[…] Πρέπει να είμαστε πολύ προσεχτικοί έτσι ώστε να μην καταλήγουμε ούτε στον τυπικό μηχανισμό του χυδαίου υλισμού, που θέλει να εξηγεί τα πάντα μ’ έναν ντετερμινιστικό και μοιρολατρικό τρόπο, ούτε στον υποκειμενιστικό ιδεαλισμό που θέλει να εξηγεί τα πάντα με βάση αυθαίρετες επιλογές των διάφορων μορφών της υποκειμενικότητας. Εξηγήσεις που -εκτός των άλλων- δε χρησιμεύουν σε τίποτα, που είναι απολύτως άχρηστες. Αν τα πάντα είναι μοιρολατρικά προκαθορισμένα, δεν αξίζει τον κόπο ν’ αναζητούμε τα γιατί και τα προς τα που και αρκεί να κάτσουμε να παρατηρούμε τα μοιραία αποτελέσματα κάθε διαδικασίας, ενώ αν τα πάντα είναι ο καρπός αυθαίρετων επιλογών, δεν υπάρχει προς αναζήτηση κανένα γιατί ή κανένα πώς, ούτε υπάρχει τίποτα το οποίο είναι δυνατό να προβλεφθεί.
Sergio Spazzali, Μέθοδος (Μάρτης 1992).
από το Chi vivrà vedrà (Scritti 1975-1992)
[ Όποιος ζήσει θα δει (Κείμενα 1975-1992) ]. Μιλάνο, 1995.
I.
Αφορμή για τη συγγραφή των σκέψεων και των θέσεων που ακολουθούν αποτέλεσε το κείμενο “Αντίο Αυτονομία!” [https://athens.indymedia.org/post/1604537/], το οποίο λειτούργησε και ως τροφή για σκέψη και εκτιμήσεις για μια σειρά καίριων πολιτικών-ιδεολογικών και εντέλει ηθικών ζητημάτων. Ζητήματα τα οποία δεν έχουν -αποκλειστικά- μια ιστορική και “εγκυκλοπαιδική” αξία, αφού μέσα στην υπάρχουσα δυστοπική συνθήκη παραμένουν -δυστυχώς- όλο και πιο έντονα, διαχρονικά και επίκαιρα.
Εν μέσω πανδημίας και καραντίνας, μέσα σε μια συγκυρία όπου η αποδεκατισμένη (έπειτα από δέκα χρόνια μνημονιακών πολιτικών) δημόσια Υγεία “νοσηλεύεται” σε σοβαρή κατάσταση και χιλιάδες εργαζόμενοι-εργαζόμενες στα ετοιμόρροπα νοσοκομεία υπερβάλλουν εαυτό. Μέσα σε μια συγκυρία όπου εκατοντάδες ασθενείς δίνουν μάχη στις λειψές ΜΕΘ και το μέλλον (για τη χειμαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία, την πολυεθνική εργατική Τάξη, τη νέα εργαζόμενη βάρδια και τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα) δεν προδιαγράφεται διόλου ευοίωνο, είναι αλήθεια ότι χρειάζεται μπόλικη ιδεολογική θολούρα και -εντέλει- ελιτίστικη απανθρωπιά για να βγαίνεις -παριστάνοντας μάλιστα τον ταξικό αντιφασίστα- και να προτάσσεις «όχι άλλους γιατρούς» ή ακόμα χειρότερα το νεοφιλελεύθερο «κλωτσιές στους γιατρούς» (φυσικά τους πρόλαβε το κράτος και οι μπάτσοι του που έχουν ρίξει ουκ ολίγες κλωτσιές στους αγωνιζόμενους γιατρούς και νοσηλευτές που παλεύουν για δημόσια δωρεάν υγεία). Και επιπλέον χρειάζεται απίστευτος βαθμός «πολιτικής» πώρωσης και χυδαιότητας, ώστε να ταυτίζεις τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες στη δημόσια Υγεία με τους μπάτσους, τους ρουφιάνους και τους ακροδεξιούς.
Με λίγα λόγια, πρέπει να είσαι μικροαστός μέχρι κτηνωδίας για να προσπερνάς σα να μη συμβαίνει τίποτα το θάνατο 130 εργαζομένων στη δημόσια Υγεία στην Ιταλία.
Δοσμένων των συνθηκών, μέσα στο κυνήγι της «ανοσίας αγέλης» και της «επανεκκίνησης της οικονομίας», η συγκεκριμένη επικίνδυνη α-νοησία θα μπορούσε να γίνει νοητή ως η αναμενόμενη κατηφορική κατάληξη μιας (τουλάχιστον) εικοσαετούς πορείας ιδεολογικής σύγχυσης, στυλιζαρισμένου εξυπνακισμού και «εργατίστικου» αντιμικροαστισμού-αντικοινωνισμού, που στην τελική δεν είναι τίποτε άλλο παρά μικροαστική κριτική του μικροαστισμού. [1]
Αν μη τι άλλο, ο ιός Covid 19 και η εγχώρια και διεθνής αστική διαχείριση της πανδημίας (κομμάτι της οποίας είναι και η στρατιωτικοποίηση της δημόσιας ζωής και η διαχείριση της πανδημίας και της επερχόμενης καπιταλιστικής κρίσης με «πολεμικούς» όρους), μας κατέστησαν μάρτυρες μιας ιδιότυπης σύγκλισης θέσεων ανάμεσα σε παράταιρους πολέμιους της καραντίνας και των περιοριστικών μέτρων: ενάντια στη «χούντα», το «πείραμα πειθάρχησης» και τον «πόλεμο της ασφάλειας ενάντια στην ελευθερία», «στην ίδια πλευρά του λόφου» βρέθηκαν φονταμενταλιστές χριστιανοί ορθόδοξοι, ψεκασμένοι αντιεμβολιαστές, νεοσυντηρητικοί οπαδοί της επανεκκίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας, «αυτόνομοι που τα εξηγούν όλα», «νέοι φιλόσοφοι» και παγανιστές εθνικοσοσιαλιστές. Και μάλιστα άντλησαν επιχειρήματα από την ίδια φαρέτρα για να μας πείσουν πως η πραγματικότητα δεν υπάρχει…
Και για να μην παρεξηγηθούμε. Δεν θεωρούμε άστοχη την κριτική της επιστήμης και της ιατρικής μέσα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των εξουσιαστικών κοινωνικών σχέσεων. Ουκ ολίγα εγκλήματα έχουν διαπραχθεί με τη συνέργεια της επιστήμης ή στο όνομα αυτής.
Ο κομμουνιστής ποιητής Κώστας Βάρναλης έγραφε σε κάποιους στίχους: «Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη, της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα».
Ωστόσο, η θεμιτή κριτική του ρόλου της επιστήμης σε έναν ανελεύθερο κόσμο δεν μπορεί με κανέναν τρόπο ούτε να οδηγεί σε μεταφυσικές αντιεπιστημονικές και αντιιατρικές αρλουμπολογίες πασπαλισμένες με λίγη επιλεκτική στατιστική ούτε, φυσικά, να μοιράζει (φανταστικές πάντα) κλωτσιές στους εργαζόμενους-εργαζόμενες της δημόσιας Υγείας.
Αυτοί που, μέσα στο ντελίριο μεγαλομανίας, μας διαφημίζουν πως «τα εξηγούν όλα» και επικαλούνται την εργατική Τάξη -ως μικροαστοί διανοούμενοι- σαν φετίχ που έχουν μέσα στα κεφάλια και τα αποστειρωμένα ιδεολογικά εργαστήριά τους και όχι ως δρων και ζωντανό υποκείμενο. Τι μας λένε, λοιπόν, με τη θεωρία της «απλής γριπούλας»;
Πως τζάμπα απεργούν και αγωνίζονται εκατομμύρια εργαζόμενοι-εργαζόμενες ζητώντας κλείσιμο παραγωγικών δραστηριοτήτων και μέτρα προστασίας από την «ανύπαρκτη» πανδημία. Τζάμπα εξεγείρονται οι κρατούμενες-κρατούμενοι στις φυλακές. Τζάμπα διαμαρτύρονται οι φυλακισμένοι-φυλακισμένες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών. Τζάμπα αγωνίζονται οι εργαζόμενοι-εργαζόμενες στη δημόσια Υγεία, αφού “είναι για κλωτσιές”. Γι’ αυτό και οι πραγματικοί προλεταριακοί αγώνες (αυτοί δηλαδή που εμφανίζονται στην πραγματική ζωή και όχι στις ασκήσεις ύφους των μικροαστών διανοούμενων που παριστάνουν τους αυτόνομους) δεν βρίσκουν ούτε ίχνος συμπάθειας από αυτούς που μας “τα εξηγούν όλα”, μετατρεπόμενοι σε βαστάζους τους κράτους και του κεφαλαίου.
Προσπαθώντας ν’ ανιχνεύσουμε και να εξηγήσουμε τα αίτια αυτής της κυριολεκτικής κατρακύλας, θεωρούμε ότι τα ριζώματα και οι διακλαδώσεις αυτών των πρωτοκοσμικών ιδεολογημάτων (μερικά εκ των οποίων αποσπασματικά αναφέρονται στο προαναφερθέν κείμενο) πάνε πολύ πιο πίσω στο χρόνο και επεκτείνονται σε πολιτικούς χώρους, αντιλήψεις και ομαδοποιήσεις που κινούνται (και) αρκετά πέραν όσων αυτοπροσδιορίζονται ως αυτόνομες. Το γεγονός αυτό μπορεί να τεκμηριωθεί ιστορικά αλλά και να δώσει αρκετές -δυστυχώς- δυσάρεστες απαντήσεις στα ερωτήματα σχετικά με τα χαρακτηριστικά, τα πολιτικά περιεχόμενα και τη χειροπιαστή -κατώτερη των ασφυκτικών περιστάσεων- κατάσταση στην οποία βρίσκεται (εδώ και χρόνια) όχι μόνο ο αυτόνομος αλλά και ο αναρχικός-αντιεξουσιαστικός χώρος, η κομμουνιστική αριστερά και συνολικά το ευρύτερο (“ανταγωνιστικό”-“επαναστατικό”) κίνημα. Ως προς αυτό, θα αποπειραθούμε να διατυπώσουμε μερικές (θέλουμε να ελπίζουμε) χρήσιμες παρατηρήσεις και υπενθυμίσεις.
[…] Πολλοί από εμάς έχουν χαρακτηριστεί από τους κομμουνιστές αναρχικοί και από τους αναρχικούς κομμουνιστές. Αυτό που τονίζεται είναι οι διαφορετικές ιστορίες που είναι συνδεδεμένες με την αναρχική και την κομμουνιστική παράδοση. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει ένας διαχωρισμός που να κινείται πέρα από συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, έτσι ώστε να καθιστά αντιθετικές αυτές τις δύο εμπειρίες […] Η μοναδική διαχωριστική γραμμή που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να προσδιορίσουμε τα πολιτικά ρεύματα και την ιστορική σημασία τους είναι εκείνη της δράσης τους σε σχέση με την προλεταριακή αυτονομία, στην ενίσχυση που έδωσαν στη διαδικασία απελευθέρωσης του προλεταριάτου […] Κρατάμε λοιπόν την προσβολή-φιλοφρόνηση του να είμαστε αναρχικοί και κομμουνιστές, θεωρώντας ενδιαφέρουσα την ικανότητα ωρίμανσης μιας ριζοσπαστικής κριτικής του υπάρχοντος, όχι υπερασπιζόμενοι το παρελθόν αλλά μετασχηματίζοντας το […]
Οι συνήθεις ταραξίες, οι συνήθεις προβοκάτορες: σκέψεις για τον αναρχισμό και τον κομμουνισμό. Proletari 56, Ιταλία 2002.
ένθετο στο 3ο τεύχος του περιοδικού Βίδα για την όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού (Αθήνα, 2007).
Κατ’ αρχήν, ας ξεκαθαρίσουμε ότι είμαστε ανάμεσα σ’ εκείνους και εκείνες που θεωρούν ότι αυτές καθαυτές οι (ιταλικές, γαλλικές ή γερμανικές) αυτόνομες ιδέες, πρακτικές και οργανωτικές μορφές και εμπειρίες αγώνα της δεκαετίας του 1970 δεν είχαν σημαντική προσφορά μονάχα στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα. Αν μη τι άλλο, θεωρούμε ότι ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός θα είχε υπάρξει αισθητά φτωχότερος χωρίς τη συνεισφορά αυτού του αιρετικού κομμουνιστικού πολιτικού ρεύματος και των οριζόντιων-αδιαμεσολάβητων μορφών αυτο-οργάνωσής του.
Αναζητώντας, λοιπόν, τα χνάρια της Αυτονομίας στην Ελλάδα, νομίζουμε ότι πρέπει να πάμε αρκετά πιο πίσω από τα χρόνια της πλαστής “ευμάρειας” και των πρωτο-μεταμοντέρνων ιδεολογημάτων (1990-2000), από τα χρόνια των Απόγονων των Βανδάλων και των Μητροπολιτικών Συμβουλίων, και να φτάσουμε στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, στους ακηδεμόνευτους και αυτοοργανωμένους κοινωνικούς-ταξικούς αγώνες, στις εργοστασιακές επιτροπές και τις νικηφόρες απεργίες και καταλήψεις, τις οδομαχίες και τις υπόλοιπες μορφές πολιτικής άμεσης δράσης κατά τη διάρκεια της δεύτερης επταετίας (1974-81). Γύρω από αυτές τις τελευταίες, δεν πρέπει σίγουρα να θεωρηθεί τυχαίο -ως προς τον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό των δρώντων υποκειμένων- το γεγονός ότι ανατρέχοντας κάποιος στο πλούσιο χρονολόγιο βίαιων αντικαθεστωτικών ενεργειών, οδομαχιών και αντιλήψεων εκείνων των χρόνων, εύκολα διαπιστώνει ότι πολλές είναι εκείνες των οποίων οι υπογραφές εμπεριείχαν τους επιθετικούς προσδιορισμούς “αυτόνομοι”, “αυτόνομη”, “αυτόνομος”.
Ενδεικτικά παραθέτουμε το παρακάτω απόσπασμα από προκήρυξη της Αυτόνομης Επαναστατικής Ομάδας που μοιράστηκε το 1975 σε πανεπιστήμια της Αθήνας ύστερα από συγκρούσεις σε απεργία:
[…] Ας μη ξεγελιόμαστε λοιπόν από τη “δημοκρατικοποίηση του συστήματος” και τα κούφια και παραπλανητικά συνθήματα του τύπου “θέλουμε στρατό δημοκρατικό”, ο στρατός και η αστυνομία δεν είναι τίποτα άλλο από μέσα διαιώνισης της ταξικής διάρθρωσης της εμπορευματικής κοινωνίας. Καιρός είναι να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας από τις επιθέσεις των ρομπότ του κράτους. Αρκετά τους ανεχτήκαμε στο Πολυτεχνείο και αλλού να μας δέρνουν και να μας πυροβολούν χωρίς να παίρνουν την απάντηση που τους αξίζει. Ας οργανώσουμε την αυτοάμυνα μας. Σε κάθε φασιστική επίθεση ας απαντήσουμε με επιθετική άμυνα. Μαζί με τα πανώ και τα τραγούδια ας έχουμε μαζί μας ένα κομμάτι αλυσίδα. Ας πάψουμε να είμαστε μαζοχιστές. Ας απαντήσουμε στη βία του κράτους με βία. […]
Αν υπάρχει κάποιο πολιτικό κείμενο το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ιδεολογικά αλλά και οργανωτικά ως ένα συγκροτητικό αυτόνομο “μανιφέστο” εκείνης της δεύτερης επταετίας (1974-81) αυτό δεν είναι άλλο από τα περιβόητα “Χημικά Λιπάσματα” (“για τη δημιουργία, το στέριωμα και το δυνάμωμα του επαναστατικού και λαϊκού κινήματος στην Ελλάδα”) του Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα (ΕΛΑ), του οποίου η αρχική μορφή κυκλοφόρησε (σε εκατοντάδες αντίτυπα) το Δεκέμβρη του 1975 και η τελική το καλοκαίρι του 1978.
Χωρίς να θέλουμε να επεκταθούμε, αναφέρουμε μονάχα πως οι διάχυτες αυτόνομες αντιλήψεις και πρακτικές εκείνης της περιόδου αποτυπώνονται ανάγλυφα στην υπόμνηση που περιλαμβανόταν στο τέλος αυτού του ντοκουμέντου, αντιγράφοντάς την από την επανέκδοση του 2014, τα έσοδα της οποίας είχαν ενισχύσει οικονομικά το Ταμείο Αλληλεγγύης φυλακισμένων και διωκόμενων αγωνιστών:
“Όποιοι σύντροφοι νομίζουν πως είναι ένα χρήσιμο κείμενο και μπορούν να το ανατυπώσουν-μοιράσουν, έστω και σε λίγα αντίτυπα, ας πάρουν την πρωτοβουλία να το κάνουν. Μόνο που σε τέτοια περίπτωση θα πρέπει να είναι ολόκληρου του κειμένου. (ΕΛΑ)”
Αντίστοιχα, το περιοδικό Αντιπληροφόρηση με τα 44 τεύχη του (από τον Μάη του 1975 ως τον Φλεβάρη του 1982) μπορεί να θεωρηθεί ως η κατεξοχήν αυτόνομη πολιτική φωνή εγχώριας και διεθνούς ανάλυσης, έκφρασης και αντιπληροφόρησης εκείνων των χρόνων. Βασικός συντελεστής του “κόκκινου περιοδικού της Μεταπολίτευσης” (το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί μια από τις πολυτιμότερες κινηματικές “πρωτογενείς πηγές” για τη συγκεκριμένη κομβική ιστορική περίοδο) υπήρξε (μέχρι και τη συμπλοκή στην AEG στις 21/10/1977) ο πρώτος νεκρός αντάρτης πόλης της νεοσύστατης Γ’ Ελληνικής “Δημοκρατίας”, ο αντιδικτατορικός αγωνιστής και μέλος του ΕΛΑ Χρήστος Κασσίμης.
Αντιλαμβανόμαστε ότι οι παραπάνω αναφορές πιθανότατα να δημιουργούν μια ασυναίσθητη αμηχανία, αφού αντιπαρέρχονται τις ιδεολογικά βολικές ερμηνείες και τις χρονολογικά αποσπασματικές αναφορές. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η αλήθεια είναι επαναστατική και όπως έχει γραφτεί και αλλού:
[…] τουλάχιστον όσον αφορά το δικό μας κίνημα εδώ στην Ελλάδα, και ανεξάρτητα από το πώς μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται ο καθένας -αναρχικός, αντιεξουσιαστής, αυτόνομος, κομμουνιστής κ.λπ.- νομίζω ότι πολλές από τις πρακτικές μας, πολλοί από τους τρόπους που λαμβάνουμε τις αποφάσεις μας, φτιάχνουμε τις -κατειλημμένες και μη- υποδομές μας κ.λπ., είναι κατά κάποιον τρόπο γέννημα εκείνης της περιόδου κι εκείνου του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου που έμεινε στην Ιστορία ως Εργατική Αυτονομία […] [2]
ΙΙ.
Ας μην το κρύψουμε. Είμαστε ανάμεσα σ’ εκείνους και εκείνες, τους αναρχικούς και τις αναρχικές, τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες που εξακολουθούν να θεωρούν δεδομένο το γεγονός “πως τα κινήματα και οι θεωρίες διαπλέκονται προοδευτικά, παράγοντας ιδέες και πρακτικές, απαλλαγμένες από “σινικά τείχη” που συντηρούν τη διάσπαση και τον ανταγωνισμό”.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θεωρούμε δόκιμη και εποικοδομητική -πολιτικά και ταξικά- τη διατύπωση κάποιων καίριων γεγονότων, σκέψεων, θέσεων και ερωτημάτων. Για να μαθαίνουν οι νεότεροι/ες, να θυμούνται οι παλιότεροι/ες, καθώς και όσοι/ες παριστάνουν ότι δεν θυμούνται…
Προφανώς, οι αναφορές -στα πλαίσια ενός κειμένου σαν κι αυτό- δεν μπορούν παρά να είναι συνοπτικές:
Για διάφορους πολιτικούς-κοινωνικούς λόγους και αιτίες, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ευρώπης (αλλά και των υπόλοιπων Βαλκανίων), είτε μας αρέσει είτε όχι, η ιστορία των σύγχρονων αναρχικών στην Ελλάδα μετράει “μόλις” πέντε δεκαετίες ζωής και δράσης, δεν διαθέτει μια παράδοση απτού ιστορικού βάθους (αντίστοιχη π.χ της ισπανικής CNT ή της ιταλικής FAI), ενώ τα πιο πρόσφατα χαμένα ίχνη των ιδεολογικών προγόνων τους εντοπίζονται στις προπολεμικές αρχές του εικοστού αιώνα. Αυτό -δίχως άλλο- αποτελεί ένα ιστορικό δεδομένο το οποίο ίπταται πάνω από κάθε βιογραφική ή υποκειμενική ανάγνωση της σύγχρονης κοινωνικής-πολιτικής ιστορίας αυτού του τόπου, δηλαδή πάνω από τις ιστορίες μας.
Εμφανιζόμενοι κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της χούντας, με ενεργή παρουσία στις εξεγέρσεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου το 1973, οι αναρχικοί και οι αναρχικές της Μεταπολίτευσης θα συγκροτηθούν σε μειοψηφικό και διακριτό (κυρίως πολιτισμικό και δευτερευόντως πολιτικό) χώρο, έχοντας τα αυτιά και τα μάτια τους στραμμένα περισσότερο στις ιδέες και τις πρακτικές του “’68”, της “Νέας Αριστεράς”, των καταστασιακών, των “νεών υποκειμένων” κ.λπ. παρά σ’ εκείνες των κλασσικών του ιστορικού Αναρχισμού. Η επιρροή των ιδεών και κυρίως των πρακτικών του αυτόνομου κινήματος που -εκείνη την περίοδο- “μεσουρανούσε” στη γειτονική Ιταλία, θα υπάρξει καταστατική και καταλυτική. Χαρακτηριστικότερη οικειοποίηση αυτών των πρακτικών, μπορούν να θεωρηθούν οι καταλήψεις άδειων κτιρίων για την κάλυψη στεγαστικών, πολιτικών και πολιτισμικών αναγκών. Μια ριζοσπαστικοποίηση που γινόταν ορατή περισσότερο με όρους αντικουλτούρας και αντιπαράθεσης με την παραδοσιακή (κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική) αριστερά, παρά μ’ εκείνους μιας συγκροτημένης επαναστατικής ιδεολογίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους ελάχιστους πολιτικούς χαρακτηρισμούς που έχουν δοθεί στους “γνωστούς άγνωστους”, “κουκουλοφόρους”, “μπαχαλάκηδες” από τα καθεστωτικά ΜΜΕ (καθ’ όλη τη διάρκεια των τεσσερισήμισι δεκαετιών κοινοβουλευτικής “δημοκρατίας”) ήταν εκείνος των αναρχοαυτόνομων. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για έναν κοινωνικό-πολιτικό χώρο κατά βάση νεολαιίστικο ο οποίος -όπως και οι αντίστοιχοι της εξωκοινοβουλευτικής άκρας αριστεράς- δεν θα αποφύγει τους ύφαλους της κινηματικής “παιδικής ασθένειας” του “Σορβονισμού”, για έναν κοινωνικο-πολιτικό χώρο που σε κρίσιμες συγκυρίες έπαιξε (με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία) το ρόλο του καταλύτη και του πυροκροτητή σε πλήθος κοινωνικών-ταξικών αντιστάσεων και εξεγερτικών γεγονότων, με αποκορύφωμα εκείνα κατά τη διάρκεια του Δεκέμβρη του 2008.
Από τα μέσα της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα κι έπειτα, λίγα χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και το τέλος του “ψυχρού πολέμου”, τον “ιστορικό συμβιβασμό” αλά ελληνικά μέσω των οικουμενικών και των συγκυβερνήσεων, λίγα χρόνια μετά τη νικηφόρα εξέγερση της μαθητικής-φοιτητικής και “άγριας” νεολαίας το 1990-91 αλλά, κυρίως, μετά από την κατάληψη του Πολυτεχνείου στις 17/11/1995, την άρση του ασύλου, την αστυνομική εισβολή και τη σύλληψη 504 καταληψιών και μέσα από το σχηματισμό των προαναφερθέντων πολιτικών ομάδων (αρχικά των Απόγονων των Βανδάλων και έπειτα των Μητροπολιτικών Συμβουλίων) θα μορφοποιηθεί (σε ρήξη με τον αποδυναμωμένο α/α χώρο) ο χώρος που εδώ και (τουλάχιστον) μια εικοσαετία αυτοαποκαλείται αυτάρεσκα ως “οργανωμένη Αυτονομία”. Ένας διαχωρισμός που πραγματώθηκε με όρους “εισοδισμού”. Με βασικό πεδίο αντιπαράθεσης τα αφορμαλιστικά-αυθορμητίστικα χαρακτηριστικά και τις αναρχικές hit and run πρακτικές στις ουρές και τις πλάτες αριστερών διαδηλώσεων. Για την ακρίβεια επρόκειτο για τον πρώτο διαχωρισμό, αφού μέσα στα χρόνια θα ακολουθήσουν οι αντίστοιχοι διαχωρισμοί από τον α/α χώρο της Καστοριαδικής “αντιεξουσίας” (ΑΚ) και η βραχύβια απόπειρα δημιουργίας μιας “νέας αναρχίας”, διαχωρισμένης από τους “κοινωνιστές”.
Ένας διαχωρισμός ο οποίος όμως -αν και ήταν υλικός και απτός- σε καμία περίπτωση δεν κράτησε στεγανές τις αντιλήψεις, τις θέσεις και τα προτάγματα που ευδοκίμησαν στα χέρσα εδάφη των πολιτικών χώρων των αρχών του 21ου αιώνα. Θα επιχειρήσουμε να δώσουμε μερικά απτά παραδείγματα αυτής της ιδεολογικής “όσμωσης” μέσα από τα ακόλουθα ερωτήματα.
– Άραγε ήταν μονάχα αυτόνομοι και αυτόνομες εκείνοι/ες που κατά τη διάρκεια της ΝΑΤΟϊκής επέμβασης στην πρώην Γιουγκοσλαβία κρατούσαν “ίσες αποστάσεις”, μιλώντας μέσα στην παραζάλη της “ισχυρής Ελλάδας” και της “εκσυγχρονιστικής” απάτης του χρηματιστηρίου, για την “Ελλάδα την Αμερική των Βαλκανίων”, προτάσσοντας το μεσοβέζικο “Μιλόσεβιτς και ΝΑΤΟ φασίστες δολοφόνοι”;
– Άραγε ήταν μονάχα αυτόνομοι και αυτόνομες εκείνοι/ες που τον Νοέμβρη του 1999 μιλούσαν για “πατριωτικές μολότοφ” μετά τη νύχτα ταραχών στο αθηναϊκό κέντρο, ενάντια στην επίσκεψη του “πλανητάρχη” Κλίντον;
-Άραγε ήταν μονάχα αυτόνομοι και αυτόνομες εκείνοι/ες που ήδη από το 2001 προπαγάνδιζαν και τήρησαν το “μακριά από τη Γένοβα, τη Θεσσαλονίκη και τα χάπενινγκς της αντιπαγκοσμιοποίησης”;
-Άραγε ήταν μονάχα αυτόνομοι και αυτόνομες εκείνοι/ες που ανακήρυξαν σε κύριο εχθρό τον αντιιμπεριαλισμό και πιο συγκεκριμένα τον αντιαμερικανισμό μιλώντας για το «αντιαμερικάνικο ελληνικό κράτος»;
-Άραγε ήταν μονάχα αυτόνομοι και αυτόνομες εκείνοι/ες που έλεγαν ασυναρτησίες πως «ο αντιιμπεριαλισμός αθωώνει την ντόπια αστική τάξη και μεταθέτει την ταξική πάλη μακριά»; Και κάπου εδώ να θυμίσουμε πως η ιταλική Αυτονομία (όπως και ο ΕΛΑ κι άλλες αυτόνομες κομμουνιστικές ομάδες στην Ελλάδα) συμμετείχαν ενεργά στην αντιιμπεριαλιστική πάλη, χωρίς να διαχωρίζουν τεχνητά τον αντιιμπεριαλισμό από τον αντικαπιταλισμό. Άλλωστε, κομμουνιστικό αντιιμπεριαλιστικο είναι το σύνθημα «Ο εχθρός βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα», που είναι της μόδας να διαστρεβλώνεται -με τόσο βάναυσο τρόπο- από μικροαστούς διανοούμενους, αποκομμένο από το ευρύτερο πλαίσιο της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό [3].
-Άραγε ήταν μονάχα αυτόνομοι και αυτόνομες εκείνοι/ες που (από τα μέσα του ’90 κι έπειτα) μετέτρεψαν σε “ακλόνητο δόγμα” τις αντιεμπορευματικές πρακτικές έκφρασης και δημιουργίας;
-Άραγε ήταν μονάχα αυτόνομοι και αυτόνομες εκείνοι/ες που θεώρησαν ως μη-απελευθερωτικό κάθε πολιτικό λόγο που δεν περιστρέφεται γύρω από το πέρασμα της ατζέντας από την “πολιτική των αναγκών” σ’ εκείνη “των επιθυμιών και των ταυτοτήτων”, της “κοινωνικής αναπαραγωγής των σχέσεων εξουσίας” και των “νησίδων ελευθερίας”;
-Άραγε ήταν μονάχα αυτόνομοι και αυτόνομες όσοι/ες μετά το τρομοκαλοκαίρι του 2002 απαξίωναν τους πολιτικούς κρατούμενους της 17Ν και του ΕΛΑ, χαρακτηρίζοντας περιπαικτικά “κύριους” όσους ανάμεσα τους είχαν αναλάβει την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής τους στις εν λόγω οργανώσεις;
-Άραγε ήταν μονάχα αυτόνομοι και αυτόνομες όσοι/ες χαρακτήριζαν “μεθυσμένους” τους αναρχικούς/ες-αντιεξουσιαστές/τριες που στις 24/12/2004 είχαν επιτεθεί στο ΑΤ του Αγίου Παντελεήμονα;
-Άραγε ήταν μονάχα αυτόνομοι και αυτόνομες όσοι/ες το χειμώνα του 2006 είχαν χαρακτηρίσει “οπλισμένους αστακούς” τον πολυτραυματία συλληφθέντα Γιάννη Δημητράκη και τους άλλους 3 αναρχικούς που κυνηγήθηκαν για χρόνια ανηλεώς και βαφτίστηκαν από τα αστυνομικά παπαγαλάκια ως “ληστές με τα μαύρα”;
– Άραγε ήταν μονάχα αυτόνομοι και αυτόνομες όσοι/ες (ήδη από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα) απαξίωναν και στηλίτευαν ως “γραφειοκρατικές-σωματεμπορικές” τις πρώτες απόπειρες αναρχικών για ένα συνδικαλισμό βάσης, με τη συγκρότηση πρωτοβάθμιων σωματείων σε εργασιακούς κλάδους (όπως π.χ. σ’ εκείνον των εργαζόμενων οδηγών δικύκλου);
– Άραγε ήταν μονάχα αυτόνομοι και αυτόνομες όσοι/ες από τον Όλυμπο της καθαρής “εργατικής” ανάλυσής τους, απαξίωναν τις ταραχές των πρωτομνημονιακών καιρών (2010-12), έσπαγαν πλάκα με τους “αγανακτισμένους αντιμερκελιστές” και συμβούλευαν “μακριά από τις αντιμνημονιακές πάνω-κάτω “πλατείες” του Συντάγματος και των διαταξικών-λαϊκιστικών συνελεύσεων”;
– Άραγε ήταν μονάχα αυτόνομοι και αυτόνομες όσοι/ες από τον antifa άμβωνά τους, κινδυνολόγησαν, προβοκατορολόγησαν και καταδίκασαν την εκτέλεση των δύο χρυσαυγιτών τον Νοέμβρη του 2013 στο Ν. Ηράκλειο, σε αντίποινα για τη δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα;
– Άραγε ήταν μονάχα αυτόνομοι και αυτόνομες όσοι/ες ασπαζόμενοι/ες τα μεταμοντέρνα θέσφατα εφάρμοσαν την εξουσιαστική αρχή της συλλογικής ευθύνης χαρακτηρίζοντας συλλήβδην τους έλληνες “ρατσιστές, βιαστές μικροαστούς, νοικοκυραίους, εθελόδουλους κ.λπ.”, πιθηκίζοντας τα εισηγμένα (από το βερολινέζικο cafe Morgeland) ιδεολογήματα του φιλοσιωνιστικού “αντιγερμανισμού”, αυτοχαρακτηριζόμενοι/ες ως “ανθέλληνες” και λερώνοντας τους τοίχους με το κατάπτυστα αντιπρολεταριακό “σκατά στον έλληνα εργάτη”;
…
Αν και μπόλικα, τα (διόλου ρητορικά) ερωτήματα που θα μπορούσαν να προστεθούν είναι ακόμα αρκετά. Παρ’ όλα αυτά θεωρούμε ότι είναι αρκούντως ενδεικτικά για την κατάδειξη των στρεβλώσεων και των μερικοτήτων της ψευδούς συνείδησης που έχουν σαρώσει τις κοινωνίες, τα κινήματα και τους “ανατρεπτικούς” φιλελευθεριακούς κύκλους των ζοφερών καιρών μας.
Από την πλευρά μας, εξακολουθούμε να είμαστε ανάμεσα σ’ εκείνους και εκείνες που θεωρούν αναντίρρητο το γεγονός πως “για να μπορέσουμε να φτάσουμε κάποτε να ζήσουμε σε έναν κόσμο ελεύθερων και ίσων πρέπει πρώτα -και εντελώς κοινότυπα- να μπορούμε να ζήσουμε” [4]. Αν κάτι θεωρούμε βέβαιο, είναι το γεγονός ότι (εδώ που έχουμε φτάσει…) τα πάντα χρήζουν εξήγησης. Ακόμαι και τα στοιχειωδώς αυτονόητα. Εν μέσω πανδημίας και καραντίνας αλλά και στην “επόμενη μέρα”, οι χειροπιαστές απαντήσεις στα δυσάρεστα ερωτήματα της πραγματικότητας (που δυστυχώς συνεχίζει να υπάρχει…), δίνονταν, δίνονται και θα εξακολουθήσουν να δίνονται εκεί έξω…
Όποιος ζήσει θα δεί…
Προλετάριοι-Προλετάριες “χωρίς Αυτονομία” και με Μνήμη
Αθήνα, Απρίλης 2020
ΥΓ: Όπως έλεγε και μια παλιά παροιμία των μητροπολιτικών ινδιάνων: Ακόμα και ο πιο νηφάλιος μαλάκας μπορεί να ζει σε bad trip…
Σημειώσεις-Παραπομπές
[1] Στον αντίποδα της συγκεκριμένης αλλά και παρεμφερών επικίνδυνων α-νοησιών με τις οποίες “κάψαμε” τα μάτια μας κατά τη διάρκεια της εξελισσόμενης πανδημίας και καραντίνας, θεωρούμε σημαντικό να επισημάνουμε το κείμενο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις κινήσεις για την Ταξική Αυτονομία με τίτλο “Να σταθούμε όρθιοι και όρθιες σ’ έναν κόσμο που γυρίζει ανάποδα” [https://athens.indymedia.org/post/1604236/ ] καθώς και το κείμενο “Η πανδημία ως σύμπτωμα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης του συστήματος” της Ταξικής Αντεπίθεσης (Ομάδα Αναρχικών και Κομμουνιστών) [ https://taksiki–antepithesi.espivblogs.net/archives/2148 ]
[2] από την εισήγηση της Προλεταριακής Πρωτοβουλίας (μέλος του κινηματικού εκδοτικού εγχειρήματος Los Solidarios) στην εκδήλωση “Το ιταλικό μωσαϊκό της Αυτονομίας τη δεκαετία του ‘70” στα πλαίσια του 1ου Παγκρήτιου Ελευθεριακού Φεστιβάλ Βιβλίου, Ρέθυμνο, Μάης 2018. Συνδιοργάνωση:Laboratorio Influenza, συλλογικότητα Azadi και Αναρχική συλλογικότητα Οκτάνα. Πηγή: prolprot.espivblogs.net
[3] Άραγε πόσο φτωχότερες θα ήταν οι ιδέες και οι πρακτικές της διεθνούς επαναστατικής ιστορίας, δίχως τους αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες και τα απελευθερωτικά κινήματα στις καπιταλιστικές μητροπόλεις και περιφέρειες; Χωρίς τα “10-100-1000 Βιετνάμ” (τότε που οι αυτόνομοι στην Ιταλία, με αφορμή την επίθεση στο Τετ την έπεφταν σε αμερικάνικους στόχους και προσπάθησαν να εισβάλλουν στην πρεσβεία των ΗΠΑ στη Ρώμη), χωρίς τους Τουπαμάρος, τους Μαύρους Πάνθηρες, τις ένοπλες οργανώσεις στην καρδιά της ιμπεριαλιστικής μητρόπολης σε Ευρώπη και ΗΠΑ; Πόσο φτωχότερη θα ήταν η κινηματική μας εμπειρία χωρίς τους αντιαποικιακούς αγώνες, χωρίς τα ιθαγενικά “ινδιάνικα” κινήματα, χωρίς το κίνημα της Μαύρης Χειραφέτησης στις ΗΠΑ, χωρίς το κίνημα ενάντια στο απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, χωρίς το κίνημα ενάντια στην κατοχή της Παλαιστίνης;
Κινήματα που μπήκαν στο μικροσκόπιο του πρωτοκοσμικού μικροαστικού διανοουμενισμού για να κριθούν ως “αποτυχημένα”, επειδή υπήρξαν στην πραγματική ζωή με τις αντιφάσεις της και όχι στα “καθαρά” πειραματικά ιδεοληπτικά εργαστήρια. Αυτά τα κινήματα, με τα σωστά και τα στραβά τους, αποτέλεσαν σάρκα από τη σάρκα της ανθρώπινης ανταρσίας ενάντια στην καταπίεση και αλληλοδιαπλέκονται με τον διαρκή αγώνα για την αταξική κοινωνία. Όπως γράφει και η Assata Shakur στην αυτοβιογραφία της: «Κάθε κοινότητα που σοβαρά ενδιαφέρεται για την ελευθερία της πρέπει να ενδιαφέρεται εξίσου και για την ελευθερία όλων των λαών. Η νίκη των καταπιεσμένων παντού στον κόσμο είναι μια νίκη για τον Μαύρο λαό. Κάθε φορά που κόβεται ένα πλοκάμι του ιμπεριαλισμού, ερχόμαστε πιο κοντά στην απελευθέρωση (…) Ο ιμπεριαλισμός είναι ένα διεθνές σύστημα εκμετάλλευσης και εμείς, ως επαναστάτες, πρέπει να είμαστε διεθνιστές για να τον νικήσουμε».
(εκδόσεις antifa sisterhood, Αθήνα, Οκτώβρης 2016).
[4] από τις “Σημειώσεις από τη βόρεια Ιταλία για την εξελισσόμενη πανδημία” από συντάκτες του macerie.org και άλλους συντρόφους στο Τορίνο. Πηγή στα ελληνικά: prolprot.espivblogs.net