Σχετικά με την επίθεση της 9ης Μάη στην Ένωση Ελληνικών Τραπεζών

safe_image

Αναδημοσίευση της ανάληψης ευθύνης των Ομάδων Προλεταριακής Αντεπίθεσης για την επίθεση της 9ης Μάη στα γραφεία της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών στο κέντρο της Αθήνας.

Από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008 και την κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών κολοσσών στην Αμερική η διάσωση των τραπεζών αποτέλεσε την κοινή στρατηγική κατεύθυνση των διεθνών καπιταλιστικών κέντρων. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση με τη μορφή που ξέσπασε στη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη οικονομία αφορούσε αρχικά την καταστροφική έκθεση των τραπεζών, λόγω του υπερδιογκωμένου χρηματοπιστωτικού πλαισίου κερδοφορίας τους. Με σημείο αιχμής την κερδοσκοπία μέσω της πλασματικης διάρθρωσης της σύγχρονης οικονομίας, εξ’ αιτίας των ασύστολων δανείων (καταναλωτικών, επιχειρηματικών, στεγαστικών), στήθηκε ένα ψηφιακό πλαίσιο άντλησης κερδών μέσα από τη δυνάμει αποπληρωμή των δανείων. Με το μέγεθος της πλασματικής κερδοφορίας των τραπεζών να αγγίζει πριν την κρίση δύο και τρεις φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ, το σκάσιμο της φούσκας το 2008 σήμαινε μια συνθήκη κατάρρευσης των εκτεθειμένων τραπεζών, αλλά και μια συνθήκη απόλυτης χρεοκοπίας των κοινωνιών μέσα στα καπιταλιστικά κέντρα.

Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, οι τράπεζες βρέθηκαν υπερεκτεθειμένες τόσο από το σκάσιμο της φούσκας της “οικονομίας των δανεικών”, όσο και από την κερδοσκοπία τους σε σχέση με τα κρατικά ομόλογα και την κατοχή ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού χρέους (περίπου 40%). Με το ξέσπασμα της κρίσης οι ελληνικές τράπεζες ουσιαστικά χρεοκόπησαν, αφού η αδυναμία αποπληρωμής των δανείων κυρίως από τις μικρομεσαίες τάξεις, οι οποίες όντας υπερχρεωμένες αδυνατούσαν να ξεχρεώσουν, δημιούργησε μια τεράστια τρύπα στους λογαριασμούς τους. Από την άλλη, με το χρέος της Ελλάδας να θεωρείται “τoξικό” και την αδυναμία της χώρας να βγει στις αγορές, τα δυνητικά κέρδη απ’ τα κρατικά ομόλογα εξαϋλώθηκαν μονομιάς, δημιουργώντας ανυπολόγιστες συνέπειες για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.

Με τη νεοφιλελεύθερη οικονομία να έχει εδώ και περίπου 40 χρόνια εναποθέσει το σύνολο των λειτουργιών της καπιταλιστικής οικονομίας εξ’ ολοκλήρου στις τράπεζες (κυκλοφορία χρήματος, δανεισμός, κρατικοί προϋπολογισμοί) ήταν υπαρξιακή ανάγκη για την ίδια την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος η άνευ όρων διάσωση των τραπεζών. Αυτή η ανάγκη εκφράστηκε στην Ελλάδα κυρίως μέσω των μνημονίων, με τη βίαιη υποτίμηση του βιωτικού επιπέδου και τη μετατόπιση των ζημιών των τραπεζών προς τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Έτσι, οι φοροελαφρύνσεις των μονοπωλείων που έχουν οργανική σύνδεση με τις τράπεζες και συγκροτούν την παντοκρατορία του χρηματιστικού κεφαλαίου, η υποτίμηση του εργατικού κόστους, οι φοροεπιδρομές και ο δανεισμός από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς (Ε.Ε., Ε.Κ.Τ., Δ.Ν.Τ.) λειτούργησαν ως διαδικασίες συσσώρευσης κεφαλαίου για την ενίσχυση των τραπεζών. Είναι ενδεικτικό, ότι από το 2009 μέχρι σήμερα οι τράπεζες έχουν ενισχυθεί με περίπου 250 δις. Ευρώ, ποσό που αγγίζει κοντά στα 2/3 του χρέους της Ελλάδας, ενώ την ίδια στιγμή το βιωτικό επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας έχει υποστεί μια μείωση της τάξης του 50%.

Με αυτά τα δεδομένα, η πάγια ρητορική των εκάστοτε κυβερνήσεων για “διάσωση της χώρας από τη χρεοκοπία” αποτελεί μια στυγνή προπαγανδιστική απάτη, αφού η “διάσωση της χώρας” ουσιαστικά αφορά τη σωτηρία του κεφαλαίου και τη δημιουργία νέων ευνοϊκών όρων για την επανάκαμψη της κερδοφορίας του. Αυτοί οι όροι για τη σωτηρία του κεφαλαίου γίνονται ξεκάθαρα ορατοί απ’ τις εικόνες ντροπής στο εσωτερικό των καπιταλιστικών μητροπόλεων. Φτώχεια, εξαθλίωση, αυτοκτονίες, ανεργία και κρατική καταστολή συνθέτουν το νέο καπιταλιστικό περιβάλλον για την αναπαραγωγή του κέρδους και τη διαιώνιση της εκμετάλλευσης.

Η “αριστερή διαχείριση”, που υποσχόταν έστω και μια ελάχιστη αναχαίτιση του βιωτικού κατήφορου της ελληνικής κοινωνίας, όχι απλώς θάφτηκε πριν ακόμα εκφραστεί, αλλά πλέον αποτελεί έναν επάξιο συνεχιστή των προηγούμενων κυβερνήσεων. Θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρα σαφές ότι η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν κρίνεται από τις προθέσεις ή απ’ τους επικοινωνιακόύς ελιγμούς του, αλλά από τα αποτελέσματα που αυτή επιφέρει στην πραγματική ζωή.

Είναι τουλάχιστον ανιστόρητο να θεωρούμε ότι μια κυβερνητική δύναμη έχει τη δυνατότητα να αναδιαρθρώσει τη διαχείριση της κρίσης, πόσο μάλλον μέσα στην κρίση του καπιταλισμού και της ιμπεριαλιστικής Ε.Ε., όταν αναγνωρίζει τους καπιταλιστικούς νόμους, ως νόμους δυνάμει δίκαιους για την κοινωνική συγκρότηση που απλώς χρήζουν μεταρρύθμισης. Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αυταπάτη απ’ τα χειμαρώδη κοινωνικά κομμάτια και τον κόσμο του αγώνα, ότι το ουσιαστικό επίδικο που κρατά την οικονομία και το βιωτικό επίπεδο του λαού επιδέχεται διορθώσεις μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Η κυρίαρχη αντίθεση κεφαλαίου- εργασίας, που στις σημερινές συνθήκες εκφράζεται κυρίως με όρους απόλυτης συσσώρευσης των κερδών από τη μια και απόλυτης κοινωνικής εξαθλίωσης από την άλλη , και η ανυπαρξία πιθανοτήτων για έστω και σχετική αναδιανομή των κερδών μέσω ανασυγκρότησης ενός κοινωνικού κράτους δημιουργεί αντικειμενικά τους όρους μιας επαναστατικής διαδικασίας. Το επαναστατικό ζήτημα, λοιπόν, ξανατίθεται αντικειμενικά ως καθήκον της τάξης μας, αφού καμία άλλη προοπτική, στο βαθμό που η ταξική επίθεση που δεχόμαστε έχει φτάσει σε ιστορικά σημεία, δεν μπορεί να υπερασπιστεί ρεαλιστικά τα συμφέροντα μας. Είναι δεδομένο πως ο υποκειμενικός παράγοντας που αφορά την πολιτική συγκρότηση της τάξης υπολείπεται ιδεολογικά και οργανωτικά. Όμως, η αντικειμενική σκιαγράφηση του επιπέδου της τάξης μας δεν μπορεί να οδηγήσει στον αυτοακρωτηριασμό του επαναστατικού οράματος απ’ τις δυνάμεις του αγώνα. Η επαναστατική προοπτική από τη στιγμή που αποτελεί τη μόνη διέξοδο από την κοινωνική λεηλασία, ορίζεται ως ο απόλυτος οδηγός για το χαρακτήρα που θα πάρουν οι επιμέρους τακτικές κατευθύνσεις του κινήματος σε σχέση τόσο με τη συγκρότηση του εσωτερικού του όσο και με τις κοινωνικές συμμαχίες. Η επαναστατική προοπτική, λοιπόν, εκφράζεται υλικά και όχι ιδεαλιστικά , από το συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης, ανάλυσης, απεύθυνσης και μάχης του κινήματος. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια και με δεδομένο ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αυτή τη στιγμή οδεύει προς τη σύναψη ενός τρίτου μνημονίου θεωρούμε ότι το επαναστατικό κίνημα οφείλει να επιταχύνει τις διαδικασίες συγκρότησης του.

Ένα τρίτο μνημόνιο μπορεί ενδεχομένως να υιοθετηθεί από την πλειονότητα της κοινωνίας, με την αρωγή των ΜΜΕ, ως ανακούφιση από τον κίνδυνο αποβολής απ’ το ευρώ, όμως, αυτό δε σημαίνει ότι η κοινωνική οργή θα παραμείνει ανέκφραστη στο διηνεκές. Με δεδομένο ότι υπό αυτές τις συνθήκες η ύφεση και η λιτότητα θα παραμείνουν ως καθεστώς, τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια, μια απότομη κοινωνική έκρηξη δε μπορεί να θεωρείται απίθανη, άρα και ανάξια προετοιμασίας. Μπροστά σε ένα τέτοιο άμεσο ή μεσοπρόθεσμο ενδεχόμενο έχουμε καθήκον να οργανωθούμε, ώστε να μην αφήσουμε την κατάσταση βορά στους ρεφορμιστές της Αριστεράς, στους μετριοπαθείς και στους φασίστες.

Στο επίπεδο της αρχικής, εμβρυακής, προλεταριακής, επαναστατικής συγκρότησης το ζήτημα της βίας αποτελεί προϋπόθεση ενότητας, όχι μόνο για να απαντήσουμε στη βία που δεχόμαστε, αλλά και για να οργανώσουμε τη συγκεκριμένη πολιτική βία που απαιτείται, για να καθορίσουμε ως τάξη την εξέλιξη μιας ενδεχόμενης λαικής εξέγερσης.

Στα πλαίσια αυτά το βράδυ του Σαββάτου 9 Μάη επιλέξαμε να επιτεθούμε στην Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, που βρίσκεται στην οδό Μασαλίας στο κέντρο της Αθήνας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *