Σχετικά με τις εκδηλώσεις για την Παλαιστινιακή Αντίσταση (πολιτική επιθεώρηση ΜΟΛΟΤ)

Η πολιτική επιθεώρηση ΜΟΛΟΤ (συμμετέχοντας στο κινηματικό εκδοτικό εγχείρημα Los Solidarios), σε συνεργασία με συντρόφισσες και συντρόφους από διάφορες πόλεις της Ελλάδας, με φυλακισμένους αγωνιστές, αλλά και με συντρόφους στο εξωτερικό (Χώρα των Βάσκων, Ιταλία, Τουρκία), από τις 22 Ιανουαρίου ξεκινούν τη διοργάνωση μιας σειράς εκδηλώσεων και βιβλιοπαρουσιάσεων με αφορμή την έκδοση του βιβλίου “Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης: κείμενα και συνεντεύξεις” . Ο πρώτος κύκλος των εκδηλώσεων θα γίνει στο τριήμερο 22-24 Ιανουαρίου στο Βόλο (κατάληψη Ματσάγγου), την Καρδίτσα (Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι) και τη Λάρισα (κοινωνικός χώρος paratod@s).

Παρ’ ότι θεωρούμε πως οι εκδόσεις βιβλίων και οι αντίστοιχες εκδηλώσεις έχουν μια αυταξία ούτως ή άλλως, ως πολιτικά υποκείμενα επιδιώκουμε να πετύχουμε κάτι παραπάνω. Η έκδοση του βιβλίου για την ιστορική αυτή οργάνωση της παλαιστινιακής αντίστασης και η ακόλουθη σειρά των εκδηλώσεων δεν έρχονται απλώς να εμπλουτίσουν τις βιβλιοθήκες και τις γνώσεις μας. Επιδιώκουμε να μετατραπούν σε ένα σινιάλο διεθνιστικής αλληλεγγύης στον δοκιμαζόμενο παλαιστινιακό λαό και στις οργανώσεις του, που αντιστέκονται με κάθε μέσο ενάντια στις κατοχικές δυνάμεις του ισραηλινού κράτους-απαρτχάιντ. Η συνεχιζόμενη αντίσταση του παλαιστινιακού λαού, κάτω από αντίξοες συνθήκες και με αντίπαλο μια από τις μεγαλύτερες και πιο αδίστακτες στρατιωτικές μηχανές του πλανήτη, είναι ένας φάρος για τους λαούς ολόκληρου του κόσμου. Μέσα από του χιλιάδες νεκρούς και φυλακισμένους, πάνω στα ερείπια και την καταστροφή στη γη της Παλαιστίνης, φυτρώνει η ελπίδα. Η ελπίδα πως η πεισματική αντίσταση δεν μπορεί να νικηθεί ποτέ, ακόμα κι αν έχεις απέναντί σου την ανίερη συμμαχία του ιμπεριαλισμού και του σιωνισμού. Ο αγώνας του παλαιστινιακού λαού είναι ένας αγώνας για αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη, είναι ο αγώνας για την απελευθέρωση όλων των καταπιεσμένων, όλων των κολασμένων. Όσοι παλεύουμε για μια κοινωνία δίχως τάξεις και εκμετάλλευση, για μια κοινωνία χωρίς αφεντικά και δούλους, πρέπει να παραδειγματιστούμε από την Παλαιστινιακή Αντίσταση και να εντάξουμε τη διεθνιστική μας αλληλεγγύη ως αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτικού μας λόγου και δραστηριότητας.
Σήμερα, η μνημονιακή συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνεργάζεται στενά με το σιωνιστικό καθεστώς, δημιουργώντας τον γεωπολιτικό άξονα Ελλάδας- Κύπρου- Αιγύπτου- Ισραήλ. Οι ψευδεπίγραφοι “αριστεροί” και “αντιιμπεριαλιστές” την ώρα που στήνουν πανηγυράκια για την “αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους” στο κοινοβούλιο, συμμαχούν με ένα από τα πιο αιματοβαμένα κατοχικά καθεστώτα, για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των αφεντικών τους, του εγχώριου και διεθνούς κεφαλαίου. Είναι πολιτικό μας χρέος να αντισταθούμε με κάθε τρόπο σ’ αυτά τα σχέδια γεωστρατηγικής αναβάθμισης του ελληνικού κράτους, να αποτρέψουμε τη συνεργασία της Ελλάδας με τη την αιγυπτιακή χούντα και τους σιωνιστές. Κι αυτό το πολιτικό χρέος μετουσιώνεται σε έμπρακτη αλληλεγγύη προς τον παλαιστινιακό λαό και όλους τους καταπιεσμένους του κόσμου.
ΝΙΚΗ ΣΤΗΝ ΙΝΤΙΦΑΝΤΑ
ΝΙΚΗ ΣΤΑ ΟΠΛΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ

ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ

αναδημοσίευση από Ασύμμετρη Απειλή

Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (εκδόσεις ΜΟΛΟΤ)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

Mια συνοπτική ιστορική αναδρομή του παλαιστινιακού ζητήματος από την ίδρυση του ισραηλινού κράτους μέχρι σήμερα
 
«Οι Παλαιστίνιοι απλά δεν υπάρχουν»
Γκόλντα Μέιρ, ισραηλινή πρωθυπουργός
 
«Υποκλίνομαι λοιπόν μπρος στην παράδοση και την ιστορία των λαών, γιατί είναι το αίμα και η σάρκα, η σκέψη και η θέληση κάθε λαού. Γι αυτό, ειλικρινά, είμαι ο πατριώτης όλων των καταπιεσμένων πατρίδων. Είμαι πατριώτης και διεθνιστής ταυτόχρονα»
Μιχαήλ Μπακούνιν, 1869
 
14 Μαΐου 1948. Μια μέρα πριν λήξει η βρετανική κατοχή στην περιοχή της Παλαιστίνης- Γαλιλαίας, το Ανώτατο Εβραϊκό Συμβούλιο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του Ισραήλ και ο μετέπειτα πρωθυπουργός του Ισραήλ Νταβίντ Μπεν Γκουριόν έγραψε στο ημερολόγιό του: «Στις τέσσερις το απόγευμα ανακηρύχθηκε η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Η μοίρα του βρίσκεται πλέον στα χέρια των Ενόπλων Δυνάμεων».  Την επομένη ξεσπά ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος με συμμετοχή πλήθους χωρών: Αίγυπτος, Ιορδανία, Συρία, Λίβανος, Ιράκ, Υεμένη, Σαουδική Αραβία. Οι ισραηλινοί τον αποκαλούν “πόλεμο της ανεξαρτησίας”, ενώ οι παλαιστίνοι Νάκμπα (Καταστροφή). 750.000 χιλιάδες άνθρωποι (πάνω από το μισό πληθυσμό των παλαιστίνιων τότε) έγιναν πρόσφυγες, διωγμένοι από 531 πόλεις και χωριά. Η Νάκμπα συνδέθηκε στη συλλογική μνήμη του παλαιστινιακού λαού με τον ξεριζωμό, την προσφυγιά και τις μαζικές εκτοπίσεις.  Ως τις 20 Ιουλίου του 1949 ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος λήγει, με το Ισραήλ να επεκτείνεται εδαφικά πέρα από τα σύνορα που χαράχθηκαν με απόφαση του ΟΗΕ το 1947 ενώ το παλαιστινιακό κράτος που πρόβλεπε η ίδια απόφαση έμεινε στα χαρτιά. Το εν λόγω ετεροβαρές ψήφισμα του ΟΗΕ (που εν τέλει ακόμα κι έτσι έμεινε ανενεργό), παραχωρούσε το 56.47%  (που μετατράπηκε σε 77,4% μετά το πέρας του πολέμου) της Παλαιστίνης στους 608 χιλιάδες εβραίους κατοίκους της περιοχής και το 42.88% στους 1,4 εκ παλαιστίνιους. Έτσι, τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας μετατράπηκαν πολύ σύντομα σε θύτες της μακρόχρονης εθνοκάθαρσης του παλαιστινιακού λαού, δημιουργώντας ένα κράτος απαρτχάιντ, αποκλείοντας τους άραβες από κάθε πολιτικό δικαίωμα και αλλοιώνοντας την πληθυσμιακή κατανομή της περιοχής με διαρκείς εποικισμούς. 
 
Ο δεύτερος αραβοϊσραηλινός πόλεμος ξεκίνησε μετά την αγγλογαλλική επέμβαση για την αποτροπή της εθνικοποίησης της διώρυγας του Σουέζ από την κυβέρνηση Νάσερ της Αιγύπτου τον Ιούλη του 1956. Ο Αμπντελ Νασερ, ο οποίος είχε την υποστήριξη των σοβιετικών, απαγόρευσε τη διέλευση των ισραηλινών πλοίων από τη διώρυγα, οι οποίοι απάντησαν με τη στρατιωτική κατάληψη της Χερσονήσου του Σινά. Οι ισραηλινοί τελικά αποχώρησαν μετά την επέμβαση της ΕΣΣΔ (Χρουστσόφ) και των ΗΠΑ (Αϊζενχάουερ).
 
Στις 28 Μαΐου του 1964 η πρώτη Παλαιστινιακή Εθνική Συνδιάσκεψη εξάγγειλε στην Ιερουσαλήμ τη δημιουργία της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), η οποία συσπείρωσε στους κόλπους της διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις και φράξιες, με βασικό στόχο τόσο τον ένοπλο όσο και τον πολιτικό αγώνα ενάντια στη σιωνιστική κατοχή. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε και ο Παλαιστινιακός Εθνικός Στρατός και  από το 1965 οι μαχητές Φενταγίν ξεκινούν τον ανταρτοπόλεμο εναντίον των δυνάμεων κατοχής, χτυπώντας διάφορους ισραηλινούς στόχους. 
 
Στις 5 Ιουνίου του 1967 ξέσπασε ο τρίτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος, γνωστός ως πόλεμος των έξι ημερών, όταν οι ισραηλινοί εξαπέλυσαν ταυτόχρονες “προληπτικές” αεροπορικές επιδρομές εναντίον της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ιορδανίας. Η ισχυρή σιωνιστική πολεμική μηχανή απέσπασε μέσα σε έξι μόλις μέρες τη χερσόνησο του Σινά και τη λωρίδα της Γάζας από την Αίγυπτο, τα υψίπεδα του Γκολάν από τη Συρία και τη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ από την Ιορδανία. Μετά τον πόλεμο των έξι ημερών ξεκίνησε ένας Γολγοθάς για επιπλέον 410.000 παλαιστίνιους, οι οποίοι εγκατέλειψαν τη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη Ποταμού και κατέφυγαν σε προσφυγικούς καταυλισμούς στην Ιορδανία του δυτικόφιλου βασιλιά Χουσεΐν. Ο δικτάτορας της Ιορδανίας, με την ενεργητική υποστήριξη του Ισραήλ, εξαπέλυσε τον Σεπτέμβρη του 1970 ένα κατασταλτικό πογκρόμ εναντίον των προσφυγικών πληθυσμών, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 20.000 περίπου άμαχοι παλαιστίνιοι. Στη συλλογική μνήμη του παλαιστινιακού λαού, η σφαγή αυτή αποτυπώθηκε ως “Μαύρος Σεπτέμβρης”.
Ο τέταρτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος ξέσπασε όταν στις 6 Οκτώβρη του 1973 (ημέρα της εβραϊκής γιορτής του εξιλασμού “Γιομ Κιπούρ”) το Ισραήλ δέχθηκε συντονισμένη επίθεση από την Αίγυπτο και τη Συρία, με στόχο την επανάκτηση των υψιπέδων του Γκολάν και της χερσονήσου του Σινά. Παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό, οι ισραηλινοί βγήκαν νικητές και απ’ αυτόν τον πόλεμο, με τη σύγκρουση να σταματά στις 26 Οκτωβρίου. Ο απόλυτος, όμως, στρατιωτικός και τακτικός αιφνιδιασμός και οι τεράστιες απώλειες της σιωνιστικής πολεμικής μηχανής, φόβισε το Ισραήλ και παρά τη νίκη του το ανάγκασε να προβεί σε ορισμένες παραχωρήσεις. Με τις συμφωνίες του Καμπ Ντέϊβιντ που υπέγραψαν στις 17 Σεπτεμβρίου του 1978 ο αιγύπτιος πρόεδρος Σαντάντ και ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέγκιν, μετά από αμερικάνικη διαμεσολάβηση, οι ισραηλινοί αποσύρθηκαν από τη χερσόνησο του Σινά (που μετατράπηκε σε απόστρατιωτικοποιημένη ζώνη) και η Αίγυπτος έγινε το πρώτο αραβικό κράτος που αναγνώρισε το Ισραήλ, γεγονός που κόστισε τη ζωή στον αιγύπτιο πρόεδρο, τρία χρόνια αργότερα. 
 
Στις 7 Ιουνίου του 1982 το Ισραήλ εισέβαλε στο Νότιο Λίβανο, δίνοντας στη στρατιωτική επιχείρηση την οργουελική ονομασία: “Ειρήνη για τη Γαλιλαία”. Οι ισραηλινοί επικαλέστηκαν ως πρόσχημα για την επίθεση την απόπειρα εκτέλεσης του ισραηλινού πρέσβη στο Λονδίνο από την ομάδα του Αμπού Νιντάλ. Πραγματικός στόχος, όμως, υπήρξε η εκκαθάριση και εκδίωξη των ανταρτών της PLO και των υποδομών της, παρ’ ότι η οργάνωση είχε κηρύξει ανακωχή. Η εισβολή συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση στους προσφυγικούς καταυλισμούς, όπως αναφέρει και έκθεση για λογαριασμό της αμερικάνικης κυβέρνησης: «Ο παλαιστινιακός πληθυσμός των καταυλισμών ήταν συνηθισμένος στους βομβαρδισμούς και ήξερε τι μπορεί να καταφέρει και τι όχι, καθώς ήταν το θύμα των ισραηλινών βομβαρδισμών για σειρά ετών πριν από αυτό τον πόλεμο. Αυτό δεν ήταν το ιδανικό κοινό για μια τέτοια επίδειξη» (McLaurin, R. D (1987) The Battle of Tyre Abbott Associates INC Springfield VA). Η ισραηλινή εισβολή άφησε πίσω της 17.500 παλαιστίνιους και λιβανέζους νεκρούς, κατά κύριο λόγο άμαχους. 
 
