Raffaele Sciortino | Η Δίνη: Παγκοσμιοποίηση, Πόλεμος, ΗΠΑ, Κίνα & Ευρώπη μέσα στο αβέβαιο παρόν [Β’ Μέρος]

Μια Συνέντευξη του Raffaele Sciortino στον Alberto Deambrogio

Για το Εισαγωγικό Σημείωμα από Προλ.Πρωτ & ΚτΒ και το Ά Μέρος της Συνέντευξης πατήστε ΕΔΩ

[Β’ Μέρος]

A.D: Ας παραμείνουμε στο ζήτημα των πιθανών εξελίξεων της παγκοσμιοποίησης. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, παράλληλα με τα δραματικά επεισόδια του πολέμου που βρίσκεται σ’ εξέλιξη, σκιαγραφείται ένας ρόλος για την Κίνα, ως ο νέος παγκόσμιος εχθρός που χρήζει αντιμετώπισης. Πράγματι, η Κίνα και οι ΗΠΑ αναμετριούνται μεταξύ τους, με επίκδυνες συνέπειες για όλον τον κόσμο, ακόμα και αν -επί του παρόντος- τα συμφέροντα τους παραμένουν διαπλεκόμενα. Πώς βλέπεις προοπτικά να εξελίσσεται αυτή η μάχη για την ηγεμονία, μαζί με όλα τα ανορθολογικά παρελκόμενα και τα “θα ήθελα αλλά δεν μπορώ”, που αυτή εμπεριέχει;

R.S.: Αυτή είναι η καρδιά του ζητήματος. Πρέπει όμως να κάνουμε πρώτα ένα βήμα πίσω.

Μέσα στο νέο είδος ηγεμονίας που οι ΗΠΑ εγκαθίδρυσαν στον κόσμο, έπειτα από τη δεκαετία του 1970 και το τέλος του νομισματικού καθεστώτος του Bretton Woods, η Κίνα υπήρξε κεντρική, δηλαδή το άνοιγμα των δυτικών αγορών στις κινέζικες εξαγωγές, κάτι που επέτρεψε τη διεθνοποίηση της παραγωγής, τη συγκρότηση παγκόσμιων παραγωγικών αλυσίδων που επέτρεψαν στην Κίνα να έχει μέσα σε τριάντα χρόνια αυτή την απίστευτη ανοδική πορεία, την οποία άλλες χώρες ώριμου καπιταλισμού διέσχισαν σε εκατό, εκατοπενήντα χρόνια. Πάντοτε όμως με την Κίνα σε μια ασύμμετρη θέση, ξεκάθαρη από την σιωπηλή υποχρέωση της ν’ αγοράζει -προς ενίσχυση του δολαρίου- τίτλους αξιών του Δημοσίου των ΗΠΑ. Η κρίση που ξέσπασε το 2008 μ’ επίκεντρο τις ΗΠΑ, επιφανειακά μονάχα αποτέλεσε μια χρηματοπιστωτική κρίση. Στην πραγματικότητα, σηματοδότησε το πρώτο πέρασμα σε μια συστημική κρίση. Μέσα όμως από τις απαντήσεις που δόθηκαν από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και το κράτος των ΗΠΑ και στη συνέχεια απ’ όλους τους άλλους παγκόσμιους συντελεστές, αυτή η κρίση ουσιαστικά πάγωσε. Ένα πάγωμα όμως που έβαλε σε κίνηση δυο βασικές διαδικασίες, των οποίων σήμερα βλέπουμε μια πρώτη ισχυρή επιδείνωση σε γεωπολιτικό επίπεδο. Η πρώτη διαδικασία είναι αυτή που ο Economist ονόμασε επιβραδυνοποίηση [slowbalization]. Η ανοδική παγκοσμιοποίηση, τουλάχιστον κάτα τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας, δεν υπέστη παύσεις στους τρεις βασικούς δείκτες της, δηλαδή στο παγκόσμιο εμπόριο, τη συγκρότηση των παγκόσμιων παραγωγικών – εφοδιαστικών αλυσίδων και τις εξωτερικές επενδύσεις. Σίγουρα όμως παρατηρούμε μια επιβράδυνση των δεικτών ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, σε παραγωγικό επίπεδο, και γενικότερα ως προς το επίπεδο της ικανότητας να τεθεί και πάλι σε κίνηση η καπιταλιστική συσσώρευση κι επομένως η μηχανή των κερδών, με αυξομειώσεις υπό συνθήκες σαφώς διαφοροποιημένες, όσον αφορα τη Δύση (σε διαφορά με την ανατολική Ασία και ιδιαίτερα με την Κίνα), αυτό του οποίου γίναμε μάρτυρες ήταν μια ουσιαστική στασιμότητα. O όρος δεν είναι ο ακριβέστερος, εξαιτίας ακριβώς των διαφορετικών συνθηκών που επικρατούν τόσο μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ όσο και στο εσωτερικό της ίδιας της Ευρώπης. Πρέπει όμως να ειπωθεί πως βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί μια ασφυκτιούσα ανάπτυξη και ακόμα περισσότερο η ανικανότητα επανεκκίνησης για την καπιταλιστική συσσώρευση. Κάτι που εκδηλώθηκε παράλληλα -σαν μιά συνέπεια που μετατρέπεται σε αιτία- μ’ ένα αυξανόμενο δανεισμό, παρακινούμενο από τις κεντρικές τράπεζες και ιδιαίτερα από εκείνη των ΗΠΑ [Federal Reserve], ο οποίος στοχεύει ακριβώς στο μπλοκάρισμα των εκρηκτικών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συνεπειών της παγκόσμιας κρίσης.

Τι συνεπάγεται και τι επιφέρει όλο αυτό στην κινέζικη πλευρά; Τη συνειδητοποίηση του γεγονότος, από πλευράς των ελίτ και των υψηλών κλιμακίων του Κόμματος – Κράτους, πως η ασύμμετρη σχέση με την Ουάσιγκτον και τη Δύση -που σήμαινε τη θεμελίωση της δικής του ανόδου στις εξαγωγές στη δυτική αγορά για την πρόσβαση του σε κεφάλαια και τεχνολογίες- έγινε πάρα πολύ ανισόρροπη, απρόσφορη πλέον για τα συμφέροντα και τις αναγκαιότητες της κινέζικης ανάπτυξης. Για την αποτροπή της κρίσης του 2008, η Κίνα είχε παρέμβει μέσα από μια ξέφρενη παροχή ρευστότητας και μ’ αυτόν τον τρόπο είχε συνδράμει και τη Δύση. Όμως, το δικό της μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης δεν μπορεί να βασιστεί σ’ ένα διαρκή δανεισμό, ο οποίος θα δημιουργούσε μια φούσκα -ανάλογη μ’ αυτή της Δύσης- που μοιραία, αργά ή γρήγορα θα έσκαγε. Επομένως το Πεκίνο, ιδιαίτερα υπό την διεύθυνση του Xi Jinping, έθεσε επί τάπητος ένα πλάνο, μια βιομηχανική και οικονομική πολιτική με σκοπό την αναρίχηση του μέσα στις λεγόμενες αλυσίδες της αξίας. Για να το πούμε συνοπτικά, πρόκειται για μια αναπροσαρμογή της εσωτερικής οικονομίας και της σχέσης της δικής του οικονομίας με το εξωτερικό (διπλή κυκλοφορία). Με χειροπιαστούς όρους αυτό σημαίνει λιγότερη εξάρτηση από τις εξαγωγές, ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς, λιγότερη έκθεση στα δυτικά χρηματοπιστωτικά ερεθίσματα, προβολή στο εξωτερικό μέσα από τους λεγόμενους Δρόμους του Μεταξιού.

Είναι ξεκάθαρο ότι μέσα σ’ όλο αυτό, για την Κίνα καθίσταται σε ζωτική ανάγκη η αναρρίχηση της στην τεχνολογικά προηγμένη παραγωγή, κυρίως σ’ έναν κλάδο που βρίσκεται ακόμα πίσω, όπως εκείνος των microchip. Παρατηρείται ότι η προσοχή της δεν στρέφεται κυρίως ή μονάχα στην ψηφιακή παραγωγή για τη μαζική κατανάλωση, αλλά στο design, την παραγωγή και το σχεδιασμό εκείνων των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων που αποτελούν τη βάση του (όπως επίσης ξεκάθαρα αποτελούν τη βάση και των στρατιωτικών τεχνολογιών).

Σε περίπτωση που αυτό το πλάνο κινέζικης αναπροσαρμογής επιτύχει, για τις πολυεθνικές των ΗΠΑ και γενικότερα της Δύσης -και κυρίως για τον αμερικάνικο έλεγχο μέσω του δολαρίου- θα ήταν, δεν λέω το τέλος (γιατί δεν είναι αυτός ο στόχος και ούτε καν η ικανότητα της, αν ληφθούν υπόψη και οι συσχετισμοί ισχύος), αλλά -σε κάθε περίπτωση- ένα βαρύ πλήγμα. Αυτή ακριβώς η υπόθεση είναι εκείνη που προκάλεσε την αντίδραση των ΗΠΑ, διακηρυγμένη ήδη κατά τη διάρκεια της διαχείρισης Ομπάμα και εφαρμοσμένη με τον λεγόμενο εμπορικό πόλεμο του Τραμπ. Ο εμπορικός πόλεμος δεν έχει ως πραγματικό στόχο την εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, αφού όπως έλεγα προηγουμένως δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Οι ΗΠΑ κυριαρχούν άνετα στον κόσμο παράγοντας χρέος. Το πρόβλημα είναι η διατήρηση της πρωτιάς και της επικυριαρχίας του δολαρίου, η παρεμπόδιση της Κίνας από την τεχνολογική αναρρίχηση σε πιο προηγμένα στάδια καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Πράγματι, αυτό που βλέπουμε είναι μια αρμονική συνέχεια μεταξύ της διαχείρισης Τραμπ και της διαχείρισης Μπάιντεν. O Μπάιντεν δεν έκανε άλλο από το να οξύνει αυτή τη στρατηγική που πήρε τη μορφή της λεγόμενης “επιλεκτικής τεχνολογικής αποσύνδεσης” [decoupling]. Με τον όρο decoupling εννοείται η αποσύνδεση της Κίνας από την πρόσβαση σε προηγμένα δυτικά κεφάλαια και τεχνολογίες, μέσα σ’ ένα διεθνές πλαίσιο όπου οι ΗΠΑ συνειδητά επιβάλουν επίσης τους ίδιους μηχανισμούς σε χώρες της Δύσης και σε συμμάχους τους στην Ανατολή (Ιαπωνία και Ταϊβάν). “Επιλεκτική” γιατί μια ολική ρήξη με την Κίνα θα ήταν για τις ΗΠΑ σαν να σφάζουν την κότα με τα χρυσά αυγά. Κάτι που -τουλάχιστον προς το παρόν- ούτε βρίσκεται στους σχεδιασμούς τους ούτε είναι εφικτό. Ταυτόχρονα, σε γεωπολιτικό επίπεδο οι ΗΠΑ αναπροσανατολίστηκαν προς την ανατολική Ασία και χάραξαν μια στρατηγική νέας ανάσχεσης της Κίνας (στρατηγική του λεγόμενου Ινδικού-Ειρηνικού), με επίκεντρο τη βόρεια και τη νότια Σινική Θάλασσα και την Ταϊβάν.

Στην παρούσα φάση, η κινέζικη κυβέρνηση, ζυγίζοντας νηφάλια τους υπάρχοντες συσχετισμούς ισχύος, δεν στοχεύει σε μια συμμετρική απάντηση απέναντι στην αντίστοιχη των ΗΠΑ, σ’ ένα decoupling με κινεζική υπογραφή, αλλά στην απόσπαση περισσότερων περιθωρίων κίνησης σ’ όλα τα επίπεδα, τουλάχιστον όσο κάτι τέτοιο θα είναι εφικτό, πάντοτε σε συσχετισμό με την πρωταρχική στρατηγική της τεχνολογικής αναπλήρωσης και της διπλής κυκλοφορίας, κάτι που προϋποθέτει την αποφυγή της “αποσύνδεσης” της από την παγκόσμια αγορά.

Αυτό είναι κάτι που μου επιτρέπει ν’ απαντήσω ευθέως στην ερώτηση σου. H άνοδος της Κίνας είναι πραγματική, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να μετατραπεί σε πρόκληση, με τη στενά ηγεμονική έννοια. Αυτό γιατί ο Δράκος δεν διαθέτει τους αριθμούς εκείνους που χρειάζονται ώστε ν’ αντικαταστήσει τον ιδιαίτερο παγκόσμιο ρόλο που επιτελούν οι ΗΠΑ, δηλαδή την ικανότητα ν’ αναδιαμορφώσει ολόκληρο το παγκόσμιο καπιταλιστικό κύκλωμα και να μετατραπεί στο νέο άξονα, γύρω από το οποίο αυτό θα περιστρέφεται. Αυτή η άνοδος απαιτεί επίσης το άνοιγμα της Κίνας στην παγκόσμια αγορά, αλλά και αυτής της παγκόσμιας αγοράς -και όχι μονάχα κάποιων κομματιών της- μέσα στην ίδια την Κίνα. Κάτι που αντανακλάται και στο πεδίο των στρατηγικών της: το Πεκίνο σήμερα στοχεύει σε μια πιο αυτόνομη τοποθέτηση του μέσα στον παγκόσμιο καπιταλισμό, προσέχοντας όμως καλά ώστε -ταυτόχρονα- να μην αφεθεί ν’ αποκοπεί -μέσω της στρατηγικής των ΗΠΑ- απ’ αυτόν. Αυτό αντανακλάται και στο νομισματικό πεδίο. Το Πεκίνο δεν είναι (ακόμα;) έτοιμο να αντιπαρατεθεί με την παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου, αν και μέσα στην πορεία της ανόδου του δεν μπορεί παρά να θέσει το ζήτημα ενός δικού του νομίσματος, σταδιακά ολοένα και πιο διαδεδομένου σε παγκόσμια κλίμακα, ώστε ν’ αμβλύνει -εν μέρει- τους κινδύνους που συνδέονται με την εξάρτηση του από το πράσινο χαρτονόμισμα. Χωρίς όμως να μπορεί να το αντικαταστήσει.

Πιο πρόσφατα, η επιδείνωση των σχέσεων του με την Ουάσιγκτον, όπως και η χρήση του δολαρίου ως όπλο στη σύγκρουση στην Ουκρανία, έπεισαν πράγματι τα κινέζικα επιτελεία για το γεγονός ότι η έκθεση σ’ αυτό το δολαριοκεντρικό σύστημα αποτελεί πλέον έναν κίνδυνο ολοένα και πιο ανισόρροπο, συγκριτικά με το προτέρημα της πρόσβασης στις δυτικές εξαγωγικές αγορές. Μ’ άλλα λόγια, η Κίνα δεν μπορεί πλέον να παίζει -πάντα και σε κάθε περίπτωση- σεβόμενη τους κανόνες της Federal Reserve. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται άλλο ένα κομμάτι του παζλ, η στρατηγική που έχει οριστεί ως διεθνοποίηση του κινέζικου νομίσματος, που σύμφωνα με τις προθέσεις του Πεκίνου θα πρέπει να είναι συγκρατημένη και ομαλή, αντιπροσωπεύοντας όμως -ολοένα και πιο ξεκάθαρα- μια αναγκαστική επιλογή. Μέσα σ’ αυτή τη στρατηγική εντάσσεται και η εισαγωγή του ψηφιακού γιεν.

Στην πραγματικότητα το Πεκίνο, αν και υπέρ ενός πολυπολικότερου διεθνούς νομισματικού συστήματος, δεν είναι (ακόμα) διατεθειμένο για την πλήρη μετατρεψιμότητα του νομίσματος του, ούτε για την ανάληψη του βάρους της μετατροπής του γιεν σε διεθνές αποθεματικό νόμισμα. Ταυτόχρονα, ανοίγει συγκρατημένα -και δεν κλείνει- τα εθνικά συστήματα πληρωμών σε γιεν προς βασικές διεθνείς εταιρίες (όπως στις American Express, Visa και Mastercard), ως προληπτική άμυνα απέναντι σε περαιτέρω βήματα αποσύνδεσης του από τις ΗΠΑ. Επομένως, οι συγκεκριμένες κινήσεις μοιάζουν περισσότερο αμυντικής υφής, αν και οι συνέπειες τους -όπως πάντα- μπορούν να φτάσουν πολύ μακρύτερα από τις αρχικές προθέσεις. Κυρίως στην περίπτωση που μελλοντικά γίνει το βήμα διασύνδεσης του ψηφιακού νομίσματος, δεδομένων των χαρακτηριστικών και των δυνατοτήτων του, σε κεντρικά αποθεματικά μετακινημένα από το δολάριο στο χρυσό.

Έτσι, προκύπτει η αντίφαση που -αν δεν εκραγεί νωρίτερα- πιθανότατα θα μάς συνοδεύσει για μερικές δεκαετίες. Η αντίφαση που προκύπτει από την -βάσιμη αλλά ταυτόχρονα και αντιθετική- αναγκαιότητα για την Κίνα και τις ΗΠΑ, για τη διατήρηση της παγκοσμιοποίησης και από την ταυτόχρονη αναγκαιότητα να θέτουν σε κίνηση στρατηγικές που ναρκοθετούν την ίδια την παγκοσμιοποίηση, τείνοντας έτσι προς μια κρίση κι έπειτα -ενδεχομένως- προς μια αποπαγκοσμιοποίηση.

Μονάχα σε περίπτωση που προσεγγιστεί το σημείο συγχώνευσης των διεθνών σχέσεων και της σύγκρουσης ΗΠΑ-Κίνας, με την προϋπόθεση μιας βαθύτατης εσωτερικής κρίσης της αμερικανικής κοινωνίας, μπορεί να λάβει χώρα η εκκίνηση μιας πραγματικής αποπαγκοσμιοποίησης κι επομένως αποδολαριοποίησης. Δεν θα πρόκειται όμως, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, για μια διαφαινόμενη ηγεμονική αλλαγή φρουράς, πόσο μάλλον μιας νέας, δικαιότερης “διεθνούς τάξης πραγμάτων”, αλλά για την αποδιάρθρωση του παγκόσμιου συστήματος.

Όπως και να έχει, όλα αυτά μαρτυρούν πολλά για την -αν μη τι άλλο- υψηλή θερμοκρασία του παγκόσμιου συστήματος, η οποία είναι υψηλότερη απ’ όσο μπορούσε να υποτεθεί πριν από το ξέσπασμα της ουκρανικής κρίσης. Στην παρούσα φάση, είναι δύσκολο να προβλεφθούν οι συνολικές συνέπειες. Αν και δεν βρισκόμαστε ακόμα ενώπιον μιας γεωπολιτικής κρίσης τέτοιου μεγέθους, η οποία να θέτει σε κίνηση μια διαδικασία αυτής καθαυτής αποπαγκοσμιοποίησης -για την οποία σχεδόν σίγουρα θα είναι απαραίτητη μια συνθήκη που θα εμπλέκει άμεσα τον κινέζικο παράγοντα-, όλα όσα διαδραματίζονται επισκιάζουν αυτήν τη διαδικασία, φανερώνοντας την σημασία της διαδρομής που διανύεται από τη διεθνή πολιτική.

Α.D: Για την επιστροφή της καπιταλιστικής συσσώρευσης στα επιθυμητά ποσοστά χρειάζεται η καταστροφή κεφαλαίων. Αυτή η κοινότυπη θεώρηση, η οποία είναι έμφυτη στο κοινωνικοικονομικό σύστημα που ζούμε, περιέχει σήμερα ένα βαρύτατο τίμημα για την Ευρώπη: οι ΗΠΑ φορτώνουν κυρίως σ’ αυτήν τα κόστη που είναι αναγκαία και συνδέονται με τον πόλεμο. Τι γνώμη έχεις σχηματίσει για τον ευρωπαϊκό παράγοντα, για τον ανύπαρκτο πολιτικό ρόλο του και την κρίση του γαλλογερμανικού άξονα; Τι είναι αυτό που πιθανώς μπορεί ν’ αλλάξει τώρα, μετά τις πρόσφατες γαλλικές εκλογές;

R.S: Καταρχήν, ας ειπωθεί ότι η πένθιμη καμπάνα χτύπησε ουσιαστικά γι’ αυτό που είχε απομείνει όρθιο από τις αυτόνομες ευρωπαϊκές φιλοδοξίες, οι οποίες είχαν ήδη ψαλιδιστεί από την Ευρωκρίση και φαινομενικά είχαν επαναδιατυπωθεί με την απάντηση στην πανδημική κρίση. Μετά τη φουρτούνα που προκάλεσε ο Τραμπ, ο Μπάιντεν -κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της προεδρίας του- επανατοποθετήθηκε περιορισμένα γύρω από μερικές από τις ανοιχτές διαφορές. Έτσι, προέκυψαν οι συμφωνίες με τις Βρυξέλλες για τον χάλυβα και το αεροδιάστημα (για την μακρόχρονη σύγκρουση Boeing-Airbus), κάθως και η αναμενόμενη θέσπιση ενός ελάχιστου παγκόσμιου φόρου στα εισοδήματα των πολυεθνικών από το εξωτερικό (στην πραγματικότητα πρόκειται για ψίχουλα), μέσα σε μια γενική αλλαγή πολιτικού ύφους, με την επιστροφή στις φιλελεύθερες και παγκοσμιοποιητικές τοποθετήσεις. Το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί από την Ευρώπη και το Βερολίνο είναι μια νέα αντι-ρωσική στροφή, μια δυναμική που φανερώθηκε ήδη από τα χίλια εμπόδια που μπήκαν απέναντι στη λειτουργία του αγωγού North Stream 2.

Τώρα, χάρη στην ουκρανική σύγκρουση, η Ουάσιγκτον όχι μόνο ενταφίασε (οριστικά;) αυτόν τον αγωγό αερίου, αλλά προξένησε και ένα σοβαρότατο πλήγμα σ’ όλη την ενεργειακή πολιτική της ΕΕ, όδηγωντας σε μια -σχεδόν- αποσύνδεση της από τις ρωσικές προμήθειες. Επίσης, κατέστησε -από εδώ και στο εξής- σε υπέρμετρα δύσκολες, αν όχι αδύνατες, τις εμπορικές διασυνδέσεις με τη Μόσχα για τη γερμανική (και επακόλουθα και την ιταλική) βιομηχανία. Μια ηθελημένη περιπλοκή, η οποία -αν δεν αλλάξουν οι βαθύτερες συνθήκες- θα θέσει υπό αμφισβήτηση την γερμανική διεθνή ανταγωνιστικότητα και -μακροπρόθεσμα- σε κίνδυνο τον ίδιο τον ευρωπαϊκό βιομηχανικό ιστό που περιστρέφεται γύρω από τον γερμανικό, προς όφελος της στρατηγικής του decoupling, μέσα από την επακόλουθη απόπειρα των Γιάνκηδων για επιστροφή της παραγωγής στο σπίτι [reshoring], αν και όποτε -πιθανώς μελλοντικά- βρεθούν ενώπιον μιας απότομης όξυνσης με το Πεκίνο.

Πράγματι, στο επίκεντρο των αμερικάνικων ανησυχιών βρίσκεται η σχέση ανάμεσα στο ευρωπαϊκό – γερμανικό σχέδιο και την Κίνα. Βασικό ζητούμενο για την Ουάσιγκτον είναι να “πείσει” την Ευρώπη -και κυρίως το Βερολίνο- πως η Κίνα είναι (ήδη) ένας εχθρός. Κυρίως, να την πείσει με πιέσεις και τετελεσμένα γεγονότα. Όπως συνέβη και με το μποϋκοτάζ, το οποίο επιβλήθηκε και επικράτησε επί Τραμπ, ενάντια στη διάδοση του ψηφιακού δικτύου 5G της Huawei στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Ως προς αυτό, ο Μπάιντεν δεν έκανε άλλο από το να συνεχίσει στην ίδια γραμμή.

Η συνθήκη του διπλού παραθύρου -προς τη Δύση και την Ανατολή- που απολάμβανε ως τώρα η γερμανική (και η ευρωπαϊκή) οικονομία κλείνει, και όχι μονάχα προς τη Ρωσία. Επιπλέον, μέσο-μακροπρόθεσμα το Βερολίνο έχει να φοβάται την κινέζικη οικονομική-τεχνολογική αναρρίχηση, η οποία αν πετύχει θα τού αφαιρέσει σημαντικά μερίδια άγορων, επενδύσεων και διεξόδων. Σίγουρα δεν πρόκειται για έναν άμεσο κίνδυνο αφού μέχρι σήμερα η σινο-γερμανική οικονομική διασύνδεση είναι -αν μη τι άλλο- αναγκαία για τις τευτονικές πολυεθνικές. Αυτό είναι κάτι που καθιστά για την Ουάσιγκτον σε καυτό το πρόβλημα του τρόπου και του χρόνου που θα επιβάλει στο Βερολίνο και όλη την Ευρώπη, εδώ και τώρα, αντι-κινέζικες κόκκινες γραμμές.

Δεν είναι πολύ εύκολο ν’ αναζητηθούν οι λόγοι της αιφνίδιας και σχεδόν απόλυτης ευθυγράμμισης των ευρωπαϊκών διευθυντικών τάξεων με την ουκρανική εντολή [ukaze] της Ουάσιγκτον, ακόμα και ενάντια στην απροθυμία και τις κριτικές που εκφράστηκαν από την πλευρά ορισμένων κλάδων της βιομηχανικής μπουρζουαζίας, με πρώτες απ’ όλες εκείνες της γερμανικής. Η ΕΕ φαντάζει ενωμένη μονάχα ως προς τη αντι-ρωσική μηντιακή ρητορική που είναι αντάξια του χειρότερου ατλαντικού γλείφτη, δηλαδή -για ακόμα μια φορά- στην υποταγή της στα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ, με αφορμή ένα σοβαρό κυνήγι κεφαλών στη διεθνή πολιτική, το οποίο και αποφασίστηκε απο την Ουάσιγκτον. Ως προς τα υπόλοιπα, είναι πιο διαιρεμένη από ποτέ, όπως φαίνεται και από τους καβγάδες για τις αντι-ρωσικές κυρώσεις και την αποστολή οπλισμού στην Ουκρανία. Ακόμα και ο επανεξοπλισμός που ψηφίστηκε από τη γερμανική βουλή τον Ιούνιο του 2022 λειτουργεί -προς το παρόν- προς όφελος της αγοράς οπλικών συστημάτων που έχουν παραχθεί (και ελέγχονται) από τις ΗΠΑ. Εσωτερικές αντιπαραθέσεις που είναι σύμφυτες με την ΕΕ, οι οποίες και εκμεταλλεύονται κατάλληλα από την αποφασιστικά φιλοαμερικάνικη τοποθέτηση μεγάλου μέρους των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Κατακερματισμός των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, με τους Γάλλους να σέρνουν τον χορό, πάντα χαιρέκακα [schadenfroh] για κάθε ζημιά στην οποία υπόκειται το Βερολίνο. Αποδυνάμωση της γερμανικής ηγεσίας μετά την αποχώρηση της Μέρκελ, με το υπουργείο εξωτερικών να έχει δοθεί σ’ ένα κόμμα που το πράσινο που -πάνω απ’ όλα- υπηρετεί παθιασμένα και φθονερά είναι το χρώμα του δολαρίου, απολύτως αντι-ρωσικά και αντι-κινέζικά. Αυτά και άλλα είναι που φέρουν το δικό τους ειδικό βάρος. Όμως η βαθύτερη περιπλοκή έγκειται στο γεγονός ότι η ΕΕ δεν είναι ένα κράτος, επομένως -αρχής γενομένης από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι έπειτα- δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει την επίμονη πολιτικοστρατιωτική ημι-ανεξαρτησία των μελών της. Επιπλέον, κατά παράδοξο τρόπο, η ευρωπαϊκοποίηση ενός αυξανόμενου αριθμού διαδικασιών, κανόνων και θεσμών κατέληξε να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, στο βαθμό εκείνο που -όντας ένα όχημα της παγκοσμιοποίησης με αυστηρά αμερικάνικα χαρακτηριστικά, υπό βρετανική επίβλεψη (μέχρι το Brexit)- εξασθένισε την κρατική αυτονομία της Γερμανίας και της Γαλλίας, εμπλέκοντας τες -μεταξύ άλλων- στο δίχτυ των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες αποτελούν τους ατάραχους υποτελείς της Ουάσιγκτον και τους ευκαιριακούς παραλήπτες των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων. Η απουσία μιας υπολογίσιμης πάλης των τάξεων φρόντισε για τα υπόλοιπα. Τέλος, πάνω απ’ όλα αιωρείται -όχι απαραίτητα συνειδητά- ο φόβος της Ευρώπης και των Ευρωπαίων ότι χωρίς την ομπρέλα του ΝΑΤΟ, κι επομένως χωρίς την πληρωμή του απαραίτητου τιμήματος στην Ουάσιγκτον, το δυτικό προνόμιο της διαδεδομένης ευημερίας δύσκολα θα στεκόταν όρθιο μπροστά στις αυξανόμενες απαιτήσεις της Ανατολής.

Αυτή η συνθήκη γερμανικού -και επομένως ευρωπαϊκού- αδιεξόδου [impasse] δεν μπορεί να ξεπεραστεί αυτόματα μέσα από την απλή ώθηση των γεωοικονομικών παραγόντων, αλλά μονάχα μέσα από μια δραστική επιδείνωση που μπορεί να προκληθεί από την ουκρανική κρίση και έπειτα από μια παγκόσμια ύφεση. Έτσι, θα τεθεί πάρα πολύ ψηλά το εύρος των ζημιών που θα πρέπει να πληρωθούν, πυροδοτώντας -κατά συνέπεια- κοινωνικές αντιδράσεις, πιθανότατα με νεολαϊκιστικά χαρακτηριστικά που -κατά κάποιο τρόπο- θα έχουν αντι-αμερικάνικη κατεύθυνση. Πρόκειται για κάτι που μπορεί να προκαλέσει μια σοβαρότατη κρίση, μέσα από μια όξυνση της κατάστασης και της σχέσης μεταξύ των εργαζόμενων τάξεων και της υπάρχουσας διευθύνουσας τάξης, η οποία για -ιστορικούς και σύγχρονους λόγους- παραμένει προσκολλημένη στον παγκοσμιοποιητικό ατλαντισμό και γι’ αυτό δεν επιδέχεται “μεταρρύθμισης”. Αυτή είναι όμως μια προοπτική που ακόμα φαντάζει μακρινή. Οι γαλλικές εκλογές δεν αλλάξαν ουσιαστικά το πλαίσιο, αποτελούν όμως ένα πρώτο, αδύναμο σημάδι όλων όσων μπορούν να τεθούν σε κίνηση. Όπως επίσης και η κρίση της κυβέρνησης Ντράγκι [στην Ιταλία].

Κλείνοντας, υπάρχει και μια βαθύτερη διάσταση, στην οποία θ’ αναφερθώ τηλεγραφικά: για όλους αυτούς τους λόγους, δύσκολα θα γίνουμε μάρτυρες μιας επανεκκίνησης του ευρωπαϊκού πρωταγωνιστισμού. Αντίθετα, ο μοναδικός ευρωπαίος παράγοντας που είναι δυνητικά σε θέση να κινηθεί αυτόνομα σε παγκόσμιο επίπεδο, δηλαδή η Γερμανία, μονάχα αν αποτινάξει τον ζουρλομανδύα της ΕΕ μπορεί ν’ αποπειραθεί να παίξει ένα δικό της ρόλο, μέσα στον παγκόσμιο οικονομικό και στρατιωτικό ανταγωνισμό.

A.D: Πρόσφατα μπόρεσες να εργαστείς γύρω από την εμβάθυνση όσων συμβαίνουν στην Κίνα. Πως αναπτύσσει αυτός ο μεγάλος παράγοντας στην παγκόσμια σκηνή, η οποία χαρακτηρίζεται από μια τεράστια αστάθεια, τις δικές του εσωτερικές δυναμικές ανάμεσα σε φιλελεύθερους και κρατιστές; Ποιές είναι οι διαλεκτικές συνθέσεις ανάμεσα στις ωθήσεις του εκσυγχρονσιμού και τις περισσότερες κοινωνικές εγγυήσεις; Ποια είναι η θερμοκρασία που επικρατεί μέσα στην πάλη των τάξεων αυτής της χώρας;

R.S: Η ιδιαίτερη κινέζικη μετάβαση στον καπιταλισμό -πάνω στο κύμα μιας αγροτικής αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης και χάρη στη μετατροπή εκατομμυρίων αγροτών σε προλετάριους που σήμερα παράγουν για την παγκόσμια αγορά- από τη μια πλευρά δεν κατέστησε σε εφικτή -εξαιτίας της ιστορικής “καθυστέρησης” και των βαθύτερων ορίων (από καπιταλιστική σκοπιά) του οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού της- την είσοδο της στην ιμπεριαλιστική λέσχη. Από την άλλη όμως, προκάλεσε μια ανωμαλία που την καθιστά σε ιδιαίτερο φαινόμενο, όσον αφορά τη σχέση “νεοαποικιακής” εξάρτησης των μη ευρωπαϊκών χωρών κι εκείνων του θαμμένου υπαρκτού σοσιαλισμού. Η ύπαρξη ενός ευρύτατου και πειθαρχημένου Προλεταριάτου -που βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση μ’ ένα συγκεντρωτικό Κράτος- επέτρεψε ως σήμερα μια ανοδική τροχιά, ανάμεσα στις ωθήσεις από τα κάτω και την καπιταλιστική ανάπτυξη. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, αν και το καθοριστικό μέγεθος της υπεραξίας που αποσπάται επιστρέφει στις δυτικές μητροπόλεις, το υπόλοιπο ποσοστό κερδών που παραμένει στην Κίνα γίνεται κεντρικοποιημένο από ένα Κράτος που δεν αποτελεί μια επιτροπή ετεροκαθοριζόμενη από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, αλλά ακολουθεί ένα δικό του πλάνο εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σήμερα, σε σχέση με όσα αναφέραμε, η ισορροπία μέσα στο Κόμμα – Κράτος έχει μετακινηθεί αισθητά, υπό τον Xi Jinping, υπέρ των “κρατιστών” (ένας όρος όμως που δεν αποδίδει απόλυτα την πολυπλοκότητα των εσωτερικών πολιτικών δυναμικών).

Τα αποτελέσματα όμως που έχει επιτύχει και τα οποία βέβαια δεν οφείλονται σε χάρες που έγιναν από τη Δύση, βρίσκονται σήμερα -περισσότερο από ποτέ- σε κίνδυνο εξαιτίας του συνόλου των λόγων που προαναφέραμε. Επομένως, η Κίνα βρίσκεται σε μια διασταύρωση που επιβάλλεται από το υπάρχον στάδιο της παγκόσμιας αγοράς, στο σταυροδρόμι ανάμεσα στην εσωτερική δυναμική και την εξέλιξη του ιμπεριαλισμού: είτε θα κάνει ένα άλμα ανάπτυξης είτε κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα υπό την ιμπεριαλιστική πίεση που αντιμετωπίζει εχθρικά την άνοδο της. Η πρόκληση με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη είναι υπαρξιακή, ως προς τη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης της, τη σταθερότητα του κοινωνικού συμβιβασμού μεταξύ των Τάξεων και τη συνοχή της ως ενιαίο Κράτος.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η σύνδεση μεταξύ των διεθνών δυναμικών και της εσωτερικής ταξικής σύνδεσης είναι άμεση, σχεδόν ταυτόχρονη, προς δύο κατευθύνσεις. Οι αγροτικές και εργατικές ωθήσεις για βελτίωση των συνθηκών -μέσα στα περιθώρια που καθορίζονται από την κινέζικη θέση στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας- εξαναγκάζουν το Κόμμα – Κράτος να κατευθυνθεί προς μια αναδιάρθρωση των παραγωγικών διαδικασιών και επομένως σε μια αναδιαπραγμάτευση της σχέσης του με τον Ιμπεριαλισμό. Η πίεση που ασκεί με τη σειρά του αυτός ο τελευταίος, επιφέρει τον κίνδυνο να θέσει μεγάλα εμπόδια σ’ αυτήν την αναδιάρθρωση, επομένως στην εξακολούθηση της κινέζικης ανάπτυξης, επομένως στη σταθερότητα του κοινωνικού συμβιβασμού, οπού και βασίζεται η πολιτική σταθερότητα και βιωσιμότητα του Κόμματος και του ενιαίου Κράτους.

Δεν είναι φυσικά δυνατόν εδώ ούτε καν ν’ αναφερθούμε επιγραμματικά στις ταξικές δυναμικές που βρίσκονται σ’ εξέλιξη. Κατά παράδοξο τρόπο, αλλά κατά βάθος όχι και τόσο, η Κίνα των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων εμφανίζεται ως η πατρίδα της πάλης των Τάξεων, σε μια ιστορική φάση όπου αυτή έχει σχεδόν εξαφανιστεί στις εκδηλωμένες μορφές της από τη Δύση. Ιδιαίτερα, μπορούν ν’ αναφερθούν οι λεγόμενοι μετανάστες χωρικοί [nongmingong] που μετακινούνται από τις επαρχίες στις πόλεις και έχουν προλεταριοποιηθεί “κατά το ήμισυ” (αν και αυτή είναι μια συζήτηση μακροσκελής, με την οποία καταπιάνομαι στο καινούριο βιβλίο μου, τόσο υπό την οπτική του αγροτικού ζητήματος της Κίνας όσο και από εκείνη της νέας σύνθεσης της προλεταριακής Τάξης). Αγώνες που είχαν σαν αποτέλεσμα μια ξεκάθαρη αύξηση των μισθών, με τα εισοδήματα και στις επαρχίες να βελτιώνονται, αν και πάντοτε με ισχυρά κριτικά σημεία (πχ, δίνεται ακόμα αγώνας ενάντια στην απόλυτη φτώχεια), ενώ άρχισε ν’ αναδύεται μια μεσαία Τάξη των πόλεων.

Για να το πούμε με παράδοξο τρόπο, η Κίνα είναι ένα Κράτος δημοκρατικό όχι με την έννοια των τυπικών, θεσμικών και διαδικαστικών στοιχείων του -τα οποία άλλωστε πλέον έχουν εξαερωθεί στην ίδια τη Δύση που θεωρείται ο πρωταθλητής τους- αλλά με την έννοια της ουσιαστικής σχέσης μεταξύ Προλεταριάτου και Κράτους, μια διαλεκτική σχέση, στο βαθμό εκείνο που οι προλεταριακές αντιστάσεις διαφόρων μορφών, συνδιαλέγονται με μια Εξουσία, η οποία όχι μονάχα πρέπει να λάβει την ώθηση προς μια κατεύθυνση κοινωνικού συμβιβασμού αλλά -παράλληλα- προσπαθεί να τις οριοθετήσει, ώστε να δώσει ώθηση σ’ αυτήν την ίδια την καπιταλιστική ανάπτυξη. Αντίστροφα, η πάλη των Τάξεων έχει δημοκρατικά χαρακτηριστικά, προς δυο κατευθύνσεις: αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση, για τη βελτίωση της εργατικής συνθήκης μέσα στο δοσμένο πλαίσιο -που ως τώρα είχε γίνει αποδεκτό- των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων (συντεχνιακός αγώνας λεγόταν κάποτε). Ώθηση του Κράτους για ένα ποιοτικό άλμα της εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, απέναντι σ΄ ένα πολυεθνικό, αρπακτικό και αλαζονικό Κεφάλαιο. Ήδη από μόνη της, αυτή η ώθηση καθιστά τη πάλη των Τάξεων στην Κίνα -ακόμα εντελώς ενταγμένη στα όρια των καπιταλιστικών σχέσεων- σ’ ένα παγκόσμιο γεγονός.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η εξέλιξη της δημοκρατικής ταξικής πάλης στην Κίνα έχει μπροστά της -κατά πάσα πιθανότητα- δυο σενάρια που μπορούν να συνδυαστούν, αλλά σε τελική ανάλυση είναι -μεταξύ τους- εναλλακτικά. Μια όξυνση της παγκόσμιας κρίσης με μια επιβράδυνση της κινέζικης οικονομικής επέκτασης, μέσα από ένα βάθεμα της σύγκρουσης με την Ουάσιγκτον, θα θέσει και πάλι σ’ αμφισβήτηση το κοινωνικό σύμφωνο, καθιστώντας έτσι σε -ακόμα πιο- αμφίβολο τον υπάρχοντα σοσιαλδημοκρατικό επαναπροσδιορισμό της. Μια επανεκκίνηση της συγκρουσιακότητας, η οποία -ως προ τη σύνθεση και το πρόγραμμα της- δεν είναι δεδομένο ότι θα είναι στενά προλεταριακή. Αρκεί να σκεφτούμε τις εύθραυστες ισορροπίες που επικρατούν στις επαρχίες, την ανολοκλήρωτη προλεταριοποίηση της εργατικής δύναμης, την αναδυόμενη μεσαία Τάξη των πόλεων, τους φοιτητές κλπ. Μια επανεκκίνηση που θα μπορούσε να θέσει και πάλι σ’ αμφισβήτηση τη διατήρηση του ελέγχου της οικονομίας από το μοναδικό Κόμμα και το Κράτος, ωθώντας έτσι προς μια απόλυτη πολιτική και οικονομική φιλελευθεροποίηση. Αυτό είναι που προσπαθεί να προωθήσει η Δύση, αφού έτσι θ’ αποδυνάμωνε τον πιο υπολογίσιμο από τους υπάρχοντες αντιπάλους της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων. Για παράδειγμα, αυτός είναι επίσης ο στόχος και του “ελεύθερου συνδικαλισμού”, ο οποίος διατηρεί εσωτερικούς δεσμούς με τις φιλελεύθερες φράξιες του ίδιου του Κομμουνιστικού Κόμματος Κϊνας (ΚΚΚ) που θέλουν τα πάντα εκτός από μια σκληρή και άμεση σύγκρουση με τη Δύση. To καθοριστικό ζήτημα έγκειται στο γεγονός ότι αυτή η διαδρομή, η οποία θέτει ως στόχο τη μετατροπή σε μια δημοκρατία δυτικού τύπου, προϋποθέτει την πρόσβαση της Κίνας στη λέσχη των ανεπτυγμένων, δηλαδή των ιμπεριαλιστικών χωρών. Είναι όμως αυτό εφικτό σήμερα, μέσα στην ολοένα και πιο συγκεντρωτική και αρπακτική μορφή που λαμβάνει ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός; Μέσα στις δοσμένες συνθήκες, αυτή η ανάπτυξη θα έχει στην πραγματικότητα το εξής αποτέλεσμα: έναν εκδημοκρατισμό φιλελεύθερου τύπου πριν από την ολοκλήρωση της ιμπεριαλιστικής μεταμόρφωσης της Κίνας, μια αποδυνάμωση της χώρας και έναν πιθανό κατακερματισμό της.

Από την άλλη πλευρά, η πάλη των Τάξεων μπορεί να βαθύνει τα ταξικά χαρακτηριστικά που έχουν ως τώρα αναδυθεί. Σ’ αυτή τη βάση, το κινέζικο Προλεταριάτο θα φτάσει σε κάθε περίπτωση στη σύγκρουση με τα εμπόδια που θέτει ο δυτικός ιμπεριαλισμός στην ανάπτυξη της χώρας, επομένως και στη βελτίωση της δικής του συνθήκης. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η ταξική διάσταση θα χρωματιζόταν αναπόφευκτα και από τον αντιιμπεριαλιστικό εθνικισμό, αναγκαζόμενη έτσι ν’ αναπτύξει μια στάση όχι μονάχα “συνδικαλιστική”, αλλά και πολιτική. Κάτι που με μια πρώτη ματιά, συγκλίνει μ’ εκείνο το κομμάτι του ΚΚΚ και του Κράτους που δεν μπορεί να επιβραδύνει την κίνηση της οικονομίας και της κοινωνίας, χωρίς να διακινδυνεύσει να έρθει αντιμέτωπο με ανυπολόγιστα κοινωνικά και πολιτικά ταρακουνήματα. Αναπόφευκτα, μέσα σ’ αυτή τη διαδρομή πρέπει ν’ αναμένεται μια διασύνδεση μέσα στους προλεταριακούς αγώνες, ανάμεσα σε ταξικά και εθνικά αιτήματα. Μια διασύνδεση που μελλοντικά μπορεί να λυθεί προς την κατεύθυνση ενός αντικαπιταλιστικού κινήματος, μονάχα υπό την προϋπόθεση μιας ταξικής επανεκκίνησης και έξω από την ίδια την Κίνα.

Επομένως, η ταξική αντίθεση κι εκείνη ανάμεσα στην Κίνα και τον ιμπεριαλισμό συμπυκνώνονται και οι δύο μέσα σ’ αυτήν την εκκρεμή διασύνδεση, η οποία μπορεί να έχει και αποτελέσματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Μέσα από τη σύγκρουση με τα εμπόδια που θέτει ο δυτικός ιμπεριαλισμός στην ανάπτυξη της χώρας και στη βελτίωση των δικών τους συνθηκών, ο αγώνας των εργαζόμενων τάξεων θα εξελιχθεί -πιθανά- παράλληλα με τα αιτήματα εθνικoύ αλυτρωτισμού, ανάμεσα σε μια επανεκκίνηση του ταξικού ζητήματος και του αντιιμπεριαλιστικού εθνικισμού. Αυτό είναι κάτι που θα προκύψει με ακόμα μεγαλύτερη ένταση, αν τελικά τα πράγματα οδηγηθούν προς μια στρατιωτική σύγκρουση με τις ΗΠΑ.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *