Νέα κυκλοφορία από τις εκδόσεις Διάδοση: Massimo Recchioni. Τελευταίες φλόγες της Αντίστασης. Η ιστορία ενός μαχητή της Volante Rossa.

Νέα κυκλοφορία από τις εκδόσεις Διάδοση.

Massimo Recchioni. Τελευταίες φλόγες της Αντίστασης.

Η ιστορία ενός μαχητή της Volante Rossa

Βιβλιοπαρουσίαση την Τρίτη 18/12 στη Νομική στις 18.00, στα πλαίσια της συνάντησης εκδόσεων ανατρεπτικού περιεχομένου Μαύρες Κόκκινες Σελίδες 2018.

η παρούσα έκδοση αφιερώνεται στη Μνήμη του φίλου, συντρόφου και ιδρυτικού μέλους του κινηματικού εκδοτικού εγχειρήματος Los Solidarios, Χρήστου Πολίτη.

***

Σημείωμα του μεταφραστή

Η ιστορία δεν κάνει τίποτα, δεν κατέχει κάποιον πλούτο, δε διεξάγει μάχες. Ο άνθρωπος είναι αυτός, ο υπαρκτός ζων άνθρωπος, που πράττει, που κατέχει και μάχεται. Η ιστορία δεν αποτελεί ξεχωριστή ύπαρξη, η οποία χρησιμοποιεί τον άνθρωπο σαν μέσο για να επιτύχει τους δικούς της σκοπούς. Η ιστορία δεν αποτελεί παρά τη δράση του ανθρώπου που επιδιώκει τους σκοπούς του.

Καρλ Μαρξ -Φρίντριχ Ένγκελς, Η Αγία Οικογένεια

Οι σελίδες που ακολουθούν αποτελούν τη βιογραφική διήγηση ενός ιταλού κομμουνιστή, του Paolo Finardi και περιλαμβάνουν τους σημαντικότερους σταθμούς μιας αγωνιστικής διαδρομής, μιας ζωής που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί -χωρίς υπερβολή- μυθιστορηματική.

Αναμνήσεις μιας πορείας που σημάδεψαν και σημαδεύτηκαν από τους αγώνες και τις αγωνίες, τα όνειρα και τις διαψεύσεις μιας εποχής που εν πολλοίς καθόρισαν ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο. Ο πρωταγωνιστής αυτών των σελίδων είναι μια χαρακτηριστική -αλλά συνάμα και ιδιαίτερη- μορφή των χιλιάδων, των εκατομμυρίων ανδρών και γυναικών που στην Ιταλία, στην Ευρώπη και σ’ όλον τον κόσμο έγιναν κομμουνιστές από ένστικτο, δίχως να έχουν αποστηθίσει προηγουμένως το “Κεφάλαιο” και το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο”. Άνδρες και γυναίκες που ρίχτηκαν με ανιδιοτέλεια στη μάχη για την οικοδόμηση ενός ελεύθερου κόσμου, ενός κόσμου δίχως εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και πλήρωσαν το τίμημα αυτής της αξιοπρεπούς επιλογής τους, στιγματισμένοι σαν “συμμορίτες και δολοφόνοι”, με διώξεις, βασανιστήρια, φυλακίσεις, εκτελέσεις, εξορίες και πολιτική προσφυγιά.

Γεννημένος από φτωχή αντιφασιστική οικογένεια κατά τη διάρκεια της φασιστικής δικτατορίας του Μουσολίνι, μεγαλωμένος μέσα σ’ αυτό το ανελεύθερο και καταπιεστικό καθεστώς, ο Finardi θα περάσει την εφηβεία του μέσα στη φρίκη του Πολέμου και από πολύ νεαρή ηλικία θα λάβει μέρος στην Αντίσταση και τον παρτιζάνικο Αγώνα. Η ενηλικίωση του συμπίπτει χρονικά με την πτώση του Φασισμού και το τέλος του Πολέμου, ένα τέλος πολυπόθητο, το οποίο όμως δεν έφερε την Επανάσταση που ποθούσαν οι χιλιάδες Παρτιζάνοι, τα εκατομμύρια της εργατικής Τάξης και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων.

Ο νεαρός Finardi μέσα από την ένταξη του στο PCI, στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα θα περάσει στις γραμμές της παράλληλης δομής του, της Οργάνωσης περιφρούρησης και αυτοάμυνας Volante Rossa – Martiri Partigiani (Κόκκινη Περίπολος – Παρτιζάνοι Μάρτυρες). Μιας Οργάνωσης που ήδη λίγο πριν το τέλος του Πολέμου και για τέσσερα περίπου χρόνια μετά την Απελευθέρωση της 25ης Απρίλη 1945 θα λειτουργήσει ως το “τιμωρό χέρι του λαού”, χτυπώντας φασίστες που η νεοσύστατη Ιταλική Δημοκρατία -με τις ευλογίες των “συμμάχων” και “προστατών” ΗΠΑ- είχε φροντίσει ν’ αφήσει ατιμώρητους για τα εγκλήματα τους.

Μιας Οργάνωσης, η δράση της οποίας θ’ αποτελέσει -μέσα στις δεκαετίες που θ’ ακολουθήσουν- αντικείμενο λασπολογίας και διαστρέβλωσης, κυρίως μέσα από το ρεύμα του αναθεωρητισμού, με ιδιαίτερη ένταση από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα και ως τις μέρες μας, τόσο από την αντιδρ-αστική όσο και από ένα κομμάτι της “προοδευτικής” ιστοριογραφίας της γειτονικής χώρας.

Το όνομα της Οργάνωσης Volante Rossa προερχόταν ως συνέχεια του ομώνυμου παρτιζάνικου σχηματισμού που έδρασε στην περιοχή της Οssola μέσα από τις γραμμές των Ταξιαρχίων Garibaldi, κατά τη διάρκεια της αντιφασιστικής-αντιναζιστικής Αντίστασης. Ως συνέχεια του Αγώνα που έπρεπε να προχωρήσει μπροστά, μέσα στις νέες πολιτικές συνθήκες. Η συγκεκριμένη ένταξη του και η δράση που θ’ αναπτύξει στην πόλη του Μιλάνου μέσα από τις γραμμές της Οργάνωσης, θα έχει ως συνέπεια τη δίωξη του από το μεταπολεμικό χριστιανοδημοκρατικό καθεστώς, τη φυγή του -με τη βοήθεια του Κόμματος- από την Ιταλία, την ερήμην καταδίκη του σε ισόβια και την πολιτική προσφυγιά. Συνθήκες και γεγονότα που θα σημαδέψουν ανεξίτηλα την πολυτάραχη ζωή του.

Ο πρόλογος του ιστορικού Cesare Bermani -ενός από τους πλέον οξυδερκείς μελετητές της ιστορίας της Ιταλικής Αντίστασης κι ενός από τους πρώτους που ανέδειξαν μέσα από το έργο τους την αξία της προφορικής ιστορίας- που περιλαμβάνεται στην έκδοση, φαντάζει ως ιδιαίτερα διαφωτιστικός και χρήσιμος, ιδιαίτερα για τον αναγνώστη που δεν διαθέτει πολλές γνώσεις για τη σύγχρονη ιστορία της Ιταλίας: φωτίζει γεγονότα, αναδεικνύει τις πολιτικές-κοινωνικές συνθήκες της εποχής, παρουσιάζει με νηφαλιότητα το πυρακτωμένο περιβάλλον μέσα στο οποίο έδρασε η Volante Rossa, γκρεμίζει πολλές από τις κοινοτοπίες και τους μύθους που ευδοκίμησαν στις δεκαετίες που ακολούθησαν, τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά.

Με λίγα λόγια καθιστά πιο κατανοητή τη βιογραφία του Finardi. Μεταξύ άλλων γράφει: “αυτές οι αναμνήσεις του Finardi, σε σύγκριση μ’ εκείνες των υπολοίπων που αναφέρονται μόνο στα μεταπολεμικά χρόνια, έχει το πλεονέκτημα ότι θέτει τη στράτευση του στη Volante Rossa, μόνο σαν μια στιγμή στη μακρά ζωή του ως στρατευμένος κομμουνιστής, ως μια αποφασιστική στιγμή, αφού καθόρισε τη συνολική διαδρομή του”.

Πράγματι. Ολόκληρη η διήγηση του Finardi διατρέχεται απ’ αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Πρόκειται για την εξιστόρηση μιας ολόκληρης ζωής, από τα πρώτα εφηβικά χρόνια της Αντίστασης, σ’ εκείνα της Volante Rossa κι έπειτα η πολιτική προσφυγιά και τα δύσκολα χρόνια στην Τσεχοσλοβακία, η αποστολή στην Κούβα “για τη διεθνιστική βοήθεια στην οικοδόμηση του Σοσιαλισμού”, η “Άνοιξη της Πράγας” με τα αίτια της και όσα ακολούθησαν, η απονομή χάριτος μετά από σχεδόν 30 χρόνια και η συνειδητή επιλογή του να μην επιστρέψει μόνιμα στη γενέτειρα του, το αργοπορημένο ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση και η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ με τους λόγους και τις συνέπειες της. Πρόκειται για την εξιστόρηση της ζωής ενός Ιταλού κομμουνιστή, ενός μέλους του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, του Κόμματος που απομακρυνόμενο σταδιακά από τον “τριτοδιεθνισμό της Μόσχας”, θα εξελιχθεί μεταπολεμικά στον βασικό εκφραστή του πολιτικού-ιδεολογικού ρεύματος που έμεινε ιστορικά γνωστό ως “ευρωκομμουνισμός”.

Ενός κομμουνιστή που μένει “πιστός στη γραμμή” του Κόμματος του ακόμα κι όταν αμφιβάλει, ακόμα και με τα συμπεράσματα για τα οποία -λόγω της πολιτικής προσφυγιάς, στην οποία αναγκάστηκε να ζει- δεν είχε και δεν θα μπορούσε να έχει μια πλήρη υποκειμενική άποψη και θέση, όπως πχ για την “υπόθεση Μόρο” και συνολικότερα για το προλεταριακό κύμα ένοπλης αμφισβήτησης που σηκώθηκε στη γειτονική χώρα κατά τη διάρκεια της ταραγμένης δεκαετίας του ‘70. Με μια και μοναδική κομματική απόφαση φαίνεται να διαφώνησε ανοιχτά ο Finardi, κάπου εκεί όταν ο βιολογικός κύκλος της ζωής του είχε αρχίσει να δύει, και αυτή δεν είναι άλλη από τη αυτοδιάλυση του PCI, του πάλαι ποτέ “μεγαλύτερου ΚΚ της Δύσης”.

Διαβάζοντας αυτές τις σελίδες, μπορεί κάποιος να εντοπίσει αναλύσεις, συμπεράσματα και θέσεις με τις οποίες να διαφωνήσει οριζοντίως και καθέτως, δεν μπορεί όμως ν’ αμφισβητήσει την ειλικρίνεια και την ανυστεροβουλία από τις οποίες προκύπτει η πολιτική-ιδεολογική συγκρότηση του συγκεκριμένου αγωνιστή.

Λίγα χρόνια πριν φύγει από τη ζωή πλήρης ημερών, στο Brno της Σλοβακίας στις 15 Ιούλη 2014, φρόντισε ν’ αφήσει παρακαταθήκη τη προφορική μαρτυρία που δημοσιεύουμε στα ελληνικά στην παρούσα έκδοση καθώς και μια βιντεοσκοπημένη συνέντευξη του. Ανάμεσα στ’ άλλα που ανέφερε σ’ εκείνο το οπτικοακουστικό υλικό, με πλήρη πολιτική διαύγεια και ήσυχη συνείδηση έλεγε με βουρκωμένα μάτια πως “κάναμε αυτό που έπρεπε”.

Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, εν μέσω της ιμπεριαλιστικής επιδρομής της Νέας Παγκόσμιας Τάξης της Pax Americana, στο κατώφλι του “τέλους της Ιστορίας” όπως κανοναρχούσαν οι νεοφιλελεύθεροι θεωρητικοί του ευρωατλαντικού “Ελεύθερου Κόσμου” και πάνω στα συντρίμμια του τείχους του Βερολίνου, ο Παναγιώτης Κονδύλης στο έργο του Πλανητική πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, προσπαθώντας ν’ απαντήσει στο ερώτημα Τι ήταν ο κομμουνισμός; κατέληγε:

“Κάθε φορά πεθαίνει μια μεμονωμένη ουτοπία, όχι η Ουτοπία. Και σβήνουν μέσα στον χρόνο μεμονωμένες αγριότητες και εγκλήματα, όχι η αγριότητα και το έγκλημα.
Οι κομμουνιστές ήσαν οι τελευταίοι που ενσάρκωσαν και τις δύο αυτές πλευρές του ανθρώπινου παράδοξου σε στενότατη συνάφεια μεταξύ τους. Ως υπέρμαχοι μιας ανθρωπιστικής ουτοπίας και ως εκτελεστές στυγνής τρομοκρατίας σφράγισαν όσο κανένα άλλο κίνημα το μεγαλείο και την τραγικότητα της εποχής τους. Υπήρξαν ταυτόχρονα ονειροπόλοι και πολιτικοί διψασμένοι για ισχύ, desperados και στρατηγικά πνεύματα, δημεγέρτες και μυστικοί πράκτορες, σταυροφόροι και τεχνοκράτες, αιρετικοί και ιεροεξεταστές, θύματα και δήμιοι. Η παγκόσμια ιστορία δεν θα λησμονήσει εύκολα τους ασυνήθιστους αυτούς ανθρώπους, που τόσο βίαια εισέβαλαν στον 20ο αιώνα”.

Κλείνοντας αυτό το σύντομο εισαγωγικό σημείωμα δεν μπορούμε παρά να συνηγορήσουμε ότι ο Paolo Finardi ήταν ένας από “τους ασυνήθιστους αυτούς ανθρώπους”, ένας κομμουνιστής του 20ου αιώνα. Ελπίζουμε οι σελίδες που ακολουθούν να φανούν διδακτικές και χρήσιμες, για όσους και όσες, σε κάθε καιρό και κάθε τόπο, συνεχίζουν ν’ αντιστέκονται και ν’ αγωνίζονται για να γίνει και πάλι η Ουτοπία, ο κινητής της ιστορίας.

Λ.Β

Αθήνα, Αύγουστος 2018.