Κείμενο του συντρόφου Πολύκαρπου Γεωργιάδη: Σχεδιασμοί γεωστρατηγικής αναβάθμισης και πολεμική προπαρασκευή του ελληνικού κράτους Μέρος Β΄

Σχεδιασμοί γεωστρατηγικής αναβάθμισης και πολεμική προπαρασκευή του ελληνικού κράτους

Μέρος Β΄: Παλιές και νέες στρατιωτικές και επενδυτικές αποβάσεις των ΗΠΑ στην Ελλάδα

Εισαγωγή

Στο διάστημα που μεσολάβησε από την ολοκλήρωση του πρώτου μέρους του κειμένου, παρατηρήσαμε μια έντονη διπλωματική κινητικότητα και πολυεπίπεδες διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο του ελληνοτουρκικού αστικού ανταγωνισμού. Μια κινητικότητα που συχνά πυκνά συνοδευόταν από έντονο επικοινωνιακό μπρα-ντε-φερ, όπως είδαμε στην κοινή συνέντευξη τύπου Δένδια-Τσαβούσογλου στην Κωνσταντινούπολη και στα εθνικιστικά παραληρήματα που ακολούθησαν και στις δύο χώρες. Είχαμε και την ήδη ναρκοθετημένη πενταμερή για το Κυπριακό, η οποία χαρακτηρίστηκε ως “σύνοδος χαμηλών προσδοκιών”. Το τουρκικό κράτος, ακολουθώντας μια τακτική επιθετικής διαπραγμάτευσης, διεκδικεί τη διχοτόμηση της Κύπρου, ποντάροντας στο ότι η νέα τουρκοκυπριακή ηγεσία ευθυγραμμίζεται πλήρως με τη θέληση του Ερντογάν. Στην Ελλάδα η κυβέρνηση Μητσοτάκη (με την πλήρη κάλυψη του ΣΥΡΙΖΑ που ακολουθεί απαρέγκλιτα τη λεγόμενη “εθνική γραμμή”) αξιοποιεί την ένταση που εμφανίζεται στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση για να πουλήσει ένα νέο εθνικό μύθο περί “απομονωμένης” Τουρκίας και “ετοιμόρροπου” καθεστώτος Ερντογάν. Ωστόσο, αυτή είναι η μισή μόνο αλήθεια, που εκφράζει τους ευσεβείς πόθους του ελληνικού εθνικισμού.(1)

Η αναζωπύρωση της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης (2) τον Απρίλιο του 2021 έβγαλε για μια φορά ακόμα στην επιφάνεια τον ισχυρό περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας και την ανάγκη της Δύσης να τη διατηρήσει στις δικές της συμμαχικές δομές (ΝΑΤΟ, ειδική σχέση με ΕΕ κλπ). Στόχος του ευρωατλαντικού μπλοκ δεν είναι η απομάκρυνση ή η απομόνωση της Τουρκίας, ακόμα κι αν δυσφορεί με τον τυχοδιωκτισμό και τις ασκήσεις γεωπολιτικής ισορροπίας του Ερντογάν. Άλλωστε, η Δύση γνωρίζει πολύ καλά πως το καθεστώς Ερντογάν δεν είναι αιώνιο και αργά ή γρήγορα θα αντικατασταθεί από κάποια άλλη ηγεσία, είτε με ομαλό εκλογικό τρόπο είτε με πραξικόπημα ή “πορτοκαλί επανάσταση”, οπότε ετοιμάζεται για τη διαχείριση της διάδοχης κατάστασης. Προς το παρόν τόσο η ΕΕ όσο και οι ΗΠΑ επιδιώκουν μέσω μιας πολιτικής “θετικής και αρνητικής ατζέντας”, μαστίγιου και καρότου, συνεχούς εναλλαγής κυρώσεων και ανταλλαγμάτων να περιορίσουν τις τάσεις αυτονόμησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και να την ευθυγραμμίσουν με τις στρατηγικές τους στοχεύσεις. Στόχος των κυρώσεων (ή των απειλών για κυρώσεις) δεν είναι να ωθήσουν την Τουρκία σε έναν πλήρη γεωπολιτικό αναπροσανατολισμό (αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, αποσύνδεση με ΕΕ κλπ). Η Δύση τραβάει το αυτί της Τουρκίας, θεωρώντας πως έχει απλώσει περισσότερο απ’ όσο πρέπει τον γεωπολιτικό της τραχανά, αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζει της περιφερειακή της ισχύ και επιδιώκει την προσαρμογή αυτής της ισχύος στις δικές της επιδιώξεις. Από τη μία, οι ΗΠΑ ρίχνουν το γάντι στον Ερντογάν με κινήσεις όπως την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων, τον εξοβελισμό από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35 και τις κυρώσεις στην τουρκική πολεμική βιομηχανία. Από την άλλη όμως της κλείνουν το μάτι προσφέροντας ανταλλάγματα, όπως την αύξηση της τουρκικής επιρροής στο Αφγανιστάν μετά τη σχεδιαζόμενη απόσυρση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων.

Ο ελληνικός εθνικισμός παρουσιάζει τη μισή αλήθεια, φτάνοντας στο σημείο αυτογελοιοποίησης να ισχυρίζεται πως η Ελλάδα διαθέτει μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ από την Τουρκία, όπως δήλωσε η Ντόρα Μπακογιάννη στον ΣΚΑΙ (που αλλού;). Έτσι, τα ελληνικά ΜΜΕ υπερπροβάλανε τη δήλωση Ντράγκι περί “δικτάτορα Ερντογάν”, εστιάζοντας αποκλειστικά σε αυτό το σημείο και διαστρεβλώνοντας το περιεχόμενό της. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Ιταλός πρωθυπουργός έκανε απλά μια κυνική παραδοχή: «Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, με τέτοιους δικτάτορες πρέπει να συνεργαστούμε για να εξυπηρετήσουμε τα ευρωπαϊκά συμφέροντα». Ίσως ο Ντράγκι να έπεσε από τα σύννεφα όταν κατάλαβε τον αυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος Ερντογάν, αλλά αν έριχνε μια πρόχειρη ματιά στην ιστορία θα έβλεπε πως διαχρονικά ο ευρωατλαντισμός δεν φάνηκε και τόσο ντροπαλός στη συνεργασία του με δικτάτορες -ή ακόμα και στην επιβολή δικτατοριών- για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του…

Τον Μάρτιο του 2021 ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ, Ζοζέπ Μπορέλ, σχολιάζοντας την εύθραυστη ισορροπία στην Ανατολική Μεσόγειο, έγραψε στο προσωπικό του ιστολόγιο:

«Η ΕΕ έχει στρατηγικό συμφέρον για την ανάπτυξη μιας συνεργασίας και αμοιβαίας επωφελούς σχέσης με την Τουρκία. Και το ίδιο ισχύει και για την Τουρκία. Η ΕΕ είναι μακράν ο πρώτος εταίρος εισαγωγών και εξαγωγών της Τουρκίας, καθώς και πηγή επενδύσεων. Κοιτάζοντας τα τελευταία στοιχεία προ πανδημίας, βλέπουμε ότι 69,8 δισ. ευρώ των εξαγωγών της Τουρκίας είχαν κατεύθυνση προς την ΕΕ και 58,5 δισ. ευρώ των Άμεσων Ξένων Επενδύσεών της (ΑΞΕ) προέρχονται από την ΕΕ. Περισσότεροι από 5,5 εκατομμύρια Τούρκοι πολίτες ζουν σε κράτη-μέλη της ΕΕ και, σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο, το 61% των Τούρκων πολιτών βλέπουν την ΕΕ ως παράγοντα που μετράει τον κόσμο. Και με την ασφάλεια και την άμυνά της να είναι συνδεδεμένη με το ΝΑΤΟ, φαίνεται δύσκολο να πιστέψουμε ότι η Τουρκία θα μπορούσε ρεαλιστικά να οραματιστεί καλύτερες επιλογές από το να ακολουθήσει έναν ευρωπαϊκό δρόμο […] Σε μια στιγμή που η στρατηγική πόλωση φαίνεται να αναδύεται σε όλον τον κόσμο, η ενίσχυση ενός ευρωπαϊκού δημοκρατικού πυλώνα που περιλαμβάνει την Τουρκία θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό εξισορροπητικό στοιχείο».

Όπως είδαμε στο πρώτο μέρος του κειμένου, το ελληνικό κράτος στην προσπάθειά του να εξισορροπήσει τον δυσμενή γι’ αυτό συσχετισμό ισχύος, προχωράει σε “στρατηγικές συμμαχίες” με χώρες που βρίσκονται σε άμεση αντιπαράθεση με την Τουρκία (Γαλλία, Ισραήλ, ΗΑΕ, Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία κλπ). Ωστόσο, ο κυρίαρχος λόγος στην Ελλάδα (δηλαδή ο λόγος της κυρίαρχης τάξης) φαίνεται να “ξεχνάει” πως η συμμαχίες μεταξύ των κρατών δεν χτίζονται πάνω σε κάποια ηθική βάση. Μοναδικό τους κριτήριο είναι το ωμό συμφέρον. Όλα τ’ άλλα είναι ιδεολογικά περιτυλίγματα. Όλες οι συμμαχίες, δηλαδή, χαρακτηρίζονται από εγγενή αστάθεια. Για παράδειγμα, η στενή τουρκο-ουκρανική στρατιωτική συνεργασία δημιουργεί μεταβολή ισορροπιών και πεδίο προσέγγισης της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, ενώ αντίστοιχα δημιουργεί πεδίο αντιπαράθεσης με τη Ρωσία, με τον Πούτιν να προειδοποιεί πως οποιαδήποτε πώληση drones στο ουκρανικό στρατό θα αλλάξει τις ρωσοτουρκικές σχέσεις και θα οδηγήσει στην επανεξέταση της στρατιωτικής συνεργασίας Μόσχας-Άγκυρας. Επίσης, τις ίδιες ημέρες που ο Δένδιας ταξίδευε στη Σαουδική Αραβία για να συζητήσεις τη στενή στρατιωτική συνεργασία μεταξύ των δύο κρατών, παρατηρήθηκαν τάσεις επαναπροσέγγισης της Τουρκίας με τον Οίκο του Σαούδ, με κοινό στόχο την εξόντωση των φιλο-ιρανών ανταρτών Χούθι στην Υεμένη.

Με δύο λόγια, οι διακρατικές συμμαχίες (όπως και οι παράλληλοι ανταγωνισμοί) χαρακτηρίζονται από ρευστότητα ευθέως ανάλογη με τις μεταβολές που παρατηρούνται στην υλική τους βάση και με την αστάθεια του ευρύτερου γεωπολιτικού περιβάλλοντος. Αξίζει να σημειωθεί ως παράδειγμα πως ολοένα και πληθαίνουν οι φωνές που υποστηρίζουν πως η σταδιακή μεταβολή στην παγκόσμια ενεργειακή πολιτική μειώνει ταυτόχρονα και τη συνολική οικονομική και γεωπολιτική αξία των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο. Μια τέτοια εξέλιξη σίγουρα θα μεταφραστεί στα επόμενα χρόνια σε νέες αναπροσαρμογές στις συμμαχίες και τους ανταγωνισμούς στην ευρύτερη περιοχή. Κι ας μην ξεχνάμε πως η “στρατηγική” ελληνοϊσραηλινή συμμαχία χτίστηκε πάνω στα ερείπια της “στρατηγικής” τουρκοϊσραηλινής συμμαχίας. Ή, για να παραφράσουμε τον Καμύ, τα κράτη δεν έχουν ηθική, το μόνο που έχουν είναι στρατούς για να θωρακίζουν τα οικονομικά τους συμφέροντα…

Στο πλαίσιο της πολιτικής που περιγράψαμε παραπάνω ανήκει και η προσπάθεια του ελληνικού κράτους να αξιοποιήσει τις ρωγμές στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας και τη συνακόλουθη αναζήτηση από το αμερικανικό κράτος νέων ισοδύναμων γεωπολιτικών και στρατιωτικών διευκολύνσεων. Το ελληνικό κράτος προσεύχεται νυχθημερόν για τη δημιουργία ενός στρατηγικού ρήγματος στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις, ώστε να αναβαθμιστεί ραγδαία ο δικός του ρόλος: «Για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια, οι ΗΠΑ ενδέχεται να δουν την Ελλάδα σαν γεωπολιτικό αντίβαρο στην Τουρκία. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να προετοιμαστούμε και εμείς. Να ξέρουμε τι θέλουμε, τι δίνουμε και τι ανταλλάγματα περιμένουμε. Μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο. Γεμάτη ρίσκα, αλλά και στρατηγικές ευκαιρίες».(3) Το ελληνικό κράτος επιδιώκει τη μετατροπή του σε έναν γεωπολιτικά ελκυστικό προορισμό για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, ανατρέποντας τον παραδοσιακό συσχετισμό δύναμης στο τρίγωνο ΗΠΑ-Ελλάδα-Τουρκία. Ωστόσο, παρά τις γεωπολιτικές εξυπηρετήσεις της Ελλάδας, οι ΗΠΑ επιμένουν να στέκονται στη μέση του ελληνοτουρκικού αστικού ανταγωνισμού και να παίζουν διαιτητικό ρόλο, θεωρώντας πως μια κλιμάκωση του ανταγωνισμού θα ενισχύσει τα ρωσικά συμφέροντα. «Ελπίζω να κρατηθεί ανοιχτή η πόρτα στην Τουρκία», όπως είπε ο Πάιατ στο συνέδριο Energy Dialogues, σχολιάζοντας τη “συμμαχία 3=1” στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν μέσω της διευθέτησης της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, σε συνδυασμό με άλλες διευθετήσεις ιστορικών ανταγωνισμών (Ισραήλ-αραβικού κόσμου, Ελλάδας-Β. Μακεδονίας, Σερβίας-Κοσόβου, κλπ), μέσω δηλαδή της ιμπεριαλιστικής ειρήνης με το πιστόλι στον κρόταφο, να δημιουργήσουν μια ζώνη αποκλεισμού για τη ρωσική διείσδυση στην ευρωπαϊκή και αραβική αγορά. Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε οι ΗΠΑ διαπραγματεύτηκαν με την Κύπρο την άρση του εμπάργκο όπλων με αντάλλαγμα την άρνηση ελλιμενισμού πλοίων του ρωσικού πολεμικού ναυτικού.

Το 2019, ο έλληνας ΥΠΕΘΑ Νίκος Παναγιωτόπουλος απηύθυνε χαιρετισμό στον διοικητή των αμερικανικών χερσαίων δυνάμεων στην Ευρώπη με μια αδιανόητη δήλωση: «Οι στρατιώτες μας μάτωσαν δίπλα στους αμερικανούς στρατιώτες στο παρελθόν, και τοι ίδιο θα γίνει και στο μέλλον». Οι μνήμες για τους “κοινούς αγώνες” στον πόλεμο της Κορέας είναι ενδεχομένως ακόμα μια προσπάθεια συγκρότησης ιδεολογικού μετώπου εναντίον των “ελαττωματικών ιδεών της αριστεράς”. Δεν είναι τυχαίες οι αντίστοιχες δηλώσεις ψυχροπολεμικού ύφους του Πάιατ για τα 200 χρόνια από το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821: «Οι ΗΠΑ και η Ελλάδα στάθηκαν πλάι-πλάι για να αντιμετωπίσουν προκλήσεις στα δημοκρατικά μας ιδανικά. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, δύο παγκοσμίων πολέμων και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πόλεμου αλλά και σήμερα συνεργαζόμαστε για την οικοδόμηση της ειρήνης και της ελευθερίας». Οι συντονισμένες αυτές δηλώσεις φωτίζουν τόσο την πολιτική του ελληνικού κράτουςστην παρούσα ιστορική στιγμή, όσο και τις βαθιές ιστορικές ρίζες της πολύπλευρης εξάρτησής του από τις ΗΠΑ, από τον εμφύλιο πόλεμο μέχρι και σήμερα. Πριν δούμε, λοιπόν, το σημερινό πλαίσιο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά στο πώς η αμερικανική εξωτερική επέμβαση έχτισε και διαμόρφωσε το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος και το πλαίσιο της οικονομικής και στρατιωτικής του λειτουργίας εντός του ευρωατλαντικού μπλοκ, με την ένταξη στο ΝΑΤΟ και τους δυτικοευρωπαϊκούς οικονομικούς θεσμούς.

Ένα κράτος υπό την σκέπη των ΗΠΑ (4)

Στις 12 Μαρτίου του 1947, ο πρόεδρος των ΗΠΑ προχώρησε στην εξαγγελία του δόγματος Τρούμαν, με σκοπό τη διαχείριση του διεθνούς μεταπολεμικού περιβάλλοντος. Από τα ερείπια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αναδείχθηκαν δύο μεγάλες δυνάμεις που ενίσχυσαν την παγκόσμια παρουσία τους και εκπροσωπούσαν τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε δύο διαφορετικά οικονομικά / κοινωνικά συστήματα: οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι ΗΠΑ κατάφεραν να αυξήσουν θεαματικά το ΑΕΠ τους, ενώ μετά τη λήξη του εδραίωσαν τόσο τη στρατιωτική τους πρωτοκαθεδρία (κυρίως με τη χρήση της ατομικής βόμβας), όσο και την οικονομική τους ηγεμονία (ραγδαία αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, έλεγχος των αποθεμάτων πετρελαίου κτλ). Από την άλλη, η ΕΣΣΔ βγήκε βαθιά πληγωμένη από τον πόλεμο με τεράστιες ανθρώπινες απώλειες (27 εκατομμύρια νεκροί) και μείωση στο μισό της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής. Ταυτόχρονα όμως, οι θυσίες του σοβιετικού λαού και η συμβολή του Κόκκινου Στρατού στο τσάκισμα του ναζισμού αύξησαν ραγδαία το παγκόσμιο κύρος της. Η ΕΣΣΔ ενισχύθηκε γεωστρατηγικά και μετατράπηκε σε έναν τεράστιο διεθνή παίκτη, με διαρκώς επεκτεινόμενη σφαίρα επιρροής, η οποία δεν περιοριζόταν μόνο στις χώρες – δορυφόρους αλλά, διείσδυε και στο εσωτερικό των καπιταλιστικών κρατών. Το ρόλο του προστάτη των κρατών αυτών ανέλαβαν οι ΗΠΑ.

Με το δόγμα Τρούμαν το αμερικανικό κράτος διακήρυξε ως κεντρικό του σκοπό την ανάσχεση της σοβιετικής επιρροής και της «κομμουνιστικής υπονόμευσης». Η ήττα της Γερμανίας, από τη μία πλευρά, και η εξάντληση της Βρετανίας και της Γαλλίας, από την άλλη, δημιούργησαν ένα κενό εξουσίας στην Ευρώπη, το οποίο κλήθηκε να καλύψει η αμερικανική παρουσία. Έτσι, λίγους μήνες μετά την εξαγγελία του δόγματος Τρούμαν, στις 5 Ιουνίου του 1947 ο στρατηγός και υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ George Marshall ανακοίνωσε στο πανεπιστήμιο του Harvard το σχέδιο οικονομικής ανόρθωσης της Ευρώπης, το οποίο έμεινε γνωστός στην ιστορία ως σχέδιο Μάρσαλ. Μέσω των στρατηγικών αυτών κινήσεων, οι ΗΠΑ εδραίωσαν την παρουσία τους στην Ευρώπη και οριοθέτησαν τη σοβιετική επιρροή, στο πλαίσιο της αναπροσαρμογής του διεθνούς συστήματος σε ένα νέο διπολικό περιβάλλον (Ψυχρός Πόλεμος – στρατιωτικοποίηση των οικονομιών).

Η Ελλάδα και η Τουρκία ήταν δύο από τους πιο βασικούς συντελεστές των αμερικανικών σχεδιασμών. Για τις ΗΠΑ, οι δύο αυτές χώρες συγκροτούσαν ένα ενιαίο γεωγραφικό χώρο με κομβικό ρόλο στην ανάσχεση της σοβιετικής καθόδου προς το Νότο, ελέγχοντας τη θαλασσιά οδό της ΕΣΣΔ προς τη Μεσόγειο, τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Ο ενιαίος ελληνοτουρκικός χώρος και το Ιράν αποκτούσαν ιδιαίτερη γεωπολιτική αξία, δημιουργώντας μία ζώνη αποκλεισμού της ΕΣΣΔ από τις διόδους πρόσβασης στα πετρέλαια του κόλπου.

Μέχρι το 1947 η Ελλάδα βρισκόταν στη βρετανική σφαίρα επιρροής, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε ούτε καν από τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, παρά τον φιλοναζιστικό και φιλοφασιστικό προσανατολισμό της. Τον Φεβρουάριο του 1947, η οικονομικά εξασθενημένη Βρετανική Αυτοκρατορία ζήτησε επισήμως από τις ΗΠΑ να τη διαδεχτούν στο ρόλο του κηδεμόνα της Ελλάδας και της Τουρκίας. Λίγες μέρες αργότερα ο Τρούμαν ζήτησε από το Κογκρέσο την έγκριση προγράμματος οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας για τις δύο γειτονικές χώρες, οι οποίες ήδη από τον Οκτώβριο του 1930 είχαν υπογράψει σύμφωνο φιλίας. Έτσι, η Βρετανική Οικονομική Αποστολή έδωσε τη σκυτάλη στην Αμερικανική Αποστολή Βοήθειας (AMAG). Στη μετάβαση από τη βρετανική στην αμερικανική επικυριαρχία κομβικό ρόλο έπαιξε η επιτροπή τεχνοκρατών που επισκέφτηκε την Ελλάδα από τις 18 Ιανουαρίου μέχρι τις 22 Μαρτίου του 1947, με επικεφαλής τον Πολ Πόρτερ. Η επιτροπή Πόρτερ συνέταξε έκθεση προς την αμερικανική κυβέρνηση, με την οποία στοχοποιούσε τον αυταρχισμό και τη διαφθορά της ελληνικής κυβέρνησης, της δημόσιας διοίκησης και των επιχειρηματικών ελίτ, ζητώντας από τις ΗΠΑ την ανάληψη του πλήρους ελέγχου της διαλυμένης ελληνικής οικονομίας. Το παρακάτω απόσπασμα της έκθεσης Πόρτερ είναι απολύτως ενδεικτικό (αλλά και διαχρονικό) για τον σκανδαλώδη τρόπο με τον οποίον προστατεύονταν τα επιχειρηματικά συμφέροντα:

«Τα συμφέροντα των εφοπλιστών προστατεύονται με σκανδαλώδη τρόπο. Η ελληνική εμπορική ναυτιλία ανθεί την εποχή μας και οι εφοπλιστές κερδίζουν τεράστια ποσά, αλλά το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος δεν αποκομίζει κανένα όφελος από αυτό. Οι μισθοί των ναυτικών γυρίζουν στην Ελλάδα, αλλά οι εφοπλιστές ασφαλίζουν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους στις ξένες χώρες».

Σαν να μην πέρασε ούτε μία μέρα…

Η AMAG εξελίχθηκε σε μία παράλληλη κυβέρνηση, συγκεντρώνοντας στα χέρια της τον απόλυτο έλεγχο της πολιτικής της χώρας σε όλα τα επίπεδα: στραρτιωτικό, βιομηχανικό και γεωργικό, εμπορικό, ενεργειακό, τραπεζικό και φορολογικό, οικονομικό, δημοσιονομικό και νομισματικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και η ισοτιμία της δραχμής οριζόταν από το αμερικανικό υπουργείο οικονομικών.(5) Στο πλαίσιο της «επιθετικής επίβλεψης» που πρότεινε ο Πόρτερ, η Αποστολή πήρε τον ολοκληρωτικό έλεγχο του προϋπολογισμού της χώρας, τοποθετώντας τεχνοκράτες επιτηρητές σε όλες σε όλα τα κομβικά υπουργεία (Οικονομικών, Πολέμου κλπ) και περιορίζοντας τον κυβερνητικό έλεγχο πάνω στις κρατικές δαπάνες. Στον έλεγχο της AMAG και του Σώματος του Μηχανικού του Αμερικανικού Στρατού μπήκαν και οι υποδομές της χώρας, το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, οι γέφυρες, οι τηλεπικοινωνίες και ο Ισθμός της Κορίνθου.

Οι εκτεταμένες αρμοδιότητες της AMAG αγκάλιαζαν κάθε πτυχή της κυβερνητικής και διοικητικής λειτουργίας του ελληνικού κράτους. Ο Υπουργός Συντονισμού της Κυβέρνησης Στέφανος Στεφανόπουλος έστειλε σχετική εγκύκλιο προς όλα τα Υπουργεία στις 4 Οκτωβρίου του 1947 με την οποία ενημέρωνε πως είχε δοθεί πράσινο φως στην Αμερικανική Αποστολή: «όπως εκφράζει τις απόψεις αυτής επί παντός, εν σχεδίω, γενικωτέρου νομοθετικού ή διοικητικού μέτρου δημοσιονομικού ή οικονομικού χαρακτήρος και περιεχομένου».

Υλοποιώντας τον σχεδιασμό της Αποστολής Πόρτερ, η AMAG είχε διττές οικονομικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες θέτωντας ως σκοπό την ισόρροπη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας και της κάλυψης των υπέρογκων στρατιωτικών δαπανών. Για την AMAG, οι άξονες της οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας και της στρατιωτικής νίκης επί του ΔΣΕ ήταν ισοδύναμης αξίας και ανάλογη θα έπρεπε να ήταν και η κατανομή των πόρων. Ωστόσο, υπό την πίεση του εμφυλίου πολέμου, γρήγορα αναθεωρήθηκαν οι προτεραιότητες με την αύξηση μεταφοράς πόρων στον στρατιωτικό τομέα και το δραστικό περιορισμό των πόρων για την ανασυγκρότηση της χώρας. Έτσι, ο κρατικός προϋπολογισμός του 1947-48 προέβλεπε την κατεύθυνση του 36,6% των δαπανών προς τα στρατιωτικά υπουργεία.

Παρ’ ότι η αμερικανική παρουσία στην Ελλάδα προέκυψε κατόπιν πρόσκλησης της ελληνικής κυβέρνησης και προϋπέθετε την συναίνεση της εγχώριας ελίτ, οι σχέσεις της AMAG με τους «νόμιμους ιδιοκτήτες της χώρας» δεν υπήρξαν αρμονικές και ανέφελες. Η Αποστολή δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στη διεφθαρμένη και αυταρχική οικονομική και πολιτική ελίτ της Ελλάδας και συχνά υπήρξαν συγκρούσεις με την κυβέρνηση, το Λαϊκό Κόμμα, το Παλάτι και τον επιχειρηματικό κόσμο. Το γεγονός αυτό δεν πρέπει να μας ξενίζει. Η σχέση εξάρτησης της Ελλάδας από τις ΗΠΑ δεν υπήρξε μία κατοχική σχέση που επιβλήθηκε και εδραιώθηκε με στρατιωτική εισβολή. Η σχέση του εγχώριου και του ξένου παράγοντα εδράζονταν πάνω σε μία ιεραρχημένη και ετεροβαρή συμμαχία που προέκυπτε από την ασυμμετρία ισχύος των δύο πόλων. Ο εγχώριος παράγοντας δεν είναι ένας παθητικός δέκτης εντολών και διαταγών των ξένων. Η αμερικανική (και πριν η βρετανική) παρουσία στην Ελλάδα προϋπέθετε τη συναίνεση και την ενεργό παρουσία της εγχώριας οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ελίτ στο πλαίσιο των διεθνών διεργασιών και συμμαχιών για τη μεταπολεμική αναδιαμόρφωση του καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού συστήματος και των νέων συνθηκών του λεγόμενου Ψυχρού Πολέμου. Το ελληνικό κράτος (όπως και το τούρκικο) αναλάμβανε συγκεκριμένο ρόλο στον καταμερισμό εργασίας για την αναχαίτιση του «κομμουνιστικού κινδύνου». Σε μία ιεραρχημένη συμμαχία τέτοιου είδους οι εγχώριες ελίτ πολλές φορές συγκρούονται με τους ξένους προστάτες τους, προσπαθώντας να διατηρήσουν μία σχετική αυτονομία κινήσεων ή να υπερασπιστούν κεκτημένα που αισθάνονται ότι απειλούνται από τη διαδικασία του «nation-building». Αυτή η σύγκρουση περιορισμένης έκτασης που λαμβάνει χώρα στο περιθώριο των κεντρικών στρατηγικών επιλογών πολλές φορές μπορεί να δημιουργήσει ψευδαισθήσεις για δήθεν διεκδίκηση «εθνικής ανεξαρτησίας» εντός του ιμπεριαλιστικού πλαισίου, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στην σύγχρονη ελληνική ιστορία (αποχώρηση Καραμανλή από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, αντιΕΟΚική και αντιΝΑΤΟϊκή ρητορική Παπανδρέου, απόπειρα προσέγγισης της Ρωσίας από το νεότερο Καραμανλή, σπαθουλάρισμα (6) απέναντι στους δανειστές από τον Τσίπρα κλπ).

Οι κάθε λογής μανούβρες απλά επιβεβαιώνουν στο τέλος την ασυμμετρία ισχύος: «Το ιμπεριαλιστικό πλαίσιο, δηλαδή η διαφορετική δύναμη πυρός των κεφαλαίων, η αναπόφευκτη ανισομετρία της οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης και οι συνακόλουθές σχέσεις ισχύος μεταξύ των κρατών, αποτελεί το πεδίο δραστηριότητας του ελληνικού κεφαλαίου και του κρατικού σχηματισμού που τον εκπροσωπεί».(7)

Η ιεραρχημένη συμμαχία ΗΠΑ-Ελλάδας, λοιπόν, από τα γεννοφάσκια της δεν υπήρξε ποτέ μία συμμαχία ισότιμων μερών, αλλά μία συμμαχία στην οποία ο ισχυρός πόλος ορίζει το πλαίσιο κινήσεων και ο πιο αδύναμος προσδοκά πως θα αντλήσει οφέλη από τη σχέση αυτή. Τη λογική αυτή εξέφρασε ο εκδότης της Καθημερινής Γ.Α. Βλάχος όταν έγραφε στις 16 Μαρτίου του 1947: «Είχαμε το δικαίωμα να πλανώμεθα και να νομίζωμεν πως ένας λαός, όπως ημείς, ημπορούσε να ζεις ανεξάρτητος […] Τώρα ζήτημα ανεξαρτησίας δεν υπάρχει. Υπάρχει ζήτημα ένα και μόνο: Αφεντικού. Το αφεντικό μας είναι ένα ή μάλλον δύο: η Αμερική και η Αγγλία».(8)

Πριν από την υπαγωγή της Ελλάδας στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ, ο βρετανός υφυπουργός Εξωτερικών Μακ Νιλ εκφράζοντας την παραδοσιακή αποικιοκρατική παράδοση δήλωνε: «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως αποικία, είτε υπό τον δικό μας έλεγχο είτε υπό διεθνή κηδεμονία, και ότι αυτή είναι η μοναδική μέθοδος για να καταστεί φερέγγυα και να σταθεροποιηθεί πολιτικά». Βεβαίως, οι ΗΠΑ εξέφρασαν την κυριαρχία τους σε νέες βάσεις, απορρίπτοντας το παραδοσιακό αποικιοκρατικό μοντέλο. Η Ελλάδα δεν ήταν ούτε αποικία, ούτε χώρα υπό κατοχή. Ωστόσο, για την ελληνοαμερικανική συμμαχία μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Bismarck: «σε μία συμμαχία κάποιος κάνει το άλογο και κάποιους τον αναβάτη».

Πέρα, όμως, από τις εντάσεις στις σχέσεις μεταξύ της AMAG και της εγχώριας πολιτικής και οικονομικής ελίτ, προέκυψε και ένας ιδιότυπος αμερικανικός «εμφύλιος». Η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα αισθανόταν πως υποβαθμίζεται ο ρόλος της εξαιτίας της πυκνής δραστηριότητας της AMAG και του δυαδικού καθεστώτος της αμερικανικής επέμβασης. Έτσι, διεκδίκησε ανακατανομή του καταμερισμού εργασιών και αυξημένο εποπτικό ρόλο, προωθώντας ανταγωνιστική ατζέντα προς την AMAG (μείωση οικονομικού παρεμβατισμού, επικέντρωση στους στρατιωτικούς στόχους, εξομάλυνση των σχέσεων με την εγχώρια ελίτ). Σύμφωνα με τις οδηγίες του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών το 1947: «Τα εξωτερικά και εσωτερικά προβλήματα της Ελλάδας είναι άμεσης αρμοδιότητας της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ελλάδα […] Συγκεκριμένα, οι επιλογές του πρεσβευτή θα επηρεάζουν καθοριστικά τις διαβουλεύσεις και την παρουσίαση της πολιτικής των ΗΠΑ αναφορικά με τη σύνθεση της κυβέρνησης, το χρονικό προσδιορισμό της διενέργειας εκλογών και αμνηστίας των πολιτικών κρατουμένων». Ως κυρίαρχη ευθύνη της πρεσβείας ορίστηκε η εξασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας και η ανάκαμψη της οικονομίας, ώστε να παρεμποδιστεί μία παλινδρόμηση της ελληνικής κοινωνίας προς τα Αριστερά.

Η πρεσβεία, λοιπόν, διεκδίκησε δυναμικά τον ιδιαίτερο ρόλο της ως άτυπο διοικητήριο του ελληνικού κράτους, κατηγορώντας την AMAG για καταπιεστική συμπεριφορά και μετατροπή της Αποστολής σε αόρατη κυβέρνηση. Εν τέλει, γρήγορα προέκυψε η αναδιάρθρωση της αμερικανικής επέμβασης με την αντικατάσταση της AMAG από τη Διοίκηση Οικονομικής Συνεργασίας (ECA, 1948-1951) και την ενίσχυση του στρατιωτικού σκέλους των αμερικανικών δραστηριοτήτων με την ίδρυση της JUSMAPG, η οποία εποπτευόταν απευθείας από την απευθείας από την Ουάσιγκτον. Μέχρι το 1949 βασικός προσανατολισμός της επέμβασης ήταν η στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ (9) και η διαμόρφωση ενός διοικητικού, νομοθετικού και οικονομικού πλαισίου που θα έβαζε φρένο στην επαναδιεκδίκηση της πολιτικής ηγεμονίας από την Αριστερά. Ακόμα και μετά τη στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ, οι πολεμικές δαπάνες συνέχιζαν να αυξάνονται, απορροφώντας μέχρι και το 45% των συνολικών δαπανών του προϋπολογισμού! Έτσι, τη δεκαετία του 1950 οι στρατιωτικές δαπάνες ξεπερνούσαν το 6% του ΑΕΠ της χώρας ετησίως, ενώ το 1951 έφτασαν στο 9%!

Τη δεκαετία του 1950 οι ΗΠΑ επιτάχυναν τη δρομολογημένη από τον Μάρσαλ διαδικασία οικονομικής ενοποίησης της Δυτικής Ευρώπης, με σκοπό τη διαμόρφωση μιας μεγάλης και ενιαίας αγοράς, τον συντονισμό των ξεχωριστών εθνικών οικονομιών και την καθιέρωση νέων ευρωπαϊκών Θεσμών. Οι ΗΠΑ θεωρούσαν πως η άρση του κατακερματισμού των ευρωπαϊκών οικονομιών θα βοηθούσε στο ξεπέρασμα των δομικών αδυναμιών της «Γηραιάς Ηπείρου». Αυτή η ευρωπαϊκή πολιτική των Αμερικανών αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της πλανητικής του στρατηγικής, η οποία δεν βασιζόταν στην ξεπερασμένη αποικιοκρατική λογική αλλά στη διαμόρφωση ενός διεθνούς συστήματος, που τότε το ονόμαζαν «ελεύθερο κόσμο» και βρισκόταν σε διαπάλη με το «σιδηρούν παραπέτασμα». Οι ΗΠΑ τοποθετήθηκαν στην πρωτοκαθεδρία του νέου διεθνούς θεσμικού πλαισίου, που ενσωμάτωνε τα καπιταλιστικά κράτη σε ένα ενιαίο σύστημα και διαμόρφωνε τους όρους της οικονομικής και στρατιωτικής τους συμμαχίας. Το 1949, μάλιστα, ιδρύθηκε και το οπλισμένο χέρι του μεταπολεμικού καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού συστήματος, το ΝΑΤΟ. Σ’ αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, λοιπόν, θα πρέπει να εντάξουμε και τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και τη διαδικασία ένταξης της Ελλάδας στους νέους ευρωπαϊκούς Θεσμούς.

Παρακολουθήσαμε λοιπόν το πώς η αμερικάνικη επέμβαση θωράκισε στρατιωτικά, οικονομικά και θεσμικά το ελληνικό κράτος, διαμορφώνοντας το πλαίσιο συγκρότησης του «αντικομμουνιστικού κράτους των εθνικοφρόνων». Το 1951 η ECA αντικαταστάθηκε από τη Διοίκηση Αμοιβαίας Ασφάλειας (MSA), δίνοντας προτεραιότητα στα στρατιωτικά ζητήματα και αναστέλλοντας το πρόγραμμα αποστρατιωτικοποίησης του ελληνικού κράτους. Ο εσωτερικός εχθρός είχε υποστεί στρατιωτική ήττα, άλλα το υπερτροφικό στρατιωτικό καθεστώς παρέμενε σε ετοιμότητα, καθώς το ελληνικό κράτος μετατρέπονταν σε ένα ακόμα γρανάζι του τεράστιου μιλιταριστικού μηχανισμού που έστειναν οι ΗΠΑ στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Το 1952 πραγματοποιήθηκε η συντονισμένη ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και ένα χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1953 υπογράφηκε η συμφωνία για την εγκατάσταση αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στη χώρα, με τον πρωθυπουργό Παπάγο να καλεί τον Eisenhower να εγκαταστήσει βάσεις «οπουδήποτε στο ελληνικό έδαφος!». Ας σημειωθεί πως τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία ήδη φιλοξενούσαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις των ΗΠΑ, η κατασκευή των οποίων ξεκίνησε πριν την τυπική ένταξη των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ. Στο πλαίσιο της θωράκισης του αντικομμουνιστικού κράτους υπήρχαν κι άλλες σημαντικές αμερικανικές παρεμβάσεις, όπως η δημιουργία του προπαγανδιστικού ραδιοφωνικού σταθμού «Φωνή της Αλήθειας» και η ίδρυση από τη CIA της Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ).

Στον τομέα της οικονομίας, οι ΗΠΑ έδωσαν τη σκυτάλη στους νέους ευρωπαϊκούς θεσμούς, οι οποίοι ανέλαβαν το καθήκον της επιτήρησης και παρακολούθησης της ασθενούς ελληνικής οικονομίας. Η δρομολόγηση της πρόσδεσης της Ελλάδας στη διαδικασία της δυτικοευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης, παρά τις δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, υπήρξε τμήμα της αμερικανικής πλανητικής στρατηγικής. Η διαδικασία αυτή προχώρησε μέσα από μικρά ή μεγάλα βήματα, μέχρι την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, την ΕΕ και την ΟΝΕ. Ας μη θεωρείται, όμως, πως η απεμπλοκή των ΗΠΑ από τις οικονομικές επιθέσεις υποθέσεις της Ελλάδας μείωσε τη γενικότερη παρουσία των ΗΠΑ στη χώρα (κυρίως στον γεωπολιτικό και στρατιωτικό τομέα). Στην πορεία όλων αυτών των δεκαετιών, η κατάσταση δεν έμεινε παγωμένη στο χρόνο. Οι όροι της αμερικανικής παρέμβασης δεν έμειναν αναλλοίωτοι, αλλά αναπροσαρμόστηκαν σε νέες συνθήκες και σε καινούργιους συσχετισμούς στον κόσμο. Μαζί με τη μεταβολή των παγκόσμιων ισορροπιών και του διεθνούς περιβάλλοντος, μεταβλήθηκαν και οι σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης-Ελλάδας. Δεν είναι της παρούσης να εξετάσουμε όλες αυτές τις αλλαγές που διαμόρφωσαν το σημερινό πλαίσιο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων που θα περιγράψουμε πιο κάτω. Είδαμε μόνο τις βάσεις των σχέσεων αυτών όπως διαμορφώθηκαν από την ένταξη του ελληνικού κράτους στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Όσες μεταβολές, όμως, κι αν έλαβαν χώρα, ο πυρήνας των σχέσεων παραμένει ίδιος, εκφράζοντας τις βασικές στρατηγικές επιλογές και συγκλίσεις της ιεραρχημένης και ετεροβαρούς συμμαχίας ΗΠΑ-Ελλάδας. Με δυο λόγια: όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν…

Καλωσήρθε το δολάριο

«Το αμερικανικό επενδυτικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα παραμένει αμείωτο. Το επιμελητήριο θα συνεχίσει την προσπάθειά του για τη διείσδυση των αμερικανικών εταιρειών στην χώρα μας»

Ν. Μπακατσέλος, Πρόεδρος του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου 09/02/2021

Τον Αύγουστο του 2018, το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών ενέκρινε την άκρως αποκαλυπτική «Ολοκληρωμένη Στρατηγική για την Ελλάδα» η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα το 2019.(10) Το κείμενο περιγράφει λεπτομερώς τους αμερικανικούς σχεδιασμούς, τα βασικά χαρακτηριστικά και το πλαίσιο των σημερινών ελληνοαμερικανικών σχέσεων και προσδιορίζει τη σημαντική γεωπολιτική σημασία του ελληνικού κράτους για την υπεράσπιση των συμφερόντων των ΗΠΑ: «Η Ελλάδα, μέλος της ΕΕ και σύμμαχος του ΝΑΤΟ, είναι πυλώνας σταθερότητας σε μία πολυπλοκή περιοχή. Η θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο σε στενή γειτνίαση με τα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα, τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή αναβαθμίζει τη σημασία της Ελλάδας για την αντιμετώπιση των προτεραιοτήτων των ΗΠΑ σε επίπεδο εθνικής ασφάλειας και ενέργειες». Αντίστοιχα, ο Τζέφρι Πάιατ σε συνέντευξη του στο Βήμα τον Ιούλιο του 2017 έλεγε «Πιστεύω πολύ στη σημασία της γεωγραφίας στις διεθνείς σχέσεις. Αυτό είναι σημαντικό για την Ευρώπη και την Ευρασία. Η Ελλάδα καταλαμβάνει σημαντικότατη γεωγραφική θέση. Πάντα σκέφτομαι με βάση τρεις διαφορετικούς κύκλους. Ο πρώτος είναι οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο δεύτερος αφορά τη Μαύρη Θάλασσα, τα Δυτικά Βαλκάνια και το ρωσικό πρόβλημα που σχετίζεται με αυτές τις περιοχές. Ο τρίτος έχει σχέση με τη Νότια Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική».

Αυτή η σπουδαία γεωπολιτική θέση, αν και λιγότερο σπουδαία σε σχέση με την αντίστοιχη της Τουρκίας, σε συνδυασμό με την πλήρη στοίχιση της πολιτικής του ελληνικού κράτους δίπλα στις στρατηγικές στοχεύσεις των ΗΠΑ, δημιουργεί κι ένα ανάλογο πλαίσιο γεωπολιτικών καθηκόντων, με βασικότερο απ’ αυτά τη συμμετοχή της Ελλάδας στην απόπειρα αναχαίτισης της ρωσικής και κινέζικης επιρροής. Σύμφωνα με τον Πάιατ, η ελληνοαμερικάνικη σχέση βασίζεται τόσο σε κοινές στοχεύσεις στην ευρύτερη περιοχή όσο και σε μια επεξεργασμένη στρατηγική στο πλαίσιο της: «επιστροφής του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο». Αυτή η περιοχή παίζει ειδικό ρόλο στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ καθώς αποτελεί διαύλο τριών ηπείρων (Ασία, Αφρική, Ευρώπη). Σε συνέντευξη του στις 30 Αυγούστου το 2020 στη Real News ο αμερικανός πρέσβης δήλωσε:

«Η Ελλάδα αποτελεί πυλώνα σταθερότητας και ένα σύμμαχο-κλειδί στο ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ανάσχεση της ρωσικής και κινεζικής επιρροής, σε ένα συνεχώς πιο περίπλοκο στρατηγικό περιβάλλον. Επιστρατεύουμε όλες τις πτυχές της αμερικανικής ισχύος, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε αυτές τις προκλήσεις και να προωθήσουμε τους κοινούς στόχους μας για την άμυνα και την ασφάλεια, όπως αυτοί καταγράφονται στο διμερή στρατηγικό διάλογο και την επικαιροποίηση της συμφωνίας αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας (MCDA)».

Όμως, αναπόφευκτα προκύπτει το ερώτημα: Από πού κι ως πού είναι «κοινός» ο στόχος της ανάσχεσης της Ρωσίας, της Κίνας και του Ιράν; Ποιες ακριβώς είναι οι στρατηγικές συγκρούσεις συμφερόντων του ελληνικού κράτους με τα συμφέροντα των παραπάνω κρατών; Απλούστατα, το ελληνικό κράτος προσπαθεί να αξιοποιήσει τη γεωπολιτική του θέση και τις διάφορες συγκυρίες των αστικών και ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για να μετατραπεί σε βασικό κρίκο της αμερικανικής στρατηγικής, η οποία ασκεί πίεση πρώτα και κύρια στο ρωσοκινεζικό άξονα, αλλά δευτερευόντως και στη συμμαχική μεν, απείθαρχη δε, Τουρκία. Με δυο λόγια, το ελληνικό κράτος, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει το βασικό του εχθρό παίρνει το ρίσκο να αποκτήσει ακόμα πιο ισχυρούς εχθρούς.

Η Ελλάδα, παρ’ ότι φιλοξενεί κινεζικες επενδύσεις στο έδαφός της, έχει συμπερηλιφθεί στην προσπάθεια των ΗΠΑ να χτίσουν ένα αντισινικό τείχος. Ένα από τα χρηματοδοτικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την εξισορρόπηση της πολλαπλής επιρροής που αποκτά η Κίνα μέσω της γιγαντιαίας πρωτοβουλίας Belt and Road είναι η Διεθνής Επιχείρηση Οικονομικής Ανάπτηξης (DFC). Η DFC είναι «ανοιχτή για μπίζνες στην Ελλάδα», όπως δήλωσε ο Πάιατ στην Καθημερινή τον Ιούνιο του 2020. Στις 24 Φεβρουαρίου του 2021, ο Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνις Γεωργιάδης συναντήθηκε με το διευθυντή της DFC Ντέιβιντ Μάρτσικ για να συζητήσουν την επιτάχυνση των αμερικάνικων επενδύσεων, με αφορμή τη θεωρούμενη ως ευνοϊκή για την Ελλάδα εκλογή Μπάιντεν. Η DFC δεσμεύθηκε, μεταξύ άλλων, να κάνει επενδύσεις και στο Αιγαίο, εν μέσω αυξανόμενου γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Ο λαλίστατος και αεικίνητος πρέσβης δε χάνει την ευκαιρία να προωθεί τα αμερικάνικα επιχειρηματικά συμφέροντα, μιλώντας για «επενδυτική άνοιξη στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις». Αυτή η «άνοιξη» έχει σαφή γεωπολιτικά κίνητρα και δηλωμένο στόχο την ενίσχυση του αμερικανικού επενδυτικού αποτυπώματος που είχε ατονίσει τα τελευταία χρόνια, δίνοντας χώρο στο κινεζικό κεφάλαιο -χωρίς βέβαια η επενδυτική παρουσία της Κίνας να έχει το ιστορικό, οικονομιικό, πολιτικό, γεωπολιτικό και στρατιωτικό βάθος που έχει η παρουσία των ΗΠΑ.

Η DFC εμπλέκεται με διάφορες επενδυτικές δραστηριότητες των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον πρέσβη:

«Ένα έργο για το οποίο έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον είναι τα ναυπηγεία της Ελευσίνας. Βλέπουμε τα ναυπηγεία της Ελευσίνας ως μοντέλο παρόμοιο με εκείνο της Σύρου, όπου μια αμερικανική εταιρεία, η ONEX, συνεργάστηκε επιτυχώς με δύο ελληνικές κυβερνήσεις, την κυβέρνηση Τσίπρα και την κυβέρνηση Μητσοτάκη […]. Η DFC έχει επίσης προτεραιότητα σε ολόκληρο το πλέγμα έργων γύρω από την Αλεξανδρούπολη, την ιδιωτικοποίηση των λιμένων, το FSRU, τον υπόγειο αποθηκευτικό χώρο της Καβάλας, την ιδιωτικοποίηση της Εγνατίας. Όλα αυτά αποτελούν μέρος του κόμβου εφοδιασμού και μεταφοράς γύρω από την Αλεξανδρούπολη. Είναι ευπρόσδεκτη η είδηση ότι το ΤΑΙΠΕΔ ανακοίνωσε ότι η ιδιωτικοποίηση της Αλεξανδρούπολης θα προχωρήσει με το λιμάνι της Καβάλας και ότι αυτή θα είναι μια από τις προτεραιότητες».

Επιπλέον, η DFC επιδιώκει να επεκτείνει τη δραστηριότητά της και σε άλλες υποδομές, όπως τα λιμάνια του Βόλου και της Ηγουμενίτσας, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού με τα ρωσικά και κινεζικά κεφάλαια που έχουν επενδύσει σε υποδομές μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων και διακίνησης προϊόντων στην ελληνική αγορά.

Το ενεργειακό ζήτημα κατέχει επίσης κεντρική θέση στους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Όπως αναφέρει έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ:

«Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας την καθιστά βασικό παίκτη στις προσπάθειες των ΗΠΑ-ΕΕ να προωθήσουν την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια διαφοροποιώντας τις πηγές φυσικού αερίου στις χώρες του Βορρά, οι οποίες βασίζονται κυρίως στο ρωσικό αέριο. Η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει σχέδια που φέρνουν μη ρωσικό φυσικό αέριο στην Ευρώπη και είναι πρόθυμη να δημιουργήσει τα δικά της αποθέματα υδρογονανθράκων από κοιτάσματα που ανακαλύφθηκαν σε άλλες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου. Η Αποστολή θα αναζητήσει επενδυτικές ευκαιρίες γθα τις αμερικανικές εταιρείες, οι οποίες θα μειώσουν την εξάρτηση της περιοχής από τη Ρωσία, όσον αφορά τις ενεργειακές της ανάγκες, και θα αντλήσουν οφέλη από την εμπειρία των ΗΠΑ στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ)».

Βάσει της οδηγίας αυτής, παρατηρούμε ραγδαία αύξηση της εισαγωγής αμερικάνικου LNG και έντονη επενδυτική δραστηριότητα αμερικανικών επιχειρηματικών ομίλων στους τομείς των ενεργειακών υποπδομών, των ΑΠΕ, της ηλεκτροκίνησης κλπ. Μερικά παραδείγματα επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η ONEX, η Black Summit, η Quantum Energy, η 547 Energy, η National Energy, η General Electric, η Jaspers Energy, η Blink, η Tesla και Funds (Ameresso και Fortress). Οι παραπάνω εμφανίζουν μεγάλη κινητικότητα στο πλαίσιο της ανάδειξης του ελληνικού κράτους ως περιφερειακού ενεργειακού κόμβου και της επιχειρούμενης μείωσης της ευρωπαϊκής εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη της πολιτικής αυτής θα παίξει η προώθηση των εξαγωγών του αμερικανικού LNG στην Ευρώπη, μέσω της Βόρειας Ελλάδας.

Ο πρέσβης Πάιατ, μιλώντας στο capital.gr για το συνέδριο Energy Dial, δήλωσε: «Στη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών δεν υπάρχουν όρια, η Ελλάδα μπορεί να αναπτυχθεί ως ενεργειακός κόμβος για την ευρύτερη περιοχή». Και συμπλήρωσε: «Οι ΗΠΑ θέλουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ελληνική αγορά ενέργειας». Σημαντικότερα επιχειρηματικά πρότζεκτς, τα οποία χαρακτηρίζονται από το ελληνικό κράτος «εμβληματικά», είναι:

  • Ο αγωγός East Med, για τον οποίον μιλήσαμε στο πρώτο μέρος του κειμένου.
  • Ο αγωγός TAP, κομμάτι του Νότιου Διαδρόμου που ενώνει το κοίτασμα Shah Deniz II στην Κασπία με τη Νότια και Νοτιοανατολική Ευρώπη και συνδέεται με τον αγωγό TANAP.
  • Ο διασυνδετήριος ελληνοβουλγαρικός αγωγός IGB, ο οποίος θα έχει σημείο εκκίνησης την Κομοτηνή και προβλέπεται να συνδεθεί με τον TAP, αποκτώντας ειδικό γεωπολιτικό ενδιαφέρον.
  • Το FSRU Αλεξανδρούπολης, πλωτός τερματικός σταθμός υποδοχής, αποθήκευσης και αεριοποίησης αμερικανικού LNG. Ο ρόλος της Αλεξανδρούπολης είναι κομβικός. Όπως λέει ο πρέσβης: «Η DFC έχει σαφή εντολή να εργαστεί στα δυτικά Βαλκάνια και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Αλεξανδρούπολη είναι τόσο σημαντική. Επειδή τα έργα εκεί συνδέονται με πράγματα όπως η διασύνδεση φυσικού αερίου με τη Βόρεια Μακεδονία, η προοπτική μεταφοράς φυσικού αερίου στη Σερβία…».

Τέλος, αμερικανική επενδυτική απόβαση παρατηρούμε και στους τομείς της έρευνας και της τεχνολογίας, με έντονη κινητικότητα επιχειρήσεων όπως η Pfizer, η Microsoft και η Amazon. Στόχος των ΗΠΑ, σύμφωνα με τα όσα δήλωσε ο Πάιατ στο Digital Economy Forum 2020, είναι η μετατροπή της Ελλάδας σε τεχνολογικό κέντρο για τη Ν.Α. Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ:

«Η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα διοργανώνει πολυάριθμες εκδηλώσεις που συγκεντρώνουν επιχειρηματίεςς, βουλευτές και κυβερνητικούς αξιωματούχους τα τελευταία χρόνια, πολλοί από τους οποίους συμμετείχαν σε προγράμματα ανταλλαγών χρηματοδοτούμενα από τις ΗΠΑ. Η πρεσβεία των ΗΠΑ στη Αθήνα θα αξιοποιήσει τις σχέσεις της με την ελληνική κυβέρνηση, με τις ομάδεςς της διασποράς και τον αμερικανικό κλάδο της τεχνολογίας, προκειμένου να προωθήσει συνέργειες με μεγάλη εισροή κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου (ενδεχομένως 1 δις ευρώ σε μια δεκαετία) από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και να λειτουργήσει ως καταλύτης στις μεταβαλλόμενεςς στάσεις πολλών Ελλήνων όσον αφορά το ρόλο του δημόσιου τομέα».

Σύμφωνα με τον πλέον φωνακά πλασιέ επιχειρηματικών συμφερόντων Άδωνι Γεωργιάδη, η κυβέρνηση των ΗΠΑ προωθεί μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων ένα επενδυτικό τσουνάμι από αμερικανικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας: «Η Ελλάδα θα είναι μια από τις χώρες που αν μια τέτοια εταιρεία θέλει να έρθει και να επενδύσει, θα μπορεί να λαμβάνει εγγύηση του αμερικανικού δημοσίου στα δάνειά της, άρα αρκετά χαμηλότερο επιτόκιο ή ακόμα και funding αν αυτό χρειαστεί».

Ας περάσουμε τώρα από τον πόλεμο της οικονομίας στην οικονομία του πολέμου…

Οι ΗΠΑ δεν πουλάνε απλά μέταλλο: η στρατιωτική θωράκιση της οικονομίας

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Τζέφρι Πάιατ είναι ένας ικανότατος εκπρόσωπος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, όπως φαίνεται και από το πλούσιο έργο που άφησε πίσω του στο Κίεβο πριν μετακομίσει στην Αθήνα. Μία από τις ικανότητές του είναι να συμπυκνώνει μέσα σε λίγες λέξεις τις στρατηγικές στοχεύσεις της πατρίδας του. Αυτός ήταν που χαρακτήρισε την Ελλάδα «ευέλικτο γεωπολιτικό μεντεσέ». Κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αλεξανδρούπολη, ερωτώμενος από δημοσιογράφους για την αγορά πολεμικών φρεγατών από την Ελλάδα, ο πρέσβης δήλωσε με νόημα: «η Αμερική δεν πουλάει απλά μέταλλο». Με αυτή τη λιτή και περιεκτική φράση ο Πάιατ συμπύκνωσε τη βαθιά διαφοροποίησή του ρόλου της αμερικανικής παρουσίας στην Ελλάδα, σε σχέση με τις οικονομικές μπίζνες άλλων χωρών, όπως για παράδειγμα της Κίνας. Η ενότητα του οικονομικού με το μιλιταριστικό παράγοντα είναι μία διαχρονική σταθερά, αλλά γίνεται ακόμα πιο φανερή σήμερα, στην εποχή της όξυνσης των ανταγωνισμών και της στρατιωτικοποίησης των οικονομιών. Οι ΗΠΑ δεν κάνουν απλά μερικές οικονομικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Πρωτίστως επενδύουν γεωπολιτικά, όπως έκαναν και στην εποχή Τρούμαν και Μάρσαλ. Η εποχή και τα διακυβεύματα όμως είναι τελείως διαφορετικά. Ο “εσωτερικός εχθρός” πλέον δεν απειλεί ευθέως τη φύση του αστικού καθεστώτος, ενώ δεν υπάρχει κάποιο αντίπαλο δέος να συμβολίζει την αμφισβήτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής όπως συνέβαινε -έστω και στρεβλά- την εποχή της ΕΣΣΔ και του “σοσιαλιστικού μπλοκ”. Οι προκλήσεις για την αμερικανική πρωτοκαθεδρία στο διεθνές σύστημα είναι διαφορετικής φύσης και βάσει αυτών αναπροσαρμόζονται και οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών είναι σαφές για το χαρακτήρα των σχέσεων αυτών:

«Η εξαιρετική διμερής μας σχέση σε επίπεδο Άμυνας και Ασφάλειας είναι ζωτικής σημασίας για την αξιοποίηση της ελληνικής υποστήριξης στις στρατιωτικές δραστηριότητες και στα ζητήματα επιβολής του νόμου. Η Ελλάδα είναι ένας αφοσιωμένος εταίρος στην προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων εντός και εκτός Ελλάδος».

Σαφώς και το τάισμα της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας (όπως και της Γαλλικής), εν μέσω πρωτοφανούς υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, είναι μία σημαντική παράμετρος την οποία δεν πρέπει να αγνοούμε. Οφείλουμε να χτίζουμε, γύρω από τις προκλητικές σπατάλες του μιλιταριστικού ελληνικού κράτους, ένα πλατύ κίνημα διεκδίκησης για αύξηση των δαπανών για τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες. Θα πρέπει, ωστόσο, να δούμε πιο ολοκληρωμένα το γεωπολιτικό ρόλο που επιφυλάσσεται για την Ελλάδα στο πλαίσιο των ανταγωνισμών του ευρώατλαντικού με το ρωσοκινέζικο μπλοκ. Στρατιωτικές ασκήσεις όπως ο Ηνίοχος 2021, με σενάρια εναέριας μάχης και αεροπορικών βομβαρδισμών με έδρα τη βάση της Ανδραβίδας, είναι ενδεικτικές της επικινδυνότητας των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών και της πολεμικής προπαρασκευής των εθνικών κρατών. Για χάρη της ανάλυσης, ας κάνουμε όμως μία υποχώρηση και ας δεχτούμε πως καλώς οχυρώνεται το ελληνικό κράτος απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα. Τι δουλειά όμως έχουν τα ελληνικά στρατά στις επιχειρήσεις στρατιωτικής περικύκλωση της Ρωσίας; Σύμφωνα με το ΓΕΕΘΑ, από τα λιμάνια της Σούδας, του Πειραιά και της Αλεξανδρούπολης περνούν νατοϊκά στρατεύματα για να αναπτυχθούν στα σύνορα της Ρωσίας, ενώ το ναρκοθηρευτικό “Ευρώπη” συμμετέχει στους νατοϊκούς σχηματισμούς στη Μαύρη Θάλασσα. Με ποιο τρόπο η Ρωσία αποτελεί απειλή για τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους; Ας μην ξεχνάμε πως η Ρωσία, όπως και το Ιράν, έχει δηλώσει πως αν θεωρήσει πως απειλείται η ασφάλεια της θα προχωρήσει σε στρατιωτικά πλήγματα σε νατοϊκούς στόχους. Kαι η Ελλάδα είναι γεμάτη από τη μία άκρη στην άλλη από τέτοιους.(11)

Στις 7 Μαΐου του 2021, ο Έλληνας ΥΠΕΘΑ Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνος Φλώρος και ο πρέσβης των ΗΠΑ Τζέφρι Πάιατ επισκέφθηκαν την Αλεξανδρούπολη, στο πλαίσιο της γιγαντιαίας άσκησης πολεμικής προετοιμασίας Defender Europe 21, στην οποία έλαβαν μέρος 28.000 στρατιώτες από 26 χώρες. Η άσκηση αυτή συνδέεται και διακλαδώνεται και με άλλες στρατιωτικές ασκήσεις του ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο της υπερατλαντικής ενίσχυσης της Ευρώπης. Ουσιαστικά πρόκειται για μία τεράστια πρόβα πολέμου και μάλιστα με κοινή συμμετοχή της Ελλάδας και Τουρκίας. Πρόκειται για μία τεράστια κινητοποίηση του νατοϊκού στρατιωτικού μηχανισμού ως δοκιμή επιθετικών σχεδιασμών εναντίον των ρωσικών συμφερόντων στα Βαλκάνια, τη Βαλτική και τη Μαύρη Θάλασσα. Το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης έχει παραχωρηθεί ως διαμετακομιστικός κόμβος, ενώ έχουν διατεθεί και τα οδικά και τα σιδηροδρομικά δίκτυα του Έβρου στις Ένοπλες Δυνάμεις των ΗΠΑ. Και κάπως έτσι πάει περίπατο το επικοινωνιακό παπατζιλίκι πως η εμβάθυνση της ελληνοαμερικανικής συμμαχίας έχει ως στόχο να δημιουργηθεί μία ασπίδα απέναντι στη λεγόμενη “τουρκική επιθετικότητα”.

Τον Ιανουάριο του 2020 επικαιροποιήθηκε η στρατιωτική συμφωνία Ελλάδας ΗΠΑ (MCDA), ενώ συζητιέται και η παραπέρα επέκτασή της. Η ενισχυμένη παρουσία των ΗΠΑ σε περισσότερες τοποθεσίες της Ελλάδας «στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα στους αντιπάλους μας ότι Ελλάδα και Ηνωμένες Πολιτείες είναι ενωμένες στην υποστήριξη της Ειρήνης και της σταθερότητας», λέει ο γνωστός πρέσβης. Η συμφωνία MCDA, όμως, αν και υπογράφηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, προετοιμάστηκε από τη συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, όπως γράφει η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, σε σχετικό άρθρο της με τίτλο «Ενισχύουν τη στρατιωτική τους παρουσία στην Ελλάδα οι ΗΠΑ»:

«Οι διαπραγματεύσεις για το θέμα αυτό είχαν ήδη ξεκινήσει από την προηγούμενη κυβέρνηση του αριστερού πρωθυπουργού της Ελλάδας Αλέξη Τσίπρα και είχαν προχωρήσει πολύ. Το γεγονός αυτό είναι ακόμα πιο καταπληκτικό διότι η συμμαχία της ριζοσπαστικής αριστεράς με επικεφαλής τον Τσίπρα καλλιεργούσε μία μαχητική αντιαμερικανική ρητορική πριν από την ανάληψη της κυβέρνησης το 2015 -σύμφωνα με την παράδοση της Ελληνικής Αριστεράς που βρίσκεται κάτω από το σύνθημα “κάτω οι βάσεις του θανάτου”- και αγωνιζόταν για το κλείσιμο των Αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στην Ελλάδα».

Η κυβέρνηση Τσίπρα, λοιπόν, όχι μόνο δεν έκλεισε τις βάσεις, αλλά προχώρησε σε διαπραγματεύσεις και αναβάθμιση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στη χώρα. Ένα τεράστιο πλέγμα στρατιωτικών βάσεων και εγκαταστάσεων, από τη μία άκρη της χώρας ως την άλλη, βρίσκεται σε πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα για λογαριασμό των αμερικανικών νατοϊκών σχεδιασμών. Κομβικό ρόλο παίζει η βάση της Σούδας, το λεγόμενο “στολίδι του στέμματος”. Οι αμερικανικές δραστηριότητες ολοένα και επεκτείνονται, αποτελώντας σημείο αναφοράς της διμερούς στρατιωτικής συνεργασίας. Ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έκανε σαφέστατη αναφορά στο χαιρετιστήριο μήνυμα του για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες χαιρετίζουν τη δέσμευση της Ελλάδας να φιλοξενήσει τη Δραστηριότητα Ναυτικής Υποστήριξης των ΗΠΑ στον Κόλπο της Σούδας στην Κρήτη και δυνάμεις των ΗΠΑ σε άλλα σημεία στην Ελλάδα». Μάλιστα, στον αμυντικό προϋπολογισμό του Πενταγώνου για το 2021 προβλέπεται και ειδική τροπολογία για την ενίσχυση της Σούδας με πόρους ύψους 50,1 εκατομμυρίων δολαρίων. Αυτή η ενίσχυση αποτελεί ένα τμήμα μονάχα του ευρύτερου σχεδιασμού επέκτασης της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Το εν λόγω “αμυντικό” νομοσχέδιο NDAA έκανε ειδική αναφορά στην αμερικάνικη στρατιωτική παρουσία σε Ελλάδα, Βουλγαρία και Ρουμανία, προβλέποντας ενίσχυση σε μέσα και προσωπικό στις βάσεις

Η σημασία της βάσης της Σούδας, όμως, δεν μπορεί να εξισορροπήσει το μεγαλύτερο γεωπολιτικό ρόλο που παίζει η βάση του Ιντσιρλίκ στην Τουρκία, όπου οι ΗΠΑ διαθέτουν δεκάδες συστοιχίες πυρηνικών όπλων. Η βάση του Ιντσιρλίκ υπήρξε τεράστιας σημασίας, τόσο στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, όσο και στην ανάπτυξη της μεσανατολικής στρατηγικής των ΗΠΑ, μετά τον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου το 1991. Για τον Ερντογάν, η μεγάλη σημασία της βάσης του Ιντσιρλίκ είναι ένα ακόμα διαπραγματευτικό χαρτί. Το ελληνικό κράτος κάνει διαρκώς το σταυρό του να αποχωρήσουν οι Αμερικανοί από το Ιντσιρλίκ, ώστε να αναβαθμιστεί ο δικός του γεωστρατηγικός ρόλος. Όπως γράφει Αλέξης Παπαχελάς, εκφράζοντας τις ελπίδες του φιλοαμερικανικού ελληνικού εθνικισμού:

«Η επίτευξη μιας μακροχρόνιας συμφωνίας για τη βάση της Σούδας θα επέτρεπε στους Αμερικανούς να την αναβαθμίσουν ξοδεύοντας κονδύλια για υποδομές. Αυτή είναι μία από τις πολλές ιδέες και τα σενάρια που συζητιούνται. Οι Αμερικανοί έχουν αρχίσει το σχεδιασμό τους, όμως, ακόμα και για την περίπτωση που η Τουρκία φύγει από το ΝΑΤΟ ή κλείσει τη βάση του Ιντσιρλίκ. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα είναι η πρώτη φορά μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που η Ελλάδα θα βρεθεί απέναντι σε μία Τουρκία που θα βρίσκεται εκτός της δυτικής συμμαχίας, ή ακόμα και σε αντίπαλο στρατόπεδο. Ένας παλιός και έμπειρος διπλωμάτης υποστήριζε πάντοτε ότι θα ήταν καλό να βρεθούμε σε διαφορετικά στρατόπεδα».(12)

Αυτοί είναι οι ευσεβείς πόθοι του ελληνικού κράτους. Προς το παρόν, όμως, συνυπάρχει στις ίδιες συμμαχικές δομές με τον βασικότερο ανταγωνιστή του στην περιοχή, υπό την κηδεμονία και τον εποπτικό διαιτητικό ρόλο των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο του 2021, μετά από έγκριση του North Atlantic Council, δημιουργήθηκε το “27ο κέντρο αριστείας ενοποιημένης αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής αμυνας, με έδρα τα Χανιά. Στο κέντρο συμμετέχουν η Ελλάδα, η Τουρκία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Τσεχία -που πρόσφατα ήρθε σε διπλωματική σύγκρουση με τη Ρωσία με εκατέρωθεν απελάσεις διπλωματών.

Πέρα από την αναβάθμιση του ρόλου της Σούδας και τις βάσεις που εδώ και χρόνια (ή πιο πρόσφατα) βρίσκονται σε πλήρη επιχειρησιακή λειτουργία και ετοιμότητα (Κιλκίς, Άραξος, Ανδραβίδα, Άκτιο, Γ΄ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Στεφανοβίκειο κ.λ.π.) (13), η ελληνοαμερικάνικη συμφωνία προβλέπει και την εκχώρηση στις Ένοπλες Δυνάμεις των ΗΠΑ της δυνατότητας εγκατάστασής τους στις υποδομές του Ελληνικού Στρατού, αλλά και την εκχώρηση από την Ελληνική Κυβέρνηση επιπλέον σημείων της χώρας για να χρησιμοποιηθούν ως βάσεις και ως στρατιωτικές εγκαταστάσεις (βάσεις ελικοπτέρων, drones κ.λ.π.). Ειδικό ρόλο στους στρατιωτικούς σχεδιασμούς θα παίξει η Αλεξανδρούπολη, το λιμάνι της οποίας βρίσκεται σε στρατηγική θέση για τη διευκόλυνση των μετακινήσεων των αμερικανικών στρατευμάτων. Η περίπτωση της Αλεξανδρούπολης δείχνει ολοφάνερα της σύμφυση και την αλληλεξάρτηση των τομέων της οικονομικής, της ενεργειακής και της στρατιωτικής πολιτικής.

Επιπλέον, ένας από τους στόχους είναι η ενίσχυση της διαλειτουργικότητας των ενόπλων δυνάμεων των δύο χωρών με στόχο «την υποστήριξη των αμερικανικών επιχειρήσεων στην περιοχή» και «την Ελληνική στήριξη στις στρατιωτικές και αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στην ανατολική Μεσόγειο». Μεταξύ των σχεδιασμών των ΗΠΑ είναι επίσης και η μεταφορά τεχνολογίας, η συνεργασία των πολεμικών βιομηχανιών των δύο χωρών, η αναβάθμιση αεροσκαφών, η συμπαραγωγή πολεμικού υλικού κ.α.

Εκεί όμως που γίνεται ακόμα πιο ξεδιάντροπη η επικινδυνότητα των σχεδιασμών των κυβερνήσεων των δύο κρατών είναι στο ενδεχόμενο επαναφοράς πυρηνικών όπλων στη βάση του Αράξου Αχαΐας. Η Ελλάδα, κατά το παρελθόν, υπήρξε μία από τις επτά Νατοϊκές χώρες που είχαν φιλοξενήσει αμερικανικές πυρηνικές κεφαλές μέχρι τη δεκαετία του 1990. Ο ελληνικός εθνικισμός βλέπει την πιθανότητα επανεγκατάστασης πυρηνικών ως «παράθυρο ευκαιρίας» για την ενίσχυση του ρόλου της Ελλάδας μέσα στο ΝΑΤΟ και την απόκτηση στρατηγικών πλεονεκτημάτων. Όπως γράφουν οι απολογητές της άποψης αυτής:

«Η απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση και το πραξικόπημα του 2016 που γέννησε ανησυχίες για την ασφάλεια των πυρηνικών της βάσης του ιντσιρλίκ δημιουργεί ένα παράθυρο ευκαιρίας για την επιστροφή των πυρηνικών στην Ελλάδα, η οποία έχει την προοπτική να αποτελέσει πυλώνα σταθερότητας για τα συμφέροντα της Δύσης σε Μέση Ανατολή, Ασία και Αφρική. […] Αν και οι βάσεις στον Άραξο και τη Σούδα μπορούν να φιλοξενήσουν οι βόμβες βαρύτητας άμεσα, μπορούν να εξεταστούν οι στρατηγικές προεκτάσεις μιας πιθανής εγκατάστασης στην Αλεξανδρούπολη. Συγκεκριμένα, η Αλεξανδρούπολη επιλέγεται λόγω εγγύτητας που κανένα άλλο κράτος δεν μπορεί να προσφέρει, καθώς απέχει 1.021 μίλια από το πρώτο σιλό (Κοζέλσκι), χωρίς να βρίσκεται εντός ακτίνας στόχευσης από όπλα μικρού ή μεσαίου βεληνεκούς από τη Ρωσία».(14)

Η επανεγκατάσταση πυρηνικών, δηλαδή, έχει δύο άμεσες στοχεύσεις. Η πρώτη είναι η άμεση ενεργητική συμμετοχή της Ελλάδας στον ανταγωνισμό ΗΠΑ/ΕΕ – Ρωσίας, ως μέρος των συμβατικών υποχρεώσεων της χώρας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Η δεύτερη είναι η απόκτηση ενός στρατηγικού πλεονεκτήματος έναντι της Τουρκίας μέσα στους κόλπους της Νατοϊκής συμμαχίας, κυρίως μετά την αποβολή της από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35, γεγονός που μειώνει τον πυρηνικό της ρόλο.

Η τυχοδιωκτική αυτή πολιτική γίνεται ολοένα πιο επικίνδυνη σε ένα περιβάλλον κρίσης που γεννά διαρκώς γεωπολιτικές ανακατατάξεις, όξυνση των αντιθέσεων και επαναπροσδιορισμό των συμμαχιών και των ανταγωνισμών. Κι ενώ οι «θερμές» και «ψυχρές» περιφερειακές συγκρούσεις διαρκώς πυκνώνουν, το ενδεχόμενο μιας άμεσης σύγκρουσης των μεγάλων δυνάμεων του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος γίνεται ολοένα πιο ορατό. Σύμφωνα με το Ρώσο Στρατηγό΄Νικολάι Μακάροβ, δεν αποκλείεται η μετατροπή των ένοπλων τοπικών και περιφερειακών συγκρούσεων σε έναν πόλεμο μεγάλης κλίμακας, με πιθανή τη χρήση πυρηνικών όπλων. Ταυτόχρονα, το ΝΑΤΟ, ακολουθώντας την πολιτική του «πρώτου πλήγματος», κάνει ασκήσεις επί χάρτου για την προετοιμασία ενός «κεραυνοβόλου πολέμου» εναντίον της Ρωσίας. Μέσα σε αυτή τη σύγκρουση γιγάντων, το ελληνικό κράτος παίρνει θέση μάχης με την ενεργητική του συμμετοχή στους σχεδιασμούς ΗΠΑ/ΕΕ/ΝΑΤΟ. Σ’ αυτό το μακελειό που έρχεται:

«Οι λαοί δεν πρέπει να ταυτιστούν με τις αστικές τάξεις των χωρών τους στο όνομα ενός δήθεν “πατριωτικού” δόκανου. Θα πρέπει να σφυρηλατήσουν τον προλεταριακό διεθνισμό, να υπερασπιστούν τα δικά τους συμφέροντα, να υψώσουν τις δικές τους σημαίες».(15)

Σημειώσεις

1. Στο πρώτο μέρος του κειμένου είδαμε τα ισχυρά ερείσματα που διατηρεί το τουρκικό κράτος. Συμπληρωματικά, ας προσθέσουμε την επισήμανση της Δανάης Κουμανάκου, πρέσβειρας επί τιμή, σε συνέντευξή της στην ΕΡΑ 1 στις 20 Απριλίου 2021: «Υπάρχει αριστοτεχνική διείσδυση της τουρκικής επιρροής στα Βαλκάνια με τεράστια κινητοποίηση ανθρώπινου δυναμικού και μεγάλων χρηματικών ποσών. Η Ελλάδα πρέπει να ανασχέσει αυτή την επιρροή»

2. Παρά τη σταδιακή αποκλιμάκωση, με την αποχώρηση μεγάλου μέρους των ρωσικών στρατευμάτων από τα σύνορα με την Ουκρανία, οι δύο πλευρές παραμένουν ετοιμοπόλεμες. Ο ρώσος Υπουργός “Άμυνας” Σεργκέι Σόιγκου διέταξε τις Ένοπλες Δυνάμεις να βρίσκονται σε ύψιστη επιφυλακή για οποιαδήποτε «μη ευνοϊκή εξέλιξη» με την άσκηση του ΝΑΤΟ Defender Europe που περικυκλώνει στρατιωτικά τη Ρωσία. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν προειδοποίησε τη Δύση «να μην περάσει την κόκκινη γραμμή την οποία θα αποφασίζουμε εμείς πού θα βρίσκεται, ανά συγκεκριμένη περίπτωση», ενώ εξετάζονται σενάρια μιας νέας περιορισμένης στρατιωτικής επέμβασης που θα λύνει το πρόβλημα υδροδότησης της Κριμαίας. Στον αντίποδα, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να εξοπλίζουν και να χρηματοδοτούν την Ουκρανία, με τη Γερουσία να αποδεσμεύει 300 εκατομμύρια δολάρια για τη χορήγηση στρατιωτικής βοήθειας.

3. Αλέξης Παπαχελάς, «Ρίσκα και ευκαιρίες», Καθημερινή, 17 Φεβρουαρίου 2021. Στο ίδιο άρθρο, ο Παπαχελάς αναφέρει: «Είναι βεβαίως πολύ νωρίς για να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για το πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις στο τρίγωνο Αθήνας – Ουάσινγκτον – Άγκυρας. Σίγουρα οι ΗΠΑ επιστρέφουν στην περιοχή και δεν θα συνεχίσουν την υπερεργολάβική ανάθεση της διπλωματίας στην ανατολική Μεσόγειο στο Βερολίνο. Θα είναι εδώ, με έντονη παρουσία και ενασχόληση.

4. Βασικές Πήγες για το απόσπασμα του κειμένου αυτό αποτελούν τα βιβλία:

Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, Τα δάνεια της Ελλάδας, εκδόσεις Παπαδόπουλος

Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, Επιτηρητές σε απόγνωση, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις

Γιώργος Σταθάκης, Το δόγμα τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ. Η ιστορία της αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα, Εκδόσεις Βιβλιόραμα

Πολυμέρης Βόγλης, «Νέες μορφές κυριαρχίας. Κρατική ανασυγκρότησης και αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα 1945-1952», στο συλλογικό τόμο Ο πειρασμός της αυτοκρατορίας, Εκδόσεις Μεταίχμιο

5. Ήδη από το Μάρτιο του 1946, δημιουργήθηκε η Νομισματική Επιτροπή της Τράπεζας της Ελλάδας ως κυρίαρχο όργανο άσκησης νομισματικής πολιτικής. Στην επιτροπή συμμετείχαν δύο ξένοι εμπειρογνώμονες, ένας Βρετανός και ένας Αμερικάνος, οι οποίοι είχαν δικαίωμα βέτο. Η επιτροπή καταργήθηκε το 1981 και η άσκηση της νομισματικής πολιτικής επέστρεψε στα χέρια της κυβέρνησης.

6. Σπαθόλουρο: από τους πιο συνηθισμένους χαρακτηρισμούς στις ελληνικές φυλακές. Επειδή η γλώσσα, φυσικά και η αργκό, έχει δυναμικό χαρακτήρα, κατέληξε να σημαίνει τον ψευτόμαγκα, το θρασσύδειλο, αυτόν που όπου βρει αδυναμία επιβάλλεται, ενώ υποτάσσεται άνευ όρων στον πιο δυνατό. (Τάσος θεοφίλου, 32 βήματα ή ανταποκρίσεις από το σπίτι των πεθαμένων, Εκδόσεις ΚΨΜ)

7. Βλέπε: «Η ειδική μνημονιακή έκφραση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στην Ελλάδα και τα σύγχρονα επαναστατικά καθήκοντα», πολιτική επιθεώρηση ΜΟΛΟΤ, τεύχος 3 Νοέμβριος 2016.

8. Τη διαχρονική αυτή στρατηγική της εγχώριας αστικής τάξης εξέφρασε και ο Υπουργός Εξωτερικών Στέφανος Σκουλούδης στις 11 Μαΐου του 1897: «Η χώρα τοποθετεί με εμπιστοσύνην τα συμφέροντα της Ελλάδος εις τας χείρας των Μεγάλων Δυνάμεων».

9. Ο Χόφμαν, επικεφαλής της ECA και υπεύθυνος για την εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ, επισκέφτηκε την Ελλάδα τον Αύγουστο του 1949. Στο πρόγραμμά του έδωσε προτεραιότητα στις περιοχές όπου εξελίσσονταν εχθροπραξίες του Εθνικού Στρατού με το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, ενώ γεμάτος καμάρι και ενθουσιασμό για το “σύγχρονο Παρθενώνα” της Μακρονήσου, δήλωσε: «Δεν ξέρω καμία άλλη χώρα που να είχε τη φαντασία και την ευφυΐα να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα με παρόμοιο τρόπο. Με το πείραμα αυτό, που αποδείχθηκε πολύ πετυχημένο, με το να χρησιμοποιηθούν δηλαδή οι στρατιώτες της Μακρονήσου στις επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο και στο Βίτσι, είναι βέβαιο ότι αυτοί οι άνδρες, των οποίων η πίστη στο Θεό και τη χώρα έχει αποκατασταθεί, θα αποδειχθούν ένα πολύτιμο κεφάλαιο για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας».

10. Το πλήρες κείμενο της έκθεσης μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική σελίδα του Ημεροδρόμου.

11. Σχετικά με τη συμμετοχή της Ελλάδας στη στρατιωτική περικύκλωση της Ρωσίας από το ΝΑΤΟ, βλέπε: «Ελληνική εξωτερική πολιτική και σχέδια γεωστρατηγικής αναβάθμισης μέρος α΄: σχέσεις έλξης και απώθησης με τη Ρωσία», πολιτική επιθεώρηση ΜΟΛΟΤ, τεύχος 2, Χειμώνας 2015.

12. Αλέξης Παπαχελάς, «Γεωστρατηγικά οικόπεδα», Καθημερινή, 2 Απριλίου 2017

13. Διαβάζουμε στο περιοδικό Στρατηγική (Μάρτιος 2021): «Ξεκινούν οι εργασίες κατασκευής υποδομών (υπόστεγων συντήρησης) για τη φιλοξενία αεροσκαφών εναέριου ανεφοδιασμού της αμερικανικής Αεροπορίας στην 110 Πτέρυγα Μάχης της Λάρισας. Η 110 ΠΜ συνιστά μία από τις προς αξιοποίηση αεροπορικές βάσεις που έχουν συμπεριληφθεί στην τροποποιημένη συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας (MDCA). Στο ίδιο πλαίσιο από τις ΗΠΑ αξιοποιούνται ήδη στη Θεσσαλία οι υποδομές της 1ης Ταξιαρχίας Αεροπορίας Στρατού στο Στεφανοβίκειο, όπου φιλοξενούνται ήδη πεζοναύτες και ελικόπτερα αμερικανικής ταξιαρχίας (101 Combat Aviation Brigade). Το ποσό της αμερικανικής επένδυσης στην 110 ΠΜ αναμένεται να ξεπεράσει τα 10 εκατομμύρια ευρώ».

14. Μοχάμεντ Ελσάερ και Δρ. Γεώργιος Λάσκαρης: «Γιατί πρέπει να επιστρέψουν τα πυρηνικά όπλα στην Ελλάδα», Foreign Affairs

15. Βλέπε: Τελευταία ανακοίνωση της Συνέλευσης αναρχικών και κομμουνιστών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρώτη ανακοίνωση της Ταξικής Αντεπίθεσης (ομάδα αναρχικών και κομμουνιστών)

 

Πολύκαρπος Γεωργιάδης

Φυλακές Λάρισας

Απρίλιος-Μάιος 2021

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *