Εν όψει των Εκδηλώσεων – Βιβλιοπαρουσιάσεων με συμμετοχή του συγγραφέα Pasquale Abatangelo [*] της αυτοβιογραφίας του «Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα. Μια ιστορία της δεκαετίας του ’70» (Εκδόσεις Διάδοση) σε Αθήνα (Παρασκευή 7/10 στις 19.00 στο red n’ noir) & Πάτρα (Σάββατο 8/10 στις 19.00 στο δημοτικό Μέγαρο Λόγου & Τέχνης).
Κοινοποίηση ανάρτησης της ελληνικής μετάφρασης από το aenaikinisi.wordpress.com ενός κειμένου για το βιβλίο, γραμμένο προ πενταετίας από τον Salvatore Ricciardi [**], έναν ξεχωριστό προλετάριο, σεμνό κομμουνιστή και παντοτινό αντάρτη που έφυγε από τη ζωή -έπειτα από ένα μήνα νοσηλείας- στις 9/4/2020 στη γενέτειρα του Ρώμη, έπειτα από τον βαρύτατο τραυματισμό του, μετά την πτώση του από μεγάλο ύψος, καθώς σκαρφάλωνε ψηλά, στα ογδόντα του -εν μέσω πανδημίας και καραντίνας- για να κρεμάσει πανό αλληλεγγύης στους αγωνιζόμενους και εξεγερμένους και τις αγωνιζόμενες και εξεγερμένες, κρατούμενους και κρατούμενες των ιταλικών φυλακών…
Ciao Pasquale,
Eυχαριστώ για το βιβλίο σου.
Σε ευχαριστώ για το γεγονός ότι μας έφερες ξανά, με την προσεκτική και πιστή διήγηση σου, στα χρόνια με τις ισχυρότερες αγάπες μας, τα χρόνια του μεγάλου πάθους, εκείνα τα πάθη και εκείνο το ζήλο που μας επέτρεψαν να επιφέρουμε μια πρόκληση στην καπιταλιστική τάξη σε μια κοινωνία με ένα σύστημα οικονομικό και στρατιωτικό που την τοποθετούν στην έβδομη θέση μεταξύ των δυνάμεων . Eκείνη τη δυνατή φλόγα και την ζέση που αντιτίθεται για τα καλά στην σημερινή εποχή που είναι γεμάτη αδύναμο και θλιβερό ζήλο, μηδέν πάθος, εποχή δίχως φλόγα που θα ήθελε να αποτελέσει παγίδα για τις νέες γενιές, καθιστώντας τες υπάκουες. Ατονία, νωθρότητα, αποχαύνωση που δεν διασπάστηκε ούτε για λίγο από τα υπερβολικά αναμνηστικού τύπου τελετουργικά των 40 χρόνων από το κίνημα του ’77.
Διαβάζοντας σε ένιωσα στο πλευρό μου, μαζί με πολλούς άλλους, να πηγαινοερχόμαστε ξανά εκείνα τα σκονισμένα βήματα στο πλακόστρωτο από τραχύ τσιμέντο, τραχύ σαν την ατμόσφαιρα που αναπνέαμε στις «ειδικές». Ξανά στα κελιά, να ξυπνάμε την αυγή απ’ τα ψαξίματα και τους ελέγχους (perquise) ή από τις ξαφνικές αναχωρήσεις (sballi), στις συγκρούσεις με τους φρουρούς, στα σχέδια απόδρασης, στους συνεχείς ιδεασμούς γι απόπειρες απόδρασης συχνά αποτυχημένες ή που κατέρρευσαν την τελευταία στιγμή ή, μερικές φορές, στις πετυχημένες απόπειρες, να κρύψουμε στις πιο απροσδόκητες θέσεις όλα εκείνα που θα προσπαθούσαμε να ανακτήσουμε αργότερα και που μας έρχονταν απ’ έξω, επινοώντας ευφάνταστους τρόπους. Στις επιστολές που γράφαμε κουρνιασμένοι στην κούνια και σε εκείνες τις αναμονές περπατώντας πέρα δώθε την ώρα του προαυλισμού, όταν στη φωνή του φρουρού «ταχυδρομείο» ορμούσαμε προς την πόρτα όπου μας μοίραζαν τα γράμματα ήδη σε μεγάλο βαθμό λογοκριμένα. Στα βιβλία, στις ομάδες μελέτης, στις σημειώσεις που γράφαμε με χαρακτήρες πολύ μικρούς σε ξεχαρβαλωμένα τετράδια από τις συνεχείς μετακινήσεις και έρευνες, ή και στα μηνύματα τα γραμμένα στα χαρτάκια των τσιγάρων για να τα κάνουμε αόρατα στους φρουρούς. Στην ακατανίκητη επιθυμία να μάθουμε, με την πεποίθηση ότι θα έπρεπε να υπάρχει ένας τρόπος κι ένας δρόμος που να αντιστοιχεί στην επιθυμία μας να πραγματοποιήσουμε μια κοινωνία διαφορετική από εκείνη που μας είχε αναγκάσει να την μισούμε τόσο πολύ ώστε να θέλουμε να την ανατρέψουμε.
Εκείνα τα ισχυρά πάθη, στην κορυφή η αλληλεγγύη, είναι το κόκκινο νήμα της αφήγησης σου, επειδή ήταν η ταυτότητά μας εκείνα τα χρόνια, μέσα και έξω. Τέτοια η ισχύς τους που κατάφεραν να μολύνουν οποιονδήποτε ήρθε εντός εμβέλειας, με την προϋπόθεση από την ίδια πλευρά του ταξικού οδοφράγματος.
Όλες και όλοι εμείς προερχόμασταν από διαφορετικά περιβάλλοντα και η αφήγηση σου εμφανίζει με τον καλύτερο τρόπο εκείνα τα κοινά χαρακτηριστικά που έφεραν τόσο κοντά διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα ώστε να μοιάζουν με μια αδελφοσύνη. Αλλά δεν είναι, όπως λένε σε ορισμένα μέρη, μια συνάντηση μεταξύ «απογόνων του ’68» μικροαστών διανοούμενων και «ληστών» κακοποιών του δρόμου, που ξεπήδησε για να ικανοποιήσει την περιέργεια, σχεδόν νοσηρή, ανάμεσα σε αντιτιθέμενα άκρα. Φυσικά και όχι! Εάν ένα χαρακτηριστικό έχει εξέχουσα θέση στα κινήματα της δεκαετίας του εβδομήντα ήταν ότι δεν χρειάστηκαν ποτέ, μέσα στην ανάπτυξη της σύγκρουσης τους μικροαστούς διανοούμενους, δεν είχαν την ανάγκη τους ούτε για μια στιγμή. Σίγουρα, υπήρξαν και προσπάθησαν να κατευθύνουν εκείνα τα θυελλώδη κινήματα, αλλά, δίχως να τα καταφέρουν, λίγο αργότερα εγκατέλειψαν, ή είχαν ένα τελείως περιθωριακό ρόλο. Εκείνοι που συνέχισαν, με αυτή την αδρότητα που χαρακτηρίζει την τάξη απ’ όπου προέρχονται, ήταν οι εργάτες, η νεολαία των προλεταριακών συνοικιών, οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες, και επίσης φοιτητές που προέρχονταν από προλεταριακές πραγματικότητες, κάνοντας και λάθη, αλλά σίγουρα όχι για να ακολουθήσουν τις οδηγίες του ιδεολόγου της βάρδιας. Ως εκ τούτου η συνάντηση με το παράνομο προλεταριάτο δεν υπήρξε η δελεαστική ανακάλυψη των βαρεμένων παιδιών-του-μπαμπά σε αναζήτηση περιπετειωδών συγκινήσεων και ανατριχίλας, αλλά η αναπαραγωγή αυτού που συνέβαινε στις γειτονιές, στα προάστια. Έχω ήδη μιλήσει για το πως στους Σιδηροδρόμους, στις αρχές της δεκαετίας του Εξήντα, ήταν ευρέως διαδεδομένες παράνομες πρακτικές για τη στήριξη των εργαζομένων συναδέλφων που είχαν υποστεί ατύχημα, το ίδιο και στα εργοτάξια των κατασκευών, μα ήταν πρακτική διαδεδομένη και σε άλλους εργατικούς τομείς απασχόλησης. Περίεργα που σπάνια συμβαίνουν σε κοινωνίες κατακερματισμένες στις οποίες κάθε κοινωνική ομάδα, σήμερα όλο και περισσότερο, κλείνεται στον μικρόκοσμο του συγκεκριμένου επαγγέλματος. Περίεργα που όταν εμφανίζονται, μας λένε ότι βρισκόμαστε στην παρουσία πιθανότητας μεγάλων αλλαγών που θα αφήσουν εποχή. Και εμείς, αυτό το ασυνήθιστο μείγμα της διαφορετικότητας, δεν αφήσαμε να μας επηρεάσει ο «μύθος» της νομιμότητας, όπως κινδυνεύουν οι άνθρωποι να επηρεάζονται σήμερα.
Δεν είχαμε βεβαιότητες, εκτός από εκείνη του να θέλουμε να φέρουμε την επανάσταση, να φέρουμε τα πάνω κάτω στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, δεν είχαμε προεπιλεγμένες διαδρομές, ούτε προγραμματισμένα στάδια, φάσεις. Ούτε άκαμπτες και προκατασκευασμένες θεωρίες που να μας καθοδηγούν μηχανικά στη δράση, μάλλον το αντίθετο, ήταν η δράση που υπαγόρευε τις θεωρητικές επιλογές. Τουλάχιστον όσο κράτησε η επίθεση! Το σκοτάδι ήρθε όταν άλλαξε πρόσημο, όταν η επίθεση εξόκειλε, όταν η προέλαση προσάραξε. Εκείνη την εποχή υπήρξε μια εξάπλωση των θεωριών που χτίστηκαν επάνω σε πραγματικότητες που φανταστήκαμε, εκεί ήταν η αρχή της ήττας. Εμείς, όπως και όλα τα κινήματα εκείνων των χρόνων, κινήματα που πίστευαν ακράδαντα πως δάγκωναν απτά την πραγματικότητα, θελήσαμε να ξεκινήσουμε ένα ταξίδι σκληρό χωρίς να έχουμε βεβαιότητες των αποτελεσμάτων του, ούτε συγκεκριμένα σημεία άφιξης. Θέλαμε να αλλάξουμε το υπάρχον που τρέφονταν με εκμετάλλευση και καταπίεση, που παρήγαγε πολέμους και καταστροφές, που ταμπουρώνονταν περιτριγυριζόμενο από τείχη, φυλακές, ψυχιατρεία και αποξένωση, αλλοτρίωση.
Όλα αυτά για εμάς ήταν ο κομουνισμός, ένας κομουνισμός σε κίνηση, ένας κομουνισμός σαν κίνημα που μεταμορφώνει το παρόν. Η διαδρομή εκείνου του κινήματος στόχευε στην ριζική αλλαγή του παρόντος, στην κατάργηση του καπιταλιστικού συστήματος και του Κράτους του όπως επίσης και του νομικού οπλοστασίου του. Σκεφτείτε πόσο θα μπορούσαν να μας ενδιαφέρουν οι φράχτες που ήταν χτισμένοι πάνω στο μύθο της νομιμότητας; Ο στόχος μας ήταν το χτίσιμο μιας άλλης κοινωνίας που έπρεπε να εφεύρουμε, να την επινοήσουμε απ’ την αρχή, βασισμένη όμως στην άμεση δημοκρατία του προλεταριάτου. Αυτή την διαδρομή ονομάζαμε κομουνισμό.
Έκανες μια εξαιρετική δουλειά, Pasquale, επιστρέφοντας μας με ειλικρίνεια την αλληλεγγύη η οποία έφτανε μέχρι τη συνενοχή, που μας χαρακτήριζε, φαίνονταν, πολλές φορές, σε εκείνο το είδος αγώνα που γίνονταν για την ανάληψη της ευθύνης, μπροστά στον επικεφαλής της φρουράς που παρατάσσονταν για τον ξυλοδαρμό μας ή τιμωρία σοβαρή, απέναντι σε ένα γεγονότος που είχε παραβιάσει την αυστηρή τάξη του εγκλεισμού. Μια αλληλεγγύη που συνοδεύονταν από μια ακραία εμπιστοσύνη, του ενός προς τον άλλο και όλων προς όλους. Εμπιστοσύνη τόσο σημαντική που, στο αντίθετο της εξέφρασε, κατά τη λήξη του επιθετικού κύκλου, έναν καταστροφικό θυμό προς όλους εκείνους που πρόδιδαν την εμπιστοσύνη αυτή. Και συνέβη, δυστυχώς συνέβη στιγμές θυμού καταστροφικού εξερράγησαν μέσα μας. Αυτό έγινε ανοίγοντας τεράστια ερωτήματα. Συνέβη με αποτελέσματα εμπαθούς θρυμματισμού και αγριότητας απέναντι σε αδύναμους συντρόφους μας μπροστά στις πιέσεις του εχθρού. Έγιναν τα πάντα και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ήταν δυνατόν να μην είχαν συμβεί όταν ξεκινά μια διαδικασία και τίθενται στόχοι, όπως αυτοί που θέσαμε, να έρθουμε αντιμέτωποι και να συγκρουστούμε με τις πιο ισχυρές δυνάμεις που η ανθρωπότητα έχει δει ποτέ, για να τους νικήσουμε, να τους καταρρίψουμε και να μετατρέψουμε τον κόσμο στον οποίο ζούμε.
Ειδική φυλακή του Trani, η εξέγερση, οι Gis των καραμπινιέρων με τα ελικόπτερα και οι ριπές με τ’ αυτόματα, ο ολοκληρωτικός ξυλοδαρμός, στη συνέχεια η επανέναρξη του αγώνα αν και μαύροι απ’ το ξύλο, η αναχώρηση για Nuoro, η τιμωρητική Badu ‘e Carros,και η συνέχεια… Όμορφες στιγμές! Έτσι κι αλλιώς οι μπουνιές ξεχνιούνται, κάποιες μελανιές, ουλές εδώ κι εκεί που ούτε φαίνονται, αλλά οι όμορφες σχέσεις δεν ξεχνιούνται, τις θυμάσαι, και πως! Και είναι το αλάτι της ζωής.
Ένα τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να προσθέσω, και αφορά από πλησιέστερα την ενδιαφέρουσα εμπειρία σου: από περιθωριοποιημένο παράνομο σε κομμουνιστή μαχητή. Θα είναι δυνατό κάτι τέτοιο σήμερα; Πρέπει να Είναι! Φυσικά, σήμερα οι ληστές, οι παράνομοι δεν είναι εκείνοι οι αντάρτες των νεανικών σου χρόνων, το ξέρουμε, αλλά σήμερα, οι εργατικές δυσκολίες και κυρίως μισθολογικές, αναγκάζουν πολλούς εργαζόμενους, σε διάφορους τομείς, να πρέπει να στρογγυλέψουν το κοκαλιάρικο εισόδημα τους με μια δεύτερη δουλειά, εκείνη που καταφέρνουν να βρουν. Τι βρίσκουμε σήμερα; Μπορεί να συμβεί, και συμβαίνει πολύ συχνά, οι εργάτες και οι προλετάριοι πρέπει να «στρογγυλεύουν» τους πενιχρούς μισθούς με παράνομες δραστηριότητες, γιατί αυτές βρίσκονται, κάποιες άλλες όχι. Είναι προϋπόθεση της ύπαρξής τους, ετούτων και αυτών που εξαρτώνται από αυτούς, και δεν μπορούν να περιμένουν. Από εδώ επαναλαμβάνω αυτό που έχω προτείνει εδώ και αρκετό καιρό, μέχρι τώρα δεν μ’ έχουν ακούσει: να απαλλαγούμε από τη συνήθεια της νομιμότητας, να την πετάξουμε μακριά και να αντιμετωπίσουμε μαζί με αυτούς τους προλετάριους το πρόβλημα του πώς να οργανώσουμε όλους και όλες όσους εργάζονται σε κάθε τομέα – ακόμη και η παρανομία είναι ένας παραγωγικός τομέας – και οι οποίοι θα έχουν να κερδίσουν ανατρέποντας αυτή την κοινωνία, επαναστατώντας εναντίον της.
Ένα βιβλίο πολύ χρήσιμο ειδικά για τα κορίτσια και τα αγόρια, στα οποία συστήνω την ανάγνωση. Ένα βιβλίο το οποίο, επαναλαμβάνω, με ενθουσίασε. Λιγότερο ενθουσιασμό ένιωσα όταν είδα να επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν την ιστορία σου / μας για να στηρίξουν τις τρέχουσες πολιτικές θέσεις. Κάθε πολιτική άποψη μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα και να επαληθευτεί στην πραγματική ζωή, αλλά αυτό γίνεται, βάζοντας το πρόσωπο μπροστά και όλα τα άλλα, διακινδυνεύοντας. Αυτή είναι η επαλήθευση. Αυτό είναι το δίδαγμα της δεκαετίας του Εβδομήντα!
Γεια σου Pasquale, a presto, σύντομα μαζί
Salvatore Ricciardi
[*] Ο Πασκουάλε Αμπατάντζελο γεννήθηκε το 1950 στη Φλωρεντία. Τελευταίο παιδί μιας πολυμελούς προλεταριακής οικογένειας με καταγωγή από τον Νότο. Τη δεκαετία του 1970, μετά από μια σειρά εμπειριών του δρόμου που θα τον οδηγήσουν αρκετές φορές στη φυλακή, συμμετέχει ενεργά στις εξεγέρσεις των προλετάριων κρατούμενων μέσα στις φυλακές και έξω από αυτές στις διαδηλώσεις της επαναστατικής αριστεράς.
Στις 29 Οκτώβρη του 1974, συλλαμβάνεται στη Φλωρεντία μετά από μια «προλεταριακή απαλλοτρίωση» των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων (ΝΑΡ) στο Ταμιευτήριο της πλατείας Αλμπέρτι. Εκεί, κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών με τους καραμπινιέρους, θα τραυματιστεί σοβαρά, ενώ δυο σύντροφοί του, ο Λούκα Μαντίνι και ο Σέρτζιο Ρομέο, έχασαν τη ζωή τους.
Συμμετέχει στις εξεγέρσεις στις ειδικές φυλακές στην Αζινάρα το 1979 και στο Τράνι το 1980. Ήταν ένας από τους δεκατρείς πολιτικούς κρατούμενους, την απελευθέρωση των οποίων είχαν ζητήσει οι Ερυθρές Ταξιαρχίες (BR) με αντάλλαγμα την απελευθέρωση του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου της Χριστιανοδημοκρατίας Άλντο Μόρο.
Από το βιογραφικό σημείωμα που περιλαμβάνεται στην έκδοση.
[**] Ο Σαλβατόρε Ριτσιάρντι γεννήθηκε το 1940 στη Ρώμη. Μετά από τεχνικές σπουδές και παράλληλη δουλειά στην οικοδομή, το ’62 θ’ αρχίσει να εργάζεται ως τεχνικός στους σιδηροδρόμους. Θα δραστηριοποιηθεί συνδικαλιστικά στη Γενική Συνομοσπονδία Ιταλών Εργαζομένων [Cgil] και πολιτικά στο Σοσιαλιστικό Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας [Psup]).
Θα συμμετάσχει ενεργά στους φοιτητικούς και τους εργατικούς αγώνες που θα ξεσπάσουν το 1968 και το ’69. Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν θα πρωταγωνιστήσει στην οικοδόμηση της αυτοοργάνωσης που αρχίζει να κερδίζει έδαφος τόσο στο σιδηροδρομικό κλάδο όσο και σ’ άλλους εργοστασιακούς χώρους. Μετά την πολύχρονη δραστηριοποίησή του στο χώρο της εργατικής αυτονομίας, το 1977 θα στρατευθεί στις Κόκκινες Ταξιαρχίες, στη ρωμαϊκή Φάλαγγά τους πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την “επιχείρηση Μόρο”. Θα συλληφθεί τον Μάρτη του 1980 και στα τέλη της ίδιας χρονιάς μαζί με συντρόφους του και άλλους συγκρατούμενούς του, θα οργανώσουν την εξέγερση στην ειδική φυλακή του Τράνι. Θα καταδικαστεί σε ισόβια και από το 1996 θα τεθεί σε καθεστώς “ημι-ελευθερίας”.
Μετά από τριάντα χρόνια εγκλεισμού και ομηρίας, από τα τέλη του 2011 [έζησε & αγωνίστηκε…] ελεύθερος χωρίς περιοριστικούς όρους.
Το 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Derive Approdi το βιβλίο του Maelstrom. Στιγμιότυπα ταξικής εξέγερσης και αυτοοργάνωσης στην Ιταλία (1960-1980), από το οποίο και ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα:
“Το κίνημα στο οποίο συμμετείχα και για το οποίο μιλάμε τώρα ήταν ένα φουσκωμένο ποτάμι αρκετά συμπαγές, αν και κολυμπούσαν μέσα του πάρα πολλά ψάρια με διαφορετικά χρώματα, διαφορετικές ιδέες και πρακτικές, συχνά εναντιωματικά μεταξύ τους. Η διαδρομή αυτού του ποταμιού στόχευε στη ριζική αλλαγή του υπάρχοντος, στην αποκαθήλωση του καπιταλιστικού συστήματος και του Κράτους του, στην οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας που έπρεπε να εφευρεθεί, βασισμένη όμως στην άμεση δημοκρατία του προλεταριάτου. Ονομάζαμε αυτή τη διαδρομή “κομμουνισμό”. Μια επαρκής προοπτική για να συνεχίσουμε να κολυμπάμε όλοι και όλες μέσα στο ίδιο ποτάμι και προς την ίδια κατεύθυνση. Και οι ένοπλες οργανώσεις δεν ήταν άλλο από χώροι αυτού του ίδιου του ποταμιού. Δεν υπήρξε, ούτε θα μπορούσε να υπάρξει, ούτε “κεντρική δομή” ούτε “ένας και μοναδικός εγκέφαλος”. Ήμασταν όλοι σκεπτόμενα μυαλά, γι’ αυτό και παράγαμε πάρα πολλά όμορφα και ανατρεπτικά πράγματα […]. Το κίνημά μας διέρρηξε κάθε δεσμό με τον εθνικισμό, ο οποίος είχε μολύνει το εργατικό κίνημα τον εικοστό αιώνα. Το βλέμμα μας αποστρεφόταν κάθε σύνορο, σηκωνόμασταν στις μύτες των ποδιών μας για να κοιτάξουμε όλο και πιο μακρυά. Την προσοχή μας τραβούσε κάθε ρήξη στο διεθνές επίπεδο, το οποίο βλέπαμε μ’ αντίστοιχο ενδιαφέρον μ’ εκείνο για την κάθε ρήξη της καπιταλιστικής τάξης στο εσωτερικό. Ήμασταν πεπεισμένοι ότι το σφιχταγκάλιασμα ανάμεσα στον κομμουνισμό και τον εθνικισμό ήταν ένα είδος εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, όπως και κάθε άλλη βασισμένη στην ταυτότητα παλινόρθωση. Αυτό το έγκλημα εμπόδισε κάθε πραγματική σχέση ανάμεσα στο κλασικό εργατικό κίνημα και το δικό μας κίνημα. Ήμασταν πιο κοντά στον “αρχικό” κομμουνισμό, τον ανταγωνιστικό και διεθνιστικό, και όχι στον εθνικό-πατριωτικό του εικοστού αιώνα. Δίναμε περισσότερη σημασία στο διεθνές πλαίσιο και τις μεταβολές του απ’ ό,τι στις εσωτερικές πολιτικές αλχημείες του “παλατιού”. Θεωρούσαμε τους εαυτούς μας κομμάτι μιας διεθνούς σύγκρουσης, αν και όντας στενά δεμένοι με τις πραγματικότητες, τις εδαφικοποιημένες κι εκείνες στους χώρους δουλειάς […]. Οι μνήμες φυσικό είναι να βαραίνουν το φορτίο του παρελθόντος, να αφήνονται πίσω, να μη σου ανήκουν πια. Όχι. Τα γεγονότα αυτών των σελίδων, οι επιλογές εκείνου του κομματιού της γενιάς μου, τουλάχιστον όσο μ’ αφορά προσωπικά, δεν είναι βαλμένες στο σακούλι του παρελθόντος. Ζω μαζί τους. Είναι το παρόν, για εμένα. Δεν κάνω τα πράγματα που έκανα τότε, αλλά δεν τα πέταξα και μακριά μου με απέχθεια, απογοήτευση και τύψεις. Με συντροφεύουν, με βοηθάνε στη δύσκολη φουσκοθαλασσιά των καιρών που ζούμε. Λένε μερικοί: να κλείσεις πίσω σου για να πας παραπέρα. Θα μπορούσε να γίνει και αυτό, αλλά θα ήταν απαραίτητη πρώτα μια ανοιχτή και ευρεία συζήτηση, χωρίς διαστρεβλώσεις και προκαταλήψεις, που αποτελούν και το καθημερινό ψωμί αυτής της χώρας […].
Απόσπασματα από τη μπροσούρα “Salvatre Ricciardi. Τι σήμαινε να είσαι 20 χρονών το 1960… Με το άλφα μικρό. Μια ζωή για την προλεταριακή αυτονομία” (Προλεταριακή Πρωτοβουλία. Αθήνα, 2015) & Salvatore Ricciardi [1940-2020] Πάντα Παρών! Ο χαιρετισμός του Σάντε Νοταρνικόλα & άλλο “ενδιαφέρον υλικό”” (Απρίλης 2021)