση χιλιάδων εργαζόμενων και η έλλειψη μέσων ασφαλείας για την προστασία τους, συνεισέφεραν σημαντικά στη γρήγορη μετάδοση του ιού σε αυτές τις περιοχές. Αυτό δεν ισχύει μονάχα για τη Λομβαρδία, αφού και στις –εξίσου υψηλά παραγωγικές περιοχέςτου Πεδεμόντιου και της Εμίλια Ρομάνια, η μετάδοση του ιού δεν μειώνεται. Μια προληπτική καραντίνα που ισχύει για όλους, αλλά όχι για τα εκατομμύρια των μισθωτών εργαζόμενων που υποχρεώνονται από τα αφεντικά τους να βρίσκονται για 8, 10, 12 ώρες στοιβαγμένοι σε εκατοντάδες εργοστάσια, αποθήκες, εργοτάξια και καταστήματα, χωρίς καμία προστασία και χωρίς να έχουν τη δυνατότητα εγγύησης για την τήρηση -έστω και των ελάχιστων- μέτρων προφύλαξης τους από τη μετάδοση του ιού.

Το τελευταίο διάταγμα του πρωθυπουργού Κόντε, με το οποίο υποτίθεται ότι θα επιβαλόταν το κλείσιμο όλων των μη αναγκαίων παραγωγικών δραστηριοτήτων, έπειτα από πίεση της Confindustria [του ιταλικού ΣΕΒ], έδωσε πολλά περιθώρια ελιγμών σε επιχειρήσεις του χημικού, κλωστοϋφαντουργικού και μεταποιητικού τομέα ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν τις δραστηριότητες τους -ακόμα κι αν δεν κρίνονται σε αυτή τη φάση αναγκαίες- μέσω υπεύθυνων δηλώσεων που δεν θα ελεγχθούν ποτέ, όπως επίσης και καμία ποινή δεν θα επιβληθεί στις επιχειρήσεις που δεν σέβονται τους κανόνες ασφαλείας για τους εργαζόμενους. Μονάχα στο Μπέργκαμο 1800 επιχειρήσεις ζήτησαν να κάνουν χρήση του διατάγματος ενώ στη Μπρέσια ΄ήταν αντίστοιχα 2980.

Ούτε η πολεμική βιομηχανία σταματάτησε. Στο Cameri, στην επαρχία της Νοβάρα, συνεχίζει η συναρμολόγηση και η παραγωγή των καταδιωκτικών-βομβαρδιστικών F35, για την εξασφάλιση της οποίας εκατοντάδες εργαζόμενοι κινδυνεύουν ν’ αρρωστήσουν. Το ίδιο και στη RWM στο Domusnovas της Σαρδηνίας όπου -σαν να μη συμβαίνει τίποτα- συνεχίζονται οι εργασίες επέκτασης των εγκαταστάσεων ώστε να διπλασιαστεί η παραγωγή πολεμικού υλικού (αεροπορικών βομβών τύπου ΜΚ και εκρηκτικών ΡΒΧ).

Μέσα σε μια συνθήκη βαθιάς οικονομικής κρίσης, οι αντανακλάσεις στην κοινωνική ζωή αρχίζουν να γίνονται βαριές και βιώνονται μέσα σ’ ένα είδος σιωπηλής απομόνωσης. Οι οικογένειες βρίσκονται επιβαρυμένες αφού είτε δουλεύουν είτε δεν μπορούν να δουλέψουν για να παράξουν εισόδημα, πρέπει να απασχολούνται με τα παιδιά τους, να παρακολουθούν τη διδασκαλία τους, να στέκονται σε ατέλειωτες ουρές για να ψωνίσουν, να φροντίζουν οι ίδιες τους ηλικιωμένους, χωρίς οικιακές βοηθούς, να βιώνουν εντάσεις οι οποίες αν πριν λειαίνονταν με τις ώρες που περνούσαν έξω από το σπίτι, τώρα στριμώχνοται μέσα στις πυκνοκατοικημένες και στενάχωρες κατοικίες. Επίσης, υπάρχουν και οι μοναχικοί άνθρωποι, εκείνοι που έχουν αποκοπεί από κάθε συναισθηματική σχέση και ανθρώπινη επαφή και βρίσκονται ακόμα πιο εκτεθειμένοι μέσα σ’ ένα κλίμα φόβου και μοναξιάς. Έπειτα, υπάρχουν και τα παιδιά για τα οποία δεν γίνεται πολύς λόγος, οι συνέπειες αυτής της συνθήκης στα οποία θα γίνουν -πιθανότατα- αντιληπτές αργότερα. Η διάχυτη αίσθηση είναι εκείνη μιας ζωής υπό μια ανασταλτική διάσταση, όπου βρίσκει χώρο η αλληλεγγύη αλλά και ο φόβος για τον άλλον, η ελπίδα ότι όλο αυτό θα τελειώσει και η συνειδητοποίηση του γεγονότος πως η οικονομική κρίση θα είναι σαρωτική. Ιδιαίτερα στις περιοχές του Νότου, όπου η φτωχοποίηση ήδη αγγίζει εκατομμύρια γυναίκες και άντρες που δουλεύουν μαύρα και πληρώνονται με μεροκάματα, εκεί όπου η ανεργία κινείται ήδη γύρω στο 40%.

Το ταξικό αποτύπωμα των διακρίσεων είναι ξεκάθαρο σε κάθε επιλογή που προωθεί η κυβέρνηση επιβάλλοντας συνθήκες που δεν μπορούν να εφαρμοστούν από ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού: στη διδασκαλία εξ’ αποστάσεως, όπου ένα μεγάλο ποσοστό μαθητών και φοιτητών στερείται των τεχνικών μέσων για να παρακολουθήσουν τα ηλεκτρονικά μαθήματα, ενώ σε μερικές περιοχές δεν υπάρχει καν το δίκτυο που να μπορεί να τα υποστηρίξει. Στο “μένουμε σπίτι” για οικογένειες που δεν έχουν σπίτι ή κινδυνεύουν σύντομα να το χάσουν. Σε πολλούς κλάδους εργαζομένων, οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στα μέτρα κοινωνικής απόσβεσης και αυτά είναι μονάχα μερικά παραδείγματα.

Παρ’ όλο το κλίμα της επικρατούσας φαινομενικής παράλυσης, στην πραγματικότητα καθημερινά αυξάνονται οι μορφές αντίστασης σε πολιτισμικό, κοινωνικό, πολιτικό επίπεδο. Με τις συνελεύσεις των εργαζομένων που δεν είναι διατεθειμένοι να θυσιαστούν στο όνομα του κέρδους. Με τα καλέσματα για το δικαίωμα στη στέγη και τη διοργάνωση της απεργίας ενοικίου. Με τις διεκδικήσεις του -ακόμα πιο εξαντλημένου από αυτήν την έκτακτη κατάσταση- υγειονομικού προσωπικού. Με τις απόπειρες σε κλάδους και από υποκείμενα που πριν ήταν αόρατα, να κινητοποιηθούν, να αυτοοργανωθούν και να διεκδικήσουν καλύτερες εργασιακές συνθήκες. Μορφές αντίστασης που εκφράστηκαν και μέσα στις φυλακές, με διάφορες μορφές εξέγερσης που ολοκληρώθηκαν και με αρκετούς θανάτους κρατουμένων, οι οποίοι διεκδικούσαν την αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στην προστασία της υγείας τους και την αναγκαιότητα της λήψης μέτρων αποσυμφόρησης και αμνηστίας.

Γεννιούνται οι εθελοντικές ταξιαρχίες για την έκτακτη ανάγκη, διάσπαρτες σε όλες τις περιοχές του Μιλάνου που στηρίζουν του μοναχικούς ανθρώπους και εκείνους με προβλήματα καθημερινής διαχείρισης των αναγκών τους. Αυξάνονται οι συγκεντρώσεις και οι διανομές τροφίμων, οι συλλογικές και οι ατομικές χειρονομίες αλληλεγγύης. Παρά τις υπαρκτές και ξεκάθαρες δυσκολίες στη μετακινήσεις και τις συναντήσεις, γίνεται απόπειρα για τη συνέχεια αυτής της δουλειάς, με διαφορετικούς τρόπους συνάντησης, συζήτησης, επεξεργασίας και κοινωνικοποίησης των υλικών αγαθών και των προτάσεων.

Κατάληψη Panetteria

Μιλάνο, 8 Aπρίλη 2020

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *