Προλ.Πρωτ & ΚτΒ Εισήγηση – Βιβλιοπαρουσίαση “Η Δίνη: Παγκοσμιοποίηση, Πόλεμος, ΗΠΑ, Κίνα & Ευρώπη μέσα στο αβέβαιο παρόν” [7ο φεστιβάλ αναρχικού βιβλίου. Πάτρα 25/5]

Η Εισήγηση από Προλεταριακή Πρωτοβουλία & Κίνηση της Βιολέττας στη Βιβλιοπαρουσίαση “Η Δίνη: Παγκοσμιοποίηση, Πόλεμος, ΗΠΑ, Κίνα & Ευρώπη μέσα στο αβέβαιο παρόν” που πραγματοποιήθηκε στην Πάτρα (Έσπερος, πλ. Γεωργίου) την Πέμπτη 25 Μάη 2023, στο πλαίσιο του 7ου φεστιβάλ αναρχικού βιβλίου που διοργανώνεται από τον Αυτοδιαχειριζόμενο Χώρο “Επί τα Πρόσω”.

Μια Ανταπόκριση από το τριήμερο εκδηλώσεων δημοσιεύθηκε στο ipposd.org.

Καλησπέρα σ’ όλες και όλους,

Αρχικά, να ευχαριστήσουμε τους συντρόφους και τις συντρόφισσες του Αυτοδιαχειριζόμενου Χώρου “Επί τα Πρόσω”, γι’ αυτήν την πρόσκληση τους, για τη βιβλιοπαρουσίαση της πιο πρόσφατης έκδοσης μας, με την οποία και ανοίγουμε την αυλαία του 7ου φεστιβάλ αναρχικού βιβλίου στην Πάτρα.

Αισθανόμαστε μια ευχάριστη συγκίνηση για το γεγονός ότι η πρώτη παρουσίαση του συγκεκριμένου βιβλίου γίνεται εδώ, στην πόλη του αγωνιστή Βασίλη Δημόπουλου, στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένη ετούτη η έκδοση.

Επίσης, μας προκαλεί μια συντροφική ικανοποίηση το πως ένα -έστω και αιρετικά- μαρξιστικό υλικό όπως αυτό, βρίσκει χώρο στις εκδηλώσεις ενός αναρχικού πολιτικού – κοινωνικού χώρου. Στην απέναντι όχθη από τις θεωρητικές – αναλυτικές περιχαρακώσεις και τις διαδεδομένες διαχωριστικές λογικές μιας κακοχωνεμένης ιδεολογικής “καθαρότητας” που δεν κάνουν άλλο από το να ρίχνουν νερό στο μύλο του πολιτικού διασκορπισμού, του κινηματικού κατακερματισμού και αναχωρητισμού από τα κρίσιμα επίδικα της ζοφερής εποχής μας, εμείς θεωρούμε πως συλλογικές πολιτικές επιλογές για ανοιχτές εκδηλώσεις σαν κι αυτήν, αποτελούν μια έμπρακτη απόδειξη του (ιστορικά επιβεβαιωμένου) γεγονότος πως οι απελευθερωτικές – χειραφετητικές ιδέες και οι ιστορικές θεωρήσεις τους, οι πολιτικοκοινωνικές αναλύσεις της πραγματικότητας και οι οργανωτικές μεθοδολογίες αγώνα που απορρέουν από αυτές, δεν αποτελούν κλειστά “επτασφράγιστα μπαούλα” και περίκλειστα ιδεολογικά – πολιτικά στρατόπεδα αλλά ανοιχτά πεδία όσμωσης, ζύμωσης και σύνθεσης για την Οργάνωση στη Βάση και την Ενότητα στη Δράση όλων εκείνων που συνεχίζουν ν’ αντιστέκονται και ν’ αγωνίζονται έναντια στην κεφαλαιο-κρατική-ιμπεριαλιστική Εξουσία.

Μετά από αυτή την αναγκαία (κατά τη γνώμη μας) εισαγωγή, ας περάσουμε τώρα στο καθαυτό περιεχόμενο της αποψινής βιβλιοπαρουσίασης. Η συγκεκριμένη έκδοση κυκλοφόρησε στις αρχές της χρονιάς στην Αθήνα, από τις εκδόσεις Προλεταριακή Πρωτοβουλία με την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας (ΚτΒ), με τίτλο “Η Δίνη: Παγκοσμιοποίηση, Πόλεμος, ΗΠΑ, Κίνα & Ευρώπη μέσα στο αβέβαιο παρόν. Μια Συνέντευξη του Raffaele Sciortino στον Alberto Deambrogio [Σεπτέμβριος 2022] Παράρτημα: To συγκρατημένο Grexit και η αρχή του τέλους της αριστεράς”.

Στην ίδια κατεύθυνση και με στόχο τον εμπλουτισμό του πολιτικού διαλόγου, της προλεταριακής αυτομόρφωσης & της κινηματικής αντιπληροφόρησης, όπως επίσης και την κάλυψη της επείγουσας αναγκαιότητας, για μια θεωρητική επεξεργασία & ανάλυση των δεδομένων των σημείων των καιρών και εκείνων που “μέλλονται για να ‘ρθουν”, είχε προηγηθεί το 2021, η έκδοση μας με τίτλο “ΤΑ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις”. Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Ιl Lato Cattivo. [Ιούνιος 2020].

Ο Ραφαέλε Σορτίνο γεννήθηκε το 1963 και είναι […] ένας από εκείνους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που όντας “κόντρα στο ρεύμα”, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980, βίωσαν την “αυξανόμενη απομόνωση εκείνων που ήταν κυριευμένοι από το δαίμονα του κομμουνισμού (ποιου; εκείνου που ήταν πλέον “ανεπίκαιρος”…)”.

Έχει συγγράψει άρθρα, έρευνες και μελέτες για τη διεθνή οικονομική πολιτική, τα “δημόσια” και “ιδιωτικά” χρέη και την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, με ιδιαίτερη ενασχόληση με τη γεωπολιτική και τις πολυποίκιλες περιπλοκές της με τα κοινωνικά – εργατικά κινήματα στους καιρούς της πτωτικής πορείας της παγκοσμιοποίησης υπό την αστερόεσσα […].

Ακτιβιστής των κινημάτων ενάντια στην παγκοσμιοποίηση (Νο Global) και ενάντια στα τραίνα υψηλής ταχύτητας (Νο Tav), ερευνητικός διδάκτορας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο [Universita’ Statale] του Μιλάνου και ανεξάρτητος ερευνητής, ο Ραφαέλε έχει συγγράψει -μεταξύ άλλων- πολλές κριτικές μελέτες για τα ζητήματα της παγκοσμιοποίησης και των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας.

Η παρούσα συνέντευξη δημοσιεύθηκε τον περασμένο Σεπτέμβρη στα ιταλικά, στο διαδικτυακό “αρχείο ντοκουμέντων και άρθρων για την πολιτική συζήτηση της αριστεράς” sinistrainrete.info, εν όψει της πρόσφατης κυκλοφορίας του τελευταίου βιβλίου του, στο οποίο επικεντρώνει την έρευνα του γύρω από την βασική αντίθεση του σύγχρονου κεφαλαιο-κρατικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, γύρω από τις (ολοένα και πιο εμπόλεμες) σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, δηλαδή στον κύριο γόρδιο δεσμό που εδώ και μισό αιώνα, κρατάει “δεμένο” και “όρθιο” τον υπαρκτό παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό Made in USA. Ένας γόρδιος δεσμός, το “λύσιμο” ή το “κόψιμο” του οποίου βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και θα επηρεάσει συνολικά, καθορίζοντας καταλυτικά, την πορεία της ανθρωπότητας μέσα στους σύγχρονους εμπόλεμους καιρούς αλλά και στο εγγύς μέλλον που φαντάζει ολοένα και ζοφερότερο.

Μέσα από μια συνοπτική ιστορική αναδρομή, με μια (όσο το δυνατό) καθομιλουμένη γλώσσα, γύρω από εκείνες τις οικονομικές – πολιτικές και στρατιωτικες αποτυπώσεις, μέσα από τις οποίες οι ΗΠΑ διασφάλισαν -εδώ και μισό αιώνα- την παγκόσμια ηγεμονία τους, µετά το τέλος της “ψυχροπολεµικής εποχής των δύο κόσµων”, την ενδογενή κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τις µεγάλες ανατροπές στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη στα 1989-91, μέσα από την χρηματοπιστωτική και στρατιωτικοπολιτική εδραίωση της μεταψυχροπολεμικής “Νέας Τάξης Πραγμάτων” που -όπως έχουμε γράψει και αλλού- επιβλήθηκε “διά πυρός και σιδήρου από τους πεζοναύτες και το CNN, µέσα από video clips που κραύγαζαν “go West” και ζωντανές τηλεοπτικές συνδέσεις µε τους βοµβαρδισµούς της “καταιγίδας της Ερήµου”, µέσα από την παγκόσµια πληµµυρίδα περιττών “µετά-υλιστικών” εµπορευµάτων και το θρίαµβο των αδηφάγων χρηµαταγορών του ιδιωτικού καπιταλισµού, ο οποίος φάνταζε κυριολεκτικά οριστικός”… [από Μια ΚτΒ Συλλογική Απολογιστική Συμβολή: Αναδρομές & Συμπεράσματα. Στόχοι Πάλης & Προοπτικές [Μάρτης 2021].

Θεωρούμε ότι πολιτικά και ταξικά, ο σύντροφος Σορτίνο καταφέρνει να αποτυπώσει μια νηφάλια ανάλυση του σύγχρονου κεφαλαιοκρατικού κάτεργου και του ιμπεριαλιστικού σφαγείου, η οποία και αποτυπώνει συνοπτικά το ιστορικό – γεωπολιτικό – οικονομικό υπέδαφος της συστημικής Κρίσης της τελευταίας δεκαπενταετίας, με την οποία και ξεκίνησε η πτωτική πορεία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης υπό την αστερόεσσα, που ωθεί στο πέρασμα από τον μονοπολικό στο πολυπολικό κόσμο.

Ένα πέρασμα που βρίσκεται ήδη σ’ εξέλιξη και δεν προδιαγράφεται διόλου αναίμακτο και ειρηνικό, αφού αυτή η σύγκρουση του ευρωατλαντικού Ιμπεριαλισμού του ΝΑΤΟ με το κεφαλαιοκρατικό μπλοκ των αναδυόμενων BRICS, που εξελίσσεται ήδη σε παγκόσμια κλίμακα, δεν στοχεύει σε κάποια υποτιθέμενη “απελευθέρωση και χειραφέτηση των λαών “, αλλά στον πολεμικό – πολιτικό – οικονομικό επανασυσχετισμό των ισορροπιών ισχύος, γύρω από την απόσπαση της λείας από αυτήν την ίδια τη παγκοσμιοποιημένη, αποκαλούμενη “ελεύθερη αγορά” του Κεφαλαίου.

Σχετικά με την πιο πρόσφατη και πλέον οφθαλμοφανή εκδήλωση αυτής της “αλλαγής φάσης”, με τον ιμπεριαλιστικό Πόλεμο στην Ουκρανία που μαίνεται αδιάκοπα και δεν ξεκίνησε πέρυσι με τη ρωσική εισβολή, αλλά εννιά χρόνια νωρίτερα, με το αμερικανοκίνητο νεοφιλελεύθερο – νεοναζιστικό πραξικόπημα στο Κίεβο, μέσα από μια πυκνή αναδρομή και ανάλυση, ο σύντροφος Ραφαέλε αναφέρει μεταξύ άλλων:

[…] Μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε και έφτασε μέχρι τα ρώσικα σύνορα. Τον Δεκέμβρη του 2001, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μπους του υιού, η Ουάσιγκτον αποσύρθηκε από τη σημαντικότερη συμφωνία για τις στρατηγικές δυνάμεις, την ΑΒΜ, η οποία είχε υπογραφεί το μακρινό 1972.

Εντωμεταξύ, μετά από τη μακρά και αιματηρή σύγκρουση στην Τσετσενία της δεκαετίας του 1990, με την υποκίνηση των ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια εκείνης του 2000 ξεκίνησε η διαδρομή των χρωματιστών φιλοδυτικών επαναστάσεων στη Γεωργία (2003), την Ουκρανία (2004), το Κιργιστάν (2005), κι έπειτα το 2008 η ανοιχτή σύγκρουση που προκλήθηκε από τη Γεωργία.

Τελικά, η Ουκρανία που η αποσταθεροποίησή της αποτελεί -από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κι έπειτα- ένα στόχο, στον οποίο οι ΗΠΑ -κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων- δεν έπαψαν ποτέ να επιχειρούν. Αρκεί να ξαναδιαβάσουμε τη Μεγάλη Σκακιέρα του Μπρεζίνσκι, του 1997, όπου σκιαγραφείται επακριβώς, ακόμα και με χρονοδιάγραμμα, το πλάνο για τη μετατροπή της Ρωσίας σε μια μαύρη τρύπα, στην οποία δεν θα επιτρέπεται ούτε μια ελάχιστη σφαίρα επιρροής στην εγγύς Ανατολή της.

Η κινητοποίηση στην πλατεία Μεϊντάν το 2014, με την οποία ανατράπηκε -υπό τη διακριτική ενορχήστρωση των Γιάνκηδων- μια ουκρανική κυβέρνηση, μη εχθρική στη Μόσχα, με βάση -πέρα από εύκολες συνωμοσιολογίες- ένα κοινωνικό μπλοκ προτιθέμενο να μπει στην ευρωπαϊκή οικογένεια των πολιτών, προερχόμενο κυριώς από τα μεσοστρώματα των πόλεων, υπό την πολιτική ηγεμονία αντι-ρωσικών υπερεθνικιστικών δυνάμεων, ήταν αυτή που πυροδότησε οριστικά την πορεία της κρίσης που κατέληξε στον εξελισσόμενο ρωσο-ουκρανικό πόλεμο διά αντιπροσώπων.

Επομένως, ένα άκρως ετεροχρονισμένο 1989 για τους Ουκρανούς, που έχουν μετατραπεί -ως τώρα εθελοντικά- σε κρέας προς σφαγή, για τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ που μπορούν να βασίζονται σε μια τοπική διοίκηση πλήρως υπάκουη. Λίγους μήνες μετά την αποχώρηση από το Αφγανιστάν, το Νοέμβριο του 2021, η Ουάσιγκτον υπέγραψε με το Κίεβο μια συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας, με την οποία η Ουκρανία -ουσιαστικά- δεσμευόταν απόλυτα μέσα στο γεωπολιτικό παιχνίδι των ΗΠΑ. Ο γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο Στόλτεμπεργκ, δήλωσε κάπου πως το ΝΑΤΟ είχε αρχίσει ν’ αυξάνει την υποστήριξη του στην Ουκρανία, μήνες ολόκληρους πριν την έναρξη της ρωσικής εισβολής. Ως προς αυτό, φάνηκαν χρήσιμοι και οι δυτικοί αριστεροί, ειρηνιστές και οικολόγοι που τάχθηκαν άμεσα ενάντια στον “πόλεμο του Πούτιν”.

Επομένως, μια υπαρξιακή απειλή για τη Μόσχα. Αρκεί να σκεφτούμε με το τι θα ισοδυναμούσε μια Ουκρανία ως βάση στρατηγικών οπλικών συστημάτων, στα σύνορα με τη Ρωσία, σε σχέση με την ίδια τη διατήρηση της πυρηνικής αποτροπής. Μια υπαρξιακή απειλή που δεν μπορούσε παρά ν’ απαντηθεί μ’ αυτό που “τεχνικά” μπορεί να προσδιοριστεί ως στρατηγική προληπτικής άμυνας, βασισμένη σε μια επίθεση που πιθανώς στόχευε να εξαναγκάσει το Κίεβο να διαπραγματευτεί υπό τους δικούς της όρους. Κάτι που -ως γνωστό- απέτυχε. Αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να της εγγυηθεί καμία διατήρηση της κατάστασης, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα στα πεδία των μαχών, πόσo μάλλον αν αυτό είναι εις βάρος της. Πράγματι, η Ουάσιγκτον έχει -επιπλέον- το πλεονέκτημα της διαρκούς εξάντλησης του εχθρού της. Ενεργοποιώντας όμως τη νομισματική – χρηματοπιστωτική αποσύνδεση της Μόσχας από τα παγκόσμια κυκλώματα, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την κρατική, οικονομική και κοινωνική συνοχή της Ρωσίας.

Με τη σύγκρουση στην Ουκρανία, η στρατηγική της Ουάσιγκτον -αυτή του αντι-κινέζικου και αντι-ρώσικου διμέτωπου- φαίνεται να έχει χαράξει πλέον μια ανεπίστρεπτη πορεία, τουλάχιστον όσον αφορά τους καιρούς της πολιτικής, με θαμμένη οριστικά τη δυνατότητα για μια κίνηση προς τη Μόσχα, που δεν φαίνεται εξ ορισμού μη διαθέσιμη, για μια κίνηση ανάλογη με τη σινο-αμερικάνικη προσέγγιση της δεκαετίας του 1970, με την οποία οι ΗΠΑ κατάφεραν τότε να χώσουν μια παχιά σφήνα μεταξύ της Κίνας και της τότε Σοβιετικής Ένωσης.[…]

Όμως, το ζήτημα είναι βαθύτερο. Για την ευρωπαϊκή επικράτεια, η Ουάσιγκτον έχει μια στρατηγική και αυτή είναι η ίδια μ’ εκείνη που είχε πάντοτε: η διπλή ανάσχεση Ρωσίας και Γερμανίας. Η Μόσχα ως εχθρός ή αντίπαλος -ανά περιόδους- που πρέπει να κρατηθεί, μέσω της απομόνωσής της, έξω από την Ευρώπη. Το Βερολίνο ως σύμμαχος (ή υποτελής;) που πρέπει να κρατηθεί κάτω, με τη διαρκή προβολή, κατασκευή και πρόκληση της ρωσικής απειλής.
Έτσι λοιπόν, εισακούεται η συμβουλή του Μackinder, του οποίου η γεωπολιτική σκέψη ανέκαθεν αντιπροσωπεύει τη βίβλο της στρατηγικής προσέγγισης υπό την αστερόεσσα, δηλαδή η αποτροπή με κάθε κόστος μιας “ευρω-ασιατικής” συμμαχίας μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας (στην οποία όμως στο σήμερα, θα έπρεπε να προστεθεί ακριβώς και η Κίνα). Μια συμμαχία που θα σήμανε τις πένθιμες καμπάνες του τέλους για την παγκόσμια κυριαρχία της αυτού μεγαλειότητας του Δολαρίου.

Σε άμεσο χρόνο, πιστεύω ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί, αφού οι ΗΠΑ ποντάρουν στην -όσο το δυνατόν- μακρόχρονη επιμήκυνση της σύγκρουσης, ώστε να συνεχιστεί η αιμορραγία του εχθρού, χωρίς να πρέπει να διακινδυνεύσουν μια άμεση επέμβασή τους. Τουλάχιστον, εωσότου τα προλεταριακά στρώματα της ουκρανικής κοινωνίας δεν ζητήσουν το λογαριασμό για την καταστροφή της χώρας. Μέσα όμως στις υπάρχουσες συνθήκες, αυτή δεν φαίνεται ν’ αποτελεί μια άμεση προοπτική. Ο πόλεμος έχει αναζωπυρώσει το αντι-ρωσικό μίσος που θα βρεi ακόμα πιο εύφορο έδαφος, πυροδοτούμενο από την οργή για τη δυτική “προδοσία”. Με τη σειρά της, η τάση της ουκρανικής διευθύνουσας τάξης καθορίζεται από την απόγνωση της, αφού -εξαιτίας της Ρωσίας- δεν μπόρεσε να νοικιάσει ατιμώρητα τις πρώτες ύλες και την εργατική δύναμη της επικράτειας της στη Δύση, όπως μπόρεσαν και βρήκαν τον τρόπο και τον χρόνο για να κάνουν -από την πλευρά τους- οι διευθύνουσες τάξεις των άλλων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, όχι -μέχρι τώρα- χωρίς πισωγυρίσματα. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να ειπωθεί. Αλλά και γι’ αυτές αλλάζουν οι άνεμοι, η κρίση τούς χτυπάει την πόρτα και το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για την υποτέλεια στην Ουάσιγκτον θα γίνεται ολοένα και υψηλότερο ενώ το αντάλλαγμα ολοένα και πιο αναντίστοιχο, σε βάρος μιας αδύναμης και κατακερματισμένης ΕΕ […]

Στη συνέχεια, σχετικά με τις (ολοένα και πιο εμπόλεμες) σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας και τους εντεινόμενους τριγμούς που δονούν την ανθρωπότητα και απειλούν τον ιμπεριαλισμό του δολαρίου, καθιστώντας το ενδεχόμενο ενός θερμοπυρηνικού Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε κάθε άλλο παρά σενάριο επιστημονικής φαντασίας…, παρατηρεί με αναλυτική οξυδέρκεια:

[…] Μέσα στο νέο είδος ηγεμονίας που οι ΗΠΑ εγκαθίδρυσαν στον κόσμο, έπειτα από τη δεκαετία του 1970 και το τέλος του νομισματικού καθεστώτος του Bretton Woods, η Κίνα υπήρξε κεντρική, δηλαδή το άνοιγμα των δυτικών αγορών στις κινέζικες εξαγωγές, κάτι που επέτρεψε τη διεθνοποίηση της παραγωγής, τη συγκρότηση παγκόσμιων παραγωγικών αλυσίδων που επέτρεψαν στην Κίνα να έχει μέσα σε τριάντα χρόνια αυτή την απίστευτη ανοδική πορεία, την οποία άλλες χώρες ώριμου καπιταλισμού διέσχισαν σε εκατό, εκατοπενήντα χρόνια. Πάντοτε όμως με την Κίνα σε μια ασύμμετρη θέση, ξεκάθαρη από την σιωπηλή υποχρέωση της ν’ αγοράζει -προς ενίσχυση του δολαρίου- τίτλους αξιών του Δημοσίου των ΗΠΑ. Η κρίση που ξέσπασε το 2008 μ’ επίκεντρο τις ΗΠΑ, επιφανειακά μονάχα αποτέλεσε μια χρηματοπιστωτική κρίση. Στην πραγματικότητα, σηματοδότησε το πρώτο πέρασμα σε μια συστημική κρίση. Μέσα όμως από τις απαντήσεις που δόθηκαν από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και το κράτος των ΗΠΑ και στη συνέχεια απ’ όλους τους άλλους παγκόσμιους συντελεστές, αυτή η κρίση ουσιαστικά πάγωσε. Ένα πάγωμα όμως που έβαλε σε κίνηση δυο βασικές διαδικασίες, των οποίων σήμερα βλέπουμε μια πρώτη ισχυρή επιδείνωση σε γεωπολιτικό επίπεδο. Η πρώτη διαδικασία είναι αυτή που ο Economist ονόμασε επιβραδυνοποίηση [slowbalization]. Η ανοδική παγκοσμιοποίηση, τουλάχιστον κάτα τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας, δεν υπέστη παύσεις στους τρεις βασικούς δείκτες της, δηλαδή στο παγκόσμιο εμπόριο, τη συγκρότηση των παγκόσμιων παραγωγικών – εφοδιαστικών αλυσίδων και τις εξωτερικές επενδύσεις. Σίγουρα όμως παρατηρούμε μια επιβράδυνση των δεικτών ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, σε παραγωγικό επίπεδο, και γενικότερα ως προς το επίπεδο της ικανότητας να τεθεί και πάλι σε κίνηση η καπιταλιστική συσσώρευση κι επομένως η μηχανή των κερδών, με αυξομειώσεις υπό συνθήκες σαφώς διαφοροποιημένες, όσον αφορα τη Δύση (σε διαφορά με την ανατολική Ασία και ιδιαίτερα με την Κίνα), αυτό του οποίου γίναμε μάρτυρες ήταν μια ουσιαστική στασιμότητα. O όρος δεν είναι ο ακριβέστερος, εξαιτίας ακριβώς των διαφορετικών συνθηκών που επικρατούν τόσο μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ όσο και στο εσωτερικό της ίδιας της Ευρώπης. Πρέπει όμως να ειπωθεί πως βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί μια ασφυκτιούσα ανάπτυξη και ακόμα περισσότερο η ανικανότητα επανεκκίνησης για την καπιταλιστική συσσώρευση. Κάτι που εκδηλώθηκε παράλληλα -σαν μιά συνέπεια που μετατρέπεται σε αιτία- μ’ ένα αυξανόμενο δανεισμό, παρακινούμενο από τις κεντρικές τράπεζες και ιδιαίτερα από εκείνη των ΗΠΑ [Federal Reserve], ο οποίος στοχεύει ακριβώς στο μπλοκάρισμα των εκρηκτικών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συνεπειών της παγκόσμιας κρίσης.

Τι συνεπάγεται και τι επιφέρει όλο αυτό στην κινέζικη πλευρά; Τη συνειδητοποίηση του γεγονότος, από πλευράς των ελίτ και των υψηλών κλιμακίων του Κόμματος – Κράτους, πως η ασύμμετρη σχέση με την Ουάσιγκτον και τη Δύση -που σήμαινε τη θεμελίωση της δικής του ανόδου στις εξαγωγές στη δυτική αγορά για την πρόσβαση του σε κεφάλαια και τεχνολογίες- έγινε πάρα πολύ ανισόρροπη, απρόσφορη πλέον για τα συμφέροντα και τις αναγκαιότητες της κινέζικης ανάπτυξης. Για την αποτροπή της κρίσης του 2008, η Κίνα είχε παρέμβει μέσα από μια ξέφρενη παροχή ρευστότητας και μ’ αυτόν τον τρόπο είχε συνδράμει και τη Δύση. Όμως, το δικό της μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης δεν μπορεί να βασιστεί σ’ ένα διαρκή δανεισμό, ο οποίος θα δημιουργούσε μια φούσκα -ανάλογη μ’ αυτή της Δύσης- που μοιραία, αργά ή γρήγορα θα έσκαγε. Επομένως το Πεκίνο, ιδιαίτερα υπό την διεύθυνση του Xi Jinping, έθεσε επί τάπητος ένα πλάνο, μια βιομηχανική και οικονομική πολιτική με σκοπό την αναρίχηση του μέσα στις λεγόμενες αλυσίδες της αξίας. Για να το πούμε συνοπτικά, πρόκειται για μια αναπροσαρμογή της εσωτερικής οικονομίας και της σχέσης της δικής του οικονομίας με το εξωτερικό (διπλή κυκλοφορία). Με χειροπιαστούς όρους αυτό σημαίνει λιγότερη εξάρτηση από τις εξαγωγές, ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς, λιγότερη έκθεση στα δυτικά χρηματοπιστωτικά ερεθίσματα, προβολή στο εξωτερικό μέσα από τους λεγόμενους Δρόμους του Μεταξιού.
Είναι ξεκάθαρο ότι μέσα σ’ όλο αυτό, για την Κίνα καθίσταται σε ζωτική ανάγκη η αναρρίχηση της στην τεχνολογικά προηγμένη παραγωγή, κυρίως σ’ έναν κλάδο που βρίσκεται ακόμα πίσω, όπως εκείνος των microchip. Παρατηρείται ότι η προσοχή της δεν στρέφεται κυρίως ή μονάχα στην ψηφιακή παραγωγή για τη μαζική κατανάλωση, αλλά στο design, την παραγωγή και το σχεδιασμό εκείνων των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων που αποτελούν τη βάση του (όπως επίσης ξεκάθαρα αποτελούν τη βάση και των στρατιωτικών τεχνολογιών).

Σε περίπτωση που αυτό το πλάνο κινέζικης αναπροσαρμογής επιτύχει, για τις πολυεθνικές των ΗΠΑ και γενικότερα της Δύσης -και κυρίως για τον αμερικάνικο έλεγχο μέσω του δολαρίου- θα ήταν, δεν λέω το τέλος (γιατί δεν είναι αυτός ο στόχος και ούτε καν η ικανότητα της, αν ληφθούν υπόψη και οι συσχετισμοί ισχύος), αλλά -σε κάθε περίπτωση- ένα βαρύ πλήγμα. Αυτή ακριβώς η υπόθεση είναι εκείνη που προκάλεσε την αντίδραση των ΗΠΑ, διακηρυγμένη ήδη κατά τη διάρκεια της διαχείρισης Ομπάμα και εφαρμοσμένη με τον λεγόμενο εμπορικό πόλεμο του Τραμπ. Ο εμπορικός πόλεμος δεν έχει ως πραγματικό στόχο την εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, αφού όπως έλεγα προηγουμένως δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Οι ΗΠΑ κυριαρχούν άνετα στον κόσμο παράγοντας χρέος. Το πρόβλημα είναι η διατήρηση της πρωτιάς και της επικυριαρχίας του δολαρίου, η παρεμπόδιση της Κίνας από την τεχνολογική αναρρίχηση σε πιο προηγμένα στάδια καπιταλιστικής συσσώρευσης. […]

Κι έπειτα, επισημαίνει:

[…] H άνοδος της Κίνας είναι πραγματική, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να μετατραπεί σε πρόκληση, με τη στενά ηγεμονική έννοια. Αυτό γιατί ο Δράκος δεν διαθέτει τους αριθμούς εκείνους που χρειάζονται ώστε ν’ αντικαταστήσει τον ιδιαίτερο παγκόσμιο ρόλο που επιτελούν οι ΗΠΑ, δηλαδή την ικανότητα ν’ αναδιαμορφώσει ολόκληρο το παγκόσμιο καπιταλιστικό κύκλωμα και να μετατραπεί στο νέο άξονα, γύρω από το οποίο αυτό θα περιστρέφεται. Αυτή η άνοδος απαιτεί επίσης το άνοιγμα της Κίνας στην παγκόσμια αγορά, αλλά και αυτής της παγκόσμιας αγοράς -και όχι μονάχα κάποιων κομματιών της- μέσα στην ίδια την Κίνα. Κάτι που αντανακλάται και στο πεδίο των στρατηγικών της: το Πεκίνο σήμερα στοχεύει σε μια πιο αυτόνομη τοποθέτηση του μέσα στον παγκόσμιο καπιταλισμό, προσέχοντας όμως καλά ώστε -ταυτόχρονα- να μην αφεθεί ν’ αποκοπεί -μέσω της στρατηγικής των ΗΠΑ- απ’ αυτόν. Αυτό αντανακλάται και στο νομισματικό πεδίο. Το Πεκίνο δεν είναι (ακόμα;) έτοιμο να αντιπαρατεθεί με την παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου, αν και μέσα στην πορεία της ανόδου του δεν μπορεί παρά να θέσει το ζήτημα ενός δικού του νομίσματος, σταδιακά ολοένα και πιο διαδεδομένου σε παγκόσμια κλίμακα, ώστε ν’ αμβλύνει -εν μέρει- τους κινδύνους που συνδέονται με την εξάρτηση του από το πράσινο χαρτονόμισμα. Χωρίς όμως να μπορεί να το αντικαταστήσει […]

Πολλά είναι αυτά που θα μπορούσαν να ειπωθούν ακόμα γύρω από τα περιεχόμενα και ζητηματα που ανοίγουν μέσα από αυτό το πολιτικό – αναλυτικό υλικό που συμπυκνώνεται μέσα από αυτήν τη συνέντευξη, αλλά σταματάμε εδώ, ώστε να δοθεί χώρος σε τυχόν τοποθετήσεις και ερωτήσεις που μπορεί να υπάρχουν, πριν περάσουμε στην επόμενη βιβλιοπαρουσίαση αυτής της πρώτης ημέρας του φεστιβάλ.

Πριν ολοκληρώσουμε την παρουσίαση μας με την ανάγνωση του σύντομου εισαγωγικού σημειώματος του συντρόφου Ραφαέλε για αυτήν την έκδοση στα ελληνικά, θα θέλαμε να επισημάνουμε και το κείμενο που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα της, με τίτλο To συγκρατημένο Grexit και η αρχή του τέλους της αριστεράς. Πρόκειται για το “ελληνικό” κεφάλαιο του τρίτου μέρους της αναλυτικής έρευνας (311 σελίδων) του Raffaele Sciortino: “Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο. Παγκόσμια κρίση και γεωπολιτική των νέων λαϊκισμών” [στα ιταλικά: εκδόσεις Asterios. Τεργέστη, 2019].

Νομίζουμε ότι μετά και τον ιστορικό καταποντισμό που υπέστη -στις κάλπες της περασμένης Κυριακής- η ευρωατλαντική – “μεταμνημονιακή” αξιωματική αντιπολίτευση των αυτοαποκαλούμενων “αριστερών” της Κουμουνδούρου, η οποία και ήταν αυτή που άνοιξε διάπλατα το δρόμο για την αυτοδύναμη εδραίωση της πιο νεοφιλελεύθερης – ακροδεξιάς μεταπολιτευτικής κυβέρνησης ΝΔ του Μητσοτάκη του υιού, η ανάγνωση αυτής της συμπυκνωμένης πολιτικής – κοινωνικής και οικονομικής αναδρομής και ανάλυσης της περασμένης μνημονιακής δεκαετίας, καθίσταται σε ακόμα πιο χρήσιμη και ενδιαφέρουσα για όσους και όσες, απέναντι στην ηττοπάθεια, τη μοιρολατρία και τον αναχωρητισμό, συνεχίζουν ν’ αντιστέκονται και ν’ αγωνίζονται ενάντια στο Κεφάλαιο και το Κράτος του, τον Φασισμό & τον Ιμπεριαλισμό.

[Ακολουθεί το] Εισαγωγικό Σημείωμα του Raffaele Sciortino στην παρούσα έντυπη Έκδοση

Η συνέντευξη που παρουσιάζεται εδώ -και ευχαριστώ τους έλληνες συντρόφους που την εκτίμησαν και την μετέφρασαν- δόθηκε στα τέλη του καλοκαιριού του 2022. Από τότε μέχρι σήμερα (Γενάρης 2023) η δυναμική των πραγμάτων προχώρησε πολύ. Καταρχήν σε γεωπολιτικό επίπεδο: ουσιαστικά, στον πόλεμο στην Ουκρανία -μήνα το μήνα- καταγράφεται μια κλιμάκωση, πυροδοτημένη από τις κινήσεις των ΗΠΑ που στοχεούν στην -όσο το δυνατό πιο μακροχρόνια- επιμήκυνσή του. Δεν είναι όμως μονάχα αυτό. Βρισκόμαστε ενώπιον “δύο πολέμων”: από τις αρχές του Οκτώβρη, η διοίκηση Μπάιντεν διέκοψε την αποστολή -αμερικάνικων και “συμμαχικών”- υλικών στην κινέζικη βιομηχανία των μικροεπεξεργαστών [microchips]. Παράλληλα, οι Financial Times επέλεξαν ως βιβλίο της χρονιάς ένα με το διφορούμενο τίτλο Chips War. H αβεβαιότητα βασιλεύει παντού, κυρίαρχη στο βαθμό εκείνο όπου οι γενικές τάσεις, τις οποίες σκιαγράφησα σ’ αυτήν τη συνέντευξη και ανέλυσα στο πρόσφατο βιβλίο μου ΗΠΑ και Κίνα μέσα στην παγκόσμια σύγκρουση, εμφανίζονται όλο και πιο ξεκάθαρες, υπό τη σκιά της αυξανόμενης παγκόσμιας αταξίας.

Μια διευκρίνιση είναι αναγκαία. Να μιλάμε για γεωπολιτική από μαρξιστική σκοπιά δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση τον εναγκαλισμό μας με τις υποθέσεις της ακαδημαϊκής (ακόμα και της…μαρξίζουσας) συζήτησης, ούτε μ’ εκείνες των κρατικών μηχανισμών. Αντίθετα, σχετίζεται με το βαθύτερο ζήτημα -το οποίο και προσπερνιέται από την ριζοσπαστική [radical] μεταμοντέρνα διανόηση των τελευταίων δεκαετιών- του τι είναι σήμερα ο ιμπεριαλισμός. Δηλαδή, με τον τρόπο που οι διαδικασίες συγκεντρωτισμού και διεθνοποίησης της παραγωγής, οι οποίες έφτασαν σε σημεία που ήταν αδιανόητα ακόμα στις δεκαετίες του 1960-70, κορυφώνονται μ’ εκείνη τη “συγκεντρωτική οικονομία” που εκδήλωνεται -σ’ όλα τα επίπεδα- ως βίαιη ενδοκαπιταλιστική σύγκρουση. Όπως επίσης και με τον τρόπο και τις νέες βάσεις, πάνω στις οποίες η ηγεμονία των Γιάνκηδων ανανεώθηκε, ως απάντηση απέναντι στον ξεσηκωμό του παγκόσμιου Μακρόσυρτου ’68. Κάτι που σχετίζεται αναπόφευκτα με τις μεταμορφώσεις της ταξικής σύνθεσης και την αναδιάρθρωση του μεταρυθμιστικού κοινωνικού συμβολαίου (που σήμερα έχει απομείνει χωρίς τον… ρεφορμισμό του) στη Δύση, με την άνοδο των κοινωνικών αιτημάτων στον εξωδυτικό κόσμο και πολλά άλλα ακόμα.

Με λίγα λόγια, πρόκειται πάντοτε για την ελικοειδή δυναμική της πάλης των τάξεων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Όσο κι αν σήμερα βρισκόμαστε ακόμα μακριά από το σημείο εκείνο όπου να μπορούμε έστω και να διατυπώσουμε μια ταξική πολιτική στρατηγική, αυτή δεν θα είναι ποτέ εφικτή χωρίς τη διερεύνηση εκείνων των συνθηκών που μπορούν να προκύψουν, στο εσωτερικό και κυρίως στο εξωτερικό, γι’ αυτήν την ηγεμονία τους.

Όπως είχε γράψει και ο Αμεντέο Μπορντίγκα, εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, “οι μαρξιστές, μην μπορώντας να είναι πρωταγωνιστές της ιστορίας, το καλύτερο που μπορούν να ευχηθούν είναι η κοινωνική, πολιτική και πολεμική καταστροφή των αμερικανών αρχόντων του καπιταλιστικού κόσμου”. Αυτό δεν ισοδυναμεί με το να περιμένουμε γι’ ακόμα μια φορά, παθητικά ή κινηματίστικα, την -διαχρονικά αναμενόμενη αλλά ποτέ υλοποιημένη- παρακμή των ΗΠΑ, αλλά με τον εντοπισμό εκείνης της δυνητικής περιπλοκής, ανάμεσα στα κριτικά στοιχεία της καταστατικής -για τον καπιταλισμό- λειτουργίας που φέρνει σε πέρας η Ουάσιγκτον και μιας αρχής της αποδιάρθρωσης αυτού του συστήματος. Προς το παρόν, βρισκόμαστε μονάχα στην αρχή αυτού του περάσματος σε άλλη φάση. Η τρέχουσα περιπλοκή -μέσα στην οποία αντανακλάται ένα πάγωμα της κρίσης- αργά ή γρήγορα θα ξεπεραστεί, μέσα από το συνδυασμό της αμερικάνικης οργής για την κινέζικη άνοδο και την αναγκαιότητα για μια βαθιά αναδιάρθρωση της σχέσης κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας. Η αποδιάρθρωση που θ’ ακολουθήσει θα πρέπει να θέσει σε κίνηση την κοινωνική και πολιτική, ταξική διαλεκτική, μέσα σε μια διάσταση -επιτέλους- διεθνή. Αρχικά με μορφές πρωτοφανείς, συγχυσμένες, ακόμα και διφορούμενες, λαμβάνοντας υπ’ όψη την αμετάκλητη κρίση των παλιών μορφών του ρεφορμισμού και της -θεσμικής ή ριζοσπαστικής- “αριστεράς”. Σε γενικές γραμμές, η “προοδευτική” μεσαία τάξη δεν είναι πια -και θα είναι όλο και λιγότερο- σε θέση να εκτελέσει τις λειτουργίες κοινωνικής και πολιτικής διαμεσολάβησης που έφερε σε πέρας -με διάφορους τρόπους- στη φάση του φορντικού και του λεγόμενου μεταφορντικού καπιταλισμού. Εν τω μεταξύ, η αφύπνιση της “νεολαίας της μεσαίας τάξης”, η οποία ως τώρα έχει εμπλακεί -ή παθητικά στρατολογηθεί- μέσα στις διαδικασίες της καπιταλιστικής υπαγωγής, ακόμα και μόνο στο επίπεδο των προσδοκιών, θα είναι μια πικρή αφύπνιση.

Αν κάτι είναι ξεκάθαρο, αυτό είναι το γεγονός πως η κατάληξη όλων αυτών δεν είναι δεδομένη. Το σίγουρο είναι ότι χωρίς έναν (ακόμα και δύσκολο) θεωρητικό – ιστορικό απολογισμό της διαδρομής του ταξικού κινήματος, μέσα στο πλαίσιο των μεταβολών του παγκόσμιου καπιταλισμού, θα συνεχίσουμε να θεωρούμε “νέα” την παλιά ασχήμια, την οποία το σύστημα αφειδώς μας πλασάρει.

Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα; Μην έχοντας παρακολουθήσει στενά τις εξελίξεις της μετά το 2015, δεν θα προσπαθήσω ούτε καν να φανταστώ μια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Μετά την ήττα που υπέστη ο κύκλος αγώνων εκείνων των χρόνων και την έκλειψη της τελευταίας απόπειρας για “κυβέρνηση των αριστερών” στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η επακόλουθη άμπωτη επέτρεψε σ’ εκείνη την κυβέρνηση να ευθυγραμμίσει αποφασιστικά τη χώρα με τον άξονα Ουάσιγκτον-Βρυξέλλες-Τελ Αβίβ ενώ ταυτόχρονα ολοκλήρωνε το κοινωνικό σφαγείο που είχε διαταχθεί από το διεθνές κεφάλαιο. Δεν πρέπει να θεωρείται όμως δεδομένο πως στον επόμενο γύρο οι εργαζόμενες τάξεις στην Ελλάδα θα μείνουν τόσο απομονωμένες, όσο έμειναν τα προηγούμενα χρόνια, στο βαθμό εκείνο που η μελλοντική κρίση θα χτυπήσει ταυτόχρονα πολύ ευρύτερα κομμάτια του διεθνούς προλεταριάτου. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: η Ελλάδα βρίσκεται πάνω στη γραμμή του ρήγματος μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Πιθανώς μελλοντικά να γίνουμε μάρτυρες μιας ενδιαφέρουσας “απόπειρας επικοινωνίας”, ανάμεσα σε κομμάτια του προλεταριάτου που βρίσκονται και από τις δύο πλευρές του νέου σιδηρού παραπετάσματος. Η σχέση με το προλεταριάτο της Τουρκίας θα είναι ένα πεδίο δοκιμασίας. Δύσκολο μεν, δεδομένων των ισχυρών εθνικιστικών και ατλαντικών σειρήνων και των εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών που ενισχύονται περίτεχνα, αλλά υπό συγκεκριμένες συνθήκες αυτές δεν θα είναι ανέφικτο να ξεπεραστούν.

[κεντρική διάθεση: Red n’ Noir. Δροσοπούλου 52, Κυψέλη. Αθήνα. Για επικοινωνία: violetta@espiv.net]

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *