Με αφορμή τις πολυήμερες ταραχές που ξέσπασαν στο Φέργκιουσον (Μισούρι) των Η.Π.Α με αφορμή την εν ψυχρώ δολοφονία από μπάτσο του 18χρονου μαύρου Micheal Brown, προχωρήσαμε στη μετάφραση (από τα ιταλικά) του παρακάτω άρθρου. Χωρίς να ταυτιζόμαστε απόλυτα με τις θέσεις που αυτό έκφραζει θεωρούμε σκόπιμη τη δημοσιοποίηση του, αφού θεωρούμε ότι αποτυπώνει ανάγλυφα την υπάρχουσα συνθήκη του ταξικού πολέμου, καθώς και την ένταση με την οποία αυτός διαδραματίζεται ακόμα και στην ενδοχώρα της καρδιάς του δυτικού καπιταλισμού.
Προς υπεράσπιση των ταραχών του Φέργκιουσον
Του Robert Stephens II
Εκείνοι που διαμαρτύρονται στο Φέργκιουσον δεν είναι ούτε παράλογοι ούτε απολίτικοι, αλλά προσπαθούν να κάνουν ορατές τις συνθήκες ζωής και τις ανάγκες τους.
Κατά τη διάρκεια του σαββατοκύριακου η αστυνομία του Φέργκιουσον (Μισούρι) δολοφόνησε ένα μαύρο έφηβο, τον Micheal Brown. Οι λεπτομέρειες είναι ακόμα συγκεχυμένες, είναι όμως ξεκάθαρο ότι κατά τη διάρκεια ενός διαπληκτισμού με μια αστυνομική περίπολο ένα τετράγωνο μακριά από το σπίτι της γιαγιάς του, ένας αστυνομικός πυροβόλησε τον άοπλο έφηβο δολοφονώντας τον στη μέση του δρόμου. Οι αυτόπτες μάρτυρες λένε ότι ο Brown, λίγο πριν πυροβοληθεί προσπαθούσε να ξεφύγει από τον αστυνομικό έχοντας τα χέρια του ψηλά.
Το Φέργκιουσον είναι μια πόλη με μεγάλη συγκέντρωση φτωχών μαύρων, οι οποίοι ζουν υπό τον έλεγχο θεσμών που στη συντριπτική πλειοψηφία τους στελεχώνονται από λευκούς. Αυτή η δολοφονία είχε άμεσες συνέπειες. Ακολούθησαν διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες, πολλοί άνθρωποι κατέβηκαν στο δρόμο και τελικά ξέσπασαν ταραχές. Η πολυμορφία των πρακτικών που τέθηκαν σ’ εφαρμογή κινούταν από τις λαμπαδηφορίες στον τόπο δολοφονίας του Μπράουν μέχρι τις πυρπολήσεις ενός αριθμού καταστημάτων και τις ρίψεις μολότωφ κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων με την αστυνομία. Πως φτάσαμε ως εδώ;
Ο κόσμος του Φέργκιουσον, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί μια ανόητη βίαιη μάζα, μπήκε στο παιχνίδι χάρη στην απόκτηση μιας πολιτικής συνείδησης, η οποία και γέννησε μια εξεγερσιακή στιγμή. Ένα βίντεο από τις διαμαρτυρίες δείχνει μερικούς πολιτικούς αγκιτάτορες ν’ απευθύνονται στο πλήθος μετατρέποντας την πρόσκαιρη αγανάκτηση σε πολιτική ενότητα. Ιδιαίτερα ένας ομιλητής, ένας νεαρός μαύρος άντρας, επιδίδεται σε μια πειστική πολιτική ανάλυση μέσα στην οποία η αδικία της αστυνομικής βαρβαρότητας προκύπτει σαν το αποτέλεσμα της οικονομικής απομόνωσης της κοινότητας.
Συνεχίζουμε να δίνουμε τα λεφτά μας στους λευκούς, ζούμε στα σπίτια τους κι έτσι δεν μπορούμε να κατακτήσουμε τη δικαιοσύνη. Δεν υπάρχει σεβασμός. Είναι πάντα έτοιμοι να σε χώσουν στη στενή αν δεν πληρώσεις ένα λογαριασμό… Δεν πάει άλλο!
Οι ταραχές, όπως και άλλες μορφές πολιτικής δράσης, μπορούν να γεννήσουν αλληλεγγύη και έντονα συναισθήματα, δεμένα με μια κοινή ταυτότητα. Η αγανάκτηση στο Φέργκιουσον προσέλκυσε άμεσα αποκλεισμένους ανθρώπους, προερχόμενους απ’ όλη την περιοχή. Η παρουσία αυτών των «αουτσάϊντερς», αντί να δηλώνει την απουσία νομιμοποίησης, αποτελεί το καθρέφτισμα της μαγνητικής δύναμης αυτής της πολιτικής στιγμής.
Από την αρχή, οι διαδηλώσεις ενάντια στην αστυνομία που προηγήθηκαν των ταραχών χαρακτηρίστηκαν από μια ξεκάθαρη δυναμική «εμείς εναντίον αυτών». Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια μιας πορείας, μια γυναίκα με μια φωτογραφική μηχανή φωνάζει: Που είναι οι σπάστες; Που είναι οι συμμορίες τώρα που τις έχουμε ανάγκη; Το πλήθος αρχίζει να ζητάει από τις διάφορες συμμορίες ν’ αφήσουν στην άκρη τη βία «μαύρων εναντίον μαύρων» και να ενωθούν στον αγώνα ενάντια στην καταπίεση. Η κοινότητα ενώθηκε έτοιμη για δράση. Το πρόβλημα ήταν η αστυνομία, έπρεπε να εμποδιστεί.
Το πλήθος δεν ήταν ούτε παράλογο, ούτε απολίτικο. Αντίθετα, προσπάθησε να επωφεληθεί αυτήν την ευκαιρία για να κάνει ορατές γενικότερες πολιτικές διεκδικήσεις. Ο κόσμος είχε συνείδηση του γεγονότος ότι σίγουρα και η ενδοφυλετική βία στο εσωτερικό της κοινότητας αποτελεί ένα πρόβλημα, καθώς και του γεγονότος ότι τις περισσότερες φορές οι αυτουργοί της βίας είναι οι γιοί, οι ανιψιοί, οι φίλοι, οι γείτονες των κοινοτήτων τους. Αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι οι μαύροι δεν ασχολούνται με τη βία στο εσωτερικό των κοινοτήτων τους, τα καλέσματα του πλήθους για την ενότητα των συμμοριών αποδεικνύουν αντίθετα ότι οι εξεγέρσεις ενάντια στην αστυνομία αποτελούν μοναδικές ευκαιρίες για την ενότητα των ανθρώπων, επομένως και για την αναζήτηση λύσεων για δομικά προβλήματα όπως η βία μεταξύ των συμμοριών.
Μετά τις εξεγερτικές στιγμές οι συμμετέχοντες συνέχισαν να τοποθετούνται με πολιτικούς όρους. Ο DeAndre Smith, παρόντας στον εμπρησμό του εμπορικού κέντρου QuikTrip, δήλωσε στα τοπικά μέσα: Νομίζω ότι ανησυχούν πολύ γι’ αυτό που συμβαίνει στα μαγαζιά τους και στις δραστηριότητες τους. Αυτά που συμβαίνουν δεν είναι αρκετά σε σχέση με τη δολοφονία. Ένας άλλος άντρας πρόσθεσε: Νομίζω ότι αυτό που συνέβη ήταν αναγκαίο για να δει η αστυνομία ότι δεν μπορεί να κάνει αυτό που θέλει. Στη συνέχεια ο Smith κατέληξε: Δε νομίζω ότι έγιναν αρκετά.
Σε μια δεύτερη συνέντευξη του, αυτή τη φορά στον Kim Campana της St.Louis Post-Dispatch, o Smith δείχνει να ενισχύει την πεποίθηση του σε σχέση με τις ταραχές ως έμπρακτη πολιτική στρατηγική.
Είναι αυτό ακριβώς που πρέπει να συμβαίνει όταν συμβαίνει μια αδικία στην κοινότητα σας… Ήμουν εδώ, μαζί με την κοινότητα, και αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω… Ειλικρινά, δε νομίζω ότι τελείωσε εδώ. Νομίζω ότι αυτό που συνέβη εδώ, εδώ στο St.Louis, στην τελευταία πολιτεία που κατήργησε τη δουλεία, σημαίνει αγώνας. Εκείνοι νομίζουν ότι έχουν ακόμα την εξουσία σε ορισμένα πράγματα; Νομίζω πως ναι.
Έτσι μας παίρνουν τα λεφτά: με τις μπίζνες και τους φόρους, με την αστυνομία που σταματάει τον κόσμο και του κόβει κλήσεις, τον σέρνει στα δικαστήρια και τον κλείνει στη φυλακή: αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο κονομάνε στο St.Louis. Στο St.Louis όλα είναι ζήτημα χρημάτων. Έτσι όταν διακόπτεται η ροή του κέρδους τους, οργανώνονται… «εμείς θα τρώμε, εσείς θα πεθαίνετε της πείνας». Ανάπλαση: σε απομονώνουν μέσα σε μια συνοικία και παρατηρούν αν πράγματι θα πεθάνεις της πείνας… Αλλά αυτό δε θα συμβεί, δε θα συμβεί τουλάχιστον εδώ στο St.Louis.
Ο Smith εντοπίζει αυτό που πολλοί αυτοαποκαλούμενοι αντιρατσιστές της αριστεράς δεν μπορούν να καταλάβουν, ότι ο ρατσισμός δεν είναι ένα ζήτημα ηθικής. Αναγνωρίζει ότι αυτή που προωθεί και επωφελείται από τη ρατσιστική καταπίεση είναι η οικονομική τάξη, επομένως αναζητεί τρόπους για να παρέμβει και να διακόψει αυτή τη διαδικασία. Αυτή η ανάλυση δεν είναι μόνο πιο ουσιαστική από εκείνη που συνήθως προωθείται από την αριστερά, αλλά δρώντας με βάση αυτήν την ανάλυση υλοποιείται η δυνατότητα του ξεριζώματος της βαθιά ριζωμένης ρατσιστικής ιεραρχίας.
Συνήθως, όταν ξεσπούν γεγονότα σαν την εξέγερση στο Φέργκιουσον, πολλοί καλοί άνθρωποι σπεύδουν να καταδικάζουν όσους συμμετέχουν σ’ αυτά τα γεγονότα. Στην καλύτερη περίπτωση οι ταραχές καταδικάζονται σαν αντιπαραγωγικές και οπορτουνιστικές: τα συνήθη σάπια μήλα που καταστρέφουν το δέντρο. Αυτή ακριβώς η αντιμετώπιση είναι εκείνη που κριτικάρει ο DeAndre Smith στην πρώτη του συνέντευξη.
Η πλειοψηφία των επικριτών, ανάμεσα τους και μερικοί μαύροι, προσπαθούν να περιφρουρήσουν αυτές τις κοινότητες μέσω της λεγόμενης «πολιτικής της ευπρέπειας»: ένα κάλεσμα στους εκμεταλλευόμενους να παρουσιαστούν με τους πρέποντες τρόπους στην κυρίαρχη τάξη έτσι ώστε ν’ αποσπάσουν πολιτικά αποτελέσματα.
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από ένα φετινό άρθρο του πολιτικού επιστήμονα Frederick Harris.
Αυτό που ξεκίνησε σαν μια φιλοσοφία επεξεργασμένη από τις μαύρες ελίτ για τον «ξεσηκωμό της ράτσας», διορθώνοντας τα «αρνητικά» στοιχεία των φτωχών μαύρων έχει εξελιχθεί πλέον σ’ ένα από τα συστατικά χαρακτηριστικά της μαύρης πολιτικής στην εποχή του Ομπάμα, μια κυβερνητική φιλοσοφία επικεντρωμένη στη συμπεριφορική διαχείριση των έγχρωμων ανθρώπων που σ’ αυτήν την κοινωνία έχουν μείνει πίσω, η οποία όμως προπαγανδίζεται σαν μια ευκαιρία.
Η πολιτική της ευπρέπειας παρουσιάζεται σαν μια στρατηγική χειραφέτησης για να συσκοτιστεί το ζήτημα των δομικών δυνάμεων που παρεμποδίζουν την κινητικότητα των φτωχών μαύρων και των εργαζόμενων τάξεων.
Τη στιγμή που οι ταραχές χρησιμεύουν συχνά στην επιτάχυνση των γεγονότων στο εσωτερικό μιας κοινότητας, με την ένταση η οποία απελευθερώνει μια πολιτική ενεργητικότητα που συσπειρώνεται προς δυναμικές και απρόβλεπτες κατευθύνσεις, η λιμνάζουσα πολιτική της ευπρέπειας από την πλευρά της, παράγει μόνο περιθωριοποίηση και απομόνωση. Μπορεί κάποιος να είναι σύμφωνος ή όχι με τη χρησιμότητα μιας εξέγερσης. Όμως οι αντιδράσεις αυτών των κοινοτήτων απέναντι στην καταπίεση τους πρέπει να τίθενται με πολιτικούς όρους και όχι απλώς να μπαίνουν κάτω από το χαλί.
Ζούμε σε μια συνθήκη λευκής υπεροχής και νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, όπου οι φυλετικά ουδέτερες πολιτικές χρησιμεύουν μόνο στη διαιώνιση της ταξικής καταπίεσης και της φυλετικής ιεραρχίας, και όπου όλες οι ξεκάθαρες απόπειρες αντιμετώπισης του ρατσισμού εκκαθαρίζονται ή αγνοούνται. Επομένως το μοναδικό αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών είναι η ενδυνάμωση της οικονομικής απομόνωσης και της φτώχειας που βιώνουν όσοι ζουν στο περιθώριο.
Αυτό που φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται τόσο οι συνεντευξιαζόμενοι στα τοπικά μέσα όσο και το πλήθος στο σημείο δολοφονίας του Μπράουν είναι η αναγκαιότητα για τη διάρρηξη της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη φυλετική καταπίεση και τον καπιταλισμό. Ξέρανε ότι μια απλή πορεία ή κάποια άλλη μορφή ανεκτής αγανάκτησης δεν θα μπορούσαν να δώσουν φωνή στις πολιτικές αναγκαιότητες τους, και δεν είχαν άδικο.
Πολλοί από εμάς βιάστηκαν να καταδικάσουν τις πρακτικές αυτού του είδους γιατί στην πραγματικότητα είμαστε πεισμένοι από τη μετά-ρατσιστική ψευδαίσθηση του νεοφιλελευθερισμού. Στο πυρπολημένο QuikTrip κάποιος άφησε ένα μήνυμα στον «γείτονα επιχειρηματία», ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να ξανανοίξει σύντομα: «Αγαπητέ Γείτονα Επιχειρηματία, λυπάμαι για τη λεηλασία και τη βία. Σε παρακαλώ γύρνα σύντομα. Εγώ έρχομαι εδώ δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα».
Η αντιμετώπιση των συνεπειών των ταραχών είναι ένα σημαντικότατο πολιτικό ζήτημα. Για παράδειγμα, πιθανότατα αυτό το άτομο θέτοντας τον εαυτό του και τους άλλους στη θέση του πελάτη που έχει ανάγκη τον κοντινό επιχειρηματία, δεν δρα έτσι επειδή ανησυχεί για τους εργαζόμενους που έχασαν τη δουλειά τους, για τους πραγματικούς κοντινούς του, αλλά από το φόβο ότι η δική του ρουτίνα του shopping θα διακοπεί. Όπως παρατήρησε και ο Deandre Smith, τείνουμε να ταυτιζόμαστε περισσότερο με τις σπασμένες βιτρίνες παρά με τους ανθρώπους.
Από το Boston Tea Party μέχρι την Εξέγερση του Shays οι ταραχές έχτισαν την Αμερική, και προς το καλό και προς το κακό. Στο παρελθόν, οι λευκοί εξεγερμένοι είχαν πρόσβαση στη θεσμική εξουσία, η οποία και τους επέτρεψε να νομιμοποιήσουν και να κατακτήσουν κάποιες από τις διεκδικήσεις τους, όσο τέλος πάντων αυτό είναι δυνατόν σε μια καπιταλιστική κοινωνία. Το κλειδί για τον ξεσηκωμό του Φέργκιουσον, όπως και για κάθε άλλη στιγμή πολιτικής ρήξης, είναι η μετατροπή της οργής και των ταραχών σε πολιτική οργάνωση. Κάτι που είναι πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις: σίγουρα πάντως είναι μια καλύτερη αντίδραση από την απόρριψη των ταραχών, η οποία το μόνο που καταφέρνει είναι να καθιστά αυτό το γιγαντιαίο καθήκον ακόμα δυσκολότερο για τους ανθρώπους.
Ο Malcom X μας θυμίζει ότι τα μ.μ.ε είναι ένα βασικό εργαλείο καταπίεσης αφού καθορίζουν ποιες είναι οι υπεύθυνες και ποιες οι ακραίες, επομένως οι παράνομες πράξεις. Αντί λοιπόν να επαναλαμβάνουμε το συνηθισμένο παραμύθι, ας ασχοληθούμε με την απόρριψη εκείνων των διηγήσεων που σκιαγραφούν τους πρωταγωνιστές των ταραχών σαν απολίτικους. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο για να παρατηρήσουμε και να συζητήσουμε τις πολιτικές θέσεις που εκφράζουν, αντί ν’ αρκούμαστε να κριτικάρουμε την αντίδραση τους μπροστά στην κοινωνική βία.
πηγή (στα αγγλικά): Jacobin
πηγή (& μετάφραση από τα ιταλικά): Commonware