φώτο: εργαζόμενοι και εργαζόμενες σε εργοστάσιο της βόρειας Ιταλίας σε αυθόρμητη απεργία με κεντρικό πρόταγμα “δεν είμαστε κρέας προς σφαγή!”
Επιδημία και Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης, Εδαφική Στρατιωτικοποίηση και Οικονομία Πολέμου, Ταξικές Αντιστάσεις και Κοινωνική Αλληλεγγύη στην Ιταλία της Κρίσης.
Νοσοκομεία σε εμπόλεμη κατάσταση, κατάμεστα νεκροτομεία και φέρετρα σε στρατιωτικά καμιόνια. Άδειοι δρόμοι και στρατιωτικοποιημένες πλατείες, βαγόνια του μετρό γεμάτα εργαζόμενους και εργοστάσια σε πλήρη λειτουργία παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας. Εξεγέρσεις στις φυλακές όλης της χώρας, αυθόρμητες και αυτοοργανωμένες απεργίες στους χώρους δουλειάς (κυρίως) στο Βορρά, απόπειρες μαζικών απαλλοτριώσεων προϊόντων από σούπερ μάρκετ (ιδιαίτερα) στο Νότο. Αυτές είναι μερικές από τις εικόνες που φτάνουν από την Ιταλία σε καραντίνα, εν μέσω επιδημίας και κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Μέσα σε αυτή την κρίσιμη ιστορική συγκυρία, στα πλαίσια της ταξικής αντιπληροφόρησης και της διεθνιστικής αλληλεγγύης, θεωρήσαμε πολιτικά χρήσιμη μια διαδικτυακή συζήτηση με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες της κατάληψης Panetteria του Μιλάνου.
Ακολουθεί, το δεύτερο μέρος αυτής της συζήτησης το οποίο έχει δημοσιευτεί (και) στα ιταλικά στο panetteriaoccupata.noblogs.org
Το πρώτο μέρος ΕΔΩ
Αυτή η πανδημία, η οποία ξέσπασε μετά από περισσότερα από δέκα χρόνια διαρκούς καπιταλιστικής κρίσης και πολιτικών κοινωνικού-ταξικού σφαγιασμού, έφερε στην επιφάνεια όλες τις καταστρεπτικές συνέπειες του “ιδιωτικού καπιταλισμού” των τελευταίων 40 χρόνων ηγεμονίας της αμερικανοκίνητης νεοφιλελεύθερης “παγκοσμιοποίησης” και των δογμάτων των διεθνοποιημένων “ελεύθερων” αγορών. Τώρα, με ολόκληρο τον πλανήτη υπό κατάσταση πολιορκίας, με κλειστά αεροδρόμια και σφραγισμένα σύνορα, με την παραγωγή σχεδόν μπλοκαρισμένη και τα εμπορικά κέντρα εκκενωμένα, πρόεδροι κρατών και πρωθυπουργοί, τραπεζίτες και διευθύνοντες σύμβουλοι, χρηματιστές και επενδυτές “μοιάζουν σαν να ξαναδιαβάζουν Κέυνς ανακαλύπτοντας την “χαμένη αθωότητα” του έθνους-κράτους-επιχειρηματία”. Μέχρι στιγμής, όλες οι αντιφάσεις, όλα τα διαφοροποιημένα συμφέροντα και στρατηγικές των κρατών-μελών της ΕΕ έκαναν ξεκάθαρο το γεγονός ότι η Ευρώπη -πράγματι- δεν είναι το σπίτι των λαών. Παράλληλα, οι εικόνες της άφιξης της βοήθειας από την Κίνα με τις ταυτόχρονες κατασχέσεις υγειονομικού υλικού από τη Γερμανία δημιούργησαν μια κάποια αμηχανία σε όλους εκείνους/ες που ανέμιζαν εδώ και χρόνια τη σημαία του ευρωπαϊσμού “tης δημοκρατίας, της αλληλεγγύης και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων”. Από την άλλη πλευρά, όλο και πιο συχνά, καθεστωτικοί αναλυτές και προπαγανδιστές μας προειδοποιούν ότι ζούμε σε μια φάση οικονομίας πολέμου όπου η μοναδική βεβαιότητα είναι ότι “τίποτα δεν θα είναι όπως πριν”. Εσείς τι λέτε;
Οποιαδήποτε και αν είναι η προέλευση του Covid 19, το συνταρακτικότερο στοιχείο είναι αναμφίβολα η πολεμική ορολογία που τον συνόδευσε και έκανε αμέσως θραύση στα καθεστωτικά μμε. Εκφράσεις στρατοπέδου όπως “είμαστε στην πρώτη γραμμή του μετώπου” ή “τιμή στους ήρωες του πολέμου” επαναλήφθηκαν ασταμάτητα, συνοδευόμενες από την επιστροφή μιας αναχρονιστικής πατριδοκαπηλίας και με τον εθνικό ύμνο από τα μπαλκόνια, κάτι που -με την επιδείνωση της υγειονομικής κατάστασης- δεν κράτησε για πολύ. Οι έρημοι δρόμοι έδιναν την εικόνα μιας κηρυγμένης απαγόρευσης κυκλοφορίας, η οποία -σε ένα βαθμό- κατέληξε να επισκιάσει τους επιστημονικούς όρους εξάπλωσης της πανδημίας και των εφικτών λύσεων πρόληψης και θεραπείας. Αυτό που τίθεται σε αμφισβήτηση δεν είναι μερικά απαραίτητα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή -όπως η χρήση μασκών, η καραντίνα, η τήρηση αποστάσεων μεταξύ των ανθρώπων, το κλείσιμο δημόσιων χώρων και ο περιορισμός των κοινωνικών σχέσεων- όσο η ένταξη αυτών των μέτρων μέσα σ’ ένα πλαίσιο που προσομοιάζει σε μια εμπόλεμη συνθήκη.
Τελικά όμως, αυτά που επικράτησαν ήταν τα υπαρκτά δεδομένα για την πανδημία, για την κυκλική εξέλιξή της (με μια αυξητική, μια ευθεία και μια πτωτική φάση συνολικής διάρκειας σχεδόν τριών μηνών) και τα προληπτικά μέτρα μέσω γενικευμένης χρήσης των τεστ, για τις πιθανές θεραπείες και το εμβόλιο, για την ενίσχυση της Υγείας σε τοπικό επίπεδο και την αναγκαιότητα επαρκούς χρηματοδότησης των δημόσιων νοσοκομείων και των ιατρικών ερευνών.
Περνώντας τώρα στις οικονομικές πτυχές της υπόθεσης των κορωνοϊού, μερικά φαινόμενα φέρνουν στο νου καταστάσεις που είναι χαρακτηριστικές μιας οικονομίας πολέμου. Για παράδειγμα, η βιομηχανική μετατροπή σε μερικά εργοστάσια για την παραγωγή προϊόντων που έλειπαν από την εθνική αγορά (όπως οι μάσκες και οι αναπνευστήρες). Όμως, πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις. Την ίδια ώρα, η παραγωγή των πραγματικών όπλων συνεχίζει ανενόχλητη και εν μέσω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης (πχ εκείνη των F35 από την Leonardo στο Cameri). Φυσικά δεν τίθεται ζήτημα σύγκρισης με τον αυταρχικότητα των πολεμικών καιρών. Αν κάτι τίθεται ως ζήτημα αυτή είναι μια διακοπή εργασιών των πολυεθνικών παραγωγικών μονάδων. Πρόκειται για το αποτέλεσμα του διεθνούς καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας που επικράτησε κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών και άστοχα ονομάστηκε “παγκοσμιοποίηση”, από τον οποίο είναι δύσκολη αν όχι απίθανη η επιστροφή σε μια εθνικά επικεντρωμένη οικονομία.
Τώρα έχει εμφανιστεί πλέον κι ένα άλλο φαινόμενο που είναι τυπικό της οικονομίας πολέμου: η αισχροκέρδεια στα είδη πρώτης ανάγκης. H τιμή του αλευριού σκληρού σίτου (εκείνου για την παρασκευή ζυμαρικών) διπλασιάστηκε ενώ η τιμή του ίδιου του σκληρού σίτου αυξήθηκε κατά ένα μόλις ευρώ, περνώντας από τα 25 στα 26 ευρώ τα εκατό κιλά (μια αύξηση χαμηλότερη του 4%). Άραγε, πότε θ’ αρχίσει η μαύρη αγορά;
Ένα άλλο φαινόμενο που προσομοιάζει σε μια οικονομία πολέμου είναι ο -σίγουρα αξιοσημείωτος αν και χρονικά προσδιορισμένος- περιορισμός της εσωτερικής κατανάλωσης, με μοναδικές εξαιρέσεις στον διατροφικό και το φαρμακευτικό κλάδο. Φυσικά, όλο αυτό επιφέρει μια αύξηση των ιδιωτικών αποταμιεύσεων, οι οποίες και μετατρέπονται στον προνομιακό στόχο για τα επενδυτικά ταμεία και τις εκδόσεις κρατικών ομολόγων. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα στα αναγκαστικά πολεμικά δάνεια ή στη συλλογή χρυσού για την πατρίδα. Άλλωστε η χρηματοπιστωτική αγορά έχει γίνει τόσο αυτόματη, γρήγορη και διακλαδωμένη, που καθιστά σε εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση τη ρύθμισή της από πλευράς οποιασδήποτε εθνικής αρχής. Κάποιες μεγαλύτερες πιθανότητες θα είχανε τα ευρω-ομόλογα, σε περίπτωση που αυτή η πρόσκαιρη οντότητα ονόματι Ευρωπαϊκή Ένωση ή ορθότερα η Κεντρική Τράπεζα της κατάφερνε να επιτύχει μια εύλογη διαμεσολάβηση ανάμεσα στις διάφορες εθνικές επιδιώξεις. Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά θα μεταφραστούν σε μια εκθετική αύξηση τόσο του δημόσιου όσο και του ιδωτικού χρέους. Τα χρέη όμως τελικά, σε κάθε περίπτωση πληρώνονται.
Μέσα από την ιστορία της κατάστασης έκτακτης ανάγκης του Covid 19, απέκτησαν και πάλι ορατότητα μερικές ποικίλες τάσεις που αυτοπροσδιορίζονται ως “αριστερές”, οι οποίες αναμασάνε τις κεϋνσιανές θεωρίες για την έξοδο από την καπιταλιστική κρίση: μια επιστροφή του νεο-κεϋνσιανισμού. Οι κεϋνσιανές πολιτικές εφαρμόστηκαν στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της ύφεσης της δεκαετίας του 1930, μέσα από τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ο Ρούσβελτ καθώς και άλλες -ευρωπαϊκές- χώρες με άλλες μορφές και τρόπους. Αυτές συμπυκνώνονται ουσιαστικά σε μια μαζική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, με σκοπό τη δημιουργία πρόσθετης ζήτησης -μέσα από τεράστια δημόσια έργα- για την απορρόφηση μιας σαρωτικής ανεργίας. Φυσικά αυτά τα μέτρα ασκούν μια κοινωνική επιρροή ως προς τις συνέπειες της κρίσης, με την προοπτική μιας επανεκκίνησης των καπιταλιστικών κερδών, η οποία και μπορεί να επέλθει μέσω της συγκεντροποίησης των κεφαλαίων και της μείωσης των εργατικών μισθών. Όπως και να έχει, η αποτελεσματικότητα αυτών των πολιτικών δεν είναι βέβαιη, αφού -μετά από μια σύντομη περίοδο περιορισμένης ανάκαμψης– αυτές εξελίχτηκαν σε έναν “πολεμικό κεϋνσιανισμό”, όταν κατά τη διάρκεια του 2ου παγκόσμιου πόλεμου σχεδόν το σύνολο της παραγωγής –από τα άρματα μάχης μέχρι τα κουμπιά των στολών- πέρασε στο κράτος.
