“Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο”: Ένας διάλογος με τον R. Sciortino [Μέρος Γ]

Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις”.

Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Ιl Lato Cattivo *.

Δημοσιεύθηκε στις 6/6/2020 στο illatocattivo.blogspot.com

Αγωνιστικές ευχαριστίες στον αναρχικό φίλο και σύντροφο G.G, για την επισήμανση και την αποστολή αυτού του πολύ ενδιαφέροντος υλικού καθώς και για τις θεωρητικές αναλυτικές συζητήσεις: αυτές που αποτελούν διαχρονικά το γόνιμο λίπασμα για κάθε διαλεχτική σκέψη που δεν φοβάται τη σύνθεση, για κάθε συλλογική άμεση δράση που παλεύει “για τα μικρά και τα μεγάλα”, συνεχίζοντας να στοχεύει στην κοινωνική-ταξική απελευθέρωση από τα θανατηφόρα δεσμά της κρατικής-καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής εξουσίας.

Η μετάφραση αφιερώνεται στον φίλο και σύντροφο,

κομμουνιστή πολιτικό κρατούμενο Πολύκαρπο Γεωργιάδη.

Προλεταριακή Πρωτοβουλία,

με την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας [ΚτΒ]

Αθήνα, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2020.

Ακολουθεί η μετάφραση του τρίτου και τελευταίου μέρους της συνέντευξης στα ελληνικά.

Για Εισαγωγή & Μέρος Α : πατήστε ΕΔΩ

Για Εισαγωγή & Μέρος Β : πατήστε ΕΔΩ

ILC: Στο βιβλίο σου δίνεται μια κάποια έμφαση στην έννοια του ιμπεριαλισμού και τη δυσμένεια στην οποία έχει περιπέσει. Κατά τη γνώμη μας, υπάρχουν δυο βάσιμοι λόγοι, με διόλου αμελητέο το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε για να σημάνει τα πάντα και το αντίθετο των πάντων, και μερικές φορές για να νομιμοποιήσει τεράστιες αθλιότητες. Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα της επαναφοράς και επανεπεξεργασίας του πρέπει να τεθεί. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι στη μπροσούρα του Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού [1], ο Λένιν θεωρητικοποιούσε την είσοδο σε μια νέα φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ουσιαστικά χαρακτηρισμένης από τη συγχώνευση του βιομηχανικού με το τραπεζιτικό κεφάλαιο και την πρωτοκαθεδρία των μονοπωλίων και των τραστ. Η επικαιρότητα αυτής της θεωρητικοποίησης εξαρτάται από το πόσο επίκαιρα είναι και τα φαινόμενα που σκόπευε ν’ αναλύσει με αυτή. Μια επικαιρότητα που πρέπει να διαπιστωθεί εμπειρικά. Για παράδειγμα, ποια είναι η κατάσταση των υπαρχόντων μονοπωλίων; Ποια είναι η -παντού και πάντα- σχετική ικανότητα αποφυγής της ανταγωνιστικότητας ή -με μαρξιστικούς όρους- δραπέτευσης από το γενικό ισοζύγιο του ποσοστού κέρδους; Αυτό είναι το ένα πρόβλημα. Έπειτα, προς υπεράσπιση της αλήθειας, πρέπει να ειπωθεί ότι η μπροσούρα του Λένιν δεν χάραζε μια ιδιαίτερη αντίληψη για τη σχέση μεταξύ των κεντρικών καπιταλιστικών και των περιφερειακών χωρών, παρά μόνο από την οπτική της εξαγωγής των κεφαλαίων και της αποικιοκρατίας, δηλαδή μέσω ενός δεδομένου -αν μη τι άλλο- χειροπιαστού. Ούτε διατύπωνε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στο ιμπεριαλιστικό και σ’ ένα μη-ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Κατά τη γνώμη μας, πρέπει να ξαναπιάσουμε την ίδια τη θεωρία της εργατικής αριστοκρατίας. (Τα μονοπώλια δεν αναδιανέμουν αυθορμήτως τα υπερκέρδη τους. Οι αυξημένες τιμές -από τις οποίες πηγάζει και η κυριαρχία τους- δεν είναι διόλου ευνοϊκές για τις τσέπες των μισθωτών στις κεντρικές χώρες). Αυτή η θεωρία δεν ισχυρίζεται ότι οι εργάτες των κεντρικών χωρών συμμετέχουν στην εκμετάλλευση των εργατών στις περιφερειακές ή τις ημι-περιφερειακές χώρες, όπως -αντίθετα- υποστήριζε ο Arghiri Emmanuel [2] στα τέλη της δεκαετίας του 1960, με μια εξωφρενική θεωρία, τόσο ως προς τις προϋποθέσεις της όσο και ως προς τα συμπεράσματα της, (Συνοπτικά, οι χώρες εννοημένες ως χωριστά κοπάδια της παραγωγής). Τέλος, σκιαγραφώντας το ανώτατο στάδιο, ο Λένιν ανατρέχει στη πιο σύγχρονη φάση που διατυπώνεται με τον υπότιτλο Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο του Hilferding [Λονδίνο, 1910], το έργο το οποίο μαζί με το Ο ιμπεριαλισμός του Hobson [1902] [3] αποτέλεσαν και τις βασικές πηγές της έμπνευσης του. Από αυτές τις σύντομες αναφορές θα μπορούσε να εξαχθεί η ακόλουθη οπτική: ο ιμπεριαλισμός -πρώτα και κύρια- ως “νέα εποχή πολέμου και επανάστασης”, όχι αναγκαστικά ανώτατης με την έννοια της απώτατης, η οποία όμως (σε κάθε περίπτωση) αποτελεί μια ασυνέχεια στο βαθμό εκείνο που (στο εσωτερικό της) η ενδοκαπιταλιστική σύγκρουση δεν μπορεί πλέον να επιλυθεί με “καθαρά” οικονομικούς όρους ή διαμέσου περιφερειακών συρράξεων. Ταυτόχρονα, το ζήτημα του κομμουνισμού επανέρχεται στην ημερήσια διάταξη σε κεντρικές περιοχές της συσσώρευσης. Επομένως, ο ιμπεριαλισμός ως μια φάση -όχι μοναδική, αλλά περιοδικά επίκαιρη- κατά τη διάρκεια της οποίας επικρατεί η αντίθετη τάση από εκείνη για την “ειρηνική συνύπαρξη” μεταξύ των βασικών καπιταλιστικών πόλων και την ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς. Με αυτή την έννοια, αποπειραθήκαμε να εννοήσουμε το 2008 (τη χρονιά της παγκόσμιας κρίσης, αλλά και της σύγκρουσης στη Γεωργία που αποτέλεσε το πρώτο σημάδι της ρώσικης ανάκαμψης στο γεωπολιτικό πεδίο), ως το σημείο καμπής από την αμερικάνικη μονοπολική συνθήκη (=ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς) στη σταδιακή επαναφορά της γεωστρατηγικής διένεξης (=θρυμματισμός της παγκόσμιας αγοράς). Συμφωνείς; Σε ικανοποιεί αυτός ο ορισμός της έννοιας του ιμπεριαλισμού;

RS: Πρόκειται σίγουρα για μια όψη του ζητήματος αλλά ακριβώς μονάχα γι’ αυτό, δηλαδή για μια όψη του. Η επανεμφάνιση της ανοιχτής ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης, με μια αποτύπωση της και στο στρατιωτικό επίπεδο, πραγματώνεται σήμερα μέσα σε μια συνθήκη αρκετά διαφορετική από εκείνη που είχε σκιαγραφήσει ο Λένιν, καθώς και από εκείνη μέσα στην οποία έλαβε χώρα η πλούσια συζητήση του μαρξισμού εκείνης της εποχής, ο οποίος και χαρακτηριζόταν ακόμα από τα όρια που θέτονταν από τη σχετικά περιορισμένη επέκταση (σε παγκόσμιο επίπεδο) του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ). Η απόπειρα προβολής της στο σήμερα, ανάμεσα σε αμετάβλητες τάσεις και ασυνέχειες, κρίνεται απαραίτητη για μια ανάλυση όχι μονάχα της συγκεκριμένης “φάσης”, αλλά και για να αποφύγουμε τις οικονομίστικες ή και τις γραμμικές αναγνώσεις, σχετικά με τις δυναμικές που αναπτύσσονται τόσο ενδοκαπιταλιστικά όσο και μέσα στην ίδια την πάλη των τάξεων. Αυτό είναι ένα πολύ λεπτό πολιτικό ζήτημα. Κατά κάποιο τρόπο, πρόκειται για μια πρωτοφανέρωτη συνθήκη: ακόμα και αποκλειστικά σε σχέση με τις διακρατικές σχέσεις, βλέπουμε -για να το πούμε κάπως άγαρμπα- ένα είδος “υπεριμπεριαλισμού” των ΗΠΑ (ας είναι ξεκάθαρο, όχι α λα Κάουτσκυ της δεκαετίας του 1920), οικονομικά διασυνδεδεμένου με τους ιμπεριαλισμούς περιορισμένης ισχύος στη δυτική Ευρώπη (έπειτα από τη διαδοχή της ηγεμονίας από τη Μεγάλη Βρετανία στις ΗΠΑ -χωρίς μια άμεση στρατιωτική αναμέτρηση- που χαρακτηρίζει και το τέλος της “παλιάς αποικιοκρατίας”) που ανταγωνίζονται δυο σχηματισμούς “ανακτημένου” καπιταλισμού, όπως η Κίνα και η Ρωσία, οι οποίοι μπορούν να ανταγωνιστούν αλλά όχι να αναμετρηθούν με τη Δύση, ενώ στο βάθος υπάρχουν μεγάλες περιφερειακές εκτάσεις, “εξαρτημένες” και ενταγμένες μέσα στους κεντρικούς παραγωγικούς και χρηματοπιστωτικούς μηχανισμούς, με κράτη “παρίες”, κράτη υποταγμένα στη Δύση (που μπορεί και να τρέφουν φιλοδοξίες ανέλιξης σε τοπικό επίπεδο) και “αποτυχημένα” κράτη. (Η ορολογία των γιάνκηδων είναι αντίστοιχη της δημιουργικότητας της ψυχαγωγικής βιομηχανίας τους). Εδώ, μπορώ να αναφερθώ συνοπτικά σ’ έναν τρόπο σκέψης με τον οποίο επιχειρείται να τεθεί ενιαία ένα κοινό νήμα, σχετιζόμενο με όλες αυτές τις πολυπλοκότητες. Σε θεωρητικό επίπεδο, αυτό το νήμα δεν μπορεί να αποκοπεί από τα άλλα αντίστοιχα που θέσαμε στην προηγούμενη ερώτηση, για το πλασματικό κεφάλαιο, αλλά μας φέρνει πιο κοντά -με μαρξιστικούς όρους- στα χειροπιαστά επίπεδα της ανταγωνιστικότητας μεταξύ των πολλών κεφαλαίων, επομένως πιο κοντά στην ανάλυση της συγκεκριμένης λογικής και του συγκεκριμένου αντικειμένου.

Νομίζω ότι ο όρος ιμπεριαλισμός πρέπει να χρησιμοποιηθεί με τουλάχιστον τρεις έννοιες.

1) Ο ιμπεριαλισμός ως αναπόδραστο στάδιο ανάπτυξης του ΚΤΠ, όπως επισημαίνει ο Λένιν, χαρακτηρισμένος από μια ακραία συγκεντροποίηση των κεφαλαίων και από ένα ταξικό μονοπώλιο, ολοένα και πιο απρόσωπο, όπως σωστά παρατηρεί ο Μπορντίγκα στο Ιδιοκτησία και Κεφάλαιο σχετικά με τις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις, οι οποίες (σε κάθε περίπτωση) δεν σταματάνε να πληθαίνουν, αν και με τρόπους ολοένα και καταστροφικότερους. Η αντίδραση απέναντι στην τάση προς την κρίση που είναι σύμφυτη με το κεφάλαιο, δεν προδιαγράφει από μόνη της καμία γραμμική πορεία παρακμής του, αντίθετα διατηρεί τη δυνατότητα σχετικής ανανέωσης του μέσα από την αναδιάρθρωση της ταξικής σχέσης και του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, όμως προσοχή, με αυξανόμενες κοινωνικές και φυσικές συνέπειες και χωρίς να αποφεύγεται το πέρασμα της μέσα από το χάος, τους πολέμους και τις πιθανές επαναστάσεις.

2) Ο ιμπεριαλισμός ως παγκόσμιο σύστημα, ανάμεικτο και άνισο: όπου η άνιση ανάπτυξη προκύπτει όχι μονάχα σε εθνική αλλά (ακριβώς) σε διεθνή κλίμακα, αντανακλώντας ένα διαχωρισμό, ο οποίος δεν είναι στατικός αλλά αφότου καθιερωθεί καθίσταται –σχετικά- επίμονος. Ένας διαχωρισμός ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη-χώρες και εκείνες τις περιοχές-κράτη που δεν κατάφεραν να ενταχθούν σ’ αυτή τη χούφτα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, στις οποίες αναφερόταν ο Λένιν. Το βασικό σημείο έγκειται ιδιαίτερα στο γεγονός ότι η τρέχουσα διεθνοποίηση έρχεται για να επιβεβαιώσει, και όχι για να διαψεύσει τη φύση του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης που μπορεί να υπάρξει μονάχα μέσα από μια έντονη πόλωση (τόσο ταξική όσο και γεω-οικονομική) του παραγόμενου πλούτου, μέσα από την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργατικής δύναμης και του φυσικού περιβάλλοντος, χωρίς να δίνει καμία δυνατότητα για ίσο διαμοιρασμό των κεφαλαίων.

3) Η τάση προς μια (ακόμα και) ένοπλη ενδοϊμπεριαλιστική σύρραξη, που φέρνει όμως στην επιφάνεια τον τρόπο με τον οποίο αυτή η τάση εμπλέκεται χειροπιαστά με τις ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις σε μη κεντρικές περιοχές και ιδιαίτερα ως προς αυτό, με τις αντιιμπεριαλιστικές ωθήσεις που μπορούν να δοθούν μέσα από εθνικά αστικά υποκείμενα. Σχετικά με το λεπτό ζήτημα της σχέσης αυτού του αστικού αντιιμπεριαλισμού με τον αντικαπιταλισμό θα επανέλθω.

Επομένως, ο ιμπεριαλισμός είναι παγκόσμιος, δεν είναι όμως ούτε ενιαίος ούτε ομοιογενής. Διαχωρίζεται ανάμεσα σε μια μικρή ομάδα ιμπεριαλιστικών υποκειμένων (στον πληθυντικό) και υποκειμένων που αν και είναι ενταγμένα στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων εντούτοις δεν είναι, ούτε μπορούν να γίνουν ιμπεριαλιστικά και μερικές φορές εμφανίζονται ως (εθνικά) αντιιμπεριαλιστικά, με όλες τις υπάρχουσες διαβαθμίσεις που σχετίζονται δυναμικά με τον τρόπο που αυτά αναπτύχθηκαν μέσα στην ιστορική διαδρομή τους. Αυτό δεν αποτελεί αντίφαση, αλλά σχετίζεται με το γεγονός ότι η κεφαλαιοκρατική σχέση επέκτεινε εκθετικά την ακτίνα δράσης της, σε τέτοια γεωγραφική έκταση και με τέτοια πυκνότητα, χωρίς όμως να μεταβληθεί (εν τω μεταξύ) το δεδομένο γεγονός της συγκέντρωσης της υπεραξίας σ’ ένα ολοένα και πιο περιορισμένο αριθμό χωρών και οικονομικών παραγόντων, οι οποίοι φυσικά (και συγκριτικά με προηγούμενες φάσεις) έχουν μεταβληθεί και έχουν μετατραπεί σε ακόμα συγκεντρωτικότερους. Πχ, η βιομηχανία της πληροφορικής όπου κυριαρχούν οι πανίσχυρες corporations με την αστερόεσσα. Επομένως, αυτή δεν είναι μια αμελητέα συνέπεια, αφού ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της παγκόσμιας επικράτησης του ΚΤΠ δεν έχουμε, ούτε πρόκειται ποτέ να έχουμε ένα προλεταριάτο που να είναι ομογενοποιημένο σε διεθνές επίπεδο, κάτω από μια και μοναδική καπιταλιστική διοίκηση και με εξαφανισμένα τα προβλήματα της άνισης ανάπτυξης, ακόμα και εκείνα που αποτυπώνονται σε εθνικό επίπεδο. Αυτό θέτει τουλάχιστον τρία είδη “νέων” προβλημάτων: τοποθέτηση και ρόλος του παγκόσμιου ηγεμόνα, έκταση και συνέπειες της ανόδου της καπιταλιστικής Κίνας, ρόλος των μαζών στο Νότο του κόσμου και φύση της δημοκρατικής διεκδίκησης.

1) Με το πέρασμα στην υπαρκτή συμπερίληψη και το τεχνολογικό άλμα της παραγωγής που υπήρξαν εν μέσω πλήρους εξέλιξης του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, ανάμεσα στους δυο παγκόσμιους πολέμους, και έπειτα με την εγκαθίδρυση της μεταπολεμικής ηγεμονίας των ΗΠΑ, προέκυψε και η πλήρης γενίκευση των πλασματικών αξιών που -αρχικά- αναπαράχθηκαν μέσω των πληθωριστικών μηχανισμών του καθεστώτος [που επιβλήθηκε με τη διάσκεψη] του Bretton Woods [τον Ιούλιο του 1944], οι οποίες και “έσκασαν” με το τέλος του, κατά της διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Από τότε κι έπειτα, μια αυξανόμενη μάζα από τίτλους αξιών σε δολάρια (χωρίς αντίστοιχο υπαρκτό αντίκρισμα) βολοδέρνει αναζητώντας αξιοποίηση, με αντάλλαγμα τα παγκόσμια εμπορικά πλεονάσματα ή μέσα από την απόσπαση των τεράστιων κεφαλαίων από τις υποτελείς χώρες, μέσω του συστήματος των διεθνών δανείων και του δημόσιου χρέους. Τα (ολοένα και πιο κεφαλαιοκρατικά) κράτη και οι κεντρικές τράπεζες των ιμπεριαλιστικών χωρών ανέλαβαν το ρόλο του εγγυητή αυτής της κυκλοφορίας (και της διατήρησης της αξίας για αυτούς τους έγγραφους τίτλους παρεμποδίζοντας -σε περίπτωση κρίσης- ένα γενικευμένο αποπληθωρισμό), μέσα από μια συνεχή μεταφορά πόρων που εξάγονται από την παγκόσμια εργατική δύναμη και τις περιφερειακές χώρες. Με αυτό συνδέεται και ο χρηματιστικός (ιδιαίτερος και κομβικός) ρόλος των ΗΠΑ, η άλλη όψη της γεωπολιτικής ηγεμονίας τους, ως εγγυητές και (ταυτόχρονα) εκβιαστές του παγκόσμιου συστήματος, χάρη στην εγγυημένη χρηματοδότηση από το έλλειμμα του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών τους. Έτσι προκύπτει και η αντίστοιχη ώθηση προς την παγκοσμιοποίηση, που επέκτεινε τη διείσδυση του πλασματικού κεφαλαίου, τόσο με τις αλυσίδες της εργασίας που γίνανε παγκόσμιες, όσο και με τους ανθρώπινους και τους φυσικούς πόρους των χώρων που δεν έχουν ακόμα απορροφηθεί, και δεν πρόκειται ποτέ να απορροφηθούν απόλυτα, μέσα στην προηγμένη καπιταλιστική παραγωγή. Επομένως, οι ΗΠΑ κατέχουν ένα κεντρικό ρόλο, ελέγχοντας τη χρηματοπιστωτική ροή και το παγκόσμιο νόμισμα, καθώς επίσης και έναν στρατιωτικό μηχανισμό, ικανό για μια παγκόσμια αποτύπωση. Η υπάρχουσα σύνδεση ανάμεσα στο δολάριο και τις στρατηγικές των ΗΠΑ είναι το κλειδί για την ανάγνωση της παγκόσμιας γεωπολιτικής.

Επομένως, όπως ορθά είχε διακρίνει ο Μπορντίγκα, την επαύριο της δεύτερης παγκόσμιας πολεμικής σύγκρουσης, μιλώντας για τη θερμοπυρηνική αποικιοκρατία, η ηγεμονία των ΗΠΑ είναι ποιοτικά διαφορετική από τις προηγούμενες, οι οποίες πάντοτε βρήκαν στο διάβα τους αντίπαλους ιμπεριαλισμούς που -δυνητικά- ήταν ικανοί να τους υποκαταστήσουν. Ο χρηματιστικός ιμπεριαλισμός του δολαρίου, ακόμα και υπό πίεση, φαίνεται να έχει επηρεάσει άμεσα αυτή τη δυναμική, όχι υπό την έννοια ότι (μέσα στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα) δεν υπάρχουν ή δεν θα προκύψουν ολοένα και πιο έντονες αντιπαραθέσεις, αλλά μ’ εκείνη που δεν διακρίνει σε μεσοπρόθεσμο διάστημα έναν πιθανό εναλλακτικό ηγεμόνα, ικανό να θέσει υπό τον έλεγχο του ένα μηχανισμό τόσο πολύπλοκο και διασυνδεδεμένο. Πρόκειται για μια ανωμαλία την οποία -εσχάτως- είχε διακρίνει και ο ίδιος ο Arrighi.

Με αυτή την έννοια, η κρίση της ηγεμονίας με την αστερόεσσα αντικατοπτρίζεται ως ο κίνδυνος μιας αποσύνδεσης για ολόκληρο το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, απέναντι σε εκείνες που στο βιβλίο ονομάζω πολυπολικές γοητείες. Πρόκειται για ένα σχετικό νεωτερισμό, ο οποίος ανοίγει μια σειρά από ερωτήματα γύρω από την πιθανή ενδο-ιμπεριαλιστική δυναμική. Πχ, μπορεί να υποτεθεί το γεγονός της αποδέσμευσης της Γερμανίας από τον Αντλαντισμό καθώς και οι συνθήκες μέσα στις οποίες αυτή θα μπορούσε να προκύψει. Όπως επίσης και η δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ του ιμπεριαλισμού και του υπόλοιπου κόσμου, ιδιαίτερα με την Κίνα. Παράλληλα όμως ανοίγει και ερωτήματα γύρω από τον συσχετισμό των δυνάμεων που θα μπορούσε να αποδειχθεί ευνοϊκός για μια πιθανή επαναστατική διαδικασία, η οποία είναι ξεκάθαρο πως χρειάζεται συνολικά το ξέσπασμα μιας κρίσης (από τα μέσα και από τα έξω) απέναντι στην ισχύ των ΗΠΑ, όπως είχε ήδη διακρίνει ο Μπορντίγκα που ασκεί πολεμική ενάντια στις διπολικές γοητείες των καθαρόαιμων διεθνιστών. Κατά κάποιο τρόπο, πρόκειται για πρωτοφανέρωτους παράγοντες που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποκλειστικά με τα άρματα που προσφέρει η θεωρία του Λένιν ή της Λούξεμπουργκ για τον ιμπεριαλισμό.

2) Η Κίνα. Ας ξεκινήσουμε δηλώνοντας ότι θεωρούμε δεδομένη την καπιταλιστική φύση της, όπως άλλωστε γνωρίζουν όλοι οι σοβαροί αστοί. Αλλά λέγοντας αυτό δε σημαίνει ότι τα έχουμε πει όλα. Το βασικό σημείο έγκειται στη “μετάβαση” της στον καπιταλισμό, επάνω στο κύμα μιας αντιιμπεριαλιστικής και δημοκρατικής επανάστασης, και χάρη στα εκατομμύρια των εκατομμυρίων χωρικών που έγιναν προλετάριοι, οι οποίοι σήμερα παράγουν για την παγκόσμια αγορά. Με την έννοια ότι αν από τη μία πλευρά δεν έγινε εφικτή, εξαιτίας της ιστορικής “καθυστέρησης” (ή και των βαθύτερων ορίων του δικού της κοινωνικού και οικονομικού σχηματισμού), η ένταξη της στην ιμπεριαλιστική λέσχη, από την άλλη πάλι, παρήγαγε μια ανωμαλία που καθιστά την Κίνα σε ιδιαίτερη περίπτωση, συγκριτικά με την κλασσική σχέση “νεοαποικιοκρατικής” εξάρτησης. Οι βασικοί λόγοι είναι δύο: η παρουσία ενός αχανούς και πειθαρχημένου προλεταριάτου και ενός αρκούντως σταθερού Κράτους, το οποίο και μπορούσε να εγγυηθεί για τις [παραγωγικές] αποτοπικοποιήσεις μετά το 1979. Όλο αυτό, υπό τη συνθήκη μιας ουσιαστικής δημοκρατικής διαλεκτικής ανάμεσα στις εργαζόμενες τάξεις και το Κράτος, ανάμεσα στις κινητοποιήσεις και την καπιταλιστική ανάπτυξη, με συνέπειες στους όρους ενός κοινωνικού συμβολαίου με σχεδόν σοσιαλδημοκρατικό ύφος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αν και το βασικό μερίδιο της εξαγόμενης υπεραξίας επιστρέφει στις δυτικές μητροπόλεις, το περίσσευμα των κερδών (αν και αναλογικά πολύ χαμηλό) παραμένει στην Κίνα, αλλά σε μια τέτοια ποσότητα που δεν είναι αμελητέα κι έτσι (όχι μόνο) ενίσχυσε το σχηματισμό μιας εσωτερικής αστικής τάξης που (σε σημαντικό βαθμό) συσπειρώνεται γύρω από το Κράτος, το οποίο δεν αποτελεί μια απλή επιτροπή, τηλεκατευθυνόμενη από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, αλλά ακολουθεί ένα πλάνο ανάπτυξης του εθνικού καπιταλισμού. Σε αντίθεση με πολλές άλλες απόπειρες που προέκυψαν από την αποαποικιοκρατία, η κινέζικη απόπειρα για λόγους ιστορικούς, ταξικούς αλλά και εδαφικής έκτασης δεν είχε το ανάλογο τέλος με άλλες αντίστοιχες (αποαποικιοκρατία στη Λατινική Αμερική, αραβικός εθνικισμός, παναφρικανισμός) που ρημάχτηκαν εξαιτίας (και) των δικών τους παλινωδιών, της διεθνούς απομόνωσης τους και της ιμπεριαλιστικής αντίδρασης. Η Κίνα χρησιμοποιεί τα αποθέματα της έτσι ώστε (με αυτά) να υφαίνει ένα επιχειρηματικό δίκτυο, παράλληλο με το βασικό της Δύσης, εκμεταλλευόμενη τις αντιξοότητες και πατώντας έτσι πόδι στην Αφρική, τη λατινική Αμερική, τη νοτιοανατολική Ασία, με οικονομικές και χρηματοπιστωτικές πολιτικές κάπως πιο αυτόνομες από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Απέχοντας πολύ από το να αποτελεί εκείνη τη σκληρή στυγνή κατασταλτική δικτατορία που περιγράφουν τα δυτικά (ακόμα και αριστερά) καθεστωτικά ΜΜΕ, το κινέζικο Κράτος (όχι από τη φύση του, αλλά εξαιτίας της διαλεκτικής ανάμεσα στις ισχυρές εσωτερικές και εξωτερικές κοινωνικές δυνάμεις) κατάφερε ως τώρα να διαφυλάξει τη βάση του κοινωνικού συμβολαίου: τη διασύνδεση των παραγωγικών δυνάμεων με τη διάχυση μιας (σχετικής και διαφοροποιημένης) ευημερίας για όλες τις τάξεις. Είναι ξεκάθαρο πως η κοινωνική άνοδος δεν προέκυψε αυτόματα και από τα πάνω, αλλά χάρη σε μια διαρκή κινητοποίηση των προλετάριων και των χωρικών, μέσα από τα επίσημα κανάλια του Κράτους και του κόμματος, αλλά (όταν αυτό είναι απαραίτητο) και μέσα από τα ανεπίσημα των μαζικών ταραχών, οι οποίες ακόμα και όταν καταστάλθηκαν, έδωσαν (πάντοτε) ζωή σε μια διαλεκτική απάντηση από την πλευρά του Κράτους και του κόμματος. Αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο είναι ο βασικός παράγοντας που εγγυήθηκε την εσωτερική σταθερότητα. Από αυτό το σημείο κι έπειτα αρχίζουν τα προβλήματα. Αναμφίβολα, οι βελτιώσεις των συνθηκών που αποσπάστηκαν δεν οφείλονται στις καλές προθέσεις των διεθνών παραγγελιοδοτών. Αντίθετα, για την αντιμετώπιση της κρίσης του 2008 το Κράτος αναγκάστηκε να καταφύγει σ’ έναν αυξανόμενο εσωτερικό δανεισμό, ένα ριψοκίνδυνο παράγοντα (όπως φάνηκε και από τη μινι-κρίση του 2015-16) για τον οποίο (εκτός των άλλων), από πλευράς της Δύσης, έλαβε για απάντηση μονάχα… τον πόλεμο των δασμών του Τραμπ και τις κατηγορίες για πρόκληση της τρέχουσας πανδημίας. Επομένως, για την Κίνα αποτελεί ζωτική ανάγκη η αποδέσμευση της από το ρόλο του εργοστασίου για το δυτικό κόσμο, η απόσπαση ενός μεγαλύτερου μεριδίου της παγκόσμιας υπεραξίας μέσα από την άνοδο της στην αλυσίδα της αξίας. Όχι έτσι ώστε να προκαλέσει μια γενικευμένη αντιστροφή της παγκόσμιας αγοράς, αλλά για να περάσει από την τωρινή περιφερειακή συνθήκη (τουλάχιστον) σε μια ημι-περιφερειακή θέση, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί προϋπόθεση για τη σταθερότητα και (σε τελική ανάλυση) τη διατήρηση της ως ενιαίο Κράτος.

Δεν είναι εδώ το κατάλληλο σημείο για να αναλύσουμε τους τρόπους με τους οποίους το Πεκίνο προσπαθεί να επιτύχει αυτό το στόχο του: η δημιουργία δικών του φιρμών, η ανάπτυξη ενός δικού του τομέα παραγωγής βιομηχανικών και τεχνολογικών μηχανημάτων, η επέκταση της αγοράς για τα καταναλωτικά και επενδυτικά προϊόντα της, μέσω της προσέγγισης περιφερειακών ζωνών της παγκόσμιας αγοράς (Νέοι Δρόμου του Μεταξιού). Το ζήτημα είναι ότι αυτές οι απόπειρες ανεβάζουν το επίπεδο της σύγκρουσης ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και την Κίνα. Ακόμα και η πολιτική των “μικρών βημάτων” διαβρώνει την υλική βάση της ιμπεριαλιστικής προσταγής σε παγκόσμιο επίπεδο, και ακόμα περισσότερο σε μια στιγμή όπως η τωρινή, όπου η γενικευμένη κρίση καθιστά σε οξύτερη τη σύγκρουση. Οι εναλλακτικές που διακρίνονται στο βάθος έχουν να κάνουν με το αν η Κίνα θα μπορέσει να αφιερώσει τους πόρους της για την “εσωτερική ανάπτυξη” της ή αν (θέλοντας και μη) θα αναγκαστεί τελικά να τους κάψει μέσα στις διεθνείς αγορές, ώστε να συνεισφέρει στην αποφυγή μιας τεράστιας απώλειας αξίας για το πλασματικό κεφάλαιο (το οποίο ανήκει συντριπτικά σε άλλους). Το ζήτημα έγκειται στο γεγονός ότι η Κίνα δεν μπορεί να απομονωθεί, όπως έκανε στην εποχή του Μάο. Ακόμα και με μια υποτιθέμενη “περιφεροποίηση” της δεν θα μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει περιοχές αυστηρά διαχωρισμένες μεταξύ τους, αλλά το πολύ να δημιουργήσει διάφορα μπλοκ που θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την κατάκτηση καλύτερων θέσεων μέσα στην παγκόσμια αγορά, μέσα στην προοπτική μια γενικευμένης πολεμικής σύρραξης.

Όλα αυτά έχουν βαρύτατες συνέπειες για τις ταξικές σχέσεις. Σε αυτό το επίπεδο και για τους προαναφερθέντες λόγους, η δυναμική των πραγμάτων δεν εξελίσσεται μονάχα μεταξύ δυο μονομάχων, με το προλεταριάτο αντιμέτωπο με το Κράτος και τη μπουρζουαζία, αλλά (και ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνουν οι χωρικοί και οι μεσαίες τάξεις των πόλεων) τουλάχιστον μεταξύ τριών, εξαιτίας της ανυπέρβλητης εξωτερικής ιμπεριαλιστικής παρουσίας και πίεσης. Αυτό είναι κάτι που πιθανότατα (άλλα όχι εντελώς) αποκλείει το γεγονός μιας ανάπτυξης της πάλης των τάξεων από πλευράς των Κινέζων προλετάριων, η οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί άμεσα σε έναν εσωτερικό και διεθνή ξεσηκωμό ενάντια στο σύστημα, μονάχα μέσα από την ανάπτυξη -και στη Δύση- μιας βαθιάς ρωγμής ενάντια στην κοινωνική ειρήνη. Γι’ αυτό το λόγο και μέσα από την επανεκκίνηση των κοινωνικών δυναμικών που αναστατώνουν τις υπάρχουσες δομές, μπορεί να υποτεθεί ένα πέρασμα, ή μάλλον καλύτερα μια διαδρομή δημοκρατικών διεκδικήσεων, με ιδιαίτερα διαφορετικό το ταξικό αποτύπωμα που αφήνει στις διάφορες περιπτώσεις. Είτε όμως και μια άλλη διαδρομή, με την έννοια της πολιτικής και οικονομικής φιλελευθεροποίησης, συμβατής με τα δυτικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα: η μετατροπή του συγκεντρωτικού και εθνικιστικού κινέζικου Κράτους σε ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό Κράτος που θα παραιτηθεί κάθε δικαιώματος για παρεμβάσεις από τα πάνω για μια εθνική ανάπτυξη, δίνοντας το ελευθέρας στη δράση εκείνων των κεφαλαίων και εκείνων των ανταγωνιζομένων μεσαίων τάξεων, οι οποίες θα προσελκύονταν έτσι από τα (αρκετά πιο) ελκυστικά δυτικά χρηματοπιστωτικά κέντρα. Έτσι προκύπτουν και οι απόπειρες χρωματιστών επαναστάσεων τύπου Χονγκ Κονγκ, οι ελιγμοί για το Θιβέτ και την περιοχή της Σιντσιάνγκ κλπ. Είτε ακόμα και μια διαδρομή με την έννοια του εκδημοκρατισμού ενός καπιταλιστικού Κράτους που έχει φτάσει στην ωριμότητα του, με μια διευρυμένη εσωτερική αγορά που είναι σε θέση να υποστηρίξει τα αστικά συμφέροντα χωρίς να είναι πλέον αναγκαία η κρατική (αυστηρά συγκεντρωτική) καθοδήγηση, αλλά και ικανή (τώρα πια) να τεθεί “στα ίσια” απέναντι στους διεθνείς ανταγωνιστές της. Πιθανότατα αυτή να είναι και η μακροπρόθεσμη προοπτική που τίθεται υπό τη σημερινή κομμουνιστική διεύθυνση, που αντικειμενικά είναι δύσκολα εφαρμόσιμη. Ή τέλος, μια διαδρομή με την έννοια μιας προλεταριακής δραστηριοποίησης που (περνώντας αρχικά μέσα από μια άμυνα για την υπεράσπιση του καθαυτού ταξικού συμφέροντος, του εθνικού καπιταλισμού και της περαιτέρω ανάπτυξης απέναντι στις ιμπεριαλιστικές πιέσεις) αποδεσμεύεται προχωρώντας με άλματα, προς τους δικούς της ταξικούς και διεθνιστικούς σκοπούς, προς μια δική της διεκδίκηση της εξουσίας. Κάτι που δεν θα είναι εφικτό, το επαναλαμβάνω, χωρίς πρώτα να έχει προκύψει και μια σοβαρή ταξική προλεταριακή επανεκκίνηση στην ίδια τη Δύση, χάρη και στην αντανάκλαση που αποκτάει κι εδώ η ταξική αντίσταση (ακόμα και μέσα στο εσωτερικό πλαίσιο του εθνικού καπιταλισμού) που εκδηλώνεται εκεί. Προς το παρόν, είναι δύσκολο να υποτεθεί κάτι παραπάνω από κάτι σαν κι αυτό.

3) Μέσα από τη διασύνδεση (που σήμερα πλέον είναι πολύ βαθύτερη από όσο ήταν στο παρελθόν) της τοπικής καπιταλιστικής ανάπτυξης με την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση, ο λεγόμενος Τρίτος Κόσμος θρυμματίστηκε και διαλύθηκε πολιτικά (και μαζί του και η ιδεολογία του). Μιλώντας χοντρικά, μπορούμε να διακρίνουμε δυο στρατόπεδα. Μια σειρά κρατών που (μέσα από μια αποκλειστικά καπιταλιστική οπτική) δοκιμάζουν μια διαδρομή μεγαλύτερης εθνικής αυτονομίας σε σχέση με τον ιμπεριαλισμό του δολαρίου, βρίσκοντας συχνά ανταπόκριση από την πλευρά της Κίνας και της Ρωσίας (σχετικά με αυτή τη χώρα που είναι τόσο σημαντική για τις παγκόσμιες στρατηγικές εξελίξεις, δεν είναι δυνατό να σταθούμε εδώ ιδιαίτερα). Πολλά από αυτά τα κράτη βρίσκονται επάνω στις γεωπολιτικές συνοριογραμμές και δοκιμάζουν να διαδραματίσουν έναν πιο αυτόνομο τοπικό ρόλο (Τουρκία, Ιράν, Νότια Αφρική, Βραζιλία, Αργεντινή και με την Ινδία σε μια πιο διφορούμενη θέση. Η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, το Μεξικό κα, για γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους βρίσκονται υπό τον αστερισμό των ΗΠΑ). Το δομικό πρόβλημα που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν (ή είναι αναγκασμένες να αντιμετωπίσουν στο μέλλον) αυτές οι χώρες έγκειται στο γεγονός ότι η επέκταση της μισθωτής εργασίας δεν επιτεύχθηκε στο βαθμό που ελπιζόταν με την αποαποικιοκρατία, δηλαδή με το σχηματισμό εθνικών κεφαλαίων με άμεση πρόσβαση στην παγκόσμια αγορά, κυρίως μέσω της αποτοπικοποίησης των δυτικών φιρμών, που διατηρούν το μεγαλύτερο μερίδιο της παραγόμενης υπεραξίας. Επομένως, συχνά πυκνά, τα περιθώρια για εργοδοτικές υποχωρήσεις είναι σχεδόν μηδενικά. Ούτε οι εργατικοί αγώνες μπορούν να είναι και τόσο καθοριστικοί για τις αποφάσεις των δυτικών παραγγελιοδοτών, που μπορούν να μεταφέρουν την παραγωγή τους αλλού. Το ζήτημα επομένως από οικονομικό γίνεται πολιτικό, ανακαλώντας το Κράτος ως το μοναδικό υποκείμενο που έχει την εξουσία σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια αλλά και τη δυνατότητα για μια διεθνή παρέμβαση. Οι προλετάριοι ζητάνε από το Κράτος νομοθετικά μέτρα βελτίωσης των συνθηκών εργασίας αλλά και μέτρα ενός [welfare] κοινωνικού κράτους. Τα εν λόγω κράτη όμως, δεν έχουν καμία πιθανότητα άσκησης επιρροής στους βαθύτερους κανόνες των διεθνών αγορών. Έτσι, απομένει μια δυνατότητα: ο δανεισμός στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, με μια (ως επί το πλείστον βραχυπρόθεσμη) ροή κεφαλαίων μέσα από το λεγόμενο καυτό χρήμα [hot money], εκείνο που (με την πρώτη ένδειξη εσωτερικής ή διεθνούς αστάθειας) είναι πάντοτε έτοιμο να πετάξει για αλλού.

Έπειτα υπάρχει το (ξεκάθαρα πλειοψηφικό) στρατόπεδο των λεγόμενων υπανάπτυκτων χωρών που δεν είναι ικανές να συγκροτήσουν κοινωνικά-πολιτικά μέτωπα και διεθνείς συμμαχίες στην κατεύθυνση μιας πιο αυτονομημένης (από τον ιμπεριαλισμό) ανάπτυξης. Ακριβώς γι’ αυτό υπόκεινται (ενώ νομίζουν ότι ευνοούνται από) μια εντεινόμενη εξάρτηση, ακόμα και υπό τον κίνδυνο του διαμελισμού τους. Δεν πρόκειται όμως μονάχα για την κλασσική εξαρτημένη μπουρζουαζία. Η καλλιέργεια προσδοκιών προς τη Δύση αφορά πλατιά στρώματα της μεσαίας τάξης και της “υπό διαμόρφωση μεσαίας τάξης”, τους εγγράμματους νέους, ακόμα και τους προλετάριους και τους ημι-προλετάριους, οι οποίοι (ενώπιον της πασιφανούς αποτυχίας των μεταποικιακών προσπαθειών) δείχνουν να έχουν “μεταβολίσει” την νεοαποικιακή εξάρτηση και επομένως να εντοπίζουν τις πηγές της εξαθλίωσης τους σε αποκλειστικά ενδογενείς παράγοντες (διαφθορά, πολιτικός νεποτισμός κλπ). Η δυτική διείσδυση έχει ακόμα μπροστά της δρόμο, όχι τόσο για την άσκηση της ήπιας ισχύος [soft power] της, όσο εξαιτίας των βαθύτερων υλικών αιτίων της, οι οποίες και συνδέονται με τον (πλέον ανεπίστρεπτο) συσχετισμό που έχει υπάρξει σε αυτές τις χώρες, μεταξύ της ιμπεριαλιστικής αρπαγής και των εσωτερικών καπιταλιστικών μηχανισμών που έχουν εισβάλει βαθιά μέσα σε αυτές τις κοινωνίες. Αυξάνονται ή φαίνεται να αυξάνονται οι δυνατότητες για πλουτισμό ή για αύξηση του εισοδήματος, μέσα από την οικειοποίηση των απαραίτητων γνώσεων και τη δυνατότητα για μια ατομική βουτιά στο αρχιπέλαγος του πλασματικού κεφαλαίου. Έτσι, η “απελευθέρωση” εννοείται μέσα από τη αξιοκρατική διεκδίκηση της δυτικής ιδεολογίας των πολιτών [cittadinismo] και όχι σαν η ανατροπή των εσωτερικών και των διεθνών κοινωνικών και οικονομικών εποικοδομημάτων. Η δημοκρατία διεκδικείται ενάντια στα εμπόδια των μεταποικιακοκρατικών καθεστώτων και όχι (ταυτόχρονα) ενάντια και στη Δύση. Ως προς αυτό, εμβληματική υπήρξε η Αραβική Άνοιξη και η -εντελώς αντεστραμμένη από τη Δύση- κατάληξη της, καθώς επίσης οι ψευδαισθήσεις και οι απατηλές προσδοκίες που τρέφουν οι “πρόσφυγες” που προέρχονται από την Αφρική, τα πρόσφατα γεγονότα με τις κινητοποιήσεις στο Λίβανο, το Ιράκ και το Ιράν. Εν τέλει, αυτές είναι οι υλικές βάσεις των έγχρωμων επαναστάσεων, οι οποίες (παρά τις ξεκάθαρες δυσκολίες των ΗΠΑ) απέχουν πολύ από την εξάντληση τους.

Μέσα σε αυτά τα δυο εξωδυτικά στρατόπεδα (τα οποία δεν είναι σε καμία περίπτωση διαχωρισμένα μεταξύ τους από κάποιο…σινικό τείχος), η καρδιά του προβλήματος εντοπίζεται στην τεράστια δυσκολία για μια επαναδιατύπωση της διασύνδεσης που υπάρχει ανάμεσα στον κοινωνικό αγώνα ενάντια στους μηχανισμούς του (μπλοκαρισμένου, στρεβλού και ετεροκαθοριζόμενου) εσωτερικού καπιταλισμού και του αγώνα ενάντια στην ιμπεριαλιστική καταπίεση. Αυτή η διασύνδεση είναι πλέον πιο άμεση και δεσμευτική από όσο ήταν στο παρελθόν, όμως ταυτόχρονα έγινε λιγότερο ορατή για τις μάζες αυτών των χωρών, τόσο λόγω της διείσδυσης των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών όσο και εξαιτίας της εξασθένισης της φιλοδοξίας για ένα εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο, η οποία (ορθά ή λανθασμένα) είχε συνοδεύσει και υποστηρίξει τους αντιαποικιοκρατικούς αγώνες του παρελθόντος. Πράγματι, αυτοί οι αγώνες δεν είχαν παραλείψει (όπως συμβαίνει σήμερα) τη σχεδόν άμεση αναγκαιότητα για μια αντικαπιταλιστική διάσταση τους, έχοντας ακόμα (σε αντίθεση με σήμερα) μπροστά τους μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κάποια περιθώρια για μια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη τους. Επιπλέον, ως προς αυτό συνεισφέρει αρνητικά και η υπάρχουσα αδυναμία της ταξικής πάλης στη Δύση. Με λίγα λόγια, αυτό το σύνολο παραγόντων ανοίγει το δρόμο στις Σειρήνες της παγκόσμιας αγοράς, ιδιαίτερα για εκείνους τους κλάδους που προτιμάνε την άμεση πρόσβαση σε αυτή, παρά την εξάσκηση πολιτικών με σκοπό να καθορίσουν την εξουσία της χώρας τους. Πρόκειται για κάτι που ανοίγει ένα χάσμα στο εσωτερικό μέτωπο, ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους αντίπαλους των κρατικών προστατευτικών πολιτικών, το οποίο μπορεί να φτάσει μέχρι του σημείου να προκαλέσει εμφύλιους (κάτι που ο ιμπεριαλισμός αποπειράθηκε ή πέτυχε στη Βενεζουέλα, τη Βολιβία, το Ιράν, το Ιράκ, τον Λίβανο κλπ).

Για να ολοκληρώσω, ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος του κεφαλαίου δεν είναι μια άμεση συνέπεια της παγκοσμιοποίησης του προλεταριάτου και των αγώνων του, αν και (σε αντίθεση ή τουλάχιστον περισσότερο από όσο σε προηγούμενους κύκλους) εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση. Για να είμαστε ξεκάθαροι: αυτό δεν δικαιολογεί καμία τριτοκοσμική ή αντιιμπεριαλιστική ανάγνωση, με την έννοια εκείνου του αστικού αντιιμπεριαλισμού, πάνω στον οποίο δεν μπορεί να βασιστεί καμία βαθιά επαναστατική απόπειρα. Η Κίνα και η Ρωσία δεν έχουν καν τους αριθμούς για να δημιουργήσουν μια δική τους αυτόνομη αγορά, ούτε και για υποθετικές αποσυνδέσεις τους. Άλλωστε αν κάτι τέτοιο ήταν πραγματικά εφικτό θα προκαλούσε άμεσα τον πόλεμο με τη Δύση. Όπως ο σοσιαλισμός έτσι και ο καπιταλισμός δεν είναι εφικτός σε μια μόνο χώρα!

ILC: Ας περάσουμε τώρα στο νέο λαϊκισμό. Σε ένα σημείο στο βιβλίο σου υπογραμμίζεις το γεγονός ότι τα νέα λαϊκιστικά κινήματα, ακόμα και στις πιο “τερατώδεις” εκφάνσεις τους, επαναθέτουν κάποια χαρακτηριστικά που ήταν ήδη οικεία στο παλιό εργατικό κίνημα, τις σοσιαλδημοκρατίες κλπ. Για παράδειγμα, τον εθνικισμό. Αυτό ισχύει απόλυτα. Μας φαντάζει όμως ιδιαίτερα σημαντικό να υπογραμμίσουμε και μια βασική διαφορά: τη σχέση τους με το συνδικάτο. Ο νέος λαϊκισμός αναπτύσσεται μέσα σε μια κοινωνία όπου οι μεσαίες τάξεις είναι ιδιαίτερα αποδυναμωμένες και ο ίδιος αποτελεί μια έκφραση αυτής της αδυναμίας τους, την οποία (ταυτόχρονα) την αμφισβητεί, την καταδεικνύει ή την αφομοιώνει. Με αυτή την έννοια, μέσα στο πολύμορφο γαλαξία του νέου λαϊκισμού δεν γίνεται διακριτή μια πραγματική απόπειρα αναστοχασμού του ρόλου του συνδικάτου και της σχέσης του με αυτό. Δηλαδή, παραμένει σε ένα επίπεδο απολύτως πολιτικό, ή μάλλον υπερ-πολιτικό. Για να παραμείνουμε στα της Ιταλίας: άραγε, πόσοι να είναι εκείνοι που έχουν τη συνδικαλιστική ταυτότητα της [Ομοσπονδίας Εργατών Μετάλλου] FIOM και παράλληλα ψηφίζουν τη Λέγκα; πόσο ευρύ είναι εκείνο το κομμάτι του συνδικαλισμού βάσης που εξέφρασε συμπάθειες για το Κίνημα των 5 Αστέρων; Αυτά είναι γνωστά πράγματα. Κι όμως, τόσο στη μία όσο και την άλλη περίπτωση, δεν υπήρξε καμία -ούτε καν παροδική- σύσφιξη σχέσεων. Επίσης, δεν υπήρξε ούτε στο ελάχιστο κάποια απόπειρα αναστοχασμού γύρω από τον καθαυτό ρόλο του συνδικάτου, για μια αναζωογόνηση του μέσα σ’ εκείνην την εθνική δημοκρατία, της οποίας ο νέος λαϊκισμός (στις διάφορες εκφράσεις του) προτείνει την υπεράσπιση ή την παλινόρθωση. Κι όμως, μέσα σε αυτήν την ουσιαστικά ρεφορμιστική προοπτική, ή σε κάθε περίπτωση μέσα σ’ εκείνη των αγώνων για μεταρρυθμίσεις, αυτό το σημείο είναι βασικό. Παρά τα όσα μπορεί να μας προκαλούν απέχθεια για τα συνδικάτα ή για τα μεσαία στρώματα γενικά, μια κοινωνία που στερείται αυτών είναι μια δικτατορία, όχι μια δημοκρατία. Φυσικά δεν τρέφουμε αυταπάτες γύρω από τις σύμφυτες αρετές της δεύτερης σε σύγκριση με την πρώτη, αλλά ανάμεσα στις δυο υπάρχει μια διαφορά. Η πολυπλοκότητα και ο ανταγωνισμός μεταξύ των συμφερόντων των διαφόρων τάξεων και των φραξιών τους ενυπάρχουν και στις δυο, αλλά δεν εκδηλώνονται με τον ίδιο τρόπο. Από τη μια πλευρά (και μέχρι αποδείξεως του εναντίου) το καταλληλότερο θεσμικό πλαίσιο για τις χώρες του ώριμου καπιταλισμού παραμένει εκείνο της δημοκρατίας, και στη δημοκρατία η μισθωτή εργασία πρέπει να έχει (τουλάχιστον σε γενικές γραμμές) τη δική της πολιτική και συνδικαλιστική αντιπροσώπευση. Αν αληθεύει ότι η αναδιάρθρωση των δεκαετιών 1970-80, δηλαδή η λεγόμενη “νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση” ουσιαστικά εξαφάνισε την πρώτη, εν τούτοις δεν εκμηδένισε απόλυτα τη δεύτερη. Αυτό οφείλεται εν τέλει σε μια κοινότυπη αιτία: η ταξική πάλη στις βασικότερες μορφές της, εκείνες που (συνοπτικά) αφορούν την πάλη στο πεδίο του μισθού και των συνθηκών εργασίας, όσο κι αν ελαττωθεί εν τούτοις δεν εξαφανίζεται ποτέ. Όποιος μιλάει για αγώνα σε αυτό το πεδίο ξέρει ότι μιλάει για διαπραγμάτευση, επομένως και για αντιπροσώπευση. Μπορεί να μην μας αρέσει το γεγονός ότι έτσι δημιουργούνται τα μισθωτά στρώματα των γραφειοκρατών που ακολουθούν τους δικούς τους αλλότριους σκοπούς, αλλά (κατά κάποιο τρόπο) αυτό αποτελεί έναν από τους κανόνες του παιχνιδιού. Από την άλλη πλευρά, η ιστορική εμπειρία διδάσκει πως εν μέσω δικτατορίας δεν αναπτύσσεται περισσότερο η (θεωρητική και πρακτική) κριτική του καθαυτού κεφαλαίου. Αντίθετα, εν μέσω δικτατορίας η πάλη αφορά τη δημοκρατία: θα μπορούσαν να δοθούν χίλια παραδείγματα, από τους αντιγραφειοκρατικούς ξεσηκωμούς στο ανατολικό μπλοκ (Ουγγαρία 1956, Τσεχοσλοβακία 1968, Πολωνία 1980) μέχρι τις μεταχουντικές μεταπολιτεύσεις στην Ισπανία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Για να ολοκληρώσουμε την ερώτηση μας: δεν πιστεύεις ότι στους νέους λαϊκισμούς γίνεται αισθητή η απουσία ενός συνδικαλιστικού βραχίονα; Δεν νομίζεις ότι για το νέο λαϊκισμό, όσο θα υπάρχει αυτή η απουσία θα είναι και μοιραία, υπό τους όρους της ικανότητας άσκησης επιρροής του στους εγχώριους και τους διεθνείς συσχετισμούς ισχύος;

Αυτή η ερώτηση υπονοεί και μια άλλη. Σήμερα οι διεκδικητικοί αγώνες στους χώρους της δουλειάς, τουλάχιστον στις χώρες του ώριμου καπιταλισμού, είναι πολύ αδύναμοι. Αν εξετάσουμε τους αριθμούς των ετήσιων ωρών απεργίας θα δούμε ότι στις περισσότερες κεντρικές χώρες είναι λιγότερες και από εκείνες της περιόδου 2000-08, η οποία (από αυτήν την οπτική γωνία) δεν ήταν ιδιαίτερα ζωντανή. Παρ’ όλα αυτά, μέσα από το βιβλίο σου και κάποιες επόμενες παρεμβάσεις σου, υποθέτεις ένα “δεύτερο ημίχρονο” για το νέο λαϊκισμό και μια ριζοσπαστικοποίηση του. Με αυτή την υπόθεση σου θέτεις προοπτικά και την επανεκκίνηση των διεκδικητικών αγώνων σε διευρυμένη κλίμακα, τη συμπόρευση και συγχώνευση τους με τον πολιτικό νέο λαϊκισμό και με τομείς του συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς και με μορφές παρα-συνδικαλιστικού είδους (“αυτο-ανακηρυγμένοι” [“autoconvocati], επιτροπές βάσης, εδαφικοποιημένες συνελεύσεις κτλ); Αν ισχύει κάτι τέτοιο, πως φαντάζεσαι τη διάρθρωση του;

RS: Μέσα από την ερμηνεία της δυναμικής του νέου λαϊκισμού (αυστηρά περιορισμένου στην “εύπορη” Δύση και κοιτάζοντας περισσότερο τις τάσεις και τα βαθύτερα περιεχόμενα και λιγότερο στους -ως τώρα- παροδικούς και ασταθείς εκφραστές του) προσπάθησα να αποφύγω τις δυο μονόπλευρες αντίθετες πορείες, ανάμεσα σε μια υποθετική επαναφορά της ταξικής κινητοποίησης και την αντίστοιχη ενός αναγεννημένου φασισμού. Επομένως, βρισκόμαστε σε ένα μήκος κύματος εντελώς διαφορετικό από εκείνο του λεγόμενου αριστερού λαϊκισμού, όπως επίσης και από το αντίστοιχο των “πολιτειολογικών” σπουδών. Παρ’ όλα αυτά, πολλά είναι αυτά που μένουν ακόμα προς ανασκαφή, έχοντας υπόψη ότι δεν πρόκειται για το μοναδικό πεδίο των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων στη Δύση και (το κυριότερο) πρέπει να γίνεται αντιληπτό μέσα από το πρίσμα του θρυμματισμού της προλεταριακής σύνθεσης. Υπάρχει το ζήτημα του πως θα εξετάσουμε καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο μέσα απο το νέο λαϊκισμό φαίνεται να ολοκληρώνεται και η διαδρομή του κλασικού ρεφορμιστικού εργατικού κινήματος, ενώ παράλληλα επανέρχονται στο προσκήνιο νέα ρεφορμιστικά αιτήματα και αιτιάσεις. Επομένως να προσεγγίσουμε μ’ ένα λιγότερο θολό τρόπο το περίγραμμα ενός “δεύτερου ημιχρόνου” του νέου λαϊκισμού, το οποίο και μένει ακόμα να ξεκινήσει, με τρόπους αρκετά πιο “κακούς και άσχημους” από εκείνους των διαδηλώσεων που είδαμε μέχρι σήμερα. Με δυο λόγια, στο βιβλίο αποπειράθηκα την ανάλυση αυτού του φαινομένου μέσα από μια τρέχουσα φαινομενολογία του και τη διασταύρωση των δυο συνιστωσών του, της ιδεολογίας της κοινωνίας των πολιτών και της κυριαρχικής ιδεολογίας [cittadinismo / sovranismo], μια γενεαλογία που οδηγεί στην ιστορία του εργατικού κινήματος του 20ου αιώνα και το κομβικό πέρασμα του ‘68. Τέλος, μ’ ένα πρώτο θεωρητικοπολιτικό απολογισμό προσπάθησα να απαντήσω σε μια πραγματική και όχι ρητορική ερώτηση: άραγε, που έχει κρυφτεί η πάλη των τάξεων (καταρχήν η προλεταριακή, αλλά όχι μονάχα αυτή);

Φυσικά, εδώ δεν μπορούμε να συνθέσουμε πλήρως αυτή την ανάγνωση, η οποία άλλωστε θα μπορούσε (εκτός των άλλων) να τεθεί σε γόνιμη παραλληλία με τις δικές σας συμβολές, οι οποίες είναι πιο θεωρητικές και κάπως λιγότερο φαινομενολογικές, σχετικά με τα μισθωτά μεσαία στρώματα. Ισχυριζόμαστε ότι ο νέος λαϊκισμός αντιπροσωπεύει μια πρώτη (ακόμα αδύναμη) υποκειμενική ρήξη του νέου προλεταριάτου, του (γενικά εν αγνοία του) ορφανού από το πάλαι ποτέ πολιτικό – συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα. Ο νέος λαϊκισμός ως κομμάτι εκείνου του διαταξικού χυλού, ο οποίος (εν μέσω της ξέφρενης κυριαρχίας του λεγόμενου νεοφιλευθερισμού) έχει πάρει μορφή μέσα στις δυσκολίες, με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες οι μεσαίες τάξεις. Μια αδύναμη ρήξη και μια δήλωση ύπαρξης, η οποία (σε κάθε περίπτωση) ξεπάγωσε απευθείας τα κοινωνικά – εκλογικά μπλοκ και μπόρεσε να εκδηλωθεί μέσα στην παγκόσμια κρίση, μέσα στην (ως επί στο πλείστον γενικευμένη) φτωχοποίηση που επέφερε τη συμπίεση της μεσαίας τάξης και τη συνολική πτώση τόσο των προσδοκιών όσο και των διεκδικήσεων. Ταυτόχρονα, η κοινωνική σύνθεση πάνω στην οποία βασίζεται η νέα λαϊκιστική κινητοποίηση βλέπει παλιούς και νέους κλάδους, θρυμματισμένους και αναμεμειγμένους, να έχουν μεταμορφωθεί σε βάθος από τη δράση της παγκοσμιοποίησης και του πλασματικού κεφαλαίου, με όλες τις ανάλογες συνέπειες στις συμπεριφορές, τις αντιλήψεις και τις προσδοκίες, στις ταυτότητες και τις απώλειες τους, στις μορφές των κινητοποιήσεων, όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τις αξιοκρατικές διεκδικήσεις ενάντια στη διαφθορά κλπ.

Τώρα, για να περάσουμε στο καίριο ζήτημα που νομίζω ότι θέτετε με την ερώτηση, μια εξομοίωση του νέου λαϊκισμού με το ρεφορμισμό θα αποδεικνυόταν λανθασμένη. Όχι τόσο γιατί έτσι θα μπορούσαν να επιστρέψουν εν ζωή κάποιοι απίθανοι τακτικισμοί εκ μέρους εκείνων των ενδεχόμενων “πρωτοποριών” που θα δοκίμαζαν να το καβαλήσουν, αλλά επειδή πρόκειται για διαδικασίες που (πάντοτε) προκύπτουν μέσα στους (αρκετά ανόμοιους) κύκλους της συσσώρευσης, κι επομένως συνολικά της κοινωνικής σχέσης. Είναι γεγονός ότι πρόκειται για το προϊόν εκείνης της ίδιας αναγκαιότητας των προλεταριακών τάξεων ώστε να δοκιμάσουν να επηρεάσουν το σύστημα και να βελτιώσουν τη δική τους κατάσταση, χωρίς όμως να το αμφισβητούν, αντίθετα εννοούμενοι ως φορείς της καλύτερης λύσης, δηλαδή της πλέον συμφέρουσας για το ίδιο το σύστημα. Ως προς αυτό, ο νέος λαϊκισμός βρίσκεται ξεκάθαρα πιο μπροστά από τον κλασικό εργατικό και αστικό ρεφορμισμό, ο οποίος μετά και την εξάντληση των φιλοδοξιών του για οικοδόμηση μιας εναλλακτικής λύσης, είχε (από καιρό) τοποθετηθεί πλήρως στο πεδίο της βελτίωσης του συστήματος, χωρίς να θέτει κανένα εμπόδιο στη δική του αναγκαιότητα για διαρκή επέκταση. Οι βασικές διαφορές εντοπίζονται στη σχετική αυτονομία (δηλωμένη τόσο στα προγράμματα όσο και στις πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανωτικές μορφές), την οποία οι προλεταριακές τάξεις μπορούσαν να απολαμβάνουν μέσα στον παλιό ρεφορμισμό, ένα στοιχείο που απουσιάζει εντελώς από το πλαίσιο του νέου λαϊκισμού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ατζέντα του καπιταλισμού, την οποία (έπειτα από μια μακρά εμπειρία συγκρούσεων) ασπάστηκε απόλυτα και ο ρεφορμισμός, επιβάλλεται εξαρχής ως μια “φυσική” πλατφόρμα. Όπως προείπαμε, αυτή είναι μια από τις συνέπειες της “απολυταρχικοποίησης” του κεφαλαίου, που εξηγεί και το λόγο για τον οποίο το νέο λαϊκιστικό υποκείμενο είναι κατά βάση αντιδραστικό, ενώ δεν ενσαρκώνει (ούτε στο ελάχιστο) μέσα από το κίνημα του ένα εναλλακτικό συνολικό κοινωνικό μοντέλο. Κάτι που αντίθετα συνέβαινε κατά τη διάρκεια μιας μακράς φάσης του εργατικού ρεφορμισμού. Αυτό εντούτοις δεν σημαίνει ότι ο νέος λαϊκισμός (για να το πούμε χοντρικά) είναι ένα κίνημα του κεφαλαίου. Παραμένει ένα κίνημα των τάξεων που βιώνουν (σε διάφορα επίπεδα) την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Με την έννοια ότι περιέχει μέσα του τα δικά του ιδιαίτερα αιτήματα, ακόμα και αν αυτό γίνεται μέσα σε ένα πλαίσιο απόλυτης αφομοίωσης από το κεφάλαιο, μιας αφομοίωσης όχι από τα έξω αλλά από τα μέσα. Με δεδομένες τις συνθήκες που επικρατούν στην εποχή του “απόλυτου κεφαλαίου” (που παραμένει μια ταξική κοινωνική σχέση και δεν μπορεί να σβήσει τις αντιπαραθέσεις και τη σύγκρουση), φαινόμενα όπως αυτό του νέου λαϊκισμού (ή όποιο άλλο θα μπορούσε να το υποκαταστήσει) αποτελούν (για να το πούμε έτσι) μια αναγκαστική διαδρομή για αυτές τις τάξεις. Επαναλαμβάνω: με τη δυνατότητα αυτή η διαδρομή να πάρει διαφορετικές μορφές από αυτό τον ίδιο τον νέο λαϊκισμό, και ιδιαίτερα από τους τωρινούς τρόπους έκφρασης του. Εκεί είναι που διαμορφώνεται και το γήπεδο όπου παίζεται και το παιχνίδι ανάμεσα στις δύο ακραίες πιθανότητες: τη μετατροπή του σε ένα κίνημα που θα τεθεί στην άμεση υπηρεσία του κεφαλαίου, με το νέο λαό να μετατρέπεται σε ένα έθνος που παλεύει ενάντια σε άλλα έθνη, ή σε ένα κίνημα που (ξεπερνώντας τον ίδιο του τον εαυτό και μέσα από διαδοχικές ρήξεις) θα τεθεί σε ανοιχτό ανταγωνισμό απέναντι στο κεφάλαιο. Αυτό είναι κάτι που μένει να φανεί μέσα σε ένα κοινωνικό κλίμα ακόμα πιο εύφλεκτο από το σημερινό, εκεί μπορεί να απαντηθεί η καταστατική αμφιθυμία του νέου λαϊκισμού, ως φορέας αιτημάτων θολών, ταυτόχρονα ταξικών και εθνικιστικών.

Το φλέγον ζήτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορούν να εννοηθούν οι συνθήκες μέσα στις οποίες μπορεί να τελειώσει αυτή η αμφιθυμία, κινούμενη προς τη δεύτερη κατεύθυνση. Ξεκινώντας από τα ίδια τα φαινόμενα που εκδηλώνονται θολά και αντιφατικά, μπροστά στα μάτια μας, και διαβάζοντας τά μέσα από το φακό της θεωρίας. Αν το κεφάλαιο έγινε απόλυτο (ακόμα και διατηρώντας επιφυλάξεις) και αν η κοινωνική ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της φαίνεται να κινείται πλέον στο δικό του ρυθμό, η βασική συνθήκη είναι εκείνη όπου το κεφάλαιο εκδηλώνεται ως αυτό που έχει μετατραπεί συνολικά: ως εξολοθρευτής με την ευρεία έννοια της ζωής, του ανθρώπινου είδους και του φυσικού περιβάλλοντος. Τα στοιχεία που συνηγορούν στη συνειδητοποίηση αυτών των γεγονότων είναι ήδη πολλά, αλλά η κορύφωση τους μπορεί να πάρει τροπές τόσο δραματικές που να απαιτούν και την ανάλογη δράση, πριν κάτι τέτοιο γίνει ακόμα αντιληπτό από το ίδιο το προλεταριάτο. Η τρέχουσα διπλή κρίση είναι ένα πρώτο δοκιμαστικό πεδίο για όλα αυτά και είναι σημαντικό να παρακολουθήσουμε την αντικειμενική και υποκειμενική εξέλιξη τους. Χωρίς όμως να φτιάχνουμε σενάρια σχετικά με τις άμεσες συνέπειες τους. Από εδώ προκύπτει και η κομβική σημασία του ζητήματος της κοινότητας που συνδέεται άμεσα με τη συνθήκη των δίχως καβάτζα καμιά μέσα στη συνολική κοινωνική αναπαραγωγή, η οποία (ας είναι ξεκάθαρο, πως όπως είναι φυσικό…) αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αντεπαναστατικών διαδρομών και αποτελεσμάτων.

Επομένως, η διάταξη της ταξικής σχέσης που εκφράζεται (και) μέσα από το φαινόμενο του νέου λαϊκισμού είναι αρκετά διαφορετική από την κλασσική σχέση κεφαλαίου-εργασίας γύρω από την οποία είχε οικοδομηθεί και ο ρεφορμισμός, όχι μόνο εκείνος των ρεφορμιστικών οργανώσεων, αλλά (πρώτα και κύρια) εκείνος του ίδιου του προλεταριάτου, με το πρόγραμμα, την ταυτότητα, την οργάνωση, την προοπτική και την ικανότητα για αγώνα που αναπτύσσονταν σταδιακά από το συνδικαλιστικό στο πολιτικό πεδίο, μέσα στην απόπειρα του ώστε “να γίνει Κράτος”. Στο άμεσο επίπεδο, το προλεταριάτο διαθέτει εργαλεία απείρως πιο εύθραυστα και μοιάζει σαν να έχει παραδώσει οριστικά τα ιστορικά άρματα του και παράλληλα να έχει αγκαλιάσει εκείνα που ο εχθρός στρέφει ενάντια του: την επιχειρηματική πρωτοκαθεδρία, τον εσωτερικό ανταγωνισμό της εργαζόμενης τάξης, τη μηδαμινή συνδικαλιστική συγκρουσιακότητα κλπ. Στην πραγματικότητα όμως, οι αρμοί αυτού του κοινωνικού συμβιβασμού γίνονται όλο και πιο ευπαθείς, το σπάσιμο των πάγων στα πολιτικά – εκλογικά μέτωπα δεν κατάφερε να φέρει μια νέα σταθερότητα, η οποία να βασίζεται σε κάποιο νέο κοινωνικό συμβιβασμό. Παραδόξως, αυτό το προλεταριάτο (μην κατέχοντας τη μνήμη της ιστορικής διαδρομής του) δεν συλλαμβάνει ούτε καν την παραλυτική έκταση της δικής του ιστορικής ήττας, της ανικανότητας του για ένα ξεπέρασμα της κεφαλαιοκρατικής σχέσης. Σε όλα τα επίπεδα αποτυπώνεται ήδη (και θα αποτυπώνεται ολοένα και περισσότερο) μια βαθιά ασυνέχεια. Δεν είναι τυχαίο ότι το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων γεννήθηκε έξω από την αριστερά, ακόμα και από εκείνη στην ευρύτερη έννοια της. Επομένως, για το μέλλον μπορούμε να υποθέσουμε υβριδικές και μοριακές μορφές δραστηριοποίησης, που διατρέχουν κάθετα το παραδοσιακό συνδικαλιστικό και πολιτικό σκηνικό, μέσα στο συνολικό πλαίσιο της κοινωνικής ζωής, εκεί όπου και εμπλέκονται ευρύτερα (και απρόβλεπτα) προλεταριακά στρώματα. Σε αυτό το πεδίο, και μέσα σε συνθήκες μιας σχεδόν άμεσης πολιτικοποίησης της σύγκρουσης, τόσο στις ταξικές σχέσεις όσο και σχετικά με το Κράτος, όπως φάνηκε εκ νέου σε εμβρυακή μορφή με τα Κίτρινα Γιλέκα (και σε ένα βαθμό, όπως είχε φανεί στην Αργεντινή από το 2001). Άμεση όχι επειδή θα προκύψει απευθείας σαν αγώνας ενάντια στο κεφαλαίο, αλλά γιατί εξαρχής θα πρέπει να συμπυκνώσει το γενικό συμφέρον και να συσπειρώσει τη συμπάθεια ενός γενικότερου ταξικού σχηματισμού, ευρύτερου από τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις και συνθήκες.

Η συνδικαλιστική σύγκρουση με τη στενή έννοια δεν θα εκλείψει, αλλά πολύ δύσκολα (συγκριτικά με το παρελθόν) θα αποτελεί το κινητήρα για την πολιτικοποίηση των μαζών, εξαιτίας του θρυμματισμού του συλλογικού εργαζόμενου που προέκυψε με το διαχωρισμό του, μέσα στην (όλο και πιο κεντρική και αφομοιώσιμη από την πλευρά του εργάτη) μορφή-επιχείρηση και τον (όλο και πιο ψηφιοποιημένο και εδαφικά διασκορπισμένο) φυσικό χώρο του εργοστασίου. Άλλωστε, όπως απέδειξε πολλάκις και το παρελθόν, ο διαταξικός κίνδυνος που υπάρχει εκ των πραγμάτων δεν ξεπερνιέται με ένα ταμπούρωμα πίσω από κάποια μορφή “εργατισμού” ή αυτόνομου συνδικαλισμού. Ως προς αυτό το ζήτημα, υπάρχει και ο κλασσικός διάλογος μεταξύ Μπορντίγκα και Γκράμσι. Επομένως, το γεγονός ότι τινάζονται στον αέρα οι παραδοσιακές (όχι μόνο συνδικαλιστικές) δημοκρατικές μορφές κοινωνικής διαμεσολάβησης, δυνητικά δεν αποτελεί ένα στοιχείο αδυναμίας αλλά δύναμης, όχι τόσο για τους καθαυτούς νέους λαϊκισμούς αλλά για την ίδια τη δυναμική των υποτελών τάξεων. Αυτό είναι και το “δεύτερο ημίχρονο” που μπορεί να υποτεθεί. Ένα “δεύτερο ημίχρονο” που ενδέχεται να παιχτεί, μακριά από την εξαφάνιση της πάλης των τάξεων μέσα σε μια αδελφοκτόνα σύγκρουση ή μέσα στην απόλυτη παθητικοποίηση και τον κοινωνικό κατακερματισμό, αλλά εκεί όπου θα έχουμε μια ισχυρή (αν και διάσπαρτη) επανεκκίνηση της συγκρουσιακότητας, με διεκδικήσεις για “μεταρρυθμίσεις χωρίς αριστερά” και για “κυριαρχία” στις ζωές μας, εκεί (μέσα σε ένα πεδίο άμεσα πολιτικό), όπου θα έχουμε τη δυνατότητα ενός “γενικού” κινήματος αντί εκείνης της συμπόρευσης ήδη συγκροτημένων μετώπων. Πιθανότατα, η αρχή να μη γίνει από το στενά παραγωγικό προλεταριάτο, αν και από ένα σημείο και μετά θα είναι πολύ κομβική η παρέμβαση στα γρανάζια της παραγωγής, όχι ως χώρου διαπραγμάτευσης της τιμής της εργατικής δύναμης και συμμετοχής της στις τύχες της επιχείρισης, αλλά ως μια κομβική άρθρωση της συνολικής κοινωνικής αναπαραγωγής, η οποία κοπιάζει για να ξεφορτωθεί την αναπαραγωγή της αξίας. Μέσα από αυτή τη διαδρομή, για μεγάλες ανθρώπινες μάζες θα καταστεί σε αναπόφευκτο να μπουν και πάλι σε κίνηση, θέτοντας το ζήτημα και σε μια διεθνή διάσταση. Σε αυτό το σημείο θα αποδειχθεί καθοριστική η σχέση ανάμεσα στην πάλη των τάξεων και τη γεωπολιτική τοποθέτηση, η οποία εδώ στην Ευρώπη ή θα είναι αντι-ΗΠΑ ή κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να υπάρξει, με όλους τους κινδύνους και τις ευκαιρίες μιας τέτοιας περίπτωσης. Εν απουσία κάτι τέτοιου, αυτό που μένει είναι να βουλιάζουμε ολοένα και βαθύτερα στο αντικινέζικο κλίμα, το οποίο φουντώνει με κινητήρα το κεντρικό επιτελείο στις ΗΠΑ και αναπτύσσεται σε ολόκληρη τη Δύση.

Το μόνο βέβαιο είναι ένα: δεν πρόκειται να υπάρξουν εν ψυχρώ πολιτικές και γεωπολιτικές ρήξεις. Δεν θα είναι η απλή και γραμμική ριζοσπαστικοποίηση των υπαρχουσών τάσεων, εκείνη που θα κρίνει το αν και το πότε αυτές θα έρθουν, αλλά μια συνολική αναδιάταξη των όρων με τους οποίους διεξάγεται η σύγκρουση. Το σημερινό κουβάρι, ανάμεσα στις εθνικιστικές ωθήσεις, τις τάσεις για έναν (ακόμα και κρατικό) θρυμματισμό και τα κινητήρια σημάδια ταξικών κινητοποιήσεων, πρέπει να ξετυλιχτεί. Η γενική κρίση είναι πάντοτε Αποκάλυψη.

ILC: Η προοπτική που περιγράφεις ως πιθανή κατάληξη της τρέχουσας φάσης είναι εκείνη μιας κρίσης της κοινωνικής αναπαραγωγής. Δυστυχώς, η έννοια της αναπαραγωγής είναι ακόμα μια από εκείνες, γύρω από τις οποίες επικρατεί μια τεράστια σύγχυση. Για να παραμείνουμε στο χώρο των σημασιών που μας είναι και πιο οικείος, ανάλογα την περίπτωση, η συγκεκριμένη έννοια μπορεί να υποδηλώνει την αύξηση του πληθυσμού, την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, τη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου (παραγωγή + κυκλοφορία) και μέχρι και την αναπαραγωγή των γενικών συνθηκών αυτού του τελευταίου, μέσα από τη σχέση του με τη φύση. Επομένως, θα σου ήταν εύκολο να διευκρινίσεις καλύτερα τι εννοείς με την έννοια της κοινωνικής αναπαραγωγής και της κρίσης της; Πιστεύεις πράγματι ότι αυτή η προοπτική αποτελεί (σε σύγκριση με το παρελθόν) μια ασυνέχεια;

RS: Το ζήτημα της κοινωνικής αναπαραγωγής ανήκει και αυτό στην πολιτική κληρονομία του ‘68, ως συγκεκριμένο πέρασμα της αναδιάρθρωσης της ταξικής σχέσης. Τόσο με την έννοια της διεύρυνσης του αντικαπιταλιστικού ορίζοντα (από την πάλη ενάντια στην εκμετάλλευση, στον ξεσηκωμό ενάντια σε κάθε μορφή αλλοτρίωσης), όσο και μ’ εκείνη της ικανότητας που επέδειξε το κεφάλαιο στην αφομοίωση και την αντιστροφή των διεκδικήσεων που τέθηκαν από τα αγωνιστικά κινήματα. Σχετικά με αυτό το διπλό χαρακτήρα προβλημάτων, βρισκόμαστε αντιμέτωποι μ’ ένα (ολοφάνερα) ολισθηρό θέμα. Μετά την οριστική κρίση του εργατικού κινήματος, εκείνο που έμοιαζε να είναι το “συμπλήρωμα” του κεντρικού ζητήματος της πάλης ενάντια στη μισθωτή εργασία μέσα στην παραγωγή, αρχικά διαχωρίστηκε και έπειτα αυτονομήθηκε οριστικά από αυτή. Αυτό συνέβη με το ζήτημα της γυναικείας χειραφέτησης και απελευθέρωσης, μέσα στα γυναικεία και φεμινιστικά κινήματα. Το ίδιο συνέβη με το οικολογικό ζήτημα, μέσα στα περιβαλλοντικά κινήματα (το “βιοπολιτικό” θέμα του πληθυσμού τέμνει -για ξεκάθαρους λόγους- και τα δύο) κλπ. Καμία “πολύχρωμη” συμμαχία δεν κατάφερε πότε (και ούτε ποτέ θα μπορέσει) να συγχωνεύσει (το καθένα ξεχωριστά) αυτά τα πεδία αγώνα, αφού η συγκολλητική ουσία τους μπορεί να είναι μονάχα ο ανταγωνισμός ενάντια στον καπιταλισμό συνολικά, καθώς και ο μετασχηματισμός των συγκεκριμένων ιδιαιτεροτήτων του, μέσα στο χωνευτήρι του ξεπεράσματος της ταξικής κοινωνίας. Το ζήτημα δεν είναι η “ευθύνη” κάποιου (κάτι που συχνά πυκνά προσπερνούν οι κριτικοί του ‘68, ως στεγνό εκσυγχρονισμό που έλαβε χώρα από τις μεσαίες τάξεις, τις συνένοχες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης) αφού ο θρυμματισμός των κοινωνικών διεκδικήσεων στα χίλια ρυάκια της μεταμοντέρνας ιδεολογίας των ταυτοτήτων [identitarismo postmodernista] είναι μονάχα η άλλη όψη της μετατροπής του κεφαλαίου σε απόλυτο, καθώς και της ανεπίστρεπτης κρίσης του εργατικού “προγράμματος” για (αυτό)διαχείριση των παραγωγικών δυνάμεων.

Επομένως, οι πολλαπλές σημασίες που θυμίσατε στην ερώτηση σας δεν μένουν ανέπαφες αλλά ούτε (δεδομένου του ύψους όπου βρίσκεται πλέον η κεφαλαιοκρατική σχέση) μπορούν να “περιοριστούν” μονάχα σε μια από αυτές. Όπως το αριστοτελικό ον έτσι κι εμείς, δεν βρισκόμαστε μπροστά ούτε σε μια περιοριστική σαφήνεια ούτε σε μια αυθεντική ανομοιογένεια, αλλά μπροστά σε ένα πολύβουο κουβάρι από σχέσεις και περιβάλλοντα, το οποίο κρατιέται δεμένο από ένα κοινό νήμα. Αυτό το κοινό νήμα, για να το πούμε α λα Χέγκελ, είναι η συνολική αναπαραγωγή του κεφαλαίου: ο nexus rerum, ο συνδετικός κρίκος των πραγμάτων της δοσμένης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Ένας συνδετικός κρίκος που σήμερα πλέον συναποτελείται από την παραγωγή και την κυκλοφορία, αλλά βασικά από την κυκλοφορία των “πλασματικών” αξιών (και ας αφήσουμε κατά μέρος το αν η επιλογή του όρου από πλευράς του Μαρξ, υπήρξε και από τις ευτυχέστερες…). Τώρα, η δοσμένη κεφαλαιοκρατική κοινωνική αναπαραγωγή, ας την πουμε η συστημική αναπαραγωγή, κατά τη διάρκεια μιας ολόκληρης διαδρομής ανάπτυξης του κεφαλαίου (παρά τις κρίσεις και τις καταστροφές) πάντοτε εγγυήθηκε και (επιπλέον) διεύρυνε την κοινωνική αναπαραγωγή ανθρώπου και φύσης, πραγματώνοντας τις ανθρώπινες δημιουργικές ικανότητες, φυσικά υπό το κόστος της προλεταριοποίησης τους (και εδώ εντοπίζεται και η βαθιά ρίζα του ρεφορμισμού, από και μέσα στην ίδια την προλεταριακή Τάξη). Ταυτόχρονα, και σχεδόν σε αντίθετη κατεύθυνση, κυριάρχησε (από μόνη της και) σε τέτοιο βαθμό η οργανική ανταλλαγή μεταξύ ανθρωπότητας και φύσης, η συμβολική και υλική αναπαραγωγή όχι μόνο της εργατικής δύναμης αλλά και εκείνη του ίδιου του ανθρώπινου είδους που καθίσταται σε σχεδόν αδύνατη για το 99% των ανθρωπίνων όντων, ακόμα και η σκέψη για ένα διαχωρισμό της δεύτερης από την πρώτη. Σήμερα όμως πλέον, βρίσκεται μπροστά στα μάτια των πάντων η αποσύνδεση ανάμεσα στη συστημική και την κοινωνική – φυσική αναπαραγωγή. ‘Η μάλλον καλύτερα: αυτή η αποσύνδεση είναι το αίνιγμα που κρύβεται πίσω από τις επαναλαμβανόμενες (κοινωνικές, οικολογικές, χρηματοπιστωτικές, οικονομικές κλπ) καταστροφές αλλά, όπως και η μορφή-εμπόρευμα, εκδηλώνεται “ως αυτό που είναι”, δηλαδή σε (φυσικοποιημένες και φαινομενικά αξεπέραστες) εμπράγματες μορφές, αφού εκ των πραγμάτων πλέον ο ΚΤΠ είναι ένας μηχανισμός που ξεφεύγει κατά πολύ από τις δυνατότητες διακυβέρνησης του, τόσο από την πλευρά της ίδιας της μπουρζουαζίας (που βγαίνει μέσα από αυτόν απορροφημένη και ζαλισμένη), όσο και από την επιρροή που μπορεί ν’ ασκηθεί από την πλευρά του προλεταριάτου. Από εδώ προκύπτει και το αίσθημα αδυναμίας και βουβής απέχθειας που πλημμυρίζει ολοένα και μεγαλύτερα κοινωνικά κομμάτια, μαζί με το φόβο για ένα άλμα στο κενό, σε περίπτωση που τραβηχτεί πολύ το σκοινί (και από την πλευρά των προλετάριων, όπως είδαμε και με τα ελληνικά δρώμενα πριν μερικά χρόνια, όπου η κοινωνική κινητοποίηση σταμάτησε μπροστά στην “απόσπαση”, σε αυτή την περίπτωση, από το νόμισμα του ευρώ). Επομένως, υπάρχει μια ουσιαστική ασυνέχεια σε σχέση με το παρελθόν, η οποία καθρεφτίζεται τόσο σε επίπεδο έκτασης με τη (σχεδόν άμεσα) παγκόσμια (αν και πάντοτε “άνιση”) διάσταση που λαμβάνουν οι δυσκολίες της συσσώρευσης, όσο και σε επίπεδο έντασης και ποιότητας. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχει κανένα νόημα να μιλήσουμε για την τελική ή την ύστατη κρίση. Αυτό το μάθαμε καλά με προσωπικό κόστος, όμως είναι ξεκάθαρο πως η επανεκκίνηση της συσσώρευσης δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια αναδιάρθρωση της ταξικής σχέσης (όπως εκείνη που υπήρξε τη δεκαετία του 1970), αλλά -απεναντίας- θα χρειαστεί μια σαφώς μεγαλύτερη καταστροφή των πόρων, με την οποία όμως υπάρχει ο κίνδυνος να ξεπεραστεί σαφώς εκείνη των δυο παγκόσμιων πολεμικών συγκρούσεων.

Μια ακόμα παρατήρηση. Το βασικό σημείο για μια θεωρία της κρίσης (και της επανάστασης), στο ύψος της τρέχουσας ιστορικής φάσης, δεν είναι πλέον (μονάχα) η εκμετάλλευση στην παραγωγή αλλά στη συνολική κοινωνική αναπαραγωγή και στην υπαγωγή της στην αξία. Αυτή είναι η προϋπόθεση, αλλά προσοχή, μονάχα η προϋπόθεση για τη δυνατότητα που έχει το προλεταριάτο, ώστε να ξεπεράσει τη ταξική υπαγωγή του για το κεφάλαιο. Λέγοντας όμως κάτι τέτοιο πρέπει να αποφύγουμε και τρεις πιθανές παρεξηγήσεις.

1) Είναι βασικό να μην αφεθούν να εξατμιστούν όλες οι πιθανές αρθρώσεις της αξίας, μέσα σε μια νύχτα όπου όλες οι αγελάδες είναι μαύρες, δηλαδή να μη χάσουμε την εννοιολογική διαφορά ανάμεσα στην παραγωγική και μη παραγωγική εργασία της αξίας (πέρα από τις δυσκολίες στον εντοπισμό των ξεκάθαρων και συγκεκριμένων, φαινομενολογικών και εμπειρικών επιβεβαιώσεων της) και ταυτόχρονα να λαμβάνουμε υπ’ όψη τις πολυποίκιλες μορφές μεταφοράς της αξίας (που αποτελεί και την καρδιά του υπάρχοντος ιμπεριαλισμού ως παγκόσμιου συστήματος, του οποίου ο κεντρικός άξονας αποτελείται πλέον από την ανάληψη στη “χρηματοπιστωτική” μορφή της, που διενεργείται μέσα από τις διεθνοποιημένες ροές της αξίας).

2) Η υπαγωγή είναι μια αδιάκοπη και συστατικά υβριδική διαδικασία, η οποία αφορά τόσο την εργασία όσο και την αναγκαιότητα του κεφαλαίου για την εξαγωγή των πόρων και τη μετατροπή τους σε νόμισμα, χάρη στο συνολικό πιστωτικό σύστημα, μέσα από ανθρώπινες δραστηριότητες που (ακόμα;) δεν έχουν οργανωθεί μέσα στη μορφή-επιχείρηση (μέσα από μια εκ νέου ερμηνεία των προ-καπιταλιστικών παραγωγών της Λούξεμπουργκ, αλλά και της “οικουμενικής εργασίας” της επιστήμης μέσα από την ανάπτυξη της γενικής διάνοιας [general intellect] κλπ), ούτε και μέσα στα ανεκτίμητα δώρα [free gifts] της φύσης. Αυτή είναι μια αναγκαιότητα που γίνεται όλο και πιο επείγουσα όσο το κεφάλαιο φτάνει στα όρια (όχι όμως με την κυριολεκτική έννοια) της αξιοποίησης του υπάρχοντος κεφαλαίου, τα οποία και προσδιορίζονται από τον Μαρξ στα Grundrisse [4] (δηλαδή: το κεφάλαιο είναι η αντίθεση σε κίνηση, αυτό είναι που ωθεί στη μείωση του χρόνου εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη πλευρά, θέτει το χρόνο εργασίας ως τη μοναδική μονάδα μέτρησης και πηγής πλουτισμού). Με φιλοσοφικούς όρους και ανακαλώντας τον Χέγκελ, το κεφάλαιο είναι το αέναο κακό (κάτι που παρενθετικά αποκλείει ήδη σε θεωρητικό επίπεδο την αυτόματη “πτώση” του).

3) Κατά συνέπεια, σχετικά με την (λίγο ή πολύ αυθόρμητη και) “αυτόνομη” αναπαραγωγή, την οποία δήθεν το κεφάλαιο “αιχμαλώτιζε” παρεμβαίνοντας εξωτερικά (όπως αναφερόταν στα γραπτά του Polanyi [5] ή -και στα εγγύτερα σε εμάς- του μετα-εργατισμού, του ορθού κομμουνισμού, της πολιτικής οικολογίας, τα οποία ήταν πολύ της μόδας μέσα στο [no global] κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης) σήμερα δεν γίνεται πλέον ούτε λόγος. Η ανθρώπινη αναπαραγωγή “κοινωνικοποιήθηκε” μέσα από και με το κεφάλαιο, έχοντας για κόστος μια τεράστια βία κάθε είδους: είτε μας αρέσει είτε όχι, έχουμε περάσει μέσα από αυτό. Προηγουμένως είχε προκύψει μια προλεταριακή σφαίρα, σχετικά αυτόνομη από τους καπιταλιστικούς μηχανισμούς. Αυτή η προλεταριακή σφαίρα δεν πρόκειται να υπάρξει και πάλι. Η πλήρης ανάπτυξη του κεφαλαίου με το πέρασμα στην υπαρκτή υπαγωγή, το οποίο (μεταξύ άλλων) σηματοδοτεί και το γιατί το προλεταριάτο υπήρξε επαναστατικό στην αρχή της διαδρομής του, για να αφομοιωθεί (τελικά στη συνέχεια) ολοένα και περισσότερο μέσα στο κεφάλαιο. Αυτό που μπορεί να υπάρξει ακόμα (σαν ένα όνειρο για μια ανθρωπότητα συμφιλιωμένη με τον εαυτό της και τη φύση, ως μια “χειροπιαστή ουτοπία”) ως προ-καπιταλιστικό, δηλαδή “αυτόνομο” δεν μπορεί παρά να πραγματωθεί όχι μέσα και ενάντια, αλλά μονάχα ενάντια και πέρα από τον καπιταλισμό.

Επίσης, πιστεύω ότι μια ανάλυση επικεντρωμένη στην κρίση της κοινωνικής αναπαραγωγής, παρ’ όλες τις πιθανές ασάφειες, ίσως και να βοηθούσε στην ανάπτυξη μιας ανάλυσης των τάξεων, η οποία να είναι αντάξια των καιρών μας. Μια “μαρξιστική κοινωνιολογία” σε θέση (από τη μια πλευρά) να λάβει υπ’ όψη το βαθύ μετασχηματισμό της τυπικά και πραγματικά υπαγμένης μισθωτής εργασίας και (από την άλλη) τη σημασία εκείνων των (διαφόρων ειδών) ανθρώπινων δραστηριοτήτων που προσελκύονται μέσα στο συνολικό κύκλωμα του κεφαλαίου, χωρίς να έχουν ακόμα μετατραπεί σε μισθωτές, αλλά όντας σε πορεία μετατροπής σε εργασία [lavorizzazione] και υπερ-βιομηχάνισης [iperindustrializzazione] (χρησιμοποιώ εδώ την ορολογία του “δεύτερου” Alquati [6]), που μπορούν και (λίγο ή πολύ) να προμηνύουν την υπαγωγή τους, οι οποίες όμως από μόνες τους δεν παράγουν αξία. Κι όμως πρόκειται για σημαντικές διαστάσεις, μέχρι τα πιο “χειροπιαστά” επίπεδα της κοινωνίας του κεφαλαίου, για τη διαμόρφωση των ταξικών συνθέσεων καθώς και την αντίστοιχη της πάλης των τάξεων. Με λίγα λόγια, για την πολιτική, για το πρωταρχικό πρόβλημα του τρόπου συγκρότησης μιας υποκειμενικότητας, ανταγωνιστικής προς το κεφάλαιο. Τέλος, μονάχα μια υπόθεση: αν ο καπιταλισμός είναι παραγωγή για την αναπαραγωγή, θα ήταν άραγε ενδιαφέρον να εννοήσουμε τον κομμουνισμό σαν αναπαραγωγή για την αναπαραγωγή;

ILC: Κλείνουμε με μια τελευταία ερώτηση. Όπως ξέρεις, για εμάς η έννοια της κομμουνιστικοποίησης [comunizzazione] είναι σημαντική. Δεν πρόκειται για μια πολιτική ετικέτα ή για ένα σύνθημα, αλλά για μια “προβληματική” έννοια, με την οποία ανοίγεται ένα σύνολο από πολυποίκιλες σκέψεις και συζητήσεις που βρίσκονται ακόμα υπό διαμόρφωση και εξέλιξη. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα προκύψει κάτι το αξιομνημόνευτο. Όμως το ερώτημα που προκύπτει μας φαίνεται εύλογο και αναγκαίο: είναι ακόμα εφικτό να αντικατοπτρίζονται οι προβολές που δόθηκαν στο παρελθόν, από τα διάφορα ρεύματα του εργατικού κινήματος, σχετικά με το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό; Για να παραμείνουμε στο μαρξιστικό πεδίο, ας σκεφτούμε την Κριτική του Προγράμματος της Γκότα [7] του Μαρξ: ένα κείμενο αν μη τι άλλο συνοπτικό, για εμπιστευτική χρήση (τουλάχιστον αυτές ήταν οι προθέσεις του συγγραφέα του), το οποίο όμως (για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα) θεωρήθηκε ως το εγχειρίδιο της μετάβασης. Αναμφίβολα, η Κριτική του Προγράμματος της Γκότα όπως και το Κράτος και Επανάσταση [8] του Λένιν αποτελούν δυο ριζοσπαστικές εκδοχές της (γενικά πιο ήπιας) μετάβασης (εθνικοποιήσεις κλπ). Παρ’ όλα αυτά, δεν βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο μπορούν σήμερα να υιοθετηθούν (στα σοβαρά), το σχήμα των “κουπονιών εργασίας” (τα οποία αλλού κριτικάρονται από τον Μαρξ), η διάκριση ανάμεσα σε κατώτερη και ανώτερη φάση του κομμουνισμού κλπ. Αυτή η απόρριψη μπορεί να αιτιολογηθεί με πολλούς τρόπους. Πχ, πρέπει να αναρωτηθούμε αν τα διάσημα κουπόνια εργασίας αποτελούν το καλύτερο μέσο για την κατάργηση “του χρόνου εργασίας ως μοναδική πηγή και μονάδα μέτρησης του πλούτου” (Grundrisse) ή αν μήπως με το σύστημα καταμέτρησης των ωρών εργασίας (που θα αντιστοιχούν σε αυτά τα κουπόνια) θα δημιουργούταν μια τρομερή γραφειοκρατική μηχανή που -μετά την κατασκευή της- από τη μια πλευρά θα έτεινε στην αναπαραγωγή της, ενώ από την άλλη θα έφερνε και πάλι στην επιφάνεια το πρόβλημα της εργασιακής πειθαρχίας, του οποίου η μοναδική λύση θα ήταν η αστυνομική. Υπάρχει όμως μια προηγούμενη σκέψη που νιώθουμε την ανάγκη να διατυπώσουμε: οι υπαρκτές μακρο-ιστορικές διαδικασίες δεν εξελίσσονται βάσει ενός σχεδίου, δεν αποτελούν το αποτέλεσμα ενός έργου κοινωνικής μηχανικής. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο σε ότι αφορά ένα υποθετικό ξεπέρασμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, το οποίο και θα αποτελούσε μια πρωτοφανέρωτη και (εκ των πραγμάτων) χαοτική διαδικασία, δηλαδή μια παγκόσμια αναταραχή. Φυσικά, μπορούμε θεωρητικά να προεξοφλήσουμε κάποιες μεθόδους, κοινωνικές δυνάμεις και πρακτικές. Στο εσωτερικό όμως αντίστοιχων διαδικασιών δεν μπορεί να υπάρχει κάτι σαν μια διάφανη και αυτοεκπληρούμενη τελεολογική δράση ή σαν τη συγκεκριμένη και απαράβατη εφαρμογή ενός προκαθορισμένου προγράμματος. Σε κάθε περίπτωση, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να προκύψει στην κλίμακα της συνολικής διαδικασίας, η οποία και αποτελεί αντίδραση και αποτέλεσμα ενός πλήθους “υπο-συστημικών” διαδικασιών. Μπορούμε να ευχηθούμε ότι στο κομμουνισμό θα μπορεί να υπάρχει η ικανότητα να καθορίζουμε συλλογικά και συνειδητά την ιστορία, δηλαδή θα υπάρχει η ικανότητα αντιστοίχισης των πολύπλοκων αποτελεσμάτων των πράξεων μας με τους προκαθορισμένους στόχους τους. Μάλλον καλύτερα, μπορούμε να ελπίζουμε ότι ο κομμουνισμός θα είναι ακριβώς αυτό. Όμως το ξεπέρασμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (όσο γρήγορο και επείγον κι αν είναι), αποτελεί ακριβώς τη διαδικασία απόκτησης αυτής της ικανότητας: πρόκειται για τη διαδικασία ενοποίησης θεωρίας και πράξης, η οποία δεν αποτελεί προϋπόθεση, ούτε καν για τους στρατευμένους ή για εκείνες που κάποτε θα ονομάζονταν “οργανωμένες πρωτοπορίες”. Η σκέψη ότι μπορεί να προκαθοριστεί μια συγκεκριμένη κατεύθυνση μέσα σε αυτές τις ιδιαίτερες διαδικασίες αποτελεί μια υπόθεση. Η σκέψη όμως ότι είναι εφικτή μια (έμπρακτη και άμεση) διακυβέρνηση της συνολικής διαδικασίας αποτελεί μια ουτοπία, με την οπισθοδρομική έννοια του όρου. Αυτός ο τρόπος σκέψης μπορεί να φαντάζει (και εν μέρει είναι) αφηρημένος και φιλοσοφικός. Για να τον μεταφέρουμε όμως στην ιστορική πραγματικότητα, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλες οι επαναλαμβανόμενες απόπειρες των εθνικών οργανώσεων του εργατικού κινήματος, για μια συγχώνευση τους μέσα από μια διεθνή οργάνωση, δηλαδή για το πέρασμα από το “υποσυστημικό” στο καθαυτό “συστημικό” επίπεδο τους, κατέληξαν πάντοτε σε φιάσκο. Πέρα από τους επιμέρους παράγοντες, η διάρθρωση ανάμεσα στα δυο επίπεδα μας φαντάζει (αν μη τι άλλο) αινιγματική, αφού το δεύτερο μπορεί να υπάρχει μονάχα θεωρητικά (ως σχέση) ενώ το πρώτο υπάρχει πραγματικά. Σε αντίθεση με όσους αντιλαμβάνονται την κομμουνιστικοποίηση ως την ιδέα μέσα από την οποία η εγκαθίδρυση του κομμουνισμού θα επέλθει μαγικά μέσα από ένα νεύμα του δαχτύλου τους (τόσο στην υποδοχή της όσο και στην κριτική της), εμείς πιστεύουμε ότι αυτή η έννοια μας βοηθάει να αντιληφθούμε το πέρασμα στον κομμουνισμό μέσα από τον πραγματικά ιστορικό και διαδικαστικό χαρακτήρα του. Κάτι τέτοιο ισοδυναμεί την αποδοχή της αναπόφευκτης επιρροής που ασκείται από τον αστάθμητο παράγοντα. Όπως έλεγε και ο Ναπολέοντας: θα εμπλακούμε στη μάχη και μετά βλέπουμε [on s’engage et puis on voit]. Δεδομένων των διαμορφούμενων συνθηκών και καταστάσεων που μπορούμε να υποθέσουμε, από εδώ πηγάζει και μια κάποια επιμονή γύρω από αυτό που το προλεταριάτο (ή τουλάχιστον κάποια συγκεκριμένα κομμάτια του) θα είναι “αναγκασμένο να κάνει”. Είναι ξεκάθαρο ότι η συζήτηση που αναπτύξαμε δεν εξαντλεί (ούτε στο ελάχιστο) όλα όσα θα μπορούσαν να ειπωθούν για την κομμουνιστικοποίηση και τα παρελκόμενα της… Θα μας άρεσε όμως να ξέρουμε πως τοποθετείσαι και εσύ μπροστά σε αυτά τα ερωτηματικά και αυτές τις σκέψεις.

RS: Σε γενικές γραμμές, δεν μπορώ παρά να είμαι σύμφωνος με αυτές τις σκέψεις, οι οποίες άλλωστε αποτελούν μονάχα την απαρχή για μια εκ νέου επεξεργασία του ζητήματος της “μετάβασης” και του κομμουνισμού, αποδεσμευμένη από την άβολη κηδεμονία του σοσιαλισμού. Λαμβάνοντας υπ’ όψη το γεγονός ότι οι ανεπάρκειες και οι ελλείψεις των “σοσιαλιστικών” επαναστατικών σκέψεων και δοκιμών που προηγήθηκαν (οι οποίες άσκησαν -θετικά ή αρνητικά- μια ουσιαστική ιστορική επιρροή μέσα στις ταξικές σχέσεις των προηγούμενων 150 χρόνων), πρέπει να γίνονται νοητές ως αυτό που πραγματικά υπήρξαν: απόπειρες στα μέτρα και τα σταθμά μιας κεφαλαιοκρατικής σχέσης που δεν είχε (ακόμα) εξ’ ολοκλήρου εξελιχθεί. Κάτι τέτοιο, δεν σημαίνει φυσικά την άκριτη υιοθέτηση μιας απόλυτης ντετερμινιστικής ανάγνωσης αφού ο δικός μας (σε κάθε περίπτωση) παραμένει ένας εκ των υστέρων απολογισμός, γύρω από εκείνες τις (από τις υπάρχουσες στο πεδίο) αντικειμενικές δυνατότητες που επικράτησαν, σχεδόν πάντοτε μέσα από μια υβριδική σχέση τους με τις αντίστοιχες που τελικά παρέμειναν απραγματοποίητες.

Η “ιδεολογία του προγράμματος” [programmismo”] δεν αποτέλεσε τον καρπό κάποιου θεωρητικού λάθους ή κάποιας ανεπαρκούς επαναστατικής συνείδησης, αλλά το προϊόν των δυναμικών της αυτονομοποίησης [autonomizzazione] που ανέπτυξε η προλεταριακή Τάξη με την Γαλλική επανάσταση και τις υπόλοιπες εθνικές επαναστάσεις που ακολούθησαν. Το Μανιφέστο [9] αποτέλεσε την υψηλότερη τεχνική και πολιτική απόπειρα που αντιστοιχούσε σε εκείνη την ιστορική φάση, η οποία χαρακτηριζόταν (ακόμα) από ένα κεφάλαιο (σε μεγάλο βαθμό) εξωτερικό ως προς την κοινωνική αναπαραγωγή, το οποίο και έπρεπε να επιβληθεί διά της βίας. Είναι ξεκάθαρο ότι εκείνα τα συμπεράσματα (αλλά και οι προϋποθέσεις και οι δυναμικές πάνω στις οποίες αυτά βασίζονταν), δεν ήταν πλέον αποτελεσματικά όταν η ανάπτυξη του κεφαλαίου, κατέστησε αυτό το τελευταίο σε εσωτερικό παράγοντα της συνολικής κοινωνικής αναπαραγωγής. Εκεί βασίστηκε η γέννηση και η επικράτηση του “μαρξισμού” της δεύτερης Διεθνούς και του ρεφορμισμού, ο οποίος διακόπηκε (προσωρινά) από την κρίση του Πρώτου παγκόσμιου πόλεμου και της Ρώσικης επανάστασης, για να αναπτυχθεί και πάλι (με άλλη μορφή) κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, τόσο μέσα από τη δημοκρατική μορφή του New Deal όσο και με τις αντίστοιχες και ξεκάθαρα διαφορετικές του φασισμού, όπου η κεφαλαιοκρατική σχέση εισχωρεί πλέον μέσα στην ίδια τη ζωή των προλετάριων, σε κάθε στιγμή της εργασίας και της αναπαραγωγής, της ξεκούρασης και της ψυχαγωγίας τους. Η απόλυτη εφαρμογή αυτής της διαδικασίας όμως θα προκύψει μονάχα μετά το τέλος της δεύτερης ιμπεριαλιστικής πολεμικής σύγκρουσης. Αντίστοιχα, η προλεταριακή ταξική πάλη μετατράπηκε σε δημοκρατική πάλη για τη συμπερίληψη, αρχικά με βάση τις συλλογικές οργανώσεις και στη συνέχεια χωρίς αυτές. Ακόμα και τότε, τη δεκαετία του 1970 που επανεμφανίστηκε η κρίση, για την αναπλήρωση της πτώσης της κατανάλωσης (που αποτελούσε πλέον και το βασικό όχημα για την αφομοίωση του προλεταριάτου) εμφανίζονται οι παραγωγικές απο-τοπικοποιήσεις που επιτρέπουν την εισαγωγή βασικών αγαθών σε μειωμένες τιμές καθώς και την αντίστοιχη του πλασματικού κεφαλαίου (μέσα από την διευκόλυνση του δανεισμού, τόσο ως μέσο πρόσβασης σε ένα μερίδιο του συσσωρευμένου κοινωνικού κεφαλαίου όσο και ως μια προκαταβολή της μελλοντικής υπεραξίας). Φυσικά, όλα αυτά ισχύουν για τον δυτικό κόσμο. Έτσι προέκυψε και η σταδιακή εγκατάλειψη της συλλογικής οργάνωσης, προς χάρη μιας ελευθερίας χωρίς τους περιορισμούς των υποχρεώσεων και των καθηκόντων, πέρα από εκείνους για την ατομική ανέλιξη. Η κρίση που ξέσπασε πριν από δέκα χρόνια αν και παρήγαγε τις πρώτες αξιοσημείωτες κατολισθήσεις, εντούτοις δεν τα γκρέμισε όλα αυτά.

Σήμερα πιθανότατα να βρισκόμαστε στις παραμονές της εκδήλωσης (πολύ πιο σαρωτικών) σεισμικών δονήσεων, οι οποίες και θα μπορούσαν να καταστήσουν και πάλι σε αμφίροπη την έκβαση του αγώνα που δίνεται μέσα από την πάλη των τάξεων, αρχής γενομένης από τις εκρηκτικές αντιθέσεις που έχουν (πλέον) ωριμάσει μέσα στα σωθικά της κεφαλαιοκρατικής σχέσης. Όλα αυτά μέσα σε ένα πλαίσιο εντελώς διαφορετικό από εκείνο που υπήρχε για το επαναστατικό εργατικό κίνημα του παρελθόντος. Αυτό είναι και το βασικό σημείο. Τότε το ζήτημα εντοπίζονταν στην καθοδήγηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης (με σκοπό την ανάπτυξη μιας ανθρωπότητας υπό αναγκαστική εξαθλίωση, με τα 3/4 της υφηλίου να βρίσκονται σε μια προ-καπιταλιστική συνθήκη). Σήμερα το ζήτημα τίθεται με τους όρους της εξέλιξης μιας απο-συσσώρευσης, τόσο με την έννοια μιας αναπαραγωγής που δεν θα είναι αναγκασμένη να αναλώνεται στην παραγωγή κέρδους, όσο και με την έννοια ότι πολλές από τις παραγωγικές δυνάμεις (που έχουν μετατραπεί σε αντι-κοινωνικές) αξίζουν κυριολεκτικά μονάχα να καταστραφούν.

Κατά τα λοιπά, σε ένα άλλο μέτωπο, η αποδέσμευση του κομμουνισμού από το σοσιαλισμό (χρησιμοποιώ αυτόν τον -λίγο αστείο- όρο για να χαλαρώσω λίγο την ήδη αρκετά βαριά συζήτηση μας…), κινείται παράλληλα με τον άλυτο δεσμό της επανάστασης ως μια σχέση ανάμεσα στην προλεταριακή και την ανθρώπινη χειραφέτηση: αν η ανθρώπινη χειραφέτηση έχει ανάγκη το αυτο-ξεπέρασμα του προλεταριάτου, αυτή πως μπορεί να γίνει νοητή υπό το φως των εμπειριών που υπήρξαν κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, όπου κάθε πέρασμα μέσα στην πάλη των τάξεων, ως καθαυτή επιβεβαίωση του προλεταριάτου, σε τελική ανάλυση ενίσχυσε το κεφάλαιο; Μπορούμε ακόμα να σκεφτόμαστε μια Τάξη που φθάνει στο σημείο να απαρνηθεί τον ίδιο της τον εαυτό; Και αν ναι, με ποιόν τρόπο; Πρόκειται για ζητήματα, τα οποία μελλοντικά μπορεί και να μην είναι μονάχα φιλοσοφικά

Δεν θέλω να προσθέσω κάτι παραπάνω σχετικά με αυτά τα (έτσι κι αλλιώς) πολύπλοκα ζητήματα. Μέσα στα όρια των δυνατοτήτων μου, αυτό στο οποίο στοχεύω είναι η (όσο το δυνατό ταχύτερη) εμβάθυνση σχετικά με αυτούς τους συνδετικούς δεσμούς. Επομένως μια (πιο βαθιά) αναμέτρηση μου με τους προβληματισμούς της κομμουνιστικοποίησης, η οποία -συμφωνώ κι εγώ- πρέπει να γίνεται νοητή με την διαδικαστική και ιστορική έννοια (εκτός και αν θέλουμε να καταφύγουμε στο νεαρό Χέγκελ). Οφείλουμε να συνεχίσουμε μια δουλειά σύνδεσης του παρελθόντος με το μέλλον, με την οποία θα αποπειραθούμε να εμβαθύνουμε γύρω από τα τεράστια προβλήματα που έχουν μείνει ανεπίλυτα από τον προηγούμενο κύκλο της σχέσης κεφαλαίου – εργασίας, σχετικά με μια προοπτική δυνατής ανθρώπινης απελευθέρωσης, η οποία σήμερα είναι και υλικά εφικτή. Παράλληλα, να μη σταματήσουμε να αντιλαμβανόμαστε και να ερμηνεύουμε χωρίς δογματισμούς το παρόν, κάθε πλευρά του παρόντος, και όχι τόσο τα σημάδια μιας μυθικής “επανεκκίνησης”, η οποία αν προκύψει αυτό θα γίνει πέρα από τις προβλέψεις και τη δράση του οποιουδήποτε, αλλά μέσα στις αντικειμενικές και υποκειμενικές βάσεις που μπορούν να τεθούν. Επομένως, μέσα στα παλιά και τα νέα προβλήματα που αναγκαστικά θα κληθούμε ν’ αντιμετωπίσουμε.

Σημείωση του Συγγραφέα: για τη σύνταξη αυτών των απαντήσεων χρωστάω πολλά στις συζητήσεις με τους N. C., S. V. και E. A.

Σημειώσεις του Μεταφραστή:

[1] Β.Ι.Λένιν. Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2013.

[2] Ο οικονομολόγος Arghiri Emmanuel γεννήθηκε το 1911 στην Πάτρα και πέθανε το 2001 στο Παρίσι. Τις δεκαετίες 1960-70 έγινε γνωστός -μέσα και έξω από τους κύκλους του ακαδημαϊκού μαρξισμού- με τη θεωρία του περί “άνισης ανταλλαγής”.

[3] J. A. Hobson. Ιμπεριαλισμός. Μια μελέτη. Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα. 2013.

[4] Καρλ Μαρξ. Grundrisse. Βάσεις Κριτικής και Πολιτικής Οικονομίας. Εκδόσεις Α/συνέχεια, Αθήνα. 2009.

[5] Karl Paul Polanyi (1886-1964): Μελετητής και θεωρητικός (πολιτικής οικονομίας, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας και ανθρωπολογίας) από την Αυστροουγγαρία, ένθερμος πολέμιος του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού της εποχής του.

[6] Ο καθηγητής κοινωνιολογίας Ρομάνο Αλκουάτι (1935-2010) υπήρξε ένας από τους χαρακτηριστικότερους εκφραστές του ιταλικού μεταπολεμικού πολιτικού ρεύματος του εργατισμού, από το 1961 μέσα από το περιοδικό Κόκκινα Τετράδια[Quaderni Rossi] με τον Ρανιέρο Παντσιέρι και τις μαρξιστικές αναλύσεις των εργατικών πρακτικών” στα εργοστάσια της Fiat και της Olivetti, και από το 1963 κι έπειτα, μετά τη διάσπαση του, μέσα από το περιοδικό Εργατική Τάξη [Classe Operaia], το οποίου και υπήρξε συνιδρυτής μαζί (μεταξύ άλλων) με τους Μάριο Τρόντι και Τόνι Νέγκρι. Η μετέπειτα ακαδημαϊκή ενασχόληση του, που συνεχίστηκε στο πανεπιστήμιο του Τορίνου μέχρι το 2003, επικεντρώθηκε κυρίως στην παγκοσμιοποίηση και τις “εφικτές εναλλακτικές” μέσα από την προσέγγιση της θεωρητικής ανάλυσης του Ζίγκμουντ Μπάουμαν για τη ρευστή κοινωνία” και της σκέψης του Αλαίν Τουρέν μέσα από τον προσδιορισμό της έννοιας της υπερ-βιομηχάνισης.

[7] Καρλ Μαρξ. Κριτική του Προγράμματος της Γκότα. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2010.

[8] Β.Ι.Λένιν. Κράτος και Επανάσταση. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2016.

[9] Κ.Μαρξ-Φ.Έγκελς. Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1994.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *