1983. Ο εκλεγμένος με το Ριζοσπαστικό Κόμμα βουλευτής Αντόνιο Νέγκρι, στα έδρανα της ιταλικής Βουλής.
Με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο του Ιταλού φιλόσοφου και πολιτικού επιστήμονα, καθηγητή και συγγραφέα Αντόνιο (Τόνι) Νέγκρι [Πάντοβα 1/8/1933 – Παρίσι 16/12/ 2023], αναδημοσιεύουμε το ακόλουθο βιογραφικό σημείωμα του. Γράφτηκε κριτικά -από αναρχική σκοπιά- από τους Κροίσο & Οδόθεο, συγγραφείς της έκδοσης “Βάρβαροι. Η άτακτη Ανταρσία” που κυκλοφόρησε στην Ιταλία από τις εκδόσεις ΝΝ τον Σεπτέμβρη του 2002. Μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφόρησε έντυπα, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, από τις εκδόσεις Τζεντάι στην Αθήνα το φθινόπωρο του 2005 ενώ βρίσκεται διαθέσιμη σε ηλεκτρονική μορφή στο athens.indymedia.org.
Δυο βδομάδες μετά το θάνατο του, την πρωτοχρονιά του 2024 δημοσιεύθηκε διαδικτυακά στο ιταλικό blog πολιτικής ανάλυσης socialismodelsecoloxxi.blogspot.com ένα αναλυτικό κείμενο του Carlo Formenti, ένα βιογραφικό σημείωμα για τη θεωρητική – πολιτική διαδρομή αυτού του “κακού δασκάλου”, γραμμένου κριτικά από κομμουνιστική σκοπιά, με τον εύγλωττο τίτλο “Antonio Negri. Ένας άνθρωπος που ήθελε να ορμήξει στον ουρανό πατώντας στις άκρες των ποδιών”, το οποίο μεταφράζεται στα ελληνικά και θα δημοσιευθεί σύντομα στο prolprot.espivblogs.net.
ΥΓ: Όπως έχει γραφτεί και αλλού: […] Η διαδρομή των ανθρώπων κρίνεται ολάκερη και στο σύνολο της. Ούτε μονάχα από την αφετηρία και τις ενδιάμεσες στάσεις της, ούτε μονάχα από τον τερματικό σταθμό της. Αν και συνήθως, αυτός ο τελευταίος είναι που βαραίνει -ή τουλάχιστον θα έπρεπε…- ιδιαίτερα στο ζύγι του όποιου τελικού απολογισμού που σχετίζεται με τον κάθε ανθρώπινο βίο […] και η κυρτή πλάτη της ιστορίας λαβωμένη μένει, γεμάτη πληγές από τις βουρδουλιές της μνήμης…
Προλεταριακή Πρωτοβουλία
Αθήνα, Γενάρης 2024
Ένα βιογραφικό σημείωμα του Αντόνιο Νέγκρι [1933 -2023] από τους συγγραφείς των “Βάρβαρων” [*] για όσους δεν τον ξέρουν.
Ο Αντόνιο Νέγκρι γεννήθηκε την πρώτη Αυγούστου του 1933 στην Πάντοβα της Ιταλίας, την πολιτισμική πρωτεύουσα των θρησκόληπτων και της άθλιας μπουρζουαζίας του Βένετο. Ο νεαρός Τόνι Νέγκρι, ένας ένθερμος πιστός, ανακάλυψε τη στράτευση όταν έγινε μέλος της θρησκευτικής οργάνωσης “Καθολική Δράση”. Η δεκαετία του ’50, ήταν για την Ιταλία η περίοδος οικονομικής ανάκαμψης, ένα καταπληκτικό καπιταλιστικό φαινόμενο που έμεινε για πάντα χαραγμένο στα μάτια και την καρδιά του Νέγκρι, ο οποίος έχοντας αντικαταστήσει το Θεό με τον Μαρξ, άρχισε να συχνάζει στους κύκλους της Νέας Αριστεράς. Τη δεκαετία του ’60, ο Τόνι Νέγκρι συμμετείχε ενεργά στην επεξεγεργασία του εργατισμού, αρχικά ως εκδότης του περιοδικού Quaderni Rossi (Κόκκινα Τετράδια) και μετέπειτα του Classe Operaia (Εργατική Τάξη). Τι είναι ο εργατισμός; Είναι η ιδεολογία με βάση την οποία, το εργοστάσιο είναι το κέντρο της εργατικής πάλης και οι εργάτες είναι οι μόνοι χτίστες της επανάστασης, γιατί με τον αγώνα τους αναγκάζουν το κεφάλαιο ν’ αναπτυχθεί προς μια απελευθερωτική κατεύθυνση Οι εργατιστές κατηγορούν κόμματα και σωματεία, αλλά αργότερα η κριτική τους περιορίζεται σ’ επίπληξη για το ότι δεν εκπληρώνουν αποτελεσματικά το καθήκον τους. Όσο για όλες τις μορφές έξω απ’ το εργοστασιακό περιβάλλον, καταδικάζονται ή σνομπάρονται. Δεν είναι ανάγκη να πούμε ότι κανένας από τους διάφορους διανοούμενους που έδωσαν ζωή στον εργατισμό, συχνά αποδράσαντες από το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα, δεν έχει δουλέψει ούτε μια μέρα στο εργοστάσιο. Για παράδειγμα, ο Νέγκρι προτιμούσε να διδάσκει “Επιστήμη του Κράτους” στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας, αφήνοντας την αμφίβολη ευχαρίστηση της γραμμής συναρμολόγησης στους προλετάριους. Η στρατηγική του εργατισμού, πέρα από την κατά καιρούς ακραία φρασεολογία τους, απότελούταν από την επιθυμία να “επαναθέσει σε κίνηση ένα θετικό μηχανισμό της καπιταλιστικής ανάπτυξης”, μέσα στο οποίο “μία δύναμη των σκληρά εργαζομένων να ενεργοποιήσει τις απαιτήσεις τους” μέσω “της επαναστατικής χρήσης του ρεφορμισμού”.
Το 1969, ο Νέγκρι ήταν ένας από τους ιδρυτές της “Εργατικής Εξουσίας”, μιας οργάνωσης που συνδύαζε τη συνήθη απολογία για το υπάρχον (“ολόκληρη η ιστορία του κεφαλαίου, ολόκληρη η ιστορία της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι στην πραγματικότητα η ιστορία των εργατών”) μ’ ένα διακηρυγμένο σκοπό ηγεμονίας πάνω στο υπόλοιπο του κινήματος, που αποκρυσταλλώθηκε στην καταδίκη του “αυθορμητισμού” στ’ όνομα ενός αποτελεσματικότερου συγκεντρωτισμού των αγώνων (“να διασφαλίσει στην πράξη την ηγεμονία των εργατικών αγώνων πάνω στους φοιτητικούς και προλεταριακούς αγώνες…έτσι ώστε να σχεδιάσει, να οδηγήσει και να κατευθύνει τη μάζα των εργατικών αγώνων”). Η “Potere Operaio” διαλύθηκε το 1973 χωρίς να έχει καταφέρει να κατευθύνει οτιδήποτε. Από τις στάχτες της γεννήθηκε ο πολιτικός χώρος, γνωστός ως “Εργατική Αυτονομία” (“Αutonomia Operaia”), o οποίος επίσης στοιχειώθηκε από τα λενινιστικά φαντάσματα της κατάκτησης της εξουσίας. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν το επαναστατικό κίνημα στο σύνολο του αρχίζει να θέτει το πρόβλημα της βίας. Ο Τόνι Νέγκρι στα βιβλία του εκθειάζει τη μορφή του “εγκληματία εργάτη”, δικαιολογεί την καταφυγή στο σαμποτάζ και τον ένοπλο αγώνα, αλλά πάντοτε μέσα στα όρια του μαρξιστικού – λενινιστικού οράματος για την κοινωνική σύγκρουση. Στον Νέγκρι, είναι πάντοτε παρούσα μια χωρίς όρους αποδοχή και δικαιολόγιση του καπιταλισμού. Σε βιβλίο του, που κυκλοφόρησε το 1977, έγραφε “ο κομμουνισμός επιβάλλεται πρώτα απ’ όλα από το ίδιο το κεφάλαιο ως παραγωγικές συνθήκες…μόνο η κατασκευή του καπιταλισμού μπορεί στ’ αλήθεια να μας δώσει επαναστατικές συνθήκες”, μια αναγνώριση που κατά τη γνώμη του, πρέπει να ισοδυναμεί με ακραίες συνέπειες: “η πιο προχωρημένη μορφή καπιταλισμού, η μορφή του εργοστασίου, καταλαμβάνεται με την αυτοργάνωση των εργατών”. Αλλά παρ’ όλο που η θεωρητική παραγωγή του είναι μάλλον επικερδής, δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό ανταποκρίνεται σε μια αντίστοιχη πρακτική επιρροή. Οι χιλιάδες των επαναστατών που συμμετείχαν στην ένοπλη έφοδο ενάντια στο κράτος, μια έφοδος που έφτασε στο απόγειο της γύρω στα 1977-78, δεν έβρισκαν στις φιλοσοφικές αναλύσεις του καθηγητή από την Πάντοβα καμία χρησιμότητα.
Όμως, αυτές τις φιλοσοφικές αναλύσεις τις πήρε στα σοβαρά ένας εισαγγελέας αυτής της πόλης, ο Γκουίντο Καλότζερο σύμφωνα με τον οποίο ο Νέγκρι θα ήταν ο αληθινός αρχηγός των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Μια ωμή και παράλογη θεωρία, αλλά μια θεωρία που το δίχως άλλο ταίριαζε καλά στις ανάγκες του κράτους: να φέρει ένα κομμάτι απ’ το κίνημα, το επιφανέστερο κομμάτι του, στο φως της δημοσιότητας, με σκοπό να προκαλέσει στο κίνημα σιωπή. Στα πλαίσια των ενεργειών που είχαν πραγματοποιηθεί από τις Brigate Rosse, των οποίων τα κατορθώματα προκάλεσαν τόσο θόρυβο στα μ.μ.ε, αποσιωπήθηκαν οι χιλιάδες μικρές επιθετικές ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν εκείνα τα χρόνια. Γιατί να μην επαναλάβουν το ίδιο εγχείρημα και στο πεδίο των ιδεών, χρησιμοποιώντας το διάσημο όνομα του παντοβάνου καθηγητή; Και πάνω απ’ όλα, γιατί να μην συνδέσουν τα δύο πεδία; Επιπλέον, η δικαστική οδύσσεια του Τόνι Νέγκρι αρχίζει στις 7 Απριλίου 1979, όταν συνελήφθη μαζί με δεκάδες άλλους στρατευμένους κατά τη διάρκεια μιας πολιτικής επιχείρησης ενάντια στο χώρο της Εργατικής Αυτονομίας. Η κατηγορία είναι αυτή της σύστασης ανατρεπτικής οργάνωσης και ένοπλης συμμορίας, αλλά μέσα σε λίγους μήνες, οι κατηγορίες εναντίον του Νέγκρι πολλαπλασιάζονται στο σημείο να περιλαμβάνουν και αυτές της ένοπλης εξέγερσης κατά των δυνάμεων του κράτους, την απαγωγή και τη δολοφονία του χριστιανοδημοκράτη ηγέτη Άλντο Μόρο καθώς επίσης και 17 άλλες δολοφονίες (κατηγορίες για τις οποίες ο Νέγκρι θα απαλλαγεί μέσα στα επόμενα χρόνια). Αυτή είναι η περίοδος που οι “ομολογίες” των μετανοημένων και οι ειδικοί νόμοι, οι οποίοι ήταν επιθυμία του υπουργού εσωτερικών Κοσίγκα, γέμισαν τις φυλακές με χιλιάδες στρατευμένους, επιταχύνοντας τις σκληρές κοινωνικές εντάσεις.
Τον Δεκέμβριο του 1980, ξεσπάει μια εξέγερση στη φυλακή του Τράνι, όπου κρατείται ο Νέγκρι. Θύμα της εικόνας των μ.μ.ε, που τον παρουσιάζουν ως “κακό δάσκαλο”, ο Νέγκρι ενοχοποιείται με την κατηγορία ότι ήταν ένας από τους υποκινητές αυτής της εξέγερσης. (Πέντε χρόνια αργότερα, με το τέλος της δίκης, θ’ απαλλαχτεί). Στην πραγματικότητα, εκτός απ’ το ότι εξακολουθεί να γράφει βιβλία, ο Νέγκρι ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για τη σταθεροποίηση του κράτους παρά για την ανατροπή του. Στα γραπτά του, αρχίζει να μορφοποιεί την αποκρουστική υπόθεση της αποκήρυξης. Στερούμενος κάθε αξιοπρέπειας, συνηθισμένος στον χειρότερο οπορτουνισμό, ο Νέγκρι προτείνει στο κράτος να παραχωρήσει δικαστικά προνόμια στους πολιτικούς κρατούμενους που θ’ αποκηρύξουν δημόσια τη χρήση βίας και θα διακηρύξουν ότι ο πόλεμος ενάντια στο κράτος έχει αντικειμενικά τελειώσει. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι όσον αφορά τους φυλακισμένους που δε θα προδώσουν τις επιλογές τους, το κράτος θα είναι δικαιολογημένο στη χρήση της σκληρότερης καταστολής.
Οι ιδέες του Νέγκρι άρχισαν να εξαπλώνονται στις φυλακές. Η μακρινή ψευδαίσθηση μιας ελευθερίας αποκτημένης μέσω της αποκήρυξης βρίσκει τους ζητιάνους της. Στα 1982, κυκλοφορεί ένα έγγραφο υπογεγραμμένο από 51 πολιτικούς κρατούμενους στ’ οποίο, διακηρύσσουν το τέλος της εποχής της ένοπλης εξέγερσης ενάντια στο κράτος. Αυτό το έγγραφο θα είναι μόνο η αρχή. Τον Φλεβάρη του 1983, αρχίζει η δίκη ενάντια στο Νέγκρι και τους άλλους κατηγορούμενους που συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια της επιχείρησης της 7ης Απρίλη 1979. Το Ριζοσπαστικό Κόμμα (Partito Radicale) -που αντιπροσωπεύει τους “ειλικρινά δημοκρατικούς” αστούς, υμνητές της μη – βίας και του πασιφισμού- επωφελούμενο το θόρυβο της δίκης, προτείνει στο Νέγκρι να θέσει υποψηφιότητα με το ψηφοδέλτιο του στις επερχόμενες εκλογές. Σε περίπτωση εκλογής του, ο Νέγκρι θ’ απελευθερωνόταν λόγω της βουλευτικής ασυλίας. Όμως οι ριζοσπαστικοί ζητούν από το Νέγκρι να παραμείνει στην Ιταλία και να συνεχίσει τη μάχη για την απελευθέρωση του από την φυλακή, σε περίπτωση που το κοινοβούλιο άρει την ασυλία του. Ο Νέγκρι δέχεται την υποψηφιότητα και υπόσχεται στους ριζοσπαστικούς ότι σε καμία περίπτωση δεν θα διέφευγε στο εξωτερικό. Εκλέγεται βουλευτής στις 26 Ιούνη και και αποφυλακίζεται στις 8 Ιούλη 1983. Η απελευθέρωση του προκαλεί την αντίδραση των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων που κινητοποιούνται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, με σκοπό την άρση της βουλευτικής ασυλίας του Τόνι Νέγκρι που τελικά επιτυγχάνεται στις 20 Σεπτέμβρη. Την παραμονή της άρσης, στις 19 Σεπτέμβρη ο Νέγκρι βρίσκει άσυλο στη Γαλλία. Την επόμενη μέρα, το κοινοβούλιο άρει την ασυλία του με 300 ψήφους υπέρ και 293 κατά. Στις 26 Σεπτέμβρη, ολοκληρώνεται η δίκη της “7ης Απρίλη” και ο Νέγκρι καταδικάζεται.
Δεν μπορούμε να πούμε ότι στη Γαλλία ο Νέγκρι γνώρισε και πολύ τη σκληρή ζωή της εξορίας. Όντας ένας πανεπιστημιακός καθηγητής διεθνούς φήμης, ήδη από το Νοέμβρη του 1983 διορίστηκε σαν αλλοδαπό μέλος του συμβουλίου του Διεθνούς Κολλεγίου Φιλοσοφίας. Από το 1984 μέχρι το 1997, ο Τόνι Νέγκρι δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Παρισίου – VIII και στο Λύκειο της οδού Ούλμ. Εν τω μεταξύ, στην Ιταλία το κράτος αποδέχτηκε την πρόταση του και ψήφισε ένα νόμο που επιβραβεύει την αποκήρυξη. Επιπλέον, ο Νέγκρι διεξήγαγε έρευνα για λογαριασμό κάποιων υπουργείων και άλλων γαλλικών κυβερνητικών θεσμών. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Νέγκρι δημοσίευσε διάφορα βιβλία και ανακάλυψε τις ομοιότητες του με τους Γάλλους μετά-στρουκτουραλιστές διανοούμενους, με τους οποίους μοιράζεται για παράδειγμα την άρνηση της ατομικής αυτονομίας. Μεταξύ των παρεμβάσεων του εκείνων των χρόνων, θυμόμαστε την επιμονή του για μια αμνηστία που θα θέσπιζε το τέλος των αγώνων της δεκαετίας του ’70, τη συμπάθεια του για το νέο κόμμα της Λέγκας [του Βορρά] (ρατσιστικό κόμμα που υπερασπίζεται τα συμφέροντα των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρηματιών που όχι τυχαία γεννήθηκε στο Βένετο), τη δημόσια συμφιλίωση του με τον πρώην υπουργό εσωτερικών Κοσίγκα που ήταν ο κύριος υπεύθυνος για την καταστολή του κινήματος της δεκαετίας του ’70.
Την 1η Ιούλη 1997 ο Τόνι Νέγκρι επιστρέφει οικειοθελώς στην Ιταλία και φυλακίζεται στη φυλακή Ρεμπίμπια της Ρώμης, όπου πρέπει να εκτίσει την ποινή στην οποία είχε καταδικαστεί (αισθητά μειωμένη λόγω των δύο γενικών αμνηστιών που παραχωρήθηκαν το 1986 και το 1988). Τον Ιούλη του 1998 τού παραχωρείται το προνόμιο της εξωτερικής εργασίας σ’ έναν συνεταιρισμό εθελοντικής εργασίας που συνδέεται με φιλανθρωπίες. Τον Αύγουστο του 1999 αποκτά την ημί-ελευθερία (βγαίνει το πρωί από τη φυλακή και επιστρέφει το απόγευμα).
Το 2000, ο Νέγκρι επιστρέφει στο προσκήνιο με την έκδοση του βιβλίου Αυτοκρατορία, που έγραψε σε συνεργασία με τον Μάικλ Χαρντ, και το οποίο γνώρισε τεράστια επιτυχία. Στην Ιταλία, όπου το όνομα του ανασύρει άσχημες μνήμες και ως εκ τούτου γίνεται θύμα μιας εκδοτικής βιομηχανίας υποκείμενης στην πλέον συντηρητική πολιτική δύναμη, το βιβλίο του θα εκδοθεί το 2002. Τώρα ο Τόνι Νέγκρι είναι το πολιτικό σημείο αναφοράς των Ανυπάκουων – Disobbedienti (πρώην Λευκές Φόρμες – Tute Bianche), των οποίων η φρασεολογία, αν και μερικές φορές ακραία, δεν τους εμποδίζει να συμμετέχουν πλήρως στη θεσμική αριστερά.
[*] […] Οι δύο ψευδώνυμοι συγγραφείς του στρέφουν τα πυρά τους όχι μόνο ενάντια σ’ ένα βιβλίο, την Αυτοκρατορία, -η οποία και μετατράπηκε για κάποια κομμάτια του διαταξικού συνοθυλεύματος που ονομάστηκε “κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης” σε ευαγγέλιο- αλλά στον ίδιο το γερασμένο αιχμάλωτο κόσμο. Οι Βάρβαροι των Κροίσου και Οδόθεου επιτίθενται στην κοινωνία του χρήματος και του θεαμάτος, βρίσκονται σε πόλεμο με τον κόσμο των αφεντικών και των ιδιοκτητών: ένα κόσμο τον οποίο οι Μάικλ Χαρντ και Τόνι Νέγκρι μέσα από αυτό το βίβλιο, φορώντας τη φόρμα της “εφικτής” αντιπαράθεσης και της “δημιουργικής” αντίστασης, προσπαθούν να περισώσουν. Οι τετρακόσιες και πλέον σελίδες της Αυτοκρατορίας των δυο ακαδημαϊκών δεν είναι άλλο από μια διανοουμενίστικη απολογία του υπάρχοντος. Οι λιγότερες από εκατό των Βάρβαρων είναι μια αδυσώπητη κήρυξη πολέμου εναντίον του […]
Απόσπασμα από το Σημείωμα της Ελληνικής Έκδοσης των Βάρβαρων (Εκδόσεις Τζεντάι. Καλοκαίρι του 2005)