Εισήγηση στην εκδήλωση “Το ιταλικό μωσαϊκό της Αυτονομίας τη δεκαετία του ‘70” στο 1ο Παγκρήτιο Ελευθεριακό Φεστιβάλ Βιβλίου (Ρέθυμνο 4-5-6/5/18)

Εισήγηση της Προλεταριακής Πρωτοβουλίας (μέλος του κινηματικού εκδοτικού εγχειρήματος Los Solidarios) στην εκδήλωση “Το ιταλικό μωσαϊκό της Αυτονομίας τη δεκαετία του ‘70” στα πλαίσια του 1ου Παγκρήτιου Ελευθεριακού Φεστιβάλ Βιβλίου (Ρέθυμνο, πλ. Μικρασιατών 4-5-6 Μάη 2018) που διοργανώθηκε από το Laboratorio Influenza, τη συλλογικότητα Azadi και την Αναρχική συλλογικότητα Οκτάνα.

Καλησπέρα και από μένα. Καταρχήν να ευχαριστήσουμε τους συντρόφους και τις συντρόφισσες από το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο και τα Χανιά που μας κάλεσαν στο 1ο Παγκρήτιο Ελευθεριακό Φεστιβάλ Βιβλίου. Από την πλευρά μας, νοιώθουμε την ανάγκη ν΄ αφιερώσουμε την παρουσία μας στο Φεστιβάλ στο Σύντροφο μας και Φίλο μας Χρήστο Πολίτη, ιδρυτικό μέλος του κινηματικού εκδοτικού εγχειρήματος Los Solidarios, ο οποίος πριν από το πρόωρο και αναπάντεχο χαμό του στις 11 Μάρτη, ήταν αυτός που μας προέτρεψε για τη συμμετοχή μας σ’ αυτήν την εκδήλωση.

Όσον αφορά καθαυτό το ζήτημα της αποψινής εκδήλωσης, σε σχέση με την περίοδο που αναφερόμαστε -τη δεκαετία του ‘70 συγκεκριμένα-, δυο πράγματα συμπληρωματικά για τη μεταπολεμική περίοδο που είχε προηγηθεί στην Ιταλία, που κατά τη γνώμη μας έχουν μια αξία ιδιαίτερη. Αναφερθήκανε και από τους συντρόφους [της Οκτάνα] κάποια στοιχεία που φωτίζουν το τι είχε προηγηθεί στη χώρα, πριν τη δεκαετία του ‘70. Ένα βασικό στοιχείο που έπαιξε σημαντικό ρόλο για τη συγκρότηση όχι μόνο του χώρου και του ιδεολογικού ρεύματος της Αυτονομίας αλλά και ευρύτερα του ριζοσπαστικού-επαναστατικού κινήματος που αναπτύχθηκε στην Ιταλία από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60, το οποίο από την πλευρά μας θεωρούμε και το τελευταίο πραγματικά οργανωμένο, μαζικό, προλεταριακό κίνημα που προσπάθησε να κάνει την Επανάσταση στην Ευρώπη τον 20ο αιώνα. Έχει να κάνει με τη στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος [PCI] μεταπολεμικά στην Ιταλία. Κάποια πράγματα πολύ βασικά ειπώθηκαν ήδη, ένα που αξίζει ν’ αναφερθεί γιατί δείχνει χαρακτηριστικά την πολιτική που σκόπευε ν’ ακολουθήσει και ακολούθησε το Κομμουνιστικό Κόμμα, το 1948 μετά την απόπειρα δολοφονίας από ένα νεαρό φασίστα του γενικού γραμματέα του Παλμίρο Τολιάτι, κι ενώ χιλιάδες εργάτες, κομμουνιστές και μη, είχαν ήδη βγει στους δρόμους της εξέγερσης και της απόπειρας ανατροπής του αστικού καθεστώτος -που είχε εγκαθιδρυθεί στην Ιταλία υπό την καθοδήγηση και την προστασία των Αμερικάνων- η εντολή και προτροπή του ίδιου του Τολιάτι, που κάλεσε από το κρεβάτι του νοσοκομείου, ραδιοφωνικά, τους εξεγερμένους “να γυρίσουν στα σπίτια τους”, ήταν και το γεγονός μετά το οποίο ήταν ξεκάθαρο, περισσότερο ή λιγότερο, στην εργατική Τάξη και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα στην Ιταλία δεν έβαζε πλέον το ζήτημα της Επανάστασης, της ρήξης με το αστικό καθεστώς. Έβαζε πλέον, σιγά σιγά όλο και πιο ξεκάθαρα, έννοιες όπως αυτές της “ειρηνικής συνύπαρξης”, της κοινοβουλευτικής προσπάθειας κατάκτησης της κυβέρνησης μέσω των εκλογών κλπ. Ειπώθηκε και πριν, τα χρόνια του ‘50 και του ‘60, τα οποία αυτά ήταν τα πραγματικά μολυβένια χρόνια για τον λαό στην Ιταλία κι όχι η δεκαετία του ‘70, όπως το θέαμα και τα ΜΜΕ έχουν προσπαθήσει να χαρακτηρίσουν τη δεκαετία του ‘70, χρόνια με νεκρούς απεργούς σε διαδηλώσεις, με αγώνες για τη στέγαση, για την κάλυψη των βασικών πρωταρχικών αναγκών, σε μια χώρα πραγματικά κατεστραμμένη μετά τον Πόλεμο, βομβαρδισμένη από τους Αγγλοαμερικάνους αλλά και από τους Γερμανούς κατά την αποχώρηση με την καταστροφή πολλών υποδομών. Ένα άλλο βασικό στοιχείο έχει να κάνει με τους αγώνες που είχαν αρχίσει ν’ αναπτύσσονται σ’ όλη τη δεκαετία του ‘60, που κορυφώθηκαν στα τέλη της, κι ενώ ήδη έχει προηγηθεί ο φοιτητικός Μάης του ‘68 που ξέσπασε στη Γαλλία και γενικεύτηκε και σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες και όχι μόνο, με μια ιδιαιτερότητα: ο Μάης του ‘68, όπως ειπώνεται, στην Ιταλία κράτησε πάνω από δέκα χρόνια. Επίσης, το εργατικό φθινόπωρο του ‘69, με τις εργατικές εξεγέρσεις και απεργίες, με διαδηλώσεις σ’ όλα τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα, κυρίως στο Βορρά, οι οποίες μπορεί να πει κάποιος ότι ήταν οι πρώτες ενδείξεις για το τι θ’ ακολουθούσε.

Απέναντι σ’ αυτήν την απόπειρα των εργατικών και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων ν’ ανακτήσουν έστω και τα ελάχιστα απ’ αυτά που τους στερούνταν, το ιταλικό Κράτος με την ανοιχτή συνέργεια των Αμερικάνων προστατών του και των Ευρωπαίων συμμάχων του, αλλά -αξίζει ν’ αναφερθεί αυτό- και με τη συνδρομή παρακρατικών φασιστών της ελληνικής Χούντας, έβαλε μπροστά το σχέδιο που έμεινε ιστορικά γνωστό ως Στρατηγική της Έντασης, με πρώτη ενέργεια [στις 12 Δεκέμβρη του ‘69] τη σφαγή του Κράτους στην πλατεία Φοντάνα του Μιλάνου, μια πολύνεκρη βομβιστική ενέργεια την οποία το Κράτος και οι υπηρεσίες του προσπάθησαν να χρεώσουν στους αναρχικούς, που οδήγησε και στο θάνατο του αναρχικού Τζουζέπε Πινέλλι, ο οποίος εκπαραθυρώθηκε από την κεντρική Αστυνομική Διεύθυνση του Μιλάνου, και σε μια πρώτη φάση προσπάθησαν να το παρουσιάσουν σαν αυτοκτονία και όχι δολοφονία. Το συγκεκριμένο γεγονός όπως έχει αποτυπωθεί σε βιογραφίες, κείμενα, συνεντεύξεις κλπ διάφορων αγωνιστών συντρόφων, τόσο κομμουνιστών όσο και αναρχικών, είτε αυτόνομων είτε και μελών ένοπλων οργανώσεων όπως οι Κόκκινες Ταξιαρχίες [Brigate Rosse (ΒR)], η Πρώτη Γραμμή [Prima Linea] κλπ, ήταν το γεγονός το οποίο κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι λειτούργησε σαν καταλύτης στις συνειδήσεις ιδιαίτερα της νέας εργατικής Τάξης και γενικότερα της νεολαίας. Μιας συνείδησης που έλεγε ότι “εδώ πέρα, ζούμε σε κατάσταση ακήρυχτου πολέμου, το Κράτος χρησιμοποιεί ανοιχτά πλέον τη βία τοποθετώντας βόμβες στους δρόμους, και αυτό δεν γίνεται τυχαία, γίνεται για να ξαναγυρίσει ο κόσμος στα σπίτια του, στις δουλείες του”, για “ν’ αδειάσουν οι δρόμοι” όπως έλεγαν χαρακτηριστικά και προέτρεπαν οι φασίστες, οι υπόγειοι σύμμαχοι της Χριστιανοδημοκρατίας. Απ’ αυτά τα γεγονότα αρχίζει να σχηματοποιείται ένα κίνημα με πιο στέρεες βάσεις, με διάφορες ιδεολογικές και πολιτικές αναφορές, μέσα στο οποίο εξελίχτηκε παίρνοντας διάφορες οργανωτικές μορφές και σχήματα και το κίνημα της Αυτονομίας.

Σε σχέση με τα πρώτα εκείνα χρόνια, νομίζω ότι αξίζει να διαβαστεί ένα μικρό απόσπασμα από τη μπροσούρα με μια συνέντευξη του Σαλβατόρε Ριτσάρντι, ο οποίος αποτελεί μια χαρακτηριστική φιγούρα εκείνων των χρόνων. Ο Ριτσάρντι για χρόνια στρατεύτηκε και συμμετείχε, ήταν από τους πρωταγωνιστές της συγκρότησης της Εργατικής Αυτονομίας στη Ρώμη και στη συνέχεια, το 1977 εντάχτηκε στις Κόκκινες Ταξιαρχίες. Λέει λοιπόν:

“Η γέννηση των ομάδων προκύπτει γύρω στο ’69, η Εργατική Εξουσία (Potere Operaio [Po]), η Συνεχής Αγώνας (Lotta Continua [Lc]) που είναι οι μεγάλες ομάδες, αλλά και η Εργατική Πρωτοπορία (Avanguardia Operaia [Ao]) που σχηματίζεται στη Ρώμη και μια μυριάδα άλλων μικρότερων ποσοτικά μ-λ ομάδων και κομμάτων, καθώς και το Manifesto-Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας (Partito d’ Unita Proletaria [Pdup]), που αρχικά για μια περίοδο θ’ αποτελέσει μια ομάδα και στη συνέχεια θα μείνει μόνο η εφημερίδα. Όλες αυτές οι ομάδες θα προσπαθήσουν ν’ αντιπροσωπεύσουν αυτήν την κινηματική πραγματικότητα που έχει αρχίσει να σχηματίζεται και αποτελείται από πάρα πολλές Επιτροπές σε εργοστάσια και άλλους εργασιακούς χώρους. Επιζητούν λοιπόν αυτήν την αντιπροσώπευση, και για μια περίοδο στοχεύουν πολύ στη ριζοσπαστικότητα της δράσης, στη σύγκρουση με την αστυνομία στις διαδηλώσεις κτλ. Κατά κάποιον τρόπο, δεν βγαίνει στην επιφάνεια η αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτήν την αντιπροσώπευση και τη φύση αυτού του κινήματος. Αυτό γιατί η μορφή της πάλης, μια μορφή πολύ σκληρή και πολύ ισχυρή -και αυτό είναι ένα ζήτημα που κατά τη γνώμη μου πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψη μας και σήμερα- γιατί μερικές φορές η εξτρεμιστική μορφή της πάλης, η σύγκρουση στις διαδηλώσεις, οι ξυλοδαρμοί, οι συλλήψεις κτλ. μπορεί να επικαλύψει την ένδεια των περιεχομένων. Όπως και να έχει, η Ποτέρε Οπεράιο και η Λόττα Κοντίνουα κάνουν δύο πράγματα που μπορούν να θεωρηθούν σίγουρα θετικά. Γενικεύουν τη σύγκρουση, αφού τη φέρνουν ακόμα και στο πιο μικρό χωριό, σε μέρη που πιθανώς η συνοικιακή επιτροπή δεν έχει τη δύναμη να χτιστεί ενώ η οργάνωση έχει αυτή τη δύναμη. Κλιμακώνουν το επίπεδο της σύγκρουσης π.χ. στις φυλακές, όπου ειδικά η Λοττα Κοντίνουα θα κάνει σπουδαία δουλειά, ανεβάζοντας το επίπεδο της σύγκρουσης, η οποία θα φτάσει και στα πιο απομακρυσμένα σημεία. Έπειτα όμως θα εγκαταλείψει. Και αυτό είναι κάτι πολύ άσχημο. Η Ποτέρε Οπεράιο θα διαλυθεί το ’73. Προωθούν πάντως και γενικεύουν τη σύγκρουση. Με τις δυνάμεις της τάξης, με την αστυνομία και το κράτος, δημιουργώντας τους ένα πραγματικό κόστος. Έτσι, αυτή η αντιπροσώπευση φαίνεται να λειτουργεί, να ταιριάζει σ’ αυτό το τόσο ριζοσπαστικό κίνημα. Στην πραγματικότητα, τα περιεχόμενα δεν είναι και τόσο ξεκάθαρα. Πέρα από την Ποτέρε Οπεράιο, που ήταν το κόμμα της εξέγερσης, μιας εξέγερσης που τελικά ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε. Η Λόττα Κοντίνουα δεν είναι ξεκάθαρο πού ακριβώς βρίσκεται, αφού στοχεύει συνέχεια σ’ έναν πολύ μετωπικό αντιφασισμό, οπότε και λιγότερο ταξικό. Μέχρι το σημείο να βλέπει κάθε ενέργεια της πολιτικής των αφεντικών, του κεφαλαίου κτλ. σαν ένα βήμα για τον Φανφασισμό [από τ’ όνομα του χριστιανοδημοκράτη Φανφάνι], σαν κάτι που συνδέεται μ’ αυτόν το φασισμό, τονίζοντας πολύ τον κίνδυνο πραξικοπήματος. Κάτι που δεν ίσχυε, αφού το σχέδιο που εξελισσόταν ήταν η αιχμαλωσία των συνδικάτων και του Κομμουνιστικού Κόμματος μέσα στο καπιταλιστικό έδαφος και όχι το πραξικόπημα.

Στη συνέχεια όμως, αυτή η διαφορά ανάμεσα στα περιεχόμενα και τις μορφές βγαίνει στην επιφάνεια. Η Ποτέρε Οπεράιο το ’73 θα αυτοδιαλυθεί. Οι μισοί θα ενταχθούν στην αυτονομία και οι άλλοι μισοί θα περάσουν στις ένοπλες οργανώσεις. Η Λόττα Κοντίνουα θ’ αρχίσει να χάνει κομμάτια, μέχρι που το ’76 καταρρέει και χωρίζεται στα δύο: ένα κομμάτι θα φτιάξει την Προλεταριακή Δημοκρατία (Democrazia Proletaria [Dp]) που θα κατέβει και στις εκλογές ενώ ένα άλλο θα φτιάξει την Πρώτη Γραμμή (Prima Linea [Pl]) ή θα ενταχθεί στον χώρο της αυτονομίας” [1]

Tο συγκεκριμένο απόσπασμα περιγράφει αρκετά περιεκτικά αυτά τα πρώτα χρόνια της συγκρότησης αυτού του κινήματος. Η διάλυση των δύο συγκεκριμένων μαζικών πολιτικών οργανώσεων που αναφέρονται, που δρούσαν σ’ όλη σχεδόν την Ιταλία, δηλαδή είχανε μέλη, βάσεις, γραφεία κλπ σ’ όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις θα οδηγήσει σε διαφορετικές επιλογές. Οι επιλογές των συντρόφων και των συντροφισσών που συμμετείχαν σ’ αυτές τις μαζικές οργανώσεις και όχι μόνο, θα είναι διαφορετικές. Ένα μεγάλο κομμάτι τους θα είναι κι αυτό που θα συγκροτήσει αυτό που ονομάστηκε Εργατική Αυτονομία. Έχει μεγάλη σημασία -κατά τη γνώμη μου- και το γεγονός που αναφέρθηκε και στην εισαγωγή από τους συντρόφους, ποια ήταν τα υποκείμενα που συγκρότησαν και δημιούργησαν την Αυτονομία. Αναφέρθηκε πριν η νέα εργατική Τάξη, που άρχισε να μπαίνει στα κάτεργα της καπιταλιστικής παραγωγής ήδη από τη δεκαετία του ‘50 και με κορύφωση από τα μέσα του ‘60 κι έπειτα. Μια νέα εργατική Τάξη, στη μεγάλη της πλειοψηφία αποτελούμενη από εσωτερικούς μετανάστες, από τον υπανάπτυκτο Νότο στον ανεπτυγμένο-βιομηχανοποιημένο Βορρά, ως επί το πλείστον νεολαιίστικη ηλικιακά, που δεν κουβάλαγε το σύνδρομο της προδομένης επανάστασης, όπως ονομαζόταν η στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος αμέσως μετά την πτώση του Φασισμού και το τέλος του Πολέμου, μια νέα εργατική Τάξη που συμπύκνωνε αυτό που ζήταγε στο σύνθημα που στη συνέχεια έγινε και τίτλος του βιβλίου του Νάνι Μπαλεστρίνι: Τα Θέλουμε Όλα.

Αυτή η αμφισβήτηση ξεκινάει πρωταρχικά μέσα στους χώρους δουλειάς κυρίως στις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες, στις χημικές βιομηχανίες, στις ναυπηγοεπισκευαστικές ζώνες στη Γένοβα και τα άλλα μεγάλα λιμάνια καθώς και στο Μιλάνο, στο Τορίνο, στη Fiat, στην Pirelli, σ’ όλα αυτά τα μεγάλα εργοστάσια, μέσα στα οποία το πρόσωπο, ο κόσμος του Κεφαλαίου παρουσιάζεται στην πιο ωμή, στην πιο εκμεταλλευτική μορφή, αυτή της αλυσίδας παραγωγής, εκεί που ο άνθρωπος εργάτης γίνεται απλά ένα εξάρτημα της μηχανής. Όλα αυτά θα δημιουργήσουν ένα κλίμα όχι μόνο διεκδίκησης καλύτερων συνθηκών, καλύτερων μισθών, περισσότερων διαλειμμάτων, που από εκεί, συνήθως από τέτοια “μικρά” σε εισαγωγικά ζητήματα ξεσπάνε μεγαλύτερες συγκρούσεις, αλλά αυτό που βγαίνει συνέχεια στην επιφάνεια, σε κάθε ευκαιρία, είναι η ολική εναντίωση αυτής της νέας εργατικής Τάξης ν’ ακολουθήσει τις νόρμες, τους ρυθμούς παραγωγής που επιβάλλονταν από το ιταλικό Κεφάλαιο, από την ιταλική αστική Τάξη, η οποία ήδη αρχές της δεκαετίας του ‘70 είχε μπορέσει ν’ αναβαθμίσει το ρόλο της, σε μια χώρα που είχε βγει ηττημένη από τον Πόλεμο, και να συγκροτήσει αυτό που ειπώθηκε και πριν, το “ιταλικό θαύμα”, το made in Italy, να γίνει εξαγωγική χώρα, βασισμένη βέβαια σε μισθούς άθλιους, σε σύγκριση μ’ αυτούς των άλλων τότε βιομηχανοποιημένων χωρών.

Οι μορφές που προκύπτουν οργανωτικά μέσα στους ίδιους τους χώρους δουλειάς έρχονται σε άμεση σύγκρουση με τον επίσημο συνδικαλιστικό μηχανισμό, ο οποίος ελέγχεται από το συνδικάτο CGIL του Κομμουνιστικού Κόμματος, Το πρώτο ζήτημα που τίθεται και δημιουργεί και τις πρώτες ρήξεις, το πρώτο αίτημα προς το ίδιο το συνδικάτο είναι ότι “πλέον αυτοί που θα μας εκπροσωπούν στις διαπραγματεύσεις είτε με τον εκάστοτε εργοδότη, είτε με το υπουργείο, την κυβέρνηση κλπ δεν μπορεί να είναι άλλοι από τους ίδιους τους εργάτες που πρέπει να προέρχονται ο καθένας μέσα από έναν χώρο δουλειάς”, σπάζοντας έτσι την αντιπροσώπευση, το γραφειοκρατικό ρόλο της διαμεσολάβησης, καθιστώντας πρωταγωνιστές τους ίδιους τους εργάτες και τις εργάτριες. Όλο αυτό το ξέσπασμα που ξεκινάει κυρίως στην πόλη του Μιλάνου, και συγκεκριμένα σε εργοστάσια όπως αυτά της Pirelli, της Sit-Siemens, αλλά και στο Τορίνο, στην εμβληματική Fiat που αποτελεί και την “ατμομηχανή” του ιταλικού καπιταλισμού, όπου εκείνη την περίοδο δουλεύανε 120.000 εργαζόμενοι. Πολύ σύντομα, η σύγκρουση δεν θα περιοριστεί μέσα στα εργοστάσια, μιας κι εκεί εντοπιζόταν το πραγματικό όριο των εργατικών-συνδικαλιστικών αγώνων, ότι ακόμα κι όταν είναι νικηφόροι περιορίζουν τις διεκδικήσεις και την καλυτέρευση των συνθηκών ζωής μέσα στο χώρο δουλειάς. Όμως τα προβλήματα και οι ανάγκες, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε όλοι δεν περιορίζονται μόνο εκεί, στο οκτάωρο ή στο όποιο ωράριο της δουλειάς, αλλά επεκτείνονται σ’ όλη της διάρκεια της μέρας και της ζωής. Έτσι, αρχίζουν να προκύπτουν ή μάλλον καλύτερα να πολλαπλασιάζονται, γιατί ήδη μεγάλα κομμάτια της εργατικής Τάξης στις μητροπόλεις, στη Ρώμη, στο Μιλάνο κλπ, έχουν αρχίσει να καταλαμβάνουν κτίρια για να καλύψουν τις στεγαστικές ανάγκες τους μιας και η έλλειψη στέγης -η οποία εν μέρει είχε δημιουργηθεί και από τους βομβαρδισμούς του Πολέμου- αποτελούσε ένα πεδίο από το οποίο θυσαύριζαν συγκεκριμένοι μεγαλοκαπιταλιστές, ιδιοκτήτες και κατασκευαστές πολυκατοικιών, σε συνεργασία πάντα με τα υπουργεία. Η άμεση μαζική απάντηση που δίνεται, κυρίως στη Ρώμη αλλά όχι μόνο, είναι η κατάληψη πάρα πολλών κτιρίων για την επίλυση του στεγαστικού προβλήματος. Ένα άλλο πεδίο του Αγώνα, όπου τίθεται πραγματικά σε αμφισβήτηση από το άλφα ως το ωμέγα η καπιταλιστική τάξη και η αστική κουλτούρα είναι ο χώρος των πανεπιστημίων αλλά κι εκείνος των σχολείων. Ειπώθηκε πριν, το γεγονός του ανοίγματος της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση από τη δεκαετία του ‘60 κι έπειτα, που αποτέλεσε και τον τρόπο με τον οποίο στα πανεπιστήμια πλέον δεν είχαν πρόσβαση μόνο τα παιδιά των μεγαλοαστών, των μεσοαστών και των μικροαστών, αλλά μπορούσανε ακόμα και τα παιδιά των εργατών να έχουν πρόσβαση σε μια ανώτερη εκπαίδευση. Δεν είναι τυχαίο ότι στη νεοσύστατη τότε σχολή Κοινωνιολογίας του Τρέντο φοίτησε ένα κομμάτι απ’ όσους στη συνέχεια θα συγκροτούσαν τον πρώτο πυρήνα των Κόκκινων Ταξιαρχιών.

Σε σχέση με την Αυτονομία πιο συγκεκριμένα, νομίζω ότι έχει αξία να ειδώνεται, να γίνεται αντιληπτή ως ένα κομμάτι ενός ευρύτερου ριζοσπαστικού-επαναστατικού κινήματος. Γιατί πολλές φορές, τουλάχιστον από την πλευρά της καθεστωτικής αφήγησης, αυτό που προσπαθούν πραγματικά να θάψουν είναι ο πολύπλευρος τρόπος με τον οποίο αγωνίστηκαν οι προλετάριοι και οι προλετάριες εκείνα τα χρόνια στην Ιταλία και να παρουσιάσουν όλη αυτό το κομμάτι της Ιστορίας ως ένα λουτρό αίματος χωρίς καμία λογική επεξήγηση, λες και όλοι αυτοί οι νεκροί και όλοι αυτοί οι τραυματίες δεν ήτανε αποτελέσματα που προκύψαν από το διεξαγόμενο κοινωνικό-ταξικό πόλεμο αλλά ήταν γέννημα κάποιων παράφρονων δολοφόνων. Και μιας και αναφερόμαστε σε θανάτους και αίμα, νομίζω ότι αξίζουν -γιατί συμπυκνώνουν την έκταση και την ένταση αυτής της συγκεκριμένης δεκαετίας αλλά και της περιόδου που ακολούθησε- μερικοί αριθμοί:

“Από το 1969 και μέχρι το 1989 διώχθηκαν και φυλακίστηκαν, κατηγορούμενοι για γεγονότα σχετιζόμενα με την ένοπλη πάλη, 4.087 άνθρωποι. Τα μέλη των κομμουνιστικών και αναρχικών ένοπλων οργανώσεων που είτε δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια ένοπλων συμπλοκών, είτε εκτελέστηκαν εν ψυχρώ από τα κρατικά κατασταλτικά σώματα, είτε πέθαναν στις φυλακές ή την πολιτική εξορία ανέρχονται σε 68. Οι νεκροί κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων –δολοφονημένοι κυρίως από τις ειδικές δυνάμεις– υπολογίζονται ανάμεσα σε 40 και 50 ενώ άλλοι τόσοι είναι οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που έχασαν τη ζωή τους από τα φασιστικά τάγματα εφόδου. Έπειτα, οι σφαγές του Κράτους μέσω της αδιάκριτης τοποθέτησης βομβών σε πλατείες, σιδηροδρομικούς σταθμούς και αμαξοστοιχίες προκάλεσαν το θάνατο σε τουλάχιστον 140 άτομα. Για κανέναν απ’ όλους αυτούς του νεκρούς, το αστικό Κράτος δεν ανέλαβε ποτέ καμία πολιτική ευθύνη επιλέγοντας να κινηθεί με βάση τη συσκότιση, τη διαστρέβλωση, τον αποπροσανατολισμό.

Από την άλλη πλευρά αντίθετα, η ένοπλη πάλη κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου αποτέλεσε την πηγή του θανάτου –είτε μέσω εκτελέσεων είτε λόγω ατυχημάτων– για 131 άτομα και γι’ όλες αυτές τις ενέργειες υπήρξε διεκδίκηση ή ανάληψη της πολιτικής ευθύνης. Και αυτό από μόνο του είναι ένα στοιχείο το οποίο μαρτυράει πολλά για την άβυσσο που χωρίζει την αγωνιστική-επαναστατική ηθική από την αστική-κρατική ηθικολογία περί του δήθεν σεβασμού της υπέρτατης αξίας της ανθρώπινης ζωής.”[2]

Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70, όπου πλέον η ιταλική οικονομία, ιδιαίτερα από το ‘73 κι έπειτα με την πετρελαϊκή κρίση, όπου γενικά ο διεθνής καπιταλισμός αρχίζει να μπαίνει σε μακρούς ρυθμούς ύφεσης, αυτό φυσικά αντανακλάται και στην Ιταλία, η οποία αποτελεί και οργανικό κομμάτι του δυτικού καπιταλισμού, αρχίζει να βγαίνει στην επιφάνεια η κρίση. Αρχίζουν αρχικά να διαμορφώνονται και στη συνέχεια να μπαίνουν ανοιχτά από τις αστικές δυνάμεις, κυρίως από τη Χριστιανοδημοκρατία, συνθήματα όπως “λιτότητα”, “να ξεπεράσουμε όλοι μαζί την κρίση” κλπ πράγματα που έχουμε ακούσει πολλές φορές στην Ιστορία, και τα έχουμε ακούσει κι εδώ πολλές φορές και πρόσφατα. Αυτό που πρέπει να τονιστεί για εκείνη την περίοδο είναι ότι πλέον το Κομμουνιστικό Κόμμα στην Ιταλία έχει διακηρυγμένη θέση, έπειτα από το συνέδριο του ‘73 αν δεν κάνω λάθος, την πρόθεση του να προσπαθήσει να μπει στην κυβέρνηση σε συνεργασία με την Χριστιανοδημοκρατία, υπό την ηγεσία πλέον του Ενρίκο Μπερλιγκουέρ, ο οποίος και δηλώνει ανοιχτά ότι το παράδειγμα της Χιλής ήταν τόσο έντονο που δεν θα μπορούσε να στοχεύει σε κάτι άλλο. Αυτή η ανοιχτή διακήρυξη από την πλευρά του Κομμουνιστικού Κόμματος που έμεινε ιστορικά γνωστή ως ιστορικός συμβιβασμός, βρήκε απέναντι της την ενταντίωση και την αντίσταση από μεγάλα κομμάτια της εργατικής Τάξης, και κυρίως της νέας εργατικής Τάξης. Προφανώς, ο τρόπος με τον οποίο αυτή η εναντίωση, αυτή η αντίσταση καταγράφηκε δεν ήταν ομοιόμορφος. Χωρίς να επεκταθούμε στον τρόπο με τον οποίο υπήρξε αυτή η αντίσταση από άλλα κομμάτια, αλλά περιοριζόμενοι στο χώρο της Αυτονομίας αξίζει ν’ αναφερθεί ότι εκείνα τα χρόνια όλα τα κομμάτια της διακηρύττουν ανοιχτά την εναντίωση τους και την εχθρότητα τους απέναντι στην πολιτική γραμμή του Κομμουνιστικού Κόμματος, σε πολλές προκηρύξεις τους το Κ που σήμαινε Κομμουνιστικό έμπαινε σε εισαγωγικά, πολλές φορές προκύπτει μετωπική σύγκρουση στις διαδηλώσεις ανάμεσα στις αυτόνομες ομάδες περιφρούρησης και την περιφρούρηση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αποκορύφωμα, ή μάλλον καλύτερα μια αρκετά χαρακτηριστική στιγμή αυτής της σύγκρουσης ανάμεσα στην Αυτονομία και το ευρύτερο ριζοσπαστικό-επαναστατικό κίνημα με το Κομμουνιστικό Κόμμα θ’ αποτελέσουν τα γεγονότα το Φλεβάρη του ‘77 στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, όταν ο γενικός γραμματέας του συνδικάτου CGIL, του συνδικάτου του Κομμουνιστικού Κόμματος Λουτσιάνο Λάμα αποπειράται να μιλήσει μέσα στο κατειλημμένο Πανεπιστήμιο. Οι συγκρούσεις που θ’ ακολουθήσουν θα είναι πολύ σφοδρές και θα είναι η πρώτη φορά που ο μηχανισμός περιφρούρησης του Κομμουνιστικού Κόμματος θ’ αναγκαστεί να υποχωρήσει ηττημένος.

Τα γεγονότα που έχουν προηγηθεί, είναι μια περίοδος που ήδη, και αυτό είναι κατά τη γνώμη μου ένα ιστορικό δεδομένο και όχι άποψη, σε σχέση με το πολυσυζητημένο ζήτημα της βίας και της χρήσης της, σ’ όλα τα κείμενα που μπορεί ν’ ανατρέξει κάποιος πλέον και στα ελληνικά, γιατί υπάρχει πλέον μια αρκετά ευρεία βιβλιογραφία και στα ελληνικά, αποδεικνύουν ότι οι όποιες διαφωνίες, πολιτικές διαφοροποιήσεις ως προς τον τρόπο οργάνωσης και αγώνα κλπ, δεν έμπαιναν για το αν έπρεπε να χρησιμοποιείται βία ή όχι, αλλά έμπαιναν γύρω από τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να χρησιμοποιείται η βία, ζητήματα κατά κάποιο τρόπο διαχρονικά, που έχουν τεθεί πολλές φορές στο διεθνές επαναστατικό κίνημα. Ο τρόπος με τον οποίο θ’ απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα η Αυτονομία διαφέρει, όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο που κι αυτό αποτυπώνεται, με την έννοια ότι θα υπάρξει από ένα σημείο και μετά ένα κομμάτι της Αυτονομίας το οποίο θα προσπαθήσει να φτιάξει μια Οργάνωση με την έννοια ενός οργανωμένου πολιτικού σχηματισμού, με μια ενιαία πολιτική γραμμή σ’ όλες τις πόλεις κλπ. Μια προσπάθεια που τελικά θ’ αποτύχει πάρα πολύ γρήγορα. Αυτό θα είναι και το κομμάτι που θα ονομαστεί Οργανωμένη Αυτονομία. Ένα άλλο μεγάλο κομμάτι, ίσως η πλειοψηφία του αυτόνομου κινήματος, που χαρακτηριζόταν ως η διάχυτη αυτονομία θα περιοριστεί σε μια πολιτική που μπορεί να χαρακτηριστεί ως πιο εδαφικοποιήμενη, πιο συνδεδεμένη με συγκεκριμένους χώρους δουλειάς, σπουδών, στις συνοικίες κλπ, αλλά χωρίς να θέτει ανοιχτά ζήτημα συνολικής αμφισβήτησης ή προσπάθειας συγκρότησης κάποιας κεντρικής πολιτικής οργάνωσης. Απ’ την άλλη, έχει μεγάλη σημασία να γίνει αντιληπτό το γεγονός ότι η Αυτονομία δεν αποτέλεσε ένα διαχωρισμένο πολιτικό ρεύμα μέσα σ’ όλο αυτόν τον ανεμοστρόβιλο που σηκώθηκε εκείνα τα χρόνια στην Ιταλία. Αυτό είναι κάτι που αποδεικνύεται και από τις βιογραφίες των ίδιων των ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν σ’ αυτά τα γεγονότα. Είναι πάρα πολλές οι περιπτώσεις συντρόφων και συντροφισσών που ξεκίνησαν την πολιτική τους δράση μέσα από σχηματισμούς, όπως οι εργατικές Επιτροπές, τα σχήματα στις γειτονιές κλπ, που σχετίζονταν με το χώρο της Αυτονομίας και από ένα σημείο κι έπειτα, όταν η σύγκρουση πλέον είχε κορυφωθεί, με την έννοια του τρόπου με τον οποίο το Κράτος αντιμετώπιζε την όποια πολιτική αμφισβήτηση του, δηλαδή με δρακόντειους νόμους, αυστηροποίηση των ποινών στον κώδικα ποινικής δικονομίας, μ’ έναν από τους πρώτους αντιτρομοκρατικούς νόμους που αντέγραφε τον αντίστοιχο της Δυτικής Γερμανίας και με συνθήκες κράτησης επιδεινωμένες, μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη ένα μεγάλο κομμάτι όλου αυτού του κόσμου θα κάνει την επιλογή να περάσει πλέον στην ένοπλη αμφισβήτηση, κυρίως μέσα από την ένοπλη οργάνωση Prima Linea, που ακόμα και τ’ όνομα της αντανακλούσε αυτή τη λογική: Prima Linea σημαίνει Πρώτη Γραμμή και προέκυπτε από το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της προερχόταν από τις αυτόνομες ομάδες περιφρούρησης του κινήματος, και η οποία θα βάλει μια διαφορετική πολιτική ανάλυση της κατάστασης, τουλάχιστον σε σύγκριση με την αντίστοιχη που γινόταν από τις Κόκκινες Ταξιαρχίες. Όλος αυτός ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος θα είναι εκείνος από τον οποίο θα προκύψουν θεωρητικές έννοιες που -κατά βάση- μπορούν και είναι χρήσιμες μέχρι και σήμερα, όπως αυτές του κοινωνικού εργοστασίου, του κατακερματισμού της παραγωγής κλπ. Είναι τα χρόνια που αρχίζει να σχηματοποιείται αυτό που αργότερα ονομάστηκε παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, όταν οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες και όχι μόνο αρχίζουν να φεύγουν σταδιακά, να παίρνουν την παραγωγή τους από την Ιταλία και να την μεταφέρουν στην Λατινική Αμερική, στην Ασία, και αργότερα και στην ανατολική Ευρώπη. Χρόνια που η παραγωγή κατακερματίζεται σε μικρούς χώρους δουλειάς με λίγους εργαζόμενους, κάτι το οποίο προφανώς καθιστά πολύ πιο δύσκολη την οργάνωση σε σύγκριση με τα μεγάλα εργοστάσια και τις μεγάλες βιομηχανίες.

Παράλληλα, μέσα σ’ όλη αυτήν τη σύγκρουση ανοίγονται όλα τα ζητήματα που μπορεί κάποιος να θεωρήσει προταγματικά ως απελευθερωτικά: είτε τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την πατριαρχία και τα προτάγματα του φεμινισμού, είτε με τα ζητήματα της ψυχιατρικής και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι ψυχικές ασθένειες. Πραγματικά δεν υπάρχει πεδίο της κοινωνικής ζωής που να μην τέθηκε σε αμφισβήτηση. Προσπαθώντας κάπως να κωδικοποιήσουμε τη συγκεκριμένη περίοδο, το 1977 θα ξεκινήσει αρχικά με ισχυρές φοιτητικές κινητοποιήσεις, σε μια απ’ αυτές, στις 12 Μάρτη στην Μπολόνια η αστυνομία θ’ ανοίξει πυρ σκοτώνοντας έναν κομμουνιστική φοιτητή, τον Φραντσέσκο Λορούσσο, οπότε και ξεσπάνε γενικευμένες συγκρούσεις στη Μπολόνια και σ’ όλες τις πόλεις, με αποκορύφωμα την πορεία που θα γίνει λίγες μέρες αργότερα στη Ρώμη, όπου συμμετείχαν εκατοντάδες χιλιάδες σύντροφοι και συντρόφισσες απ’ όλη την Ιταλία, μια πορεία που έμεινε στην ιστορία τόσο για την μαζικότητα της όσο και την επιθετικότητα της -κατά τη διάρκεια εκείνης της μέρας θα χτυπηθούν και θα καταστραφούν τράπεζες, κρατικά ιδρύματα, κομματικά γραφεία, θα λεηλατηθούν οπλοπωλεία στο κέντρο της Ρώμης- αυτή η συγκεκριμένη διαδήλωση θ’ αποτελέσει κατά κάποιο τρόπο σημάδι αυτού που στη συνέχεια κάποιοι θα ονομάσουν μιλιταριστική στροφή, με πιο χαρακτηριστικό τον Τόνι Νέγκρι, άνθρωποι οι οποίοι βέβαια μέχρι πριν λίγα χρόνια εκθείαζαν τις βίαιες ενέργειες, άνθρωποι που δεν προέρχονταν από την εργατική Τάξη αλλά ήταν ανώτερης κοινωνικής Τάξης όντας καθηγητές πανεπιστημίου και οι οποίοι αρχίζουν να σχηματοποιούν τον τρόπο με τον οποίο θ’ απεμπλακούν από τις όποιες ποινικές ευθύνες για το ρόλο τους εκείνα τα χρόνια. Το 1978, η επιχείρηση, η απαγωγή και η εκτέλεση του Άλντο Μόρο, ο οποίος και αποτελούσε στην ουσία τον χριστιανοδημοκράτη πρωταγωνιστή της οικοδόμησης του ιστορικού συμβιβασμού μαζί με τον κομμουνιστή Μπερλιγκουέρ, θ’ αποτελέσει το γεγονός που θ’ απομακρύνει ακόμα περισσότερο τις Κόκκινες Ταξιαρχίες τόσο από το χώρο της Αυτονομίας όσο και από το ευρύτερο κίνημα, κομμάτια του οποίου παίρνουν θέση “ούτε με το Κράτος, ούτε με τις BR”.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και πολλά κομμάτια της Αυτονομίας, κυρίως στο Βορρά και ιδιαίτερα στην περιοχή του Βένετο, που έκαναν άλλες επιλογές, που συνέχισαν να δρουν μαχητικά και ένοπλα, να χτυπάνε προϊσταμένους μικρών ή μεγάλων εργοστασίων, να δρουν στις γειτονιές τους με σχηματισμούς που ονόμαζαν Προλεταριακά Περίπολα, να χτυπάνε φασίστες και ναρκέμπορους στις προλεταριακές-λαϊκές γειτονιές, ν’ αναπτύσσουν με λίγα λόγια μια δράση που συνέχιζε να χρησιμοποιεί και βίαια μέσα. Ένα γεγονός το οποίο μπορούμε να πούμε ότι σχηματοποιεί κάπως τον τρόπο με τον οποίο το Κράτος προσπάθησε να ενοποιήσει όλο αυτό το ριζοσπαστικό-επαναστατικό κίνημα, το οποίο ήταν πραγματικά πλούσιο και το αποτελούσαν πάρα πολλές διαφορετικές συνιστώσες, όπως ειπώθηκε, από αναρχικούς μέχρι αυτόνομους, μαρξιστές-λενινιστές, τροτσκιστές, μαοϊκούς και όλων των ιδεολογικών ρευμάτων που γνωρίζουμε, από το ‘78 κι έπειτα αυτό που αποτυπώνεται σ’ όλες τις ιστορικές καταγραφές είναι μια πραγματική κλιμάκωση της βίας από την πλευρά του Κράτους, η οποία και πάλι θα οδηγήσει πολλούς και πολλές να “γυρίσουν σπίτια τους” αλλά και αρκετούς και αρκετές να συνεχίσουν τη δράση τους μέσα από (λίγο ή πολύ) κλειστές ένοπλες οργανώσεις, στις Κόκκινες Ταξιαρχίες, την Prima Linea και όχι μόνο.

Την ίδια περίοδο ιδρύονται και οι ειδικές φυλακές, πραγματικά κολαστήρια τα οποία αποτελούν πραγματικά μνημεία απανθρωπιάς και πόνου. Ήταν η βασική προσπάθεια με την οποία το Κράτος προσπάθησε να απομονώσει τους πολιτικούς κρατούμενους από τους κοινωνικούς κρατούμενους, να τους παρουσιάσει ως κάποιους φρενοβλαβείς που στρέφονται ενάντια σ’ όλη την κοινωνία, και κυρίως ν’ αποτρέψει τις πάρα πολλές εξεγέρσεις και αποδράσεις που είχαν προηγηθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια. Είναι η ίδια περίοδος στην οποία αρχίζει από ένα κομμάτι καθηγητών, οι οποίοι μπορούν να χαρακτηριστούν και ως θεωρητικοί της Αυτονομίας, από τον Τόνι Νέγκρι και όχι μόνο, να σχηματοποιείται αυτό που στη συνέχεια θα παρουσιαστεί από το ίδιο το Κράτος ως διαχωρισμός. Ένα σχήμα που πραγματικά είναι αντι-ιστορικό, που προσπαθεί να παρουσιάσει μια ιστορία με κακούς και καλούς, με “πολεμοχαρείς” και “δημιουργικούς”, και στην ουσία ν’ αποκρύψει την πραγματικότητα του γεγονότος ότι η βία που αποτυπώθηκε εκείνα τα χρόνια ήταν προϊόν των οξυμένων κοινωνικών-ταξικών αντιθέσεων. Η θέσπιση τελικά από το Κράτος, μερικά χρόνια αργότερα, του νόμου “περί διαχωρισμού και μετάνοιας”, θα είναι και αυτή μέσω της οποίας θα αποδεκατιστούν στην κυριολεξία τόσο οι διάφοροι πολιτικοί σχηματισμοί της Αυτονομίας, οι διάφορες Επιτροπές κλπ, όσο και οι ένοπλες Οργανώσεις. Αξίζει ν’ αναφερθεί ένα στοιχείο το οποίο πολλές φορές δεν αποτυπώνεται αρκετά με μια σαφήνεια, έχει να κάνει με το τρόπο που γεννήθηκε, εξελίχτηκε και μαζικοποιήθηκε η Αυτονομία, που δεν είχε να κάνει ίσως τόσο με κατασταλαγμένες πολιτικές απόψεις και θέσεις, αλλά πήγαζε πραγματικά από την ανάγκη των ανθρώπων, και κυρίως των νεολαίων, να καλύψουν τις ανάγκες τους και τις επιθυμίες τους. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και οι καταλήψεις ως τρόπος πολιτικής και πολιτιστικής δράσης και έκφρασης γεννιούνται μέσα από την Αυτονομία και πολλά από τα πράγματα που ίσως σήμερα φαίνονται κοινότυπα και τετριμμένα, αποτέλεσαν δημιούργημα αυτών των ανθρώπων, των ανδρών και των γυναικών που έδρασαν μέσα από το κίνημα της Αυτονομίας.

Συνήθως όλες αυτές οι εξιστορήσεις τελειώνουν κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, νομίζω ότι έχει μια σημασία να δούμε και τι επακολούθησε τελικά, πέρα από το γεγονός ότι χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν έγκλειστοι πολιτικοί κρατούμενοι στις φυλακές του ιταλικού Κράτους. Πολλοί βρέθηκαν αυτο-εξόριστοι, κυρίως στη Γαλλία, η οποία εκείνα τα χρόνια τουλάχιστον παρείχε άσυλο, αναγνωρίζοντας την πολιτική φύση των αδικημάτων. Η αλήθεια είναι ότι η δεκαετία του ‘80 θ’ αποτυπώσει την ευρύτητα αυτής της ήττας. Μια ήττα που δεν αφορούσε μόνο την Αυτονομία, ή μόνο τις ένοπλες Οργανώσεις, ή μόνο το Κίνημα, αφορούσε συνολικά την εργατική Τάξη. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η περίοδος που αρχίζει η “εξάρθρωση” βασικών πυρήνων και της Prima Linea και των ΒR στο Τορίνο, αλλά και αυτόνομων σχηματισμών, συμπίπτει με την περίοδο που ο Ανιέλι, o ιδιοκτήτης της Fiat επιλέγει για να εξαπολύσει την αναδιάρθρωση, αρχικά με δεκάδες απολύσεις εργατών σεσημασμένων ως “ταραχοποιών” και στη συνέχεια με μαζικές απολύσεις, οι οποίες ήταν πραγματικά χιλιάδες και αποτέλεσαν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει η εργατική Τάξη στην Ιταλία για να μπορέσει η Fiat να παραμείνει ανταγωνιστική στην παγκόσμια αγορά.

Η δεκαετία του ‘80 αποτέλεσε την περίοδο που αρχίζει να μορφοποιείται αυτό που στην Ελλάδα ακολούθησε περίπου μια δεκαετία αργότερα, όταν ο Κωστόπουλος ήρθε και μας ξεβλάχεψε όπως είπε…Εκεί πέρα, αυτό το σχήμα είχε αρχίσει να το φτιάχνει ο γνωστός σε όλους μας Σίλβιο Μπερλουσκόνι μέσα από τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια που του είχε χαρίσει ο φίλος του -που πέθανε τελικά φυγόδικος, καταδικασμένος για σκάνδαλα, στην Τυνησία- τότε πρωθυπουργός και ηγέτης του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Μπετίνο Κράξι, ο οποίος μέσα από την ιδιωτική τηλεόραση που βρέθηκε στα χέρια του δωρεάν άρχισε να φτιάχνει όλη αυτή την “κουλτούρα” που γνωρίζουμε όλοι, της σκουπιδοτηλεόρασης, των “αξιών” του άκρατου ατομικισμού, της προσωπικής ανέλιξης, τέλος πάντων όλων αυτών που γνωρίζουμε όλοι και δε νομίζω ότι έχει μεγάλη σημασία να τα ξαναλέμε…

Όπως και να έχει, η ήττα ήταν βαριά αλλά δεν σήμαινε ότι εξαφανίστηκε κυριολεκτικά ότι υπήρχε στην Ιταλία από οργανωτικά σχήματα, πολιτικές ομάδες κλπ. Η δεκαετία που ακολούθησε, η δεκαετία του ‘90 και αφού στη δεκαετία του ‘80 συνεχίστηκε η όποια πολιτική δράση πολύ πιο περιορισμένη και σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, είναι χαρακτηριστικό ότι κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 βασικό σύνθημα για ένα τουλάχιστον κομμάτι της Αυτονομίας γίνεται το να βγούμε από το γκέτο, εννοώντας την περιθωριοποίηση τόσο τη συλλογική-πολιτική αλλά όσο και την ατομική απομόνωση, τα προσωπικά προβλήματα και αδιέξοδα. Δεν είναι τυχαίο οτι τα περισσότερα Κοινωνικά Κέντρα και οι Καταλήψεις που υπάρχουν ακόμα και σήμερα σε πολλές μεγάλες πόλεις της Ιταλίας δημιουργήθηκαν κάπου εκεί στα τέλη του ‘80 με αρχές ‘90.

Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, και με την πολιτική εξουσία να βρίσκεται στην “κεντροαριστερά”, δηλαδή στους πολιτικούς απόγονους του Κομμουνιστικού Κόμματος, σε διάφορες πόλεις -με πιο χαρακτηριστικές εκείνες στη Βενετία, στο Μιλάνο, στη Ρώμη- οι “κεντροαριστεροί” δήμαρχοι επιλέγουν να προσπαθήσουν να μπουν σ’ ένα διάλογο με τα Αυτοδιαχειριζόμενα Κατειλημμένα Κοινωνικά Κέντρα, να προσπαθήσουν να τα νομιμοποιήσουν με προφανή σκοπό την αφομοίωση τους στο ευρύτερο περιβάλλον, αποστερώντας τους από τα όποια ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά τους. Η αλήθεια είναι ότι σε πολλές από τις μεγάλες πόλεις οι Κατειλημμένοι Χώροι, τα Κοινωνικά Κέντρα που δεν θα ενδώσουν σ’ αυτό το τυράκι της εξουσίας θα είναι λίγοι. Τα αδιέξοδα όλης αυτής της πολιτικής επιλογής ανοιχτής συνδιαλλαγής με αστικούς θεσμούς, όπως είναι οι Δήμοι, θα φανούν στη συνέχεια, τον Ιούλη του 2001 στη Γένοβα, στον τρόπο με τον οποίο γκρεμίστηκαν οι αυταπάτες ότι η σύγκρουση μπορεί να είναι συμβολική, να γίνεται με συμβολικούς και όχι πραγματικούς όρους, αφού όπως απέδειξε το ιταλικό Κράτος, αλλά όπως έχει αποδείξει κάθε αστικό Κράτος, όταν βρίσκεται σε πραγματικά δύσκολη θέση, δεν επιτρέπει σε κανέναν ν’ αμφισβητήσει το μονοπώλιο του στην άσκηση βίας, ακόμα κι αν αυτή η αμφισβήτηση γίνεται συμβολικά.

Κλείνοντας και προσπαθώντας κάπως να συνοψίσουμε τι είναι αυτό που τελικά έδωσε και άφησε όλο αυτό το κίνημα της Αυτονομίας από εκείνα τα χρόνια, και για ποιο λόγο σαράντα χρόνια μετά αξίζει τον κόπο ν’ ασχολούμαστε μαζί της, τουλάχιστον όσον αφορά το δικό μας κίνημα εδώ στην Ελλάδα, και ανεξάρτητα από το πως μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται ο καθένας -αναρχικός, αντιεξουσιαστής, αυτόνομος, κομμουνιστής κλπ- νομίζω ότι πολλές από τις πρακτικές μας, πολλοί από τους τρόπους που λαμβάνουμε τις αποφάσεις μας, φτιάχνουμε τις -κατειλημμένες και μη- υποδομές μας κλπ, είναι κατά κάποιο τρόπο γέννημα εκείνης της περιόδου κι εκείνου του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου που έμεινε στην Ιστορία ως Εργατική Αυτονομία.

Αυτά τα λίγα…και σας ευχαριστούμε και πάλι όλους.

______________________________

[1] Salvatore Ricciardi: “Τι σήμαινε να είσαι 20 χρονών το 1960… Με το άλφα μικρό. Μια ζωή για την προλεταριακή αυτονομία”. Εκδ. Προλεταριακή Πρωτοβουλία. Αθήνα, 2015.

[2] Εισήγηση της Προλεταριακής Πρωτοβουλίας στη Bιβλιοπαρουσίαση “Μάριο Μορέττι. Ερυθρές Ταξιαρχίες. Μια Ιταλική Υπόθεση” (εκδ. Διάδοση) στην Αθήνα (Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός, 3/12/2016).

 

One thought on “Εισήγηση στην εκδήλωση “Το ιταλικό μωσαϊκό της Αυτονομίας τη δεκαετία του ‘70” στο 1ο Παγκρήτιο Ελευθεριακό Φεστιβάλ Βιβλίου (Ρέθυμνο 4-5-6/5/18)

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *