φώτο: φυλακή Σαν Βιττόρε Μιλάνο, Μάρτης 2020 και Μάης 1977
Η μαρτυρία που ακολουθεί αναρτήθηκε στις 23/3/2020 στο radiocane.info
Μετάφραση στα ελληνικά: Προλεταριακή Πρωτοβουλία, Μάρτης 2020.
Πτέρυγες υπό τον έλεγχο των κρατούμενων με ξηλωμένες τις θωρακισμένες πόρτες και λυγισμένες τις καγκελόπορτες, με ευφορία και αδρεναλίνη: με αυτόν τον τρόπο οι κρατούμενοι της φυλακής του Σαν Βιττόρε, όπως και εκείνοι των φυλακών σε όλη την Ιταλία, κατάφεραν ν’ ακουστεί η φωνή τους από εκείνους που -εν μέσω της υπάρχουσας έκτακτης συνθήκης- μοιάζουν να μην έχουν αυτιά για ν’ αντιληφθούν την οργή και την ανησυχία τους. Μετά τη διήγηση της εξέγερσης των κρατουμένων μέσω των φωνών των συγγενών, συλλέξαμε αυτή την άμεση μαρτυρία από ένα φίλο που μόλις βγήκε από τη φυλακή.
Αυτά που μπορώ να διηγηθώ είναι αυτά που μπόρεσα να δω: ένας απόλυτος χαμός, με την έννοια χώρων που δεν είναι πλέον προσβάσιμοι και βιώσιμοι. Είδα ξηλωμένες τις θωρακισμένες πόρτες. Αυτό είναι κάτι που ακόμα και τώρα που μιλάμε μου φαίνεται αδύνατο να το πιστέψω. Νομίζω ότι για το ξήλωμα αυτών των θωρακισμένων πορτών χρειάζεται μια ιδιαίτερη -αν όχι ανώτερη- ευφυΐα, όπως και για το λύγισμα των καγκελόπορτων. Αισθάνθηκα επίσης έντονες τις μυρωδιές που προέρχονταν από τις φωτιές. Υπήρξαν καταστροφές κάθε είδους. Στις αποθήκες, στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στα έπιπλα…
Εδώ και καιρό η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Οι κρατούμενοι βρισκόμασταν ήδη αντιμέτωποι με δύσκολες συνθήκες. Η ένταση μεταδόθηκε και από άλλα σωφρονιστικά καταστήματα μέσω ραδιοφώνων και εφημερίδων. Είμαι βέβαιος ότι η βασική αιτία για αυτό το ξέσπασμα ήταν το αίσθημα αλληλεγγύης προς τους υπόλοιπους κρατούμενους και κυρίως η θέληση για να δοθεί και από εδώ μια απάντηση στο Κράτος…
Δεν θέλω να κρίνω αν αυτό που συνέβη ήταν σωστό ή λάθος. Ότι έγινε έγινε. Σε κάθε περίπτωση, υπήρξε απόπειρα διαλόγου με τον αρχιφύλακα και το διευθυντή της φυλακής, οι οποίοι και δεν έδειξαν καμία πρόθεση ν’ ανταποκριθούν στα αιτήματα. Δεν λάμβαναν υπ’ όψη αυτό που συνέβαινε με την πανδημία εκτός των τειχών, δεν ενδιαφέρονταν που -μέσα σε μια συνθήκη εντονότερων περιορισμών- δεν μπορούσαμε να έχουμε πλέον επισκεπτήρια από τους συγγενείς μας. Ως προς όλα αυτά, δεν έδιναν καμία απάντηση, ούτε έδειχναν κάποια διάθεση κατανόησης. Συναντούσαμε το διευθυντή, φυσικά κατά τη διάρκεια των ημερών του εκκλησιασμού, οπότε και εμφανιζόταν. Μας έλεγε τα δικά του, τα οποία δεν ήταν ικανοποιητικά για εμάς, αφού μετά από ένα σωρό επαναλήψεις δεν κατέληγε ποτέ στο διά ταύτα και δεν μας εγγυόταν τίποτα.
Είναι ξεκάθαρο ότι σύμφωνα με όσα μας διδάσκουν, η παρέμβαση γίνεται πάντοτε με τους “πολιτισμένους τρόπους”, με λόγια που βασίζονται στο δίκαιο. Με τις προφορικές διατυπώσεις των αιτημάτων που δεν ήταν άλλο από την αποσαφήνιση γύρω από εναλλακτικές λύσεις, με τις οποίες θα μπορούσαν ν’ αντικατασταθούν τα επισκεπτήρια. Δεν νομίζω ότι αυτό ήταν και το σημαντικότερο ζήτημα, αν και οφείλω να ομολογήσω ότι η έλλειψη των επισκεπτηρίων των συγγενών βιώνονταν πολύ έντονα απ’ όλους τους κρατούμενους. Αυτό που μας απασχολούσε περισσότερο ήταν ο τρόπος με τον οποίο μας συμπεριφέρονταν με από αυτές τις -εγκεκριμένες ή μη- καραντίνες. Η σημασία τους έγινε εύκολα αντιληπτή, όταν έβαλαν σε καραντίνα εμάς αλλά όχι και το προσωπικό της φυλακής, τους εθελοντές, τους κοινωνικούς λειτουργούς και τους ψυχολόγους, χωρίς φυσικά να συμπεριλαμβάνουμε τους γιατρούς, αφού αυτοί είναι και οι μόνοι που μπορούν να βοηθήσουν. Όμως ποια είναι η σημασία της συνέχισης της απρόσκοπτης εισόδου στη φυλακή για όλα αυτά τα άτομα, τη στιγμή που βάζουν εμάς και τους συγγενείς μας σε καραντίνα; Για ποιο λόγο δεν έβαλαν σε καραντίνα και όλα αυτά τα άτομα; Ξέρω πολύ καλά ότι οι βάρδιες των δεσμοφυλάκων δεν μπορούν ν’ ανασταλούν για λόγους επιτήρησης. Όμως όλοι οι υπόλοιποι γιατί συνέχισαν να μπαίνουν απρόσκοπτα στη φυλακή; Είναι ξεκάθαρο ότι μ’ αυτό τον τρόπο ελαττώνεται η προστασία της δικής μας υγείας. Πρόκειται για μια αντίφαση. Ανάμεσα στα αιτήματα μας περιλαμβανόταν και η αποσαφήνιση των ζητημάτων γύρω από όλα αυτά τα περιοριστικά μέτρα που θέτονταν σε ισχύ μέρα με τη μέρα, χωρίς καμία προηγούμενη προειδοποίηση και ενημέρωσή μας.
Η εξέγερση ξέσπασε χωρίς να την έχει προγραμματίσει κανένας. Νομίζω ότι μερικοί πήραν αυτή την πρωτοβουλία και οι υπόλοιποι ακολούθησαν, ο καθένας με το δικό του τρόπο και βαθμό εμπλοκής. Στην πτέρυγα που βρισκόμουν εγώ επικράτησε μεγάλος πανικός. Υπήρχε ένα σωρό κόσμος- κυρίως οι σωφρονιστικοί αλλά και κάποιοι κρατούμενοι– που φοβόταν. Περισσότερο από φοβισμένοι ήταν απροετοίμαστοι. Δεν ήταν έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουν κάτι τέτοιο. Οι κρατούμενοι από την πλευρά τους ξέρανε πως να κινηθούν. Με το πέρασμα από την κανονικότητα στην έκτακτη κατάσταση ξεκίνησε αυτό που είδατε εσείς από έξω. Μέσα στη φυλακή επικράτησε ένα είδος πολέμου. Το γεγονός της απόσπασης του ελέγχου του εσωτερικού συστήματος ελέγχου, με την αφαίρεση των κλειδιών και την ομηρία δεσμοφυλάκων ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίστηκε η σωματική ακεραιότητα των γιατρών, των κοινωνικών λειτουργών και των εθελοντών. Αυτό που συνέβη ουσιαστικά ήταν ότι οι δεσμοφύλακες πιάστηκαν στον ύπνο, δεν είχαν αντιληφθεί πως θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Έτρεξαν και προσπάθησαν να κρατήσουν χωρισμένους και κλειδωμένους τους ορόφους και τις πτέρυγες, ώστε να μην επικοινωνούν μεταξύ τους καθώς και για να μην μπορούν οι κρατούμενοι των επάνω ορόφων να κινηθούν προς τα κάτω, δηλαδή προς τις πύλες εξόδου και τα γραφεία, προς τα εκεί που βρίσκονται αυτοί οι κύριοι αρχιφυλακές και διευθυντές…
Οι κρατούμενοι οικειοποιήθηκαν πτέρυγες της φυλακής. Στην τρίτη πτέρυγα, όπου ήμουν κι εγώ, συγκρατούμενοι βγήκαν στην ταράτσα. Ο καθένας κινήθηκε με τον τρόπο που ο ίδιος θεωρούσε καλύτερο…
Υπήρξαν και κατηγορίες εναντίον κάποιων παιδιών, για τις εφόδους στα αναρρωτήρια. Αναμφίβολα κάποιος που θέλει να κάνει μια εξέγερση, μπορεί να την κάνει όντας λίγο ή πολύ νηφάλιος. Στην εξέγερση όμως συμμετείχαν όλοι, νηφάλιοι και μη, ακόμα κι εκείνοι που μαγείρευαν συνέχεια. Θέλω να πω ότι σε κάθε περίπτωση ο καθένας εκδηλώθηκε και συμμετείχε με τον τρόπο του, υπό την επήρεια αλκοόλ, ναρκωτικών, μεθαδόνης, ψυχοφαρμάκων ή και αδρεναλίνης…
Οι θωρακισμένες πόρτες ξηλώθηκαν από τους μεντεσέδες τους. Είναι αυτές οι θωρακισμένες πόρτες που κρατάνε χωρισμένους τους διαδρόμους και τα κελιά, σαν κι αυτές που υπάρχουν και σε σπίτια. Πόρτες θωρακισμένες με ατσάλι, των οποίων οι μεντεσέδες είναι τεράστιοι και ατσαλένιοι. Η αφαίρεση τους χρειάζεται μια ιδιαίτερη μέθοδο, σίγουρα υπήρξαν άνθρωποι που χρησιμοποίησαν την ευφυΐα τους. Όπως επίσης και το λύγισμα, ή μάλλον το σπάσιμο -που είναι κάτι διαφορετικό- των καγκελόπορτων. Το λύγισμα είναι κάτι το εφικτό. Όμως αν ξηλωθεί μια θωρακισμένη πόρτα, έπειτα γίνεται εφικτό να σπαστεί και η καγκελόπορτα. Με την έννοια ότι μια θωρακισμένη πόρτα ζυγίζει διακόσια κιλά επομένως και οι καγκελόπορτες κυριολεκτικά ξηλώθηκαν…
Νομίζω πως όλο αυτό έγινε κατορθωτό επειδή -από όσο μπόρεσα να καταλάβω- υπήρχε πολύς φόβος και τρόμος μέσα στα μάτια της άλλης πλευράς, κυρίως σ’ εκείνου που θα έπρεπε να έχει τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης, στον αρχιφύλακα αλλά και σε άλλους αξιωματικούς. Φόβος κυρίως από όσους βρέθηκαν σε ομηρία στους ορόφους, χωρίς βέβαια να υπάρχει καμία βίαιη πρόθεση εναντίον τους αλλά αποκλειστικά και μόνο για να τους ειπωθεί ότι “από αυτή τη στιγμή το σωφρονιστικό κατάστημα δεν βρίσκεται πλέον υπό το δικό σας έλεγχο αλλά υπό τον έλεγχο των κρατουμένων”.
Μπορώ να πω ότι ακούσαμε τη φωνή των συγγενών, των διαδηλωτών. Αυτό σημαίνει ότι ήρθανε να μας συμπαρασταθούνε γιατί κατάλαβαν τη δύσκολη κατάσταση. Μπορέσαμε ν’ αντιληφθούμε και να δούμε τη συμπαράσταση εκτός των τειχών. Είναι ξεκάθαρο ότι σε μια τέτοια συνθήκη ο καθένας κάνει αυτό που μπορεί. Πάντως σίγουρα αυτό ήταν κάτι που μας γέμισε ικανοποίηση αφού σήμαινε πως δεν είμαστε μόνοι, πως έχουμε και κάποιους από έξω που μας συμπαραστέκονται, με τη φωνή τους ή με άλλα μέσα.
Έπειτα, μετά τις 9/3, αυτά τα περιοριστικά μέτρα αυξήθηκαν αρκετά. Μπορώ ν’ αντιληφθώ ότι ήθελαν ν’ αποκαταστήσουν την τάξη αλλά προσπαθώντας ν’ αποκαταστήσουν την τάξη δημιουργούσαν μεγαλύτερη αταξία. Η τάξη -όπως την εννοούν εκείνοι- ήταν η ανάκτηση του ελέγχου της φυλακής. Για να το επιτύχουν αυτό δημιουργούσαν αταξία…
Τον έλεγχο τελικά τον ανέκτησαν, ή μάλλον τους δόθηκε η δυνατότητα να τον ανακτήσουν, σε αντίθετη περίπτωση η κατάσταση θα είχε τραβήξει μέχρις εσχάτων. Έτσι δόθηκε και ένα μήνυμα συμπαράστασης προς τους κρατούμενους των άλλων φυλακών. Αν δεν κάνω λάθος τα ιταλικά σωφρονιστικά καταστήματα που διαδήλωσαν την εναντίωση τους ήταν 27 ή 28. Δεν θα σταθώ γύρω από το αν ο τρόπος με τον οποίο έγινε εδώ -καθώς και σε άλλες φυλακές- ήταν σωστότερος από εκείνον με τον οποίο έγινε αλλού. Ο καθένας έδρασε όπως νόμιζε και όσο καλύτερα μπορούσε. Επομένως, η παράδοση της φυλακής προέκυψε υπακούοντας στις εντολές. Νομίζω αρκεί να ειπωθεί αυτό. Στις εντολές εκείνων που έχουν αναλάβει την επιτήρηση μας.
Στην ερώτηση αν υπήρξαν ξυλοδαρμοί κρατουμένων δυστυχώς πρέπει να απαντήσω θετικά. Εκείνοι από τους ενεργά συμμετέχοντες που ονομάστηκαν “αρχηγοί και υποκινητές” και εντοπίστηκαν -πιθανότατα μέσω καμερών- ή κι εκείνοι που θεωρήθηκαν ως τέτοιοι, αφού κάποιοι έπρεπε να χρεωθούν την ευθύνη, υπέστησαν ξυλοδαρμούς. Αυτό μπορώ να το επιβεβαιώσω. Επίσης, είναι βέβαιο ότι αυτό συνέβη ενάντια στους πιο αδύναμους κρατούμενους, οι οποίοι πλήρωσαν ήδη το τίμημα και θα το πληρώσουν και σε ποινικό επίπεδο.
Ακούγονταν κραυγές. Ήταν από εκείνες τις κραυγές που ακούγονται από την απομόνωση. Οι κραυγές από όλα όσα είχαν υποστεί, από όλους αυτούς τους ξυλοδαρμούς. Φυσικά όλα αυτά έγιναν στα κρυφά, στο σκοτάδι. Όμως πρόκειται για ένα μικρόκοσμο όπου αυτά τα πράγματα ακούγονται και γίνονται αντιληπτά.
Τις επόμενες ημέρες και αφού ανέκτησαν τον έλεγχο -ή μάλλον, όπως προείπα, όταν τους δόθηκε η δυνατότητα να τον ανακτήσουν- τα πάντα ξεκίνησαν από το το μηδέν. Σαν να γυρίσαμε σε άλλες εποχές. Με κλειδωμένα κελιά, από όπου η έξοδος επιτρεπόταν μονάχα για αναγκαίες εργασίες ή για ιατρικές επισκέψεις. Πολύ σκληρά περιοριστικά μέτρα. Τις πρώτες μέρες δεν επιτράπηκε ούτε καν ο προβλεπόμενος προαυλισμός, ο λεγόμενος “περίπατος”.
Για ν’ αποκαταστήσουν την τάξη δημιουργούν αταξία. Υπάρχει μια σειρά συνεπειών που προέκυψαν από αυτές τις συνθήκες κράτησης. Τους δόθηκε η δυνατότητα να ανακτήσουν τον έλεγχο της φυλακής, αλλά την τάξη -με την έννοια που την εννοούν αυτοί- σκοπεύουν να την αποκαταστήσουν όσο το δυνατό συντομότερο. Γιατί επαναλαμβάνω, ενώ προσπαθούν να αποκαταστήσουν τη δική τους τάξη δημιουργούν άλλες αταξίες, εις βάρος των συντρόφων, των κρατουμένων. Αυτή είναι η αλήθεια. Ανακτώντας τον έλεγχο της φυλακής, στενεύουν τους χώρους, ανακατασκευάζουν τις πτέρυγες, δημιουργούν αταξία. Επιβάλλουν -μικρές αλλά αισθητές- πειθαρχικές ποινές. Επομένως, η φυλακή έχει στενέψει. Σκοπεύουν -το συντομότερο δυνατό και μετά από κάποιες παραχωρήσεις- τα πάντα να επιστρέψουν στην απόλυτη κανονικότητα. Και αυτό δεν αφορά μονάχα τη φυλακή του Μιλάνου αλλά όλα τα ιταλικά σωφρονιστικά καταστήματα.
Αυτό που αντιλήφθηκα εγώ είναι ότι το κράτος απέτυχε και θα συνεχίσει να αποτυγχάνει. Αν κρίνω από το γεγονός ότι μόλις αποφυλακίστηκα έφαγα ήδη ένα πρώτο πρόστιμο [στμ για την παραβίαση των περιοριστικών μέτρων κυκλοφορίας], αφού η φυλακή του Σαν Βιττόρε, όντας και αστυνομικό τμήμα δεν μου έδωσε -όπως θα μπορούσε- ούτε ένα έγγραφο για να μπορώ να κυκλοφορώ. Κάτι που δεν έκανε ούτε η αστυνομική διεύθυνση, όπου παρουσιάζομαι για να δώσω παρόν, ούτε με προειδοποίησαν για κάτι τέτοιο, ούτε και μου έδωσαν κάποιο έγγραφο για τη συμπλήρωση υπεύθυνης δήλωσης.
Έτσι βρέθηκα και πάλι αντιμέτωπος με τη “δικαιοσύνη”, αφού με ρώτησαν:
– Μα τι κάνεις εσύ εδώ;
– Τι κάνω εγώ εδώ; Βγαίνω έξω…