Πριν μερικές μέρες έπεσε στην αντίληψη μας ένα μικρό κείμενο που έχει αναρτηθεί στον ιστότοπο της ταινίας «ΛΥΣΣΑ» με τίτλο «Ελληνικός Εμφύλιος». Δε μπορούμε να αφήσουμε ασχολίαστο μέρος του κειμένου το οποίο θεωρούμε πως εκτός από αναληθές σε σημεία (τα οποία θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε), φλερτάρει επικίνδυνα με μια πρόσφατη αστική προσέγγιση, τόσο της μάχης του Δεκέμβρη του 1944, όσο και του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας πολύ διαδεδομένη μέσω των άρθρων και βιβλίων των «κυνηγών μύθων» (σύμφωνα πάντα με την athens voice) Μαρατζίδη και Καλύβα. Είναι γνωστό το «νέο ιστορικό ρεύμα» και η δεξιά αναθεωρητική γραμμή – κύριοι εκφραστες της οποίας είναι οι προαναφερθείς «καθηγητές» – αλλά κρίνουμε σκόπιμο να κάνουμε κάποιες συγκρίσεις χωρίς να παραγνωρίζουμε τις διαφορετικές αφετηρίες στην ανάλυση.
Οι συντάκτες σε ένα πολύ μικρό κείμενο χρησιμοποιούν έντονα φορτισμένες λέξεις χωρίς να αναλύουν διεξοδικά τα νοήματά τους – «ολοκληρωτικά καθεστώτα», «κατάληψη της εξουσίας» κ.α. – κάνοντας μας να θέλουμε να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά.
Ενώ γίνεται αναφορά στην «λευκή τρομοκρατία», δεν εξηγείται τι νοηματοδοτεί αυτή η συγκεκριμένη χρονική περίοδος. Παρατίθεται απλά ο όρκος του ταγματασφαλίτη. Η «λευκή τρομοκρατία» λοιπόν ουσιαστικά είναι η απαρχή ενός μονόπλευρου εμφυλίου πολέμου που ξεκίνησε αμέσως μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, με χαρακτηριστικά το κλίμα διώξεων και βίας που ξέσπασε εις βάρος των προσκείμενων στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ καθώς και δημοκρατών πολιτών, η οποία περίοδος συμπεριελάμβανε κατά κόρων αποκεφαλισμούς Κομμουνιστών – και όχι μόνο – και μεταφορά των κομμένων κεφαλιών από χωριό σε χωριό για “παραδειγματισμό” αλλά και για να εισπραχθούν επικηρύξεις. Γράφουν οι συντάκτες του κειμένου «Στην Πελοπόννησο, οι ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στον ΔΣΠ και τον εθνικό στρατό […] ανάγκασαν χιλιάδες κατοίκους των χωριών της Μάνης ειδικά […] να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τα χωριά τους και «να βγουν στο βουνό». Όχι ακριβώς για την «πατρίδα», όπως τόσα κείμενα της αριστεράς μας έχουν πει, όχι μόνο για την «απελευθέρωση» της χώρας από τη βρετανική κυριαρχία και τους Έλληνες δυνάστες τους, αλλά για την ίδια τη ζωή και την αξιοπρέπειά τους […] αναγκάζοντας, ουσιαστικά, τις ηγεσίες τους να αποδεχτούν την επιλογή τους». Οι συντάκτες μάλλον έχουν μπερδέψει δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους. Αυτή, κατά την περίοδο της λευκής τρομοκρατίας που οι άνθρωποι κρύβονταν στα βουνά για να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους και αυτή κατά το φούντωμα του εμφυλίου μετά το 1947. Δεκάδες κυνηγημένοι άνθρωποι μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας – όσοι δεν είχαν πάρει σύνδεση να περάσουν εκτός Ελλάδας – γύρναγαν σαν θηρία για πάνω από ένα χρόνο σε όλη την ελληνική επικράτεια – γνωστοί κυρίως με τα αρχικά ΟΔΕΚΑ (Ομάδες Δημοκρατικών Ενόπλων Καταδιωκόμενων Αγωνιστών). Οι καταδιωκόμενοι αγωνιστές δε μπορούσαν τις περισσότερες φορές να επηρεάσουν τις αποφάσεις των κομματικών γραφείων και παρά τις εκκλήσεις τους για ανάπτυξη του αντάρτικου ήδη απ’ το ’45 αυτό έγινε στα τέλη του ’46 – μέχρι τότε τα ολιγάριθμα αντάρτικα τμήματα δεν συγκρούονταν με στρατιωτικές μονάδες παρά διέλυαν σχηματισμούς ΜΑΥ ώστε να διευκολύνονται τα περάσματα των τμημάτων από περιοχή σε περιοχή. Η ενοποίηση των αντάρτικων αυτών ομάδων έγινε με την δημιουργία του Δημοκρατικού Στρατού στις 28 Οκτώβρη του ’46. Θα συμφωνήσουμε πως μπροστά στον κίνδυνο του χαμού της ίδιας της ζωής η πατρίδα περνάει σε δεύτερη μοίρα αλλά το εύλογο ερώτημα είναι: οι άνθρωποι αυτοί με την φυγή τους στα βουνά εξανάγκασαν την ηγεσία να πάρει αποφάσεις για την ανάπτυξη του αντάρτικου στρατού; Γιατί δε μας γίνεται κατανοητό ποια ακριβώς επιλογή εξαναγκάστηκαν οι ηγεσίες να αποδεχεχτούν. Κάτι τέτοιο είναι αρκετά μακρυά απ’ την πραγματικότητα, αφού το ΚΚΕ μέχρι και τις εκλογές του Μάρτη του ’46 δεν ήταν σίγουρο αν έπρεπε να εντείνει τον ένοπλο αγώνα και περισσότερο είχε ρίξει το βάρος της δουλειάς του στη νόμιμη οδό (δυνάμωμα των νόμιμων οργανώσεών του και των σωματείων του) κάνοντας ταυτόχρονα έκκληση για ειρήνη και ομαλή κοινωνική ζωή.
Περνώντας στο θέμα των «ολοκληρωτικών καθεστώτων», μας κάνει εντύπωση η χρησιμοποίηση ενός ορισμού («ολοκληρωτισμός», «ολόκληρωτικό καθεστώς») – από μια συλλογικότητα με αναφορές στην αναρχία – ο οποίος χρησιμοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’50 στην Αμερική και ο οποίος δημιουργήθηκε εσκεμμένα για να ταυτίσει το Γ’ Ράιχ με την ΕΣΣΔ προς χάριν της κερδοφορίας του κεφαλαίου και της γιγάντωσης του Καπιταλισμού. Δεν έχει αναλυθεί η χρήση του ορισμού στο κείμενο, τι κάνει ένα καθεστώς ολοκληρωτικό, αν δέχεται – η συντακτική ομάδα – την πάλη των τάξεων, τους ορισμούς του αστικού στρατοπέδου και των πανεπιστημίων του περί ολοκληρωτισμού κτλ. Δε θα μπούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες γιατί θα χρειάζονταν αρκετές σελίδες ανάλυσης τόσο της ιστοριογραφίας της δεκετίας του ’50 μεταξύ αστών αμερικανών ιστορικών και μαρξιστών ιστορικών καθώς και της διαμάχης των ιστορικών την δεκαετία του ’80. Στο κείμενο διαβάζουμε «Παρά το γεγονός ότι μάχονταν κάτω από τη σημαία μιας κομμουνιστικής ιδέας, η οποία είχε ήδη δημιουργήσει ολοκληρωτικά καθεστώτα, (οι ευθύνες του καθενός είναι δεδομένες)». Oι ευθύνες ποιου; του επαναστατικού κινήματος και των αγωνιστών του; Aς δούμε τι αναφέρει και ο «αγαπημένος» μας Ν. Μαρατζίδης επί του θέματος «Με άλλα λόγια, αν το ΚΚΕ κέρδιζε το 1949, όλοι ξέρουν ότι η μοίρα της χώρας δεν θα διέφερε από αυτή των υπόλοιπων βαλκανικών και ανατολικών κρατών που έζησαν την τραγωδία του κομμουνισμού»1. Να λοιπόν τι επικρατούσε στην Ελλάδα όταν οι πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες βρίσκονταν κάτω απ’ τον ζυγό των «ολοκληρωτικών καθεστώτων». Πλήρης εξάρτηση απ’ τον Αμερικανικό καπιταλισμό (Δόγμα Τρούμαν – Σχέδιο Μάρσαλ), Κυβέρνηση Π. Κανελλόπουλου με «σύγχρονους Παρθενώνες» (βλ. Μακρόνησο), και στη συνέχεια κυβερνήσεις αποστατών, στρατιωτική δικτατορία, Ο.Ν.Ε, ΝΑΤΟ κ.α.
Παρακάτω διαβάζουμε «ο σεβασμός στους αγωνιστές, σε όλες και όλους αυτούς που έδωσαν το αίμα τους, υπερασπιζόμενοι αξίες και ιδέες δεν αρκεί να δικαιολογήσει τη στάση της ηγεσίας και του κομματικού μηχανισμού που, ενέτασσε τον αγώνα αυτό σε έναν ευρύτερο ψυχροπολεμικό σχεδιασμό κατάληψης της εξουσίας» και «Είναι αυτονόητη η διαφωνία μας με κάθε κέντρο λήψης αποφάσεων, που σχεδίαζε κατάληψη της εξουσίας στα πρότυπα των τότε Λαϊκών Δημοκρατιών της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και σε κάθε κέντρο που κατευθύνει και ποδηγετεί έναν αγώνα». Οι συντάκτες προωθούν ιδεολογήματα τύπου «ναι μεν, αλλά». Μια ανάγνωση παρμένη ολοφάνερα απ’ την ατική αριστερά και τον φιλελεύθερο αστικό κόσμο. Εδώ ανοίγοντας μια παρένθεση θα πάμε λίγο πίσω χρονικά στον Δεκέμβρη του ’44 και θα παραθέσουμε ένα κομμάτι από άρθρο του Στ. Καλύβα : «αντίθετα με ό,τι υποστηρίζουν διάφοροι νεοφανείς απολογητές του, από πουθενά δεν προκύπτει ότι το KKE είχε εγκαταλείψει την ιδέα της βίαιης ρήξης. Εκείνο που δείχνουν τα στοιχεία είναι πως ενώ πρόκρινε τη δράση στο πλαίσιο της νομιμότητας, διατηρούσε τη δυνατότητα της προσφυγής στη βίαιη σύγκρουση, είτε με στόχο την άμεση κατάληψη της εξουσίας είτε ως μέσο για τη διαμόρφωση των συνθηκών που θα οδηγούσαν σε αυτήν. Με λίγα λόγια, όπως όλα τα κόμματα, έτσι και αυτό προσδοκούσε την εξουσία· και τον Δεκέμβριο του 1944 διέθετε δυναμική εξουσίας, κράτος και στρατό»2. Να μας συγχωρέσει ο αναγνώστης την ακροβασία απ’ τον Δεκέμβρη του ’44 στην περίοδο του Εμφυλίου αλλά αυτό γίνεται για να καταδειχθούν δύο πράγματα. Πρώτον, η αφομοίωση μέρους του «ανταγωνιστικού» κινήματος της αστικής ορολογίας και νοηματοδότησης («κατάληψη της εξουσίας» και πιο πάνω «ολοκληρωτικά καθεστώτα») και δεύτερον η de facto αμφισβήτηση της δυνατότητας ενός λαού να ζήσει όπως αυτός θέλει, και πολύ περισσότερο να αμφισβητήσει ένοπλα την κυριαρχία της αστικής τάξης. Εκτός και αν οι συντάκτες θεωρούν πως η διεξαγωγή ενός επαναστατικού πολέμου μπορεί να περατωθεί με Αντίσταση – Αυτοοργάνωση – Αλληλεγγύη.Στο ίδιο πλαίσιο η πρόταση «Η επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ – για τον μετασχηματισμό της μορφής του αγώνα από κοινωνικό/απελευθερωτικό, όπως ήταν του ΕΛΑΣ και της Αντίστασης (με τις υπαρκτές διαφωνίες και ενστάσεις μας προς αυτόν), σε αγώνα για την κατάληψη, από το Κόμμα, της εξουσίας και τη μετατροπή ενός αντάρτικου στρατού σε καθαρά κομματικό τακτικό στρατό – είναι λογικές, οι οποίες εγκολπώνουν στο εσωτερικό τους δομές και μηχανισμούς εξουσίας, όπως αυτές συναντώνται σε απολυταρχικά κράτη και μιλιταριστικούς στρατούς σε όλο τον κόσμο» δεν απαντάει στο πως γίνεται να διεξαχθεί ένας επαναστατικός πόλεμος αλλά και πως μια επαναστατική διαδικασία μπορεί να στευθεί με επιτυχία.
Λίγο παραπάνω στο κείμενο διαβάζουμε «Πέρα όμως από τις συνθήκες συγκρότησης και δράσης του αντάρτικου στην Πελοπόννησο – με αρκετή αυτονομία από τις «κεντρικές αποφάσεις» και πολλά στοιχεία αυτοοργάνωσης». Πως γίνεται ένας τακτικός στρατός, που δίνει λόγο στο Γενικό Αρχηγείο να δείχνει στοιχεία αυτοοργάνωσης και να έχει αυτονομία απ’ τις κεντρικές αποφάσεις μας φαίνεται αρκετά ασαφές μιας και στην σχετική βιβλιογραφία δε φαίνεται κάτι τέτοιο. Δηλαδή τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού σε Σάμο, Ικαρία και Λέσβο που ήταν ακόμα πιο απομονωμένα θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε υπόδειγμα αντάρτικου στρατού; Υπενθυμίζουμε πως υπήρχε το Κλιμάκιο Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας που προσπαθούσε – συχνά ανεπιτυχώς – να εφοδιάσει τους μαχητές της Πελοπονήσσου αλλά το να μιλάμε για στοιχεία αυτοοργάνωσης σε έναν οργανωμένο επαναστατικό στρατό μοιάζει περισσότερο με προσπάθεια να βρούμε κάτι να γράψουμε για να ταυτιστούμε. Και στη συνέχεια «οι πρωταγωνιστές του στην Πελοπόννησο, και όχι μόνο, όσο ο καιρός περνούσε, ένιωθαν όλο και πιο ξεκομμένοι από την υπόλοιπη Ελλάδα, απομονωμένοι, προδομένοι, χωρίς όπλα και εφεδρείες, για να γίνουν στη συνέχεια εύκολος στόχος και βορά των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων αντεκδίκησης, του στρατού και των ταγματασφαλιτών». Το πρόβλημα των όπλων και των εφεδρειών υπήρχε σε ολόκληρη την Ελλάδα αλλά γιατί οι συγκεκριμένοι μαχητές ένιωσαν προδομένοι δε μας γίνεται κατανοητό ούτε γίνεται προσπάθεια εξηγησής του.
Γυρίζοντας πίσω στο κομμάτι της «λευκής τρομοκρατίας οι συντάκτες για να υπογραμμίσουν την ακραία κατάσταση που διαδραματίζονταν στην Πελοπόννησο γράφουν «Η «λευκή τρομοκρατία» είχε την «τιμητική» της εκεί, απλώνοντας το φόβο σε άντρες και γυναίκες, καθώς οι εκτελέσεις και οι βιασμοί είχαν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας πριν το ξέσπασμα του «δεύτερου αντάρτικου» αλλά και αμέσως μετά το τέλος του». Κάνει εντύπωση η χρήση του τοπικού επιρρήματος «εκεί», θέλοντας να καταδείξει μια κάπως πιο ακραία κατάσταση που συνέβαινε στη Πελοπόννησο, αλλά δυστυχώς μια τέτοια ακραία κατάσταση βίωσαν κάτοικοι όλης της Ελλάδας με τρομερή σφοδρότητα. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις συμμορίες των Βουρλάκη (Ρούμελη) και Σούρλα (Θεσσαλία), γνωστές για το τρομοκρατικό τους όργιο, καθώς και το παγοποιείο «Φιξ» στα Γιάννενα, άντρο βασανιστηρίων απο πρώην εδεσίτες, γνωστού και ως Νταχάου της Ηπείρου.
Κλείνοντας, να αναφέρουμε πως ευτυχώς οι συντάκτες παρά τις διαφωνίες τους με την σταλινική «μητέρα» ρωσία, τη μετατροπή του αντάρτικου στρατού σε κομματικό στρατό για την «κατάληψη της εξουσίας», τα κέντρα που ποδηγετούν τους αγώνες και τέλος παρά την πάλη κάτω από μια κομμουνιστική ιδέα που είχε δημιουργήσει «ολοκληρωτικά καθεστώτα» σημειώνουν «Για εμάς, δεν τίθεται ζήτημα για το πού «γέρνει η πλάστιγγα» στην υπόθεση του Εμφυλίου. Σε μια εποχή τόσο αιματοβαμμένη και στυγνή, όσον αφορά την ίδια την αξία της ανθρώπινης ζωής και της αξιοπρέπειας, με τη φρικαλεότητα των δεξιών τόσο θεσμοθετημένη και σε ρόλο εκδίκησης των ανταρτών αλλά και τόσο δεμένη στο άρμα του φασισμού, δεν μας ενδιαφέρει να παραμείνουμε «ουδέτεροι» απέναντι στα όσα συνέβησαν ούτε να κρατήσουμε «ίσες αποστάσεις» μεταξύ «αριστερών» και «δεξιών»».
Εμείς να υπενθυμίσουμε πως η ταξική μνήμη δεν είναι σκουπίδι και οι αγώνες των λαών για πρόοδο και κοινωνική χειραφέτηση θα παραμένουν φωτεινά σημάδια γι’ αυτούς που θέλουν να πιάσουν το νήμα του αγώνα και να παλέψουν για ένα καλύτερο αύριο.
Κύκλος συντρόφων για την διάσωση της ταξικής μνήμης
υ.γ. Το αρχικό κείμενο μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση lyssa.espivblogs.net/2015/06/08
- Συνέντευξη Μαρατζίδη και Καλύβα στην athens voice, 07/ 10/ 2015.
-
Στάθης Καλύβας, H επιλογή της βίαιης ρήξης, εφημερίδα Το Βήμα, 05/ 12/ 2014.