Εισήγηση της Προλεταριακής Πρωτοβουλίας στη Bιβλιοπαρουσίαση “Μάριο Μορέττι. Ερυθρές Ταξιαρχίες. Μια Ιταλική Υπόθεση” (εκδόσεις Διάδοση) που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 3 Δεκέμβρη 2016 στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός.
Μέσα στα χρόνια, από διάφορες πλευρές έχει ειπωθεί ότι ο Μάης του ’68 στην Ιταλία κράτησε για πάνω από 10 χρόνια. Αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώνεται από την ένταση και τη διάρκεια με την οποία πραγματώθηκε αυτή η απόπειρα για έφοδο στον ουρανό, η τελευταία ίσως μαζική και πολιτικά οργανωμένη επαναστατική απόπειρα του προλεταριάτου στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Τα στοιχεία που ακολουθούν είναι χαρακτηριστικά και καταγράφουν ανάγλυφα την έκταση αυτού του πολιτικού-κοινωνικού φαινομένου: Από το 1969 και μέχρι το 1989 διώχθηκαν και φυλακίστηκαν, κατηγορούμενοι για γεγονότα σχετιζόμενα με την ένοπλη πάλη, 4.087 άνθρωποι. Τα μέλη των κομμουνιστικών και αναρχικών ένοπλων οργανώσεων που είτε δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια ένοπλων συμπλοκών, είτε εκτελέστηκαν εν ψυχρώ από τα κρατικά κατασταλτικά σώματα, είτε πέθαναν στις φυλακές ή την πολιτική εξορία ανέρχονται σε 68. Οι νεκροί κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων –δολοφονημένοι κυρίως από τις ειδικές δυνάμεις– υπολογίζονται ανάμεσα σε 40 και 50 ενώ άλλοι τόσοι είναι οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που έχασαν τη ζωή τους από τα φασιστικά τάγματα εφόδου. Έπειτα, οι σφαγές του Κράτους μέσω της αδιάκριτης τοποθέτησης βομβών σε πλατείες, σιδηροδρομικούς σταθμούς και αμαξοστοιχίες προκάλεσαν το θάνατο σε τουλάχιστον 140 άτομα. Για κανέναν απ’ όλους αυτούς του νεκρούς, το αστικό Κράτος δεν ανέλαβε ποτέ καμία πολιτική ευθύνη επιλέγοντας να κινηθεί με βάση τη συσκότιση, τη διαστρέβλωση, τον αποπροσανατολισμό.
Από την άλλη πλευρά αντίθετα, η ένοπλη πάλη κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου αποτέλεσε την πηγή του θανάτου –είτε μέσω εκτελέσεων είτε λόγω ατυχημάτων– για 131 άτομα και γι’ όλες αυτές τις ενέργειες υπήρξε διεκδίκηση ή ανάληψη της πολιτικής ευθύνης. Και αυτό από μόνο του είναι ένα στοιχείο το οποίο μαρτυράει πολλά για την άβυσσο που χωρίζει την αγωνιστική-επαναστατική ηθική από την αστική-κρατική ηθικολογία περί του δήθεν “σεβασμού της υπέρτατης αξίας της ανθρώπινης ζωής”.
Αλλά, ας προσπαθήσουμε να πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Από το 1968-69 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70 η σύγκρουση θα διαπεράσει εγκάρσια και θα σημαδέψει ανεξίτηλα όλα τα πεδία της ταξικά διαιρεμένης κοινωνίας αγγίζοντας και επηρεάζοντας το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.
Καταρχήν, στο βασικό πεδίο αντίθεσης κάθε καπιταλιστικής κοινωνίας. Στο πεδίο της αντίθεσης Κεφαλαίου-Εργασίας, η νεαρή εργατική Τάξη –ιδιαίτερα στα μεγάλα εργοστάσια του ιταλικού Βορρά–, γέννημα της εσωτερικής μετανάστευσης των δεκαετιών του 50 και του 60, απαλλαγμένη από την απογοήτευση της προδομένης – από την ηγεσία του Ιταλικού Κ.Κ– επαναστατικής απόπειρας με την πτώση του φασισμού και το τέλος του Πολέμου τη δεκαετία του 40, θα πάψει ν’ αποτελεί αποκλειστικά την εκμεταλλευόμενη Τάξη, την ανθρώπινη καύσιμη ύλη στα καζάνια και τις πρέσες της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης και της καπιταλιστικής ανάπτυξης, και θ’ αναδειχθεί σε πρωταγωνίστρια. Δεν θα διεκδικήσει απλά καλύτερες συνθήκες εργασίας και καλύτερους μισθούς, αλλά θ’ αρχίσει να μην θέλει μόνο ένα κομμάτι ψωμί αλλά ολόκληρο το φουρνάρικο, θ’ αρχίσει ν’ αμφισβητεί συνολικά τις υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας και ιεραρχίας μέσα στα εργοστάσια, θ’ αρχίσει ν’ αντιστέκεται στις εκτονωτικές τακτικές και τις αφομοιωτικές επιδιώξεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και αντιλαμβανόμενη τη συλλογική της ισχύ, θα εφεύρει νέες μορφές Οργάνωσης –με πιο χαρακτηριστική εκείνη των Αυτόνομων Συνελεύσεων μέσα στους χώρους δουλειάς. Ακόμη, θ’ ανταπαντήσει στην εργοδοτική βία και εκμετάλλευση με σαμποτάζ της παραγωγής, με άγριες, απροειδοποίητες, παράνομες απεργίες, με παραδειγματική αντιβία ενάντια σε δομές, επιστάτες και προϊσταμένους.
Μέσα σ’ αυτές τις εργατικές απαντήσεις εκείνων των χρόνων, οι οποίες δεν ήταν απλά βίαιες αλλά μαρτυρούσαν συνάμα και την ολοκληρωτική αποξένωση, τη συνολική εχθρότητα απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα, εντοπίζονται οι ρίζες και η κινητήρια δύναμη για τη γέννηση και την ανάπτυξη των Ερυθρών Ταξιαρχιών, εντοπίζονται οι βιωματικές ρίζες και η πολιτική γέννηση και ενός εκ των ιδρυτών τους –του περισσότερο δαιμονοποιημένου, του περισσότερο συκοφαντημένου–, του τεχνικού στη Sit Siemens του Μιλάνου Μάριο Μορέττι.
Η σύγκρουση Τάξης εναντίον Τάξης δε θα μείνει όμως κλεισμένη μέσα στις πύλες των εργοστασίων, μέσα στους χώρους δουλειάς. Θα αναπτυχθεί και θα διαχυθεί: στα σχολειά, τις σχολές και τα πανεπιστήμια, όπου η μαζική πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θ’ αλλάξει τους συσχετισμούς, θα αμφισβητήσει προγράμματα σπουδών, καθηγητικές και πρυτανικές βαρωνίες, θ’ αντιπαρατεθεί με κανόνες και θέσφατα, και μέσα από μαζικούς αγώνες και νέες –εκείνη την εποχή– μορφές πάλης, όπως η κατάληψη, θ’ αλλάξει την εικόνα για την κοινωνική φιγούρα του σπουδαστή-φοιτητή. Οι ρίζες των Ερυθρών Ταξιαρχιών εντοπίζονται και σ’ αυτό το πεδίο, ιδιαίτερα στη νεοσύστατη τότε σχολή Κοινωνιολογίας του Τρέντο.
Στις συνοικίες των ιταλικών μητροπόλεων, τα εργατικά-λαϊκά στρώματα και το νεανικό προλεταριάτο, με την καθοριστική συμβολή κινηματικών οργανώσεων όπως η Lotta Continua και η Potere Operaio, θ’ αρχίσουν να παίρνουν μόνα τους αυτά που τους ανήκουν και που τους στερούνται. Έτσι, με μαζικές καταλήψεις στέγης, αρνήσεις πληρωμών ενοικίων, απαλλοτριώσεις και επιβολή πολιτικών τιμών σε βασικές υπηρεσίες όπως ρεύμα, νερό, τηλέφωνο και προϊόντα πρώτης (και όχι μόνο) ανάγκης θα θέσουν έμπρακτα το πρόταγμα “όλα είναι κλεμμένα, όλα μας ανήκουν” και θ’ απαντήσουν χειροπιαστά τα θέλουμε όλα! στο ερώτημα τι θέλουμε;
Συγχρόνως, στους χώρους εγκλεισμού οι αγώνες των κρατουμένων, μέσα από τη συνάντηση ποινικών –πολλοί απ’ τους οποίους θα πολιτικοποιηθούν εντός των τειχών– με τους πολιτικούς κρατούμενους που είχαν αρχίσει να γεμίζουν τις φυλακές αλλά και με τη μαζική και αμέριστη αλληλεγγύη εκτός των τειχών, θα καταφέρουν ν’ ανοίξουν ρήγματα και μέσα από κινητοποιήσεις, εξεγέρσεις και αποδράσεις να καταστήσουν ορατούς στο κοινωνικό πεδίο τους πλέον αποκλεισμένους από τους αποκλεισμένους, τους φυλακισμένους και τις φυλακισμένες.
Από τη γυναικεία χειραφέτηση και τις σχέσεις των δύο φύλων, μέχρι το ρόλο της ψυχιατρικής στην καπιταλιστική κοινωνία και τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, τίποτα δεν έμεινε ανέγγιχτο από τον ανατρεπτικό-επαναστατικό ανεμοστρόβιλο που σηκώθηκε στην Ιταλία της δεκαετίας του ’70.
Η ιστορία των Ερυθρών Ταξιαρχιών, η ιστορία που διηγείται ο Μάριο Μορέττι διηγούμενος τη ζωή του, τις επιλογές του και εκείνες των συντρόφων του και των συντροφισσών του, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα κομμάτι –ίσως το πλέον δαιμονοποιημένο, ίσως το πλέον συκοφαντημένο– εκείνου του ανεμοστρόβιλου.
Για να το πούμε με τα λόγια ενός από τους πρωταγωνιστές της οικοδόμησης της προλεταριακής αυτονομίας και μετέπειτα ταξιαρχίτη, του Σαλβατόρε Ριτσιάρντι:
“Το κίνημα στο οποίο συμμετείχα και για το οποίο μιλάμε τώρα ήταν ένα φουσκωμένο ποτάμι αρκετά συμπαγές, αν και κολυμπούσαν μέσα του πάρα πολλά ψάρια με διαφορετικά χρώματα, διαφορετικές ιδέες και πρακτικές, συχνά εναντιωματικά μεταξύ τους. Η διαδρομή αυτού του ποταμού στόχευε στη ριζική αλλαγή του υπάρχοντος, στην αποκαθήλωση του καπιταλιστικού συστήματος και τους Κράτους του, στην οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας που έπρεπε να εφευρεθεί, βασισμένη όμως στην άμεση δημοκρατία του προλεταριάτου. Ονομάζαμε αυτήν την διαδρομή “κομμουνισμό”. Μια επαρκής προοπτική για να συνεχίσουμε να κολυμπάμε όλοι και όλες μέσα στο ίδιο ποτάμι και προς τη ίδια κατεύθυνση. Και οι ένοπλες οργανώσεις δεν ήταν άλλο από χώροι αυτού του ίδιου του ποταμιού. Δεν υπήρξε, ούτε θα μπορούσε να υπάρξει, ούτε “κεντρική δομή” ούτε “ένας και μοναδικός εγκέφαλος”. Ήμασταν όλοι σκεπτόμενα μυαλά, γι’ αυτό παράγαμε πάρα πολλά όμορφα και ανατρεπτικά πράγματα”.
Η χρήση της βίας, η ένοπλη επιλογή εκείνα τα χρόνια δεν αποτελούσε μια μειοψηφική επιλογή στο εσωτερικό του Κινήματος, δεν αποτελούσε μια ξέχωρη και δυσνόητη επιλογή για τα εργατικά-λαϊκά στρώματα και κυρίως για το νεανικό προλεταριάτο. Ο ίδιος ο Μορέττι λέει ότι “όποιος πήρε τα όπλα αισθανόταν αμφισβήτηση, ήταν αμφισβήτηση. Και δεν ήταν μονάχα μια χούφτα. Και η ιστορία κατά κάποιον τρόπο τους δικαίωσε: εκείνα τα χρόνια η αμφισβήτηση ή ήταν ένοπλη ή δεν υπήρχε”.
Κάπου εδώ, ας αναφέρουμε το γεγονός ότι για το ανατρεπτικό-επαναστατικό κίνημα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου στην Ιταλία υπάρχει πλέον στην ελληνική γλώσσα μια διόλου ευκαταφρόνητη, αν και όχι πλήρης βιβλιογραφία. Θεωρητικές αναλύσεις, συνεντεύξεις, μονογραφίες, προκηρύξεις, μαρτυρίες, με κατατεθειμένες υποκειμενικές τοποθετήσεις που συνηγορούν ή και ξορκίζουν συγκεκριμένες πολιτικές αντιλήψεις και πρακτικές.
Μια πρωτόλεια πηγή για τα ίδια τα κείμενα των Ερυθρών Ταξιαρχιών στην ελληνική γλώσσα που έχει κατά τη γνώμη μας μια ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα, αφού εκεί μπορεί να βρεθεί αυτούσιος ο ίδιος ο λόγος και οι θέσεις της Οργάνωσης σε μια κρίσιμη καμπή της διαδρομής της, πιο συγκεκριμένα την περίοδο της επιχείρησης Μόρο, αποτελεί το έκτακτο τεύχος με τίτλο “Ιταλία: αναφορά στο λαϊκό κίνημα” της κινηματικής ιδεολογικής-πολιτικής επιθεώρησης Αντιπληροφόρηση που είχε κυκλοφορήσει στην Αθήνα στα μέσα του 1978, το οποίο περιλαμβάνεται στους τόμους που είχαν κυκλοφορήσει πριν μερικά χρόνια από τις εκδόσεις Γραφές.
Σ’ αυτό το πλαίσιο ας αναφερθεί ότι οι εκδόσεις Διάδοση, με τις οποίες η Προλεταριακή Πρωτοβουλία έχει την τύχη να συμπορεύεται μέσα από το κινηματικό εκδοτικό εγχείρημα Los Solidarios, συμπληρώνοντας με την κυκλοφορία του συγκεκριμένου βιβλίου του Μάριου Μορέττι, μια άτυπη τριλογία βιογραφικών έργων τριών μαχητών με ιδιαίτερο βάρος στην γέννηση και την πορεία των Ερυθρών Ταξιαρχιών, είχαν προηγηθεί εκείνα του Ρενάτο Κούρτσιο και του Πρόσπερο Γκαλλινάρι, έχουν συμβάλει σημαντικά στο μέτρο των δυνατοτήτων τους στο να γίνει προσβάσιμο ένα ακόμα κομμάτι αυτής της ιστορίας, ένα κομμάτι ιστορίας του διεθνούς ανατρεπτικού-επαναστατικού κινήματος.
Το 1993 λοιπόν, 12 χρόνια μετά τη σύλληψη του και 15 χρόνια μετά την επιχείρηση Μόρο, ο Μορέττι –μέσα από τη συγκεκριμένη συνέντευξη στις δημοσιογράφους Ροσσάνα Ροσσάντα (από τα ιδρυτικά μέλη της αριστερής εφημερίδας il Manifesto) και Κάρλα Μόσκα– επιλέγει να μιλήσει για τη ζωή του, για τη ζωή των Ερυθρών Ταξιαρχιών, χωρίς να φοβάται την αναμέτρηση με τη διαδρομή του και τη διαδρομή της οργάνωσης του.
Μιλώντας για τις ιδεολογικές αναφορές και τις πολιτικές αντιλήψεις, βγαλμένες από το οικογενειακό άλμπουμ τoυ ιταλικού και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, όπως διαπίστωνε ήδη από το ’78 η Ροσσάντα, με βάση τις οποίες σχηματίστηκε, έδρασε και αναπτύχθηκε μια από τις μαζικότερες και μακροβιότερες ένοπλες κομμουνιστικές οργανώσεις του δυτικοευρωπαϊκού Αντάρτικου, ο Μορέττι μιλάει για το πέρασμα από την αντίληψη της αμυντικής αντιβίας στην αντίληψη της επιθετικής βίας, που δεν αρκείται στην ένοπλη υπεράσπιση του εδάφους που έχει φτάσει ο μαζικός αγώνας, που μέσα στο διεθνές ψυχροπολεμικό πλαίσιο, εντοπίζει τον εχθρό στο Ιμπεριαλιστικό Κράτος των Πολυεθνικών –σε εποχές που η “παγκοσμιοποίηση” δεν είχε γίνει ακόμη ένας όρος του συρμού για την ακαδημαϊκή και όχι μόνο διανόηση που κατά τ’ άλλα αφόριζε την ταξιαρχίτικη ανάλυση σαν ξύλινη– και κατά συνέπεια δρα και στοχεύει την καρδιά του Κράτους.
Διηγούμενος τη γέννηση των πρώτων εργοστασιακών ταξιαρχιών στο Βορρά και την ανάπτυξη τους σ’ όλες σχεδόν τις μητροπόλεις και τις βιομηχανικές ζώνες της Ιταλίας, ο Μορέττι ιστορεί τον τρόπο με τον οποίο η Οργάνωση γίνεται, ή μάλλον προσπαθεί να γίνει Μαχόμενο Κόμμα. Μιλάει με άλλα λόγια για το πέρασμα από τη σύγκρουση στον πόλεμο. Έναν πόλεμο, που ήδη είχε κηρύξει το αστικό Κράτος –που πολιτικά συμπυκνωνόταν στο κόμμα-καθεστώς της Χριστιανοδημοκρατίας, το οποίο κυβερνούσε αδιάλειπτα και με διάφορους ανά περιόδους εταίρους, καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου– και οι ευρω-αντλαντικοί σύμμαχοι και προστάτες του, ένα πόλεμο που είχε κηρυχθεί με τη Στρατηγική της Έντασης, με τη νατοϊκή ομπρέλα των δικτύων Gladio και Stay Behind, με τις απόπειρες πραξικοπήματος στη μοναδική –εκείνη την περίοδο– αστική-κοινοβουλευτική δημοκρατία της ευρωπαϊκής Μεσογείου, με τη χρησιμοποίηση και αξιοποίηση των φασιστών ως αυτουργούς στις σφαγές του Κράτους.
Έναν πόλεμο που όπως αναφέρει και ο Πρόσπερο Γκαλινάρι, από την άλλη πλευρά του οδοφράγματος διεξήγαγαν κάνοντας πολιτική και με τα όπλα, χιλιάδες άντρες και γυναίκες της ιταλικής αριστεράς που από τις αρχές της δεκαετίας του 70 –σ’ αντίθεση με τη γραμμή συναίνεσης του “μεγαλύτερου K.K της δυτικής Ευρώπης” και του ιστορικά συμβιβασμένου ευρωκομμουνισμού του– πίστεψαν ότι μπορούν να κάνουν, στην Ιταλία, στα σύνορα του “ελεύθερου” καπιταλιστικού κόσμου με το “σιδηρούν παραπέτασμα”, την κομμουνιστική Επανάσταση. Χιλιάδες άντρες και γυναίκες που αγωνίστηκαν πιστεύοντας βαθιά –και κατά κάποιο τρόπο, όχι άδικα– ότι ζούσαν σε μια ιστορική περίοδο που οι πάνω δεν μπορούσαν να κυβερνήσουν όπως πριν και οι κάτω δεν ήθελαν πλέον να κυβερνηθούν.
Ο Μορέττι μέσα σ’ αυτήν τη συνολική δημόσια τοποθέτηση του, αρκετά χρόνια μετά τη φυλάκιση του και αφού προηγουμένως το 1987 μαζί με συντρόφους του έχει σηκώσει το βάρος της δημόσιας παραδοχής για το κλείσιμο του συγκεκριμένου κύκλου ένοπλου αγώνα, δεν αποφεύγει ν’ απαντήσει σε δύσκολες ερωτήσεις, δεν αποφεύγει ν’ αναμετρηθεί με τις αντιφάσεις, τις ελλείψεις και τις αντιθέσεις που οδήγησαν στο κλείσιμο του κύκλου, με τρόπο οδυνηρό, τραγικό, ενίοτε απάνθρωπο και ανθρωποφάγο.
Εξηγεί από τη δική του σκοπιά τις πολιτικές-επιχειρησιακές επιλογές και στοχεύσεις της Οργάνωσης και της ηγεσίας της, την πολιτική ενότητα που είχε παραμείνει επί μακρών ανέπαφη εντός και εκτός των τειχών όπως και το χάσμα που άνοιγε η συνθήκη του εγκλεισμού ανάμεσα σε μακροχρόνια φυλακισμένους και “παράνομους” ταξιαρχίτες που δρούσαν σ’ όλη τη χώρα, χωρίς να παραλείψει να θυμίσει ότι η απόφαση για την εκτέλεση του Μόρο, ήταν ομόφωνη και πάρθηκε με τη σύμφωνη γνώμη όλων των εκατοντάδων –φυλακισμένων και μη– μελών της Οργάνωσης, με δύο μόλις διαφωνίες τις οποίες ο ίδιος χαρακτηρίζει παράδοξες. Επίσης με πρόδηλη απλότητα αναφέρεται σε υπαρκτά συμβάντα αλλά και αποδομεί μυθεύματα με τα οποία τράφηκε και συνεχίζεται ως τις μέρες μας να τρέφεται από πολλές πλευρές η συνωμοσιολογική βιομηχανία των υποτιθέμενων “μυστηρίων γύρω την υπόθεση Μόρο” –με πλέον κατάπτυστες και χυδαίες εκείνες των αναβαπτισμένων στη κρατική και χριστιανική κολυμπήθρα πρώην ταξιαρχιτών που επέλεξαν να βρωμίσουν το παρελθόν τους λασπώνοντας τον Μορέττι, και όχι μόνο, ως τον “κατεξοχήν σκοτεινό”, ως τον “μεγάλο ύποπτο”. Μυθεύματα που δεν αποσκοπούν μονάχα στο να υπερασπιστούν στο διηνεκές το αποκλειστικό δικαίωμα του Κράτους στην άσκηση βίας, αλλά κυρίως θέλουν να θάψουν την πολιτική-ιστορική αλήθεια που κραυγάζει το αυτονόητο: μια ένοπλη κομμουνιστική Οργάνωση, αποτελούμενη από άνδρες και γυναίκες του εργαζόμενου λαού, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, απαγάγοντας, δικάζοντας και καταδικάζοντας σε θάνατο έναν από τους κυριότερους πολιτικούς εκπροσώπους της αστικής Εξουσίας, δίκαζε και καταδίκαζε σε θάνατο την ίδια την αστική Εξουσία. Μπορεί κάποιος να διαφωνεί μ’ αυτήν την επιλογή, αλλά αν δε θέλει να κρυφτεί πίσω από το δάχτυλο του, τα πέπλα μυστηρίου και τη συκοφάντηση, οφείλει να αναγνωρίσει τις προθέσεις της.
Ο Μορέττι δεν φοβάται ν’ αρθρώσει τη λέξη ήττα υπογραμμίζοντας ότι “η πραγματική ήττα δεν είναι όταν χάνεις, αλλά όταν χάνεις την πεποίθηση ότι μπορείς να νικήσεις”. Στο κομμάτι της αυτοκριτικής δεν μασάει τα λόγια του, δεν αγιογραφεί το Αντάρτικο, ούτε τους αντάρτες πόλης. Απαριθμεί με πίκρα τις διασπάσεις και τον κατακερματισμό που ακολούθησε, σπάζοντας την πολυθρύλητη Οργανωτική Ενότητα που για χρόνια ανατρίχιαζε το καθεστώς, στερώντας τη δυνατότητα συλλογικής διεκδίκησης της συνολικής διαδρομής και της πολιτικής ταυτότητας από την οποία αυτή είχε προκύψει. Μιλώντας από τη θέση εκείνου που ούτε “μετανόησε” ούτε διαχωρίστηκε, λέει ότι μέσα από τη “μετάνοια” δηλαδή την κατάδοση “δεν υπάρχουν πια ένοχοι και αθώοι αλλά ένοχοι καταδότες που έχουν ομολογήσει και αμετανόητοι” και δεν παραλείπει να συμπληρώσει “δεν ζηλεύω τη θέση των “μετανοημένων”. Δεν θα ήθελα να ζω με τους εφιάλτες τους”. Παρ’ όλα αυτά, σε πολιτικό-ιστορικό επίπεδο θεωρεί ακόμα πιο επιζήμιο τον διαχωρισμό, αφού μέσα απ’ τον διαχωρισμό δεν ομολογούταν απλώς και εν’ αναμονή ευεργετημάτων ένα ενδεχομένως κατανοητό “κάναμε λάθος” αλλά κάτι πολύ πιο πολύ βαρύ που δεν δικαιολογείται από καμιά ήττα, ομολογείται –όχι πάντα και τόσο– εκλεπτυσμένα ότι η άλλη πλευρά, το κράτος, το κεφάλαιο, είχε δίκιο. “Ο διαχωρισμός –λέει ο Μορέττι– αρνείται μια ιστορία, καταστρέφει μια συλλογική ταυτότητα[…]Οι διαχωρισμένοι επιλέγουν να θέσουν τη δική μας ιστορία, εκτός Ιστορίας”.
Στο κλείσιμο αυτής της βιογραφικής συνέντευξης, οι δημοσιογράφοι ρωτάνε τον κομμουνιστή που ίσως όσο κανέναν άλλον δεν θυμούνται με τόσο δίκαιο τρόμο οι αστοί στην Ιταλία του ύστερου 20ου αιώνα: “Μέχρι τώρα βίωσες τη φυλακή και τη διάλυση της μνήμης. Αν ένας κακός άγγελος σου προσέφερε σε ένα πιάτο ελευθερία και λήθη και σε ένα άλλο φυλακή και μνήμη, ποιο θα προτιμούσες;”. Και εκείνος, όπως και τόσοι άλλοι πριν αλλά και μετά απ’ αυτόν, ακόμα και τώρα που μιλάμε, που δεν φοβούνται να δωρίσουν τη ζωή τους, να προσφέρουν τα χρόνια τους και να “λερώσουν τα χέρια τους”, σ’ όλους τους καιρούς, σ’ όλους τους τόπους για το “πέρασμα από την προϊστορία στην ιστορία της ανθρωπότητας, από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας” απαντάει με βαθιά ανθρωπιά και απαράμιλλη νηφαλιότητα: “Δεν υπάρχουν τόσο καταχθόνιοι άγγελοι, μονάχα οι άνθρωποι σου προσφέρουν δύο εξίσου οδυνηρούς τρόπους για να πεθάνεις. Επομένως θα του έλεγα: δώσε μου ελευθερία και μνήμη. Αν δεν είσαι ικανός για κάτι τέτοιο, αγαπητέ μου άγγελε, τότε πετάς χαμηλά, δεν φτάνεις καν στο ύψος της δικής μας ήττας”.
Προλεταριακή Πρωτοβουλία
(μέλος του κινηματικού εκδοτικού εγχειρήματος Los Solidarios)
Αθήνα, Νοέμβρης 2016
…Επιστρέφουμε και βρίσκουμε στη θέση της χώρας που γνωρίζαμε κάτι άλλο, πολύ διαφορετικό. Άσχημη κατάσταση, αποκρουστική. Βαριά και ασήκωτη. Πνιγηρή.
Ένα πογκρόμ σε εξέλιξη, μια καταστολή που σηκώνει στον αέρα θέλοντας να ξεριζώσει τα πάντα, δικαίους και αδίκους που λένε. Πήρε σβάρνα τους αυτόνομους δίχως σταματημό.
Τα νεύρα τεντωμένα, έτοιμα να σπάσουν.
Και απογοήτευση μεγάλη.
….Δεν επέστρεψα απευθείας στον προορισμό μου. Πέρασα πρώτα να συναντήσω έναν φίλο, που σε πόλη της Αδριατικής κρατά ένα μικρό ξενοδοχείο με συγγενείς του, με φιλοξένησαν για κάποιο διάστημα, μέχρι να μου μηνύσουν ότι ο δρόμος είναι καθαρός.
Γυρνώ λοιπόν λίγες μέρες αργότερα, οριστικά, μέχρι νεωτέρας. Έχει ξεκινήσει όμως το κρυφτούλι. Τρία σπίτια σε τρεις μήνες, είμαι ένα βήμα μπροστά από τους διώκτες, χωρίς καλά- καλά να το ξέρω, δεν το έχω συνειδητοποιήσει , είναι αλήθεια. Το γνωρίζω χωρίς σχεδόν να το ξέρω. Μόλις αλλάζω σπίτι μαθαίνω πως λίγο αργότερα το επισκέπτονται και οι διώκτες μας. Πάντα στην προηγούμενη διεύθυνση, με μια μικρή καθυστέρηση. Σου λέω, το ξέρεις ,πηγαίνουν παντού, ψάχνουν τα πάντα, κυνηγούν ότι κινείται, χωρίς λογαριασμό, δίχως εξηγήσεις. Κανονικό κυνήγι μαγισσών.
Κι ότι τους κάτσει. Ποντάρουν στους αδύνατους. Σε αυτούς που θα σπάσουν. Που δεν θα αντέξουν την πίεση και θ’ αρχίσουν να μιλούν. Αλήθειες ή υπερβολές δεν ενδιαφέρει. Φτάνει να διασπάσουν το κίνημα, να χωρίσουν τους συντρόφους. Να στρέψουν τον ένα ενάντια στον άλλον.
Σιγά σιγά το καταφέρνουν.
Κατάφεραν πολλά. Κρανίου τόπος.
….Είναι τότε που μαθαίνουμε να φτιάχνουμε εμπρηστικές βραδείας ανάφλεξης, να τις τοποθετούμε και να γίνεται το μμπαμ μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ώστε να έχουμε τον χρόνο να απομακρυνθούμε για να βρεθούμε στη σιγουριά.
Τι νομίζεις, κάθε πράγμα στον καιρό του, τα βήματα γίνονται με προσοχή, σταδιακά. Από τα απλούστερα στα περισσότερο σύνθετα.
Παρακολουθήσεις, τοποθετήσεις, εισβολές, παραπλάνηση. Και μετά οι ενέδρες. Αυτές τις τελευταίες δεν τις προλαβαίνω, έρχεται το πλήρωμα του χρόνου. Τέλος πάντων.
…..Γνωρίζω ένα παλικάρι. Ο Μάσσιμο. Είναι μια μεγάλη παρέα, καμιά δεκαριά , με τα κορίτσια τους. Ψηλός, σγουρομάλλης, ομορφόπαιδο. Εργάζεται πότε- πότε, δεινό κλεφτρόνι, μας προμηθεύει στο πι και φι ότι χρειαζόμαστε.
…..Γνωρίζει ένα μέρος, στην Τοσκάνη, δυο ώρες από την Φλωρεντία. Έχει ορυχεία η περιοχή, εξόρυξης μαρμάρου, αν θυμάμαι. Αποθήκες με εκρηκτικά. Μας αναθέτουν λοιπόν κάποια στιγμή να κάνουμε χαρτογράφηση κλπ. Ωράρια, φύλαξη. Να φτιάξουμε σχέδιο για πιθανή κλοπή.
Μένουμε κοντά μια βδομάδα στην περιοχή. Θυμάμαι πως είναι η καταγωγή του από εκεί ή έστω κάποιων συγγενών του. Την γνωρίζει καλά. Έχει τα κλειδιά ενός σπιτιού σε μια μικρή πόλη. Χειμώνας, χωρίς θέρμανση, το δαγκώνουμε. Είναι αλπινιστής, έτσι έχει ειδικούς υπνόσακους με πούπουλα χήνας, κατάλληλους για ύπνο στο χιόνι. Κοιμόμαστε ξεβράκωτοι εκεί μέσα, είναι τόσο ζεστός ο ύπνος μας.
Τον γνωρίζουν κι έτσι δεν συχνάζουμε σε μέρη όπου πηγαίνουν φιλικά του πρόσωπα ,δεν θέλουμε να καρφωθούμε, να δίνουμε εξηγήσεις για την παρουσία μας στην περιοχή. Κάποιοι άλλοι, σε ανύποπτο χρόνο, θα επιχειρήσουν εκεί, ξέρεις, χρειάζονται εκρηκτικά.
Ακούμε όλη μέρα μουσική και παρακολουθούμε την περιοχή με τα ορυχεία. Είσοδοι, έξοδοι, οδοί πρόσβασης και διαφυγής, κινητικότητα, φύλαξη, ωράρια, πορείες.
Με την επιστροφή μας στα πάτρια εδάφη έχουμε καταστρώσει έκθεση σελίδων.
Μήνες αργότερα διαβάζω στις εφημερίδες τα νέα για την διάρρηξη αποθήκης και την κλοπή στην περιοχή εκρηκτικών υλών.
Επέστρεψα ένα χρόνο αργότερα σε εκείνα τα μέρη, παραλιακά αυτή την φορά. Υπάρχει μια φανταστική αμμουδιά, δύσκολα προσβάσιμη, όπου κάνουμε ελεύθερο κάμπινγκ ένα Σαββατοκύριακο. Δύσκολη, απόκρυμνη κατεβασιά. Δύσβατη. Αξίζει όμως ο κόπος όλα τα λεφτά του. Απομονωμένη ομορφιά για καλοκαιρινή απόδραση.
Την γνωρίζει ένας καινούριος φίλος που δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά που συζητάμε. Μας προτείνει την εκδρομή και την πραγματοποιούμε κάμποσοι φίλοι, αγόρια κορίτσια.
Για να προσεγγίσουμε την παραλία πρέπει υποχρεωτικά να περάσουμε από τον δρόμο και τα μέρη στα οποία τριγύρισα έναν χρόνο νωρίτερα, παρακολουθώντας και καταγράφοντας.
Στα παιδιά που είναι μαζί μου αυτή την φορά, δεν περνά από το μυαλό τους η άλλη μου πραγματικότητα, δραστηριότητες μακρινές, ξένες. Όχι τόσο ιδεολογικά όσο πρακτικά. Δεν υποψιάζονται ούτε στον ύπνο τους την άλλη μου υπόσταση.
Νιώθω πολύ παράξενα. Άγρια χαρά μαζί με κάποια στεναχώρια
Είμαι περήφανος για αυτό που είμαι. Συγχρόνως νιώθω κάτι σαν εγκατάλειψη. Θλίψη που υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός, που υφίσταται αυτή η διαφοροποίηση στις συνειδήσεις, στους ανθρώπους.
Αργότερα κατάλαβα πως αυτή ήταν η πρόγευση της μοναξιάς του παρανόμου, που λέμε. Μια κάποια απομόνωση.
Στην αρχή είμαι ενθουσιασμένος, πετάω, καταλαβαίνεις.
Μετά ψιλο χαλιέμαι.
Την πρώτη νύχτα συμβαίνουν αυτά. Μέθυσα, χαλάστηκα.
Στη συνέχεια συνήλθα, δεν το σκεφτόμουν πια, συνηθίζεις. Τότε μου έρχεται και η θλίψη.
Πως γίνεται και το θυμάμαι ;
Δεν ξέρω να απαντήσω. Είναι αυτά τα συναισθήματα που χαράσονται μέσα και αναδύονται κάποια στιγμή, αργότερα. Απ’ το υποσυνείδητο. Όταν χαλαρώνεις…… Και ακούς! Τότε που οι σκέψεις τρέχουν ελεύθερα ,χωρίς να σκοντάφτουν, χωρίς να κολλάνε πουθενά, κυλώντας σαν το γάργαρο ρυάκι, το τρεχούμενο νερό.
…..Επανέρχομαι στον Μάσσιμο. Από αυτόν γνωρίζω και εκείνη την κοριτσοπαρέα από τον αυτόνομο σύνδεσμο των οπαδών βιόλα, viola, των αυτόνομων οπαδών της Φιορεντίνα, της σπουδαίας ομάδας της πόλης μας. Πηγαίνω λοιπόν στο γήπεδο μαζί τους, στο Communale, curva Fiesole. Το πέταλο που πήρε το όνομα του από την συνοικία, στους πρόποδες της οποίας είναι κτισμένο το γήπεδο, και σκαρφαλώνει στον ομώνυμο λόφο. Ντυμένο στα μωβ, από το χρώμα της ομάδας και της πόλης, θέαμα μοναδικό. Χορογραφίες και τραγούδια, ενέργεια που μοναχά στις μαχητικές μεγάλες διαδηλώσεις θα συναντήσεις, ζω τον παλμό και τα συνθήματα και αγαπώ για πάντα την ομάδα.
Βλέπεις, παρόλο που γουστάρω τα σπορ, μου αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο, εκείνα τα χρόνια έχω κυριολεκτικά απορροφηθεί από τα κοινωνικά κινήματα ,ιδιαίτερα από την οργανωμένη αυτονομία, και δεν έχω πατήσει το πόδι μου στο γήπεδο άλλη φορά, πριν από εκείνη τη μέρα με την Ιουλία και την Γαβριέλλα. Δυο άγριες, γλυκύτατες μαθήτριες του Λυκείου που με ξεσήκωσαν για το παιχνίδι, τοπικό ντέρμπι με την γειτονική Μπολόνια.
Πρέπει να πω πως νιώθω δέος εκεί μέσα. Παρόλο που το παιχνίδι τελείωσε ισόπαλο, η ατμόσφαιρα είναι φανταστική, ο μεγάλος Τζιανκάρλο Αντονιόνι δεν κατάφερε να σπρώξει την ομάδα του στη νίκη. Από εκείνη την ημέρα υποστηρίζω τους βιόλα. Παρότι συμπαθώ παντού και πάντα τους κόκκινους.
Στο γήπεδο πηγαίνω ξανά λίγους μήνες μετά, πάλι με τις δυο φιλενάδες, σε συναυλία του Λούτσιο Ντάλα.
Περάσαμε πολύ όμορφα, είναι όμως ακόμη καλύτερα τότε που ο σπουδαίος καλλιτέχνης τραγουδά σε κατηλλημένο εργοστάσιο, στη βιομηχανική περιοχή της πόλης, συμπαραστεκόμενος στους απεργούς εργάτες που βρίσκονται σε αγώνα. Εκεί μέσα είναι το κάτι άλλο. Η μουσική και ο στίχος, το συναίσθημα ,αποκτούν άλλη βαρύτητα, η ατμόσφαιρα απογειώνεται και οι καρδιές χτυπούν πιο δυνατά. Ένα αληθινό πανηγύρι του λαού. Του λαού σε κίνηση. Του ανθρώπου σε εγρήγορση.
Όταν ο λαός κινείται, όταν ο λήθαργος παύει, όταν ανασταίνονται οι συνειδήσεις, όταν ο άνθρωπος αγαπά τον διπλανό του, τον νοιάζεται, τότε μη φοβάσαι τίποτα!
Η αλληλεγγύη το όπλο των λαών.
https://aenaikinisi.wordpress.com/2014/05/04/%CE%B5%CE%BA%CE%B5%CE%BD%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%B5-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B4%CF%81%CF%8C%CE%BC%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B1-%CF%8C%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B1-4/