“Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο”: Ένας διάλογος με τον R. Sciortino [Μέρος Β]

Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις”.

Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Ιl Lato Cattivo *.

Δημοσιεύθηκε στις 6/6/2020 στο illatocattivo.blogspot.com

Αγωνιστικές ευχαριστίες στον αναρχικό φίλο και σύντροφο G.G, για την επισήμανση και την αποστολή αυτού του πολύ ενδιαφέροντος υλικού καθώς και για τις θεωρητικές αναλυτικές συζητήσεις: αυτές που αποτελούν διαχρονικά το γόνιμο λίπασμα για κάθε διαλεχτική σκέψη που δεν φοβάται τη σύνθεση, για κάθε συλλογική άμεση δράση που παλεύει “για τα μικρά και τα μεγάλα”, συνεχίζοντας να στοχεύει στην κοινωνική-ταξική απελευθέρωση από τα θανατηφόρα δεσμά της κρατικής-καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής εξουσίας.

Η μετάφραση αφιερώνεται στον φίλο και σύντροφο,

κομμουνιστή πολιτικό κρατούμενο Πολύκαρπο Γεωργιάδη.

Προλεταριακή Πρωτοβουλία,

με την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας [ΚτΒ]

Αθήνα, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2020.

Ακολουθεί η μετάφραση του εισαγωγικού σημειώματος και του δεύτερου μέρους της συνέντευξης που θα δημοσιευτεί (στα ελληνικά) σε τρία μέρη.

Οι λιγοστοί αναγνώστες μας ξέρουν ότι δεν είμαστε συνηθισμένοι στις κλάψες. Όταν προκύπτει από άλλους κάτι -σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο- γόνιμο, έγκυρο και τονωτικό, και έχουμε την τύχη να πέσει στην αντίληψη μας, σε καμία περίπτωση δεν διστάζουμε να το λάβουμε υπ’ όψη μας. Εδώ και κάποιο καιρό, σκοπεύαμε να μιλήσουμε για το βιβλίο του Raffaele Sciortino Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο. Παγκόσμια κρίση και γεωπολιτική των νέων λαϊκισμών [στα ιταλικά: εκδόσεις Asterios, Τεργέστη, 2019].

Πρόκειται για μια σημαντική συνεισφορά στην κομμουνιστική θεωρία, μια από τις ελάχιστες που προέρχεται από το άγονο ιταλικό πλαίσιο. Τη θεωρούμε ως μια σημαντική συνεισφορά επειδή καταφέρνει να κρατήσει μαζί -μέσα από μια αρθρωμένη οπτική μακράς πνοής- την οικονομική πορεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής -κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που εγκαινιάστηκε με την παγκόσμια κρίση του 2008- μ’ εκείνη των διεθνών σχέσεων και της πάλης των τάξεων, μέσα από τις μορφές χαρακτηριστικής εκδήλωσης της, μέσα από μια καρποφόρα απόπειρα αντίληψης του τρόπου με τον οποίο αυτά τα διαφορετικά πεδία επηρεάζουν και επηρεάζονται το ένα από το άλλο. Εκεί έγκειται και η διαφορά της συγκριτικά με το μεγαλύτερο κομμάτι της βιβλιογραφίας που δοξάζεται -η καθεμία ξεχωριστά- γύρω από κάποια από αυτές τις θεματικές: στην ικανότητα του Συγγραφέα ν’ αφουγκράζεται το σημείο καμπής προς το οποίο κατευθύνεται το υπαρκτό κίνημα, προς τα μπρος ή προς τα πίσω, δηλαδή μέσα από τις πιθανές καταλήξεις του, τόσο τις δυνητικά ανατρεπτικές όσο και τις πιθανώς καταστρεπτικές.

Με δεδομένο το γεγονός της δεδηλωμένης σημασίας που αποδίδει στο πεδίο των διεθνών σχέσεων και τις διάφορες αντιδράσεις αποδοκιμασίας που θα προκαλέσει αυτή, αξίζει τον κόπο να ξοδέψουμε μερικές λέξεις, ώστε να υπερασπιστούμε τη βασιμότητά της. Σε γενικές γραμμές, η ανανεωμένη πύκνωση της αντιπαράθεσης στη γεωπολιτική αρένα αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά στοιχεία της περιόδου που εγκαινιάστηκε με την κρίση του 2008. Όλα τα ζητήματα που η παγκοσμιοποίηση -κατά τη διάρκεια της ανοδικής φάσης της- έμοιαζε να έχει ξεκαθαρίσει, επιστρέφουν στην ημερήσια διάταξη, με τρόπους ακόμα και πρωτοφανείς. Μέσα σε αυτό το συνολικό πλαίσιο εγγράφεται και η λεγόμενη “επιστροφή της γεωπολιτικής”: πόλεμος μέσω δασμών μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, αυξανόμενες εντάσεις στο εσωτερικό της ΕΕ, ανάμεσα στις χώρες του Νότου και τις χώρες του Βορρά, επικείμενη αναδιάταξη ολόκληρης της λεγόμενης περιοχής Μέσης Ανατολής-Βόρειας Αφρικής (ΜΕΝΑ) [Middle East North Africa]… ο κατάλογος δεν είναι πλήρης, αλλά αρκεί για να δοθεί μια εικόνα.

Ποια είναι η σχέση των διεθνών σχέσεων με την πάλη των τάξεων; Είτε αρέσει είτε όχι, οι τάξεις και οι αγώνες που τις φέρνουν σε αντιπαράθεση δεν εξελίσσονται μέσα σ’ ένα “αποστειρωμένο περιβάλλον”, εξαγνισμένο από κάθε ενοχλητική περίσταση. Ανάμεσα τους, η γεωστρατηγική δραστηριοποίηση των διάφορων κρατικών-καπιταλιστικών φατριών και φραξιών είναι -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό- πάντοτε παρούσα. Αυτή η παρουσία όμως, δεν μπορεί να αναδείξει από το πουθενά συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις όταν αυτές δεν υπάρχουν ή να “χειραγωγήσει” τη δραστηριότητα τους, εξαιτίας της απουσίας αντικειμενικά συγκλινόντων συμφερόντων. Είναι όμως ικανή ν’ αναδείξει κάποια στοιχεία τους εις βάρος άλλων, να ενισχύσει το τοπικό ωστικό κύμα τους ή το διεθνή αντίκτυπό τους, αλλά -κυρίως- να τις οριοθετήσει -μέσω αυτής της δραστηριοποίησης- μέσα στα προσωρινά ή τα εγγενή όρια τους. Η γεωπολιτική “εργαλειοποίηση” των κοινωνικών ανταγωνισμών είναι μια παλιά ιστορία: δεν εξαφανίστηκε μετά την ενδογενή κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και φυσικά -από την Βενεζουέλα ως το Χονγκ Κονγκ- δεν λείπουν τα σύγχρονα παραδείγματα της. Από την οπτική γωνία της κομμουνιστικής θεωρίας, κρίνεται απαραίτητη η αναγνώριση αυτού του υπάρχοντος “επικαθορισμού” που ασκεί η διεθνής πολιτική στους -κατά τόπους- “κατ’ οίκον” ταξικούς αγώνες (αφού φυσικά συνδέεται και με τις αντίστοιχες εθνικές παραμέτρους, όταν δεν αποτελεί τον ίδιο το φορέα τους), αποσπώντας τήν -όσο περισσότερο γίνεται- από τον χαρακτήρα μιας κατασκοπευτικής ιστορίας [spy story], επομένως επανατοποθετώντας τήν μέσα στα έργα και τις ημέρες όχι κάποιων παντοδύναμων που κινούν τα νήματα μιας ιστορικής-κοινωνικής ύλης, την οποία διαπλάθουν κατά το δοκούν, αλλά κοινωνικών δυνάμεων που βρίσκονται αντιμέτωπες με συνθήκες που δεν έχουν επιλέξει, στερούμενες της δυνατότητας ελέγχου των συνεπειών της ίδιας της πράξης τους. Όμως αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Είναι εξίσου απαραίτητο να γίνει διακριτό το πιθανό σημείο ρήξης, η στιγμή της αναστροφής έπειτα από την οποία οι “κατ’ οίκον” ταξικοί αγώνες μπορούν ν’ ανακατέψουν την τράπουλα της διεθνούς πολιτικής αντί να παραμένουν αποκλειστικά “επικαθορισμένοι”. Αυτή η διαλεκτική ενότητα, ανάμεσα στην ανάλυση του παρόντος και τη σκιαγράφηση του μέλλοντος, ανάμεσα στη βιολογία και τη νεκρολογία του κεφαλαίου, είναι εκείνη η οποία οφείλουμε να αποπειραθούμε. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο αποτελεί ένα αξιοσημείωτο βήμα προς τα μπρος.

Πριν από μερικούς μήνες στείλαμε κάποιες ερωτήσεις στο Συγγραφέα, με μερικές από αυτές να επικεντρώνονται στο βιβλίο και κάποιες άλλες στην καυτή πραγματικότητα –τον COVID-19, το πετρέλαιο κλπ. Ακολουθεί το περιεχόμενο που προέκυψε. Πολλά είναι τα ζητήματα που αναδείχθηκαν από αυτό το διάλογο και παραμένουν ανοιχτά, καθώς και οι διαρθρώσεις τους που αξίζουν περαιτέρω συζητήσεις και εμβαθύνσεις. Προς το παρόν είναι ήδη αρκετό το γεγονός ότι μπορούμε να διαπιστώσουμε μια εγγύτητα (κατευθύνσεων, λεξιλογίων, ανησυχιών κλπ). Ελπίζουμε ότι σ’ ένα κοντινό μέλλον θα υπάρξει τρόπος να διασχίσουμε σε βάθος και τις αποκλίσεις. Ο διάλογος συνεχίζεται…

Il Lato Cattivo

Ιούνης 2020

Για Μέρος Α: πατήστε ΕΔΩ

ILC: Μια άλλη ερώτηση σχετικά με την επικαιρότητα. Θα έχεις σίγουρα παρακολουθήσει την εσωτερική ρήξη στο καρτέλ πετρελαιοπαραγωγικών χωρών OPEC+ και τον πόλεμο των τιμών που ακολούθησε ανάμεσα στη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία, στον οποίο -επιφανειακά- επιτεύχθηκε μια εκεχειρία στα μέσα του περασμένου Απρίλη. Εδώ, διατυπώνουμε μια πολύ επιφυλακτική άποψη αφού συχνά η μιντιακή – δημοσιογραφική ανάγνωση των γεωπολιτικών συγκρούσεων για το πετρέλαιο είναι ιδιαίτερα επιφανειακή. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι η πορεία των τιμών στην αγορά αργού πετρελαίου δεν περιέχει το σύνολο του παγκόσμιου πετρελαϊκού εμπορίου. Αυτό που αναδεικνύεται είναι το γεγονός ότι στην αγορά αργού πετρελαίου, με μια μέση τιμή 30-35 δολαρίων ανά βαρέλι -μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα- ένας μεγάλος αριθμός αμερικάνικων εταιριών (το 50% σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς), που δραστηριοποιούνται στην αγορά του σχιστολιθικού πετρελαίου, θα οδηγηθούν σε χρεοκοπία, με ορατό τον κίνδυνο να παρασύρουν μαζί τους -μέσω της αύξησης των τόκων δανεισμού- ολόκληρη τη στρατιά των επιχειρήσεων – φάντασμα με την αστερόεσσα, οι οποίες είναι πολυάριθμες και χρεωμένες ως το λαιμό (συμπεριλαμβανομένων των χρεών των μεγάλων, μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων, μιλάμε συνολικά για ένα χρέος της τάξης των 15.500 χιλιάδων εκατομμυρίων δολαρίων). Φαντάζει βέβαιο το γεγονός πως η Ρωσία σκοπεύει ξεκάθαρα στην αποδυνάμωση του κλάδου σχιστολιθικού πετρελαίου, και ως μια μορφή αντιποίνων απέναντι στις πρόσφατες αμερικάνικες πιέσεις προς τη Γερμανία για σαμποτάρισμα του βόρειου αγωγού Stream 2. Ήταν όμως η ίδια η Σαουδική Αραβία εκείνη που -πριν τη συμφωνία- υποσχόταν βελτίωση των δυνατοτήτων και αύξηση -αν όχι κορύφωση- του όγκου πετρελαϊκής παραγωγής. Άραγε, κρίνεται σκόπιμο να υποθέσουμε ότι η Σαουδική Αραβία έχει καταστεί πλέον τόσο αυτόνομη σε σχέση με τις επιταγές της Ουάσιγκτον, ώστε να απειλεί την πορεία της αμερικάνικης οικονομίας;

RS: Θα περιοριστώ στη σκιαγράφηση του γενικού πλαισίου αφού είναι ξεκάθαρο ότι η κατάσταση βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Η ερώτηση σας περιέχει ήδη πολλά και ακριβή στοιχεία γύρω από το ζήτημα. Η κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου -κάτω από τα 30 δολάρια το βαρέλι στις αρχές του περασμένου Μάρτη-, που προέκυψε μέσα από τη σύγκρουση (στη σφαίρα της προσφοράς) ανάμεσα στη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία, συμπλέχτηκε στη συνέχεια με τη διάδοση του ιού Covid-19, με τα επακόλουθα κλεισίματα και την έναρξη της παγκόσμιας ύφεσης που οδήγησαν στην κατάρρευση της ζήτησης και τη “σταθεροποίηση” των μειωμένων τιμών. Τι συνέβη; Το Ριάντ ζήτησε από τη Μόσχα μια “φυσιολογική” μείωση των παραγόμενων βαρελιών, κάτι που έχει συμβεί ήδη αρκετές φορές από το 2016 κι έπειτα (μετά και τη σύσταση του OPEC+), μετά το ξέσπασμα του πολέμου των τιμών το 2014-15, που και τότε είχε προκύψει από τους Σαουδάραβες με την υποστήριξη της Ουάσιγκτον, σε αντι-ρωσική κατεύθυνση, μετά την ουκρανική κρίση και κυρίως κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Συρία, προκαλώντας έτσι τη ρώσικη παρέμβαση στην εξέλιξη του. Κατά τη διάρκεια αυτών των τελευταίων χρόνων, τα συνεχόμενα αιτήματα της Σαουδικής Αραβίας -για μειώσεις στην παραγωγή με τόνωση των τιμών- ευνόησαν τις ΗΠΑ, οι οποίες (όντας εκτός OPEC+) μπόρεσαν έτσι να ενισχύσουν τη δική τους παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου (που εξαιτίας του υψηλού κόστους εξόρυξης κινείται σε σχετικά υψηλές τιμές) και ν’ αυξήσουν μέχρι και τις εξαγωγές τους (όπως κι εκείνες υγραερίων, με τις οποίες προσπαθούν να εισχωρήσουν στην ευρωπαϊκή αγορά, μέσα από το σύστημα κατασκευής τερματικών σταθμών, πάντοτε σε μια αντι-ρώσικη κατεύθυνση, για την ευρωπαϊκή “ενεργειακή ανεξαρτησία”, όπως φαίνεται και στην υπόθεση του αγωγού North Stream 2 που αναφέρατε).

Αυτή τη φορά, ο Πούτιν αντέδρασε με σκοπό τον περιορισμό του μεριδίου των ΗΠΑ, μέσα από μια πτώση των τιμών που οδηγεί εκτός αγοράς -ακριβώς- ένα μεγάλο κομμάτι του σχιστολιθικού πετρελαίου, και σκοπεύει ν’ αντέξει για το απαραίτητο χρονικό διάστημα -χάρη στα συσσωρευμένα αποθέματα αξιών (κυρίως εκείνες σε χρυσό) που διαθέτει– ώστε να επιτύχει έστω και μια μερική χρεοκοπία τους. Στοχεύει σε αυτήν, ακόμα περισσότερο κατά τη διάρκεια αυτών των τελευταίων χρόνων, όπου η Ουάσιγκτον εκμεταλλεύτηκε τη συνθήκη που επικρατεί σε γεωπολιτικό επίπεδο, για να βάλει εμπόδια ενάντια στη Βενεζουέλα, το Ιράν, τη Λιβύη και να τεθούν έτσι εκτός μάχης -ως ανταγωνιστές- στην παγκόσμια αγορά ενέργειας. Εκ των πραγμάτων, τα άμεσα αποτελέσματα δείχνουν να δικαιώνουν αυτούς τους υπολογισμούς του, αφού η παραγωγή των ΗΠΑ μπήκε κατευθείαν σε κρίση που εκδηλώθηκε με μια σειρά χρεοκοπιών, λουκέτων κλπ. Ο Τραμπ θα κάνει τα πάντα -όχι μόνο και όχι τόσο για εκλογικούς λόγους- ώστε να σώσει χρηματιστηριακά την αγορά σχιστολιθικού πετρελαίου, με δεδομένη τη βαθιά διαπλοκή της με τη Wall Street, χάρη στις κερδοσκοπικές χρηματοδοτήσεις της οποίας έχει ως -τώρα- αντέξει. Μπροστά όμως στην τρέχουσα ύφεση, κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με σημαντικές κρατικές ενισχύσεις που θα προστεθούν στις υπόλοιπες τεράστιες παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της, συνδυασμένες με τις νομισματικές πολιτικές της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας (που -προς το παρόν- επέτρεψαν στη Wall Street να καλύψει πάνω από τις μισές απώλειες που είχε συσσωρεύσει ανάμεσα στο Φλεβάρη και το Μάρτη. Οι μετοχές ενέργειας εξακολουθούν όμως να βρίσκονται σε κίνδυνο, η Exxon είδε το χαρτοφυλάκιο της να βουλιάζει, ολόκληρος ο ενεργειακός τομέας είναι υπερχρεωμένος κλπ). Μένει να φανεί αν ο Πούτιν διάλεξε την κατάλληλη στιγμή, αν (και για πόσο) η Ρωσία θα μπορεί να υποστηρίζει τόσο χαμηλές τιμές, χωρίς να εισέρχεται και η ίδια σε φάση εσωτερικής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Ακόμα περισσότερο τώρα που -εν τω μεταξύ- έχει απλωθεί παγκόσμια η οικονομική ύφεση και ο COVID-19.

Προς το παρόν τουλάχιστον, είναι δύσκολο να υποτεθεί μια πρωτοβουλία της Σαουδικής Αραβίας ενάντια στις ΗΠΑ, αλλά δεν αποκλείεται μέσω της απάντησης του Ριάντ (μείωση των τιμών μέσω αύξησης της παραγωγής, σ’ ένα είδος αλληλοκυνηγητού με τη Μόσχα) να εκφράζεται και μια βαθύτερη σκέψη ενάντια στο βορειοαμερικάνικο σχιστολιθικό πετρέλαιο. Αυτό, παρά το γεγονός ότι η αρχική πρόταση του Ριάντ σκόπευε -με θυσίες που και πάλι άφηναν ανέγγιχτη την Ουάσιγκτον- βασικά στη συγκράτηση των τιμών (το σαουδαραβικό πετρέλαιο έχει ένα πολύ χαμηλό κόστος εξόρυξης, οι Σαουδάραβες όμως εξαρτώνται πολύ από αυτό, ώστε να στηρίξουν τις κρατικές δαπάνες τους που -συνεχώς και ανεξέλεγκτα- αυξάνονται). Παραμένει πάντως δεδομένο το γεγονός της -ολοένα και στενότερης- πρόσδεσης της Σαουδικής Αραβίας στο δολάριο, εξαιτίας ακριβώς της πετρελαϊκής μονοκαλλιέργιας της. Ο νεαρός πρίγκιπας Bin Salman σκιαγράφησε -με θολό τρόπο- την ένδειξη πρόθεσης για μια αναδιάρθρωση της σαουδαραβικής οικονομίας, προς μια κατεύθυνση λιγότερο εξαρτημένη από το πετρέλαιο, όλο και περισσότερο στραμμένη προς τις ασιατικές αγορές (πχ, η ιδιωτικοποίηση της [κρατικής σαουδαραβικής επιχείρησης πετρελαίου] Aramco, μέσω της οποίας ο οίκος των Σαούδ ευελπιστούσε να εισπράξει μεγάλα ποσά για τη χρηματοδότηση του δημόσιου προϋπολογισμού και την εκκίνηση αυτής της αναδιάρθρωσης, που -εκτός των άλλων- υπέστη μποϋκοτάζ από τα ευρωπαϊκά κεφάλαια). Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αναπόφευκτες οι βαθύτερες σαουδαραβικές σκέψεις ενάντια στο σχιστολιθικό πετρέλαιο, αφού είναι ξεκάθαρο ότι η ύφεση και η πτώση της ζήτησης θα οξύνουν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους παραγωγούς υδρογοναθράκων και οι τρεις μεγάλοι της πετρελαϊκής αγοράς [ΙΕΑ, ΕΙΑ και OPEC+] θα μπορούσαν –πλέον- να αποδειχθούν υπερβολικά πολλοί. Πρόκειται για ένα ζήτημα, το οποίο μπορεί να εξελιχθεί σε ιδιαίτερα ενδιαφέρον, αφού μια επανέναρξη του πετρελαϊκού πολέμου ενδέχεται -αυτή τη φορά- να θέσει σε κίνδυνο το πετροδολάριο, ναρκοθετώντας παράλληλα την ηγεμονία των ΗΠΑ και τις παγκόσμιες ισορροπίες.

Εν τω μεταξύ, τον περασμένο Απρίλη καταγράφηκε μια απόπειρα συμβιβασμού γύρω από τις περικοπές παραγωγής, οι οποίες -για πρώτη φορά- εμπλέκουν (έστω και σε ελάχιστο βαθμό) και τις ίδιες τις ΗΠΑ, καθώς -και πρόσφατα από μέρους τους- της απόσυρσης τεσσάρων αντιπυραυλικών συστημάτων Patriot που βρίσκονταν σε παράταξη, προς αντι-ιρανική υπεράσπιση των σαουδαραβικών πετρελαιοπηγών. Με αυτά τα δεδομένα, μένει να φανεί σε ποιο βαθμό η πτώση των τιμών των πρώτων υλών, που ανέκαθεν επηρεάζεται από την πετρελαϊκή αγορά, θα έχει βαθιές οικονομικές-κοινωνικές συνέπειες στις “εξορυκτικές” χώρες του παγκόσμιου Νότου. Το χάος διευρύνεται.

ILC: Ας περάσουμε τώρα στα περιεχόμενα του βιβλίου σου, όπου το ζήτημα του πλασματικού κεφαλαίου είναι -αν μη τι άλλο- κεντρικό. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως (για μια μακρά περίοδο) αυτή η έννοια είχε τεθεί “εν υπνώσει”, ενώ σήμερα επανέρχεται ακόμα και σε ακαδημαϊκό επίπεδο. Κυριαρχεί όμως μια κάποια σύγχυση γύρω από τη σημασία της, διόλου ανοίκεια με τις -ήδη υπάρχουσεςδιφορούμενες ερμηνείες του υλικού που βρίσκεται συγκεντρωμένο στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου. Για μια συγκεκριμένη σχολή σκέψης, με αυτόν τον όρο, γίνεται νοητό το σύνολο της ρευστότητας που μπορεί να επιστρατευθεί από τις τράπεζες, ώστε να ξεφύγουν από το κεφάλαιο-χρήμα, με μια πιθανή μετατροπή της σε βιομηχανικό κεφάλαιο. Επομένως σε αυτό εμπεριέχεται το σύνολο του χρηματιστικού κεφαλαίου σε μορφή μετοχών κι τίτλων αξιών του βιομηχανικού κεφαλαίου, που αποτελούν και αντικείμενο συναλλαγής μέσα στη διαδικασία της κεφαλαιακής κυκλοφορίας, ενώ το “υπαρκτό” σημείο αναφοράς του βρίσκεται στην υπηρεσία της παραγωγικής διαδικασίας. Με αυτήν την έννοια, το χρηματιστήριο είναι η “αγορά του πλασματικού κεφαλαίου” (Hilferding, To χρηματοπιστωτικό Κεφάλαιο), ενώ αυτό το τελευταίο μετατρέπεται σχεδόν σε συνώνυμο του δυνητικού κεφαλαίου. Έπειτα, υπάρχει και μια πιο περιοριστική πρόσληψη της έννοιας, η οποία περιλαμβάνει –μονάχα- εκείνες τις μορφές νομισματικής αξίας που δεν αντιστοιχούν σε καμία παραχθείσα υπεραξία, αλλά σε ένα δικαίωμα ανάληψης μελλοντικής υπεραξίας, πχ μέσω κρατικών ομολόγων και τίτλων. Η συγκεκριμένη χρήση του όρου “πλασματικό κεφάλαιο” είναι πιθανότατα πιο πιστή σε σχέση με την αντίστοιχη στο κείμενο του Μαρξ, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι στερείται προβληματικών σημείων, με διόλου δευτερεύον το γεγονός πως ένα κομμάτι [αυτού του πλασματικού κεφαλαίου] διαρκώς “καθίσταται σε υπαρκτό”, στο βαθμό που ο ένας ή ο άλλος, δημόσιος ή ιδιωτικός οφειλέτης δεν περιορίζεται στην πληρωμή της χρεωμένης υπηρεσίας, αλλά αποπληρώνει και το σύνολο ή μέρος του ίδιου του [αρχικού] χρέους. Μια περαιτέρω περιπλοκή συνίσταται από το γεγονός ότι αυτή η αποπληρωμή χρέους μπορεί να πραγματωθεί χάρη σε ποσοστά απόσπασης υπεραξίας είτε -αποκλειστικά- από άλλο πλασματικό κεφάλαιο είτε από ένα μείγμα μεταξύ των δύο κεφαλαίων: όπως λέει και το ρητό, pecunia non olet, “το χρήμα δεν μυρίζει τίποτα”… Σε τελική ανάλυση όμως, μέσα σε μια συνθήκη υπερδιόγκωσης, για ένα μερίδιο του συνολικού -δημόσιου και ιδιωτικού- χρέους, η αποπληρωμή καθίσταται σε ανέφικτη και πρέπει να καταστραφεί (όχι χωρίς συνέπειες για τα μερίδια του βιομηχανικού κεφαλαίου που κρατιούνται -από το αντίστοιχο πλασματικό- ακόμα στη ζωή): πλασματικό κεφάλαιο με την έννοια μιας στοίβας χαρτιών χωρίς αξία. Με λίγα λόγια, η κατάσταση μοιάζει κάπως μ’ ένα κουβάρι. Βρισκόμαστε μπροστά σε -τουλάχιστον- τρεις διαφορετικές σημασιολογικές προσεγγίσεις για μια συγκεκριμένη έννοια. Πως τοποθετούμαστε;

RS: Εκ των πραγμάτων, η συγκεκριμένη αναλυτική κατηγορία αποτελεί το σκελετό -ή και το χαρακτηριστικό στοιχείο- της εργασίας μου γύρω από την παγκόσμια κρίση, στο βαθμό που (μέσα στα όρια της δικής μου αντίληψης και ικανότητας “εφαρμογής” της μέσα στη σημερινή συνθήκη του κεφαλαίου) προσπάθησα να κινηθώ πέρα από το στενό περιγραφικό επίπεδο και να θέσω (μέσα σ’ ένα ενιαίο, αν και όχι αδιαφοροποίητο, πλαίσιο) τις χρηματοπιστωτικές -με την ευρεία έννοια- διαστάσεις, καθώς και εκείνες της λεγόμενης υπαρκτής οικονομίας, δηλαδή της παραγωγής υπεραξίας. Με μια ξεκάθαρα πολεμική διάθεση -την οποία και εδώ θα αφήσω κατά μέρος– απέναντι στις νεοκεϋνσιανές τοποθετήσεις (οι οποίες περιλαμβάνουν πλέον μεγάλο κομμάτι και του (λίγο ή πολύ) ακαδημαϊκού “μαρξισμού”) που αποθεώνουν μια υποτιθέμενη υπαρκτή οικονομία, δυνητικά υγιή σε σχέση με την ανθυγιεινή χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, όπως επίσης και απέναντι σε επηρεασμένες -από τον Karl Paul Polanyi [1]αναγνώσεις της κατάστασης (πχ, τυπικές του πρώην [no global] κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, μέσα στις οποίες έχουν -πλέον- περιοριστεί οι υπάρχουσες τάσεις του πάλαι ποτέ εργατισμού, σε συνδυασμό με τη φιλελευθεριακότητα αγγλοσαξωνικής προέλευσης). Στο βιβλίο, η επιχειρηματολογία ξετυλίγεται περνώντας από την κρίση των παγκόσμιων συναρμολογημάτων, ως κινητήρες -αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την έννοια- του χρηματιστικού ιμπεριαλισμού του δολαρίου, στις κατολισθήσεις της συστημικής καπιταλιστικής αναπαραγωγής και τις επακόλουθες οικονομικές, γεωπολιτικές και πολιτικές συνέπειες. Σε κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα, το ζήτημα του πλασματικού κεφαλαίου καθίσταται σε κομβικό. Φυσικά με όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις, αφού πρόκειται για μια ανάλυση “μεσαίου βεληνεκούς”, που δεν πρέπει να τίθεται σε πρώτο πλάνο.

Πριν όμως εισέλθουμε κάπως βαθύτερα στο ζήτημα, και μέσα στα όρια που θέτει μια συνέντευξη (ακόμα και “βαριά” όπως αυτή), είναι χρήσιμο να αποπειραθούμε να οριοθετήσουμε (μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο) τη χρήση αυτής της μαρξιστικής αναλυτικής κατηγορίας -στην οποία φυσικά εγώ κατέληξα έπειτα από μια ολόκληρη σειρά (περισσότερο διαρθρωμένων) μαρξιστικών επεξεργασιών- συνδέοντας τήν μέσα στο πλαίσιο της πληθυντικής αριστεράς μετά το ‘68. Πράγματι, η “κατηγορία” -με τη μαρξιστική έννοια της συστηματικής παράθεσης αναλυτικών κατηγοριών που ανακατασκευάζουν τη “γενική έννοια” του κεφαλαίου- έχει μια ιστορική – οντολογική και όχι αποκλειστικά μεθοδολογική διάσταση, επομένως είναι εφικτό και αναγκαίο να αναρωτηθούμε μέσα σε ποια συγκεκριμένη συνθήκη το “πλασματικό κεφάλαιο” αναδύεται ως ισχυρό κλειδί για την ανάγνωση των δυναμικών που αναπτύσσει ο καπιταλισμός. Αυτή η συνθήκη αποτελεί το αντικείμενο του απολογισμού που (ότι έχει απομείνει από) το ταξικό κίνημα αποπειράται, σχετικά με τις απολήξεις του μακρόσυρτου ‘68. Τώρα πλέον είναι ξεκάθαρο ότι η καπιταλιστική κρίση της δεκαετίας του ‘70 αποτέλεσε τον ισχυρό πυροκροτητή (του οποίου -τότε- η πραγματική ισχύς ήταν δύσκολα ανιχνεύσιμη) για αυτή τη διαδικασία χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης -που συζητήσαμε προηγούμενα- η οποία μετέβαλε σε βάθος τη σχέση του κεφαλαίου, στην κατεύθυνση μιας συνδυασμένης και άνισης “απολυτοποίησης” του σε παγκόσμια κλίμακα, καθως και μιας βαθιάς αναδιάρθρωσης των ταξικών συσχετισμών, με την αυξανόμενη υπαγωγή -όχι μονάχα- της εργασίας, αλλά του συνόλου των συνθηκών ζωής, μέσα στον πανταχού παρόντα μηχανισμό της μορφής-αξίας. Από την πλευρά της, η μαρξιστική θεωρία, εκείνη που συνδεόταν με τις διάφορες εκδοχές κομμουνιστικής -συμβουλιακής ή μπορντιγκιστικής [2]- αριστεράς, είχε αρχίσει να αναμετριέται με αυτές τις εξελίξεις ήδη πριν το ‘68: αρκεί να σκεφτούμε την έννοια του Γκυ Ντεμπόρ περί Θεάματος [3] ή εκείνη περί του κεφαλαίου ως υλικής κοινότητας του Jacques Camatte [4]. Πρέπει όμως ν’ αναφέρουμε κι εκείνους της Φρανκφούρτης, αν και ακόμα σ’ ένα επίπεδο σκέψης αποκλειστικά φιλοσοφικό, μέσα όμως στο πλαίσιο αναμονής μιας επανεκκίνησης του ταξικού κινήματος. Μια επανεκκίνηση που στη συνέχεια υπήρξε όντως, αναπτύσσοντας όμως -στην πράξη- απρόσμενες δυναμικές και καταλήξεις που -κυριολεκτικά- ανέτρεψαν εκείνο το κλίμα αναμονής που επικεντρωνόταν στην -για να το πω μονορούφι…- επανεκκίνηση της ταξικής αυτονομίας, μέσα -ακριβώς- από μια κοπιαστική απολογιστική δουλειά. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών, από αυτήν την πλευρά υπήρξε απόπειρα -μέσα σε μια πολιτική συνθήκη κατακερματισμού των προηγούμενων δικτύων και επακόλουθης ακραίας απομόνωσης- ώστε να ληφθεί υπ’ όψη η “περίεργη” ήττα του προλεταριάτου, που έπεσε όχι τόσο (και όχι μόνο) στο πεδίο της μάχης και -σε κάθε περίπτωση- χωρίς να έχει φτάσει -ποτέ- στο επίπεδο σύγκρουσης για την εξουσία, αλλά και ως αντικείμενο μιας πολιτικής και υλικής αποσύνθεσης ενώ -ταυτόχρονα- το κεφάλαιο κατάφερνε να επανεκκινήσει τη συσσώρευση, ακόμα και χρησιμοποιώντας και αντιστρέφοντας τη σημασία μερικών από τις διεκδικήσεις και τις προσδοκίες των κινημάτων (συχνά μέσα από το φίλτρο των μισθωτών μεσαίων τάξεων στη Δύση που μαγνητίζονται από την “αμφισβήτηση”) όπως επίσης και από τα αντι-αποικιακά προτάγματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται, βγαίνει στην επιφάνεια η συνολική αναπαραγωγή, το ολικό κοινωνικό κεφάλαιο, μέσα στην πολύπλοκη διαπλοκή των κυκλωμάτων του, ανάμεσα στην παραγωγή, την κυκλοφορία και τη σφαίρα του δανεισμού. Για να το πούμε αλλιώς: το πέρασμα από τον Πρώτο στον Τρίτο Τόμο του μαρξιστικού Κεφαλαίου, που έχει πλέον επέλθει, και αποτελεί -μεταξύ άλλων- την πρώτη καταγραφή περιοδικής ταξινόμησης του καπιταλισμού (πέρασμα στην υπαρκτή κυριαρχία του κεφαλαίου κλπ), αρκετά μακριά από τις αντίστοιχες κλασσικές του δευτερό-τριτοδιεθνιστικού μαρξισμού. Νομίζω ότι αυτό το πέρασμα αποτελεί και την πηγή της αλλαγής πορείας, που προέκυψε μέσα από -πολύ διαφορετικές μεταξύ τους- αναγνώσεις, μετά το τέλος της δεκαετίας του 1970: από την Wertkritik του γερμανικού χώρου, που κινούταν από την αριστερά της Φρανκφούρτης μέχρι τον Postone [5] και την ομάδα Krisis, στη γαλλική ριζοσπαστική κριτική που αποτελεί την πηγή της αναλυτικής προσέγγισης της κομμουνιστικοποίησης και τους μεμονωμένους συντρόφους όπως ο Loren Goldner στις ΗΠΑ (με τον οποίο παρεπιμπτόντως, κατάφερα να αποκτήσω και πάλι επαφή). Η διαδικασία υπέρμετρης χρηματοπιστωτικοποίησης του λεγόμενου νεοφιλευθερισμού έδωσε τελικά ώθηση στην επαναφορά και επανεπεξεργασία της μαρξιστικής έννοιας του πλασματικού κεφαλαίου, η οποία φυσικά στον Μαρξ υπάρχει σε μορφή μη συστηματικοποιημένης καταγραφής. Μια κριτική της πολιτικής οικονομίας που στέκεται στο ύψος της υπαρκτής καπιταλιστικής ανάπτυξης των τελευταίων δεκαετιών, και ακόμα περισσότερο μέσα στη -σχεδόν απόλυτη- απομόνωση της κομμουνιστικής θεωρίας από το υπαρκτό κίνημα, είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορούσε παρά να επιφέρει μια σειρά ορίων και -κυρίως- τον κίνδυνο απώλειας του δεσμού που συνδέει το κεφάλαιο που γίνεται απόλυτο με τη διαχρονική συνέχεια της πάλης των τάξεων. Χάνοντας -από τον ορίζοντα- το συγκεκριμένο δεσμό, αναπόφευκτα τείνει να υποκύπτει σε απόλυτες οπτικές για την καπιταλιστική κυριαρχία, αλά σχολή Φρανκφούρτης ή και κριτικών προερχόμενων από το νεαρό Χέγκελ. Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.

Ας επιστρέψουμε σε αυτό που λέγαμε. Εκείνο που με ενδιέφερε να αναδείξω -πιάνοντας και πάλι αυτό το κοπιαστικό νήμα της μαρξιστικής θεωρίας- είναι πως το πλασματικό κεφάλαιο δεν πρέπει να εννοείται ως μια απόφυση του υπάρχουσας καπιταλιστικής ανάπτυξης, ούτε ως μια περιορισμένη μορφή του συστήματος δανεισμού, αλλά -για να το πούμε κάπως έτσι- συγκροτεί το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο (πλέον) προκύπτει αυτή η ανάπτυξη. Χωρίς να μπούμε σε μια μαρξιστική ανάλυση του όρου, η οποία θα ήταν -σε κάθε περίπτωση- αναντικατάστατη για μια βαθύτερη ανάλυση, αυτός παραπέμπει γενικά στην ιδέα περί μιας μάζας κεφαλαίου, ονομαστικοποιημένης σε τίτλους δανεισμού διαφόρων ειδών, που απαιτούν τη δική τους βελτιστοποίηση από μια παραγωγική βάση η οποία -αξιωματικά- πλέον δεν καταφέρνει να παράξει υπεραξία σε ποσότητες που να τους ικανοποιούν. Δεν πρόκειται απλά για το νομισματικό κεφάλαιο που είναι απαραίτητο για να ρευστοποιείται η συνολική κυκλοφορία του κεφαλαίου, αλλά και για να επεκτείνεται -μέσα από τις διαδικασίες συγκεντροποίησης- η δίνη της συσσώρευσης, η οποία αλλιώς θα ελάττωνε σημαντικά ταχύτητα -αφού σχηματικά μιλώντας, έχασε το ραντεβού της με την πραγματική αξιοποίηση γιατί (σε αυτήν την περίπτωση) η υποτίμηση υπήρξε σχεδόν άμεση, αν και συχνά πυκνά, pecunia non olet και ευχαρίστως οι δυο μορφές είναι αδιαχώριστες. Το πλασματικό κεφάλαιο -που μετατράπηκε στον άξονα γύρω από τον οποίο κινείται το σύστημα δανεισμού- χαρακτηρίζεται από το γεγονός της διαφοράς ανάμεσα στην αγοραστική τιμή του και την ανεπαρκή υπάρχουσα (και συνολικά εννοούμενη) αξία του, χωρίς όμως να κλείνει εντελώς ένα κύκλος συσσώρευσης, αποτελώντας μάλιστα το βασικό κινητήρα της. Με αυτή την έννοια είναι ο δείκτης μιας φάσης του κεφαλαίου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για το Θέαμα εξηγημένο με όρους πολιτικής οικονομίας ή πιο συγκεκριμένα για την τρέχουσα διαμόρφωση του ιμπεριαλισμού ως παγκόσμιο σύστημα.

Υπό αυτό το πρίσμα, το ιδιαίτερο στοιχείο -που οφείλεται στον Loren Goldner- είναι πως το πλασματικό κεφάλαιο (σε τελική ανάλυση) δεν έγκειται στη δημιουργία νομίσματος από το τίποτα αλλά εντοπίζεται μέσα στον ίδιο τον “κανονικό” μηχανισμό της άμεσης αξιοποίησης. Μπορούμε να συζητήσουμε για το αν τα στοιχεία που εκείνος εντοπίζει είναι ορθά ή αν είναι και τα μοναδικά: η τεχνολογική αξιοποίηση του σταθερού κεφαλαίου χάρη στην αύξηση της παραγωγικότητας και η αυξάνουσα βαρύτητα της παραγωγής για τη μη-παραγωγική κατάναλωση που βαραίνει ολοένα και πιο πολύ την υπαρκτή συσσώρευση. Διαδικασίες που επιτρέπουν την ύπαρξη αντιγράφων αυτών των κεφαλαίων υπό τη μορφή τίτλων δανεισμού έναντι μελλοντικού πλούτου. Έπειτα, γίνεται ξεκάθαρο ότι αρχής γενομένης από αυτή την πηγή παραγωγής, δημιουργείται ένα κυριολεκτικά αυτόνομο κύκλωμα του πλασματικού κεφαλαίου -το οποίο, όπως γράφει και ο Μαρξ, τείνει να κινείται με βάση μια δική του δυναμική-, όταν αυτοί οι τίτλοι δανεισμού μετατρέπονται σε μια νέα μορφή εμπορεύματος, με μια τιμή εντελώς αποδεσμευμένη από το κεφάλαιο που αρχικά αντιπροσώπευαν. Όσον αφορά τους τίτλους κρατικού χρέους, ο δεσμός τους είναι ακόμα πιο έμμεσος. Ένα κύκλωμα που επεκτείνεται όταν αυτοί χρησιμεύουν στη δημιουργία νέων χρηματοπιστωτικών μέσων μ’ ένα πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, το οποίο φουσκώνει ασταμάτητα το πλασματικό κεφάλαιο που βρίσκεται σε κυκλοφορία. Έτσι προκύπτει η φετιχιστική αναπαράσταση, η οποία -σε καμία περίπτωση- δεν τυφλώνει “αυθόρμητα” μονάχα τους αστούς, του κεφαλαίου ως Δ-Δ’ (και της πιθανής εικόνας του μέσα από τα αιτήματα για “ρύθμιση” που ρίχνονται ενώπιον των κοινωνικά καταστρεπτικών χτυπημάτων που προκαλούνται από το πρήξιμο της “φούσκας”).

Γεγονός παραμένει ότι η αρχική υπόθεση του γύρω από τη ρίζα του ίδιου του φαινομένου είναι αναντικατάστατη. Αναντικατάστατη όχι μόνο γενικά, αν θέλουμε να αποφύγουμε να δείξουμε ως αιτία της κρίσης την χρηματοπιστωτική φρενίτιδα, με ένα τρόπο που ν’ αφήνει να εννοηθεί πως ένας περιορισμός της σε λογικά πλαίσια, θα αρκούσε ώστε τα πάντα να επιστρέψουν σε κάποια κανονικότητα. Αναντικατάστατη επίσης για να μην περιοριστούμε σε μια εξήγηση της καπιταλιστικής κρίσης στο αφηρημένο επίπεδο της πτώσης του ποσοστού κέρδους, υπαρκτή αλλά ακριβώς γενική τάση, που δεν εξηγεί από μόνη της τους συγκεκριμένους χρόνους και μηχανισμούς πυροδότησης της κρίσης που αρθρώνονται μέσα στο σύστημα δανεισμού (πάνω απ’ όλα, ο συγκεκριμένος τρόπος ανάλυσης -όταν φτάνει στο συγκεκριμένο πεδίο της ανταγωνιστικότητας- δείχνει να τα εξηγεί όλα με την απόφαση των καπιταλιστών για εκτροχιασμό των επενδύσεων προς τη σφαίρα των τίτλων δανεισμού, ενώπιον της πτώσης κερδοφορίας των παραγωγικών τομέων: ποιο είναι όμως το πραγματικό ποσοστό μετά το οποίο υφίσταται αυτή η αντιστροφή των επενδύσεων;).

Είναι αλήθεια ότι είμαστε ακόμα στο επίπεδο της γενικής τοποθέτησης. Δεν χρειάζεται να το κρύψουμε: με δεδομένη την έλλειψη μιας συστηματικοποίησης του ζητήματος, με τρόπο ολότελα οργανικό, την οποία -ως τώρα- κανένας δεν στάθηκε ικανός να φέρει σε πέρας με πειστικό τρόπο, αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να αποπειραθούμε να φέρουμε στην επιφάνεια τις προϋποθέσεις και τις περιπλοκές. Θα προσπαθήσω εδώ να τις παρουσιάσω συνοπτικά. Πριν απ’ όλα, όπως προανέφερα, η κατηγορία του πλασματικού κεφαλαίου προϋποθέτει την οπτική γωνία του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Δεν πρόκειται για ένα ανακάτεμα της άμεσης παραγωγής υπεραξίας, βασισμένης στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, η οποία και παραμένει ο βασικός άξονας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ), αλλά για την ανάγνωση της μέσα στην προοπτική της διευρυμένης αναπαραγωγής του, ως κοινωνικό σύστημα (όχι “σχεδιασμένο”, παρά μόνο εκ των υστέρων μέσα από βίαιες κρίσεις). Είναι μέσα σε αυτή τη διάσταση, μέσα στην αδιάκοπη τάση προς το σχηματισμό της παγκόσμιας αγοράς και ενός μέσου ποσοστού κέρδους, όπου το κεφάλαιο μετατρέπεται σε συμμετοχή προ φόρων, φυσικά ανταγωνιστική με τη γενική παραγόμενη αξία, όχι ένα απλό άθροισμα ατομικών κεφαλαίων αλλά ένα ταξικό μονοπώλιο. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, το ζήτημα έγκειται πέρα από το “κλειστό” σύστημα καπιταλιστών-εργατών του Πρώτου Τόμου, λαμβάνοντας υπόψη το “ανοιχτό σύστημα” του υπαρκτού καπιταλισμού που αποσπά αξία σε πλανητική κλίμακα, μέσα από μορφές λεηλασίας φυσικών και ανθρώπινων πόρων χωρίς καμία ανταπόδοση, συμπληρωματική ως προς την “κανονική” άμεση εκμετάλλευση, ακριβώς μέσω τους συστήματος δανεισμού, το οποίο αν και δεν δημιουργεί το πλασματικό κεφάλαιο -εν τούτοις- είναι εκείνο που το κυκλοφορεί σε όλο και πιο διευρυμένη κλίμακα, με την (ταυτόχρονη) υπόσχεση και απαίτηση για ανάληψη, ώστε να συνεχίσει να πετάει αξία στο βαρέλι της “φούσκας”. Έτσι προκύπτει η πίεση για προλεταριοποίηση αυξανόμενων ανθρώπινων μαζών, με τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης τους, κάτω και από τις ίδιες τις ανάγκες αναπαραγωγής τους, οι λεγόμενες αρνητικές και ανεστραμμένες εξωτερικεύσεις προς το περιβάλλον -γύρω από τις οποίες, κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, ορθά υπήρξε ενδιαφέρον και (πέρα από τα πολλά όρια) προσοχή από πλευράς ενός κάποιου οικολογικού μαρξισμού (πχ, Jason Moore), οι χρήσεις εγκαταστάσεων και υποδομών για χρόνους αρκετά μεταγενέστερους της εξόφλησής τους κλπ, στις οποίες πλέον προστίθενται και οι θάλαμοι [enclosures] των ψηφιακών χώρων και οι πολλαπλές μορφές μικροδανεισμού.

Σ’ ένα τρίτο επίπεδο, ακριβώς επειδή ο καπιταλισμός δεν αποτελεί απλώς ένα οικονομικό σύστημα παραγωγής, αλλά ένα συνολικό σύστημα αναπαραγωγής, το πλασματικό κεφάλαιο του είναι πλέον σύμφυτο ως (ασταθές) σημείο ισορροπίας ανάμεσα στη αναγκαιότητα επέκτασης του κεφαλαίου και το παραγωγικό κύκλωμα, στα μέτρα μιας ανάπτυξης χαρακτηρισμένης από ένα υψηλότατο επίπεδο παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας. Πράγματι, δεν πρόκειται μονάχα για το γεγονός ότι το πλασματικό κεφάλαιο πραγματοποιεί αυξανόμενες αναλήψεις από την πραγματική παραγωγή αξίας. Ανάλογα, αυτό βρίσκεται ολοένα και πιο διασυνδεδεμένο με το παραγωγικό κεφάλαιο, του οποίου επιτρέπει τη διατήρηση των πιο συγκεντρωμένων τμημάτων του, παρά την πτώση των μη χρηματιστηριακών κερδών τους, μέσα από την ικανότητα εξαγωγής αξίας σε πλανητική κλίμακα και επιβολής της απόσπασης στην ευρύτερη σφαίρα της κοινωνικής αναπαραγωγής και των δραστηριοτήτων που δεν υπόκεινται τυπικά στη μισθωτή σχέση. Αυτό δεν ισχύει μονάχα για τις πολυεθνικές, οι οποίες συχνά πυκνά και ευχαρίστως καταγράφουν υψηλότερα κέρδη μέσα από χρηματιστηριακές επενδύσεις παρά μέσα από την πώληση της παραγωγής τους. Στη Δύση, είναι πολλές και οι μικρές επιχειρήσεις -για να μη μιλήσουμε για τους αποταμιευτές της “μεσαίας τάξης” ή ακόμα και για μερικούς κατεργάρηδες από προλεταριακά στρώματα- που κατευθύνουν στη χρηματιστηριακή σφαίρα ένα σεβαστό μερίδιο των κερδών ή των εισοδημάτων τους, αποκτώντας έτσι δικαίωμα νομής σ’ ένα ποσοστό της παγκόσμιας παραγόμενης αξίας, που συλλέγεται μέσα από το διεθνές σύστημα δανεισμού, μέσα από το ίδιο σύστημα που πακετάριζε δάνεια με μια υπαρκτή βάση τοξικών δανείων και μέσα από το καζάνι έβγαζε -μέχρι να σκάσει η φούσκα των subprime δανείων– θετικούς αριθμούς για όλους τους επενδυτές. Αυτή η αυταπάτη του πλασματικού πλουτισμού μεταφράστηκε σε συγκράτηση (αν όχι σε αύξηση) των αγορών, τόσο των προϊόντων αναπαραγωγής όσο και της πλημμυρίδας περιττών προϊόντων. Επομένως, η συγκράτηση των επιπέδων της παραγωγής -αν και ουσιαστικά, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ανερχόμενου νεοφιλελευθερισμού, επρόκειτο για μια πραγματική αύξηση- κατέστη εφικτή ακριβώς μέσα από το φούσκωμα των (κινητών και ακίνητων) κληρονομικών αξιών, που ρουφήχτηκαν μέσα στη δίνη της αξίας των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε, για παράδειγμα σε σχέση με τις μορφές καταναλωτικού δανεισμού. Το σημείο κλειδί έγκειται εδώ στο γεγονός πως στη βάση αυτών των διασυνδέσεων, το πλασματικό κεφάλαιο όχι μόνο ξεχωρίζει δύσκολα από το νομισματικό κεφάλαιο που προκαταβάλλεται με παραγωγικές επενδύσεις, αλλά και ανταλλάσσεται συνεχώς με παραγωγικό κεφάλαιο, το οποίο είναι καταραμένα πραγματικό, ρουφώντας το συχνά πυκνά και ευχαρίστως μέσα στο χάος της υποτίμησης, και επομένως της γενικής παύσης της παραγωγής.

Τέταρτο σημείο: όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο, η αύξηση του πλασματικού κεφαλαίου δεν επέτρεψε μονάχα να κρατηθεί στη ζωή η σχέση του κεφαλαίου, αναβάλλοντας την έκρηξη των αντιθέσεων του, αλλά χρησίμευσε και για τη διατήρηση των ταξικών σχέσεων κυριαρχίας. Πράγματι, χρησίμευσε ώστε να κρατηθούν δεμένα με τις τύχες του κεφαλαίου, τα ανώτερα στρώματα των “συλλογικών εργαζόμενων” καθώς και οι μισο-τάξεις που επιδίδονται σε παρασιτικές δραστηριότητες. Χρησίμευσε επίσης για να απορροφήσει μέσα στο μηχανισμό του ένα μεγάλο κομμάτι του δυτικού προλεταριάτου, που σύρθηκε στο καζίνο, με την ψευδαίσθηση της απελευθέρωσης από τη σκλαβιά της εξαρτημένης εργασίας, ή εκείνης της πιο καπάτσας, για το στρογγύλεμα των ισχνών μισθών από τη δουλειά, για τη χρηματοδότηση του συντάξιμου εισοδήματος, της ασφαλιστικής κάλυψης, της απόκτησης κατοικίας, των σπουδών των παιδιών. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως κατά τη διάρκεια των δέκα χρόνων της παγκόσμιας κρίσης που έχουν περάσει ως τώρα, οι διαμαρτυρίες των εργαζόμενων (που είχαν αρχίσει να στρογγυλεύουν το εισόδημα τους μέσα από τη χρηματοπιστωτική σφαίρα) ήταν συγκρατημένες, σχεδόν παραλυμένες από την επιθυμία επανεκκίνησης αυτού του ίδιου μηχανισμού, με την ελπίδα πως δεν θα αναγκαστούν δουν να υποτιμούνται και οι δικοί τους ελλιπείς πόροι [assets]. Γύρω από αυτό το ζήτημα, η συζήτηση μπορεί να πάει πολύ μακριά. Μπορούμε πάντως -σίγουρα- να πούμε ότι εκείνο που βγαίνει ριζικά μεταμορφωμένο, είναι το σύνολο της σύνθεσης του μητροπολιτικού προλεταριάτου και των μισθωτών (και μη) μεσοστρωμάτων, όπως και των μισθωτών και μικροαστικών μαζών στις μη-ιμπεριαλιστικές χώρες. Με σημαντικές συνέπειες πάνω στην υποκειμενικότητα τους και την πολιτική και συνδικαλιστική διάσταση της.

Αυτό το σύνολο διαδικασιών βρίσκεται επομένως στη ρίζα της λεγόμενης χρηματοπιστωτικοποίησης καθώς και της επακόλουθης κρίσης της. Μια κρίση που ξέσπασε μέσα από την αυξανόμενη απόσπαση του κεφαλαίου από το παραγωγικό κύκλωμα (σε πρώτη φάση όχι για τον πολλαπλασιασμό χρήματος γεννημένου από το πουθενά, αλλά εξαιτίας μιας εσωτερικής δυναμικής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στη δοσμένη μορφή του, ως έκφραση της αυξανόμενης καπιταλιστικής παραγωγικότητας της κοινωνικοποιημένης εργασίας και ταυτόχρονα της ανικανότητας κοινωνικής πραγμάτωσης αυτών των πλεονασμάτων). Αυτό είναι κάτι που βαραίνει πάνω σε μια υπαρκτή επαναπροσδιορισμένη βάση -καθώς και γενικότερα- πάνω σε μια κοινωνική αναπαραγωγή που παρεμποδίζεται στη διεύρυνση των συστατικών υλικών στοιχείων της, από την εργατική δύναμη μέχρι τις συνθήκες της φύσης, από την συσσωρευμένη γνώση μέχρι το ίδιο το ανθρώπινο είδος κλπ. Μετά από ένα ορισμένο σημείο (το οποίο δεν μπορεί να οριστεί αφηρημένα με βάση τους δείκτες καταγραφής του ποσοστού κέρδους, λες και πρόκειται για ένα κλειστό σύστημα που αποτελείται μοναχά από εργάτες και καπιταλιστές) ξεπερνιέται το όριο έπειτα από το οποίο η συστολή, η μη ανανέωση της κοινωνικής υλικής αναπαραγωγής μετατρέπεται -από τη μια πλευρά- σε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη συσσώρευση (αν και δεν είναι ορθό να μιλάμε για ανυπέρβλητα εμπόδια) και -από την άλλη- προκαλεί καταστάσεις που βυθίζουν το σύστημα σε πολιτικό και κοινωνικό χάος. Το όριο αυτής της υπερσυσσώρευσης είναι ελαστικό (το πρόβλημα δεν είναι ότι υπάρχει λίγο κεφάλαιο, το πρόβλημα δεν είναι βασικά ούτε η έλλειψη αξιοποίησης του ούτε η υποκατανάλωση που προκαλείται από την ανεπαρκή ζήτηση του, αλλά αντίθετα υπάρχει πάρα πολύ κεφάλαιο για μια υπεραξία όλο και πιο ελλειπή, συγκριτικά με το δικό του όγκο). Πρόκειται για ένα όριο που αντικατοπτρίζεται σε ιστορικό-εμπειρικό επίπεδο και δεν μπορεί να προκαθοριστεί θεωρητικά. Τα συμπτώματα του είναι σήμερα ορατά σε όλους.

Για να κλείσουμε ως προς αυτό, μιας και η απάντηση είναι ήδη μακρόσυρτη, αξίζει τον κόπο να υπογραμμίσουμε πως αυτή η ερμηνεία της κρίσης (υπό το φως μιας σαφούς καθορισμένης περιοδολόγησης της συνολικής πορείας του καπιταλισμού), επιτρέπει να καθοριστούν -με γενικούς όρους- τόσο οι φαινομενικές μορφές του (δηλαδή η υποτίμηση των έντυπων τίτλων και ο λεγόμενος αποπληθωρισμός λόγω χρέους), όσο και οι αντιδράσεις απέναντι σε αυτήν την υποτίμηση από την πλευρά των παγκόσμιων ελίτ, αν όχι στον ελάχιστο δυνατό βαθμό ώστε να αποφευχθεί ένα γενικό κραχ και -σε κάθε περίπτωση- φορτώνοντας τελικά το κόστος στις εργαζόμενες τάξεις. Πρόκειται για ένα δεσμό με τον οποίο οφείλουμε να καταπιαστούμε αφού το γεγονός που αναστατώνει τη μπουρζουαζία είναι -από τη μια πλευρά- πως κρίνεται απαραίτητη μια αξιοσημείωτη υποτίμηση των χρηματοπιστωτικών πόρων της και -από την άλλη- ο τρόμος της συνειδητοποίησης του γεγονότος πως αν αυτή η μερική υποτίμηση αποδειχθεί ανεπαρκής για το μπλοκάρισμα της κρίσης τότε μπορεί -πρώτα και κύρια- να παρασύρει, μέσα στη δική της δίνη, κι ένα μεγάλο κομμάτι του παραγωγικού κεφαλαίου, των κυκλωμάτων της κατανάλωσης κλπ. Κρίνεται ξεκάθαρο πως -σε αυτό το σημείο- η ανάλυση πρέπει να γίνει συγκεκριμένη, να εμβαθύνει σχετικά με τη χειροπιαστή κατάσταση του παγκόσμιου συστήματος του ιμπεριαλισμού, να εντοπίσει τους βασικούς παράγοντες του και τις στρατηγικές τους κλπ. Αυτό αποπειράθηκα να κάνω στο βιβλίο. Πρόκειται μονάχα για μια πτυχή του συνολικού ζητήματος, σχετικά με τις στρατηγικές της [νομισματικής ποσοτικής χαλάρωσης] Quantitative Easing και της σύγκρουσης μεταξύ των δυο πλευρών του Ατλαντικού μέσω της ευρω-κρίσης, οι οποίες και εκκινούν από δυο διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος. Από τη μία, εκείνη των ΗΠΑ εστιασμένη κυρίως στην κοπή νέων χαρτονομισμάτων, βασισμένη στην ικανότητα του δολαρίου και του χρηματοπιστωτικού-στρατιωτικού συμπλέγματος να φορτώνει στον υπόλοιπο κόσμο τα κόστη των επιχειρήσεων διάσωσης των δικών τους χρηματοπιστωτικών πόρων. Από την άλλη, η ευρωπαϊκή, ή ακριβέστερα η γερμανική, που -σε γενικές γραμμές- αποπειράθηκε την αποφυγή δημιουργίας νέου πλασματικού κεφαλαίου μέσα από τη θωράκιση ενός κομματιού του ήδη υπάρχοντος, με τη μετακύλιση των τραπεζικών απωλειών μέσω των δημόσιων χρεών, με την ελπίδα ότι έτσι θα προστατευόταν από τη διεθνή κερδοσκοπία. Έπειτα, υπάρχει η ανάγκη να εξεταστεί και ο παράγοντας της Κίνας, η οποία είδε -κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας- να αυξάνεται σημαντικά το συνολικό χρέος της. Όπως ανέφερα και στις προηγούμενες ερωτήσεις, η ανάλυση φυσικά πρέπει να επικαιροποιείται με βάση τις τελευταίες εξελίξεις.

Πίσω από αυτές τις στρατηγικές, το βασικό σημείο εντοπίζεται στην αναγκαιότητα του κεφαλαίου για αύξηση της παραγόμενης υπεραξίας, για να συνεχίσει να θρέφει το Μολώχ του πλασματικού κεφαλαίου, μ’ ένα ακόμα μεγαλύτερο μερίδιο της πραγματικά παραγόμενης αξίας. Αλλά και σε πιο αφηρημένο επίπεδο, η εγκαθίδρυση μιας νέας ισορροπίας μεταξύ συσσωρευμένου κεφαλαίου και παραγωγικής βάσης, λαμβάνοντας υπ’ όψη το όριο του ποσοστού υπεραξίας και πως αυτό δεν μπορεί  να είναι ποτέ περισσότερο από ένα μόνο κομμάτι του συνόλου. Εκείνο το μικρό κομμάτι της εργάσιμης ημέρας που προορίζεται για την αναγκαία (για την αναπαραγωγή της ζωής του εργαζομένου) εργασία, έχει ήδη συρρικνωθεί στο ελάχιστο. Για να μειωθεί περαιτέρω χρειάζεται μια πρωτοφανέρωτη αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων (με όλες τις συνέπειες που αυτή θα είχε) ή μια μείωση στο κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης μέχρι (σχεδόν) σε μηδενικά επίπεδα. Άλλωστε, αυτό το πρόβλημα είχε ήδη εκδηλωθεί από τα χρόνια της δεκαετίας του ‘70. Τότε βρέθηκε μια λύση με την παγκοσμιοποίηση, τις αποτοπικοποιήσεις και το άνοιγμα της Κίνας, με μεγάλες συνέπειες για τη συνθήκη της δυτικής εργατικής δύναμης, τόσο μέσα από την πρόσβαση σε μια σειρά αναπαραγωγικών αγαθών σε χαμηλές τιμές που μείωσαν την αξία τους, όσο και από την πίεση στην εσωτερική ανταγωνιστικότητα της παγκόσμιας εργατικής Τάξης. Για τους λόγους που είδαμε, αυτό είναι κάτι που σήμερα καθίσταται πολυπλοκότερο ενώ η αύξηση της παραγωγής υπεραξίας δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση. Κατά συνέπεια, ανοίγεται ο δρόμος για την άλλη εναλλακτική: την υποτίμηση του συσσωρευμένου πλασματικού κεφαλαίου. Προς το παρόν, πρόκειται για μια διαδικασία που -μέσα από απανωτές απόπειρες- σκοπεύει να αφήσει το σβησμένο καντήλι στα χέρια των αντιπάλων. Δεν είναι δεδομένο ότι αυτό θα είναι αρκετό και τότε θα επιστρέψει -στην ημερήσια διάταξη- η αναγκαιότητα για να γίνει κάτι περισσότερο από μια απλή υποτίμηση, μια κυριολεκτική υλική καταστροφή όλων των μορφών του υπάρχοντος κεφαλαίου. Σ’ αυτό το σημείο, η τάση προς τον γενικευμένο πόλεμο θα επιβαλλόταν, χωρίς -φυσικά- αυτό να σημαίνει ότι μια τέτοια καταστροφή μπορεί να προγραμματιστεί, πίσω από τις κλειστές πόρτες κάποιας αίθουσας συνεδριάσεων. Όπως και κατά τη διάρκεια των προηγούμενων κύκλων, ο πόλεμος θα προκύψει ως η ολοκλήρωση μιας μακράς διαδικασίας σύγκρουσης ανάμεσα σε διάφορα -κρατικά και μη- υποκείμενα. Σε αυτήν την περίπτωση, η ποσότητα και η έκταση των συγκρούσεων -που βρίσκονται τώρα σε εξέλιξη- θα φωτιστούν υπό διαφορετικό πρίσμα. Λέγοντας αυτό και κλείνοντας, μακριά από εμένα μια αντίληψη που θέλει την επίλυση όλων των θεωρητικών προβλημάτων μέσα από μια “ορθή” χρήση της αναλυτικής κατηγορίας του πλασματικού κεφαλαίου. Υπάρχουν ζητήματα που παραμένουν ανοιχτά, ιδιαίτερα σε σχέση με τη δυνατότητα και τους τρόπους μιας συνολικής αναδιάρθρωσης των ταξικών σχέσεων, ως μια πύλη εξόδου από την κρίση, καθώς και με πιθανές παρεξηγήσεις, όπως εκείνη της απόλυτης άρνησης των δυνατοτήτων για μια οικονομική ανάκαμψη ή της αναπαράστασης μιας αναπόφευκτης παρακμής -σχεδόν με φυσιοκρατικούς όρους- του ΚΤΠ. Μέσα από άλματα θα προκύψει το χάος. Αλλά -όπως πάντα- ένα χάος που ορίζεται από την πάλη των τάξεων και τις κοινωνικές προοπτικές. Χωρίς φυσικά να μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα αμοιβαίας καταστροφής των αντιμαχόμενων τάξεων.

[*] Ο κομμουνισμός είναι και παραμένει το μοναδικό δυνατό ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά, η μορφή και το περιεχόμενο του δεν είναι αμετάβλητα, αλλά ιστορικά και ασυνεχή. Μια ολόκληρη εποχή -εκείνη του εργατικού κινήματος και του προλεταριακού προγράμματος- πέρασε και δεν γυρνάει. Επομένως, όσοι θέτουν το πρόβλημα της επανάστασης, πρέπει να ερμηνεύσουν σε βάθος όλες τις συνέπειες. Χρειάζεται να γίνει αντιληπτή η σχέση που υπάρχει σήμερα ανάμεσα στους καθημερινούς αγώνες τους προλεταριάτου, την επανάσταση και τον κομμουνισμό […]

Το Il Lato Cattivo [H Άσχημη Πλευρά] είναι ένα [ιταλόφωνο] περιοδικό που συντασσόταν από ένα περιορισμένο πυρήνα ατόμων, που σχηματίστηκε μεταξύ του 2010 και 2011, μέσα στο μακρύ κύμα της κρίσης και της ελληνικής εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008, έχοντας ως συστατική ιδέα πως (ιδιαίτερα) αυτά τα δυο γεγονότα είχαν δώσει και πάλι νόημα στη λέξη επανάσταση, αναθερμαίνοντας τη σχέση που εκ των πραγμάτων είναι πολύπλοκη, δεν είναι αυτόματη, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι υπαρκτή: τη σχέση ανάμεσα στην κρίση και τον κομμουνισμό. Σήμερα αυτός ο πυρήνας, περιορισμένος σε απόλυτους αριθμούς, βρίσκεται διάσπαρτος ανάμεσα στην Ιταλία και τη Γαλλία. Μέσα σε αυτά τα έξι χρόνια δημοσιεύθηκαν δυο έντυπα τεύχη του περιοδικού, του οποίου η κυκλοφορία είναι απολύτως άτακτη. Εκτός από το περιοδικό, επιμελούμαστε και ένα blog, στο οποίο δημοσιεύουμε παλιό και νέο υλικό που θεωρούμε ότι συμπληρώνει, επιβεβαιώνει και εμπλουτίζει τα περιεχόμενα του περιοδικού. Με την ίδια πρόθεση κυκλοφορούμε και μοιράζουμε και άλλο έντυπο υλικό […]

απόσπασμα από την ενότητα “ποιοι είμαστε” του illatocattivo.blogspot.com

Σημειώσεις του Μεταφραστή:

[1] Karl Paul Polanyi (1886-1964): Μελετητής και θεωρητικός (πολιτικής οικονομίας, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας και ανθρωπολογίας) από την Αυστροουγγαρία, ένθερμος πολέμιος του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού της εποχής του.

[2] Συνιδρυτής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας [PCI], το Γενάρη του 1921 -μετά από τη διάσπαση στο συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Λιβόρνο- και πρώτος γενικός γραμματέας του, μέχρι και τη διαδοχή του το 1924 “από το μαθητή του Αντόνιο Γκράμσι”, ο Αμεντέο Μπορντίγκα (1889-1970) υπήρξε διεθνώς ένας από τους κύριους πολιτικούς εκφραστές της κομμουνιστικής αριστεράς, βασικός πολέμιοςμέσα και έξω από τους κόλπους της Γ’ Διεθνούς- “της μπολσεβίκικης ηγεμονίας και των εκφυλισμών του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος”.

[3] Από τα γραπτά του Γάλλου Γκυ Ντεμπόρ, αιρετικού μαρξιστή και “άτυπου ηγέτη” αρχικά της Λετριστικής (1952-57) κι έπειτα της Καταστασιακής Διεθνούς (1957-1972), (μεταξύ άλλων) στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει.

Εισαγωγή στην Κοινωνία του Θεάματος. Μετάφραση: Γιόλα Γεωργαντζή. Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1979.

Η Κοινωνία του Θεάματος. Μετάφραση: Σύλβια Παπαδοπούλου. Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010.

[4] Jacques Camatte: Mαρξιστής στοχαστής και μέλος του Partito Comunista Internazionalista [PCInt], του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος που είχε ιδρυθεί το 1943 στην Ιταλία. Το 1966 θα ηγηθεί μιας (από τις πολλές) διασπάσεις του, για την “υπεράσπιση της κληρονομίας του Μπορντίγκα” και μέσα από την ομάδα και το περιοδικό Invariance [Μεταβλητότητα], από το ‘68 κι έπειτα θα επαναφέρει στην επιφάνεια -μαζί με τον Giorgio Cesarano- τη μαρξιστική αναλυτική κατηγορία της “υπαρκτής κυριαρχίας” του κεφαλαίου. Στα ελληνικά, κείμενα του έχουν δημοσιευθεί (μεταξύ άλλων) στο rioters.espivblogs.net

[5] Moishe Postone: Iστορικός, φιλόσοφος και πολιτικός οικονομολόγος από τον Καναδά. Καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και μέλος της Επιτροπής Εβραϊκών Σπουδών του.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *