Επαναστατική στρατηγική σε συνθήκες Πολέμου και Φασισμού: το παράδειγμα του ΚΚΕ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (απόσπασμα από το κεφάλαιο «Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και επαναστατική στρατηγική», του βιβλίου του Άρη Σειρηνίδη «Όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη. Ο λαϊκός επαναστατικός πόλεμος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας 1946-1949».
[…] Αν αντανακλά κάτι όλη αυτή η επίπονη προσπάθεια χάραξης της στρατηγικής του ΚΚΕ (και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος), αυτό είναι η προσπάθεια αποφυγής των μηχανιστικών αναγωγών, του δογματισμού και της στατικής αντίληψης στη χάραξη της στρατηγικής του, η εφαρμογή σε τελική ανάλυση της λενινιστικής προσταγής της «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης»[…]
Τόσο ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος όσο και ο Β΄ (στο ξεκίνημά του) υπήρξαν πόλεμοι ιμπεριαλιστικοί, γεννήματα και οι δύο της έντασης της ανισομετρίας που εμφανίζει ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο και της όξυνσης της πάλης που αυτή δημιουργεί για το (ξανα)μοίρασμα των αποικιών και των σφαιρών επιρροής. Ωστόσο, παρά τις κοινές αιτίες που γέννησαν τους δύο πολέμους, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε σε συνθήκες που διέφεραν ριζικά από εκείνες που υπήρχαν μόλις εικοσιπέντε χρόνια πριν, γεγονός που μετέβαλε σημαντικά τον χαρακτήρα του πολέμου αυτού και ακολούθως τα καθήκοντα του διεθνούς επαναστατικού κινήματος.
Με τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης και την εδραίωση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις είχαν πάψει να αποτελούν τον μοναδικό παράγοντα κίνησης της διεθνούς πολιτικής∙ οι αντιθέσεις αυτές θα αναπτύσσονται πλέον σε συνάρτηση με τη νέα και αποφασιστικής σημασίας αντίθεση ανάμεσα σε δύο διαφορετικά κοινωνικά συστήματα. Η κοινή επιδίωξη για αποκατάσταση της ακεραιότητας του καπιταλιστικού κόσμου, που συνένωνε σε αντισοβιετική βάση το σύνολο του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, θα γεννήσει, στην αλληλεπίδρασή της με τον ανειρήνευτο ανταγωνισμό που προκαλούσε στο εσωτερικό του η σοβούσα κρίση του συστήματος και η άνοδος του εργατικού κινήματος, μια ποιοτικά νέα ιστορική κατάσταση, αυτήν της εποχής του Μεσοπολέμου, που θα αναδείξει τον φασισμό σε αποκλειστικό πολιτικό εκφραστή των αστικών τάξεων τριών ιμπεριαλιστικών χωρών (Γερμανίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας).
Η αναδιάταξη των δυνάμεων που προκαλούσε στο εσωτερικό του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου η παρουσία των δυνάμεων του φασιστικού Άξονα, με τους διακηρυγμένους στόχους για παγκόσμια κυριαρχία και υποδούλωση ως και εξόντωση ολόκληρων λαών και πολιτισμών, διαμόρφωνε για τα κινήματα και τους λαούς του κόσμου μια αντικειμενικά πιο σύνθετη συνθήκη από εκείνη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία επέβαλε τη χάραξη μιας άλλης στρατηγικής για την αντιμετώπισή της. Μιας στρατηγικής που θεμελιωνόταν στην πραγματικότητα που δημιουργούσε η φασιστική επιθετικότητα και από την οποία απέρρεε το κάλεσμα για τη διεξαγωγή ενός δίκαιου, απελευθερωτικού λαϊκού πολέμου ενάντια στον φασισμό. Ήδη άλλωστε από το 1935, η Κομμουνιστική Διεθνής, στο 7ο Συνέδριο της, ορίζοντας κατ’ αρχάς τον φασισμό ως την «ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, σοβινιστικών και ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου», είχε καθορίσει τη στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στον φασισμό και τον πόλεμο που προδιαγραφόταν, αναδεικνύοντας τη συνένωση όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων -ακόμα και αστικών- σε βασικό άξονα της πολιτικής της, με απαράβατο πάντα όρο την αυτοτέλεια του κομμουνιστικού κόμματος στο αντιφασιστικό μέτωπο και την εργατική ηγεμονία σε αυτό.
Στην κατεύθυνση αυτή, το ΚΚΕ θα θέσει όλες του τις δυνάμεις έγκαιρα –από την περίοδο της ιταλικής εισβολής– στην υπηρεσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, βλέποντας σε αυτόν ως προοπτική και προορισμό την Ελλάδα της Λαϊκής Δημοκρατίας. Η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας από ενδεχόμενη πολεμική επίθεση ιμπεριαλιστικής δύναμης είχε τεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής του κόμματος από το 6ο Συνέδριό του τον Δεκέμβριο του 1935, όταν είχε γίνει ρητά λόγος για την ισχυρή πιθανότητα προσβολής της χώρας από τη γειτονική Ιταλία. Συγκεκριμένα στην απόφαση του Συνεδρίου αναφερόταν: «το καθήκον τόσο της απόκρουσης της άμεσης απειλής του πολέμου, όσο και της υπεράσπισης της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας από τους ξένους ιμπεριαλιστές […] πέφτει πάνω στο κόμμα μας». [1]
Με τα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα στον κόσμο να χωρίζονται σε δύο βασικούς συνασπισμούς, τον φασιστικό Άξονα από τη μια (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) και τον Αγγλογαλλικό-Αμερικανικό από την άλλη, η Ελλάδα ως χώρα εξαρτημένη από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό είχε από τότε θεωρηθεί πολύ πιθανό να βρεθεί στο στόχαστρο μιας επιθετικής κίνησης από την Ιταλία. Η τελευταία, άλλωστε, διατηρούσε υπό την κατοχή της τα Δωδεκάνησα, εφαρμόζοντας μάλιστα από το 1936 πολιτική αφελληνισμού τους, ενώ διατύπωνε σαφείς διεκδικήσεις απέναντι στην Αλβανία, που θα τις κάνει πράξη τον Απρίλιο του 1939, όταν την προσαρτά ύστερα από στρατιωτική επέμβαση.
Η έλευση (4 Αυγούστου 1936) και η σταθεροποίηση της μεταξικής δικτατορίας δεν θα ανατρέψουν τα δεδομένα σε ό,τι αφορά σε ποια σφαίρα επιρροής ανήκει η Ελλάδα. Η αυξανόμενη επιρροή της Γερμανίας στη χώρα απείχε πολύ από το να σημαίνει και ανατροπή του βασικού πλαισίου εξάρτησής της. Κάτι τέτοιο, όπως έδειξε η επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της απέναντι στις απαιτήσεις της Ιταλίας τον Οκτώβριο του 1940, δεν συνέβη. Και ούτε θα μπορούσε να συμβεί, δεδομένου ότι ήταν τόσο ισχυρή η εξάρτηση από το αγγλικό κεφάλαιο, που δεν θα μπορούσε ποτέ η ελληνική αστική τάξη να την παρακάμψει και να αλλάξει στρατόπεδο αποδεχόμενη την πρόταση συνθηκολόγησης που της έκανε η Ιταλία, και κατά προέκταση ο Άξονας, στις 28 Οκτωβρίου 1940.
Με την οικονομική υπόσταση της ελληνικής αστικής τάξης σε μεγάλο βαθμό υποθηκευμένη στο αγγλικό κεφάλαιο, [2] το ερώτημα «με ποιους θα πάει η Ελλάδα στον πόλεμο» δεν θα κρινόταν ασφαλώς από κάποιου υποκειμενικού ή ιδεολογικού τύπου προτίμηση αλλά από την αντικειμενική-οικονομική πραγματικότητα. Και υπό αυτή την έννοια η απάντηση ήταν προκαθορισμένη. Άλλωστε, η ίδια η περίοδος της μεταξικής δικτατορίας δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνειών για το πού ήταν προσανατολισμένη η Ελλάδα. Υπήρχε βέβαια σημαντική εισροή γερμανικών κεφαλαίων στη χώρα, σαφώς υπήρχαν πολύ καλές σχέσεις και ιδεολογική εγγύτητα με τον γερμανικό ναζισμό, ωστόσο τα δικαιώματα της Αγγλίας στη χώρα ήταν απαράγραπτα και δεν αμφισβητούνταν. Ο ίδιος ο Μεταξάς, άλλωστε, δεν το έκρυβε αυτό, μιλώντας ξεκάθαρα για τον προνομιακό ρόλο του αγγλικού κεφαλαίου στη χώρα και προβαίνοντας σε σειρά απροκάλυπτα ευνοϊκών προς αυτό μέτρων. [3]
[…] Υπό μία έννοια άλλωστε, το καθεστώς Μεταξά αποτελούσε έκφραση της συνολικότερης εξωτερικής αγγλικής πολιτικής. Στη δεδομένη φάση των διεθνών σχέσεων, ο αγγλικός παράγοντας ευνοούσε την εγκαθίδρυση ενός φασιστικού καθεστώτος στην Ελλάδα, στα πλαίσια της γενικότερης στρατηγικής του για τη διατήρηση καλών επαφών με τον Άξονα, προκειμένου να αποτραπεί ένας μεταξύ τους πόλεμος και ο Άξονας να στραφεί εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό ήταν στην ουσία το περιεχόμενο της λεγόμενης πολιτικής κατευνασμού της Αγγλίας (αλλά και της Γαλλίας) απέναντι στον Χίτλερ. Μιας πολιτικής που εκφράστηκε με την ανοχή στη στρατιωτική βοήθεια που πρόσφερε ο Άξονας στον Φράνκο για τη συντριβή της Ισπανικής Επανάστασης, με την αναγνώριση της προσάρτησης της Αυστρίας στο Γ΄ Ράιχ τον Μάρτιο του 1938 και βέβαια με τη Συμφωνία του Μονάχου τον Σεπτέμβριο του 1938, που επέτρεπε επίσημα στη Γερμανία να προσαρτήσει μέρος της Τσεχοσλοβακίας (τη Σουδητία) και λίγο μετά ολόκληρη τη χώρα. Και βέβαια όλα αυτά τη στιγμή που η Αγγλία, η Γαλλία και η Γερμανία προέβαιναν σε δηλώσεις μη επίθεσης η μία στην άλλη.
Μη αντιλαμβανόμενη το κρίσιμο αυτό στοιχείο της αγγλικής πολιτικής και δείχνοντας παράλληλα να ξεχνά όλες τις αναλύσεις του κόμματος για την εξάρτηση της χώρας από το αγγλικό κεφάλαιο, η ηγεσία του ΚΚΕ με επικεφαλής τον Γ. Σιάντο – ο οποίος ανέλαβε τα ηνία του κόμματος ύστερα από τη σύλληψη του Ν. Ζαχαριάδη τον Σεπτέμβρη του 1936- θα δει στην ένταση της παρουσίας του γερμανικού κεφαλαίου στη χώρα και παράλληλα στην εθνικοσοσιαλιστικού χαρακτήρα πολιτική της 4ης Αυγούστου την αλλαγή σκυτάλης στην εξάρτηση της χώρας, γεγονός με σοβαρές συνέπειες στη συνολική στρατηγική του κόμματος, αφού πλέον ο βασικός θεματοφύλακας της αστικής εξουσίας στη χώρα, ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, έπαυε να αποτελεί το κύριο πεδίο της στόχευσης της.
[…] Η νέα καθοδήγηση που διαδέχεται τον Γ. Σιάντο τον Νοέμβριο του 1939, η λεγόμενη Παλιά Κεντρική Επιτροπή, αδυνατώντας με τη σειρά της να παρακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις (Σύμφωνο μη Επίθεσης ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τη Γερμανία τον Αύγουστο του 1939 και έναρξη Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου την 1η Σεπτεμβρίου του 1939), θα επιτείνει με τους χειρισμούς της την πολιτική σύγχυση στο κόμμα. Έτσι, στα κομματικά κείμενα η Αγγλία ξαφνικά ξαναγίνεται η κυρίαρχη δύναμη στη χώρα, την ίδια στιγμή όμως η θέση που διατυπώνει το ΚΚΕ απέναντι στον επερχόμενο πόλεμο με τις δυνάμεις του Άξονα διαφοροποιείται ριζικά από αυτήν του 6ου Συνεδρίου του 1935. Με διακηρυκτικό κείμενο τον Απρίλιο του 1940 η καθοδήγηση του ΚΚΕ χαράσσει τακτική ουδετερότητας απέναντι σε μια επίθεση της Ιταλίας, εκλαμβάνοντάς την ως έκφραση της ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης με την Αγγλία που θα λάμβανε χώρα στο ελληνικό έδαφος:
«Το πέρασμα της βασιλομεταξικής δικτατορίας στην υπηρεσία των αγγλογάλλων, συντελούμενο μέσα στις συνθήκες της έντασης των σχέσεών τους με την Ιταλία, σημαίνει –ούτε λίγο ούτε πολύ– πρόσκληση στους ιμπεριαλιστές να βγάλουν τα μάτια τους πάνω στα ελληνικά εδάφη κι εξουσιοδότησή τους να μην αφήσουν πέτρα πάνω στην άλλη, στη δυστυχισμένη πατρίδα μας. Εκτός από την Ιταλία που –πριν προλάβουν οι αγγλογάλλοι να αξιοποιήσουν την προδοσία της δικτατορίας– θα εξαπολύσει κεραυνοβόλα ενέργεια κατά της χώρας μας, με το πρόσχημα της ασφάλειας των νώτων της και της “διαφύλαξης της ειρήνης στη νoτιοανατολική Ευρώπη” θα αναγκαστεί κι η Γερμανία να μεταφέρει τη σύγκρουση στην περιοχή μας. […] Η δικτατορία εκμεταλλεύεται ύπουλα τη φιλοτιμία του λαού μας, την περηφάνια του για το δοξασμένο του παρελθόν, για να τον στείλει μορφινισμένο στο μέτωπο της αλληλοσφαγής να πολεμήσει για ξένα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Έτσι παριστάνει η δικτατορία τον πόλεμο –που η ίδια προκαλεί– σαν υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της πατρίδας μας – και καλεί το λαό να “πολεμήσει με θάρρος και ηρωισμό”. […] Δεν είναι ηρωισμός το να σκοτώνεσαι μάταια για ξένα συμφέροντα. Δεν έχει καμιά σχέση με την υπεράσπιση της πατρίδας το να πολεμάς στην υπηρεσία του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού μπλοκ». [4]
Είναι πρόδηλο ότι μια τέτοια δομική αλλαγή γραμμής από το ΚΚΕ δήλωνε μια συγκεκριμένη ερμηνεία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και της Συμφωνίας μη Επίθεσης ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τη Γερμανία.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με χρονολογική σειρά, ξεκινώντας από το Σύμφωνο μη Επίθεσης ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τη Γερμανία (Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ), που υπογράφτηκε στις 23 Αυγούστου 1939, λίγες ημέρες πριν από την έναρξη του πολέμου. Η υπογραφή του αποτελούσε μια κίνηση τακτικής της Σοβιετικής Ένωσης που σκοπό είχε να της εξασφαλίσει τον απαραίτητο χρόνο, ώστε να προετοιμαστεί για τη γερμανική στρατιωτική επίθεση, την οποία θεωρούσε αναπόφευκτη. Αντίστοιχα, θα λέγαμε, ήταν μια κίνηση τακτικής και για τη Γερμανία, που δεν ήθελε στην πρώτη φάση των πολεμικών επιχειρήσεών της στην Κεντρική Ευρώπη να έχει ανοιχτό το μέτωπο με τη Σοβιετική Ένωση. Όλο το προηγούμενο διάστημα η Σοβιετική Ένωση είχε υποβάλει προτάσεις συνεργασίας σε ανώτατο επίπεδο στις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας για τη δημιουργία ενός αντιφασιστικού συνασπισμού, καταγγέλλοντας παράλληλα την προσάρτηση της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας. Οι προτάσεις αυτές, όμως, δεν εισακούστηκαν. Αντίθετα, οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας με την πολιτική κατευνασμού απέναντι στη Γερμανία που ακολούθησαν την ενθάρρυναν ουσιαστικά να επιτεθεί στη Σοβιετική Ένωση. Σε αυτό το πλαίσιο η Σοβιετική Ένωση, όντας υποχρεωμένη να υπερασπιστεί την υπόστασή της, θα υπογράψει στις 23 Αυγούστου το Σύμφωνο μη Επίθεσης με τη Γερμανία. Λίγες ημέρες μετά, την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, ξεκινά ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος με την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία. Στις 3 Σεπτεμβρίου η Αγγλία και η Γαλλία κηρύσσουν τον πόλεμο στη Γερμανία.
Εκμεταλλευόμενη αριστοτεχνικά τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, η Σοβιετική Ένωση καταφέρνει να διασπάσει την κοινή αντισοβιετική στρατηγική του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, που την απειλούσε άμεσα. [5] Την ίδια στιγμή η πάλη για το ξαναμοίρασμα του κόσμου ξαναρχίζει μόλις 21 χρόνια μετά τη λήξη του προηγούμενου παγκοσμίου πολέμου. Ο πόλεμος που ξεκινάει λοιπόν είναι ένας πόλεμος ιμπεριαλιστικός, στον οποίο η Σοβιετική Ένωση προφανώς και δεν εμπλέκεται. Το γεγονός, όμως, ότι ο πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός δεν αναιρεί για τους λαούς των χωρών που θα δεχτούν επίθεση από τον φασιστικό Άξονα το καθήκον της αντιφασιστικής πάλης για την υπεράσπιση της εθνικής τους ανεξαρτησίας. Αντίστοιχα, και ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν αναιρούσε τη δυνατότητα να αναπτυχθούν δίκαιοι εθνικοί πόλεμοι, όπως ήταν αυτοί που σχετίζονταν με την άμυνα των λαών των μισοαποικιών και εξαρτημένων χωρών απέναντι σε ιμπεριαλιστική εισβολή και κατάκτηση. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι το λενινιστικό πρόταγμα της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, το σύνθημα της «ήττας της κυβέρνησής σου στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο», αφορούσε αποκλειστικά τους λαούς των ιμπεριαλιστικών χωρών που λάμβαναν μέρος στο πόλεμο. [6]
Όπως είδαμε, το ΚΚΕ, στο πνεύμα της γενικότερης στρατηγικής των αντιφασιστικών λαϊκών μετώπων, είχε θέσει στο 6ο Συνέδριό του ως κεντρικό καθήκον των κομμουνιστών την υπεράσπιση της Ελλάδας από επίθεση ξένης ιμπεριαλιστικής δύναμης, και συγκεκριμένα της Ιταλίας, παρόλο που προφανώς έβλεπε ότι η επίθεση αυτή εντασσόταν στη γενικότερη ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση Αγγλίας-Άξονα. Κι όταν, βέβαια, ξεσπά ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, το πρόταγμα της υπεράσπισης της πατρίδας από τη φασιστική επίθεση γίνεται ακόμα πιο επίκαιρο. Θα λέγαμε ότι, όσο αυτός πόλεμος προχωρά και τα πρωτοφανή εγκλήματα που διαπράττουν οι στρατοί του Άξονα αυξάνονται, η αντιφασιστική εθνικοαπελευθερωτική πάλη γίνεται το κεντρικό πολιτικό διακύβευμα για τους λαούς των κατακτημένων, όπως και των υπό κατάκτηση, χωρών, ακόμα και των ιμπεριαλιστικών. Στην πραγματικότητα η στρατηγική του λαϊκού μετώπου για μετωπική συμπόρευση όλων των δυνάμεων που θέλουν να πολεμήσουν τον φασισμό γίνεται πιο επιτακτική από ποτέ. Και σε τελική ανάλυση εκεί θα κριθεί η εργατική και κομμουνιστική στρατηγική: από τη δυνατότητά της να ηγηθεί, να ηγεμονεύσει το πιο πλατύ λαϊκό μέτωπο που θα μπορέσει να αντιμετωπίσει επιτυχώς την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας από τη φασιστική υποδούλωση.
Η «αριστερού» χαρακτήρα παρέκκλιση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, όταν λίγο μετά την υπογραφή του Συμφώνου μη Επίθεσης με τη Γερμανία και την έναρξη του πολέμου κάνει μια στεγνή ανάγνωση του χαρακτήρα του πολέμου [7] υποτιμώντας την εθνικοαπελευθερωτική, αντιφασιστική του διάσταση, θα κρατήσει για λίγο χρονικό διάστημα. Και πάντως δεν θα φτάσει ποτέ να θέσει ως ζητούμενο για τις εργατικές τάξεις των χωρών (ιμπεριαλιστικών και μη) που δέχονταν επίθεση από τον Άξονα το σύνθημα της «ήττας των κυβερνήσεών τους στον πόλεμο». Γρήγορα, άλλωστε, η Κομμουνιστική Διεθνής διορθώνει τη γραμμή της, υποδεικνύοντας τη σπουδαιότητα της αντιφασιστικής εθνικοαπελευθερωτικής στρατηγικής. Τον Ιούνιο του 1940 η Κομμουνιστική Διεθνής θα τονίσει ότι «ο γερμανικός ιμπεριαλισμός σκοπεύει μαζί με την Ιταλία να υποδουλώσει πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς και να τους στερήσει την εθνική τους ανεξαρτησία», συνιστώντας στα κομμουνιστικά κόμματα των χωρών που έχουν κατακτηθεί να υψώσουν τη σημαία της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης. Την ίδια στιγμή δύο μεγάλα κομμουνιστικά κόμματα, το γαλλικό και το αγγλικό, μπροστά στο κίνδυνο της κατάκτησης των χωρών τους, απευθύνουν αντιφασιστικό πατριωτικό προσκλητήριο θέτοντας τα μέλη τους στην πρώτη γραμμή της πάλης ενάντια στις δυνάμεις του επελαύνοντα Άξονα. [8]
Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα, και ενώ η Ιταλία δείχνει ξεκάθαρα τις προθέσεις της με τον τορπιλισμό του ελληνικού καταδρομικού «Έλλη» στην Τήνο στις 15 Αυγούστου του 1940, το ΚΚΕ, εγκλωβισμένο στην αντιφατική γραμμή που γέννησαν οι δύο τελευταίες καθοδηγήσεις του κόμματος και παράλληλα αποδεκατισμένο από την εναντίον του καταστολή, συνεχίζει να τελεί υπό σύγχυση, μένοντας μακριά από τη στρατηγική του αντιφασιστικού μετώπου. Στην τελευταία του απόφαση (30 Αυγούστου) πριν από την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πόλεμου, παραμένει στην ίδια γραμμή με αυτή του Απριλίου του 1940 χαρακτηρίζοντας την επερχόμενη σύγκρουση με την Ιταλία ως «μια άδικη και μάταιη ανθρωποσφαγή για το χατίρι των Άγγλων πλουτοκρατών αφεντικών του Μεταξά, του Γλύξμπουργκ, του Μανιαδάκη, του Διάκου και της παρέας τους». [9]
Σε αυτό το πλαίσιο, η κατάσταση που διαμορφώνεται μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 και την κήρυξη του πολέμου φέρνει το κόμμα σε κατάσταση υπαρξιακού κινδύνου. Η καταλυτική παρέμβαση του Ν. Ζαχαριάδη αλλάζει άρδην το τοπίο, δίνοντας με το «Ανοιχτό γράμμα προς το λαό της Ελλάδας» (31/10/1940) μια ξεκάθαρη επαναστατική στρατηγική στο κόμμα:
«Προς το λαό της Ελλάδας: Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Έλληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και ο κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό, καλύβα με καλύβα, η κάθε πόλη, σπίτι με σπίτι, πρέπει να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούρια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξένη ιμπεριαλιστική εξάρτηση και εκμετάλλευση με έναν πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό. Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θα ’ναι νίκη τη Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας». [10]
Με το γράμμα αυτό το ΚΚΕ επανέρχεται στη θέση του 6ου Συνεδρίου του, ορίζοντας ως κεντρικό καθήκον του ελληνικού λαού –και ως εκ τούτου και του κόμματος– την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας από την επίθεση του ιταλικού φασισμού. Το πολιτικό στίγμα του γράμματος δίνεται ήδη από τις πρώτες προτάσεις του. Ο αγώνας του ελληνικού λαού είναι εθνικοαπελευθερωτικός και αντιφασιστικός. Με τον προσδιορισμό «αντιφασιστικός», που αντικειμενικά προκύπτει από τον χαρακτηρισμό του επιτιθέμενου ως φασίστα, τίθεται –υπόρρητα βέβαια, αν αναλογιστούμε ότι το γράμμα, για να εγκριθεί από τη λογοκρισία, έπρεπε να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο ύφος γραφής– από πολύ νωρίς το διαφορετικό πλαίσιο πάλης και στόχων των «δύο εθνών», «του έθνους των εργαζομένων» από τη μια και «του έθνους του κεφαλαίου» από την άλλη, που από κοινού θα δώσουν τον αγώνα ενάντια στην ιταλική επίθεση. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν θα μπορούσε ποτέ, για ευνόητους λόγους, να εκφράσει το αντιφασιστικό περιεχόμενο του πολέμου, οπότε το καθήκον αυτό το αναλαμβάνει ο λαός και η εργατική τάξη – και ασφαλώς το ΚΚΕ. Τον πόλεμο, βέβαια, όπως ρεαλιστικά αναφέρεται στο γράμμα, τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, αφού αυτή έχει τον έλεγχο του κράτους και των ενόπλων δυνάμεων. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν πρέπει να δημιουργήσει καμία επιφύλαξη σε κανέναν (αντιφασίστα, δημοκράτη, κομμουνιστή) όσον αφορά τη συμμετοχή του στον πόλεμο. Όσο έντονες αμφιβολίες και αντιρρήσεις κι αν έχει, το εθνικό αυτό μέτωπο, που στη δεδομένη φάση στήνεται υπό το πρόσταγμα του Μεταξά και των Άγγλων επικυρίαρχων, είναι από την άλλη, εξαιτίας του ζωτικού διακυβεύματός του, το πεδίο όπου κρίνεται λόγω και έργω η αξιοπιστία και εντέλει η πολιτική και ηθική υπόσταση της εργατικής τάξης και του κόμματος που θέλει να αποτελέσει την πρωτοπορία της. Είναι το πεδίο όπου κρίνεται, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Μαρξ και του Ένγκελς από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, η δυνατότητα της εργατικής τάξης “να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους και να κατακτήσει την πολιτική εξουσία”. [11]
Λίγες λέξεις παρακάτω –και με τους περιορισμούς της λογοκρισίας να παραμονεύουν– το γράμμα θα αναδείξει μία ακόμα διάσταση του πολέμου, χρήσιμη τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον, όταν κάνει λόγο για μετατροπή, δίπλα στο κύριο μέτωπο, κάθε σπιθαμής της ελληνικής γης σε φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Η γενικευμένη λαϊκή αυτοοργάνωση στην οποία ουσιαστικά καλεί μια τέτοια προτροπή δημιουργεί ένα άλλο πλαίσιο πάλης, έξω από τους κρατικούς μηχανισμούς, και υπό μια έννοια προτείνει και προδιαγράφει το μελλοντικό αντάρτικο στα βουνά και τις πόλεις. Στο κλείσιμο του γράμματος δίνεται με ευκρίνεια ο χαρακτήρας και η στρατηγική του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας έχει σαφώς εργατικό, λαϊκό, αντιιμπεριαλιστικό πρόσημο, είναι ο αγώνας του λαού και της εργατικής τάξης (του εργαζόμενου λαού) που ως στόχο (έπαθλο) έχει την Ελλάδα της λαϊκής εξουσίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Και για την επίτευξη του στόχου αυτού, το γράμμα καλούσε όλο τον λαό σε θέσεις μάχης, μην παραλείποντας να επισημάνει στην τελευταία του πρόταση τον διεθνιστικό χαρακτήρα της μάχης αυτής.
[…] Αξίζει, πάντως, να σημειώσουμε την αντιφατική στάση που κράτησε η Κομμουνιστική Διεθνής απέναντι στο γράμμα, όντας υποχρεωμένη να ισορροπεί ανάμεσα στην υποστήριξη της αντιφασιστικής εθνικοαπελευθερωτικής πάλης των λαών και στη θέση για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, και μάλιστα τη στιγμή που η ΕΣΣΔ έχει υπογράψει το Σύμφωνο μη Επίθεσης με τη Γερμανία. Αν, λοιπόν, τον Ιούλιο του 1939 η Κομμουνιστική Διεθνής με οδηγία της προς το ΚΚΕ επισήμαινε ότι: «Η χώρα σας απειλείται απ’ το φασιστικό άξονα και ιδιαίτερα από τον ιταλικό φασισμό που δρα ειδικότερα στα Βαλκάνια. Το πρώτο καθήκον του ΚΚΕ είναι η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της χώρας. Εφόσον η κυβέρνηση Μεταξά παλεύει και αυτή κατά του ίδιου αυτού κινδύνου, δεν υπάρχει λόγος να επιδιώκετε πρώτα απ’ όλα την ανατροπή της», [12] τον Ιανουάριο του 1941 η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς θα διατυπώσει μια διαφοροποιημένη θέση σχολιάζοντας το γράμμα του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ. Παρόλο που αναγνωρίζει το δίκαιο του καλέσματος για έναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ενάντια στην επίθεση του ιταλικού ιμπεριαλισμού, εντούτοις εμφανίζεται αρνητική στην τοποθέτηση «για συμμετοχή στον πόλεμο που διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά», θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να δημιουργήσει λανθασμένους συνειρμούς σε ό,τι αφορά τον ρόλο του Μεταξά και της Αγγλίας στον πόλεμο.
Όπως είδαμε, ωστόσο, αν το κάλεσμα στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο ήθελε να έχει στοιχειωδώς ρεαλιστική βάση και να μην είναι απλώς μια κενή περιεχομένου ιδεολογική ρητορεία, αυτό μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο με την αποδοχή του αντικειμενικού γεγονότος ότι όρος για να πολεμήσεις τον εισβολέα, σε εκείνη τουλάχιστον τη φάση, ήταν η συμμετοχή, και μάλιστα χωρίς επιφύλαξη, στον πόλεμο που διευθύνει ο Μεταξάς. Το ζήτημα της προοπτικής της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης, που το γράμμα, όπως είδαμε, σαφώς και αναδείκνυε, έχει αναγκαστικά ως σημείο αφετηρίας ακριβώς αυτή τη συμμετοχή.
Μετά το πρώτο γράμμα του Ζαχαριάδη θα ακολουθήσουν άλλα δύο. Το δεύτερο θα συνταχθεί στις 26 Νοεμβρίου 1940, όμως δεν θα δημοσιευτεί πουθενά. Η ύπαρξή του θα γίνει γνωστή στο κόμμα στις 9 Μαρτίου 1947, όταν η Γενική Ασφάλεια το έδωσε στον αθηναϊκό Τύπο με κάποιες παραποιήσεις. Αντίθετα, το τρίτο γράμμα, με ημερομηνία 15 Ιανουαρίου 1941, που εν πολλοίς περιέχει και το περιεχόμενο του δεύτερου γράμματος μαζί με την καταγγελία της Προσωρινής Διοίκησης ως οργάνου της Ασφάλειας, παρόλο που ούτε αυτό θα δημοσιευτεί, θα γίνει πολύ γρηγορότερα γνωστό στο κόμμα και θα δημοσιευτεί στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση του Ιουνίου του 1942 ως το δεύτερο γράμμα του Ζαχαριάδη (μιας και αγνοούνταν η ύπαρξη του πραγματικά δεύτερου).
Παρόλο που το πρακτικό αντίκρισμα των γραμμάτων ήταν περιορισμένο, εξαιτίας της μη έγκαιρης δημοσίευσής τους, η πολιτική και ιστορική τους σημασία είναι πολύ μεγάλη, αφού τα δύο αυτά γράμματα ολοκληρώνουν τη θέση του ΚΚΕ σχετικά με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κάνουν σαφή την οπτική του για τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και τον ρόλο της Αγγλίας. Θα λέγαμε ότι, αν το πρώτο γράμμα εξόπλιζε το κόμμα στην κρίσιμη φάση της έναρξης του πολέμου, τα δύο επόμενα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποφασιστικά στην κατανόηση της εξέλιξης του πολέμου και στη θωράκιση της στρατηγικής του, ειδικά ενόψει της πολύ δύσκολης συνέχειας. Το βασικό στοιχείο των δύο αυτών γραμμάτων ήταν η θέση ότι, από τη στιγμή που ο ελληνικός στρατός θα εκδίωκε τον ιταλικό από τα εδάφη της χώρας (κάτι που επρόκειτο να συμβεί λίγο αργότερα αφότου γράφτηκε το δεύτερο γράμμα και είχε συμβεί όταν συντασσόταν το τρίτο), η συνέχιση του Ελληνοϊταλικού Πόλεμου σε αλβανικά εδάφη δεν συνιστούσε πλέον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα για τον ελληνικό λαό, αλλά εμπλοκή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ανάμεσα στις δυνάμεις του Άξονα και την Αγγλία, στον άρμα της οποίας προσδενόταν η κυβέρνηση Μεταξά. Ως εκ τούτου, ο πόλεμος αυτός μονό δεινά είχε να προσφέρει στον ελληνικό λαό και γι’ αυτό ο στόχος μιας πραγματικά εθνικής πολιτικής θα έπρεπε να είναι το σταμάτημα του πολέμου και η υπογραφή, υπό την εγγύηση της ΕΣΣΔ, ελληνοϊταλικής συμφωνίας ειρήνης, που θα κατοχύρωνε πλήρως όλα τα δικαιώματα της χώρας. Αν κάτι τέτοιο δεν συμβεί, όπως το τρίτο γράμμα διαπιστώνει, στόχος του λαϊκού κινήματος και του κόμματος θα πρέπει πλέον να γίνει η ανατροπή του μεταξικού καθεστώτος και η εγκαθίδρυση αντιφασιστικής λαϊκής κυβέρνησης με σκοπό «την ειρήνη, την εθνική ανεξαρτησία, το εσωτερικό αντιφασιστικό λαϊκό καθεστώς, την ολόπλευρη προσέγγιση προς την ΕΣΣΔ και τη βαλκανική συνεργασία με βάση την ειρηνική λύση των εσωβαλκανικών διαφορών». [13]
Με τη θέση για τον χαρακτήρα του πολέμου ανάμεσα στην Αγγλία και τον Άξονα ως ιμπεριαλιστικό, τον προσδιορισμό του Ελληνοϊταλικού Πολέμου που διεξάγεται στα εδάφη της Αλβανίας ως άδικου και από τις δύο πλευρές, και ειδικά από την πλευρά της Ελλάδας ως εθνικιστικού με στόχο την κατάληψη υπό την αιγίδα του αγγλικού ιμπεριαλισμού της Βόρειας Ηπείρου –κατά το πρότυπο της Μικρασιατικής Εκστρατείας–, και την προβολή της Σοβιετικής Ένωσης ως της μοναδικής δύναμης που μπορεί να εγγυηθεί την ειρήνη στα Βαλκάνια, η στρατηγική του ΚΚΕ θα συγχρονιστεί απόλυτα με τις εξελίξεις που διαμορφώνει ταχύτατα η ιστορική κίνηση τόσο στην επικράτεια και τη γειτονιά μας όσο και σε όλη την Ευρώπη. Για ένα κόμμα που αξιώνει να έχει διαρκή εποπτεία των εξελίξεων, τα νέα ποιοτικά δεδομένα που παρήγαγε η εκστρατεία διαρκείας του ελληνικού στρατού σε ξένο έδαφος (Αλβανία) έπρεπε άμεσα να αναλυθούν, προκειμένου να υπάρξει μια συγκεκριμένη τοποθέτηση σχετικά με αυτά. Και αυτή η τοποθέτηση ήταν σαφής, άσχετα αν το πρακτικό της αντίκρισμα ήταν σχεδόν μηδαμινό, αφού δεν έγινε γνωστή στο κόμμα και τον λαό: η παρουσία του ελληνικού στρατού στην Αλβανία δεν προασπίζει τα εθνικά συμφέροντα, αλλά υπηρετεί τους σχεδιασμούς των Άγγλων και της ελληνικής αστικής τάξης και ως τέτοια πρέπει να καταγγελθεί, γιατί αυτό που μπορεί να προκαλέσει είναι μόνο δεινά για τον ελληνικό λαό. Σε αυτή τη συνθήκη, λοιπόν, που είναι σαφές ότι διαφέρει ριζικά απ’ ό,τι συνέβαινε μερικές εβδομάδες πριν, όταν η Ιταλία εισέβαλε στην Ελλάδα, το σύνθημα για ανατροπή της μεταξικής δικτατορίας μπαίνει πάλι στην πρώτη γραμμή των πολιτικών προταγμάτων του κόμματος και του λαϊκού κινήματος. Μαζί με άλλα, βέβαια, που εξέφραζαν απόλυτα τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, με κυρίαρχο αυτό της ειρήνης με κατοχυρωμένα πλήρως τα δικαιώματα της χώρας, μιας ειρήνης που η μόνη δύναμη που μπορεί να την εγγυηθεί ήταν η Σοβιετική Ένωση, η οποία δεν είχε εμπλακεί στον πόλεμο.
Επαναστατική κομουνιστική πολιτική είναι η πολιτική που μπορεί να προβλέπει και να απαντά έγκαιρα και με οξυδέρκεια στις αλλεπάλληλες μεταβολές όλων των παραμέτρων εκείνων (πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, γεωστρατηγικών) που συνθέτουν την κίνηση του ταξικού αντιπάλου. Αυτό που στις 28 Οκτωβρίου 1940 ήταν ρηξικέλευθο και αποφασιστικής σημασίας για τη συγκρότηση του λαϊκού αντιφασιστικού μετώπου, δύο μήνες μετά θα μπορούσε να εκπέσει σε «σοσιαλπατριωτικό ντοκουμέντο», όπως έγραφε ο Ζαχαριάδης στο τρίτο του γράμμα, αν χρησιμοποιούνταν σε μια συνθήκη με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Όπως δεν θα μπορούσε ποτέ το ΚΚΕ του αντιφασισμού, του αντιιμπεριαλισμού και της πάλης για την εθνική ανεξαρτησία να στρέψει αλλού το βλέμμα όταν μια φασιστική ιμπεριαλιστική δύναμη επεμβαίνει στρατιωτικά για να απειλήσει την εθνική ακεραιότητα της χώρας, έτσι και το ΚΚΕ της πάλης ενάντια στον πόλεμο, τον εθνικισμό και την ιμπεριαλιστική εξάρτηση δεν θα μπορούσε να μείνει σιωπηλό όταν ο ελληνικός στρατός γινόταν το όχημα για την εξυπηρέτηση όλων των παραπάνω. Όπως, βέβαια, δεν θα μπορούσε το ίδιο κόμμα, όταν τρεις μόλις μήνες μετά ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στη χώρα, να μην πρόβαλλε ξανά το σύνθημα της αντιφασιστικής εθνικοαπελευθερωτικής πάλης.
Όπως αντίστοιχα, μιας και μιλάμε για τη διαλεκτική προσαρμογή της τακτικής στην ταχέως μεταβαλλόμενη πραγματικότητα, δεν θα μπορούσε η ίδια η Σοβιετική Ένωση (και η Κομμουνιστική Διεθνής), όταν στις 22 Ιουνίου 1941 η Γερμανία επιτέθηκε στη Σοβιετική Ένωση με σκοπό να την καταστρέψει, να μην προσδιόριζε εκ νέου τον χαρακτήρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως αντιφασιστικό, τοποθετώντας στο συμμαχικό στρατόπεδο, σε μια επέκταση-προέκταση, θα λέγαμε, της στρατηγικής του λαϊκού αντιφασιστικού μετώπου, ακόμα και τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που βρίσκονταν σε πόλεμο με τον Άξονα. [14] Μιας στρατηγικής που θα σύρει τις τελευταίες στον αντιφασιστικό συνασπισμό, με αποτέλεσμα τη συντριβή του φασισμού και την ανάπτυξη και τη νίκη δεκάδων αντιφασιστικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων σε όλο τον κόσμο.
Αν, κατά τη άποψή μας, αντανακλά κάτι όλη αυτή η επίπονη προσπάθεια χάραξης της στρατηγικής του ΚΚΕ (και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος), αυτό είναι η προσπάθεια αποφυγής των μηχανιστικών αναγωγών, του δογματισμού και της στατικής αντίληψης στη χάραξη της στρατηγικής του, η εφαρμογή σε τελική ανάλυση της λενινιστικής προσταγής της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης, μιας ανάλυσης η οποία του ανοίγει τον δρόμο για να εξασφαλίσει, ακόμα και σε συνθήκες σχεδόν διάλυσης, όπως ήταν αυτές που αντιμετώπιζε όλο το 1940, την πολιτική υπεροχή που θα του δώσει τη δυνατότητα να οικοδομήσει πάνω σε αυτή το έπος της Εθνικής Αντίστασης. Γιατί, βέβαια, είναι σαφές ότι, αν το ΚΚΕ δεν έπαιρνε μέρος στον Ελληνοϊταλικό και τον Ελληνογερμανικό Πόλεμο κρατώντας ουδέτερη στάση, αν δεν συμμετείχε δηλαδή σε αυτή την πάνδημη πατριωτική συστράτευση του ελληνικού λαού σαν να μην το αφορούσε, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να αναπτύξει οποιαδήποτε πρωτοβουλία και δράση την περίοδο της Κατοχής. Ακόμα κι αν άλλαζε τότε γραμμή, η αποχή του την ώρα του πολέμου θα βάραινε σαν ταφόπλακα σε οποιαδήποτε προσπάθεια σύνδεσης με τις πλατιές λαϊκές μάζες που έδωσαν ηρωικά τη μάχη ενάντια στους φασίστες εισβολείς. Όπως, αντίστοιχα, είναι σαφές ότι η μη επαρκής τοποθέτηση του κόμματος για τον ρόλο της Αγγλίας στα ελληνικά πράγματα, τόσο στη μεταξική περίοδο όσο και στη φάση της ελληνοϊταλικής σύγκρουσης στην Αλβανία, του στέρησε τη δυνατότητα να έχει σφαιρική εποπτεία της σύνθετης κατάστασης που διαμορφωνόταν την περίοδο της Κατοχής, καθώς και της φύσης –και των ορίων– της συμμαχίας που συγκροτούσε με αυτήν.
Η περίοδος του Ελληνοϊταλικού και του Ελληνογερμανικού Πολέμου και αμέσως μετά της Κατοχής θα σηματοδοτήσει για το ΚΚΕ το ξεκίνημα ενός τιτάνιου αγώνα. Έπειτα από μια περίοδο αποδιοργάνωσης και κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, το κόμμα έπρεπε να βρει τρόπο να ανασυγκροτηθεί, να εκκαθαριστεί από τους δεκάδες χαφιέδες που είχαν εισχωρήσει στις γραμμές του, να ξεκαθαρίσει τη στρατηγική του, για να εφαρμόσει στην πράξη μια πολιτική μαζών. Να μπορέσει δηλαδή το κόμμα, με βάση τη νέα στρατηγική του και την καθημερινή του πάλη, να βρει οδούς επικοινωνίας με τις πλατιές λαϊκές μάζες που έδειχναν έτοιμες να στρατευτούν στην υπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης. Κάτι που θα το καταφέρει χάρη στην ακούραστη πάλη εκατοντάδων κομμουνιστών, που με το προσωπικό τους παράδειγμα στην πρώτη φάση της Κατοχής –τότε που «ο κεραυνοβόλος πόλεμος» της νέας τάξης πραγμάτων επιχειρούσε να πνίξει εν τη γενέσει της κάθε απόπειρα αντίστασης– διαμόρφωσαν τους όρους μιας νέας αφετηρίας για το λαϊκό κίνημα της χώρας.
Επιχειρώντας να συνοψίσει τα συμπεράσματα μιας πολύ ταραχώδους πορείας τόσο για τη χώρα όσο και για το κόμμα, η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής (Ιούλιος 1941) –η πρώτη επίσημη Ολομέλεια που συνέρχεται μετά τον Φεβρουάριο του 1939– με απόφασή της θα θέσει το πολιτικό πλαίσιο που απηχεί τις διαθέσεις της μεγάλης πλειοψηφίας του κόμματος: συγκρότηση ενός πανεθνικού μετώπου για την ανάπτυξη της πάλης ενάντια στη γερμανοϊταλική κατοχή –στην οποία ρητά εντάσσεται η ένοπλη πάλη–, που ως τελικό στόχο θα έχει την Ελλάδα της λαϊκής εξουσίας, την ανεξάρτητη λαϊκή δημοκρατική Ελλάδα.
Κινούμενο σε αυτή την κατεύθυνση, το ΚΚΕ θα συμβάλει αποφασιστικά στη σύμπηξη ενός μετώπου εθνικής απελευθέρωσης, το οποίο στη βάση της ιδρυτικής του διακήρυξης (το περίφημο «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» του Δ. Γληνού) θα θέσει από πολύ νωρίς, στις 27 Σεπτεμβρίου 1941, τους όρους μιας πλατιάς συμπόρευσης όλων των πατριωτικών-αντιφασιστικών δυνάμεων του τόπου προς την κατεύθυνση, σε πρώτο χρόνο, της εθνικής απελευθέρωσης και, σε δεύτερο χρόνο, μετά το πέρας της πρώτης, της κοινωνικής απελευθέρωσης. Εμφορούμενο από μια τέτοια πολιτική αντίληψη, που του επέτρεπε να συναρθρώνει –αν και άνισα και συχνά αντιφατικά– την τακτική με τη στρατηγική και να συνδέει μέσα σε τρομερά πολύπλοκες συνθήκες το εθνικό ζήτημα με το κοινωνικό-ταξικό και τον διεθνισμό, το ΚΚΕ θα γράψει την κορυφαία έως τότε σελίδα της εγχώριας ταξικής πάλης, οργανώνοντας σε πολιτικό επίπεδο μέσω του ΕΑΜ και σε στρατιωτικό επίπεδο μέσω του ΕΛΑΣ την αντίσταση ενάντια στον φασίστα κατακτητή και τους ντόπιους συνεργάτες του.
Στον αντίποδα της παραπάνω στρατηγικής, το πρόταγμα για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, τοποθετημένο στα κοινωνικοϊστορικά πλαίσια της Ελλάδας της Κατοχής, σήμαινε πρακτικά τη φυγή από την καθημερινή πραγματικότητα της φασιστικής βίας που βίωνε ο ελληνικός λαός προς μια άλλη, ιδεατή πραγματικότητα, όπου θα μπορούσαν να αναμετρώνται χωρίς αλλοιώσεις και επικαθορισμούς –εξωιστορικά και ιδεαλιστικά– τα δύο, για να θυμηθούμε την περιπαικτική ρήση του Λένιν, [15] αντίπαλα στρατόπεδα, του σοσιαλισμού από τη μια και του ιμπεριαλισμού από την άλλη. Η άρνηση της πρωτοκαθεδρίας της εθνικοαπελευθερωτικής-αντιφασιστικής πάλης του ελληνικού λαού στο όνομα μιας «καθαρής ταξικής» γραμμής, που θα φτάσει, στην πιο ακραία απόληξή της, να προβάλει στο όνομα του διεθνισμού την ανάγκη της συναδέλφωσης ακόμα και με τους στρατιώτες της Βέρμαχτ, [16] θα αντιμετωπιστεί με καχυποψία, αν όχι με εχθρότητα, από τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, οδηγώντας τους εκφραστές της στον σεχταρισμό και την περιχαράκωση.
Κι αν ο άδοξος όσο και τραγικός επίλογος της λαϊκής επανάστασης 1941-1944 (Δεκέμβρης, Βάρκιζα) μοιάζει να αμφισβητεί τη στρατηγική του ΚΚΕ, οι αιτίες για τις οποίες το ΚΚΕ και το ΕΑΜ παρέδωσαν στον ταξικό εχθρό την εξουσία που κατείχαν, δεν ήταν προκαθορισμένες ούτε από το (κατ’ αρχάς εθνικοαπελευθερωτικό) περιεχόμενο της σύγκρουσης ούτε από το πλαίσιο των συμφωνιών ανάμεσα στους συμμάχους, που υποτίθεται ότι καθόριζε τους εσωτερικούς συσχετισμούς ισχύος. [17] Το αντίθετο συνέβαινε: η μη συνεπής τήρηση της στρατηγικής των εθνικοαπελευθερωτικών, αντιφασιστικών λαϊκών μετώπων, η εκτροπή από τους βασικούς όρους που αυτή έθετε –ανεξαρτησία του κόμματος και της εργατικής τάξης μέσα στο μέτωπο, πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας–, ήταν αυτή που αποπροσανατόλισε το κίνημα εγκλωβίζοντάς το στις ράγες της ιμπεριαλιστικής αστικής πολιτικής. Γεγονός που μοιραία δεν επέτρεπε αφενός να στερεώνονται οι μορφές λαϊκής εξουσίας που η πάλη ενάντια στον κατακτητή στην πόλη και την ύπαιθρο είχε συγκροτήσει και αφετέρου να διατηρείται η επαναστατική στρατηγική στις διαφορετικές καμπές της συγκυρίας. Η αιτία του ανεπαρκούς πολιτικά και στρατιωτικά σχεδιασμού της μάχης του Δεκέμβρη του 1944 και της συνθηκολόγησης της Βάρκιζας (όπως βέβαια και των συμφωνιών Λιβάνου και Καζέρτας που την προεικόνισαν) βρίσκεται εκεί ακριβώς.
Επρόκειτο για μια πραγματικότητα την οποία η νέα, και εν πολλοίς αναμετρώμενη με αυτή την κληρονομιά, φάση της ταξικής σύγκρουσης που θα ξεσπάσει λίγους μόνο μήνες αργότερα θα κατορθώσει την περίοδο 1946-1949 να αντιστρέψει, θέτοντας με σαφήνεια πια τα όρια ανάμεσα στον πολιτικό ορίζοντα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, από τη μια, και της πάλης για τη λαϊκή εξουσία, από την άλλη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμ. 4, ό.π., σελ. 319.
2. Ενδεικτικό του βαθμού εξάρτησης του ελληνικού κράτους από το αγγλικό είναι το γεγονός ότι το 67% του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας ανήκε σε αγγλικά κεφάλαια, ενώ μόνο το 1,7% σε γερμανικά και το 1,65 σε ιταλικά. Το υπόλοιπο ποσοστό κατανεμόταν σε ΗΠΑ (σχεδόν 10%) και Γαλλία (7,5%).
3. Χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο Μεταξάς, τον Μάρτιο του 1937 σε επιστολή του στον πρέσβη της Ελλάδος στο Λονδίνο: «Αι μόναι προνομιακαί επιχειρήσεις εν Ελλάδι είναι αι Αγγλικαί». Ο Μεταξάς επίσης θα επαναλαμβάνει συχνά σε ομιλίες και συνεντεύξεις του ότι «το δόγμα της Ελλάδας ήταν ότι δεν μπορούσε να βρεθεί σε αντίθετο στρατόπεδο εκτός εκείνου της Αγγλίας», ενώ λίγους μήνες μόνο πριν από την ελληνοϊταλική σύγκρουση, τον Μάιο του 1940, μιλώντας με Βρετανό δημοσιογράφο τόνιζε: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτε δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές, ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης» (Τα μυστικά αρχεία του Φόρεϊν Όφις, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα, 1971, σελ. 76).
4. «Μανιφέστο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, 20 Απρίλη 1940», στο Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμ. 4, ό.π., σελ. 486-487.
5. Μιλώντας για το ζήτημα των συμφωνιών ανάμεσα σε σοσιαλιστικές χώρες και ιμπεριαλιστικά μπλοκ, όπως και για το ζήτημα της εκμετάλλευσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από ένα κείμενο του Λένιν, το οποίο κατά τη γνώμη μας αφοπλίζει πλήρως την κριτική «εξ αριστερών» που εκ του ασφαλούς ασκήθηκε στο Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο: «Οι κομμουνιστές δεν αποκρούουν καθόλου τις στρατιωτικές συμφωνίες με έναν από τους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς εναντίον ενός άλλου, στις περιπτώσεις που αυτή η συμφωνία, χωρίς να παραβιάζει τις βάσεις της Σοβιετικής Εξουσίας, θα μπορούσε να εδραιώσει τη θέση της και να παραλύσει την πίεση εναντίον της μιας κάποιας ιμπεριαλιστικής Δύναμης» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 36, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1982, σελ. 323).
6. Β. Ι. Λένιν, «Για το σύνθημα της ήττας της κυβέρνησής σου στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο», στο Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1980, σελ. 291-297. Στο κείμενό του αυτό ο Λένιν είναι σαφής ότι αναφέρεται στον ενδοϊμπεριαλιστικό πόλεμο, στον πόλεμο ανάμεσα σε δύο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο πόλεμος είναι αντιδραστικός, και σε αυτό τον πόλεμο «μια επαναστατική τάξη δε μπορεί παρά να εύχεται την ήττα της κυβέρνησής της. [… ] Ο προλετάριος δεν μπορεί ούτε να καταφέρει ταξικό χτύπημα στην κυβέρνησή του, ούτε να δώσει (στην πράξη) το χέρι στον αδελφό του, τον “ξένο” προλετάριο, τον προλετάριο της χώρας που βρίσκεται σε πόλεμο μαζί “μας”, χωρίς να διαπράττει “εσχάτη προδοσία”, χωρίς να συμβάλλει στην ήττα, χωρίς να βοηθάει στη διάλυση της “δικής του” ιμπεριαλιστικής “μεγάλης” Δύναμης». Δεδομένης, μάλιστα, της βαρύτητας που αναγνωρίζει σε μια τέτοια συνθηματολογία, προσθέτει και μια σειρά επιπλέον προϋποθέσεων, ώστε το σύνθημα αυτό να μπορεί να είναι πράγματι πολιτικά και κοινωνικά γειωμένο.
7. Στις 8/9/1939 Οδηγία της Κομμουνιστικής Διεθνούς, με την υπογραφή του Γκ. Δημητρόφ, χαρακτηρίζει τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και άδικο από όλες τις πλευρές, καλώντας τις εργατικές τάξεις και τα κομμουνιστικά κόμματα των εμπόλεμων χωρών να μην τον στηρίξουν. Επισημαίνει δε ότι «η διάκριση των καπιταλιστικών κρατών ανάμεσα σε φασιστικά και δημοκρατικά έχει πλέον απολέσει την προηγούμενή της σημασία» (Τμήμα Ιστορίας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ στον ιταλοελληνικό πόλεμο, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2015, σελ. 32-33).
8. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας είχε μόλις μία εβδομάδα πριν από την κήρυξη του πολέμου τοποθετηθεί ως εξής: «Στον πραγματικό πόλεμο ενάντια στο φασίστα επιτιθέμενο, το Κομμουνιστικό Κόμμα, υπερασπίζει το δικαίωμά του να βρίσκεται στις πρώτες γραμμές», ενώ τον Ιούνιο του 1941, με την απειλή για το Παρίσι να γίνεται άμεσα ορατή, δήλωνε: «Το Κόμμα θεωρεί την οργάνωση της άμυνας του Παρισιού πρωταρχικό εθνικό χρέος» (βλ. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, Σύγχρονη Εποχή, σελ. 491, 495).
9. Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμ. 4, ό.π., σελ. 503.
10. Νίκος Ζαχαριάδης, Ιστορικά διλήμματα, ιστορικές απαντήσεις. Άπαντα τα δημοσιευμένα, 1940-1945, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2011, σελ. 31.
11. «[…] μια και το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη [σ.σ.: στην αγγλική έκδοση του 1888 στο σημείο αυτό γράφει: «να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους»], να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης» (Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1994, σελ. 44).
12. Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμ. 5, ό.π., σελ. 296.
13. Ολόκληρο το περιεχόμενο των δύο γραμμάτων μπορεί να βρεθεί στο Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμ. 5, ό.π. Εδώ παραθέτουμε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το καθένα: «[…] Αφού ο λαός μας υπερασπίσει αποτελεσματικά την ανεξαρτησία και την εθνική λευτεριά του, σήμερα ένα μονάχα πράμα θέλει: Ειρήνη και ουδετερότητα με τούτους τους όρους: 1) Να ξανάρθουν τα πράγματα όπως ήταν στις 28 του Οκτώβρη 1940 δίχως καμιά εδαφική – οικονομική – πολιτική ζημιά σε βάρος της Ελλάδας, 2) Οι πολεμικές δυνάμεις της Αγγλίας να φύγουν όλες απ’ τα χώματα και τα νερά της Ελλάδας. Με βάση τους δύο αυτούς όρους να ζητήσουμε αμέσως απ’ την κυβέρνηση της ΕΣΣΔ να μεσολαβήσει για να γίνει ελληνοϊταλική ειρήνη. Αυτό είναι σήμερα το μοναδικό εθνικολαϊκό συμφέρον. […]» (Δεύτερο ανοιχτό γράμμα, 26/11/1940). «[…] Μετά το διώξιμο δε των Ιταλών από την Ελλάδα, το αίμα των φαντάρων μας χύνεται άδικα, σήμερα δε ο εγγλέζικος ιμπεριαλισμός εισπράττει σε αίμα των παιδιών της Ελλάδα, τους τόκους των κεφαλαίων που διέθεσε στα 1935-36 για την παλινόρθωση του Γεώργιου και την εγκαθίδρυση της μοναρχοφασιστικής δικτατορίας του Μεταξά. Αφού δε ο Μεταξάς αρνιέται να αποκαταστήσει τις ελευθερίες του λαού, να εξασφαλίσει την ειρήνη της Ελλάδας και κάνει πόλεμο κατακτητικό ιμπεριαλιστικό, που όλα του τα βάρη τα πληρώνει ο λαός, παραμένει (ο Μεταξάς) κύριος εχθρός του λαού και της χώρας. […] Όλες τις απόψεις μου αυτές τις ανέπτυξα σ’ ένα ανοιχτό γράμμα κι ένα σχέδιο απόφασης που στις 22-11-1940 έστειλα στην Προσωρινή Διοίκηση. Αυτή αρνήθηκε να τα δεχτεί και να τα δημοσιεύσει, αναπτύσσοντας μια καθαρή σοσιαλπατριωτική επιχειρηματολογία […]. Έτσι πίσω από τη στάση αυτή καθαρίζει ολότελα και τούτο: ότι η Προσωρινή Διοίκηση είναι δημιούργημα και όργανο του Μανιαδάκη […]» (Τρίτο ανοιχτό γράμμα, 15/1/1941).
14. Και γι’ αυτή τη συμμαχία της Σοβιετικής Ένωσης με τον ιμπεριαλιστικό συνασπισμό Αγγλίας-Αμερικής-Γαλλίας ισχύει απόλυτα η λενινιστική θέση που έχουμε παραθέσει στην υποσημείωση 5.
15. «Είναι σα να πρόκειται να συνταχθεί από το ένα μέρος ένας στρατός που θα πει: “Εμείς είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού”, και από το άλλο, ένας άλλος στρατός που θα πει: “Εμείς είμαστε υπέρ του ιμπεριαλισμού”, και αυτό φαντάζονται θα είναι η κοινωνική επανάσταση! Όποιος περιμένει μια “καθαρή” κοινωνική επανάσταση δε θα τη δει ποτέ του. Αυτός είναι επαναστάτης στα λόγια που δεν καταλαβαίνει τι θα πει αληθινή κοινωνική επανάσταση» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 30, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σελ. 54-55).
16. Παραθέτουμε μία από τις πολλές αναφορές που κάνει ο Ά. Στίνας στο βιβλίο του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΟΠΛΑ: «Έπρεπε με οποιαδήποτε μέσα να εμποδιστεί –και σε αυτό ήταν απόλυτα σύμφωνοι και οι δύο αντίπαλοι, και ο “δημοκρατικός” και ο φασιστικός κόσμος– η οικειότητα, η φιλική, η ανθρώπινη σχέση, η συναδέλφωση του πληθυσμού με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς στρατιώτες, έπρεπε να διατηρείται και να βαθαίνει το μίσος και γι’ αυτό έπρεπε να επαναφερθεί ο πόλεμος, ο πόλεμος με την πιο βάρβαρη, την πιο άγρια και την πιο παράλογη μορφή του. Και αυτή ήταν η αποστολή που είχε αναλάβει και που γι’ αυτό δημιουργήθηκε η “εθνική αντίσταση”». Θα πρέπει, βέβαια, να σημειώσουμε ότι στην πράξη η μόνη συναδέλφωση ανάμεσα στους Γερμανούς και τους Ιταλούς φαντάρους έγινε μέσα από τον ΕΛΑΣ, ο οποίος ενσωμάτωσε στους κόλπους του πάνω από 600 στρατιώτες της Βέρμαχτ που πολέμησαν μαζί του ενάντια στον φασιστικό γερμανικό στρατό, όπως και πολλές εκατοντάδες Ιταλούς στρατιώτες που βρήκαν καταφύγιο στον ΕΛΑΣ όταν, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, βρέθηκαν αντιμέτωποι τόσο με τα γερμανικά στρατεύματα όσο και με τις ιταλικές δυνάμεις που έμειναν πιστές στον Μουσολίνι και τον Άξονα.
17. Αναφερόμαστε στη Διάσκεψη της Γιάλτας τον Φεβρουάριο του 1945, όπου, σύμφωνα με την αστική και οπορτουνιστική παραφιλολογία, η Ελλάδα συμφωνήθηκε να παραμείνει υπό την επιρροή της Δύσης. Πέρα όμως από τους αναγκαίους στρατιωτικούς σχεδιασμούς που επέβαλε τη δεδομένη στιγμή στις συμμαχικές δυνάμεις η εξέλιξη του πολέμου, ουδέποτε επιβεβαιώθηκε από τα επίσημα πρακτικά της Διάσκεψης κάτι σχετικό, ενώ, αν και η Διάσκεψη συμπίπτει χρονικά με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, δεν προκύπτει από πουθενά ότι η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ γνώριζε τα της διάσκεψης. Όσο για την ίδια τη διάσκεψη και το περιεχόμενό της, αν θέλαμε να κάνουμε ένα επιγραμματικό σχόλιο, θα λέγαμε ότι αποτύπωνε τον δυσμενή συσχετισμό που διαμόρφωνε για τους ιμπεριαλιστές η εξέλιξη του πολέμου και την προσπάθειά τους να ανατρέψουν το πλεονέκτημα που δημιουργούσε για τη Σοβιετική Ένωση η εξέλιξη αυτή.