Ο Δ. Κουφοντίνας παραμένει αιχμάλωτος από το 2002 καταδικασμένος σε 13 φορές ισόβια κάθειρξη για τη συμμετοχή του στη δράση της Ε.Ο. 17Ν. Ο ίδιος έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στην οργάνωση, ενώ παραμένει μέχρι και σήμερα πιστός στις αρχές και τις αξίες που διέπουν τα επαναστατικά κινήματα.
Η -πρώτη φορά Αριστερά- κυβέρνηση της χώρας, συνεχίζοντας την τακτική των προκατόχων της, στερεί από το σύντροφο το δικαίωμά του στην άδεια, την οποία δικαιούται από το 2010. Ο λόγος, γραπτά διατυπωμένος σε βούλευμα, είναι η αμετανόητη στάση του συντρόφου πάνω στο ζήτημα της ένοπλης πάλης. Μια ενδεχόμενη αποκήρυξη της ένοπλης διαδικασίας από έναν επαναστάτη-σύμβολο όπως είναι ο Δ. Κουφοντίνας θα σήμαινε μια νίκη τόσο για το αστικό μπλοκ όσο και μια ιστορική ρεβάνς για το ρεφορμισμό που ακόμα ονειρεύεται τον ειρηνικό δρόμο προς το σοσιαλισμό.
Το βιβλίο του Δ. Κουφοντίνα «13 απαντήσεις, μια συζήτηση με τον Τάσο Παππά», αποτελεί μια πολιτική αναμέτρηση μεταξύ δύο διαφορετικών κοσμοαντιλήψεων. Της ρεφορμιστικής Αριστεράς και της επαναστατικής. Ειδικά σε μια ιστορική συγκυρία όπως αυτή που διανύουμε, όπου η πρώτη βρίσκεται στην κυβέρνηση, η συζήτηση αποκτά χαρακτήρα διαμάχης πολιτικού, ιστορικού και φιλοσοφικού, ενδιαφέροντος.
Είναι πλέον προφανές ότι αυτή η «Αριστερά» που έκλεινε όλο νόημα το μάτι στους πολιτικούς και κοινωνικούς κρατούμενους, όπως και σε όλη την κοινωνία εξάλλου, υποσχόμενη δίκαιες δίκες, εφαρμογή δικαιωμάτων, ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης, ουσιαστικά με αυτόν τον τρόπο εξασφάλισε προεκλογικά ψήφους από το συγγενικό και φιλικό περίγυρο μεγάλης μερίδας κρατουμένων, αφομοιώνοντας μαζί και μια μερίδα του κινήματος, τη λιγότερο συνειδητοποιημένη και μαχητική.
Είναι πλέον προφανές ότι αυτή η «Αριστερά» που κατάντησε να συμφιλιώνεται με τον ιμπεριαλισμό και την πολεμική μηχανή του Ισραήλ, η «Αριστερά» που συνεχίζει να εφαρμόζει πολιτικές κοινωνικής γενοκτονίας για τις ασθενέστερες τάξεις, είναι η «Αριστερά» που υποτάχθηκε από την πρώτη στιγμή αμαχητί στην αντιτρομοκρατική πολιτική (κάποτε οι ίδιοι την έλεγαν υστερία) της αστικής στρατηγικής. Πολιτική που η αστική τάξη της χώρας και οι ιμπεριαλιστές δανειστές επιβάλλουν σαν προαπαιτούμενο διακυβέρνησης. Γεγονός που καταδεικνύει και τον εγγενώς περιορισμένο χαρακτήρα που έχει η «πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα» σε ένα περιβάλλον εντεινόμενης ιμπεριαλιστικής επικυριαρχίας, όπως είναι αυτό της μνημονιακής εποχής.
Ο αναστοχασμός του αμετανόητου κομμουνιστή επαναστάτη Δ. Κουφοντίνα είναι μια διαδικασία εξέλιξης της ίδιας της επανάστασης και του αγώνα. Είναι η διαδικασία μέσα από την οποία ο αγωνιστής δεν ψάχνει την επανάληψη αλλά τη νέα σύνθεση. Χωρίς όμως ποτέ να ξεκόβεται από τις παραδόσεις και τα ιδανικά του κομμουνιστικού κινήματος, του «μεγαλύτερου, ουσιαστικότερου και του πιο θαυμαστού βήματος της ανθρωπότητας», όπως το ορίζει ο ίδιος.
Ο αγωνιστής γνωρίζει καλά το αόρατο νήμα που συνδέει τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού με τους αγωνιστές της αντιδικτατορικής αντίστασης, από τους οποίους συγκροτήθηκαν οι πρώτες επαναστατικές οργανώσεις της μεταπολίτευσης. Με τη μαχόμενη αριστερά που συγκροτείται πλέον εκτός ΚΚΕ, και η οποία οικοδομεί τα θεμέλια ενός νέου γύρου αγώνα, γνωρίζοντας καλά ότι η αντίσταση είναι πάντα αναγκαία και η εξέγερση πάντα δίκαιη. Με την επαναστατική αριστερά και στη συνέχεια και τον αναρχικό χώρο που ξεκίνησαν να μετράνε τους δικούς τους νεκρούς και φυλακισμένους, σε μια εποχή που η επίσημη αριστερά έπαψε να «παράγει» πολιτικούς κρατούμενους -αυτό το αλάνθαστο κριτήριο επαναστατικότητας ενός πολιτικού χώρου, όπως τονίζει ο συγγραφέας του βιβλίου.
Είναι ένας αναστοχασμός για να αποκτήσει ο ένοπλος αγώνας μια νέα μορφή και ένα νέο περιεχόμενο όσο γίνεται πιο κοντά στα περιεχόμενα και τους σκοπούς του καιρού μας. Τροποποιώντας τόσο την μορφή αλλά και τα περιεχόμενα της ταξικής πάλης. Όχι μόνο την τακτική αλλά και τη στρατηγική. Διαβλέποντας μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ότι στη σημερινή συγκυρία ο αγώνας ακόμα και για μερικές διεκδικήσεις και οριακές βελτιώσεις μπορεί να οδηγήσει σε μετωπική σύγκρουση με το εγχώριο και διεθνές κεφάλαιο.
Η ταύτιση της τακτικής με τη στρατηγική, μια ταύτιση που τόσο έχει ταλανίσει τα επαναστατικά κινήματα διαχρονικά, αποτέλεσε μια από τις βασικότερες αιτίες για την πολιτική ηγεμονία του ρεφορμισμού στο εξεγερτικό ρεύμα της περιόδου 2010-2012. Παρά το συγκρουσιακό χαρακτήρα των κινητοποιήσεων, οι επαναστατικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να αντιτάξουν μια πραγματικά επαναστατική στρατηγική απέναντι στην αστική πολιτική και τις ρεφορμιστικές μεταμφιέσεις της, στους κρίσιμους χώρους και χρόνους. Έτσι, ενώ αναπτύχθηκε ένα μαζικό και συγκρουσιακό αντιμνημονιακό ρεύμα έλειπαν οι πολιτικοί στόχοι πάλης (έξοδος από την ΕΕ, μονομερής διαγραφή του χρέους, σύγκρουση με την αστική τάξη και το κράτος ) που θα αναβάθμιζαν τη λαϊκή συνειδητότητα και θα θωράκιζαν το ανερχόμενο κίνημα από τις επιβουλές της αστικής πολιτικής. Κομβικοί πολιτικοί στόχοι που εάν καταλάμβαναν την ηγεμονία στις Πλατείες θα έδιναν μορφή στο λαϊκό ξεσηκωμό και περιεχόμενο στην επαναστατική στρατηγική, δημιουργώντας ένα πραγματικό αντίπαλο δέος τόσο απέναντι στο αστικό μπλοκ όσο και στο ρεφορμιστικό που παραμόνευε με τη μάσκα του κινηματικού (όπως κάνει πάντα) στην γωνία, αποκρύπτοντας συνειδητά τα αποτελέσματα και τις συνέπειες της παραμονής στην φυλακή του Ευρώ και στο λάκκο των λεόντων της Γερμανικής Ευρώπης, όπως αποκαλεί την ΕΕ ο Δ. Κουφοντίνας.
Ο αναστοχασμός ενός επαναστάτη, που κάθε χτύπημα της οργάνωσης που συμμετείχε ήταν και χτύπος της δικής του καρδιάς, έρχεται για να αναδείξει τις αστοχίες και τις μονόπλευρες αντιλήψεις και επιλογές που επικράτησαν και δεν άφησαν να μετατραπεί η «ένοπλη εκπροσώπηση σε λαϊκή συμμετοχή», που δεν αφησαν να μετατραπεί όπως έλεγαν οι Λατινοαμερικάνοι σύντροφοι «το χειροκρότημα σε στήριξη». Και αυτή η συζήτηση αφορά σίγουρα όλο το κίνημα και ειδικά τα κομμάτια εκείνα που θεωρούν τον ένοπλο αγώνα τμήμα μιας επαναστατικής στρατηγικής για την προλεταριακή έφοδο στον ουρανό. Χωρίς ταμπού και μακριά από εσωστρεφείς εγωισμούς που λειτουργούν ως τροχοπέδη για την εξέλιξη της ταξικής πάλης και της επαναστατικής διαδικασίας. Μεταξύ όσων πιστεύουν ότι η επιλογή της ένοπλης πάλης όχι απλά δεν μπορεί να είναι απούσα από μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική αλλά η παρουσία της είναι η ίδια η επικύρωση της μαχητικότητας ενός κινήματος που αξιώνει να ονομάζεται επαναστατικό.
Σήμερα, το βιβλίο του Δ. Κουφοντίνα, «13 απαντήσεις» αποτελεί πολύτιμο εφόδιο στα χέρια αγωνιστών για να χτίσουν εκείνες τις δομές λαϊκής αυτοάμυνας και ταξικής αντεπίθεσης που θα σταθούν ανάχωμα στην βίαιη επέλαση του καπιταλισμού. Το βιβλίο «13 απαντήσεις» είναι ένα κάλεσμα για επαναστατική δράση – για μια δράση που συνδυάζοντας τη θεωρία με την πράξη και τις νόμιμες με τις παράνομες μορφές συγκροτεί το επαναστατικό όλον. Είναι ένα κάλεσμα για αγωνιστική επαγρύπνηση , ένα κάλεσμα για περιφρούρηση των αρχών και των αξιών των επαναστατικών διαδικασιών από τις αστικές και μικροαστικές επιδράσεις που αλλοιώνουν το όραμα της ανθρώπινης χειραφέτησης, αφαιρώντας του τα πιο ευγενή και ανιδιοτελή στοιχεία.
Και αυτό είναι μάλλον τελικά το πιο κρίσιμο στοιχείο για έναν επαναστάτη. Να παραμείνει η αγάπη του για την ανθρωπότητα η κινητήρια δύναμη της εξέγερσης του απέναντι σε καθετί που την υποδουλώνει. Να αισθάνεται τον πόνο του λαού και να αγωνίζεται για την τάξη του – υπάρχει, άραγε, πιο έμπρακτος διεθνισμός; Ενώ η πάλη για τις πανανθρώπινες αξίες της δικαιοσύνης, της ισότητας και της αλληλεγγύης να υπερισχύουν πάντα την κρίσιμη στιγμή από το ατομικό συμφέρον.
Σε αυτόν τον πόλεμο, πόλεμο με κόστος, στερήσεις και ανυπέρβλητες αυτοθυσίες, θα μας συντροφεύουν πάντα οι νεκροί μας και οι φυλακισμένοι αγωνιστές. Όσοι έδωσαν τη ζωή και την ψυχή τους για να χτίσουμε ένα κόσμο στο μπόι των ονείρων και των ανθρώπων. Η λησμονιά είναι ο θάνατος της μνήμης και ίσως να είναι και αυτός ένας από τους λόγους που ο σύντροφος γράφει «για να μην λησμονηθεί το χνάρι που άφησαν στην ιστορία οι σύντροφοι που έπεσαν» όπως διαβάζουμε στον επίλογο του βιβλίου.
Ρουβίκωνας,
Κ* ΒΟΞ,
Συνέλευση αναρχικών-κομμουνιστών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην ΕΕ