Raffaele Sciortino | Η Δίνη: Παγκοσμιοποίηση, Πόλεμος, ΗΠΑ, Κίνα & Ευρώπη μέσα στο αβέβαιο παρόν [Α’ Μέρος]

Μια Συνέντευξη του Raffaele Sciortino στον Alberto Deambrogio

Ο Ραφαέλε Σορτίνο, ακτιβιστής των κινημάτων ενάντια στην παγκοσμιοποίηση (Νο Global) και ενάντια στα τραίνα υψηλής ταχύτητας (Νο Tav), ερευνητικός διδάκτορας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο [Universita’ Statale] του Μιλάνου και ανεξάρτητος ερευνητής, έχει συγγράψει -μεταξύ άλλων- πολλές κριτικές μελέτες για τα ζητήματα της παγκοσμιοποίησης και των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας.

Από τις εκδόσεις Asterios της Τεργέστης έχουν κυκλοφορήσει στα ιταλικά:

Ο Ομπάμα μέσα στην παγκόσμια κρίση [Obama nella crisi globale] (2010)

Ένα πέρασμα πέρα από τον διπολισμό. Η σινο-αμερικανική προσέγγιση 1969-1972 [Un passaggio oltre il bipolarismo. Il rapprochement sino-americano 1969-1972] (2011)

Tα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσµο. Παγκόσµια κρίση και γεωπολιτική των νέων λαϊκισµών [I dieci anni che sconvolsero il mondo. Crisi globale e geopolitica dei neopopulismi] (2019)

Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε πρόσφατα η τελευταία μελέτη του (352 σελίδων) με τίτλο:

ΗΠΑ και Κίνα μέσα στην παγκόσμια σύγκρουση. Δομές, στρατηγικές, συνθήκες [Stati Uniti e Cina allo scontro globale. Strutture, strategie, contingenze] (2022)

Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Προλεταριακή Πρωτοβουλία με την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας (ΚτΒ): “Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο”. Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιο, και άλλες “κατολισθήσεις”. Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Il Latto Cattivo [Ιούνης 2020] (Αθήνα, 2021), από την εισαγωγή του οποίου -για ένα πληρέστερο βιογραφικό σημείωμα του- παραθέτουμε το ακόλουθο σύντομο απόσπασμα.

Ο Raffaele Sciortino (1963) […] ένας από εκείνους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που όντας “κόντρα στο ρεύμα”, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980, βίωσαν την “αυξανόμενη απομόνωση εκείνων που ήταν κυριευμένοι από το δαίμονα του κομμουνισμού (ποιου; εκείνου που ήταν πλέον “ανεπίκαιρος”…)”.

Έχει συγγράψει άρθρα, έρευνες και μελέτες για τη διεθνή οικονομική πολιτική, τα “δημόσια” και “ιδιωτικά” χρέη και την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, με ιδιαίτερη ενασχόληση με τη γεωπολιτική και τις πολυποίκιλες περιπλοκές της με τα κοινωνικά – εργατικά κινήματα στους καιρούς της πτωτικής πορείας της παγκοσμιοποίησης υπό την αστερόεσσα […]

Η παρούσα συνέντευξη -που ακολουθεί μεταφρασμένη στα ελληνικά- δημοσιεύθηκε τον περασμένο Σεπτέμβρη στα ιταλικά, στο διαδικτυακό “αρχείο ντοκουμέντων και άρθρων για την πολιτική συζήτηση της αριστεράς” sinistrainrete.info, εν όψει της πρόσφατης κυκλοφορίας του τελευταίου βιβλίου του, στο οποίο επικεντρώνει την έρευνα του γύρω από την βασική αντίθεση του σύγχρονου κεφαλαιο-κρατικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, γύρω από τις (ολοένα και πιο εμπόλεμες) σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, δηλαδή στον κύριο γόρδιο δεσμό που εδώ και μισό αιώνα, κρατάει “δεμένο” και “όρθιο” τον υπαρκτό παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό Made in USA. Ένας γόρδιος δεσμός, το “λύσιμο” ή το “κόψιμο” του οποίου βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και θα επηρεάσει συνολικά, καθορίζοντας καταλυτικά, την πορεία της ανθρωπότητας μέσα στους σύγχρονους εμπόλεμους καιρούς αλλά κι “εκείνους που μέλλονται για να ‘ρθουν”

Δημοσιεύεται διαδικτυακά (σε δύο μέρη) ενώ προσεχώς θ’ ακολουθήσει και έντυπη -εμπλουτισμένη με παράρτημα- έκδοση της, έχοντας την πεποίθηση ότι πρόκειται για μια χρήσιμη τροφή για σκέψη, για ένα “ενδιαφέρον υλικό” για όσες & όσους, προλετάριους & προλετάριες, συντρόφους & συντρόφισσες, αγωνιστές & αγωνίστριες συνεχίζουν ν’ αντιστέκονται και να παλεύουν όπου γης, ενάντια στο Κεφάλαιο & τα Κράτη του, το Φασισμό & τον Ιμπεριαλισμό, για έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο, για έναν κόσμο “στο μπόι των ονείρων και των ανθρώπων”

Προλ.Πρωτ & ΚτΒ
Αθήνα, Δεκέμβρης 2022

Alberto Deambrogio: Η κατάσταση την οποία βιώνουμε χαρακτηρίζεται σίγουρα από μερικά σταθερά και εμφανή σημεία και από μερικές τάσεις, οι τελικές διαδρομές των οποίων δύσκολα μπορούν να προεξοφληθούν. Βρισκόμαστε σε πόλεμο, εν μέσω ενός ενεργειακού σοκ και μιας έλλειψης πρώτων υλών, ο πληθωρισμός εκτινάσσεται μαζί με την ύφεση, ενώ ταυτόχρονα έχει ξεκινήσει μια νέα βαριά εποχή επανεξοπολισμών. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία της σύγκρουσης που βρίσκεται σ’ εξέλιξη;

Raffaele Sciortino: Σχετικά με την Ουκρανία είναι απαραίτητη μια σύντομη σύνοψη των προηγούμενων επεισοδίων. Μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε και έφτασε μέχρι τα ρώσικα σύνορα. Τον Δεκέμβρη του 2001, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μπους του υιού, η Ουάσιγκτον αποσύρθηκε από τη σημαντικότερη συμφωνία για τις στρατηγικές δυνάμεις, την ΑΒΜ, η οποία είχε υπογραφεί το μακρινό 1972. Εντωμεταξύ, μετά από τη μακρά και αιματηρή σύγκρουση στην Τσετσενία της δεκαετίας του 1990, με την υποκίνηση των ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια εκείνης του 2000 ξεκίνησε η διαδρομή των χρωματιστών φιλοδυτικών επαναστάσεων στη Γεωργία (2003), την Ουκρανία (2004), το Κιργιστάν (2005), κι έπειτα το 2008 η ανοιχτή σύγκρουση που προκλήθηκε από τη Γεωργία.

Τελικά, η Ουκρανία που η αποσταθεροποίησή της αποτελεί -από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κι έπειτα- ένα στόχο, στον οποίο οι ΗΠΑ -κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων- δεν έπαψαν ποτέ να επιχειρούν. Αρκεί να ξαναδιαβάσουμε τη Μεγάλη Σκακιέρα του Μπρεζίνσκι [1], του 1997, όπου σκιαγραφείται επακριβώς, ακόμα και με χρονοδιάγραμμα, το πλάνο για τη μετατροπή της Ρωσίας σε μια μαύρη τρύπα, στην οποία δεν θα επιτρέπεται ούτε μια ελάχιστη σφαίρα επιρροής στην εγγύς Ανατολή της.

Η κινητοποίηση στην πλατεία Μεϊντάν το 2014, με την οποία ανατράπηκε -υπό τη διακριτική ενορχήστρωση των Γιάνκηδων- μια ουκρανική κυβέρνηση, μη εχθρική στη Μόσχα, με βάση -πέρα από εύκολες συνωμοσιολογίες- ένα κοινωνικό μπλοκ προτιθέμενο να μπει στην ευρωπαϊκή οικογένεια των πολιτών, προερχόμενο κυριώς από τα μεσοστρώματα των πόλεων, υπό την πολιτική ηγεμονία αντι-ρωσικών υπερεθνικιστικών δυνάμεων, ήταν αυτή που πυροδότησε οριστικά την πορεία της κρίσης που κατέληξε στον εξελισσόμενο ρωσο-ουκρανικό πόλεμο διά αντιπροσώπων.

Επομένως, ένα άκρως ετεροχρονισμένο 1989 για τους Ουκρανούς, που έχουν μετατραπεί -ως τώρα εθελοντικά- σε κρέας προς σφαγή, για τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ που μπορούν να βασίζονται σε μια τοπική διοίκηση πλήρως υπάκουη. Λίγους μήνες μετά την αποχώρηση από το Αφγανιστάν, το Νοέμβριο του 2021, η Ουάσιγκτον υπέγραψε με το Κίεβο μια συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας, με την οποία η Ουκρανία -ουσιαστικά- δεσμευόταν απόλυτα μέσα στο γεωπολιτικό παιχνίδι των ΗΠΑ. Ο γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο Στόλτεμπεργκ, δήλωσε κάπου πως το ΝΑΤΟ είχε αρχίσει ν’ αυξάνει την υποστήριξη του στην Ουκρανία, μήνες ολόκληρους πριν την έναρξη της ρωσικής εισβολής. Ως προς αυτό, φάνηκαν χρήσιμοι και οι δυτικοί αριστεροί, ειρηνιστές και οικολόγοι που τάχθηκαν άμεσα ενάντια στον “πόλεμο του Πούτιν”.

Επομένως, μια υπαρξιακή απειλή για τη Μόσχα. Αρκεί να σκεφτούμε με το τι θα ισοδυναμούσε μια Ουκρανία ως βάση στρατηγικών οπλικών συστημάτων, στα σύνορα με τη Ρωσία, σε σχέση με την ίδια τη διατήρηση της πυρηνικής αποτροπής. Μια υπαρξιακή απειλή που δεν μπορούσε παρά ν’ απαντηθεί μ’ αυτό που “τεχνικά” μπορεί να προσδιοριστεί ως στρατηγική προληπτικής άμυνας, βασισμένη σε μια επίθεση που πιθανώς στόχευε να εξαναγκάσει το Κίεβο να διαπραγματευτεί υπό τους δικούς της όρους. Κάτι που -ως γνωστό- απέτυχε. Αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να της εγγυηθεί καμία διατήρηση της κατάστασης, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα στα πεδία των μαχών, πόσo μάλλον αν αυτό είναι εις βάρος της. Πράγματι, η Ουάσιγκτον έχει -επιπλέον- το πλεονέκτημα της διαρκούς εξάντλησης του εχθρού της. Ενεργοποιώντας όμως τη νομισματική – χρηματοπιστωτική αποσύνδεση της Μόσχας από τα παγκόσμια κυκλώματα, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την κρατική, οικονομική και κοινωνική συνοχή της Ρωσίας.

Με τη σύγκρουση στην Ουκρανία, η στρατηγική της Ουάσιγκτον -αυτή του αντι-κινέζικου και αντι-ρώσικου διμέτωπου- φαίνεται να έχει χαράξει πλέον μια ανεπίστρεπτη πορεία, τουλάχιστον όσον αφορά τους καιρούς της πολιτικής, με θαμμένη οριστικά τη δυνατότητα για μια κίνηση προς τη Μόσχα, που δεν φαίνεται εξ ορισμού μη διαθέσιμη, για μια κίνηση ανάλογη με τη σινο-αμερικάνικη προσέγγιση της δεκαετίας του 1970, με την οποία οι ΗΠΑ κατάφεραν τότε να χώσουν μια παχιά σφήνα μεταξύ της Κίνας και της τότε Σοβιετικής Ένωσης.

Η Ρωσία καλείται τώρα να πληρώσει ένα φουσκωμένο λογαριασμό: για την ενίσχυσή της επί προεδρίας Πούτιν, για την επιδίωξη της οικονομικής και στρατηγικής ανεξαρτησίας της (με την Ευρωασιατική Οικονομική Ένωση), για τις έως τώρα καλές σχέσεις οικονομικής γειτονίας με τη Γερμανία και τη στήριξή της στο σχέδιο “ευρώ”, για την επαπροσέγγισή της με την -ολοένα και σημαντικότερη στο γεωπολιτικό πεδίο- Κίνα όσο και για τη φιλοδοξία μιας λιγότερο δολαριοκεντρικής διεθνούς νομισματικής τάξης πραγμάτων, αλλά και για την ενεργειακή γεωπολιτική της (νικηφόρα επέμβαση στη Συρία, σχέσεις με λιγότερες εντάσεις με τον OPEC). Επιπλέον, η Μόσχα -με την τάση και τις ενέργειές της- λειτουργεί ως καταλύτης των εντάσεων μεταξύ των ΗΠΑ και εκείνων των λιγότερο ισχυρών οντότητων, οι οποίες δεν διατίθενται ν’ αποδεχθούν μια απόλυτη υποτέλειά τους στην ηγεμονία του δολαρίου.

Όμως, το ζήτημα είναι βαθύτερο. Για την ευρωπαϊκή επικράτεια, η Ουάσιγκτον έχει μια στρατηγική και αυτή είναι η ίδια μ’ εκείνη που είχε πάντοτε: η διπλή ανάσχεση Ρωσίας και Γερμανίας. Η Μόσχα ως εχθρός ή αντίπαλος -ανά περιόδους- που πρέπει να κρατηθεί, μέσω της απομόνωσής της, έξω από την Ευρώπη. Το Βερολίνο ως σύμμαχος (ή υποτελής;) που πρέπει να κρατηθεί κάτω, με τη διαρκή προβολή, κατασκευή και πρόκληση της ρωσικής απειλής.

Έτσι λοιπόν, εισακούεται η συμβουλή του Μackinder, του οποίου η γεωπολιτική σκέψη ανέκαθεν αντιπροσωπεύει τη βίβλο της στρατηγικής προσέγγισης υπό την αστερόεσσα, δηλαδή η αποτροπή με κάθε κόστος μιας “ευρω-ασιατικής” συμμαχίας μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας (στην οποία όμως στο σήμερα, θα έπρεπε να προστεθεί ακριβώς και η Κίνα). Μια συμμαχία που θα σήμανε τις πένθιμες καμπάνες του τέλους για την παγκόσμια κυριαρχία της αυτού μεγαλειότητας του Δολαρίου.

Σε άμεσο χρόνο, πιστεύω ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί, αφού οι ΗΠΑ ποντάρουν στην -όσο το δυνατόν- μακρόχρονη επιμήκυνση της σύγκρουσης, ώστε να συνεχιστεί η αιμορραγία του εχθρού, χωρίς να πρέπει να διακινδυνεύσουν μια άμεση επέμβασή τους. Τουλάχιστον, εωσότου τα προλεταριακά στρώματα της ουκρανικής κοινωνίας δεν ζητήσουν το λογαριασμό για την καταστροφή της χώρας. Μέσα όμως στις υπάρχουσες συνθήκες, αυτή δεν φαίνεται ν’ αποτελεί μια άμεση προοπτική. Ο πόλεμος έχει αναζωπυρώσει το αντι-ρωσικό μίσος που θα βρεi ακόμα πιο εύφορο έδαφος, πυροδοτούμενο από την οργή για τη δυτική “προδοσία”. Με τη σειρά της, η τάση της ουκρανικής διευθύνουσας τάξης καθορίζεται από την απόγνωση της, αφού -εξαιτίας της Ρωσίας- δεν μπόρεσε να νοικιάσει ατιμώρητα τις πρώτες ύλες και την εργατική δύναμη της επικράτειας της στη Δύση, όπως μπόρεσαν και βρήκαν τον τρόπο και τον χρόνο για να κάνουν -από την πλευρά τους- οι διευθύνουσες τάξεις των άλλων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, όχι -μέχρι τώρα- χωρίς πισωγυρίσματα. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να ειπωθεί. Αλλά και γι’ αυτές αλλάζουν οι άνεμοι, η κρίση τούς χτυπάει την πόρτα και το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για την υποτέλεια στην Ουάσιγκτον θα γίνεται ολοένα και υψηλότερο ενώ το αντάλλαγμα ολοένα και πιο αναντίστοιχο, σε βάρος μιας αδύναμης και κατακερματισμένης ΕΕ. H Ουγγαρία, υπό τη διακυβέρνηση του μοναδικού Ευρωπαίου πραγματικού “κυριαρχικού” [“sovranista”] [2] φαίνεται να το έχει αντιληφθεί εδώ και καιρό, όπως επίσης -σε μια άλλη γεωπολιτική επικράτεια- και ο Ερντογάν.

Κατά τα λοιπά, η έκβαση του παιχνιδιού δεν έχει κριθεί ακόμα εξ ολοκλήρου, κυρίως αν τελικά η Μόσχα μπορέσει να αποσπάσει μια αποδεκτή στρατιωτική επιτυχία στην Ουκρανία και σταθεί όρθια στο εσωτερικό μέτωπο της. Σ’ αυτήν την περίπτωση, οι οικονομικές συνέπειες της ουκρανικής κρίσης θα γίνουν ακόμα πιο αισθητές και η ατλαντική γεωπολιτική συναίνεση θ’ αποσυντεθεί, για παράδειγμα σε σχέση με το ζήτημα των κυρώσεων: τότε θα δούμε μέχρι ποιου σημείου θα μπορέσει η Ουάσιγκτον να τραβάει το σκοινί στους Ευρωπαίους συμμάχους, ή τουλάχιστον σε μερικούς απ’ αυτούς, καθώς επίσης μέχρι σε ποιο βαθμό το ΝΑΤΟ θα αποδειχθεί πραγματικά συνεκτικό.

Έπειτα, έναν κύριο φορέα αυτών των συνεπειών αποτελεί η απώλεια της αμερικάνικης ήπιας ισχύος [soft power] από πλευράς μεγάλων κομματιών των ευρωπαϊκών κοινωνιών, οι οποίες μπορεί να πληρώσουν αυτή τη φορά -κατευθείαν από τις τσέπες τους- το τίμημα της ατλαντικής υποτέλειας των κυβερνήσεων τους. Αυτό είναι κάτι που -μέχρι τώρα- δεν είχε συμβεί, σε τέτοια έκταση και βάθος, ποτέ ξανά. Άραγε, ο Μπάιντεν θα τους κάνει ν’ αναπολούν τον Τραμπ;!

Επιπρόσθετα, ο υπόλοιπος κόσμος -σε γενικές γραμμές- αποδείχθηκε απρόθυμος να υιοθετήσει το δυτικό αφήγημα για την εξελισσόμενη κρίση, και ακόμα περισσότερο απρόθυμος ν’ αποδεχτεί το καθεστώς των κυρώσεων εναντίον της Μόσχας, από τις ασιατικές μέχρι τις λατινοαμερικάνικες και τις αφρικανικές χώρες. Το σλόγκαν περί δημοκρατικών εναντίον αυταρχικών καθεστώτων είναι εύγευστο για εκλεπτυσμένους δυτικούς ουρανίσκους, σίγουρα όμως μονάχα γι’ αυτούς. Όπως και να έχει, η βασικότερη πηγή των μελλοντικών εντάσεων δεν μπορεί να είναι άλλη από την περαιτέρω προσέγγιση της Μόσχας με το Πεκίνο. Η Ουάσιγκτον ύψωσε τον πήχη και για τη Ρωσία ξεκίνησε μια μάχη για την ίδια της την ύπαρξη, στην όποια εκ των πραγμάτων δεν αποκλείεται η χρήση κανενός μέσου. Επιπλέον, η ουκρανική παγίδα χρησιμεύει ακριβώς για την αποδυνάμωση της ρωσικής όχθης, που καθίσταται σε ολοένα και σημαντικότερη για την κινέζικη γεωπολιτική. Αν τιναχτεί στον αέρα η Ρωσία, τότε για το Πεκίνο, που σ’ αυτήν την περίπτωση θα βρεθεί απομονωμένο και περικυκλωμένο, θα είναι ακόμα δυσκολότερο ν’ ακολουθήσει επιτυχώς τη νέα πορεία που έχει πάρει στο οικονομικό και το νομισματικό πεδίο.

Α.D: Πολλοί μιλάνε για κρίση της παγκοσμιοποίησης. Αυτή η ίδια η παγκοσμιοποίηση υπήρξε και ακόμα είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο. Ας εξετάσουμε μονάχα μια όψη της: ο καθοριστικός ρόλος του δολαρίου ως ανταλλακτικό νόμισμα και ως εργαλείο διακυβέρνησης των παγκόσμιων ροών της αξίας. Τώρα που -έπειτα και από τις απαντήσεις που δόθηκαν ως προς τις κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία- ο κόσμος του Bretton Woods [3] μοιάζει να δύει, ποιες είναι οι πιθανές εξελίξεις για μια διάρθρωση του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος; Μ’ ένα αποδυναμωμένο δολάριο, πώς θα μπορούσε ν’ αντιδράσει το εσωτερικό πολιτικό και κοινωνικό σύστημα των ΗΠΑ;

R.S: Με το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης και της πιθανής κρίσης της (δεν βρισκόμαστε, μέχρι σήμερα, μπροστά σε μια υπαρκτή διαδικασία αποπαγκοσμιοποίησης) καταπιάνομαι και στο βιβλίο μου για τη σύγκρουση μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας, μέσα από μια ανάγνωσή της ως χρηματιστικού ιμπεριαλισμού του δολαρίου, ως μια νέα μορφή της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ μετά την έξοδο από την κρίση της δεκαετίας του 1970. Δεν θα επανέλθω εδώ στη γενεαλογία των παγκόσμιων συναρμολογημάτων, μονάχα μερικές αναφορές για το νέο ρόλο του δολαρίου, κι επομένως των ΗΠΑ, μετά το τέλος του Bretton Woods (1971). Εντελώς συνοπτικά, ο άξονας του συστήματος -από τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα- περιστρέφεται γύρω από τον ρόλο του αποκλειστικού εγγυητή της παγκόσμιας τάξης που ανέλαβαν οι ΗΠΑ, έπειτα από το τέλος του διπολισμού ΗΠΑ-ΕΣΣΔ. Τόσο σε πολιτικοστρατιωτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, ως χρημαστηριοποιημένη οικονομία, ικανή να κλείνει την κάνουλα των κυκλωμάτων της διεθνούς ρευστότητας, αναγκάζοντας όλους τους συντελεστές -για την ίδια την αντοχή του συστήματος- να διατηρούν ικανοποιημένο αυτόν που έχει μετατραπεί στον μεγαλύτερο παγκόσμιο οφειλέτη.

Στο επίκεντρο αυτού του νέου Μεγάλου Παιχνιδιού, ανάμεσα στη χρηματιστηριοποίηση και τη γεωπολιτική, βρίσκεται σίγουρα ο παγκόσμιος ρόλος του δολαρίου. Ένας ρόλος που πρέπει να εννοείται τόσο ως σύστημα πληρωμών, που έγινε αναγκαίο για την κυκλοφορία των διεθνοποιημένων ροών της αξίας, όσο και ως στρατηγικό εξάρτημα του υποκειμένου που το εκδίδει, μέσα σ’ ένα σύμπλεγμα μη γραμμικό αλλά τουναντίον ολοένα και αντιφατικότερο, ανάμεσα στη λειτουργία του ως ισοδύναμου της παραγόμενης αξίας σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα. Η πλήρης διεθνοποίησή του χρονολογείται από το τέλος του διπολισμού ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, αν και η ηγεμονία του -που αντικατέστησε εκείνη της βρετανικής στερλίνας- είχε ήδη εδραιωθεί μεταπολεμικά. Τότε όμως οι ΗΠΑ είχαν βγει από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ως η πρώτη χώρα στη μεταποίηση και ως ο μεγαλύτερος δανειστής του κόσμου. Αντίθετα, στη φάση που εγκαινιάστηκε απο τις νομισματικές κινήσεις της δεκαετίας του 1970 εδραιώθηκαν ως οι μεγαλύτεροι οφειλέτες, με τη δυνατότητα μέχρι και να εισπράττουν απευθείας από τις ροές του πλούτου, οι οποίες παράγονται σ’ όλο το εύρος των παραγωγικών κλάδων που εντωμεταξύ διεθνοποιήθηκαν.

Αρχικά, αυτές οι κινήσεις ισοδυναμούσαν με τη δυνατότητα -που έπειτα μετατράπηκε σε μόνιμη- μιας νομισματοποίησης των αυξανόμενων χρεών, σε βάρος των άλλων παγκόσμιων συντελεστών. Πράγματι, η παγκόσμια αγορά των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων παράγει μια συνεχόμενη και αυξανόμενη ζήτηση ρευστότητας σ’ ένα άφθονο και οικουμενικά αποδεκτό νόμισμα, το οποίο μονάχα ο παγκόσμιος ηγεμόνας, χάρη και στους γεωπολιτικούς “παρακαθήμενούς” του -δηλαδή μέσα από ένα στρατιωτικό μηχανισμό ικανό να προβάλει παγκόσμια- μπορεί να προσφέρει και να εγγυηθεί. Ως αποθεματικό νόμισμα, μέσο πληρωμής στο διεθνές εμπόριο, ονομαστικοποίηση των πιστώσεων για επενδύσεις και ομόλογα, τραπεζικά δάνεια και τίτλους κάθε είδους, τίτλους δημόσιων χρεών, μετοχών εισηγμένων στα χρηματιστήρια, μελλοντικών συμβολαίων για τις διάφορες τυπολογίες εμπορευμάτων και ως μονάδα μέτρησης για τις πιστωτικές συναλλαγές μεταξύ άλλων νομισμάτων. Είτε πρόκειται για τα πετροδολάρια, είτε για τα εμπορικά πλεονάσματα των ασιατικών και των ευρωπαϊκών χωρών, είτε για το εμπόριο των πρώτων υλών, το δολάριο παραμένει ξεκάθαρα κυρίαρχο στο σύστημα των διεθνών πληρωμών, τόσο ποσοτικά όσο και “ποιοτικά”, πολύ παραπάνω από το μερίδιο των ΗΠΑ στο παγκόσμιο εμπόριο και τη παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή.

Επιπλέον, βασιζόμενο σε μια τεράστια αγορά, το δολάριο αποτελεί το κλασικό “ασφαλές λιμάνι” για τις χρηματιστηριακές επενδύσεις σε περίπτωση σοβαρής γεωπολιτικής ή/και οικονομικής κρίσης, σε τέτοιο βαθμό που μια ανοδική κούρσα του δολαρίου μπορεί πλέον να θεωρείται ένα χαρακτηριστικό σημάδι.

Είναι ξεκάθαρο ότι αυτό το σύστημα δεν μπορεί πάρα να ευνοεί τις ίδιες τις ΗΠΑ, σ’ όλα τα επίπεδα: με όρους ελάχιστου κόστους, υπό κανονικές συνθήκες, για όλες αυτές τις ιδιωτικές και κρατικές χρηματοδοτήσεις (οι οποίες πλέον αποτελούνται από τρισεκατομμύρια δολάρια που δεν θα επιστραφούν ποτέ εξ ολοκλήρου, αφού προέρχονται από το νόμισμα του ίδιου του οφειλέτη) που κρατάνε όρθια την εσωτερική αγορά. Για τις “φυσιολογικές” στρατιωτικές και κοινωνικές δαπάνες (συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών επενδύσεων) και κυρίως για τις χρηματιστηριακές πιστώσεις που επιτρέπουν την επιδρομή στον πλούτο όλου του κόσμου. Σε περιόδους κρίσης, τα πακέτα “τόνωσης”, το απεριόριστο τύπωμα νομίσματος (το λεγόμενο Quantitative Easing) για να κρατηθεί όρθια η Wall Street, η έκτακτη χρηματοδότηση των στρατιωτικών δαπανών, ώστε να γίνει εφικτή η ευθυγράμμιση εκείνων των υποκειμένων που δυσανασχετούν. Πρόκειται για λίγο πολύ ένα μοναδικό φαινόμενο μέσα στην πορεία του παγκόσμιου καπιταλισμου, όμως το σύστημα του δολαρίου βασίζει την ισχύ και την ηγεμονία του, χάρη και στην ικανότητά του να εμπλέκει συμμετοχικά -όμως σε κάθε περίπτωση υποτακτικά- μια πληθώρα υποκειμένων. Υποκείμενα, τα οποία -ανεξάρτητα εθνικής προέλευσης- κυκλοφορούν μια αυξανόμενη μάζα τίτλων σε δολάρια (της τάξης των 33 τρισ. στις αρχές του 2022) χωρίς άμεσο αντίκρισμα, το οποίο κατευθύνεται στην αναζήτηση μελοντικής αξιοποίησης τους, ασκώντας έτσι μια πίεση -σε παγκόσμια κλίμακα- στις δυνάμεις της εργασίας και τους φυσικούς πόρους.

Είναι ακριβώς αυτό το σημείο όπου ο σχεδιασμός του νομισματικού συστήματος ολισθαίνει, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, χωρίς σχεδόν να διαθέτει μια λύση συνέχειας, μ’ εκείνη της παγκόσμιας στρατηγικής της Ουάσιγκτον. Τα πάντα ρίχνουν λάδι σ’ αυτήν, υπό τον έλεγχο από τις πληροφορίες που έχουν αποσπαστεί από την πλειοψηφία των παγκόσμιων νομισματικών συναλλαγών (σύστημα SWIFT). Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, φανερώθηκε η κίνηση – φυσαρμόνικα από πλευράς του δολαρίου (την οποία περιέγραψα στην εργασία μου του ’19, για τη γεωπολιτική των νεολαϊκισμών). Ανάλογα του βασικού προβλήματος και του αντιπάλου που ανακύπτει στην κάθε συγκυρία, το υποτιμημένο δολάριο χρησίμευσε ώστε να φορτωθούν χρέη και πληθωρισμός στο υπόλοιπο κόσμο, το ανατιμημένο δολάριο πιστώθηκε τις ροές του πλούτου προκαλώντας νομισματικά σοκ, φυγή κεφαλαιών, μείωση των πιστώσεων των χωρών εκείνων που είχαν χρεωθεί κατά τη διάρκεια του προηγούμενου κύκλου εύκολου δανεισμού. Σε κάθε περίπτωση, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Federal Reserve) έδρασε και δρα σαν επιχειρησιακό κέντρο του χρηματοπιστωτικοστρατιωτικού συμπλέγματος, ικανοποιώντας όλες τις -διαφορετικές ανάλογα τη στιγμή- ανάγκες που προκύπτουν για τη Wall Street, για την οικονομική πολιτική και τη γεωπολιτική των ΗΠΑ, ναρκοθετώντας ή περιορίζοντας έτσι τη νομισματική κυριαρχία των άλλων κρατών. Στο νομισματική πολιτική καθώς και σ’ εκείνη των τόκων, προστέθηκε στη συνέχεια η χρήση της προσφυγής σε κυρώσεις, σ’ εκείνες που είναι πρωτεύουσες (άμεσες) και δευτερεύουσες (έμμεσες), ισχύουσες ή υπό την απειλή εφαρμογής τους, με σκοπό την αποσύνδεση από το δολαριοκεντρικό σύστημα πληρωμών, κι επομένως από το παγκόσμιο εμπορικό και πιστωτικό δίκτυο, για οποιαδήποτε οντότητα (φυσικά πρόσωπα, επιχειρήσεις, οργανώσεις, κράτη) αντιπροσωπεύει μια απειλή για την εθνική ασφάλεια, την εξωτερική πολιτική ή την οικονομία των ΗΠΑ.

Προς αποφυγή παρανοήσεων όμως, καλό είναι να μην επιμείνουμε υπερβολικά στον αποκλειστικά αρπακτικό χαρακτήρα της στρατηγικής του δολαρίου. Το δολαριοκεντρικό σύστημα είναι καταρχήν μια δομή χτισμένη και εμπεδωμένη μέσα στις τελευταίες δεκαετίες, ανάμεσα σε ενδοκαπιταλιστικές ανταγωνιστικές δυναμικές και πάλεις των τάξεων, μέσα στο πλαίσιο της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ. Χρησιμεύει επίσης για να λαδώνει και να “ολοκληρώνει” το διεθνές κύκλωμα της παραγωγής αξίας. Επομένως, δεν πρόκειται απλώς για μια χρηματοπιστωτική απόφυση, όπως επίσης η οικονομία των ΗΠΑ δεν είναι απογυμνωμένη από παραγωγικές δραστηριότητες, αφού διατηρεί ακόμα την πρωτοκαθεδρία σε πολλούς τομείς προηγμένης τεχνολογίας, συνδεδεμένους με την πολεμική έρευνα και παραγωγή, από την πληροφορική μέχρι τις τεχνολογίες της επικοινωνίας, από τη βιομηχανία της υγείας στην αγροτική βιομηχανία, από τις πατέντες μέχρι τα πνευματικά δικαιώματα. Βρισκόμαστε πιθανότατα ενώπιον της μορφής που έχει λάβει η αναπαραγωγή του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, μέσα στο πλαίσιο του περάσματος στην υπαρκτή υπαγωγή της εργασίας. Μ’ αυτήν την έννοια, η λειτουργία του δολαρίου με στενά κεφαλαιοκρατικούς όρους, υπήρξε και είναι ακόμα υπαρκτή και αποτελεσματική, παρ’ όλες τις ανισορροπίες και ασυμμετρίες της, με την έννοια της παγκόσμιας επέκτασης και της διατήρησης της κεφαλαιοκρατικής σχέσης. Αυτό είναι κάτι που δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτή η δομή και η αντίστοιχη στρατηγική της δεν μπόρεσαν να αποφύγουν μια σειρά κριτικών καταστάσεων και αντιφάσεων, στο επίπεδο της παγκόσμιας συσσώρευσης κι επομένως των αυξανόμενων γεωπολιτικών τριγμών, τις οποίες οι υπάρχουσες τάσεις δεν κάνουν άλλο από το να τους εντείνουν.

Έτσι προκύπτει η υπάρχουσα “εξάντληση” του δολαρίου. Μετά τη χρηματοπισττική έκρηξη του 2008, το δολάριο δεν ήρθε ουσιαστικά αντιμέτωπο με την κατάρρευση, την οποία η φύση και η πορεία της επακόλουθης παγκόσμιας κρίσης θα μπορούσε να καταστήσει σε μια βάσιμη υπόθεση. Έγιναν συγκεκριμένα βήματα προς εκείνη την μεταρρύθμιση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε μονόπλευρη κατεύθυνση, η οποία επιδιωκόταν από διάφορες πλευρές. Παρ’ όλα αυτά όμως, η κατάσταση της υγείας των θεμελίων της οικονομίας των ΗΠΑ -κυρίως όσον αφορά τη διαχείριση του διπλού (εσωτερικού και εξωτερικού) χρέους τους- σε κάθε περίπτωση δεν βελτιώθηκε. Έτσι προέκυψε το γεγονός πολυάριθμα κράτη ν’ αρχίσουν να διαφοροποιούν τα αποθεματικά και τα ομόλογα τους. Ιδιαίτερα το Πεκίνο σταμάτησε ν’ αυξάνει τα δολάρια που κατέχει σε διάφορες μορφές, τόσο για να προστατευτεί από την αστάθεια αυτού του νομίσματος, όσο και εξαιτίας της ταυτόχρονης μείωσης του εμπορικού πλεονάσματος του. Ακόμα και το κύκλωμα των πετροδολαριών έγινε σταδιακά λιγότερο σημαντικό, αν και ακόμα κομβικό για τον καθορισμό των τιμών και την πληρωμή των πρώτων υλών σε δολάρια. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, για την ακρίβεια, ο άξονας της Κεντρικής Τράπεζας και του υπουργείου Οικονομικών που μαζί με το Πεντάγωνο αποτελούν την καρδιά της Εξουσίας των Γιάνκηδων, άρχισε έτσι να δανείζεται όλο και περισσότερο από τον εαυτό της και από εσωτερικούς χρηματοπιστωτικούς θεσμούς, οι οποίοι -εν τω μεταξύ- μετατράπηκαν στους βασικούς αγοραστές των τίτλων αξιών του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, κατέχοντας τα τρία τέταρτα του συνολικού ομοσπονδιακού χρέους. Αυτό είναι κάτι που έγινε χάρη στη λεγόμενη Ποσοτική Χαλάρωση [Quantitative Easing], με την οποία η Ομοσπονδιακή Τράπεζα κράτησε τους τόκους σε πολύ χαμηλά επίπεδα, μέσω ενός ακόμα νομισματικού ελιγμού που γέμισε τα σεντούκια της με χρεόγραφα του υπουργείου Οικονομικών και τις χρηματοπιστωτικές αγορές με ρευστότητα, υποτιμώντας έτσι -εκ των πραγμάτων- τους πόρους σε δολάρια των οντοτήτων στο εξωτερικό.

Παρ’ όλα αυτά όμως, όχι μονάχα δεν βρισκόμαστε ενώπιον μιας αποδολαριοποίησης, σ’ οποιαδήποτε μορφή που θα μπορούσε αυτή να λάβει, αλλά το δολάριο φαίνεται να μην απειλείται μεσοπρόθεσμα από κανένα σοβαρό συστημικό ανταγωνιστή. Μόνο που τα όρια δεν μπορούν να μετακινούνται ατελείωτα. Αυτό μαρτυράει άλλωστε -ανάμεσα στ’ άλλα- το πληθωριστικό κύμα που έχει φουσκώσει μετά την πανδημική κρίση, που σίγουρα δεν έχει μια και μοναδική αιτία, αλλά -αναμφισβήτητα- συνέλαβε στην αλματώδη ρευστοποίηση που υπήρξε στη Δύση, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των δυο πρώτων χρόνων διάδοσης του Covid. Έτσι, το κράτος βρίσκεται υπό τον κίνδυνο ενός φαύλου κύκλου: η αντιμετώπιση του πληθωρισμού απαιτεί αύξηση των επιτοκίων, η οποία με τη σειρά της πυροδοτεί πιθανότατα μια ύφεση, τινάζοντας στον αέρα μια σειρά απο επιχειρήσεις – φαντάσματα καθώς και ένα μέρος της υπερτιμημένης αγοράς μετοχών. Εν τω μεταξύ, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αναγκάστηκε ν’ αρχίσει να μειώνει -αν και ακόμα δειλά δειλά- το ισοζύγιο της, αγοράζοντας λιγότερους κρατικούς τίτλους αξιών.

Δύσκολο να ειπωθεί ποια θα είναι η συνέχεια. Ένα πράγμα μονάχα φαντάζει βέβαιο: το επερχόμενο τέλος του εύκολου δανεισμού θα οδηγήσει στο σκάσιμο πάνω από μιας φούσκας μετοχών και ομολόγων. Η Ουάσιγκτον πιθανότατα εκτιμάει ακόμα πως μπορεί ν’ αποφύγει τις πολύ δραστικές λύσεις και να παγώσει την κατάσταση, τουλάχιστον μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές που δεν προμυνήονται εύκολες για τους δημοκρατικούς. Είτε πάλι, αφήνοντας τον πληθωρισμό να κάψει κάποια από τα χρέη, μέσω ενός κουρέματος στο εσωτερικό, ελπίζοντας ότι θα είναι “ελεγχόμενο”. Όπως και να έχει, το τίμημα που θα πρέπει να πληρωθεί θα ισοδυναμεί με μια -πιθανότατα- παρατεταμένη κατάσταση στασιμοπληθωρισμού καθώς και με μια -περαιτέρω- αναβολή μιας σοβαρής παραγωγικής ανασυγκρότησης.

Θεωρητικά, υπάρχει και η “πυρηνική” επιλογή της απότομης και γρήγορης αύξησης των επιτοκίων για την εκ νέου προσέλκυση -σ’ ένα ανατιμημένο δολάριο- των παγκόσμιων ροών του πλούτου και το φόρτωμα της επερχόμενης κρίσης σε άλλα υποκείμενα. Κάτι παρόμοιo με το σοκ του Βόλκερ [4], στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές εκείνης της ’80. Ένα σοκ που είχε σημάνει την έναρξη της δεκαετίας του Ρήγκαν, με την επαναδιατύπωση της ηγεμονίας υπό την αστερόεσσα και την οριστική κρίση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού (σήμερα, πρόκειται για την Κίνα). Στις σημερινές συνθήκες όμως, αυτή η επιλογή είναι δυσκολότερα εφαρμόσιμη, όπως επίσης και η διαχείριση των εσωτερικών και των εξωτερικών συνεπειών της. Ως προς το πρώτο σκέλος, πέρα από τις στενά οικονομικές συνέπειες της, οι κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις μπροστά σε μια ύφεση και μια νέα χρηματοπιστωτική κατάρρευση μένουν να ειδωθούν, ενώ το υπάρχον πολιτικό προσωπικό δεν φαίνεται προετοιμασμένο για μια σκληρή εσωτερική σύγκρουση, για την οποία πιθανότατα δεν θα του αρκέσουν τα λαϊκιστικά και αντιλαϊκιστικά οπλοστάσια που χρησιμοποιήσε ως τώρα. Στο εξωτερικό μέτωπο, η απορρόφηση κεφαλαίων από τον υπόλοιπο κόσμο είναι απαραίτητη για μια αναδιάρθρωση που θα μειώσει την απόσταση που χωρίζει την χρηματοπιστωτική από την παραγωγική επιχειρηματική σφαίρα, αυξάνοντας την απόσπαση της σχετικής υπεραξίας. Αλλά δεν είναι και τόσο εύκολη.

Οι βασικές διαφορές είναι τουλάχιστον δυο. Τότε, ο ελιγμός της Ουάσιγκτον έγινε αποδεκτός από όλες τις δυτικές αστικές τάξεις που είχαν τη συναίνεση του πιο αντιπρολεταριακού κομματιού των μεσαίων τάξεων, ως μοχλός πίεσης για την ήττα τόσο του κύκλου των εργατικών αγώνων του μακρόσυρτου ’68 όσο και των ευσεβών πόθων των χωρών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Είναι ξεκάθαρο ότι σήμερα οι όροι του προβλήματος τίθενται διαφορετικά: όπως αποδεικνύεται και από την άνοδο των νέων λαϊκισμών, οι δυτικές μεσαίες τάξεις βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα. Οι σύμμαχοι στέκουν ολοένα και πιο ανικανοποίητοι και ανήσυχοι ενώπιον του νονού τους. Τότε, η Κίνα βρισκόταν εκτός του παιχνιδιού και ήταν ακριβώς η φάση που εγκαινιάστηκε με την (γεω)πολιτική στροφή των ΗΠΑ εκείνη που τής επέτρεψε να εισέλθει εντός. Σήμερα, είναι ξεκάθαρο το γεγονός πως η Κίνα είναι ολοένα και λιγότερο διατεθειμένη να τηρήσει τους κανόνες του παιχνιδιού των ΗΠΑ, ούτε προτίθεται να μείνει -σε περίπτωση μιας νέας υφεσιακής πορείας και ενός νέου χρηματοπιστωτικού χάους- με το σβησμένο καντήλι στο χέρι.

Επομένως, η διασύνδεση μεταξύ της γεωπολιτικής και της στρατηγικής του δολαρίου έγινε πολυπλοκότερη αλλά και αντιφατικότερη. Μέσα σ’ αυτή τη νέα κατάσταση, οι συνταγές που χρησιμοποιήθηκαν ως τώρα, ακόμα και στο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό πεδίο, δεν είναι δεδομένο ότι θα λειτουργήσουν εξίσου αποτελεσματικά. Ούτε ο πολλαπλασιασμός του παγκόσμιου χάους ώστε να γεμιστούν τα κενά που δημιουργούνται ή εμποδίζοντας άλλους από το να τα γεμίσουν, μπορεί να χρησιμεύσει επί μακρόν. Η Κίνα βρίσκεται ταυτόχρονα ολοένα και πιο μακριά αλλά και ολοένα και πιο κοντά.

Σημειώσεις του Μεταφραστή:

[1] Ζbingniew Brzezinski: Η Μεγάλη Σκακιέρα. Η αμερικάνικη υπεροχή και οι γεωστρατηγικές της επιταγές. Εκδόσεις Λιβάνη. Αθήνα, 1998.

[2] Σχετικά με τους κυριαρχικούς [sovranisti] και τους παγκοσμιοποιητές [globalisti], ο συγγραφέας στην προηγούμενη -μεταφρασμένη στα ελληνικά- συνέντευξή του ανέφερε μεταξύ άλλων: […] ενώ κατά τη διάρκεια της “πρώτης φάσης” που ανέλυσα στο βιβλίο, σε γενικές γραμμές από το 2008 ως και τις κινητοποιήσεις των Γιλέκων [Gillets], η σύγκρουση δόθηκε ανάμεσα σε παγκοσμιοποιητές [globalisti] και πολιτειακούς κυριαρχικούς [cittadinisti sovranisti], η τρέχουσα κρίση φέρνει στην επιφάνεια την αναγκαιότητα συγκράτησης -σε εθνική κλίμακα- των καταστρεπτικότερων συνεπειών της παγκοσμιοποίησης, ταυτόχρονα όμως καθιστά ξεκάθαρο το γεγονός πως η κρίσιμη κλίμακα των ζητημάτων είναι η διεθνής. Με μια περαιτέρω μετακίνηση από το -κατά βάση- πολιτικό-θεσμικό πλαίσιο της ιδεολογίας της κοινωνίας των πολιτών [cittadinismo] (“διεφθαρμένοι εναντίον άξιων, ανταγωνισμός” κλπ) σ’ εκείνο της λειτουργίας της ίδιας της κοινωνίας. Αυτό που θα προκύψει δεν μπορεί να προεξοφληθεί από κανέναν. Πάντως, μια χαραμάδα διασύνδεσης -ούτε αντιδραστικής ούτε “προοδευτικής”- θα μπορούσε ν’ ανοιχτεί ανάμεσα σε αυτές τις δύο, όπως επίσης δεν μπορεί να αποκλειστεί η κατάληξη σε ένα πόλεμο όλων εναντίον όλων, όχι εξαιτίας αλλά λόγω και της έλλειψης της ταξικής πάλης. Πρόκειται για στοιχεία που χρήζουν αποσαφήνισης και εμβάθυνσης -όπως και εκείνο το πολύ σημαντικό, που αφορά τις αντιδράσεις εκείνων των νέων που παραμένουν ακόμα παθητικοί- και βρισκόμαστε ακόμα στον προσδιορισμό του συνολικού πλαισίου που ανοίγεται μπροστά μας […]

Από “Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο”. Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιο, και άλλες “κατολισθήσεις”. Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Il Latto Cattivo [Ιούνης 2020] (Αθήνα, 2021)

[3] Το σύστημα του Bretton Woods προσδιόριζε σταθερές ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων των χωρών που συμμετείχαν σε αυτό. Ονομάστηκε έτσι από την ομώνυμη Νομισματική και Χρηματοοικονομική Διάσκεψη στο Μπρέττον Γουντς, στο Νιου Χάμσαϊρ των ΗΠΑ (1-22/7/1944), στην οποία συμμετείχαν οι 44 συμμαχικές χώρες που είχαν βγει “νικήτριες” από τα συντρίμμια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Ίσχυσε έως και το 1971, όταν ο ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον, ανέστειλε μονομερώς το συγκεκριμένο σύστημα σταθερών ισοτιμιών, ακυρώνοντας την άμεση μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό.

[4] Paul Volcker: Αμερικανός οικονομολόγος, απόφοιτος (μεταξύ άλλων) του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. Από το 1952 στην υπηρεσία του υπαρκτού παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού Made in USA, είτε στην Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα είτε σε μονοπωλιακά μεγαθήρια της Wall Street. Τη διετία 1979-81, ήταν εκείνος ο κεντρικός τραπεζίτης που έλαβε την ιστορική απόφαση για την αστρονομική αύξηση των επιτοκίων δανεισμού κατά 20%, με την οποία ανοίχτηκε ο δρόμος για την (ολοένα και εντονότερη) επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου κεφαλαιοκρατικής “ανάπτυξης”. Προ δεκαετίας, διετέλεσε μέλος της “επιτροπής σοφών” του Μπάρακ Ομπάμα για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξέσπασε στις ΗΠΑ το 2008, ενώ το Δεκέμβριο του 2009, ενώπιον ενός σαστισμένου ακροατηρίου χρηματιστών στο Σάσεξ της Αγγλίας, ξιφουλκούσε -σαν άλλος Φρανκεστάιν- ενάντια στα γεννήματα του, δηλώνοντας πως τα διαβόητα χρηματοπιστωτικά παράγωγα, «δεν έχουν προσφέρει τίποτα απολύτως θετικό στην παγκόσμια οικονομία».

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *