Aθήνα, 22 Απριλίου 2021: συστοιχία μαχητικών αεροσκαφών Rafale 4ης γενιάς στον αττικό ουρανό, στα πλαίσια της στρατιωτικής “πολυεθνικής άσκησης μεσαίας κλίμακας Ηνίοχος 2021”. Ή αλλιώς: οι ΝΑΤΟϊκές πρόβες πολέμου που πάνω από τα κεφάλια μας γυρίζουν, γυρίζουν, γυρίζουν…
Αναδημοσίευση κειμένου του φίλου και συντρόφου, πολιτικού κρατούμενου Πολύκαρπου Γεωργιάδη, προφυλακισμένου από το Σεπτέμβρη του 2020 στις φυλακές Λάρισας | Σχεδιασμοί γεωστρατηγικής αναβάθμισης και πολεμική προπαρασκευή του ελληνικού κράτους.
Μέρος πρώτο: Η στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ και η δημιουργία ενός φιλοδυτικού Άξονα στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Εισαγωγή
Μέσα σ’ ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον οξυμένων ανταγωνισμών, παγκοσμίων ανακατατάξεων ισχύος και εύθραυστης ισορροπίας τρόμου, το ελληνικό κράτος ακολουθεί τη δική του πολιτική επιθετικότητα (έστω και υποβασταζόμενη). Ως μεσίτης της ντόπιας αστικής τάξης συμμετέχει -στο βαθμό που αντιστοιχεί στην ισχύ του- στην πάλη για το «διαμελισμό» της Μεσογείου σε ζώνες επιρροής. Στον ανταγωνισμό του με την Τουρκία, το ελληνικό κράτος δεν διστάζει να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο πολεμικής εμπλοκής και γενικευμένης αιματοχυσίας ανάμεσα στους δύο λαούς. Άλλωστε, τα συνεχή μπρα ντε φερ και οι ανακατατάξεις οικονομικής και εξωοικονομικής ισχύος αργά ή γρήγορα αντανακλώνται και στο πεδίο της στρατιωτικής ισχύος και στην προσπάθεια εξεύρεσης ζωτικών χώρων για το κεφάλαιο με πολεμικούς όρους. Υπό το πρίσμα του έρποντος παγκόσμιου πολέμου για το ξαναμοίρασμα των αγορών και τον έλεγχο των πηγών ενέργειας και των οδών μεταφοράς θα πρέπει να δούμε και τον ελληνοτουρκικό αστικό ανταγωνισμό και τις πολεμικές ιαχές που ακούγονται και από τις δύο πλευρές. Και ακολούθως να εντάξουμε την ένταση του μιλιταρισμού σε Ελλάδα και Τουρκία στην παγκόσμια τάση γενικευμένου υπερεξοπλισμού, όπως δείχνουν και τα στοιχεία του Ινστιτούτου Ερευνών για τη Διεθνή Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI). Το 2019 οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες ανήλθαν σε 1,91 τρισεκατομμύρια δολάρια, με βασική αιτία ανόδου την αύξηση της πολεμικής προετοιμασίας των δύο μεγαλύτερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων του πλανήτη (ΗΠΑ και Κίνα). Όπως αναφέρει το SIPRI: «Οι παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή την άνοδο ήταν η αύξηση των δαπανών των ΗΠΑ την τελευταία δεκαετία, που πραγματικά ώθησε το παγκόσμιο σύνολο ακόμα πιο πάνω, και επίσης η συνεχιζόμενη άνοδος και ανάδυση της Κίνας και της Ινδίας που συγκαταλέγονται πλέον στις τρείς χώρες με τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες στον πλανήτη». Το χάσμα, βεβαίως, των ΗΠΑ με τις υπόλοιπες χώρες εξακολουθεί να είναι τεράστιο, καθώς το αμερικανικό κράτος καλύπτει το 38% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, ενώ η Κίνα ακολουθεί με το 14%. Οι 29 χώρες του ΝΑΤΟ καλύπτουν περισσότερο από το 50% των παγκόσμιων εξοπλιστικών δαπανών, ενώ οι βασικότεροι εξαγωγείς όπλων για την περίοδο 2015-2019 ήταν οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Κίνα (1). Τέλος, 9 είναι τα κράτη που κατέχουν πυρηνικά όπλα, με τη Ρωσία και τις ΗΠΑ να διαθέτουν το 90% των πυρηνικών κεφαλών (2). Από τον Οκτώβριο του 2018 οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη “Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Μέσου Βεληνεκούς”, που είχε υπογραφτεί το 1987 με την ΕΣΣΔ.
Αυτή η κούρσα εξοπλισμών αναμένεται να μετριαστεί λόγω της υπερσυσσώρευσης χρεών και των δημοσιονομικών εκτροχιασμών των ανεπτυγμένων κρατών, καθώς η υγειονομική/οικονομική κρίση δημιούργησε συνθήκες έκτακτης ανάγκης για την καπιταλιστική οικονομία. Ωστόσο, η γενική κατεύθυνση είναι σαφής: η όξυνση των ανταγωνισμών ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος δημιουργεί και την ακόλουθη ανάγκη για ενδυνάμωση της στρατιωτικής τους ισχύος, με ορατό τον κίνδυνο ξεσπάσματος γενικευμένου αιματοκυλίσματος. Και μέσα σ’ αυτή την παγκόσμια αρένα συμφερόντων το ελληνικό κράτος δεν είναι “ουδέτερο” ή “Νησίδα σταθερότητας”, αλλά παίρνει κι αυτό θέση μάχης.
«Είμαστε έτοιμοι να τα κάνουμε όλα Κούγκι για την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων» (δηλαδή για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης). Αυτή η πολεμική ιαχή ακούστηκε από τον στρατηγό εν αποστρατεία και βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, Νίκο Μανωλάκο, ο οποίος συμπλήρωσε σε συνέντευξή του στην ΕΡΑ1, πως βασικός κυβερνητικός στόχος είναι η ενδυνάμωση του πεδίου ισχύος του ελληνικού κράτους σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο: «Στις ένοπλες δυνάμεις υπάρχουν εξελίξεις που ακόμα δεν μπορείτε να τις δείτε». Ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας και πρώην επίτροπος Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας της Ε.Ε. δήλωσε για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις: «Οι διεθνείς διαφορές διευθετούνται με τρεις τρόπους. Ή με απευθείας συνομιλίες ή μέσω διεθνούς διαιτησίας ή τέλος με πόλεμο. Εκεί που οδηγηθήκανε τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις μας, καλούμεθα να απαντήσουμε σε ένα ερώτημα: διάλογος ή σύγκρουση». Ταυτόχρονα, ο υπουργός Εθνικής “Αμύνης”, Νίκος Παναγιωτόπουλος, παραδέχθηκε πως στην παρατεταμένη ελληνοτουρκική κρίση του καλοκαιριού του 2020 οι δύο χώρες έφτασαν τρεις φορές κοντά στο ξέσπασμα θερμού επεισοδίου με καθολική κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεών τους. Λίγους μήνες αργότερα είδαμε την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών ανάμεσα στα δύο κράτη, οι οποίες είχαν διακοπεί μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν το 2016, το οποίο χρεώνεται από την τουρκική πλευρά σε αμερικανικό δάχτυλο. Ταυτόχρονα ξεκινάει και ο διάλογος για το κυπριακό υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, που βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή εξ αιτίας τόσο της επιμονής του καθεστώτος Ερντογάν για διχοτόμηση του νησιού με λύση δυο κρατών όσο και της σημαντικής γεωστρατηγικής και ενεργειακής σημασίας του νησιού, που χαρακτηρίζεται ως το “περιφερειακό αεροπλανοφόρο της Δύσης”.
Παρατηρούμε λοιπόν μια διαδικασία μακρόσυρτων διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις δύο αστικές τάξεις, οι οποίες περιλαμβάνουν τόσο τη διπλωματική “ήπια ισχύ” (π.χ. η απελπισμένη προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης ώστε να επιβάλλει η Ε.Ε. κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας), όσο και την πολεμική προετοιμασία. Μια τυχαία ή προσχεδιασμένη σύγκρουση στην Ανατολική Μεσόγειο ή στο Αιγαίο ενδεχομένως να έχει απρόβλεπτες συνέπειες, καθώς οι δύο αστικές τάξεις σαν έτοιμες από καιρό είναι πλήρως προετοιμασμένες για το σενάριο της διευθέτησης των διαφορών τους μέσω πολεμικής σύγκρουσης. Το φιλειρηνικό προφίλ που οικοδομεί το ελληνικό κράτος είναι ακόμα μια επικοινωνιακή απάτη, αφού μετά την κρίση των Ιμίων έχει υιοθετήσει ως αποτρεπτικό δόγμα την πολιτική της “ευέλικτης ανταπόδοσης” εκφράζοντας την πρόθεση απάντησης σε οποιαδήποτε επιθετική (εντός ή εκτός εισαγωγικών) κίνηση της Τουρκίας με τη δημιουργία ισοδύναμου τετελεσμένου. Η διολίσθηση, όμως, σε μια πολεμική διαπραγμάτευση κουβαλά κινδύνους πλήρους επικράτησης της βαρβαρότητας, αφού το ελληνικό κράτος έχει ανασύρει από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου τη στρατηγική της Αμοιβαίας Εξασφαλισμένης Καταστροφής (Mutual Assured Destruction). Από την άλλη, η τουρκική πολεμική μηχανή είναι ακόμα πιο ετοιμοπόλεμη και έμπειρη καθώς δοκιμάζεται σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα με μεγάλες επιτυχίες για λογαριασμό του τουρκικού κεφαλαίου. Η Τουρκία έχει επενδύσει τα τελευταία χρόνια περίπου 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ σε έρευνες υδρογονανθράκων, γεγονός που είναι ενδεικτικό για το ποιες είναι οι πραγματικές αιτίες της ελληνοτουρκικής αστικής σύγκρουσης, οι οποίες κρύβονται κάτω από το μανδύα του “πατριωτισμού”.
Ρόλο διαιτητή στη σύγκρουση παίζουν οι ΗΠΑ, οι οποίες ανησυχούν πως μια υλική ρήξη στις σχέσεις των δυο νατοϊκών συμμάχων θα ενδυναμώσει το ρόλο της Ρωσίας: «Αν θα υπάρξει οποιαδήποτε κλιμάκωση, οι μόνοι που θα επωφελούντο από αυτή, θα ήταν οι αντίπαλοί μας. Ο νικητής θα είναι ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Είναι αυτοί που αντιτίθενται στην ευρωατλαντική κοινότητα με τις αξίες και τις αρχές που αυτή και οι θεσμοί της αντιπροσωπεύει» (συνέντευξη του Τζέφρι Πάιατ στο Mega, Μάιος του 2020). Τον Ιούλιο του 2020 ο τότε βοηθός υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάθιου Πάλμερ, δήλωσε σχετικά: «Επικεντρωνόμαστε στην Ανατολική Μεσόγειο ως περιοχή αυξανόμενης στρατηγικής σημασίας και στρατηγικού ανταγωνισμού. Οι Ρώσοι είναι εκεί. Οι Κινέζοι είναι εκεί. Και σε περιφερειακό επίπεδο οι Ιρανοί είναι εκεί. Θέλουμε οι ΗΠΑ να είναι εκεί και να ανταγωνίζονται για θετική επιρροή […] Αυτή είναι μια περιοχή με σημαντικό στρατηγικό περιεχόμενο για τις ΗΠΑ. Δεσμευόμαστε να εμβαθύνουμε και να ενισχύσουμε τις εταιρικές σχέσεις ασφαλείας και τις ευρείες σχέσεις που έχουμε σε ολόκληρη την περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και με τους συμμάχους μας, όπως η Τουρκία, η Ελλάδα, το Ισραήλ και άλλα κράτη στην περιοχή» (3).
Το ελληνικό κράτος, παρά την οικονομική του χρεωκοπία, αποπειράται να εξισορροπήσει το ισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος με τον προγραμματισμό -εν μέσω πανδημίας- ενός κοστοβόρου εξοπλιστικού προγράμματος ύψους 10-12 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο εξήγγειλε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην ομιλία του στο Thessaloniki Helexpo Forum, τον Σεπτέμβριο του 2020. Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, σκοπός του υπερεξοπλισμού είναι η απάντηση στην “τουρκική προκλητικότητα” μέσω του πολλαπλασιασμού της ισχύος, της λειτουργικότητας και της αποτελεσματικότητας των ελληνικών όπλων: «Ήρθε η ώρα να ενισχύσουμε τις ένοπλες δυνάμεις ως παρακαταθήκη για την ασφάλεια της χώρας». Στο πλαίσιο αυτό προανήγγειλε την αγορά 18 γαλλικών αεροσκαφών Rafale (12 μεταχειρισμένα και 6 του κουτιού), 12-24 αμερικανικών F35, 4 φρεγατών (με ταυτόχρονη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό των ήδη υπαρχόντων), 4 ελικόπτερα Romeo, πυραύλων αέρος-αέρος meteor, πυραύλων Scalp και Exocet, την αναβάθμιση 84 F16 σε κατηγορία Viper (η οποία υπολογίζεται να ολοκληρωθεί το 2027 και να κοστίσει πάνω από 1 δισ. δολάρια), την πρόσληψη 15.000 επαγγελματιών οπλιτών και την ενίσχυση της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας. Ενδεικτικός της πολεμικής προπαρασκευής του ελληνικού κράτους εν μέσω υγειονομικής κρίσης, είναι ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2021, ο οποίος προβλέπει μείωση των δαπανών για την υγεία κατά 572 εκατομμύρια ευρώ(4) και ταυτόχρονη θεαματική αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών, παρότι το ΑΕΠ της χώρας βυθίστηκε στα 162,7 δισ. ευρώ, χάνοντας 20 δισ. ευρώ σε ένα έτος. Απ’ αυτόν τον πακτωλό χρημάτων (5,5 δισ. ευρώ για το 2021), τα 2,5 δις αφορούν την αγορά Rafale, τα οποία ήδη έχουν αρχίσει να ενσωματώνονται στην πολεμική μηχανή του ελληνικού κράτους με τη διεξαγωγή της άσκησης “Σκύρος 2021” (Φεβρουάριος 2021), η οποία χαρακτηρίστηκε ως: «μήνυμα στην Άγκυρα». Κατά τη διάρκεια της ψήφισης της αγοράς των Rafale από το ελληνικό κοινοβούλιο, ο υπουργός “Άμυνας” μίλησε για συνολική προσπάθεια επαύξησης της μαχητικής ικανότητας του ελληνικού στρατού, η οποία θα είναι διαρκής και εντατική: «Είναι μια εθνική υπόθεση κυριολεκτικά, που καθίσταται επιτακτική λόγω της παρούσης γεωπολιτικής κατάστασης, με τις πολλές και σύνθετες προκλήσεις και απειλές στην ευρύτερη περιοχή μας». Αξίζει να σημειωθεί η διακομματική συναίνεση, με τον ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικεί το δικό του μερίδιο στο χτίσιμο της πολιτικής αυτής: «Οι σχέσεις με το Ισραήλ, με την Αίγυπτο ή με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα χτίστηκαν κατά 90% στα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και οι σχέσεις με τη Γαλλία χτίστηκαν στα χρόνια τα δικά μας». (δηλώσεις του εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ, Γ. Τσίπρα).
Ωστόσο, οι υπερεξοπλισμοί αυτοί δεν μπορούν να ανατρέψουν τον ελληνοτουρκικό συσχετισμό δύναμης. Έτσι κι αλλιώς, πάγιο δόγμα της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή είναι η πάση θυσία αποφυγή της απόκτησης στρατιωτικής υπεροχής κάποιας από τις δύο χώρες έναντι της άλλης και η διατήρηση μιας ισορροπίας δύναμης υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ. Η Τουρκία, παρά την οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει και παρά τις διαρκείς τριβές στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, παραμένει μια πολύ ισχυρή περιφερειακή δύναμη με βλέψεις πλανητικής ακτινοβολίας. Η κυβερνητική προπαγάνδα περί “απομονωμένης” Τουρκίας είναι σαφώς μια γελοιότητα που εντάσσεται στο πλαίσιο της αντιμετώπισης υπαρκτών ζητημάτων μέσα από την κατασκευή μιας γιγαντιαίας επικοινωνιακής φούσκας (καταδικασμένης να σκάσει θορυβωδώς). Το τουρκικό κράτος εδώ και χρόνια έχει προχωρήσει σε μια μεθοδική αύξηση των συντελεστών ισχύος του, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στους τομείς της στρατιωτικής ικανότητας, του στρατηγικού σχεδιασμού και της πολιτικής βούλησης, όπως περιγράφεται από το λεγόμενο δόγμα Νταβούτογλου. Η τουρκική οικονομία ανήκει στις 20 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη και συμμετέχει στους G20, ενώ ο στρατός της είναι από τους ισχυρότερους της ΝΑΤΟϊκής συμμαχίας. Το ΝΑΤΟ ανέθεσε στην Τουρκία για το 2021 τη διοίκηση 6.500 ειδικά εκπαιδευμένων στρατιωτών της Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης, ενώ την ίδια ώρα συσφίγγει τους στρατιωτικούς της δεσμούς με τη Βρετανία(5). Ταυτόχρονα, το τουρκικό κράτος προχωρά σε φιλόδοξες απόπειρες ενεργειακής και εξοπλιστικής αυτάρκειας:
-Στο πρώτο πεδίο φιλοδοξεί να εγκαταστήσει σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με πυρηνική τεχνολογία, με τον πυρηνικό σταθμό στο Ακούγιου να είναι υπό κατασκευή και να αναμένεται η λειτουργία του από το 2023. Βασική επιδίωξη της Τουρκίας είναι η διέλευση αγωγών φυσικού αερίου από το έδαφός της, με σκοπό τη λήψη μεριδίου του διερχόμενου αερίου για την κάλυψη των τεράστιων ενεργειακών της αναγκών. Σκοπός της είναι να εκμεταλλευτεί την προνομιακή γεωγραφική της θέση για τον έλεγχο «σχεδόν όλων των εναλλακτικών και μη οδών μεταφοράς του αερίου από την Κασπία και τη Μέση Ανατολή και τη Ρωσία προς την Ευρώπη, ενώ επιπρόσθετα συνεχίζει να επιδιώκει την υλοποίηση και άλλων παρόμοιων έργων μεταφοράς αερίου προς την Ευρώπη πχ από το Ιράκ, το Κατάρ, ακόμη και από τη ΝΑ Μεσόγειο μέσα από την επικράτειά της».(6)
-Στο δεύτερο πεδίο, η Τουρκία επιδιώκει την απεξάρτησή της από τις ξένες πολεμικές βιομηχανίες και την ενδυνάμωση της δικής της, υλοποιώντας πρόγραμμα κατασκευής εθνικού πολεμικού πλοίου και εθνικού τυφεκίου και ετοιμάζοντας με τη βοήθεια της Ιταλίας και της Ισπανίας την κατασκευή του αεροπλανοφόρου ANADOLU. Επιπλέον, τα εξοπλισμένα drones τουρκικής κατασκευής θεωρούνται επιτυχημένα σε διάφορα θέατρα στρατιωτικών επιχειρήσεων (Συρία, Λιβύη, Αζερμπαϊτζάν)(7). Τα drones “Μπαϊρακτάρ”, μάλιστα, κατασκευάστηκαν από την Τουρκία με βρετανική τεχνολογική βοήθεια. Μέσα σε λίγα χρόνια η τουρκική πολεμική βιομηχανία κατάφερε να αυξήσει θεαματικά τη συμμετοχή της στον εξοπλισμό των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας από το 20% στο 65%. Παράλληλα, αυξάνει το μερίδιό της στις εξαγωγές όπλων, καταλαμβάνοντας τη 14η θέση παγκοσμίως. Κι όλα αυτά παρά τις κυρώσεις που επέβαλαν οι ΗΠΑ εξαιτίας της αγοράς από τη Ρωσία των αντιαεροπορικών συστημάτων S-400 (8).
Τέλος, η “απομονωμένη” Τουρκία έχει πολύπλευρη οικονομική, διπλωματική και στρατιωτική παρουσία και ερείσματα σε πλήθος χωρών (Αζερμπαϊτζάν, Κύπρος, Συρία (9), Λιβύη, Ιράκ, Κατάρ, Αλγερία, Τυνησία, Αλβανία, Αφγανιστάν, Παλαιστίνη, Ουκρανία, Σομαλία κλπ). Είναι σαφές, λοιπόν, πως δεν αρκεί μονάχα η αγορά μερικών όπλων από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία ώστε η Ελλάδα να αντισταθμίσει την τουρκική υπεροχή. Το ελληνικό κράτος προσπαθεί να καλύψει την απόσταση που το χωρίζει από τον βασικότερό του εχθρό (και ταυτόχρονα ΝΑΤΟϊκό σύμμαχο)(10) και να αναβαθμιστεί γεωστρατηγικά στην περιοχή των Βαλκανίων, της ΝΑ Μεσογείου και της Β. Αφρικής με μια σειρά διπλωματικών, οικονομικών και στρατιωτικών κινήσεων οι οποίες βρίσκονται σε σχέση αλληλοδιαπλοκής και αλληλοδιείσδυσης. Δύο βασικοί πυλώνες της πολιτικής αυτής είναι:
-Η πλήρης υπαγωγή της οικονομικής, ενεργειακής διπλωματικής και στρατιωτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους στις επιδιώξεις των μεγάλων δυνάμεων του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού (και κυρίως σ’ αυτές των ΗΠΑ). Σε αντίθεση με την Τουρκία που διαθέτει το εκτόπισμα ώστε να ακολουθεί πολυπαραγοντική εξωτερική πολιτική, κάνοντας ασκήσεις ισορροπίας ανάμεσα στις ΗΠΑ, την ΕΕ και τη Ρωσία, τα περιθώρια του εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού είναι περιορισμένα. Η μετατροπή του ελληνικού κράτους σε “γεωπολιτικό μεντεσέ”, σε προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ και η πρόσδεση στο άρμα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για τη γεωστρατηγική αναβάθμισή του. Επιπλέον, η Ελλάδα καλείται να παίξει το ρόλο του αναχώματος στην “κακοήθη ρωσική και κινεζική επιρροή” και εν ανάγκη να πάρει τα ρίσκα ακόμα και για απόκτηση νέων εχθρών (11). Η τυχοδιωκτική αυτή πολιτική βάζει τη χώρα στη δίνη ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και μετατρέπει το ελληνικό έδαφος σε πιθανό στόχο, καθώς Ρωσία και Ιράν έχουν προειδοποιήσει πως αν απειληθεί η ασφάλειά τους θα προχωρήσουν σε πυραυλικά χτυπήματα εναντίον αμερικανικών βάσεων σε οποιαδήποτε χώρα.
-Η δημιουργία συμμαχιών και πολεμοκάπηλων αξόνων με κράτη της ευρύτερης περιοχής, υπό την προστασία και την καθοδήγηση των ΗΠΑ (και δευτερευόντως της Γαλλίας). Κεντρικό ρόλο σ’ αυτές τις επιδιώξεις παίζει η στρατηγική συμμαχία μες το Ισραήλ, μέσα από την οποία το μεν Ισραήλ αποκτά στρατηγικό βάθος και ανοίγει δίοδο για μεταφορά ενέργειας στην Ευρώπη και η δε Ελλάδα αυξάνει τους συντελεστές ισχύος της για να αντισταθμίσει την τουρκική υπεροχή. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα προχωρά στη δημιουργία “συνασπισμών ευκολίας” με εκείνα τα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα που εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ, στο πλαίσιο των αμερικανικών σχεδιασμών για τη Νέα Μέση Ανατολή.
Στο πρώτο μέρος του κειμένου θα εξετάσουμε αρκετές από τις όψεις της ελληνοϊσραηλινής στρατηγικής συμμαχίας, ενώ θα ακολουθήσει κι ένα δεύτερο μέρος που θα εξετάσει το πλαίσιο των σχέσεων του ελληνικού κράτους με τις ΗΠΑ.