Στη μεταπολεμική περίοδο, κατά τη διάρκεια των χρυσής καπιταλιστικής τριακονταετίας –όπου το δημόσιο χρέος είχε μειωθεί σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά- οι κεϋνσιανές πολιτικές σε μερικές χώρες της δυτικής Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Ιταλία, μεταφράστηκαν σε ένα σύστημα κρατικής-ιδιωτικής “μεικτής οικονομίας” και ενός κοινωνικού κράτους (walfare state), δηλαδή στην κρατική διαχείριση ενός σημαντικού μέρους του –έμμεσου ή κοινωνικού- εργατικού μισθού, μέσα από την κατάθεση στα κρατικά ταμεία σημαντικών κοινωνικών εισφορών από πλευράς των μισθωτών εργαζομένων ή -για λογαριασμό τους- από τους εργοδότες τους. Όπως και να έχει, αυτό το σύστημα ελαχιστοποιήθηκε ή σχεδόν αποδεκατίστηκε από τις συνέπειες της κρίσης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970, με ιδιωτικοποιήσεις και βιομηχανικές αποτοπικοποιήσεις σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους. Επομένως οι νεο-κεϋνσιανές τάσεις, οι οποίες παρουσιάζουν μια επικίνδυνη σύγκλιση με τις αντίστοιχες “κυριαρχικές της δεξιάς”, μοιράζονται με αυτές κι ένα χαμηλό ποσοστό υλοποίησης, δεδομένης της επικυκυριαρχίας -κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών- των μεγάλων πολυεθνικών “χωρίς πατρίδα” και του διεθνούς χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού επί των εθνικών κρατών.
Επιπρόσθετα, απ’ ότι φαίνεται και όπως υποστήριζε και ο Paul Mattick σ’ ένα άρθρο του 1940, ακόμα και ο πόλεμος έχει χάσει την ικανότητα του για το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης. Έγραφε ο Mattick: “Μέσα στην κυκλική πορεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μια γρήγορη συσσώρευση κεφαλαίων έχει ως συνέπεια την ύφεση και την κρίση, ενώ ο ίδιος μηχανισμός επίλυσης της κρίσης οδηγεί σε μια νέα φάση συσσώρευσης και ανάπτυξης. Ως άμεση συνέπεια, μια περίοδος καπιταλιστικής ειρήνης οδηγεί στον πόλεμο και ο πόλεμος σε μια νέα ειρηνική περίοδο. Όμως τι συμβαίνει όταν η οικονομική ύφεση γίνεται διαρκής; Ακόμα και ο πόλεμος ακολουθεί την ίδια πορεία κι επομένως ο διαρκής πόλεμος είναι τέκνο της διαρκούς οικονομικής ύφεσης”. Έπειτα, ο Mattick έφτανε την ανάλυσή του στις ακραίες συνέπειες της, δηλώνοντας: “Σήμερα το ζήτημα -στο βαθμό που η ύφεση δεν μπορεί ν’ αποτελέσει πλέον τη βάση για μια νέα ευημερία- είναι να δούμε αν ο ίδιος ο πόλεμος έχει χάσει την κλασική λειτουργία της απαραίτητης καταστροφής-ανοικοδόμησης που πυροδοτεί μια διαδικασία ταχείας καπιταλιστικής συσσώρευσης και μεταπολεμικής ειρηνικής ευημερίας”. Σήμερα, ο διαρκής πόλεμος εξελίσσεται μέχρι στιγμής σε περιοχές της καπιταλιστικής ημιπεριφέρειας, όπως στη Μέση Ανατολή, την Αφρική και το Αφγανιστάν, με εξαίρεση τη σύγκρουση στις πύλες της Ευρώπης, σε Ντονμπάς/Ουκρανία. Επομένως, δημιουργείται η αίσθηση πως η πανδημία του κορωνοϊού μπορεί ν’ αποτελέσει ένα υποκατάστατο του διαρκούς πολέμου, στο οποίο όμως εμπλέκονται άμεσα οι καπιταλιστικά ανεπτυγμένες χώρες. Ένα υποκατάστατο που είναι ταυτόχρονα τεράστιο και ελάχιστο: τεράστιο ως προς τις κοινωνικές θυσίες που επιφέρει, ελάχιστο για το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης. Στο τέλος αυτής της ιστορίας, δεν θα υπάρξει κάποια οικονομική ανάκαμψη, ούτε όμως και μια κατάρρευση του καπιταλισμού αλλά -πιθανότατα- μια επιτάχυνση των διαδικασιών της εξελισσόμενης κρίσης.
Κατάληψη Panetteria
Μιλάνο, 11 Aπρίλη 2020