[ΚτΒ] Για τη 2η Πανελλαδική Ημέρα Δράσης Αλληλεγγύης (29/1) στον πολιτικό κρατούμενο Δ. Κουφοντίνα (22η Ημέρα Απεργία Πείνας)

Χτυπάτε.

Βαριά η τιμή του πόνου.

Μη δείχνετε καθόλου ανθρωπιά.

Κάθε στιγμή να μας θυμίζει

το δίκιο και το άδικο,

τον άνθρωπο και το χτήνος,

το έγκλημα και το καθήκον.

Αλέξανδρος Παναγούλης, «Χτυπάτε»

Την Παρασκευή 29 Γενάρη 2021, στα πλαίσια της 2ης Πανελλαδικής Ημέρας Δράσης που καλέστηκε από τη Συνέλευση Αλληλεγγύης στον απεργό πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα πραγματοποιήθηκαν συγκεντρώσεις, κινήσεις και παρεμβάσεις σε πολλές πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα, Βόλο, Αγρίνιο, Καρδίτσα, Λειβαδιά κ.α).

Στην Αθήνα, με νωπό ακόμα το κάζο της προηγούμενης μέρας (όπου πολλές χιλιάδες διαδηλωτές και διαδηλώτριες -σε αυτούς τους ίδιους δρόμους- “ξεφτίλισαν το κράτος και την καταστολή”, το χουντομπατσονομοσχέδιο Κεραμέως-Χρυσοχοϊδή και τα νέα δήθεν υγειονομικά “μέτρα για πολιτικές συναθροίσεις μέχρι 100 άτομα), οι αφιονισμένοι ένστολοι δολοφόνοι της ΕΛ.ΑΣ, επιτέθηκαν εν ψυχρώ στην απόπειρα μερικών δεκάδων αγωνιστών και αγωνιστριών για συγκέντρωση στα Προπύλαια, εκτελώντας διατεταγμένη υπηρεσία από το υπουργείο “Προ-Πο” (του παρασημοφορημένου από το FBI βουλευτή που ψήφιζε αδιάβαστα τα μνημόνια), δηλαδή της φαμίλιας Μητσοτάκη, της Πρεσβείας (μια είναι η Πρεσβεία…)

Μια απροσχημάτιστη πολιτική απαγόρευση συγκέντρωσης, με χρήση χημικών και ξυλοδαρμούς, ανθρωποκυνηγητό στο αστυνομοκρατούμενο κέντρο (από την Πανεπιστημίου, τη Σταδίου και το Σύνταγμα μέχρι την Ομόνοια) και τελικό απολογισμό 21 προσαγωγές συντρόφων και συντροφισσών.

Ο κομμουνιστής πολιτικός κρατούμενος Δημήτρης Κουφοντίνας, ο λαϊκός αγωνιστής που από εκείνο το τρομο-καλοκαίρι της ντροπής και της αισχύνης κι έπειτα, για άλλη μια φορά στη μακρόχρονη και αταλάντευτη αγωνιστική διαδρομή του, βάζει ενέχυρο το σώμα του στον Αγώνα ενάντια στην θρασύδειλη εκδικητικότητα εκείνων που δεν εφαρμόζουν το νόμο που οι ίδιοι ψήφισαν σε βάρος του ειδικά, και σε βάρος των καταδικασμένων με τον τρομονόμο γενικά, αλλά δεν έχουν ούτε το θάρρος να βγουν και να πουν ότι τον θέλουν νεκρό. Εκείνοι που με περίσσιο θράσος και καθεστωτική αλαζονεία, τόσα χρόνια μετά, συνεχίζουν να ζητούν δηλώσεις μετανοίας.

Αλληλέγγυοι στο πλευρό του στέκονται με απεργία πείνας στις φυλακές Δομοκού οι αναρχικοί πολιτικοί κρατούμενοι Νίκος Μαζιώτης και Γιάννης Δημητράκης. Πενθήμερη απεργία πείνας αλληλεγγύης πραγματοποιήθηκε και στις φυλακές της Λάρισας, από τους προφυλακισμένους συντρόφους Πολύκαρπο Γεωργιάδη και Βαγγέλη Σταθόπουλο.

Από την πλευρά μας, στηρίξαμε την απαγορευμένη Συγκέντρωση στα Προπύλαια και εν όψει της 2ης Πανελλαδικής Ημέρας Δράσης, τις προηγούμενες μέρες κρεμάσαμε πανό στην πλατεία Μερκούρη στα Πετράλωνα και ρίξαμε τρικάκια στο κέντρο και σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας (Εξάρχεια, Νεάπολη, Γκύζη, Κυψέλη, Κουκάκι, Πετράλωνα).

Μέσα σε αυτούς τους ζοφερούς και αρρωστημένους καιρούς, όπου “η εξουσία βρωμάει βεντέτα και θανατικό”, ο παντοτινός αντάρτης Δημήτρης Κουφοντίνας συνεχίζει να βγαίνει μπροστά και να διδάσκει αγωνιζόμενος:

Χτυπάτε.

Βαριά η τιμή του πόνου…

Νίκη στον Αγώνα του Δημήτρη Κουφοντίνα – Απεργία Πείνας από 8/1.

Δύναμη στους αλληλέγγυους απεργούς πείνας Γιάννη Δημητράκη και Νίκο Μαζιώτη.

Κανένα καθεστώς εξαίρεσης στους πολιτικούς κρατούμενους.

Αλληλεγγύη σε όλους τους προσαχθέντες και τις προσαχθείσες της χθεσινής ς Πανελλαδικής Ημέρας Δράσης.

Μόνη Δικαιοσύνη η Προλεταριακή – μπουρλότο και φωτιά σε κάθε φυλακή.

Κίνηση της Βιολέττας (ΚτΒ)

Αθήνα, 30/1/2021

Ιταλία: για την εξέγερση στη φυλακή της Μόντενα το Μάρτη του 2020 και όχι μόνο.

Φυλακή της Μόντενα, 8 Μάρτη 2020

Από συντρόφισσες και συντρόφους λάβαμε και δημοσιεύουμε το ακόλουθο κείμενο, σχετικά με την εξέγερση στη φυλακή της Μόντενα το Μάρτη του 2020 και όχι μόνο.

Μεταφράστηκε ως μια ελάχιστη αφιέρωση στη Μνήμη της αναρχικής συντρόφισσας Marilù Maschietto που έφυγε από τη ζωή στις 29/12/2020 στη Ρώμη, μετά από μια ολόκληρη ζωή δοσμένη στην Αντίσταση, την Αλληλεγγύη και τον Αγώνα και ως μια ελάχιστη χειρονομία αλληλεγγύης στον κομμουνιστή σύντροφο, παντοτινό αντάρτη και απεργό πείνας (από 8/1/21) Δημήτρη Κουφοντίνα, τους πολιτικούς και όλους τους ανυπότακτους κρατούμενους και κρατούμενες των ελληνικών και των ιταλικών φυλακών που αγωνίζονται για Ζωή, Υγεία και Λευτεριά, μ’ “ένα μουλάρι από θυμό μες την καρδιά τους, που δε σηκώνει τ’ άδικο”…

Μετάφραση: Προλεταριακή Πρωτοβουλία.

Αθήνα. Γενάρης 2021.

Ένα ανεπίδοτο μήνυμα

Αυτή είναι η αίσθηση που έχουμε σχετικά με όσα συνέβησαν -πριν από λιγότερο από ένα χρόνο- μέσα στις ιταλικές φυλακές. Από τη μια πλευρά, η αίσθηση πως πάρα πολλοί ήταν εκείνοι που δεν αντιλήφθηκαν τη σημασία εκείνων των ημερών: τις κραυγές που απελευθερώθηκαν από τα στήθη των εγκλείστων, το μολύβι που χύθηκε στη Μόντενα με τις σφαίρες των δεσμοφυλάκων ενάντια στους εξεγερμένους κρατούμενους. Από την άλλη πλευρά, δεν έγινε αντιληπτή η σημασία της καμπάνιας που εξαπολύθηκε από τα ΜΜΕ, σύμφωνα με την οποία οι εξεγερμένοι καθοδηγήθηκαν από τα έξω (από αναρχικούς ή μαφιόζους) και οι θάνατοι κρατουμένων προέκυψαν από υπερβολική χρήση ουσιών, μετά τις εφόδους τους στα αναρρωτήρια των φυλακών.

Από τη πλευρά μας, θεωρούμε σημαντικό να εστιάσουμε σε μερικά ζητήματα που αποσιωπήθηκαν ή τέθηκαν από τα ΜΜΕ σε δεύτερο πλάνο. Για παράδειγμα, ας σκεφτούμε σε πόσες φυλακές (όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά σε όλον τον κόσμο) εκδηλώθηκαν διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις παράλληλα με την εξάπλωση της πανδημίας COVID-19 και ποιες ήταν οι αποφάσεις που πάρθηκαν από τις αρχές. Εδώ, σε αντίθεση με ότι έγινε σε άλλα μέρη του πλανήτη όπου αποφυλακίστηκαν χιλιάδες κρατούμενοι, δεν υπήρξε δεύτερη σκέψη πριν από τη χρήση της “πυγμής”, μέσα από τα αντίποινα για τις διαμαρτυρίες, καθώς και με τη συνειδητή και συνεχή τρομοκράτηση των έγκλειστων. Αποφάσεις που πάρθηκαν από τα ψηλά, προκαλώντας πληγές που θα παραμείνουν ανοιχτές στα σώματα των σημερινών και των αυριανών εγκλείστων.

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα αφορά τον τρόπο με τον οποίο το Τμήμα Σωφρονιστικής Διαχείρισης (DAP), οι υγειονομικοί διευθύνοντες, το διευθυντικό προσωπικό και οι υπόλοιπες εσωτερικές φιγούρες του σωφρονιστικού συστήματος αντιμετωπίζουν τις ίδιες αναγκαιότητες που έχουν όλοι οι γραφειοκράτες του Κράτους, εκείνοι που αποφασίζουν για τις ζωές των άλλων, μέσα και έξω από τις φυλακές.

Μετά τις εξεγέρσεις του Μάρτη, μερικοί δημοσιογράφοι ρώτησαν τους υγειονομικούς διευθύνοντες της φυλακής της Μόντενα, σχετικά με τη χορήγηση και τη διαχείριση της μεθαδόνης και άλλων ουσιών μέσα στη φυλακή. Η απάντηση τους ήταν ένα νέτο σκέτο “δεν ξέρω”. Στις απαιτήσεις για εξηγήσεις σχετικά με το τι έπραξαν οι διάφορες υπηρεσίες ακολούθησε το κλασικό πέταγμα των ευθυνών, από γραφείο σε γραφείο, ανάμεσα σε σιωπές και “ουδέν σχόλιο”.

Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε και τις δηλώσεις των διάφορων εκπροσώπων της σωφρονιστικής υπηρεσίας, σύμφωνα με τις οποίες δεν διαπράχθηκαν βασανιστήρια ή ξυλοδαρμοί εγκλείστων, παρά μόνο σε στιγμές που ήταν απαραίτητο για την επαναφορά της τάξης μέσα στις φυλακές.

Φράσεις που ακούγονται παράφωνες καθώς όλοι γνωρίζουν ότι πίσω από τις συγκεκριμένες λέξεις υπάρχει μονάχα η οργανωμένη βία των Δυνάμεων της Εξουσίας, η ευημερία εκείνων που διοικούν το φύλο συκής εκείνων που παριστάνουν πως δεν βλέπουν.

Έτσι αντιδράει η εξουσία. Η εξουσία είναι το υπουργείο Δικαιοσύνης, ο διοικητής του DAP, ο διευθυντής της φυλακής, ο βίαιος δεσμοφύλακας, ο συνεργός γιατρός, ο “συνήγορος των κρατούμενων” που στρέφει το βλέμμα του από την άλλη πλευρά. Εξουσία είναι εκείνος που έχει την ισχύ να αρνείται τις ευθύνες του ή μάλλον καλύτερα ΤΗΝ ευθύνη για τη σφαγή που έλαβε χώρα μέσα στις φυλακές.

Έτσι κινήθηκε και έτσι εξακολουθεί να κινείται η διαχείριση του Κράτους, σχετικά με τους νεκρούς μέσα στις φυλακές, κατά τη διάρκεια του Μάρτη και του Απρίλη.

Η φυλακή αντικατοπτρίζει τον κόσμο που μας περικλείει. Μια έννοια που γίνεται ολοένα και πιο αισθητή είναι εκείνη της αντιστοιχίας ανάμεσα στο μέσα και το έξω από τα τείχη των φυλακών, ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι έκτακτες ανάγκες και άρα τα άτομα, η οποία γίνεται ολοένα και πιο χειροπιαστή. Ίσως να ήταν πάντα έτσι, αλλά ακόμα και τώρα -πολύ συχνά- αυτό είναι κάτι που δεν γίνεται αντιληπτό.

Η φωνή εκείνων που θέλανε να τους κάνουν να σιωπήσουν

Στις 20 του περασμένου Νοέμβρη πέντε θαρραλέοι άνθρωποι, πέντε κρατούμενοι κατέθεσαν με μια έγγραφη αναφορά στην Εισαγγελία της Ανκόνα μια διαφορετική πραγματικότητα για τα γεγονότα. Οι ιστορίες που μέχρι τότε κυκλοφορούσαν μόνο ανώνυμα, περιγράφηκαν λεπτομερώς από πέντε ανθρώπους που κατά τη διάρκεια της εξέγερσης της Μόντενα ήταν εκεί παρόντες. Λίγη σημασία έχει αν κράτησαν ενεργητική ή παθητική στάση. Αυτό που μετράει είναι ότι αυτά που διηγούνται έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα επαναλαμβανόμενα ψέμματα των αρχών: ενάντια τις εκκωφαντικές σιωπές και τα ψέμματα προς υπεράσπιση των ένστολων αντρών και γυναικών τους, ενάντια σε μια σφαγή μασκαρεμένη σε ομαδική αυτοκτονία μέσω υπερβολικής χρήσης ουσιών. Σιωπές και διαστρεβλώσεις, ηθελημένες από τις αρχές έτσι ώστε να μη βγει στην επιφάνεια η αλήθεια.

Το Κράτος όταν θέλει είναι αποτελεσματικό. Στις αρχές του Μάρτη, το DAP έδινε εντολή στους δεσμοφύλακες να υποβαθμίζουν το υγειονομικό πρόβλημα που συνδέεται με τον ιό, τους καλούσε να μην φοράνε μάσκες για να μη τρομάζουν οι κρατούμενοι, κάτι -που όπως είδαμε- είναι λογικό να συμβαίνει από τη στιγμή που νοιώθουν παγιδευμένοι μέσα σε μια πιθανή εστία θανάτου.

Τη στιγμή που οι εφημερίδες καλούσαν τον κόσμο να μείνει σπίτι του, οι κρατούμενοι αντιλήφθηκαν ότι μπορούσαν να διαφυλάξουν την υγεία τους μονάχα μέσα από τη φυγή τους από τη φυλακή. Μέσα στο χαμό των εξεγέρσεων του Μάρτη, κάποιοι από αυτούς τα κατάφεραν, χωρίς μάλιστα να ζητήσουν την άδεια κανενός. Με μερικές επιτυχημένες (και μη) απόπειρες αποδράσεων από τις φυλακές. Ακόμα και μαζικών.

Η “έξοδος από τη φυλακή χωρίς να στρίψει το κλειδί” είναι κάτι πάρα πολύ σπάνιο στις μέρες μας. Αποτέλεσε ένα επιπλέον σημείο στη συζήτηση γύρω από την χειροπιαστή επιλογή που είναι εφικτή και δίκαιη, για όσους βρίσκονται στριμωγμένοι στη γωνία. Ο φόβος που κυριεύει τους πάντες στους καιρούς της πανδημίας -και ακόμα περισσότερο μέσα στις φυλακές, όπου ακριβώς γίνεται ακόμα πιο ξεδιάντροπα ξεκάθαρη η απόπειρα για υποβάθμιση του κινδύνου- προκάλεσε ρήξεις αντί για εξημέρωση. Ρήξεις που τράβηξανπάνω τους προβολείς και τις έφεραν στο επίκεντρο της συζήτησης γύρω από μερικά παντοτινά ζητήματα.

Μα γιατί τόσος φόβος; Ίσως γιατί το υγειονομικό σύστημα μέσα στη φυλακή είναι γενικά αργοκίνητο, αδιάφορο ή απλώς ανύπαρκτο; Πρόκειται για ένα υπαρκτό και ριζωμένο πρόβλημα. Δεν πρόκειται για την πολεμική ιαχή κάποιου ιδιότροπου κρατούμενου: το υγειονομικό σύστημα μέσα στις φυλακές είτε είναι ανύπαρκτο είτε υπολειτουργεί. Αυτό είναι κάτι που το ξέρει ο καθένας και η καθεμία που έχει πάει φυλακή ή έχει μέσα συγγενείς ή φίλους και φίλες. Άραγε, αφού το πρόβλημα ήταν ήδη υπαρκτό πριν το Μάρτη και το ξέσπασμα των εξεγέρσεων, τότε γιατί το DAP και το υπουργείο Δικαιοσύνης προσπάθησαν να στρέψουν την προσοχή αλλού, όταν οι κρατούμενοι το ανέδειξαν, με την ολοσχερή καταστροφή ολόκληρων φυλακών και πτερύγων, δηλαδή με τον μοναδικό τρόπο που είχαν στη διάθεση τους για να δώσουν φωνή στη διεκδίκηση τους για “Υγεία!”; Γιατί σηκώθηκε όλη αυτή η σκόνη και όλο αυτό το μηντιακό πανηγύρι, γύρω από ένα πιθανό “άδειασμα των φυλακών” με το οποίο δήθεν θα αποφυλακίζονταν “ένα σωρό μαφιόζοι”; Γιατί επέλεξαν συνειδητά να μιλήσουν μ’ αυτόν τον τρόπο και να περάσουν αυτό το διαστρεβλωμένο και κατευθυνόμενο μήνυμα; Μήπως άραγε γιατί αυτές οι εξεγέρσεις αποτελούν ένα μήνυμα προς όλους τους εκμεταλλευόμενους και τις εκμεταλλευόμενες αυτής της χώρας; Μήπως άραγε γιατί η φυλακή βρίσκεται ολοένα και πιο κοντά από όσο φαίνεται σε όλους και όλες, από τη στιγμή που δεν μπορούν πλέον να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες; Μήπως άραγε γιατί νομιμότητα και παρανομία δεν είναι όπως μας τις διηγούνται, δεδομένου του γεγονότος ότι οι νόμοι έχουν φτιαχτεί από ισχυρούς και πλούσιους, αδίστακτους και συνολικά αντιδραστικούς άντρες και γυναίκες;

Η σημασία του μολυβιού και της εγκατάλειψης

Εκείνο το μολύβι από τις σφαίρες των δεσμοφυλάκων της Μόντενα επάνω στα κορμιά των κρατουμένων σημαίνει κάτι πολύ συγκεκριμένο: το Κράτος, προσωποποιημένο από τους ένστολους φρουρούς του, δεν πυροβόλησε μονάχα ενάντια σε ανθρώπους που θεωρούνται -από τους περισσότερους- σκουπίδια, τοξικοί, ανίκανοι κλπ. Πυροβόλησε ενάντια σε όλους και όλες εμάς. Αυτό είναι το νόημα που έχει για εμάς αυτό το μολύβι: το Κράτος μας είπε και μας λέει ότι σήμερα, το 2021 σε μια κοινοβουλευτική ευρωπαϊκή δημοκρατία νοιώθει άνετα να πυροβολεί, και τίποτα δεν εγγυάται ότι στο μέλλον δεν θα το κάνει και στους δρόμους, κατά τη διάρκεια αγώνων στους χώρους δουλειάς, τα κέντρα κράτησης, τις συνοικίες και οπουδήποτε κάποιος αποφασίσει να ανακτήσει ένα κομμάτι από τoν κλεμμένο πλούτο. Πράγματι, ο [πρόεδρος της δημοκρατίας] Ματαρέλα επανέλαβε -με πιο συγκεχυμένο τρόπο- αυτό το μήνυμα και με μια άλλη ευκαιρία, μετά τις συγκρούσεις στα τέλη Οκτώβρη του 2020 στις πλατείες διάφορων πόλεων. “Θα στείλουμε το στρατό” είπε. Όλοι και όλες ξέρουμε ότι οι στρατιωτικοί δεν χρησιμοποιούν ρόπαλα, δεν είναι εκπαιδευμένοι για να το κάνουν. Η ένταση της βίας που εξασκείται από εκείνους που κατέχουν την εξουσία αυξάνεται. Κατά κάποιο τρόπο, πρόκειται για μια υπόσχεση που μας δίνουν ενώ παράλληλα βρίσκεται σε εξέλιξη μια όξυνση. Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε μακριά για να βεβαιωθούμε ότι (τόσο τα δημοκρατικά όσο και τα δικτατορικά) καθεστώτα χρησιμοποιούν συστηματικά τη βία, ώστε να θωρακιστούν και να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους.

Τη στιγμή που τα ΜΜΕ της δημοκρατικής Ιταλίας περιγράφουν και καταδικάζουν τα κρατικά εγκλήματα και τις μαζικές φυλακίσεις που λαμβάνουν χώρα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, σε μια απόπειρα τους να στρέψουν μακριά το βλέμμα της κοινής γνώμης, εμείς βρισκόμαστε εδώ και ακούμε τη φωνή εκείνων που βρίσκονται στις φυλακές, τα ουρλιαχτά εκείνων που σακατεύτηκαν μέσα στα στρατόπεδα των καραμπινιέρων και τα αστυνομικά τμήματα. Και ξέρουμε καλά ότι όλα αυτά δεν είναι πολύ μακριά από εμάς. Αυτή δεν είναι μια προκατειλημμένη ανάγνωση αλλά μια ανάγνωση που δεν φοβάται να κοιτάξει κατάματα την πραγματικότητα, παρ’ όλη τη βαρβαρότητα που αυτή φέρει μέσα της.

Για να παραμείνουμε στην Ιταλία, στις 7 Απρίλη 2020 πάνω από 300 άντρες των ειδικών δυνάμεων εισέβαλαν στη φυλακή της Santa Maria Capua Vetere, ξυλοκοπώντας εν ψυχρώ και σπέρνοντας τον τρόμο μέσα στα κελιά. Επρόκειτο άραγε για ένα λάθος; Για μια υπερβολή που ξέφυγε; Οι 300 κουκουλοφόροι σωφρονιστικοί βρέθηκαν τυχαία εκεί;

Στις 9 Μάρτη 2020, στο Ascoli Piceno πέθανε ο Salvatore Piscitelli. Ένας από τους 14 νεκρούς κρατούμενους. Σύμφωνα με την επίσημη έκθεση πέθανε στο νοσοκομείο. Στην πραγματικότητα όμως, ο Σαλβατόρε δεν μεταφέρθηκε ποτέ εκεί. Οι δεσμοφύλακες δεν του παρείχαν καμία βοήθεια. “Αφήστε τον να πεθάνει” ουρλιάζανε σε όποιον ζητούσε βοήθεια.

Οι 14 θάνατοι κρατουμένων μέσα στις φυλακές και τις μεταγωγές -που υπήρξαν μετά τις εξεγέρσεις της 8ης Μάρτη- έχουν σφραγιστεί από το χέρι των αρχών και την εγκατάλειψη των κρατουμένων.

Να λέμε την αλήθεια, μονάχα την αλήθεια

Τώρα που πέντε κρατούμενοι βγήκαν μπροστά και εξιστόρησαν την αλήθεια και το βίωμα τους για όσα συνέβησαν και έζησαν οι ίδιοι στις φυλακές της Μόντενα και του Άσκολι Πιτσένο, πως απάντησε λοιπόν το Κράτος;

Τους επέβαλε σε μια ασφυκτική ψυχολογική πίεση, επιστρέφοντας τους στη φυλακή της Μόντενα, εκεί όπου έχει διαπραχθεί ένα πλήθος βιαιοτήτων καθώς και οι δολοφονίες 9 κρατουμένων. Τους έκλεισαν σε κελιά με σπασμένα τζάμια, σε απομόνωση. Τους έδιναν να πίνουν βρώμικο νερό και οι κουβέρτες ήταν μονίμως μούσκεμα. Παρεμπόδιζαν συστηματικά τα επισκεπτήρια με τους συγγενείς τους. Μετά από τις ανακρίσεις, αυτά τα 5 άτομα μετήχθησαν εκ νέου, προς 5 διαφορετικές κατευθύνσεις.

Divide et impera. Διαίρει και βασίλευε.

Κι έπειτα, πως εξηγείται αυτό το “ουδέν σχόλιο” που βγήκε μπροστά εκ μέρους των σωφρονιστικών αρχών; Συνήθως πιάνουν τα μικρόφωνα και αρχίζουν να κλαψουρίζουν για το κάθε τι ενώ τώρα κάθονται μουγκοί. Γιατί;

Ξέρουμε καλά ότι όταν οι αρχές σιωπούν αυτό δεν είναι για καλό. Zούμε σε μια χώρα όπου -όπως άλλωστε οπουδήποτε υπάρχει εξουσία- όλοι και όλες ξέρουμε (με τον έναν ή τον άλλον τρόπο) ότι όποιος εκτίθεται για να πει την αλήθεια, την ίδια στιγμή θέτει σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή.

Μπορούμε να διηγηθούμε ιστορίες όπως εκείνη της Ilaria Alpi και του Miran Hrovatin που ερευνούσαν την αγορά τοξικών αποβλήτων μεταξύ Ιταλίας και Σομαλίας, ή των πέντε αναρχικών που το ‘70 -κι ενώ μεταφέρανε μια αντι-έρευνα στη Ρώμη, σχετικά με τη σφαγή στο τραίνο του Gioia Tauro το 1970 κι εκείνη της πλατείας Fontana το 1969- σκοτώθηκαν σε ένα “ατύχημα” λίγο έξω από τη Ρώμη. Μετέφεραν τα στοιχεία στους συντρόφους τους και το δικηγόρο Edoardo Di Giovanni.

Όλοι γνωρίζουμε μέσω της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου, της ιστορίας πως όταν υπάρχει κάτι σκοτεινό και επιχειρείται να έρθει στο φως η πραγματική έκβαση των γεγονότων, τότε η κρατική μηχανή, το βαρύ χέρι της γραφειοκρατίας, της διασφάλισης της πολυθρόνας, του βασανιστή που κινείται στη σκιά, σίγουρος για την ατιμωρησία του, είναι αυτό που μπαίνει σε κίνηση. Τότε τα πτώματα πρέπει να αποτεφρωθούν (όπως συνέβη με μερικούς κρατούμενους που απεβίωσαν τον Μάρτη), ο καιρός να περάσει, τα χαρτιά να εξαφανιστούν, οι σιωπές να πληθύνουν και τα ΜΜΕ να μιλήσουν για τίποτα άλλο ώστε έτσι να τραβήξουν μακριά την προσοχή.

Ο κραυγαλέα μαζεμένος τόνος των δημοσιογράφων, ακόμα και των καλοπροαίρετων, που υπήρξε για τη διήγηση των γεγονότων του Μάρτη δεν βοηθάει ώστε να καταλάβουμε το πραγματικό βάθος της υπόθεσης. Τι σημαίνουν άραγε οι ταπεινώσεις που επιβλήθηκαν στους κρατούμενους μετά τις εξεγέρσεις; Τι σημαίνουν άραγε οι πυροβολισμοί, οι ροπαλιές, οι ξυλοδαρμοί, τα ξεγυμνώματα, η απόφαση για μαζικό κούρεμα γουλί των κρατουμένων (κάτι που συνέβη στη φυλακή της Santa Capua Vetere στις αρχές Απρίλη); Άραγε το μόνο που πρέπει αναγκαστικά να σκεφτούμε είναι ότι το χέρι του Κράτους θα πέφτει βαρύ, μονάχα κάπου μακριά από εμάς τους ίδιους; Στην Αίγυπτο ή στη Χιλή, με τους βιασμούς εκατοντάδων γυναικών κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων του 2019; ή μήπως στις Φιλιππίνες, εκεί όπου η αστυνομία εδώ και μήνες πυροβολάει εν ψυχρώ τον κόσμο στο δρόμο;

Αυτοί την λένε υποκίνηση, εμείς αλληλεγγύη

Μια σκέψη που θέλουμε να μοιραστούμε, μια θέση. Ως αναρχικές και αναρχικοί στεκόμαστε στο πλευρό εκείνων που βρίσκονται στριμωγμένοι και εξεγείρονται, εκείνων που υπόκεινται στα βασανιστήρια των κατόχων της εξουσίας, εκείνων που υποφέρουν.

Παίρνοντας θέση, είμαστε συχνά αναγκασμένοι να πληρώνουμε με τίμημα την ελευθερία μας, αλλά πρόκειται για μια επιλογή που αναλαμβάνουμε και την οποία δηλώνουμε συνειδητά για αυτήν την υπόθεση. Όταν εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας στους συντρόφους και τις συντρόφισσες μας στις φυλακές, σε όποιον και όποια εξεγείρεται ενάντια στις αδικίες, το Κράτος αποπειράται να μας κατηγορήσει για “υποκίνηση διάπραξης αδικημάτων”. Και το κάνει όλο και ευκολότερα, ακόμα και αν πρόκειται για μια κατηγορία που ανέκαθεν άνηκε στα επιθετικά όπλα που χρησιμοποιούν οι αρχές ενάντια σε όσους και όσες εξεγείρονται. Την περίοδο του lockdown, το Μάη του 2020 φτάσαμε στο παράδοξο σημείο της σύλληψης μιας χούφτας αναρχικών, με δημόσιες δηλώσεις της Εισαγγελίας που υπερασπιζόταν την “προληπτική αξία” αυτών των συλλήψεων, οι οποίες και έγιναν για να αποτραπεί ο κίνδυνος της υποκίνησης, κατά τη διάρκεια μιας τόσο ευαίσθητης συγκυρίας. Το Κράτος ξέρει ότι υπάρχουν όλοι οι λόγοι για να φοβάται την έκρηξη της αυξανόμενης δυσαρέσκειας. Το ξέρει και φοβάται. Για αυτό επιτίθεται, για αυτό προσπαθεί να τσακίσει την αλληλεγγύη, τυλίγοντας την νομικά και βαφτίζοντας την “υποκίνηση”. Ποτέ δεν έχουν υπάρξει δυο έννοιες πιο διαφορετικές μεταξύ τους! Την υποκίνηση δεν την ασκούμε εμείς: οι κρατούμενοι που μέσα από τις φυλακές κραύγασαν ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ δεν είχαν ανάγκη τα δικά μας συνθήματα έξω από τα τείχη για να το κάνουν. Ήταν οι ίδιες οι απάνθρωπες και επικίνδυνες συνθήκες στις οποίες υποβάλλονταν (και υποβάλλονται μέχρι και σήμερα) που τους ώθησαν στην εξέγερση και τη φυγή. Ήταν τα μέτρα που εφάρμοσε το Κράτος -από τη στιγμή του ξεσπάσματος της πανδημίας- απέναντι στους κρατουμένους αυτά που τους υποκίνησαν, αφού το Κράτος τους είπε ξεκάθαρα: “οι δικές σας ζωές αξίζουν λιγότερο από τις δικές μας”.

Αλληλεγγύη σημαίνει να μην φοβάσαι να υποστηρίξεις όλα αυτά, να δίνεις φωνή και σώμα, όση περισσότερη δύναμη διαθέτεις σε εκείνους κι εκείνες που βρίσκονται μέσα στα κελιά. Αλληλεγγύη δεν θα σημαίνει ΠΟΤΕ να λες σε κάποιον τι πρέπει να κάνει, αλλά να μιλάς με σκεπτόμενα άτομα που βλέπουν και ζούνε την ίδια πραγματικότητα που βιώνουμε και εμείς. Και απέναντι σε αυτή μπορούν να επιλέξουν και ν’ αντιδράσουν.

Δεν θέλουμε να δώσουμε μια αναντίστοιχη έννοια στο θάρρος εκείνων που εξεγέρθηκαν, εκείνων που αγωνίστηκαν και εκείνων που τώρα παλεύουν για να βγει στην επιφάνεια η αλήθεια. Δεν μπορούμε όμως να μην αναγνώσουμε τις πράξεις τους ως την ανθρώπινη αντίδραση απέναντι στις πλέον ξεδιάντροπες αδικίες. Όπως επίσης, δεν μπορούμε να μην αναγνώσουμε στη μάχη αυτών των 5 κρατούμενων εκείνο το θάρρος που αντλείται από τα βάσανα τόσων πολλών κρατούμενων που ξυλοκοπήθηκαν, βασανίστηκαν, εκβιάστηκαν, εξοντώθηκαν από ένα σωφρονιστικό σύστημα που είναι δομικά βίαιο. Δεν μπορούμε να μην διακρίνουμε το ξεκάθαρο μήνυμα που στέλνεται σε όλους και όλες εμάς,μέσα από τη βία που εξαπολύθηκε ενάντια σε αυτούς τους ανθρώπους.

Είμαστε ενάντια στις αδικίες, αλλά είμαστε κι ενάντια στο Κράτος, πριν και μετά τα γεγονότα στη Μόντενα. Άλλωστε, αυτά τα γεγονότα επιβεβαιώνουν τις ιδέες μας και αυτά που σκεφτόμαστε, την πεποίθηση μας γύρω από την ουσία του Κράτους και για τον τρόπο που η φυλακή λειτουργεί προπαρασκευαστικά για την ευημερία εκείνων που μας εκμεταλλεύονται.

Η φυλακή είναι μια υπαρκτή πραγματικότητα στερήσεων και βίας για χιλιάδες ανθρώπους, έγκλειστους πίσω από τείχη και κάγκελα. Είναι και μια ξεκάθαρη προειδοποίηση σε όλους και όλες που ζουν υπό ελευθερία: η δομή της καταστολής είναι πάντοτε εκεί παρούσα, και είναι πάντοτε γύρω μας κι εκείνοι που αποσπούν κέρδος και εξουσία από αυτά τα μέρη. Οι αυτουργοί αυτών των δολοφονιών κρύβονται πίσω από εκείνους που τους καλύπτουν κάτω από το μανδύα του Κράτους, αλλά αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία. Εκείνοι κι εκείνες που ψάχνουν την αλήθεια την βρίσκουν.

Έχουμε κι εμείς να στείλουμε ένα μήνυμα.

Χέρια Μυαλά Καρδιές από διάφορα γεωγραφικά πλάτη.

Γενάρης 2021

για επικοινωνία, σχόλια κλπ:messaggiononrecepito@riseup.net

[ΚτΒ]: Νίκη στην απεργία πείνας του κομμουνιστή πολίτικου κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα

ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΔΕΝ ΒΟΛΕΥΟΝΤΑΙ ΜΕ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΟΥΡΑΝΟ

«Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τουςπου δε σηκώνει τ’ άδικο»

Γ.Ριτσος

«Αφού επιμένουν στο νόμο που τόσο προκλητικά μηχανεύτηκαν, οφείλουν να τον εφαρμόσουν, τουλάχιστον αυτόν, και να με ξαναφέρουν στο υπόγειο του Κορυδαλλού, στην ειδική πτέρυγα που έκτισε ο ίδιος ο υπουργός της καταστολής, ο Μ. Χρυσοχοίδης, για να θάψει τη 17Ν, και όπου πέρασα τα 16 από τα 18 χρόνια που είμαι στη φυλακή»

Δ. Κουφοντινας

Την Παρασκευή 8 Γενάρη 2021 ο κομμουνιστής πολίτικος κρατούμενος Δημ. Κουφοντίνας ξεκίνησε απεργία πείνας με αίτημα την μεταγωγή του στις φυλακές Κορυδαλλού.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μεταξύ μιας σειράς αντιλαϊκών και αντεργατικών νομοσχεδίων που ψήφισε ή προσπαθεί να ψηφίσει εν μέσω πανδημίας, με την κοινωνία σε επί μακρόν καθεστώς καραντίνας, αποσκοπώντας στην όσο δυνατόν μικρότερη κοινωνική-λαϊκή αντίδραση, πέρασε μια φωτογραφική τροπολογία για την αυστηροποίηση του καθεστώτος κράτησης του Δημήτρη Κουφοντίνα. Μια τροπολογία του υπουργείου Προ.Πο.- στου οποίου τις αρμοδιότητες προστεθήκαν μετά την αλλαγή κυβέρνησης και τα σωφρονιστικά καταστήματα- κομμένο και ραμμένο στην κατεύθυνση της φυσικής και πολίτικης εξόντωσης του Δημήτρη Κουφοντίνα ειδικότερα, αλλά και εν δυνάμει του συνόλου των καταδικασμένων με βάση τον τρομονόμο. Μια τροπολογιά που έρχεται να επιβάλει και να διευρύνει το ειδικό καθεστώς εξαίρεσης στο οποίο υπόκεινται οι πολιτικοί κρατούμενοι, καταργώντας της μεταγωγές σε αγροτικές φυλακές και ΚΑΥΦ κρατουμένων που έχουν καταδικαστεί για “τρομοκρατία”.

Με βάση τον εν λόγω νόμο, ο κρατούμενος έπρεπε να μεταχθεί στις φυλακές Κορυδαλλού, όπου κρατούνταν πριν την τελευταία του μεταγωγή στις αγροτικές φυλακές Βόλου, όπου έκτιε την ποινή του τα τελευταία 2,5 χρόνια. Μετά από παρέμβαση της γνωστής και μη εξαιρετέας, Γ.Γ. Αντεγκληματικής Πολιτικής Σοφίας Νικολάου, με προσχηματική αφορμή το ότι οι μεταγωγές στο σωφρονιστικό κατάστημα Κορυδαλλού είναι αδύνατες, λόγω του υψηλού ιικού φορτίου που υπάρχει στη Δυτική Αττική, ο κρατούμενος αγωνιστής οδηγήθηκε στις φυλακές Δομοκού.

Η τραγική ειρωνεία στην όλη υπόθεση έγκειται στο γεγονός ότι η ίδια η Νικολάου την ώρα που δεν τηρεί ούτε καν τα δικά της νομοθετήματα με πρόσχημα την πανδημία, είναι από του κύριους υπευθύνους για την κατάσταση που επικρατεί στις ελληνικές φυλακές: όχι μόνο δεν έχει πάρει κανένα ουσιαστικό μέτρο αποσυμφόρησης των “καταστημάτων κράτησης” όπως και κανένα άλλο προληπτικό μέτρο προστασίας (τεστ, αναβάθμιση των υγειονομικών μονάδων των φυλακών ) αλλά επιλέγει να αναστείλει άδειες και επισκεπτήρια, να περιορίσει και ουσιαστικά να καταργήσει την αλληλογραφία και την παραλαβή δεμάτων για τους κρατούμενους. Όπως είναι φυσικό κάθε φωνή αντίδρασης εντός φυλακής απαντιέται, πως αλλιώς;, με ωμή βία και καταστολή.

Ο Δημήτρης Κουφοντίνας για ακόμη μια φορά με μοναδικό του όπλο το ίδιο του το σώμα, αγωνίζεται για τα αυτονόητα: την τήρηση της αστικής νομιμότητας, την εφαρμογή του νόμου που οι ίδιοι ψήφισαν εκδικητικά εναντίον του και τώρα παραβιάζουν μόνο κα μόνο για να αυξήσουν την ταλαιπωρία του.

Ο Δημήτρης Κουφοντίνας για ακόμη μια φορά με μοναδικό του όπλο το ίδιο του το σώμα αγωνίζεται για ζωή και αξιοπρέπεια. Μετά από 18 χρόνια φυλακής, εκ των οποίων τα 16 σε καθεστώς μερικής απομόνωσης στα υπόγεια των φυλακών Κορυδαλλού, ορθώνει ξανά το ανάστημα του απέναντι στην εκδικητικότητα του αστικού κράτους, της «αγίας οικογένειας» που βρίσκεται στο τιμόνι του και στις εντολές της πρεσβείας (μια είναι η πρεσβεία…).

Ο συγκεκριμένος νόμος του «αδιάβαστου σερίφη» υπουργού “ΠροΠο” Χρυσοχοϊδη, αποδεικνύει περίτρανα τη λογική αντιμετώπισης που έχει το κράτος απέναντι στους πολιτικούς του αντίπαλους, απέναντι σ’ αυτούς που έχουμε συνηθίσει ν’ αναφέρουμε ως εσωτερικό εχθρό. Τα διάφορα νομοθετικά πλαίσια και διατάγματα αντιμετωπίζουν αμείλικτα πολιτικούς κρατούμενους, με βαριές ποινές, εκδικητικές μεταγωγές κ.α. ανεξαρτήτως κατηγοριών. Παράλληλα, φροντίζουν να βγάζουν λάδι τους μεγαλοκαρχαρίες και τα συνεταιράκια τους, αυτούς τους ελάχιστους που φτάνουν να λογοδοτούν στη αστική “δικαιοσύνη” να αποφυλακίζονται ο ένας μετά τον άλλο, παρά τις βαριές κατηγορίες για άπατες και κλοπές εκατοντάδων εκατομμυρίων. Όπως στα μαλακά φροντίζει να ρίχνει και τα μέλη των διαφόρων ταγμάτων εφόδου των καπιταλιστών, όταν τυγχαίνει να βρεθουν στην ενώπιον της, με ποινές χάδια και αστεία κατηγορητήρια.

Η περίπτωση του Δημήτρη Κουφοντίνα έχει και τη δική της ιδιαιτερότητα. Αυτού του είδους η αντιμετώπιση του από το κράτος δεν οφείλεται μόνο στη δράση του ως μέλος της Ε.Ο 17Ν. Έχει να κάνει και με την αταλάντευτη στάση του αγωνιστή από τη στιγμή της παράδοσης του, προκειμένου υπερασπιστεί την τιμή και την ιστορία της οργάνωσης, έως και σήμερα 20 και πλέον χρόνια μετά. Η άρνηση του να υπογράψει τις σύγχρονες δηλώσεις μετάνοιας και αποκήρυξης της επαναστατικής του δράσης στο παρελθόν και η διαρκής και μέχρι σήμερα συμμέτοχη του στις ζυμώσεις του κινήματος με παρεμβάσεις, κείμενα, βιβλία κτλ τον βάζει για άλλη μια φορά στο στόχαστρο της καταστολής.

Διανύουμε βαθιά ζοφερούς καιρούς, βρισκόμενοι αντιμέτωποι και αντιμέτωπες ταυτόχρονα με την πανδημία και την εγκληματική της διαχείριση από το αστικό κράτος. Παράλληλα με τα πειράματα κοινωνικού έλεγχου η κυβέρνηση επιφυλάσσει σε όλους και όλες μας την πλήρη αποσάθρωση κάθε κοινωνικής πολιτικής. Ενώ μετράμε χιλιάδες νεκρούς και εκατοντάδες διασωληνωμένους κάθε μέρα, χάνεται κάθε ικμάδα από τα κεκτημένα ενός ολόκληρου αιώνα. Η νεοφιλελεύθερη-ακροδεξιά κυβέρνηση ΝΔ, παράλληλα με την καταστροφή των κοινωνικών παροχών, έχει βαλθεί να ξεμπερδέψει μια και καλή και με κάθε είδους αγώνα και διεκδίκηση (και όχι μόνο αυτών που ξεπερνούν την αστική νομιμότητα). Μέσα στη συνθήκη σοκ που βρίσκεται το κοινωνικό σύνολο αντιμέτωπο με μια πρωτοφανή υγειονομική κρίση, έρχονται νομοσχέδια που αποσαθρώνουν τα εργατικά δικαιώματα, τη συνδικαλιστική δράση σε χώρους δουλειάς και πανεπιστήμια, το δημόσιο χαρακτήρα της υγείας και της παιδείας και έπεται συνέχεια. Και μαζί μ’ αυτά – όπως είχε πει κι ο πρόσφατα αναβαθισμένος τσεκουροφόρος υπουργός Εσωτερικών Βορίδης- ήρθε η ώρα να ξεμπερδέψουν “μια και καλή με την αριστερά και τις ελαττωματικές ιδέες της”.

Ο Αγώνας του Δημήτρη Κουφοντίνα στην παρούσα συνθήκη, πέρα από το αυτονόητο του δίκιου του, έχει και μια παραπάνω αξία. Έρχεται να λειτουργήσει παραδειγματικά για όλους και όλες εμάς που η εγκληματική πολιτική της κυβέρνησης (ενός ακόμα) Μητσοτάκη περνάει από πάνω μας και μας ισοπεδώνει. Έρχεται να καταστήσει σαφές, σε μια περίοδο κοινωνικής «ήττας», κινηματικής άμπωτης και συνολικής οπισθοχώρησης ότι το πάθος του αγώνα για Ψωμί, Παιδεία, Υγεία και Λευτεριά είναι πάντα επίκαιρο και ανίκητο, ακόμα κι αν βρίσκεται στη γωνία και σφυροκοπείται αλύπητα. Ένας Αγώνας επίκαιρος και ανίκητος γιατί όσο υπάρχει καταπίεση και εκμετάλλευση, καταστολή και χειραγώγηση τόσο θα υπάρχουν κάποιοι και κάποιες που με τις όποιες δυνάμεις τους θα στέκονται μπροστά στους εχθρούς της ανθρωπότητας και θα διεκδικούν το δίκιο και τη λευτεριά, θα κρατούν τη φωτιά της αντίστασης αναμμένη.

Ο Αγώνας του κομμουνιστή Δημήτρη Κουφοντίνα είναι αγώνας κάθε αγωνιζόμενου ανθρώπου, ας αποτελέσει παράδειγμα και έμπνευση.

Στεκόμαστε στο πλάι του, στο δίκαιο αγώνα του για Ζωή και Αξιοπρέπεια.

Νίκη στην Απεργία Πείνας – Άμεση Ικανοποίηση των Αιτημάτων του λαϊκού αγωνιστή Δημήτρη Κουφοντίνα.

Να στηρίξουμε Ηθικά – Υλικά – Πολιτικά τους πολιτικούς κρατούμενους.

Να σπάσουμε το καθεστώς εξαίρεσης. Πανελλαδική Μέρα Δράσης Τρίτη 19 Γενάρη.

Στηρίζουμε – Συμμετέχουμε στη Συγκέντρωση που καλείται από τη Συνέλευση

Αλληλεγγύης στον απεργό πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα: Προπύλαια στις 17.30.

Κίνηση της Βιολέττας (ΚτΒ)

Αθήνα, Γενάρης 2021

“Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο”: Ένας διάλογος με τον R. Sciortino [Μέρος Γ]

Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις”.

Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Ιl Lato Cattivo *.

Δημοσιεύθηκε στις 6/6/2020 στο illatocattivo.blogspot.com

Αγωνιστικές ευχαριστίες στον αναρχικό φίλο και σύντροφο G.G, για την επισήμανση και την αποστολή αυτού του πολύ ενδιαφέροντος υλικού καθώς και για τις θεωρητικές αναλυτικές συζητήσεις: αυτές που αποτελούν διαχρονικά το γόνιμο λίπασμα για κάθε διαλεχτική σκέψη που δεν φοβάται τη σύνθεση, για κάθε συλλογική άμεση δράση που παλεύει “για τα μικρά και τα μεγάλα”, συνεχίζοντας να στοχεύει στην κοινωνική-ταξική απελευθέρωση από τα θανατηφόρα δεσμά της κρατικής-καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής εξουσίας.

Η μετάφραση αφιερώνεται στον φίλο και σύντροφο,

κομμουνιστή πολιτικό κρατούμενο Πολύκαρπο Γεωργιάδη.

Προλεταριακή Πρωτοβουλία,

με την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας [ΚτΒ]

Αθήνα, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2020.

Ακολουθεί η μετάφραση του τρίτου και τελευταίου μέρους της συνέντευξης στα ελληνικά.

Για Εισαγωγή & Μέρος Α : πατήστε ΕΔΩ

Για Εισαγωγή & Μέρος Β : πατήστε ΕΔΩ

ILC: Στο βιβλίο σου δίνεται μια κάποια έμφαση στην έννοια του ιμπεριαλισμού και τη δυσμένεια στην οποία έχει περιπέσει. Κατά τη γνώμη μας, υπάρχουν δυο βάσιμοι λόγοι, με διόλου αμελητέο το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε για να σημάνει τα πάντα και το αντίθετο των πάντων, και μερικές φορές για να νομιμοποιήσει τεράστιες αθλιότητες. Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα της επαναφοράς και επανεπεξεργασίας του πρέπει να τεθεί. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι στη μπροσούρα του Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού [1], ο Λένιν θεωρητικοποιούσε την είσοδο σε μια νέα φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ουσιαστικά χαρακτηρισμένης από τη συγχώνευση του βιομηχανικού με το τραπεζιτικό κεφάλαιο και την πρωτοκαθεδρία των μονοπωλίων και των τραστ. Η επικαιρότητα αυτής της θεωρητικοποίησης εξαρτάται από το πόσο επίκαιρα είναι και τα φαινόμενα που σκόπευε ν’ αναλύσει με αυτή. Μια επικαιρότητα που πρέπει να διαπιστωθεί εμπειρικά. Για παράδειγμα, ποια είναι η κατάσταση των υπαρχόντων μονοπωλίων; Ποια είναι η -παντού και πάντα- σχετική ικανότητα αποφυγής της ανταγωνιστικότητας ή -με μαρξιστικούς όρους- δραπέτευσης από το γενικό ισοζύγιο του ποσοστού κέρδους; Αυτό είναι το ένα πρόβλημα. Έπειτα, προς υπεράσπιση της αλήθειας, πρέπει να ειπωθεί ότι η μπροσούρα του Λένιν δεν χάραζε μια ιδιαίτερη αντίληψη για τη σχέση μεταξύ των κεντρικών καπιταλιστικών και των περιφερειακών χωρών, παρά μόνο από την οπτική της εξαγωγής των κεφαλαίων και της αποικιοκρατίας, δηλαδή μέσω ενός δεδομένου -αν μη τι άλλο- χειροπιαστού. Ούτε διατύπωνε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στο ιμπεριαλιστικό και σ’ ένα μη-ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Κατά τη γνώμη μας, πρέπει να ξαναπιάσουμε την ίδια τη θεωρία της εργατικής αριστοκρατίας. (Τα μονοπώλια δεν αναδιανέμουν αυθορμήτως τα υπερκέρδη τους. Οι αυξημένες τιμές -από τις οποίες πηγάζει και η κυριαρχία τους- δεν είναι διόλου ευνοϊκές για τις τσέπες των μισθωτών στις κεντρικές χώρες). Αυτή η θεωρία δεν ισχυρίζεται ότι οι εργάτες των κεντρικών χωρών συμμετέχουν στην εκμετάλλευση των εργατών στις περιφερειακές ή τις ημι-περιφερειακές χώρες, όπως -αντίθετα- υποστήριζε ο Arghiri Emmanuel [2] στα τέλη της δεκαετίας του 1960, με μια εξωφρενική θεωρία, τόσο ως προς τις προϋποθέσεις της όσο και ως προς τα συμπεράσματα της, (Συνοπτικά, οι χώρες εννοημένες ως χωριστά κοπάδια της παραγωγής). Τέλος, σκιαγραφώντας το ανώτατο στάδιο, ο Λένιν ανατρέχει στη πιο σύγχρονη φάση που διατυπώνεται με τον υπότιτλο Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο του Hilferding [Λονδίνο, 1910], το έργο το οποίο μαζί με το Ο ιμπεριαλισμός του Hobson [1902] [3] αποτέλεσαν και τις βασικές πηγές της έμπνευσης του. Από αυτές τις σύντομες αναφορές θα μπορούσε να εξαχθεί η ακόλουθη οπτική: ο ιμπεριαλισμός -πρώτα και κύρια- ως “νέα εποχή πολέμου και επανάστασης”, όχι αναγκαστικά ανώτατης με την έννοια της απώτατης, η οποία όμως (σε κάθε περίπτωση) αποτελεί μια ασυνέχεια στο βαθμό εκείνο που (στο εσωτερικό της) η ενδοκαπιταλιστική σύγκρουση δεν μπορεί πλέον να επιλυθεί με “καθαρά” οικονομικούς όρους ή διαμέσου περιφερειακών συρράξεων. Ταυτόχρονα, το ζήτημα του κομμουνισμού επανέρχεται στην ημερήσια διάταξη σε κεντρικές περιοχές της συσσώρευσης. Επομένως, ο ιμπεριαλισμός ως μια φάση -όχι μοναδική, αλλά περιοδικά επίκαιρη- κατά τη διάρκεια της οποίας επικρατεί η αντίθετη τάση από εκείνη για την “ειρηνική συνύπαρξη” μεταξύ των βασικών καπιταλιστικών πόλων και την ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς. Με αυτή την έννοια, αποπειραθήκαμε να εννοήσουμε το 2008 (τη χρονιά της παγκόσμιας κρίσης, αλλά και της σύγκρουσης στη Γεωργία που αποτέλεσε το πρώτο σημάδι της ρώσικης ανάκαμψης στο γεωπολιτικό πεδίο), ως το σημείο καμπής από την αμερικάνικη μονοπολική συνθήκη (=ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς) στη σταδιακή επαναφορά της γεωστρατηγικής διένεξης (=θρυμματισμός της παγκόσμιας αγοράς). Συμφωνείς; Σε ικανοποιεί αυτός ο ορισμός της έννοιας του ιμπεριαλισμού;

RS: Πρόκειται σίγουρα για μια όψη του ζητήματος αλλά ακριβώς μονάχα γι’ αυτό, δηλαδή για μια όψη του. Η επανεμφάνιση της ανοιχτής ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης, με μια αποτύπωση της και στο στρατιωτικό επίπεδο, πραγματώνεται σήμερα μέσα σε μια συνθήκη αρκετά διαφορετική από εκείνη που είχε σκιαγραφήσει ο Λένιν, καθώς και από εκείνη μέσα στην οποία έλαβε χώρα η πλούσια συζητήση του μαρξισμού εκείνης της εποχής, ο οποίος και χαρακτηριζόταν ακόμα από τα όρια που θέτονταν από τη σχετικά περιορισμένη επέκταση (σε παγκόσμιο επίπεδο) του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ). Η απόπειρα προβολής της στο σήμερα, ανάμεσα σε αμετάβλητες τάσεις και ασυνέχειες, κρίνεται απαραίτητη για μια ανάλυση όχι μονάχα της συγκεκριμένης “φάσης”, αλλά και για να αποφύγουμε τις οικονομίστικες ή και τις γραμμικές αναγνώσεις, σχετικά με τις δυναμικές που αναπτύσσονται τόσο ενδοκαπιταλιστικά όσο και μέσα στην ίδια την πάλη των τάξεων. Αυτό είναι ένα πολύ λεπτό πολιτικό ζήτημα. Κατά κάποιο τρόπο, πρόκειται για μια πρωτοφανέρωτη συνθήκη: ακόμα και αποκλειστικά σε σχέση με τις διακρατικές σχέσεις, βλέπουμε -για να το πούμε κάπως άγαρμπα- ένα είδος “υπεριμπεριαλισμού” των ΗΠΑ (ας είναι ξεκάθαρο, όχι α λα Κάουτσκυ της δεκαετίας του 1920), οικονομικά διασυνδεδεμένου με τους ιμπεριαλισμούς περιορισμένης ισχύος στη δυτική Ευρώπη (έπειτα από τη διαδοχή της ηγεμονίας από τη Μεγάλη Βρετανία στις ΗΠΑ -χωρίς μια άμεση στρατιωτική αναμέτρηση- που χαρακτηρίζει και το τέλος της “παλιάς αποικιοκρατίας”) που ανταγωνίζονται δυο σχηματισμούς “ανακτημένου” καπιταλισμού, όπως η Κίνα και η Ρωσία, οι οποίοι μπορούν να ανταγωνιστούν αλλά όχι να αναμετρηθούν με τη Δύση, ενώ στο βάθος υπάρχουν μεγάλες περιφερειακές εκτάσεις, “εξαρτημένες” και ενταγμένες μέσα στους κεντρικούς παραγωγικούς και χρηματοπιστωτικούς μηχανισμούς, με κράτη “παρίες”, κράτη υποταγμένα στη Δύση (που μπορεί και να τρέφουν φιλοδοξίες ανέλιξης σε τοπικό επίπεδο) και “αποτυχημένα” κράτη. (Η ορολογία των γιάνκηδων είναι αντίστοιχη της δημιουργικότητας της ψυχαγωγικής βιομηχανίας τους). Εδώ, μπορώ να αναφερθώ συνοπτικά σ’ έναν τρόπο σκέψης με τον οποίο επιχειρείται να τεθεί ενιαία ένα κοινό νήμα, σχετιζόμενο με όλες αυτές τις πολυπλοκότητες. Σε θεωρητικό επίπεδο, αυτό το νήμα δεν μπορεί να αποκοπεί από τα άλλα αντίστοιχα που θέσαμε στην προηγούμενη ερώτηση, για το πλασματικό κεφάλαιο, αλλά μας φέρνει πιο κοντά -με μαρξιστικούς όρους- στα χειροπιαστά επίπεδα της ανταγωνιστικότητας μεταξύ των πολλών κεφαλαίων, επομένως πιο κοντά στην ανάλυση της συγκεκριμένης λογικής και του συγκεκριμένου αντικειμένου.

Νομίζω ότι ο όρος ιμπεριαλισμός πρέπει να χρησιμοποιηθεί με τουλάχιστον τρεις έννοιες.

1) Ο ιμπεριαλισμός ως αναπόδραστο στάδιο ανάπτυξης του ΚΤΠ, όπως επισημαίνει ο Λένιν, χαρακτηρισμένος από μια ακραία συγκεντροποίηση των κεφαλαίων και από ένα ταξικό μονοπώλιο, ολοένα και πιο απρόσωπο, όπως σωστά παρατηρεί ο Μπορντίγκα στο Ιδιοκτησία και Κεφάλαιο σχετικά με τις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις, οι οποίες (σε κάθε περίπτωση) δεν σταματάνε να πληθαίνουν, αν και με τρόπους ολοένα και καταστροφικότερους. Η αντίδραση απέναντι στην τάση προς την κρίση που είναι σύμφυτη με το κεφάλαιο, δεν προδιαγράφει από μόνη της καμία γραμμική πορεία παρακμής του, αντίθετα διατηρεί τη δυνατότητα σχετικής ανανέωσης του μέσα από την αναδιάρθρωση της ταξικής σχέσης και του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, όμως προσοχή, με αυξανόμενες κοινωνικές και φυσικές συνέπειες και χωρίς να αποφεύγεται το πέρασμα της μέσα από το χάος, τους πολέμους και τις πιθανές επαναστάσεις.

2) Ο ιμπεριαλισμός ως παγκόσμιο σύστημα, ανάμεικτο και άνισο: όπου η άνιση ανάπτυξη προκύπτει όχι μονάχα σε εθνική αλλά (ακριβώς) σε διεθνή κλίμακα, αντανακλώντας ένα διαχωρισμό, ο οποίος δεν είναι στατικός αλλά αφότου καθιερωθεί καθίσταται –σχετικά- επίμονος. Ένας διαχωρισμός ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη-χώρες και εκείνες τις περιοχές-κράτη που δεν κατάφεραν να ενταχθούν σ’ αυτή τη χούφτα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, στις οποίες αναφερόταν ο Λένιν. Το βασικό σημείο έγκειται ιδιαίτερα στο γεγονός ότι η τρέχουσα διεθνοποίηση έρχεται για να επιβεβαιώσει, και όχι για να διαψεύσει τη φύση του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης που μπορεί να υπάρξει μονάχα μέσα από μια έντονη πόλωση (τόσο ταξική όσο και γεω-οικονομική) του παραγόμενου πλούτου, μέσα από την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργατικής δύναμης και του φυσικού περιβάλλοντος, χωρίς να δίνει καμία δυνατότητα για ίσο διαμοιρασμό των κεφαλαίων.

3) Η τάση προς μια (ακόμα και) ένοπλη ενδοϊμπεριαλιστική σύρραξη, που φέρνει όμως στην επιφάνεια τον τρόπο με τον οποίο αυτή η τάση εμπλέκεται χειροπιαστά με τις ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις σε μη κεντρικές περιοχές και ιδιαίτερα ως προς αυτό, με τις αντιιμπεριαλιστικές ωθήσεις που μπορούν να δοθούν μέσα από εθνικά αστικά υποκείμενα. Σχετικά με το λεπτό ζήτημα της σχέσης αυτού του αστικού αντιιμπεριαλισμού με τον αντικαπιταλισμό θα επανέλθω.

Επομένως, ο ιμπεριαλισμός είναι παγκόσμιος, δεν είναι όμως ούτε ενιαίος ούτε ομοιογενής. Διαχωρίζεται ανάμεσα σε μια μικρή ομάδα ιμπεριαλιστικών υποκειμένων (στον πληθυντικό) και υποκειμένων που αν και είναι ενταγμένα στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων εντούτοις δεν είναι, ούτε μπορούν να γίνουν ιμπεριαλιστικά και μερικές φορές εμφανίζονται ως (εθνικά) αντιιμπεριαλιστικά, με όλες τις υπάρχουσες διαβαθμίσεις που σχετίζονται δυναμικά με τον τρόπο που αυτά αναπτύχθηκαν μέσα στην ιστορική διαδρομή τους. Αυτό δεν αποτελεί αντίφαση, αλλά σχετίζεται με το γεγονός ότι η κεφαλαιοκρατική σχέση επέκτεινε εκθετικά την ακτίνα δράσης της, σε τέτοια γεωγραφική έκταση και με τέτοια πυκνότητα, χωρίς όμως να μεταβληθεί (εν τω μεταξύ) το δεδομένο γεγονός της συγκέντρωσης της υπεραξίας σ’ ένα ολοένα και πιο περιορισμένο αριθμό χωρών και οικονομικών παραγόντων, οι οποίοι φυσικά (και συγκριτικά με προηγούμενες φάσεις) έχουν μεταβληθεί και έχουν μετατραπεί σε ακόμα συγκεντρωτικότερους. Πχ, η βιομηχανία της πληροφορικής όπου κυριαρχούν οι πανίσχυρες corporations με την αστερόεσσα. Επομένως, αυτή δεν είναι μια αμελητέα συνέπεια, αφού ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της παγκόσμιας επικράτησης του ΚΤΠ δεν έχουμε, ούτε πρόκειται ποτέ να έχουμε ένα προλεταριάτο που να είναι ομογενοποιημένο σε διεθνές επίπεδο, κάτω από μια και μοναδική καπιταλιστική διοίκηση και με εξαφανισμένα τα προβλήματα της άνισης ανάπτυξης, ακόμα και εκείνα που αποτυπώνονται σε εθνικό επίπεδο. Αυτό θέτει τουλάχιστον τρία είδη “νέων” προβλημάτων: τοποθέτηση και ρόλος του παγκόσμιου ηγεμόνα, έκταση και συνέπειες της ανόδου της καπιταλιστικής Κίνας, ρόλος των μαζών στο Νότο του κόσμου και φύση της δημοκρατικής διεκδίκησης.

1) Με το πέρασμα στην υπαρκτή συμπερίληψη και το τεχνολογικό άλμα της παραγωγής που υπήρξαν εν μέσω πλήρους εξέλιξης του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, ανάμεσα στους δυο παγκόσμιους πολέμους, και έπειτα με την εγκαθίδρυση της μεταπολεμικής ηγεμονίας των ΗΠΑ, προέκυψε και η πλήρης γενίκευση των πλασματικών αξιών που -αρχικά- αναπαράχθηκαν μέσω των πληθωριστικών μηχανισμών του καθεστώτος [που επιβλήθηκε με τη διάσκεψη] του Bretton Woods [τον Ιούλιο του 1944], οι οποίες και “έσκασαν” με το τέλος του, κατά της διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Από τότε κι έπειτα, μια αυξανόμενη μάζα από τίτλους αξιών σε δολάρια (χωρίς αντίστοιχο υπαρκτό αντίκρισμα) βολοδέρνει αναζητώντας αξιοποίηση, με αντάλλαγμα τα παγκόσμια εμπορικά πλεονάσματα ή μέσα από την απόσπαση των τεράστιων κεφαλαίων από τις υποτελείς χώρες, μέσω του συστήματος των διεθνών δανείων και του δημόσιου χρέους. Τα (ολοένα και πιο κεφαλαιοκρατικά) κράτη και οι κεντρικές τράπεζες των ιμπεριαλιστικών χωρών ανέλαβαν το ρόλο του εγγυητή αυτής της κυκλοφορίας (και της διατήρησης της αξίας για αυτούς τους έγγραφους τίτλους παρεμποδίζοντας -σε περίπτωση κρίσης- ένα γενικευμένο αποπληθωρισμό), μέσα από μια συνεχή μεταφορά πόρων που εξάγονται από την παγκόσμια εργατική δύναμη και τις περιφερειακές χώρες. Με αυτό συνδέεται και ο χρηματιστικός (ιδιαίτερος και κομβικός) ρόλος των ΗΠΑ, η άλλη όψη της γεωπολιτικής ηγεμονίας τους, ως εγγυητές και (ταυτόχρονα) εκβιαστές του παγκόσμιου συστήματος, χάρη στην εγγυημένη χρηματοδότηση από το έλλειμμα του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών τους. Έτσι προκύπτει και η αντίστοιχη ώθηση προς την παγκοσμιοποίηση, που επέκτεινε τη διείσδυση του πλασματικού κεφαλαίου, τόσο με τις αλυσίδες της εργασίας που γίνανε παγκόσμιες, όσο και με τους ανθρώπινους και τους φυσικούς πόρους των χώρων που δεν έχουν ακόμα απορροφηθεί, και δεν πρόκειται ποτέ να απορροφηθούν απόλυτα, μέσα στην προηγμένη καπιταλιστική παραγωγή. Επομένως, οι ΗΠΑ κατέχουν ένα κεντρικό ρόλο, ελέγχοντας τη χρηματοπιστωτική ροή και το παγκόσμιο νόμισμα, καθώς επίσης και έναν στρατιωτικό μηχανισμό, ικανό για μια παγκόσμια αποτύπωση. Η υπάρχουσα σύνδεση ανάμεσα στο δολάριο και τις στρατηγικές των ΗΠΑ είναι το κλειδί για την ανάγνωση της παγκόσμιας γεωπολιτικής.

Επομένως, όπως ορθά είχε διακρίνει ο Μπορντίγκα, την επαύριο της δεύτερης παγκόσμιας πολεμικής σύγκρουσης, μιλώντας για τη θερμοπυρηνική αποικιοκρατία, η ηγεμονία των ΗΠΑ είναι ποιοτικά διαφορετική από τις προηγούμενες, οι οποίες πάντοτε βρήκαν στο διάβα τους αντίπαλους ιμπεριαλισμούς που -δυνητικά- ήταν ικανοί να τους υποκαταστήσουν. Ο χρηματιστικός ιμπεριαλισμός του δολαρίου, ακόμα και υπό πίεση, φαίνεται να έχει επηρεάσει άμεσα αυτή τη δυναμική, όχι υπό την έννοια ότι (μέσα στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα) δεν υπάρχουν ή δεν θα προκύψουν ολοένα και πιο έντονες αντιπαραθέσεις, αλλά μ’ εκείνη που δεν διακρίνει σε μεσοπρόθεσμο διάστημα έναν πιθανό εναλλακτικό ηγεμόνα, ικανό να θέσει υπό τον έλεγχο του ένα μηχανισμό τόσο πολύπλοκο και διασυνδεδεμένο. Πρόκειται για μια ανωμαλία την οποία -εσχάτως- είχε διακρίνει και ο ίδιος ο Arrighi.

Με αυτή την έννοια, η κρίση της ηγεμονίας με την αστερόεσσα αντικατοπτρίζεται ως ο κίνδυνος μιας αποσύνδεσης για ολόκληρο το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, απέναντι σε εκείνες που στο βιβλίο ονομάζω πολυπολικές γοητείες. Πρόκειται για ένα σχετικό νεωτερισμό, ο οποίος ανοίγει μια σειρά από ερωτήματα γύρω από την πιθανή ενδο-ιμπεριαλιστική δυναμική. Πχ, μπορεί να υποτεθεί το γεγονός της αποδέσμευσης της Γερμανίας από τον Αντλαντισμό καθώς και οι συνθήκες μέσα στις οποίες αυτή θα μπορούσε να προκύψει. Όπως επίσης και η δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ του ιμπεριαλισμού και του υπόλοιπου κόσμου, ιδιαίτερα με την Κίνα. Παράλληλα όμως ανοίγει και ερωτήματα γύρω από τον συσχετισμό των δυνάμεων που θα μπορούσε να αποδειχθεί ευνοϊκός για μια πιθανή επαναστατική διαδικασία, η οποία είναι ξεκάθαρο πως χρειάζεται συνολικά το ξέσπασμα μιας κρίσης (από τα μέσα και από τα έξω) απέναντι στην ισχύ των ΗΠΑ, όπως είχε ήδη διακρίνει ο Μπορντίγκα που ασκεί πολεμική ενάντια στις διπολικές γοητείες των καθαρόαιμων διεθνιστών. Κατά κάποιο τρόπο, πρόκειται για πρωτοφανέρωτους παράγοντες που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποκλειστικά με τα άρματα που προσφέρει η θεωρία του Λένιν ή της Λούξεμπουργκ για τον ιμπεριαλισμό.

2) Η Κίνα. Ας ξεκινήσουμε δηλώνοντας ότι θεωρούμε δεδομένη την καπιταλιστική φύση της, όπως άλλωστε γνωρίζουν όλοι οι σοβαροί αστοί. Αλλά λέγοντας αυτό δε σημαίνει ότι τα έχουμε πει όλα. Το βασικό σημείο έγκειται στη “μετάβαση” της στον καπιταλισμό, επάνω στο κύμα μιας αντιιμπεριαλιστικής και δημοκρατικής επανάστασης, και χάρη στα εκατομμύρια των εκατομμυρίων χωρικών που έγιναν προλετάριοι, οι οποίοι σήμερα παράγουν για την παγκόσμια αγορά. Με την έννοια ότι αν από τη μία πλευρά δεν έγινε εφικτή, εξαιτίας της ιστορικής “καθυστέρησης” (ή και των βαθύτερων ορίων του δικού της κοινωνικού και οικονομικού σχηματισμού), η ένταξη της στην ιμπεριαλιστική λέσχη, από την άλλη πάλι, παρήγαγε μια ανωμαλία που καθιστά την Κίνα σε ιδιαίτερη περίπτωση, συγκριτικά με την κλασσική σχέση “νεοαποικιοκρατικής” εξάρτησης. Οι βασικοί λόγοι είναι δύο: η παρουσία ενός αχανούς και πειθαρχημένου προλεταριάτου και ενός αρκούντως σταθερού Κράτους, το οποίο και μπορούσε να εγγυηθεί για τις [παραγωγικές] αποτοπικοποιήσεις μετά το 1979. Όλο αυτό, υπό τη συνθήκη μιας ουσιαστικής δημοκρατικής διαλεκτικής ανάμεσα στις εργαζόμενες τάξεις και το Κράτος, ανάμεσα στις κινητοποιήσεις και την καπιταλιστική ανάπτυξη, με συνέπειες στους όρους ενός κοινωνικού συμβολαίου με σχεδόν σοσιαλδημοκρατικό ύφος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αν και το βασικό μερίδιο της εξαγόμενης υπεραξίας επιστρέφει στις δυτικές μητροπόλεις, το περίσσευμα των κερδών (αν και αναλογικά πολύ χαμηλό) παραμένει στην Κίνα, αλλά σε μια τέτοια ποσότητα που δεν είναι αμελητέα κι έτσι (όχι μόνο) ενίσχυσε το σχηματισμό μιας εσωτερικής αστικής τάξης που (σε σημαντικό βαθμό) συσπειρώνεται γύρω από το Κράτος, το οποίο δεν αποτελεί μια απλή επιτροπή, τηλεκατευθυνόμενη από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, αλλά ακολουθεί ένα πλάνο ανάπτυξης του εθνικού καπιταλισμού. Σε αντίθεση με πολλές άλλες απόπειρες που προέκυψαν από την αποαποικιοκρατία, η κινέζικη απόπειρα για λόγους ιστορικούς, ταξικούς αλλά και εδαφικής έκτασης δεν είχε το ανάλογο τέλος με άλλες αντίστοιχες (αποαποικιοκρατία στη Λατινική Αμερική, αραβικός εθνικισμός, παναφρικανισμός) που ρημάχτηκαν εξαιτίας (και) των δικών τους παλινωδιών, της διεθνούς απομόνωσης τους και της ιμπεριαλιστικής αντίδρασης. Η Κίνα χρησιμοποιεί τα αποθέματα της έτσι ώστε (με αυτά) να υφαίνει ένα επιχειρηματικό δίκτυο, παράλληλο με το βασικό της Δύσης, εκμεταλλευόμενη τις αντιξοότητες και πατώντας έτσι πόδι στην Αφρική, τη λατινική Αμερική, τη νοτιοανατολική Ασία, με οικονομικές και χρηματοπιστωτικές πολιτικές κάπως πιο αυτόνομες από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Απέχοντας πολύ από το να αποτελεί εκείνη τη σκληρή στυγνή κατασταλτική δικτατορία που περιγράφουν τα δυτικά (ακόμα και αριστερά) καθεστωτικά ΜΜΕ, το κινέζικο Κράτος (όχι από τη φύση του, αλλά εξαιτίας της διαλεκτικής ανάμεσα στις ισχυρές εσωτερικές και εξωτερικές κοινωνικές δυνάμεις) κατάφερε ως τώρα να διαφυλάξει τη βάση του κοινωνικού συμβολαίου: τη διασύνδεση των παραγωγικών δυνάμεων με τη διάχυση μιας (σχετικής και διαφοροποιημένης) ευημερίας για όλες τις τάξεις. Είναι ξεκάθαρο πως η κοινωνική άνοδος δεν προέκυψε αυτόματα και από τα πάνω, αλλά χάρη σε μια διαρκή κινητοποίηση των προλετάριων και των χωρικών, μέσα από τα επίσημα κανάλια του Κράτους και του κόμματος, αλλά (όταν αυτό είναι απαραίτητο) και μέσα από τα ανεπίσημα των μαζικών ταραχών, οι οποίες ακόμα και όταν καταστάλθηκαν, έδωσαν (πάντοτε) ζωή σε μια διαλεκτική απάντηση από την πλευρά του Κράτους και του κόμματος. Αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο είναι ο βασικός παράγοντας που εγγυήθηκε την εσωτερική σταθερότητα. Από αυτό το σημείο κι έπειτα αρχίζουν τα προβλήματα. Αναμφίβολα, οι βελτιώσεις των συνθηκών που αποσπάστηκαν δεν οφείλονται στις καλές προθέσεις των διεθνών παραγγελιοδοτών. Αντίθετα, για την αντιμετώπιση της κρίσης του 2008 το Κράτος αναγκάστηκε να καταφύγει σ’ έναν αυξανόμενο εσωτερικό δανεισμό, ένα ριψοκίνδυνο παράγοντα (όπως φάνηκε και από τη μινι-κρίση του 2015-16) για τον οποίο (εκτός των άλλων), από πλευράς της Δύσης, έλαβε για απάντηση μονάχα… τον πόλεμο των δασμών του Τραμπ και τις κατηγορίες για πρόκληση της τρέχουσας πανδημίας. Επομένως, για την Κίνα αποτελεί ζωτική ανάγκη η αποδέσμευση της από το ρόλο του εργοστασίου για το δυτικό κόσμο, η απόσπαση ενός μεγαλύτερου μεριδίου της παγκόσμιας υπεραξίας μέσα από την άνοδο της στην αλυσίδα της αξίας. Όχι έτσι ώστε να προκαλέσει μια γενικευμένη αντιστροφή της παγκόσμιας αγοράς, αλλά για να περάσει από την τωρινή περιφερειακή συνθήκη (τουλάχιστον) σε μια ημι-περιφερειακή θέση, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί προϋπόθεση για τη σταθερότητα και (σε τελική ανάλυση) τη διατήρηση της ως ενιαίο Κράτος.

Δεν είναι εδώ το κατάλληλο σημείο για να αναλύσουμε τους τρόπους με τους οποίους το Πεκίνο προσπαθεί να επιτύχει αυτό το στόχο του: η δημιουργία δικών του φιρμών, η ανάπτυξη ενός δικού του τομέα παραγωγής βιομηχανικών και τεχνολογικών μηχανημάτων, η επέκταση της αγοράς για τα καταναλωτικά και επενδυτικά προϊόντα της, μέσω της προσέγγισης περιφερειακών ζωνών της παγκόσμιας αγοράς (Νέοι Δρόμου του Μεταξιού). Το ζήτημα είναι ότι αυτές οι απόπειρες ανεβάζουν το επίπεδο της σύγκρουσης ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και την Κίνα. Ακόμα και η πολιτική των “μικρών βημάτων” διαβρώνει την υλική βάση της ιμπεριαλιστικής προσταγής σε παγκόσμιο επίπεδο, και ακόμα περισσότερο σε μια στιγμή όπως η τωρινή, όπου η γενικευμένη κρίση καθιστά σε οξύτερη τη σύγκρουση. Οι εναλλακτικές που διακρίνονται στο βάθος έχουν να κάνουν με το αν η Κίνα θα μπορέσει να αφιερώσει τους πόρους της για την “εσωτερική ανάπτυξη” της ή αν (θέλοντας και μη) θα αναγκαστεί τελικά να τους κάψει μέσα στις διεθνείς αγορές, ώστε να συνεισφέρει στην αποφυγή μιας τεράστιας απώλειας αξίας για το πλασματικό κεφάλαιο (το οποίο ανήκει συντριπτικά σε άλλους). Το ζήτημα έγκειται στο γεγονός ότι η Κίνα δεν μπορεί να απομονωθεί, όπως έκανε στην εποχή του Μάο. Ακόμα και με μια υποτιθέμενη “περιφεροποίηση” της δεν θα μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει περιοχές αυστηρά διαχωρισμένες μεταξύ τους, αλλά το πολύ να δημιουργήσει διάφορα μπλοκ που θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την κατάκτηση καλύτερων θέσεων μέσα στην παγκόσμια αγορά, μέσα στην προοπτική μια γενικευμένης πολεμικής σύρραξης.

Όλα αυτά έχουν βαρύτατες συνέπειες για τις ταξικές σχέσεις. Σε αυτό το επίπεδο και για τους προαναφερθέντες λόγους, η δυναμική των πραγμάτων δεν εξελίσσεται μονάχα μεταξύ δυο μονομάχων, με το προλεταριάτο αντιμέτωπο με το Κράτος και τη μπουρζουαζία, αλλά (και ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνουν οι χωρικοί και οι μεσαίες τάξεις των πόλεων) τουλάχιστον μεταξύ τριών, εξαιτίας της ανυπέρβλητης εξωτερικής ιμπεριαλιστικής παρουσίας και πίεσης. Αυτό είναι κάτι που πιθανότατα (άλλα όχι εντελώς) αποκλείει το γεγονός μιας ανάπτυξης της πάλης των τάξεων από πλευράς των Κινέζων προλετάριων, η οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί άμεσα σε έναν εσωτερικό και διεθνή ξεσηκωμό ενάντια στο σύστημα, μονάχα μέσα από την ανάπτυξη -και στη Δύση- μιας βαθιάς ρωγμής ενάντια στην κοινωνική ειρήνη. Γι’ αυτό το λόγο και μέσα από την επανεκκίνηση των κοινωνικών δυναμικών που αναστατώνουν τις υπάρχουσες δομές, μπορεί να υποτεθεί ένα πέρασμα, ή μάλλον καλύτερα μια διαδρομή δημοκρατικών διεκδικήσεων, με ιδιαίτερα διαφορετικό το ταξικό αποτύπωμα που αφήνει στις διάφορες περιπτώσεις. Είτε όμως και μια άλλη διαδρομή, με την έννοια της πολιτικής και οικονομικής φιλελευθεροποίησης, συμβατής με τα δυτικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα: η μετατροπή του συγκεντρωτικού και εθνικιστικού κινέζικου Κράτους σε ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό Κράτος που θα παραιτηθεί κάθε δικαιώματος για παρεμβάσεις από τα πάνω για μια εθνική ανάπτυξη, δίνοντας το ελευθέρας στη δράση εκείνων των κεφαλαίων και εκείνων των ανταγωνιζομένων μεσαίων τάξεων, οι οποίες θα προσελκύονταν έτσι από τα (αρκετά πιο) ελκυστικά δυτικά χρηματοπιστωτικά κέντρα. Έτσι προκύπτουν και οι απόπειρες χρωματιστών επαναστάσεων τύπου Χονγκ Κονγκ, οι ελιγμοί για το Θιβέτ και την περιοχή της Σιντσιάνγκ κλπ. Είτε ακόμα και μια διαδρομή με την έννοια του εκδημοκρατισμού ενός καπιταλιστικού Κράτους που έχει φτάσει στην ωριμότητα του, με μια διευρυμένη εσωτερική αγορά που είναι σε θέση να υποστηρίξει τα αστικά συμφέροντα χωρίς να είναι πλέον αναγκαία η κρατική (αυστηρά συγκεντρωτική) καθοδήγηση, αλλά και ικανή (τώρα πια) να τεθεί “στα ίσια” απέναντι στους διεθνείς ανταγωνιστές της. Πιθανότατα αυτή να είναι και η μακροπρόθεσμη προοπτική που τίθεται υπό τη σημερινή κομμουνιστική διεύθυνση, που αντικειμενικά είναι δύσκολα εφαρμόσιμη. Ή τέλος, μια διαδρομή με την έννοια μιας προλεταριακής δραστηριοποίησης που (περνώντας αρχικά μέσα από μια άμυνα για την υπεράσπιση του καθαυτού ταξικού συμφέροντος, του εθνικού καπιταλισμού και της περαιτέρω ανάπτυξης απέναντι στις ιμπεριαλιστικές πιέσεις) αποδεσμεύεται προχωρώντας με άλματα, προς τους δικούς της ταξικούς και διεθνιστικούς σκοπούς, προς μια δική της διεκδίκηση της εξουσίας. Κάτι που δεν θα είναι εφικτό, το επαναλαμβάνω, χωρίς πρώτα να έχει προκύψει και μια σοβαρή ταξική προλεταριακή επανεκκίνηση στην ίδια τη Δύση, χάρη και στην αντανάκλαση που αποκτάει κι εδώ η ταξική αντίσταση (ακόμα και μέσα στο εσωτερικό πλαίσιο του εθνικού καπιταλισμού) που εκδηλώνεται εκεί. Προς το παρόν, είναι δύσκολο να υποτεθεί κάτι παραπάνω από κάτι σαν κι αυτό.

3) Μέσα από τη διασύνδεση (που σήμερα πλέον είναι πολύ βαθύτερη από όσο ήταν στο παρελθόν) της τοπικής καπιταλιστικής ανάπτυξης με την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση, ο λεγόμενος Τρίτος Κόσμος θρυμματίστηκε και διαλύθηκε πολιτικά (και μαζί του και η ιδεολογία του). Μιλώντας χοντρικά, μπορούμε να διακρίνουμε δυο στρατόπεδα. Μια σειρά κρατών που (μέσα από μια αποκλειστικά καπιταλιστική οπτική) δοκιμάζουν μια διαδρομή μεγαλύτερης εθνικής αυτονομίας σε σχέση με τον ιμπεριαλισμό του δολαρίου, βρίσκοντας συχνά ανταπόκριση από την πλευρά της Κίνας και της Ρωσίας (σχετικά με αυτή τη χώρα που είναι τόσο σημαντική για τις παγκόσμιες στρατηγικές εξελίξεις, δεν είναι δυνατό να σταθούμε εδώ ιδιαίτερα). Πολλά από αυτά τα κράτη βρίσκονται επάνω στις γεωπολιτικές συνοριογραμμές και δοκιμάζουν να διαδραματίσουν έναν πιο αυτόνομο τοπικό ρόλο (Τουρκία, Ιράν, Νότια Αφρική, Βραζιλία, Αργεντινή και με την Ινδία σε μια πιο διφορούμενη θέση. Η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, το Μεξικό κα, για γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους βρίσκονται υπό τον αστερισμό των ΗΠΑ). Το δομικό πρόβλημα που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν (ή είναι αναγκασμένες να αντιμετωπίσουν στο μέλλον) αυτές οι χώρες έγκειται στο γεγονός ότι η επέκταση της μισθωτής εργασίας δεν επιτεύχθηκε στο βαθμό που ελπιζόταν με την αποαποικιοκρατία, δηλαδή με το σχηματισμό εθνικών κεφαλαίων με άμεση πρόσβαση στην παγκόσμια αγορά, κυρίως μέσω της αποτοπικοποίησης των δυτικών φιρμών, που διατηρούν το μεγαλύτερο μερίδιο της παραγόμενης υπεραξίας. Επομένως, συχνά πυκνά, τα περιθώρια για εργοδοτικές υποχωρήσεις είναι σχεδόν μηδενικά. Ούτε οι εργατικοί αγώνες μπορούν να είναι και τόσο καθοριστικοί για τις αποφάσεις των δυτικών παραγγελιοδοτών, που μπορούν να μεταφέρουν την παραγωγή τους αλλού. Το ζήτημα επομένως από οικονομικό γίνεται πολιτικό, ανακαλώντας το Κράτος ως το μοναδικό υποκείμενο που έχει την εξουσία σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια αλλά και τη δυνατότητα για μια διεθνή παρέμβαση. Οι προλετάριοι ζητάνε από το Κράτος νομοθετικά μέτρα βελτίωσης των συνθηκών εργασίας αλλά και μέτρα ενός [welfare] κοινωνικού κράτους. Τα εν λόγω κράτη όμως, δεν έχουν καμία πιθανότητα άσκησης επιρροής στους βαθύτερους κανόνες των διεθνών αγορών. Έτσι, απομένει μια δυνατότητα: ο δανεισμός στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, με μια (ως επί το πλείστον βραχυπρόθεσμη) ροή κεφαλαίων μέσα από το λεγόμενο καυτό χρήμα [hot money], εκείνο που (με την πρώτη ένδειξη εσωτερικής ή διεθνούς αστάθειας) είναι πάντοτε έτοιμο να πετάξει για αλλού.

Έπειτα υπάρχει το (ξεκάθαρα πλειοψηφικό) στρατόπεδο των λεγόμενων υπανάπτυκτων χωρών που δεν είναι ικανές να συγκροτήσουν κοινωνικά-πολιτικά μέτωπα και διεθνείς συμμαχίες στην κατεύθυνση μιας πιο αυτονομημένης (από τον ιμπεριαλισμό) ανάπτυξης. Ακριβώς γι’ αυτό υπόκεινται (ενώ νομίζουν ότι ευνοούνται από) μια εντεινόμενη εξάρτηση, ακόμα και υπό τον κίνδυνο του διαμελισμού τους. Δεν πρόκειται όμως μονάχα για την κλασσική εξαρτημένη μπουρζουαζία. Η καλλιέργεια προσδοκιών προς τη Δύση αφορά πλατιά στρώματα της μεσαίας τάξης και της “υπό διαμόρφωση μεσαίας τάξης”, τους εγγράμματους νέους, ακόμα και τους προλετάριους και τους ημι-προλετάριους, οι οποίοι (ενώπιον της πασιφανούς αποτυχίας των μεταποικιακών προσπαθειών) δείχνουν να έχουν “μεταβολίσει” την νεοαποικιακή εξάρτηση και επομένως να εντοπίζουν τις πηγές της εξαθλίωσης τους σε αποκλειστικά ενδογενείς παράγοντες (διαφθορά, πολιτικός νεποτισμός κλπ). Η δυτική διείσδυση έχει ακόμα μπροστά της δρόμο, όχι τόσο για την άσκηση της ήπιας ισχύος [soft power] της, όσο εξαιτίας των βαθύτερων υλικών αιτίων της, οι οποίες και συνδέονται με τον (πλέον ανεπίστρεπτο) συσχετισμό που έχει υπάρξει σε αυτές τις χώρες, μεταξύ της ιμπεριαλιστικής αρπαγής και των εσωτερικών καπιταλιστικών μηχανισμών που έχουν εισβάλει βαθιά μέσα σε αυτές τις κοινωνίες. Αυξάνονται ή φαίνεται να αυξάνονται οι δυνατότητες για πλουτισμό ή για αύξηση του εισοδήματος, μέσα από την οικειοποίηση των απαραίτητων γνώσεων και τη δυνατότητα για μια ατομική βουτιά στο αρχιπέλαγος του πλασματικού κεφαλαίου. Έτσι, η “απελευθέρωση” εννοείται μέσα από τη αξιοκρατική διεκδίκηση της δυτικής ιδεολογίας των πολιτών [cittadinismo] και όχι σαν η ανατροπή των εσωτερικών και των διεθνών κοινωνικών και οικονομικών εποικοδομημάτων. Η δημοκρατία διεκδικείται ενάντια στα εμπόδια των μεταποικιακοκρατικών καθεστώτων και όχι (ταυτόχρονα) ενάντια και στη Δύση. Ως προς αυτό, εμβληματική υπήρξε η Αραβική Άνοιξη και η -εντελώς αντεστραμμένη από τη Δύση- κατάληξη της, καθώς επίσης οι ψευδαισθήσεις και οι απατηλές προσδοκίες που τρέφουν οι “πρόσφυγες” που προέρχονται από την Αφρική, τα πρόσφατα γεγονότα με τις κινητοποιήσεις στο Λίβανο, το Ιράκ και το Ιράν. Εν τέλει, αυτές είναι οι υλικές βάσεις των έγχρωμων επαναστάσεων, οι οποίες (παρά τις ξεκάθαρες δυσκολίες των ΗΠΑ) απέχουν πολύ από την εξάντληση τους.

Μέσα σε αυτά τα δυο εξωδυτικά στρατόπεδα (τα οποία δεν είναι σε καμία περίπτωση διαχωρισμένα μεταξύ τους από κάποιο…σινικό τείχος), η καρδιά του προβλήματος εντοπίζεται στην τεράστια δυσκολία για μια επαναδιατύπωση της διασύνδεσης που υπάρχει ανάμεσα στον κοινωνικό αγώνα ενάντια στους μηχανισμούς του (μπλοκαρισμένου, στρεβλού και ετεροκαθοριζόμενου) εσωτερικού καπιταλισμού και του αγώνα ενάντια στην ιμπεριαλιστική καταπίεση. Αυτή η διασύνδεση είναι πλέον πιο άμεση και δεσμευτική από όσο ήταν στο παρελθόν, όμως ταυτόχρονα έγινε λιγότερο ορατή για τις μάζες αυτών των χωρών, τόσο λόγω της διείσδυσης των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών όσο και εξαιτίας της εξασθένισης της φιλοδοξίας για ένα εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο, η οποία (ορθά ή λανθασμένα) είχε συνοδεύσει και υποστηρίξει τους αντιαποικιοκρατικούς αγώνες του παρελθόντος. Πράγματι, αυτοί οι αγώνες δεν είχαν παραλείψει (όπως συμβαίνει σήμερα) τη σχεδόν άμεση αναγκαιότητα για μια αντικαπιταλιστική διάσταση τους, έχοντας ακόμα (σε αντίθεση με σήμερα) μπροστά τους μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κάποια περιθώρια για μια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη τους. Επιπλέον, ως προς αυτό συνεισφέρει αρνητικά και η υπάρχουσα αδυναμία της ταξικής πάλης στη Δύση. Με λίγα λόγια, αυτό το σύνολο παραγόντων ανοίγει το δρόμο στις Σειρήνες της παγκόσμιας αγοράς, ιδιαίτερα για εκείνους τους κλάδους που προτιμάνε την άμεση πρόσβαση σε αυτή, παρά την εξάσκηση πολιτικών με σκοπό να καθορίσουν την εξουσία της χώρας τους. Πρόκειται για κάτι που ανοίγει ένα χάσμα στο εσωτερικό μέτωπο, ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους αντίπαλους των κρατικών προστατευτικών πολιτικών, το οποίο μπορεί να φτάσει μέχρι του σημείου να προκαλέσει εμφύλιους (κάτι που ο ιμπεριαλισμός αποπειράθηκε ή πέτυχε στη Βενεζουέλα, τη Βολιβία, το Ιράν, το Ιράκ, τον Λίβανο κλπ).

Για να ολοκληρώσω, ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος του κεφαλαίου δεν είναι μια άμεση συνέπεια της παγκοσμιοποίησης του προλεταριάτου και των αγώνων του, αν και (σε αντίθεση ή τουλάχιστον περισσότερο από όσο σε προηγούμενους κύκλους) εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση. Για να είμαστε ξεκάθαροι: αυτό δεν δικαιολογεί καμία τριτοκοσμική ή αντιιμπεριαλιστική ανάγνωση, με την έννοια εκείνου του αστικού αντιιμπεριαλισμού, πάνω στον οποίο δεν μπορεί να βασιστεί καμία βαθιά επαναστατική απόπειρα. Η Κίνα και η Ρωσία δεν έχουν καν τους αριθμούς για να δημιουργήσουν μια δική τους αυτόνομη αγορά, ούτε και για υποθετικές αποσυνδέσεις τους. Άλλωστε αν κάτι τέτοιο ήταν πραγματικά εφικτό θα προκαλούσε άμεσα τον πόλεμο με τη Δύση. Όπως ο σοσιαλισμός έτσι και ο καπιταλισμός δεν είναι εφικτός σε μια μόνο χώρα!

Continue reading