Το μεσημέρι της 11ης Ιούλη πραγματοποιήθηκε στα Εξάρχεια ευρεία αστυνομική επιχείρηση με στόχο, σύμφωνα με όσα ανέφερε στη Βουλή το ίδιο βράδυ ο αρμόδιος υπουργός, την «πάταξη του κυκλώματος που διακινεί ναρκωτικά στην περιοχή», ενώ οι επίσημες ανακοινώσεις της αστυνομίας την επόμενη μέρα έκαναν λόγο για τη «σύλληψη προσώπων που διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στο κύκλωμα» και την κατάσχεση «μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών». Την ίδια στιγμή, τα καθεστωτικά ΜΜΕ, πιστά στη διαχρονική ρητορική τους για τα Εξάρχεια, μιλούν για «άλωση του άβατου των Εξαρχείων» και φιλοτεχνούν τον κοινωνικό χαρακτήρα της δράσης των κατασταλτικών αρχών, τις οποίες και καλούν να πάνε τη «δουλειά ως το τέλος», υποδεικνύοντας ως κύριο υπεύθυνο του προβλήματος «Εξάρχεια», τις «περιθωριακές ομάδες που με ιδεολογικά και πολιτικά άλλοθι έχουν φτάσει να παίρνουν το νόμο στα χέρια τους».
Τα νέα δεδομένα που παράγουν οι παραπάνω εξελίξεις, στη σφοδρή κοινωνικοπολιτική αναμέτρηση που με αιχμή το ζήτημα της ναρκομαφίας διεξάγεται εδώ και 5 μήνες στα Εξάρχεια, θέτουν στις μαχόμενες κοινωνικές δυνάμεις της περιοχής το καθήκον της ανάλυσης και της εκτίμησης τους. Γιατί όπως η ιστορία της ταξικής πάλης έχει δείξει επανειλημμένα, από την ικανότητα ερμηνείας των τακτικών ελιγμών του ταξικού εχθρού κρίνεται σε μεγάλο βαθμό η δυνατότητα αποτελεσματικής σύγκρουσης με τη στρατηγική του. Υπό αυτήν την έννοια, η Συνέλευση μας έχοντας συγκροτηθεί μέσα από τις μαζικές κινηματικές διεργασίες που αναπτύχθηκαν μετά τη δολοφονική απόπειρα ναρκεμπόρου εναντίον τριών μελών του Κ. Βοξ στις 28/2, και αντιμετωπίζοντας επανειλημμένα στη διάρκεια της τετράμηνης έως τώρα δράσης της, τόσο τους ναρκομαφιόζους όσο και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, δεν θα μπορούσε παρά να πάρει θέση και να τοποθετηθεί δημόσια απέναντι σε μια κρατική κίνηση, οι προεκτάσεις της οποίας είναι δυνατόν, αν δεν διερευνηθούν επαρκώς, να δημιουργήσουν σύγχυση και εφησυχασμό, επιτρέποντας έτσι την ανάκτηση της πολιτικής πρωτοβουλίας από ένα πλήρως απαξιωμένο, αυτή τη στιγμή στα Εξάρχεια, κράτος.
Με την επιχείρηση της 11/7, η αστυνομία προχώρησε –σε έκταση και διάρκεια που θα κρίνει η εξέλιξη του κοινωνικού ανταγωνισμού- στην απόσυρση του ελεγχόμενου από αυτήν κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών. Ως τέτοια, η επιχείρηση αυτή συνιστά αναμφισβήτητα μια μερική αναδίπλωση της κρατικής στρατηγικής στα Εξάρχεια, για την οποία η εδραίωση του ναρκεμπορίου, τόσο ως αιχμή απέναντι στις εκεί αναπτυσσόμενες κοινωνικοπολιτικές διεργασίες, όσο και ως πεδίο κερδοφορίας για πλήθος υπαλλήλων του (μπάτσων, δικαστών, πολιτικών) αποτελούσε κεντρικό κόμβο. Αιτία, όχι βέβαια η κοινωνικά ευαίσθητη πολιτική του Υπουργείου «προστασίας του πολίτη», αλλά ο πολύμορφος κοινωνικός αγώνας διαρκείας που κατόρθωσε, αντιπαρατιθέμενος άμεσα με το νοσηρό καθεστώς που είχε επιβάλλει η ναρκομαφία (και οι κάθε λογής μπράβοι) στην περιοχή, να αναδείξει πλατιά την εγκληματική της δράση (απροκάλυπτες δολοφονικές επιθέσεις και εμπόριο ναρκωτικών, μέρα-μεσημέρι, μπροστά στα μάτια των κατοίκων, εσωτερικά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, κλπ) όσο και τη σκανδαλώδη σύμπραξη της με τους υποτιθέμενους «προστάτες του Πολίτη» σε κλίμακα τέτοια όπου ήταν πλέον ορατός ο κίνδυνος να τεθεί υπό δοκιμασία ο ίδιος ο πυρήνας της κρατικής στρατηγικής, η αποσόβηση δηλαδή μιας κοινωνικής σύγκρουσης στα Εξάρχεια – αυτή τη φορά ως αντίδραση στην παραπληρωματική δράση μαφίας και αστυνομίας.
Προοπτική υπαρκτή σε μια τόσο εύθραυστη άλλωστε κοινωνικοπολιτική συγκυρία σαν τη σημερινή, προοπτική της οποίας η υλοποίηση, με τη δυναμική που είχε αποκτήσει ο αγώνας, δε φάνταζε καθόλου μακρινό ενδεχόμενο, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς πώς διατάσσονταν οι αντιμαχόμενες πλευρές τη δεδομένη στιγμή: από τη μια οι φορείς της κοινωνικής αυτοοργάνωσης και της ταξικής αλληλεγγύης σε επιθετικό σχηματισμό, έχοντας πετύχει με την αγωνιστική τους συνέπεια και διάρκεια να αναγνωριστούν κοινωνικά ως οι δυνάμεις εκείνες που ενδιαφέρονται και επιδιώκουν να απαλλάξουν την περιοχή από τη μάστιγα της ναρκομαφίας. Και από την άλλη το θλιβερό συνδικάτο μαφίας – αστυνομίας εκτεθειμένο κοινωνικά όσο ποτέ, τόσο από το συνεχές ξεμπρόστιασμα του, όσο και από τις αλλεπάλληλες εκδηλώσεις εναντίον του, να διατηρεί τις πιάτσες του μέσω ανοιχτών απειλών για χρήση βίας και αντιποίνων. Το δίλημμα που έθετε η παραπάνω οριακή συνθήκη στους διαχειριστές της κρατικής εξουσίας απαιτούσε άμεσα απάντηση: ή διατήρηση του καθεστώτος ασυλίας στους ναρκεμπόρους ή τακτικός ελιγμός για την αποτροπή ανεξέλεγκτων καταστάσεων με απόσυρση των έτσι κι αλλιώς αναλώσιμων ναρκεμπόρων και προσπάθεια επικοινωνιακής εκμετάλλευσής της.
Αποφασίστηκε, όπως έδειξαν τα πράγματα, η δεύτερη επιλογή. Το αντίθετο θα επικύρωνε και τυπικά την απροσχημάτιστη σύμπραξη του κράτους με κάποιες από τις πιο απεχθείς κοινωνικά μορφές και θα νομιμοποιούσε σε ακόμα μεγαλύτερη κοινωνική κλίμακα τη χρήση επιθετικών πρακτικών για την αντιμετώπιση τους. Από το σημείο αυτό έως την συγκρότηση μιας μαζικής δομής αντιεξουσίας που θα περιφρουρούσε με όλα τα μέσα τη γειτονιά από τις επιβουλές κράτους και παρακράτους -με ό,τι αυτό θα μπορούσε να συνεπάγεται στην παρούσα συγκυρία- η απόσταση δεν ήταν μεγάλη, ενώ η πολιτική, τουλάχιστον, έκβαση μιας τέτοιας μάχης θα ήταν για το κράτος εξαρχής χαμένη, με δεδομένο ότι κοινωνικά θα εμφανιζόταν να συμμαχεί με τη μαφία.
Αντιλαμβανόμενη λοιπόν τους κινδύνους που εγκυμονούσε η κατάσταση και επιδεικνύοντας ευελιξία, σε βαθμό που αμφιβάλλουμε αν οι προηγούμενοι διαχειριστές θα κατόρθωναν με την άκριτη χρήση του δόγματος «νόμος και τάξη», η παρούσα πολιτική διαχείριση αποφάσισε την τακτική υποχώρηση, επιδιώκοντας αφενός να βάλει φρένο σε μια δυνάμει συγκρουσιακή κατάσταση και αφετέρου να αποκαταστήσει το τρωθέν κύρος του κράτους στην περιοχή, αλλά και να συγκαλύψει τις βαρύτατες ευθύνες που φέρει ένας μεγάλος αριθμός κρατικών αξιωματούχων για την απροκάλυπτη αρωγή που όλα αυτά τα χρόνια πρόσφερε στο ναρκοκύκλωμα.
Για τους λόγους αυτούς η Συνέλευση μας αντιπαρέρχεται κάθε αυταπάτη περί κοινωνικού χαρακτήρα της συγκεκριμένης επιχείρησης, πόσο μάλλον για μια επιχείρηση «αντικειμενικά επιβοηθητική της κινηματικής πάλης ενάντια στις μαφίες και τον κοινωνικό κανιβαλισμό». Ακριβώς γιατί η συνέλευση μας δεν αντιλαμβάνεται ως ουδέτερα τα φαινόμενα των ναρκωτικών, των μαφιών και του κοινωνικού κανιβαλισμού, αλλά ως ταξικά προσδιορισμένα, ως πτυχή και έκφραση δηλαδή της συνολικότερης αστικής στρατηγικής για την υποτίμηση των όρων διαβίωσης των προλεταριακών λαϊκών μαζών, δεν μπορεί παρά να ερμηνεύει και τις κινήσεις βασικών φορέων αυτής της στρατηγικής, όπως είναι η κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο υπό αυτό το πρίσμα. Ως εκφράσεις δηλαδή της ίδιας αντικοινωνικής αντιπρολεταριακής πολιτικής, ανεξαρτήτως των τακτικών μέσων που αυτή κάθε φορά μετέρχεται.
Υπό αυτήν την έννοια, η Συνέλευση μας όχι μόνο δεν υποστέλλει τη σημαία της πάλης ενάντια στις μαφίες και τον κοινωνικό κανιβαλισμό, αντίθετα καλεί σε πολιτική επαγρύπνηση και οργανωτική ετοιμότητα το κίνημα και την αγωνιζόμενη κοινωνία. Πολιτική επαγρύπνηση για να αποκρουστεί κάθε προσπάθεια διεμβολισμού των γραμμών μας από τα αστικά κυβερνητικά ιδεολογήματα που επιδιώκουν να συγκροτήσουν «μια νέα σχέση ανάμεσα στην κοινωνία των Εξαρχείων και την αστυνομία» και τα οποία αποσκοπούν να μετατρέψουν την τακτική υποχώρηση του κράτους σε εφαλτήριο για την αντεπίθεση του. Και σε οργανωτική ετοιμότητα, η οποία θα επιτρέψει στο κίνημα αφενός, να καλύψει άμεσα με εκδηλώσεις κοινωνικής αυτοοργάνωσης και ταξικής αλληλεγγύης τους χώρους που κατέκτησε από την μαφία, και αφετέρου, να προασπίσει τις δομές και τους ανθρώπους του από την πολυπλόκαμη μαφία που αναζητά τρόπο να επανακάμψει, όσο και από την πάντα καιροφυλακτούσα καταστολή, όπως έδειξαν οι πρόσφατες έρευνες σε σπίτια συντρόφων μετά από “ανώνυμα” τηλεφωνήματα, αλλά και η απαγωγή-προσαγωγή συντρόφου λίγες μέρες μετά. Κατασταλτικές επιχειρήσεις που στοχεύουν στον πραγματικό εχθρό και θέλουν να καταστήσουν σαφές πως το κράτος ως κάτοχος του έννομου μονοπωλίου της βίας αποτελεί και τον μοναδικό ικανό ρυθμιστή κάθε πτυχής της κοινωνικής ζωής.
Ο αγώνας στα Εξάρχεια, βρίσκεται αναμφισβήτητα σε κρίσιμη καμπή: από τον τρόπο που θα αξιοποιηθεί από τις κινηματικές δυνάμεις η τακτική υποχώρηση του κράτους κρίνεται σε μεγάλο βαθμό η δυνατότητα εκπόνησης μιας κοινωνικά βιώσιμης στρατηγικής για την περιοχή, κρίνεται η δυνατότητα σύμπηξης πλατιών κοινωνικών συμμαχιών∙ κρίνεται τελικά η δυνατότητα ανάπτυξης μιας πραγματικά επαναστατικής διαδικασίας, η οποία συνδυάζοντας τον πόλεμο με την οικοδόμηση θα συγκροτήσει νέες μορφές κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης που θα υποδεικνύουν έμπρακτα την προοπτική ενός άλλου κόσμου. Την προοπτική της κοινωνικής επανάστασης, της αναρχίας και του κομμουνισμού.
Στον αγώνα αυτό, με υψηλό αίσθημα ευθύνης, να δώσουμε όλοι τον πιο καλό μας εαυτό!