Λίγους μήνες αργότερα, λιβανέζοι παραστρατιωτικοί με τη συνεργασία των ισραηλινών προχώρησαν σε σφαγές στους παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς στη Σάμπρα και της Σατίλα. 1700 άνθρωποι, κατά κύριο λόγο γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι, σφαγιάστηκαν από τους χριστιανούς Φαλαγγίτες, υπό τις διαταγές του Αριέλ Σαρόν. Αυτόπτης μάρτυρας των αποτελεσμάτων της σφαγής ήταν και ο γάλλος θεατρικός συγγραφέας Ζαν Ζενέ, που περιέγραψε την συνενοχή των σιωνιστών: «Οι σφαγές δεν έγιναν μέσα στη σιωπή και στο σκοτάδι. Τις φώτιζαν άπλετα οι φωτοβολίδες των Ισραηλινών, ενώ τα αυτιά των Ισραηλινών, ήδη από την Πέμπτη το βράδυ, άκουγαν πάρα πολύ καθαρά τι γίνεται στη Σατίλα. Τι γλέντια, τι κραιπάλες έγιναν εκεί όπου ο Χάρος συμμετείχε στο ξεφάντωμα των μεθυσμένων στρατιωτών- μεθυσμένων από κρασί, από μίσος και αναμφίβολα από χαρά πως ευχαριστούν τον ισραηλινό στρατό, που άκουγε, που παρακολουθούσε, που ενεθάρρυνε, που νουθετούσε! Δεν τον είδα εγώ αυτό τον ισραηλινό στρατό που έβλεπε και άκουγε. Είδα μόνο όσα έκανε».
 
Στις 9 Δεκέμβρη του 1987 ξέσπασε η πρώτη Ιντιφάντα (Εξέγερση) των παλαιστινίων εναντίον της ισραηλινής κατοχής, περιλαμβάνοντας μια ευρεία γκάμα από δράσεις: από απεργίες, άρνηση καταβολής φόρων και μποϊκοτάζ μέχρι οδομαχίες και συγκρούσεις με πέτρες και μολότοφ. Αφορμή για το ξέσπασμα της νεολαιίστικης εξέγερσης της Ιντιφάντα στάθηκε η δολοφονία τεσσάρων Παλαιστινίων σε σημείο ελέγχου στην Λωρίδα της Γάζας και ο θάνατος του δεκαεπτάχρονου Hatem Abu Sisi από ισραηλινό αξιωματούχο. Βαθύτερες αιτίες, όμως, ήταν η αδιάκοπη καταπίεση, οι συνεχείς κατασχέσεις γης και η εγκατάσταση εποίκων στα κατεχόμενα εδάφη. Ο ισραηλινός στρατός απάντησε στην εξέγερση με ιδιαίτερη σκληρότητα, με αποκορύφωμα την απόφαση να σπάζονται τα κόκκαλα των χεριών των συλληφθέντων εφήβων παλαιστίνιων, για να μην μπορούν να ξαναπετάξουν πέτρες. Η πρώτη Ιντιφάντα τερματίστηκε στις 20 Αυγούστου του 1993, έπειτα από τη συμφωνία του Όσλο, αφήνοντας πίσω της πάνω από χίλιους νεκρούς. 
 
Η συμφωνία στο Όσλο ανάμεσα στην PLO και το Ισραήλ, προέβλεπε την παραχώρηση αυτονομίας σε παλαιστινιακά εδάφη στη λωρίδας της Γάζας και τη Δυτικής Όχθης, τη σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και την ίδρυση της Προσωρινής Παλαιστινιακής Αρχής. Τα ζητήματα του εποικισμού και της επιστροφής των προσφύγων παραπέμφθηκαν στις ελληνικές καλένδες… Το Γενάρη του 1996 εκλέχθηκε ένα εθνικό νομοθετικό σώμα 88 αντιπροσώπων με επικεφαλής της Παλαιστινιακής Αρχής το Γιάσερ Αραφάτ. Παρά τη συμφωνία, όμως, οι ισραηλινές δυνάμεις κατοχής συνέχισαν τη βάρβαρη πολιτική τους, με αποτέλεσμα το ξέσπασμα της δεύτερης Ιντιφάντα το 2000.
 
Οι ισραηλινοί απάντησαν με ευρείες στρατιωτικές επιχειρήσεις από τις 29 Μαρτίου του 2002, με αφορμή επιθέσεις αυτοκτονίας μαχητών της Παλαιστινιακής Αντίστασης. Χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν, ηγέτες και μαχητές παλαιστινιακών οργανώσεων συνελήφθησαν και βασανίστηκαν, υποδομές καταστράφηκαν και το αρχηγείο του Αραφάτ στη Ραμάλα πολιορκήθηκε από τις κατοχικές δυνάμεις. Στις 2 Απριλίου, σε μια “επιχείρηση για την καταστροφή της υποδομής της τρομοκρατίας στη Δυτική Όχθη, οι κατοχικές δυνάμεις εισέβαλαν στον προσφυγικό καταυλισμό της Τζενίν, όπου συνάντησαν σθεναρή αντίσταση. Όταν στις 8 Απριλίου κατά τη διάρκεια των μαχών σκοτώθηκαν 23 σιωνιστές στρατιώτες, οι ισραηλινοί απάντησαν με την ισοπέδωση του καταυλισμού και το σφαγιασμό εκατοντάδων άμαχων, μεταξύ των οποίων και παιδιών. 
 
Το Νοέμβρη του 2004 ο ιστορικός ηγέτης της PLO Γιάσερ Αραφάτ πέθανε σε ηλικία 75 ετών στο Παρίσι από εγκεφαλική αιμορραγία. Την επόμενη χρονιά οι ισραηλινοί αποχώρησαν από τη λωρίδα της Γάζας, αποσύροντας και τους 8.500 εποίκους, αποκλείοντας και μετατρέποντας την περιοχή στο μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης του κόσμου. Τον Ιανουάριο του 2006 η ισλαμική οργάνωση Χαμάς (που ιδρύθηκε το 1987 από την παλαιστινιακή πτέρυγα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας) κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές, αφού οι κοσμικές δυνάμεις της Φατάχ κατέρρευσαν υπό το βάρος σκανδάλων διαφθοράς και συμβιβασμού με τις δυνάμεις κατοχής. Μετά από αιματηρές εμφύλιες συρράξεις η Χαμάς κέρδισε τον έλεγχο της λωρίδας της Γάζας και η Φατάχ, που αρνήθηκε να εγκαταλείψει την εξουσία, διατήρησε τον έλεγχο της Παλαιστινιακής Αρχής στη Δυτική Όχθη. 
 
Στις 27 Δεκεμβρίου του 2008 οι κατοχικές δυνάμεις προχώρησαν σε μονομερή παραβίαση της εκεχειρίας, προχωρώντας σε σφοδρούς βομβαρδισμούς της πολιορκημένης Γάζας και σε χερσαία εισβολή στην περιοχή, με την “Επιχείρηση Χυτό Μολύβι”. Συνολικά 1.417 άνθρωποι σκοτώθηκαν, από τους οποίους οι 926 ήταν άμαχοι και παιδιά. Στην αντίπερα όχθη, σκοτώθηκαν μόλις 13 ισραηλινοί (οι τρεις άμαχοι). Στις αιτιάσεις των δυνάμεων κατοχής ότι ο συνεχής αποκλεισμός της Γάζας οφείλεται στη δράση “τρομοκρατών”, απαντά ακόμα και η άνευρη Διεθνής Αμνηστία, δια στόματος Μάλκολμ Σμαρτ: «Το Ισραήλ ισχυρίζεται ότι ο συνεχιζόμενος αποκλεισμός της Γάζας, που ισχύει από τον Ιούνιο του 2007, αποτελεί απάντηση στις αδιάκριτες επιθέσεις με ρουκέτες που εκτοξεύονται από τη Γάζα προς το νότιο Ισραήλ από παλαιστινιακές ένοπλες ομάδες. Η πραγματικότητα είναι ότι ο αποκλεισμός δεν στοχεύει σε ένοπλες ομάδες, αλλά αντιθέτως τιμωρεί ολόκληρο τον πληθυσμό της Γάζας, περιορίζοντας την είσοδο τροφίμων, ιατρικών προμηθειών, εκπαιδευτικού εξοπλισμού και οικοδομικών υλικών». 
 
Στις 8 Ιουλίου του 2014 η κυβέρνηση Νεντανιάχου ξεκίνησε νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη λωρίδα της Γάζας, με στόχο την “εξάλειψη της Χαμάς”, σύμφωνα με τον ισραηλινό υφυπουργό “Άμυνας” Ντάνι Ντάντον. Στην πραγματικότητα, όμως, για άλλη μια φορά ο στόχος ήταν να σκύψει το κεφάλι ο αδάμαστος παλαιστινιακός λαός: 2310 νεκροί, το 70% των οποίων ήταν άμαχοι και παιδιά, βασικές υποδομές καταστράφηκαν, εκ των οποίων 18 νοσοκομεία, 120 σχολεία και σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ 200.000 άνθρωποι εκτοπίστηκαν αφού καταστράφηκαν τα σπίτια τους.
 
Ο παλαιστινιακός λαός, όμως, δεν παραδίδει τα όπλα, παρά τις αντίξοες συνθήκες και την αβυσσαλέα ανισότητα των εμπλεκόμενων μερών. Τη στιγμή που το βιβλίο αυτό βρίσκεται υπό έκδοση, μια νέα “Ιντιφάντα των Μαχαιριών” βρίσκεται σε εξέλιξη, ως απεγνωσμένη απάντηση στη βάρβαρη πολιτική και τις συνεχόμενες εξωδικαστικές εκτελέσεις του σιωνιστικού στρατού κατοχής και της IDF (“Ισραηλινές Δυνάμεις Άμυνας”). Όσο κι αν ενδεχομένως μας ξενίζουν ορισμένες από τις μορφές που μπορεί να παίρνει η αντίσταση του παλαιστινιακού λαού ενάντια στην ισραηλινή κατοχή, όσο και υπάρχουν όψεις που βρίσκονται σε απόσταση με τον δικό μας αξιακό κώδικα, στεκόμαστε ανεπιφύλακτα στο πλευρό του χειμαζόμενου παλαιστινιακού λαού. Ενός λαού που μετράει 5,5 εκατομμύρια πρόσφυγες και δέχεται την καθημερινή βαρβαρότητα του ισραηλινού κράτους απαρτχάιντ. Οφείλουμε, λοιπόν, να κατανοήσουμε τις μορφές που μπορεί να πάρει η παλαιστινιακή αντίσταση και να την εντάξουμε τόσο  στο ιστορικό πλαίσιο της σιωνιστικής κατοχής, όσο και στον καθημερινό πόλεμο που δέχεται ο παλαιστινιακός λαός από την κατοχική στρατιωτική μηχανή. Όπως περιγράφει και με ακρίβεια η ισραηλινή δημοσιογράφος Αμίρα Χας: «Το ότι εμείς προσέχουμε ότι γίνεται πόλεμος, μόνο όταν σκοτώνονται εβραίοι, δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι Παλαιστίνιοι σκοτώνονται συνεχώς, και ότι συνεχώς κάνουμε ότι περνάει απ’ το χέρι μας για να τους κάνουμε το βίο αβίωτο. Τον περισσότερο καιρό, είναι ένας μονομερής πόλεμος, που τον κάνουμε εμείς, για να τους κάνουμε να πούνε “ναι” στον αφέντη, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ που μας κρατάτε ζωντανούς στα στρατόπεδά μας. Όταν κάτι στην μονομέρεια του πολέμου διαταραχθεί, και δολοφονούνται και εβραίοι, τότε δίνουμε σημασία».
 
Ο παλαιστινιακός λαός, λοιπόν, ακολουθεί πιστά τη συμβουλή του Hajo Meyer, ενός εβραίου που επιβίωσε από το ναζιστικό Ολοκαύτωμα: «Το μήνυμά μου στους Παλαιστίνιους είναι ότι δεν πρέπει να παρατήσουν τον αγώνα… Είναι δίκαιο να δείχνετε στους Ισραηλινούς σιωνιστές ότι είστε μια δύναμη την οποία πρέπει να υπολογίζουν. Πολεμήστε με πέτρες, πολεμήστε με όπλα. Ναι, και με όπλα. Αν δεν πολεμήσετε, θα χάσετε τον αυτοσεβασμό σας και δεν θα κερδίσετε το σεβασμό των Ισραηλινών».
 
Νίκη στα όπλα της Παλαιστινιακής Αντίστασης!
 
Λίγα λόγια για το PFLP
 
Το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP) ιδρύθηκε το 1967 υπό την ηγεσία του Ζωρζ Χαμπάς με βασικό κορμό το φιλονασερικό Εθνικό Αραβικό Κίνημα, και με τη συνεργασία του κομάντο “Ήρωες της Επιστροφής”, τη “Νεολαία της Εκδίκησης” και το “Απελευθερωτικό Παλαιστινιακό Μέτωπο”. Το 1969 απομακρύνθηκε από τον νασερικό παναραβισμό και υιοθέτησε τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία, εντάσσοντας τον αντικατοχικό αγώνα των παλαιστινίων σε ένα ευρύτερο αντιιμπεριαλιστικό πλαίσιο. Σκοπός του PFLP είναι η δημιουργία μιας κοσμικής και δημοκρατικής σοσιαλιστικής ομοσπονδίας, όπου άραβες και εβραίοι θα ζουν ισότιμα. Γι αυτό, άλλωστε, αποσύρθηκε το 1974 από την εκτελεστική γραμματεία της  PLO, όταν η τελευταία υιοθέτησε τη λύση των δυο ξεχωριστών κρατών.
 
Η ένοπλη πάλη ήταν στο κέντρο της πολιτικής δραστηριότητας του PFLP, με αιχμή αρχικά τις αεροπειρατείες. Η πρακτική αυτή υπήρξε προσφιλής μέθοδος του Μετώπου για να προκαλέσει τη διέγερση και ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης για το παλαιστινιακό ζήτημα. 
 
Στις 29 Αυγούστου 1969 η πτήση 840 της TWA με προορισμό το Τελ Αβίβ τέθηκε υπό τον έλεγχο αεροπειρατών, με επικεφαλής τη 25χρονη Λεϊλά Χαλέντ: «Κυρίες και κύριοι, παρακαλώ την προσοχή σας, παρακαλούμε δέστε τις ζώνες ασφαλείας σας. Είναι ο νέος κυβερνήτης που σας μιλά. Το κομάντο Τσε Γκεβάρα, του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης». Οι μαχητές του PFLP αφού απελευθέρωσαν τους επιβάτες στη Δαμασκό, ανατίναξαν το αεροπλάνο και κρατήθηκαν στη Συρία για δυο μήνες. Στις 6 Σεπτέμβρη 1970 καταλήφθηκαν τέσσερα αεροπλάνα και τα τρία από αυτά ανατινάχθηκαν μπροστά στα διεθνή ΜΜΕ στο “αεροδρόμιο της επανάστασης” στην έρημο της Ιορδανίας. Το γεγονός αυτό προκάλεσε και την οργή του δυτικόφιλου βασιλιά Χουσεϊν, συμμάχου των ΗΠΑ και της Βρετανίας, ο οποίος διέταξε και τη σφαγή του “Μαύρου Σεπτέμβρη”. Στις 27 Ιουνίου του 1976, το PFLP συνεργάστηκε με τη γερμανική οργάνωση “Επαναστατικοί Πυρήνες” σε πειρατεία αεροσκάφους της Air France, με αίτημα την απελευθέρωση 53 παλαιστίνιων και κομμουνιστών πολιτικών κρατουμένων. Η πειρατεία έληξε την 4η Ιουλίου, με την “Επιχείρηση Αστροπελέκι” της Μοσάντ και του ισραηλινού στρατού στο Εντέμπε της Ουγκάντας. Νεκροί από τα πυρά των ισραηλινών έπεσαν οι έξι αεροπειρατές και τρεις όμηροι. Από τα πυρά των αεροπειρατών σκοτώθηκε ο επικεφαλής των ισραηλινών Γιονατάν Νεντανιάχου, αδερφός του μετέπειτα πρωθυπουργού. 
 
Παρ’ ότι το Μέτωπο είχε συνεπή συμμετοχή σε όλες τις εκφάνσεις της Παλαιστινιακής Αντίστασης και συμμετείχε ενεργά στον πόλεμο του Λιβάνου εναντίον των φαλαγγιτών και την απόκρουση της ισραηλινής εισβολής στον Λίβανο το 1982, σταδιακά αποδυναμώθηκε μετά την άνοδο του κινήματος του πολιτικού Ισλάμ. Το 1993 το PFLP κατήγγειλε τη συμφωνία του Όσλο και αποχώρησε εκ νέου από την PLO (στην οποία είχε επιστρέψει το 1981).
Στις 27 Αυγούστου του 2001 ισραηλινή ρουκέτα έπληξε το σπίτι του γενικού γραμματέα του Μετώπου Αμπού Αλί Μουσταφά, που διαδέχθηκε τον Χαμπάς στην ηγεσία ένα χρόνο πριν. Μετά τη δολοφονία, το ένοπλο τμήμα του PFLP ονομάστηκε “Ταξιαρχία του Αμπου Αλί Μουσταφά”. Νέος γραμματέας ορίστηκε ο Αχμάντ Σαντάατ, ο οποίος εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης για την εκτέλεση σιωνιστή υπουργού.
αναδημοσίευση από Ασύμμετρη Απειλή

Μια οφειλόμενη απάντηση σε κείμενο που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της ταινίας ΛΥΣΣΑ.

images5

Πριν μερικές μέρες έπεσε στην αντίληψη μας ένα μικρό κείμενο που έχει αναρτηθεί στον ιστότοπο της ταινίας «ΛΥΣΣΑ» με τίτλο «Ελληνικός Εμφύλιος». Δε μπορούμε να αφήσουμε ασχολίαστο μέρος του κειμένου το οποίο θεωρούμε πως εκτός από αναληθές σε σημεία (τα οποία θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε), φλερτάρει επικίνδυνα με μια πρόσφατη αστική προσέγγιση, τόσο της μάχης του Δεκέμβρη του 1944, όσο και του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας πολύ διαδεδομένη μέσω των άρθρων και βιβλίων των «κυνηγών μύθων» (σύμφωνα πάντα με την athens voice) Μαρατζίδη και Καλύβα. Είναι γνωστό το «νέο ιστορικό ρεύμα» και η δεξιά αναθεωρητική γραμμή – κύριοι εκφραστες της οποίας είναι οι προαναφερθείς «καθηγητές» – αλλά κρίνουμε σκόπιμο να κάνουμε κάποιες συγκρίσεις χωρίς να παραγνωρίζουμε τις διαφορετικές αφετηρίες στην ανάλυση.

Οι συντάκτες σε ένα πολύ μικρό κείμενο χρησιμοποιούν έντονα φορτισμένες λέξεις χωρίς να αναλύουν διεξοδικά τα νοήματά τους – «ολοκληρωτικά καθεστώτα», «κατάληψη της εξουσίας» κ.α. – κάνοντας μας να θέλουμε να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά.

Ενώ γίνεται αναφορά στην «λευκή τρομοκρατία», δεν εξηγείται τι νοηματοδοτεί αυτή η συγκεκριμένη χρονική περίοδος. Παρατίθεται απλά ο όρκος του ταγματασφαλίτη. Η «λευκή τρομοκρατία» λοιπόν ουσιαστικά είναι η απαρχή ενός μονόπλευρου εμφυλίου πολέμου που ξεκίνησε αμέσως μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, με χαρακτηριστικά το κλίμα διώξεων και βίας που ξέσπασε εις βάρος των προσκείμενων στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ καθώς και δημοκρατών πολιτών, η οποία περίοδος συμπεριελάμβανε κατά κόρων αποκεφαλισμούς Κομμουνιστών – και όχι μόνο – και μεταφορά των κομμένων κεφαλιών από χωριό σε χωριό για “παραδειγματισμό” αλλά και για να εισπραχθούν επικηρύξεις. Γράφουν οι συντάκτες του κειμένου «Στην Πελοπόννησο, οι ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στον ΔΣΠ και τον εθνικό στρατό […] ανάγκασαν χιλιάδες κατοίκους των χωριών της Μάνης ειδικά […] να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τα χωριά τους και «να βγουν στο βουνό». Όχι ακριβώς για την «πατρίδα», όπως τόσα κείμενα της αριστεράς μας έχουν πει, όχι μόνο για την «απελευθέρωση» της χώρας από τη βρετανική κυριαρχία και τους Έλληνες δυνάστες τους, αλλά για την ίδια τη ζωή και την αξιοπρέπειά τους […] αναγκάζοντας, ουσιαστικά, τις ηγεσίες τους να αποδεχτούν την επιλογή τους». Οι συντάκτες μάλλον έχουν μπερδέψει δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους. Αυτή, κατά την περίοδο της λευκής τρομοκρατίας που οι άνθρωποι κρύβονταν στα βουνά για να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους και αυτή κατά το φούντωμα του εμφυλίου μετά το 1947. Δεκάδες κυνηγημένοι άνθρωποι μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας – όσοι δεν είχαν πάρει σύνδεση να περάσουν εκτός Ελλάδας – γύρναγαν σαν θηρία για πάνω από ένα χρόνο σε όλη την ελληνική επικράτεια – γνωστοί κυρίως με τα αρχικά ΟΔΕΚΑ (Ομάδες Δημοκρατικών Ενόπλων Καταδιωκόμενων Αγωνιστών). Οι καταδιωκόμενοι αγωνιστές δε μπορούσαν τις περισσότερες φορές να επηρεάσουν τις αποφάσεις των κομματικών γραφείων και παρά τις εκκλήσεις τους για ανάπτυξη του αντάρτικου ήδη απ’ το ’45 αυτό έγινε στα τέλη του ’46 – μέχρι τότε τα ολιγάριθμα αντάρτικα τμήματα δεν συγκρούονταν με στρατιωτικές μονάδες παρά διέλυαν σχηματισμούς ΜΑΥ ώστε να διευκολύνονται τα περάσματα των τμημάτων από περιοχή σε περιοχή. Η ενοποίηση των αντάρτικων αυτών ομάδων έγινε με την δημιουργία του Δημοκρατικού Στρατού στις 28 Οκτώβρη του ’46. Θα συμφωνήσουμε πως μπροστά στον κίνδυνο του χαμού της ίδιας της ζωής η πατρίδα περνάει σε δεύτερη μοίρα αλλά το εύλογο ερώτημα είναι: οι άνθρωποι αυτοί με την φυγή τους στα βουνά εξανάγκασαν την ηγεσία να πάρει αποφάσεις για την ανάπτυξη του αντάρτικου στρατού; Γιατί δε μας γίνεται κατανοητό ποια ακριβώς επιλογή εξαναγκάστηκαν οι ηγεσίες να αποδεχεχτούν. Κάτι τέτοιο είναι αρκετά μακρυά απ’ την πραγματικότητα, αφού το ΚΚΕ μέχρι και τις εκλογές του Μάρτη του ’46 δεν ήταν σίγουρο αν έπρεπε να εντείνει τον ένοπλο αγώνα και περισσότερο είχε ρίξει το βάρος της δουλειάς του στη νόμιμη οδό (δυνάμωμα των νόμιμων οργανώσεών του και των σωματείων του) κάνοντας ταυτόχρονα έκκληση για ειρήνη και ομαλή κοινωνική ζωή.

Περνώντας στο θέμα των «ολοκληρωτικών καθεστώτων», μας κάνει εντύπωση η χρησιμοποίηση ενός ορισμού («ολοκληρωτισμός», «ολόκληρωτικό καθεστώς») – από μια συλλογικότητα με αναφορές στην αναρχία – ο οποίος χρησιμοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’50 στην Αμερική και ο οποίος δημιουργήθηκε εσκεμμένα για να ταυτίσει το Γ’ Ράιχ με την ΕΣΣΔ προς χάριν της κερδοφορίας του κεφαλαίου και της γιγάντωσης του Καπιταλισμού. Δεν έχει αναλυθεί η χρήση του ορισμού στο κείμενο, τι κάνει ένα καθεστώς ολοκληρωτικό, αν δέχεται – η συντακτική ομάδα – την πάλη των τάξεων, τους ορισμούς του αστικού στρατοπέδου και των πανεπιστημίων του περί ολοκληρωτισμού κτλ. Δε θα μπούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες γιατί θα χρειάζονταν αρκετές σελίδες ανάλυσης τόσο της ιστοριογραφίας της δεκετίας του ’50 μεταξύ αστών αμερικανών ιστορικών και μαρξιστών ιστορικών καθώς και της διαμάχης των ιστορικών την δεκαετία του ’80. Στο κείμενο διαβάζουμε «Παρά το γεγονός ότι μάχονταν κάτω από τη σημαία μιας κομμουνιστικής ιδέας, η οποία είχε ήδη δημιουργήσει ολοκληρωτικά καθεστώτα, (οι ευθύνες του καθενός είναι δεδομένες)». Oι ευθύνες ποιου; του επαναστατικού κινήματος και των αγωνιστών του; Aς δούμε τι αναφέρει και ο «αγαπημένος» μας Ν. Μαρατζίδης επί του θέματος «Με άλλα λόγια, αν το ΚΚΕ κέρδιζε το 1949, όλοι ξέρουν ότι η μοίρα της χώρας δεν θα διέφερε από αυτή των υπόλοιπων βαλκανικών και ανατολικών κρατών που έζησαν την τραγωδία του κομμουνισμού»1. Να λοιπόν τι επικρατούσε στην Ελλάδα όταν οι πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες βρίσκονταν κάτω απ’ τον ζυγό των «ολοκληρωτικών καθεστώτων». Πλήρης εξάρτηση απ’ τον Αμερικανικό καπιταλισμό (Δόγμα Τρούμαν – Σχέδιο Μάρσαλ), Κυβέρνηση Π. Κανελλόπουλου με «σύγχρονους Παρθενώνες» (βλ. Μακρόνησο), και στη συνέχεια κυβερνήσεις αποστατών, στρατιωτική δικτατορία, Ο.Ν.Ε, ΝΑΤΟ κ.α.

Παρακάτω διαβάζουμε «ο σεβασμός στους αγωνιστές, σε όλες και όλους αυτούς που έδωσαν το αίμα τους, υπερασπιζόμενοι αξίες και ιδέες δεν αρκεί να δικαιολογήσει τη στάση της ηγεσίας και του κομματικού μηχανισμού που, ενέτασσε τον αγώνα αυτό σε έναν ευρύτερο ψυχροπολεμικό σχεδιασμό κατάληψης της εξουσίας» και «Είναι αυτονόητη η διαφωνία μας με κάθε κέντρο λήψης αποφάσεων, που σχεδίαζε κατάληψη της εξουσίας στα πρότυπα των τότε Λαϊκών Δημοκρατιών της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και σε κάθε κέντρο που κατευθύνει και ποδηγετεί έναν αγώνα». Οι συντάκτες προωθούν ιδεολογήματα τύπου «ναι μεν, αλλά». Μια ανάγνωση παρμένη ολοφάνερα απ’ την ατική αριστερά και τον φιλελεύθερο αστικό κόσμο. Εδώ ανοίγοντας μια παρένθεση θα πάμε λίγο πίσω χρονικά στον Δεκέμβρη του ’44 και θα παραθέσουμε ένα κομμάτι από άρθρο του Στ. Καλύβα : «αντίθετα με ό,τι υποστηρίζουν διάφοροι νεοφανείς απολογητές του, από πουθενά δεν προκύπτει ότι το KKE είχε εγκαταλείψει την ιδέα της βίαιης ρήξης. Εκείνο που δείχνουν τα στοιχεία είναι πως ενώ πρόκρινε τη δράση στο πλαίσιο της νομιμότητας, διατηρούσε τη δυνατότητα της προσφυγής στη βίαιη σύγκρουση, είτε με στόχο την άμεση κατάληψη της εξουσίας είτε ως μέσο για τη διαμόρφωση των συνθηκών που θα οδηγούσαν σε αυτήν. Με λίγα λόγια, όπως όλα τα κόμματα, έτσι και αυτό προσδοκούσε την εξουσία· και τον Δεκέμβριο του 1944 διέθετε δυναμική εξουσίας, κράτος και στρατό»2. Να μας συγχωρέσει ο αναγνώστης την ακροβασία απ’ τον Δεκέμβρη του ’44 στην περίοδο του Εμφυλίου αλλά αυτό γίνεται για να καταδειχθούν δύο πράγματα. Πρώτον, η αφομοίωση μέρους του «ανταγωνιστικού» κινήματος της αστικής ορολογίας και νοηματοδότησης («κατάληψη της εξουσίας» και πιο πάνω «ολοκληρωτικά καθεστώτα») και δεύτερον η de facto αμφισβήτηση της δυνατότητας ενός λαού να ζήσει όπως αυτός θέλει, και πολύ περισσότερο να αμφισβητήσει ένοπλα την κυριαρχία της αστικής τάξης. Εκτός και αν οι συντάκτες θεωρούν πως η διεξαγωγή ενός επαναστατικού πολέμου μπορεί να περατωθεί με Αντίσταση – Αυτοοργάνωση – Αλληλεγγύη.Στο ίδιο πλαίσιο η πρόταση «Η επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ – για τον μετασχηματισμό της μορφής του αγώνα από κοινωνικό/απελευθερωτικό, όπως ήταν του ΕΛΑΣ και της Αντίστασης (με τις υπαρκτές διαφωνίες και ενστάσεις μας προς αυτόν), σε αγώνα για την κατάληψη, από το Κόμμα, της εξουσίας και τη μετατροπή ενός αντάρτικου στρατού σε καθαρά κομματικό τακτικό στρατό – είναι λογικές, οι οποίες εγκολπώνουν στο εσωτερικό τους δομές και μηχανισμούς εξουσίας, όπως αυτές συναντώνται σε απολυταρχικά κράτη και μιλιταριστικούς στρατούς σε όλο τον κόσμο» δεν απαντάει στο πως γίνεται να διεξαχθεί ένας επαναστατικός πόλεμος αλλά και πως μια επαναστατική διαδικασία μπορεί να στευθεί με επιτυχία.

Λίγο παραπάνω στο κείμενο διαβάζουμε «Πέρα όμως από τις συνθήκες συγκρότησης και δράσης του αντάρτικου στην Πελοπόννησο – με αρκετή αυτονομία από τις «κεντρικές αποφάσεις» και πολλά στοιχεία αυτοοργάνωσης». Πως γίνεται ένας τακτικός στρατός, που δίνει λόγο στο Γενικό Αρχηγείο να δείχνει στοιχεία αυτοοργάνωσης και να έχει αυτονομία απ’ τις κεντρικές αποφάσεις μας φαίνεται αρκετά ασαφές μιας και στην σχετική βιβλιογραφία δε φαίνεται κάτι τέτοιο. Δηλαδή τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού σε Σάμο, Ικαρία και Λέσβο που ήταν ακόμα πιο απομονωμένα θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε υπόδειγμα αντάρτικου στρατού; Υπενθυμίζουμε πως υπήρχε το Κλιμάκιο Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας που προσπαθούσε – συχνά ανεπιτυχώς – να εφοδιάσει τους μαχητές της Πελοπονήσσου αλλά το να μιλάμε για στοιχεία αυτοοργάνωσης σε έναν οργανωμένο επαναστατικό στρατό μοιάζει περισσότερο με προσπάθεια να βρούμε κάτι να γράψουμε για να ταυτιστούμε. Και στη συνέχεια «οι πρωταγωνιστές του στην Πελοπόννησο, και όχι μόνο, όσο ο καιρός περνούσε, ένιωθαν όλο και πιο ξεκομμένοι από την υπόλοιπη Ελλάδα, απομονωμένοι, προδομένοι, χωρίς όπλα και εφεδρείες, για να γίνουν στη συνέχεια εύκολος στόχος και βορά των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων αντεκδίκησης, του στρατού και των ταγματασφαλιτών». Το πρόβλημα των όπλων και των εφεδρειών υπήρχε σε ολόκληρη την Ελλάδα αλλά γιατί οι συγκεκριμένοι μαχητές ένιωσαν προδομένοι δε μας γίνεται κατανοητό ούτε γίνεται προσπάθεια εξηγησής του.

Γυρίζοντας πίσω στο κομμάτι της «λευκής τρομοκρατίας οι συντάκτες για να υπογραμμίσουν την ακραία κατάσταση που διαδραματίζονταν στην Πελοπόννησο γράφουν «Η «λευκή τρομοκρατία» είχε την «τιμητική» της εκεί, απλώνοντας το φόβο σε άντρες και γυναίκες, καθώς οι εκτελέσεις και οι βιασμοί είχαν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας πριν το ξέσπασμα του «δεύτερου αντάρτικου» αλλά και αμέσως μετά το τέλος του». Κάνει εντύπωση η χρήση του τοπικού επιρρήματος «εκεί», θέλοντας να καταδείξει μια κάπως πιο ακραία κατάσταση που συνέβαινε στη Πελοπόννησο, αλλά δυστυχώς μια τέτοια ακραία κατάσταση βίωσαν κάτοικοι όλης της Ελλάδας με τρομερή σφοδρότητα. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις συμμορίες των Βουρλάκη (Ρούμελη) και Σούρλα (Θεσσαλία), γνωστές για το τρομοκρατικό τους όργιο, καθώς και το παγοποιείο «Φιξ» στα Γιάννενα, άντρο βασανιστηρίων απο πρώην εδεσίτες, γνωστού και ως Νταχάου της Ηπείρου.

Κλείνοντας, να αναφέρουμε πως ευτυχώς οι συντάκτες παρά τις διαφωνίες τους με την σταλινική «μητέρα» ρωσία, τη μετατροπή του αντάρτικου στρατού σε κομματικό στρατό για την «κατάληψη της εξουσίας», τα κέντρα που ποδηγετούν τους αγώνες και τέλος παρά την πάλη κάτω από μια κομμουνιστική ιδέα που είχε δημιουργήσει «ολοκληρωτικά καθεστώτα» σημειώνουν «Για εμάς, δεν τίθεται ζήτημα για το πού «γέρνει η πλάστιγγα» στην υπόθεση του Εμφυλίου. Σε μια εποχή τόσο αιματοβαμμένη και στυγνή, όσον αφορά την ίδια την αξία της ανθρώπινης ζωής και της αξιοπρέπειας, με τη φρικαλεότητα των δεξιών τόσο θεσμοθετημένη και σε ρόλο εκδίκησης των ανταρτών αλλά και τόσο δεμένη στο άρμα του φασισμού, δεν μας ενδιαφέρει να παραμείνουμε «ουδέτεροι» απέναντι στα όσα συνέβησαν ούτε να κρατήσουμε «ίσες αποστάσεις» μεταξύ «αριστερών» και «δεξιών»».

Εμείς να υπενθυμίσουμε πως η ταξική μνήμη δεν είναι σκουπίδι και οι αγώνες των λαών για πρόοδο και κοινωνική χειραφέτηση θα παραμένουν φωτεινά σημάδια γι’ αυτούς που θέλουν να πιάσουν το νήμα του αγώνα και να παλέψουν για ένα καλύτερο αύριο.

Κύκλος συντρόφων για την διάσωση της ταξικής μνήμης

υ.γ. Το αρχικό κείμενο μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση lyssa.espivblogs.net/2015/06/08

  1. Συνέντευξη Μαρατζίδη και Καλύβα στην athens voice, 07/ 10/ 2015.
  2. Στάθης Καλύβας, H επιλογή της βίαιης ρήξης, εφημερίδα Το Βήμα, 05/ 12/ 2014.

20 Οκτώβρη 1977: Ο Χρήστος Κασίμης, ιδρυτικό μέλος του Ε.Λ.Α, πέφτει μαχόμενος, από τις σφαίρες της “Δημοκρατίας” του Κεφαλαίου και του Κράτους του.

Της Αλέκας Ζορμπαλά

Ο πρώτος νεκρός Αντάρτης Πόλης στην Ελλάδα.

Χρήστος Κασίμης! Ιδρυτικό μέλος του ΕΛΑ.

Πυροβολήθηκε στο κεφάλι (διαμπερές τραύμα) από αστυνομικούς.
Έπεσε μαχόμενος στις 20/10/1977 έξω από τον περίβολο της γερμανικής AEG στου Ρέντη, όπου με άλλους τρεις συντρόφους του από τον ΕΛΑ, επιχείρησαν να τοποθετήσουν εκρηκτικές βόμβες και να ανατινάξουν εγκαταστάσεις και υποδομές της εταιρίας, σε ένδειξη έμπρακτης, μαχητικής διαμαρτυρίας για τις «αυτοκτονίες» στα κελιά τους, των ηγετικών στελεχών της RAF Α.Μπάαντερ, Γκ.Εσλιν και Γ.Ράσπε.

Στις 21/10/1977 αφήνει την τελευταία του πνοή.
Από την αστυνομία ανακοινώνεται, ότι δολοφονήθηκε από τους συντρόφους του…!!! και συλλαμβάνεται για το λόγο αυτό ο Γιάννης Σερίφης.

Ακολουθεί μαραθώνιος δικών και την περίοδο της τρομοϋστερίας παραπέμπεται σε δίκες και ο αδελφός του, Μιχάλης Κασίμης, κατηγορούμενος για συμμετοχή στον ΕΛΑ, στην 1η Μάη κλπ και για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά του Ραφτόπουλου, τότε Προέδρου της δοτής ΓΣΕΕ. (ο Μιχάλης Κασίμης και στις δύο δίκες, που παραπέμφθηκε αθωώθηκε ομόφωνα)

Στης 24/10/1977 δημοσιεύεται κείμενο της «Ε.Ο. ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΣΙΜΗΣ», όπου αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια οι ενέργειες της ομάδας αυτής του ΕΛΑ, που επιχείρησαν την ανατίναξη της AEG, καθώς και οι συνθήκες δολοφονίας του Χρήστου Κασίμη από δύο αστυνομικούς με πολιτικά. *

Η φωτογραφία του νεκρού Χρήστου Κασίμη, που διοχετεύθηκε από την αστυνομία και δημοσιεύθηκε στον Τύπο της εποχής είναι ανατριχιαστική..

Λίγες μέρες μετά την δολοφονία του αφήνονται από τους συντρόφους του, στις ταχυδρομικές θυρίδες των δικηγόρων της οικογένειας, τρεις φάκελοι, που περιείχαν προσωπικά έγγραφα του Χ. Κασσίμη, ενώ έξω από τους φακέλους είναι δακτυλογραφημένη η φράση «Για τη γυναίκα του Χρίστου. Να ενημερωθεί ο πατέρας του»

Υπήρξε βασικό στέλεχος της αντιδικτατορικής οργάνωσης «20ης Οκτώβρη» και διαφωνώντας μετά την πτώση της Χούντας, με την εγκατάλειψη του ένοπλου αγώνα στην Ελλάδα, συγκρότησε με άλλους συντρόφους του τον ΕΛΑ, την μαζικότερη ένοπλη οργάνωση στην Ελλάδα, με εκατοντάδες ενέργειες στην ιστορική της διαδρομή!

Πρωτεργάτης στην έκδοση της Αντιπληροφόρησης, ιδεολογικοπολιτικού περιοδικού παρέμβασης του ΕΛΑ!

Επαναστάτης Κομμουνιστής, για τον οποίον ο Χρήστος Τσιγαρίδας, στη δίκη του ΕΛΑ, είπε, μη μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά του, ότι, ήταν τέτοια η ακτινοβολία της προσωπικότητάς του και ο βαθμός της επαναστατικής του συνείδησης και ακεραιότητας, που αν ζούσε, σίγουρα θα γραφόταν αλλιώς η ιστορία στην Ελλάδα!

Έφυγε συνοδευόμενος στο νεκροταφείο Χαλανδρίου από συγγενείς, φίλους και εκατοντάδες σύντροφους..

Στον αποχαιρετισμό της η γυναίκα του Αλεξάνδρα Κασίμη είπε, μεταξύ άλλων
“Η κόρη μου και εγώ σ΄ευχαριστούμε για τον αγώνα σου. Ξέρω οι λαϊκοί αγωνιστές δεν χάνονται. Έχω εμπιστοσύνη στους συντρόφους σου και τους ευχαριστώ”…

Οι σύντροφοί του, στον ένοπλο αγώνα, και τότε και τώρα, από όποια πλευρά και αν βρίσκονται, συνεχίζουν να τον τιμούν..

αναδημοσίευση από Βαθύ Κόκκινο

 

Άρθρο της Ηλέκτρας Αποστόλου για την οργάνωση της πάλης των εργατών (71 χρόνια από τον μαρτυρικό της θάνατο).

ΗΛΕΚΤΡΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Ηλέκτρα Αποστόλου

Στις 26 Ιούλη του 1944 βρίσκεται πεταμένο στους δρόμους της Αθήνας, παραμορφωμένο από τα βασανιστήρια και μισοκαμένο, το πτώμα της Ηλέκτρας Αποστόλου. Την Ηλέκτρα είχε συλλάβει η Ειδική Ασφάλεια και την βασάνισε μέχρι θανάτου προκειμένου να της αποσπάσουν μυστικά για την οργάνωση της Αντίστασης και τον μηχανισμό του ΚΚΕ, αφού η ίδια ήταν μέλος της Επιτροπής Πόλης της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας. Δεν τα κατάφεραν…

Η Ηλέκτρα Αποστόλου γεννήθηκε το 1912 στην Αθήνα από εύπορη αστική οικογένεια. Το 1924 γράφεται στη Γερμανική Σχολή και εκεί γνωρίζει ένα Γερμανό καθηγητή οπαδό του Μαρξισμού. Η Ηλέκτρα μαθαίνει για την εκμετάλλευση των εργατών από τους κεφαλαιοκράτες και την αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας. Τρία χρόνια μετά οργανώνεται στην ΟΚΝΕ. Οι συγκρούσεις με την οικογένεια της είναι συνεχείς.
Το 1928, σε ηλικία 16 χρόνων, χρεώνεται από την Οργάνωση να δημιουργήσει Οργανώσεις στο εργοστάσιο υφαντουργίας «Ελληνική Εριουργία» του Μποδοσάκη. Με επιμονή και επαναστατική αισιοδοξία δημιουργεί σωματείο αλλά και πυρήνες Οργάνωσης. Το 1929 παντρεύεται τον κομμουνιστή γιατρό Γιάννη Σιδερίδη. Αρχίζουν οι κακουχίες και η πείνα. Το 1930 γίνεται μέλος του ΚΚΕ και της καθοδήγησης της ΟΚΝΕ στην Αθήνα. Το 1933 ορίζεται αναπληρώτρια διευθύντρια της εφημερίδας της ΟΚΝΕ «Νεολαία» κι ένα χρόνο μετά αναλαμβάνει τη διεύθυνσή της.
Τον Αύγουστο του 1934 στέλνεται ως αντιπρόσωπος στο Παγκόσμιο Αντιφασιστικό – Αντιπολεμικό Συνέδριο Γυναικών στο Παρίσι, ενώ τον Σεπτέμβρη του 1935 παίρνει μέρος στο 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς Νέων στη Μόσχα. Το 1936 είναι παρούσα στο 1ο Συνέδριο της Λενινιστικής Κομσομόλ της ΕΣΣΔ. Τον Ιούνη εκλέγεται μέλος της ΚΕ της ΟΚΝΕ. Συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στις φυλακές Αβέρωφ. Εκεί οργανώνει μαθήματα ιδεολογικής αυτομόρφωσης και αναπτύσσει έντονη δράση για να κρατήσει ψηλά το ηθικό των συγκρατούμενών της.
Το 1937 αποφυλακίζεται και στην 10η Ολομέλεια της ΚΕ της ΟΚΝΕ εκλέγεται στο Γραφείο της ΚΕ και στέλνεται στη Θεσσαλονίκη. Τον Ιούνη του 1939 ξανασυλλαμβάνεται. Στις 4 Ιούλη γεννάει την κόρη της Αγνούλα ενώ βρίσκεται στο Τμήμα Μεταγωγών στον Πειραιά. Στις 17 Ιούλη εξορίζεται στην Ανάφη. Την ίδια περίοδο, συλλαμβάνεται και ο άντρας της και τον οδηγούν στις φυλακές Κέρκυρας. Εκείνος δεν αντέχει, υπογράφει δήλωση μετανοίας. Η Ηλέκτρα αφού του θυμίζει τους όρκους που είχαν δώσει πριν παντρευτούν, ότι θα αγωνιστούν για τα ιδανικά τους, τον χωρίζει και τον προτρέπει να ζήσει τίμια.
Τον Αύγουστο του 1942 δραπετεύει και αναλαμβάνει την καθοδήγηση της καινούριας Πανελλαδικής Οργάνωσης «Ελεύθερη Νέα». Το 1943 παίρνει μέρος στην ιδρυτική συνεδρίαση της ΕΠΟΝ. Περνάει στην επιτροπή της ΚΟΑ και χρεώνεται την καθοδήγηση της διαφώτισης. Αναπτύσσει τον παράνομο μηχανισμό: Τυπογραφεία, πολυγράφους, γραφομηχανές. Αυτή και η ομάδα της αναλαμβάνουν το γράψιμο συνθημάτων στον τοίχο, την
αφισοκόλληση, τα τρικάκια, το χωνί, τα σκιτσάκια και τις εφημερίδες.
Τον Ιούλη του 1944 συλλαμβάνεται από την Ειδική Ασφάλεια. Την υποβάλουν σε φρικτά βασανιστήρια. «Η ταυτότης της θανούσης εξακριβώθη υπό της σήμανσης, ένθα ήτο σεσημασμένη κομμουνίστρια υπ” αριθμόν 59953. Το πτώμα ανήκε εις την Αποστόλου Ηλέκτρα του Νικολάου. Ιατροδικαστής Πέτρος Τζαφέρης».
Μεταφέρουμε στο διαδίκτυο άρθρο της Ηλέκτρας Αποστόλου με θέμα τη δουλειά στις εργάτριες και τους εργάτες της υφαντουργίας στην περιοχή της Νέας Ιωνίας, που έγραψε στη φυλακή. Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1934 στο περιοδικό Κομμουνιστική Επιθεώρηση και αναπαράχθηκε με φωτογραφική ανατύπωση σε μπροσούρα που κυκλοφόρησαν το ΚΚΕ, η ΚΝΕ και η ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ, με αφορμή τα 71 χρόνια από το μαρτυρικό θάνατο της ηρωίδας. Από την μπροσούρα προέρχονται και τα βιογραφικά στοιχεία.
Το εξώφυλλο του περιοδικού που δημοσιεύτηκε το άρθρο της Ηλέκτρας Αποστόλου
Το εξώφυλλο του περιοδικού που δημοσιεύτηκε
το άρθρο της Ηλέκτρας Αποστόλου
Για την κατάχτηση των 10.000 υφαντουργών των Ποδαράδων

Ένας από τους σπουδαιότερους βιομηχανικούς κλάδους της χώρας μας είναι η υφαντουργία. Ολόκληρες χιλιάδες εργατών και εργατριών χτικιάζουν μέσα στα εργοστάσια αυτά. Ιδίως για την Αθήνα μπορεί κανείς να πει πως τα υφαντουργικά εργοστάσια είναι εκείνα που έχουνε τους περισσότερους συγκεντρωμένους εργάτες. Μέσα στα υφαντουργεία των Ποδαράδων για τα οποία ειδικά θα μιλήσω δουλεύουν περίπου 10 χιλιάδες εργάτες από τους οποίους τα 70% είναι νέοι και νέες. Οι εργάτες αυτοί ζούνε κάτω από βαριά εκμετάλλευση και η αγανάχτηση που επικρατεί ανάμεσά τους είναι μεγάλη.
ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΑΣ
Παρ’ όλ’ αυτά όμως δεν είχαμε τα τελευταία χρόνια κανένα σοβαρό αγώνα των υφαντουργών των Ποδαράδων εχτός από μερικές μικροαπεργίες και στάσεις, που οι περισσότερες αποτύχανε. Τι φταίει γι’ αυτό, γιατί σήμερα που όλα τα τμήματα της εργατικής τάξης κατεβαίνουν σε σκληρούς αγώνες οι υφαντουργοί καθυστερούν; Εξετάζοντας το ζήτημα αυτό δεν μπορεί κανένας να παραγνωρίσει πως οι εργάτες των υφαντουργείων, από τους οποίους το μεγαλύτερο ποσοστό (80% περίπου) είναι γυναίκες, είναι καθυστερημένοι, δεν έχουνε επαναστατικές παραδόσεις κλπ.
Όλ’ αυτά όμως δεν εμποδίζουνε να υπάρχει σήμερα ανάμεσά τους μια μεγάλη αγανάχτηση και μια διάθεση για πάλη η οποία δεν εκδηλώνεται έμπραχτα μονάχα γιατί οι εργάτες φοβόνται βλέποντας την ανοργανωσιά τους. Επομένως ο κυριότερος λόγος δεν είναι ούτε η καθυστέρηση, ούτε η έλλειψη επαναστατικών παραδόσεων, αλλά η δικιά μας αδυναμία, το γεγονός ότι εμείς δεν καταπιαστήκαμε ποτέ στα σοβαρά με την οργάνωση της πάλης των υφαντουργών, για τα ζητήματά τους. Κι όταν ακόμα προσπαθούσαμε να πλησιάσουμε το εργοστάσιο αυτό, το κάναμε τόσο στραβά που έφερνε τ’ αντίθετα αποτελέσματα.
ΤΑ ΛΑΘΗ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ
Θυμάμαι το 1930 που στηλωνόμαστε κάθε τόσο έξω από τα εργοστάσια, κυνηγούσαμε τις εργάτριες και τους μοιράζαμε προκηρύξεις που γράφανε ακατάληπτα γι’ αυτές πράγματα. Τη δουλειά αυτή δεν τη συνδέαμε με παράλληλη οργανωτική δουλειά μέσα στα εργοστάσια. Κάναμε για σκοπό μας το μοίρασμα των προκηρύξεων αυτές να τις χρησιμοποιούμε σαν βοήθεια στην οργάνωση εργοστασιακών ομάδων κλπ. Τ’ αποτέλεσμα ήταν να μας βλέπουν οι εργάτριες και να φεύγουνε τρέχοντας.
Αργότερα το 1931-32 δημιουργήθηκε ένα άμαζο σωματείο υφαντουργών (100-150 μέλη) που το διοικούσαν οι αρχείοι. Μέσα σ’ αυτό δημιουργήσαμε εμείς την επαναστατική μας παράταξη και πήραμε τη διοίκηση.
Η επαναστατική όμως παράταξη, τόσο πριν πάρει τη διοίκηση όσο και μετά, δεν προσπάθησε να στερεώσει τις βάσεις της στα εργοστάσια δημιουργώντας σωματειακές εργοστασιακές ομάδες και εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις δεν καταπιάστηκε σοβαρά με την οργάνωση της πάλης των υφαντουργών. Η αδύνατη αυτή οργανωτική δουλειά είχε σαν αποτέλεσμα να διαλυθεί το σωματείο μόλις ξέσπασε μια μεγαλύτερη τρομοκρατία μετά την απεργία της Μπρεττάνιας που χάθηκε κι’ αυτή από δικές μας αδυναμίες.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΩΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ
Για κάμποσο καιρό η δουλειά μέσα στους υφαντουργούς εγκαταλείφτηκε εντελώς και μονάχα τους τελευταίους μήνες έγινε μια προσπάθεια για την αναδιοργάνωση του σωματείου των υφαντουργών. Η δουλειά αυτή παρ’ όλες τις ελλείψεις που παρουσίασε άρχισε πάνω σε μια σωστή βάση, γιατί σαν κέντρο μπήκε από την πρώτη στιγμή ή δημιουργία βάσεων μέσα στα εργοστάσια κι έφερε σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθούν αρκετοί εργοστασιακοί πυρήνες και εργοστασιακές ομάδες. Επίσης από την πρώτη στιγμή τέθηκε το ζήτημα της σύνδεσης της δουλειάς αυτής με την οργάνωση της πάλης των υφαντουργών και την επίσημη ανασυγκρότηση του σωματείου.
ΟΙ ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΑΝ
Η δουλειά όμως αυτή κούτσαινε ακόμα πολύ. Δέν εκμεταλλευτήκαμε τις πρώτες έστω και μικρές νίκες του σωματείου (π.χ. το διάβημα στο εργοστάσιο του Σαραντόπουλου που είχε σαν αποτέλεσμα να πάψει για λίγες μέρες το κλέψιμο της ώρας). Επίσης πολλές από τις αποφάσεις της οργανωτικής επιτροπής των σωματείων (συσκέψεις, κινητοποιήσεις, διαβήματα) μένανε ανεκτέλεστες γιατί δεν υπήρχε αυστηρός έλεγχος στην εφαρμογή των αποφάσεων. Ορισμένες από τις αποφάσεις αυτές παίρνονταν εντελώς μηχανικά π.χ. μήνες ολόκληρους παίρναμε διαρκώς την απόφαση να κάνουμε σε κάποιο εργοστάσιο σύσκεψη για την ίδρυση σωματειακής ομάδας.
Η απόφαση αυτή έμενε διαρκώς ανεκτέλεστη, μ’ όλο που είχαμε πυρήνα στο εργοστάσιο αυτό, γιατί οι σύντροφοι του πυρήνα δεν πίστευαν πως μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Και όμως εξακολουθούσαμε να παίρνουμε την ίδια μηχανική απόφαση δίχως να βάλουμε τους συντρόφους ν’ αρχίσουν τη δουλειά τους μ’ έναν άλλον τρόπο που θα πιστέψουν πως μπορούσε να πραγματοποιηθεί (π.χ. ίδρυση ενός αθλητικού ομίλου, ενός ομίλου εργατικής βοήθειας κλπ.). Οι ελλείψεις αυτές πρέπει να διορθωθούνε άμεσα και να δοθεί μεγάλη προσοχή στο να εκτελούνται οι αποφάσεις και να μην παίρνονται μηχανικά.
ΤΑ ΑΜΕΣΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΜΑΣ
Η κατάχτηση των υφαντουργείων των Ποδαράδων θα πρέπει να γίνει πρώτ’ απ’ όλα δουλειά ολόκληρης της οργάνωσης Ποδαράδων και όχι να φορτωθεί σε 2-3 συντρόφους. Όλοι οι πυρήνες μας θα πρέπει να το καταλάβουνε καλά αυτό. Και τώρα ας δούμε τις μέθοδες που θα μας βοηθήσουν στη δουλειά μας αυτή.
Πρώτ’ απ’ όλα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των υφαντουργών είναι γυναίκες που φοβόνται ακόμη των κομμουνισμό κ’ έχουν ένα σωρό προλήψεις. Οι ίδιες όμως αυτές εργάτριες νιώθουνε πολύ καλά την ανάγκη να παλέψουν για τα ζητήματά τους. Γι’ αυτό όλη μας η προπαγάνδα, όλη μας η δουλειά πρέπει να στηριχτεί πάνω στη δημιουργία ενός πλατιού ενιαίου μετώπου με τις εργάτριες στην οργάνωση του αγώνα για τις άμεσες διεκδικήσεις τους. Οι διεκδικήσεις αυτές θα πρέπει να διατυπωθούνε από το σωματείο απλά, απλά έτσι που να τις καταλαβαίνει και η πιο καθυστερημένη εργάτρια. Αν εμείς δώσουμε στις εργάτριες να καταλάβουν ότι ο εργοδότης τις χτυπάει και τις εκμεταλλεύεται ανεξάρτητα από το αν είναι κομμουνίστριες, βενιζελικές ή τσαλδαρικές, θα τις έχουμε πολύ σύντομα μαζί μας. Η διαφωτιστική αυτή δουλειά είναι πολύ εύκολο να γίνει στους Ποδαράδες γιατί εκεί κάθε σπίτι σχεδόν έχει κι έναν υφαντουργό. Φτάνει μονάχα να γίνει δουλειά όλων των συντρόφων. Πρώτο μας λοιπόν καθήκον είναι να πείσουμε τους υφαντουργούς και τις υφαντουργίνες για την ανάγκη της δημιουργίας ενός πλατιού ενιαίου μετώπου πάλης για τα ζητήματά τους.
Δεύτερο καθήκον είναι να αποδείξουμε στους εργάτες αυτούς ότι το σωματείο ενδιαφέρεται πραγματικά για τα ζητήματά τους. Αυτό θα γίνει μονάχα όταν η Οργανωτική Επιτροπή του Σωματείου που υπάρχει σήμερα ή η Εκτελεστική Επιτροπή που πρέπει να βγει πολύ σύντομα από μια συνέλευση, καταπιάνονται έγκαιρα για κάθε ζήτημα που παρουσιάζεται στα εργοστάσια και πονάει τους υφαντουργούς, όσο μικρό και ασήμαντο αν φαίνεται (π.χ. χτύπησε μια εργάτρια, βάλανε ένα πρόστιμο, έσπασε ένα παράθυρο και κρυώνουν κλπ.). Για κάθε τέτοιο ζήτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται η επιτροπή στον εργοδότη αμέσως επίσημα σαν σωματείο και ν’ ανακοινώνει πάντα τ’ αποτελέσματα του διαβήματος στους εργάτες με συγκεντρώσεις μπροστά ή μέσα στην αυλή του εργοστασίου, με φεϊ-βολάν κλπ., και να τους δείχνει το δρόμο της πάλης. Κάθε παραμικρότερη επιτυχία μας πρέπει να την κάνουμε γνωστή και στους εργάτες του άλλου εργοστασίου.
ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΑΠΟΚΡΥΣΤΑΛΛΩΣΗ
Όλη η δουλειά αυτή θα πρέπει ν’ αποκρυσταλλώνεται οργανωτικά. Θα πρέπει να καλούμε παράλληλα ταχτικές συσκέψεις των εργατών κι’ εργατριών που βρίσκονται πιο κοντά σε μας για τη δημιουργία συνδικαλιστικών ομάδων και πυρήνων μέσα στα εργοστάσια και τη σταθεροποίηση αυτών που υπάρχουν. Και να μην ξεχνάμε να θέτουμε σε κάθε κινητοποίηση το ζήτημα της εγγραφής καινούργιων μελών στο σωματείο.
Το πιο δύσκολο όμως απ’ όλα είναι η σταθεροποίηση των πυρήνων και των σωματειακών ομάδων ατά εργοστάσια. Για να μπορέσουμε να το καταφέρουμε αυτό θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας ότι η πλειοψηφία των υφαντουργών είναι γυναίκες που είναι ποτισμένες μ’ ένα σωρό προλήψεις. Δεν θα πρέπει να έχουμε την απαίτηση οι εργάτριες αυτές να πετάξουν όλες τις προλήψεις τους μόλις γίνουν μέλη του σωματείου ή του πυρήνα μας. Δεν μας πειράζει καθόλου αν μια εργάτρια που μας βοηθάει να κάνουμε συσκέψεις και να κινητοποιούμε και άλλες βάζει λίγο κοκκινάδι ή της αρέσει να κάνει κόρτε και δεν θα πρέπει ν’ αρχίσουμε να την κουτσομπολεύουμε γι’ αυτό γιατί τότε θα την χάσουμε. Οι προλήψεις αυτές θα τους φύγουνε σιγά-σιγά αν εμείς τους βοηθήσουμε να εξελιχτούν μέσα στο κίνημα.
Μέσα στις σωματειακές ομάδες και τους πυρήνες θα πρέπει να γίνεται καλή διαπαιδαγωγητική δουλειά, να θέτουμε όλα τα ζητήματα απλά-απλά, να μην παίρνουμε μηχανικές αποφάσεις αλλά να εξηγούμε στα καινούργια μέλη πώς μπορούν να εκτελεστούν, ώστε να τις πιστεύουν όταν πηγαίνουν να τις εκτελέσουν και να τα καθοδηγούμε στενά από κοντά και όχι αφ’ υψηλού, βοηθώντας τα μέλη μας να αναπτύξουν δικιά τους πρωτοβουλία. Για την καθοδήγηση των εργοστασιακών πυρήνων πρέπει να διατεθούν οι καλύτεροι σύντροφοι.
ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ ΟΙ ΣΩΜΑΤΕΙΑΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ
Οι σωματειακές ομάδες και οι εργοστασιακοί πυρήνες πρέπει να προσέχουνε πολύ στη δουλειά τους. Θα πρέπει να επιλαμβάνονται αμέσως για κάθε ζήτημα που παρουσιάζεται μέσα στα εργοστάσια και παράλληλα με την επίσημη εμφάνιση του σωματείου για τα ζητήματα αυτά να κινητοποιούν τους εργάτες. Ν’ αρχίσουν από την οργάνωση ομαδικών παρουσιάσεων και διαμαρτυριών στον εργοδότη, μικροστάσεων και να προσπαθούν ν’ ανεβάσουν τον αγώνα των εργατών, σε περίπτωση που τα αιτήματα δεν γίνονται δεκτά, σε ανώτερες μορφές δηλαδή απεργίες κλπ. Όταν οργανώσουμε τέτοιες κινητοποιήσεις δεν είναι ανάγκη να λέμε στους εργάτες ότι εμείς που τους λέμε να κινητοποιηθούν τους το λέμε εκ μέρους της σωματειακής ομάδας ή του πυρήνα.
ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΝΟΣ ΜΑΖΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ
Είπαμε πιο πάνω πως η δουλειά αυτή θα πρέπει να γίνει δουλειά ολόκληρης της οργάνωσης, αυτό όμως δε θα πει καθόλου πως οι κομματικές μας οργανώσεις θα πρέπει ν’ αντικαταστήσουν και το σωματείο. Αν θέμε το σωματείο να γίνει μια πραγματική μαζική οργάνωση θα πρέπει να έχει και τη δικιά του ζωή. Η διοίκηση του σωματείου θα πρέπει ν’ αποτελείται από ανθρώπους που θα τους εκλέγουν οι εργάτες και θα τους έχουν εμπιστοσύνη και όχι να διορίζεται από μας. Φυσικά από την καλή δουλειά των μελών της φράξιας εξαρτάται να είναι τα δικά μας μέλη και οι συμπαθούντες, οι έμπιστοι των εργατών. Επίσης από την δουλειά της φράξιας και την καλή καθοδήγησή της από τις κομματικές οργανώσεις εξαρτάται αν το σωματείο των υφαντουργών θα γίνει μια πραγματική μαζική επαναστατική οργάνωση.
ΑΛΛΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ
Εκτός από την καθαρώς συνδικαλιστική δουλειά που πρέπει να είναι και η βασική για την κατάχτηση των υφαντουργών, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και άλλες μέθοδες όπως την οργάνωση εργατικών αθλητικών ομάδων και ομίλων εργατικής βοήθειας στα εργοστάσια.
ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΜΕΤΡΑ
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να προσέχουμε αν δε θέμε να πάει χαμένη όλη η πιο πάνω δουλειά είναι τα παράνομα μέτρα. Η τρομοκρατία στα εργοστάσια είναι μεγάλη, κάθε συνειδητός εργάτης διώχνεται. Γι’ αυτό πρέπει να παίρνουμε όλα μας τα μέτρα. Να μην εκθέτουμε τους συντρόφους που δουλεύουνε στα εργοστάσια, να μην τους αφήνουμε να γυρνάνε με γνωστούς συντρόφους, να μην φλυαρούμε για το ποιοι ανήκουν στη σωματειακή ομάδα ή τον πυρήνα. Στις συσκέψεις, συνελεύσεις και κινητοποιήσεις να μην εμφανίζουμε όλους τους συντρόφους. Όταν οι ομάδες μας έχουνε πολλά μέλη να τις χωρίζουμε σε τμήματα ώστε να μην γνωρίζονται όλα τα μέλη μεταξύ τους και με την εμφάνιση ενός χαφιέ χάνουμε όλη μας της βάση. Με τη διαφορά όμως οι γραμματείς των τμημάτων της σωματειακής ομάδας πρέπει να βρίσκονται σε στενή σύνδεση.
ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΟΥΛΕΙΑ
Η δουλειά μέσα στους υφαντουργούς παίρνει σήμερα εξαιρετική σπουδαιότητα και από το γεγονός ότι η υφαντουργική βιομηχανία θα παίζει σπουδαίο ρόλο στην προπαρασκευή του πολέμου. Γι’ αυτό επιβάλλεται στην καθημερινή μας προπαγάνδα και οργάνωση της πάλης των υφαντουργών για τα άμεσα ζητήματά τους να συνδέουμε συγκεκριμένα τ’ αντιπολεμικά κι αντιφασιστικά συνθήματά μας. Τα συνθήματα αυτά μπορούν να πιάσουν θαυμάσια στις χαροκαμένες απ’ τον πόλεμο προσφυγοπούλες που αποτελούν την πλειοψηφία στα εργοστάσια των Ποδαράδων φτάνει να τους τα λέμε απλά και να τα συνδέουμε με το ψωμί και το μεροκάματο.
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΩΝ ΥΦΑΝΤΟΥΡΓΩΝ
Το απεργιακό κύμα τώρα τελευταία φουντώνει, ένα σωρό απεργίες ξέσπασαν και πολλές άλλες απειλούν να ξεσπάσουν. Μέσα σε μια τέτοια περίοδο είναι πολύ άσχημο ένα σοβαρό τμήμα της εργατιάς, όπως οι υφαντουργοί των Ποδαράδων, να μένουν έξω από τη γενική κινητοποίηση. Γι’ αυτό η κατάχτηση των υφαντουργών που πρέπει να συνδεθεί από την πρώτη στιγμή με την οργάνωση της πάλης για τα ζητήματά τους με την προετοιμασία του απεργιακού τους αγώνα, αποτελεί σήμερα ένα από τα βασικότερα καθήκοντα της Οργάνωσης της Αθήνας.
Φυλακές Αβέρωφ, Δεκέμβρης
ΗΛΕΚΤΡΑ ΣΙΔΕΡΙΔΟΥ
(ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, Περίοδος Γ΄, Χρόνος Γ΄, Αριθμός 2)99, 15 Γενάρη 1934)
         αναδημοσίευση από Prolet Connect
Πηγή: ΑΤΕΧΝΩΣ

Έκθεση σκίτσων του Λουκά Μ. (fouk) 18 – 27 Μάη.

Ο Λουκάς έφυγε πριν έναν χρόνο και εμείς σήμερα είμαστε εδώ, ο ένας δίπλα στον άλλον, η μία δίπλα στην άλλη, οργανώνοντας μια έκθεση με σκίτσα του Λουκά Μ.(Fouk), η οποία γίνεται στα πλαίσια των δεκάχρονων του περιοδικού Βίδα.

Σας καλούμε για να τιμήσουμε ένα σύντροφο, ένα φίλο, έναν αδερφό. Και να διατρανώσουμε: Σύντροφε δεν σε ξεχνάμε, είσαι ανάμεσά μας, όλα συνεχίζονται…

Στην υλοποίηση της έκθεσης πήραν μέρος δεκάδες σύντροφοι και φίλοι δίνοντας τον καλύτερο εαυτό τους και βοηθώντας με κάθε τρόπο (υλικό, τεχνικό, οικονομικό) για την
ολοκλήρωση της προσπάθειας αυτής.

Το υλικό που επιλέχθηκε για την έκθεση είναι ένα μέρος των έργων του Λουκά, που θεωρήσαμε ότι είναι ενδεικτικό του συνόλου.

Εκτίθενται έργα σε θεματικές ενότητες:

• τα δημοσιευμένα (κυρίως μικρές αυτοτελείς ιστορίες) σε
fanzine και έντυπα της περιόδου χονδρικά 2000-2006 και
στο σαλόνι του περιοδικού Βίδα 2006-2014.

• αδημοσίευτα έργα, είτε μέρη σεναρίων που δεν πρό-
λαβε να τελειώσει, είτε αυτοτελείς ιστορίες, είτε μεμονω-
μένα σκίτσα.

• μέρη από το έργο του: «Οι αστοί τρομάξανε», η ζωή
του Μιχάλη Μπεζεντάκου.

Στον χώρο της έκθεσης θα διατίθεται το βιβλίο με σκίτσα του Λουκά Οι αστοί τρομάξανε, θα υπάρχουν τεύχη και μπροσούρες του περιοδικού Βίδα, βιβλία των εκδόσεων ΠΡΟλΕΤΚΟΥλΤ και άλλων εκδοτικών εγχειρημάτων με τα οποία συμπορευόμαστε όλα αυτά τα χρόνια.

“Οι αστοί τρομάξανε”

η ιστορία του Μιχάλη Μπετζεντάκου.

σχεδιασμός: Λουκάς Μ. (fouk)

σενάριο: Άρτσι

επίμετρο: Κόκκινη Βιβλιοθήκη

γενική επιμέλεια: περιοδικό Βίδα

Ηρώς Κωνσταντοπούλου 16-18,
Σκοπευτήριο Καισαριανής
Η έκθεση θα λειτουργήσει
από τις 18 έως τις 27 Μαΐου 2015,
καθημερινά 18.00-22.00

 

Εμπρός Προλετάριοι!

ΕΝΑΣ ΜΑΧΗΤΙΚΟΣ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΣ

ΕΝΑΣ ΜΑΧΗΤΙΚΟΣ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΑΣ

ΕΝΑΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ

Ο Λουκάς Μ. (fouk) έφυγε από κοντά μας αναπάντεχα το βράδυ, στις 19-5-2014. Αυτή η απώλεια είναι  πλήγμα για το περιοδικό μας στο οποίο ήταν μέλος και φυσικά για το ευρύτερο ταξικό αντικαπιταλιστικό κίνημα. Εδώ θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε την πορεία του, προσπαθώντας έτσι να αποτυπώσουμε και τη συνολική του στάση στον αντικαπιταλιστικό αγώνα που συμμετείχε με όλη του την ψυχή. Ο Λουκάς γεννήθηκε στις 17 Μάρτη 1982. Μεγάλωσε στο Παγκράτι, οι γονείς του εργατοϋπάλληλοι, αλλά και το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον απλοί άνθρωποι του μεροκάματου. Κάτι που από μικρός ανέπτυσσε σαν πρωταρχικό καθήκον ήταν η πίστη στη Φιλία και η Αλληλεγγύη. Δεν είναι τυχαίο που πολλές από τις φιλίες του Λουκά κρατούσαν από τα χρόνια του Δημοτικού ή του Γυμνασίου. Οι πρώτες μάχες που έδωσε (και κατάλαβε ο ίδιος τη χρήση του όπλου που λέγεται Κοινότητα) ήταν με τα ναρκωτικά και την εναντίωση στη χρήση τους. Ήταν η εποχή στα 90s που ρίχνονταν στις πιάτσες των νέων με όλους τους πιθανούς τρόπους. Σκοτώνονταν συνέχεια νέοι άνθρωποι σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας. Ευαίσθητοι νέοι, οδηγημένοι σε αδιέξοδα από τον «αναπτυξιακό» καπιταλισμό και την επίπλαστη ευμάρεια. Ο θάνατος μπήκε από νωρίς στις γειτονιές μας. Ενώ για την υπόλοιπη νεολαία που δεν κατάφεραν να την ντοπάρουν κράτησαν τον κόσμο του lifestyle και της κοινωνικής βλακείας. Δύο όψεις κοινωνικής αποσύνθεσης που είχαμε οι μεγαλωμένοι εκείνη την εποχή να αντιμετωπίσουμε. Ο Λουκάς λοιπόν από έφηβος τράβηξε ρότα εναντίωσης στη σκατίλα που επιβαλλόταν σαν τρόπος ζωής για τη νεολαία. Το πανκ ήταν αυτό που του έθεσε τους πρώτους προβληματισμούς για τη ζωή την ίδια. Για την εξουσία και τα αφεντικά. Για τους καταπιεσμένους. Για την ανεπεξέργαστη δημιουργία. Για την Κοινότητα και τον Αγώνα. Στους δρόμους του Παγκρατίου βγήκε για τις πρώτες αφισοκολλήσεις και για τα πρώτα συνθήματα στους τοίχους με τα συντρόφια του και με την ομάδα τους, kardas. Μεγαλώνοντας βίωνε τις ταξικές διακρίσεις και την οικονομική και κοινωνική ανισότητα και ανέπτυξε αυτό το ταξικό ένστικτο ενάντια στον πλούτο, ως γιός εργατοϋπαλλήλων. Η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, που επιχείρησε το ΠΑΣΟΚ το 1998 με τον νόμο Αρσένη, βρήκε τον Λουκά πίσω από τα κάγκελα των καταλήψεων, στα συντονιστικά και στα συλλαλητήρια. Σε αυτό το πεδίο γνωριστήκαμε με τον Λουκά, μαθητές τότε όλοι σε διάφορα κατειλημμένα σχολεία της Αττικής. Το σχολείο των ταξικών ανισοτήτων έκανε την πρώτη του εμφάνιση, χιλιάδες μαθητές παράτησαν τη γενική εκπαίδευση του ενιαίου λυκείου ή και το ίδιο το λύκειο, ενώ οι φτωχότεροι δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό των φροντιστηρίων και τους στοίβαζαν στα υποτιμημένα Τ.Ε.Ε. και τα νυχτερινά. Ο Λουκάς ήταν και αυτός μια φιγούρα της μαθητικής μάζας που περιθωριοποιήθηκε από την εκπαιδευτική διαδικασία. Όμως ήταν από τους μαθητές που εξεγέρθηκαν, συμμετείχε στις συγκρούσεις, με το χαμόγελο που από τότε μας χάριζε απλόχερα όταν ερχόταν η ώρα του Αγώνα. Κάτσε καλά Γερασιμέ. Ήμασταν η γενιά που πολιτικοποιήθηκε μέσα σε ‘κείνο το μαθητικό κίνημα. Και μέσα σε ‘κείνο το κίνημα βγάλαμε τα συμπεράσματα μας για τις τακτικές οργανώσεων, για τη στάση μερίδας των καθηγητών, των Μ.Μ.Ε., της αστυνομίας, του Χριστόδουλου, μέσα σε εκείνο το εργαστήρι είδαμε πώς η παιδεία ιδιωτικοποιείται και ποιες δυνάμεις βρέθηκαν με συνέπεια δίπλα σε μας τους καταληψίες αλλά και ποιες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σταματήσει η πάλη. Πολλοί από μας περάσαμε μαθητοδικεία αργότερα, ενώ για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά προφυλακίστηκε μετά από συγκρούσεις ένας 17χρονος μαθητής και μας έκανε να δούμε κατάματα σε μικρή ηλικία τι σημαίνει κρατική καταστολή και σε ποιους χαρίζεται απλόχερα. Το καταληψιακό κίνημα, το πανκ και οι προεκτάσεις του, οι παρέες που επέλεγαν δρόμους αντιπαράθεσης, η συρρίκνωση των αριστερών νεολαίων και η άνοδος των αντιεξουσιαστικών θέσεων, η μαγευτική έλξη της αυτοοργανωμένης έκφρασης ήταν το μίγμα για τη μετέπειτα συνέχεια του Λουκά και των φίλων του. Ήταν η στιγμή της συνάντησης με τις καταλήψεις στο κέντρο της Αθήνας και τα στέκια που εμφανιζόταν δειλά-δειλά στις συνοικίες.  Η Villa Amalias ήταν το πρώτο ελεύθερο σχολείο για τον Λουκά, εκεί γνωρίστηκε με συνομηλίκους, εκεί μας πρωτομίλησε για τα σκίτσα που φτιάχνει, εκεί φτιάχτηκαν τα πρώτα φανζίν, εκεί μπήκε στο στούντιο με το μπάσο του και τα φιλαράκια να παίξουν μουσική. Εκεί έμαθε την κουλτούρα της αυτοοργάνωσης και της υπευθυνότητας. Η Αλληλεγγύη το όπλο μας, είναι το σύνθημα που αποτυπώνει πλήρως την ουσία της αντίληψης του Λουκά. Τα φανζίν  Φαντασία και Αυτοοργάνωση, Κατσαρίδες Πόλης, Anarchie κ.α. έχουν σκίτσα του, ενώ βοηθάει την ίδια περίοδο όπου μπορεί πάνω στην αυτοοργανωμένη έκφραση. Ιδιαίτερος σταθμός για τον ίδιο ήταν το  αυτοδιαχειριζόμενο στέκι της Αγίας Παρασκευής. Μπορεί στα σταράκια του να έγραφε «τελικά δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για κανένα μας» και να τον πειράζαμε για τη «μαυρίλα» του, μα κατάφερε να ενώσει παρέες νεολαίων από τρεις διαφορετικές εμπειρίες (Villa, Αγία Παρασκευή, ανατολικές συνοικίες) και να συμπλέξει ανθρώπους που μέχρι σήμερα βρίσκονται σε πολιτικά εγχειρήματα, συλλογικότητες και ομάδες του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος. Παράλληλα βγαίνει στην αγορά εργασίας πουλώντας την εργατική του δύναμη με τις τιμές που το Κεφάλαιο είχε καθορίσει αρχές του 21ου αιώνα. Σε διάφορες δουλειές μπορεί να συναντήσει κανείς τον Λουκά, κυρίως όμως στον τριτογενή τομέα που άνθιζε με την εκμετάλλευση της νέας εργατικής βάρδιας. Δουλειές του ποδαριού, μαύρη εργασία, χαμηλά μεροκάματα αλλά και διεκδικήσεις, λούφα, σαμποτάζ και άρνηση στις ταχύτητες που τα αφεντικά επέβαλλαν. Παράτησε το Τ.Ε.Ι. και τη σχολή της Βιβλιοθηκονομίας από άποψη, αρνήθηκε να πάει στρατό, να υπηρετήσει τον μηχανισμό της βίας και σιγά-σιγά άρχισε να ωριμάζει η πολιτική του σκέψη. Από νεαρός προλετάριος ποτέ δεν έπαψε να είναι διαλεκτικός στα ζητήματα που η ταξική πάλη άνοιγε. Η ίδια η ζωή έδειχνε πώς προχωράμε και πώς συμμετέχουμε στην πάλη- στο πλευρό των καταπιεσμένων, αυτό δεν σταμάτησε να το τονίζει και να συμβουλεύει ανυπόμονους συντρόφους. Εχθρευόταν ιδιαίτερα τις αστικές επιδράσεις σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας και θεωρούσε ότι η επαναστατική πολιτική δεν μπορεί να μην αναπτύσσει τη δική της αυτόνομη επαναστατική κουλτούρα. Για την κατανόηση της αντίληψης του Λουκά θα ήταν σφάλμα να μην συμπεριληφθεί ο αγώνας του (κυρίως στο εσωτερικό του κινήματος) πάνω στα άκρως σημαντικά γι’ αυτόν  ζητήματα ιστορίας-πολιτισμού-ιδεολογίας και αυτόνομης προλεταριακής πολιτικής. Στους δύο κλάδους που βρέθηκε να δουλεύει με το μηχανάκι, στο βιβλίο και στα οδοντοτεχνικά γραφεία, ως εξωτερικός υπάλληλος στήριξε τις εργατικές πρωτοβουλίες που αναπτύχθηκαν και οργάνωναν την πάλη ενάντια στους εργοδότες. Συμμετείχε στην εφημερίδα τοίχου Βιβλιοφρικάριος,  και βοηθούσε σε όλες τις «δουλειές» που ανοίγονταν. Ήταν από τους πρώτους που αγκάλιασε τις πρωτοβουλίες που ξεκίνησαν να βάζουν τα θεμέλια για τη δημιουργία του Σωματείου Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλου (Σ.Β.Ε.Ο.Δ.). Μέλος του σωματείου, συνεπής και εργατικός για την οργάνωση των εργαζομένων στο Σ.Β.Ε.Ο.Δ. Την εργατική πάλη ο Λουκάς την αντιλαμβανόταν με προλεταριακές αντικαπιταλιστικές θέσεις και διαφοροποιούταν από εργατίστικες και στενά συνδικαλιστικές φόρμουλες. Ως μέλος του περιοδικού μας υπεράσπιζε τη θέση/ανάγκη για πολιτική προλεταριακή οργάνωση ως ανώτερη μορφή εργατικής συγκρότησης.  Έπαιρνε σαφέστατες αποστάσεις από τον ομοιοεπαγγελματισμό και τις παραφυάδες του, σε βαθμό που πολλές φορές γεννιούνταν μεγάλες και έντονες συζητήσεις στο εσωτερικό μας. Σε κάθε μικρό και μεγάλο αγώνα της εργατικής τάξης ήταν παρών. Ακόμα και όταν διαφωνούσε πάνω σε τακτικές και προσεγγίσεις ζητημάτων προωθούσε χωρίς ελιτισμό τις κριτικές του θέσεις, όπως στην 9μηνη απεργία των χαλυβουργών που ήταν κομβικής σημασίας. Μια αναφορά πρέπει να κάνουμε στον τρόπο που ο Λουκάς αντιλαμβανόταν την οικονομική στήριξη και στην αντίληψη που βοηθούσε να στεριώσει και να καλλιεργηθεί στους κόλπους των κοινοτήτων μας.Την ονομάσαμε αντικαπιταλιστικό μισθό, και τι είναι αυτό; Μέρος των μισθών μας μαζεύεται στο εργατικό ταμείο και χρηματοδοτεί υποδομές του αντικαπιταλιστικού κινήματος ή ανθρώπων της Τάξης μας σε δυσκολίες της ζωής. Τα χρήματα  μπαίνουν για τα έξοδα του ταξικού αγώνα. Έτσι χρηματοδοτούνται φυλακισμένοι αγωνιστές, περιοδικά, σωματεία, εκδόσεις, καταλήψεις, απεργιακές κινητοποιήσεις.

Εδώ πρέπει να πούμε ότι ο Λουκάς ποτέ δεν εγκατέλειψε την ταξική πάλη, ποτέ δεν αμφισβήτησε τον ρόλο της εργατικής τάξης και της ιστορικής της αποστολής. Κριτίκαρε με τον δικό του τρόπο κάθε διαταξική σαπουνόφουσκα, κάθε «κίνημα» που ηγεμονευόταν από μικροαστικά ή αντιπρολεταριακά στοιχεία. Στη Θεσσαλονίκη το 2003 ή στα αντιπολεμικά συλλαλητήρια  έπαιρνε αποστάσεις αν και συμμετείχε στις κινήσεις αλληλεγγύης για τους φυλακισμένους συντρόφους. Στα εξεγερτικά γεγονότα του 2008 αυτό που τον γέμισε πολιτικά σαν άκρως στοχευμένη κίνηση ήταν η κατάληψη της Γ.Σ.E.Ε. και μέσα σε αυτήν την διαδικασία ήταν που πήραμε απόφαση να μεγαλώσουμε το περιοδικό και τον κύκλο του. Σε όλες αυτές τις αποφάσεις πρέπει να αναλογιστούμε και το ηλικιακό, ότι για παράδειγμα το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης όπως εκφραζόταν από την αστική αριστερά δεν μας έπειθε αλλά δεν είχαμε ωριμάσει για να μπορούμε να βγάλουμε έναν αντίλογο που να θέτει αυτό που νιώθαμε ως νεαροί εργάτες. Όλα αυτά τα κρίναμε και τα είδαμε μετά, με τη συλλογική κριτική-αυτοκριτική-συζήτηση, μέσα στο εργαστήρι του περιοδικού και των φίλων του. Ώριμος πολιτικά και χωρίς δισταγμό ήταν από εκείνους που ήταν πολιτικά απέναντι στο «κίνημα των αγανακτισμένων» και πάλεψε ενάντια στις ψευδαισθήσεις και τη διαταξική ενότητα που προωθούσαν οι διορθωτικές/ρεφορμιστικές δυνάμεις.  Ιδιαίτερη ευαισθησία ο Λουκάς είχε με την κρατική καταστολή και προσπαθούσε όπου μπορούσε να βοηθά συντρόφους και με όποιον τρόπο. Στο περιοδικό, ο Λουκάς δούλευε σε όλα τα «πόστα»: μοιράσματα, γράψιμο, σκιτσάρισμα, μάζεμα χρημάτων, οργάνωση αρχείων και σίγουρα αυτό που τον ξεχώριζε, εκτός ότι ήταν Βράχος, ήταν η συνεχής του αγωνία να βρισκόμαστε με εργάτες, στους αγώνες και στην καθημερινότητα, να τους «ακούμε», όπως έθετε συνέχεια. Ενώ πάντα στις παρεμβάσεις μας ήταν αυτός που πρότεινε μαζικούς χώρους δουλειάς ανεξάρτητα ακόμα και της «κεντρικής» πολιτικής σκηνής. Άμα ξεφυλλίσει κανείς τις σελίδες του περιοδικού θα δει πλέρια  ποια τάση υπηρετούσε ο Λουκάς, και θα ‘ταν κουραστικό από αυτές τις σελίδες που γράφονται εν βρασμώ να αποδώσει κανείς τις θέσεις του συντρόφου σε δεκάδες ζητήματα που προέκυψαν όλα αυτά τα χρόνια. Ένα ξεφύλλισμα λοιπόν των τευχών (4-18) θα βοηθήσει κάποιον που δεν ξέρει να παρατηρήσει την πολιτική σκοπιά του. Πριν κλείσουμε αυτό το κείμενο, για τον φίλο, αδερφό και σύντροφό μας πρέπει να θίξουμε δύο συγκεκριμένες πλευρές του. Η μία πλευρά, ίσως η πιο άγνωστη, είναι η ενασχόλησή του με την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα και συγκεκριμένα με την εμπειρία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος και της οδύσσειας των ηττημένων μαχητών του. Το ξεκίνημα αυτής της μελέτης επισφραγίστηκε σε συμβολικό επίπεδο έπειτα από το ταξίδι του στο Γράμμο το 2010. Όλοι θυμόμαστε τον ενθουσιασμό του Λουκά μετά από αυτό το ταξίδι, ότι πρέπει να μάθουμε όσα περισσότερα για την περίοδο και τους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορικής εποποιίας. Η άλλη πλευρά του ήταν αυτή της Δημιουργίας, περνούσε ώρες πάνω από τις ακουαρέλες. Την αγάπη του για τα σκίτσα ήταν εύκολο να την αντικρίσει κανείς, ανά πάσα στιγμή μπορεί να σκίτσαρε κάτι. Η στάση του για τη δημιουργία ήταν απόλυτη, χωρίς ναι μεν αλλά… Αυτοοργάνωμένη έκφραση. Προλεταριακή Κουλτούρα. Αγώνας για τον πολιτισμό των «από κάτω», τίποτα παραπάνω. Καμιά συμμετοχή σε κλίκες, γκαλερί, καλλιτεχνικά παρεάκια, «ειδικούς». Πάντα μακριά από την ενσωμάτωση. Αυτό ήταν βασικό στον τρόπο που έβλεπε τη Δημιουργία. Για τα ζητήματα αισθητικής και περιεχομένου θα ανοίγαμε ολόκληρο κεφάλαιο, κάτι που θα κάνουμε στον πρόλογο του βιβλίου του για τη ζωή του Μπεζεντάκου, το οποίο πρόλαβε να τελειώσει λίγο πριν τον θάνατό του, όμως το ζήτημα είναι ότι ήταν ένας στρατευμένος δημιουργός που έβαζε τις δημιουργίες του στην υπηρεσία της Υπόθεσης. Αυτά τα ελάχιστα μπορέσαμε να γράψουμε για την πολιτική στράτευση του Λουκά. Ο οποίος ήταν και είναι δίπλα μας σε όλη την πολιτική μας εξέλιξη από τα τέλη του ‘90 έως σήμερα, με τα καλά μας και τα στραβά μας, μέσα την κοινότητά μας, ένα μυρμήγκι στη γραμμή του Αγώνα, ένας Σύντροφος που είμαστε περήφανοι που συμπορεύτηκε στα ίδια μονοπάτια. Ας μας επιτραπεί να δακρύζουμε όταν ακούμε  το τραγούδι του Pino Masi Prendiamoci la citta και να τον θυμόμαστε σαν έναν Συνεπή Αγωνιστή.

. . . 9 μερες μετά, το « Πολιτικό Γραφείο» της Βίδας

**

Το έργο είναι μια δημιουργία του συντρόφου, φίλου και αδερφού Λουκά Μ. (fouk) που έφυγε από κοντά μας στις 19-5-2014.

Δύο λόγια για το κόμικ και την επιλογή της ζωής του Μπεζεντάκου ως θέμα

Στο εσωτερικό του περιοδικού Βίδα (που ο Λουκάς ήταν μέλος αλλά και «κομιξάς» της) δεν έπαψε ποτέ η ενασχόληση μας με την ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος του τόπου. Ήδη από το 2010 είχαμε αρχίσει τη συλλογική μελέτη ντοκουμέντων με τελείως διαφορετικό τρόπο από τον μέχρι τότε τρόπο που διαβάζαμε την ιστορία: με συζητήσεις στο εσωτερικό μας, οργάνωση της βιβλιογραφίας και συστηματική καταγραφή μαρτυριών και τάσεων εντός του κομμουνιστικού-εργατικού κινήματος. Αυτό αναβάθμισε την αντίληψη μας και τις γνώσεις μας για την πάλη των εργατών, από τις πρώιμες σοσιαλιστικές-αναρχικές οργανώσεις, μέχρι την πανελλαδικά οργανωμένη εμφάνιση του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ και της πορείας του μέσα από διασπάσεις, συσσωματώσεις, μέτωπα και της αγωνιστικής του παρουσίας ως πολιτικό κόμμα των εργατών με επαναστατική στρατηγική. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο επιλέχτηκε η φιγούρα του Μπεζεντάκου για να πρωταγωνιστήσει στην πρώτη ιστορία που θα σχεδίαζε ο Λουκάς, αυτή τη φορά όχι για το «σαλόνι» της Βίδας, αλλά ως αυτόνομη έκδοση του περιοδικού. Αυτή η δημιουργική δουλειά (που ξεκίνησε περίπου το 2011 και ολοκληρώθηκε το 2014) θα ήταν η αρχή μιας σειράς βιογραφιών για πρωτοπόρα στοιχεία, οι οποίες θα έπαιρναν σάρκα και οστά από τα μαγικά πενάκια του Λουκά και θα μπορούσαν να σκιαγραφήσουν μια εποχή. Ο Λουκάς, χωρίς βιασύνες και προχειρότητες, καταπιάστηκε με την πολυσυζητημένη φιγούρα του Μπεζεντάκου κυρίως για να αποδώσει τις διεργασίες εντός του κομμουνιστικού κινήματος στον μεσοπόλεμο. Δουλέψαμε συλλογικά στην ανάγνωση των αρχείων ερευνώντας τη γραμμή του ΚΚΕ και των αντιπολιτευόμενων ομάδων της περιόδου που ονομάστηκε «περίοδος φραξιονιστικής πάλης χωρίς αρχές» για το ΚΚΕ και των γραμμών που εντός του συγκρούονταν για τον χαρακτήρα της επαναστατικής στρατηγικής του. Ο λόγος που επιλέχτηκε ο κομμουνιστής Μπεζεντάκος ως κεντρικός ήρωας δεν ήταν τα προσωποκεντρικά κριτήρια, πάνω και έξω από την οργανωμένη εργατική τάξη και τους κομμουνιστές, αλλά λόγω του φαντασιακού που δημιουργήθηκε στους κομμουνιστές και την εργατική τάξη μετά τη θεαματική του απόδραση. Το χιλιοτραγουδισμένο από την εργατιά τραγουδάκι για τον Μπεζεντάκο είναι απόδειξη του τι σήμαινε Αγώνας και πάθος για Λευτεριά. Την εποχή που, με το βενιζελικό Ιδιώνυμο, γέμιζαν τα μπουντρούμια οι αγωνιστές, στο Καλπάκι βασάνιζαν και δολοφονούσαν εργάτες, οι απεργίες τσακίζονταν η μία μετά την άλλη, η φασιστικοποίηση φανερωνόταν όλο και πιο αποκρουστική απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ευρώπη και τα σύννεφα πολέμου που θα ξαναματοκλιζαν την παγκόσμια εργατιά όλο και πύκνωναν. Ο Μπεζεντάκος με απόφαση του ΚΚΕ απέδρασε και έδωσε ελπίδα και θάρρος στην εργατική τάξη. Οι αστοί τρομάξανε και κάστρα φτιάξανε. Θα αδικούσαμε το επαναστατικό εργατικό κίνημα αν προσπαθούσαμε να το «συνοψίσουμε» σε αυτήν την εισαγωγή. Οι προθέσεις μας δεν είναι να δώσουμε κατευθυντήριες γραμμές στα ιστορικά ζητήματα μέσα από αυτήν την έκδοση, αλλά να αφήσουμε τα σκίτσα του Λουκά να «μιλήσουν» και να μας ταξιδέψουν στην ιστορική περίοδο κατά την οποία οι εργάτες πίστευαν και πάλευαν με λύσσα και συνείδηση για τον Κομμουνισμό.

Για τον Λουκά, τον στρατευμένο δημιουργό

Το ότι –για να είμαστε ακριβείς- πρέπει να μιλάμε γι’ αγώνα για μια “νέα κουλτούρα” και όχι για μια “νέα τέχνη” (με άμεση έννοια), φαίνεται σαφές. Ίσως δεν μπορούμε καν να πούμε, για ν’ ακριβολογούμε, ότι αγωνιζόμαστε για ένα νέο περιεχόμενο της τέχνης, γιατί αυτό δεν μπορούμε να το φανταστούμε αφηρημένα, ανεξάρτητα από τη μορφή. Αγώνας για μια καινούργια τέχνη θα σήμαινε αγώνας για τη δημιουργία νέων καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων, πράγμα παράλογο, γιατί δεν είναι δυνατό να δημιουργηθούν τεχνητά οι καλλιτέχνες. Πρέπει να μιλάμε γι’ αγώνα για μια νέα κουλτούρα, δηλαδή για μια καινούργια ηθική ζωή, που δεν μπορεί παρά να συνδέεται στενά με την καινούργια αντίληψη για  τη ζωή, μέχρι το σημείο που αυτή γίνεται ένας νέος τρόπος να νιώθουμε και ν’ αντιμετωπίζουμε την  πραγματικότητα.

Αντόνιο Γκράμσι – Λογοτεχνία και εθνική ζωή

Στο τεύχος 18 της Βίδας γράψαμε για την πολιτική διαδρομή του Λουκά, εδώ θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε το κομμάτι της ενασχόλησης του με τη Δημιουργία, τη στρατευμένη Δημιουργία που ήταν στο κέντρο των προβληματισμών του. Ήταν ένας «πρακτικός» γκραμσιανός στα ζητήματα που ανοίγονταν γύρω από αυτό που ονομάζεται Τέχνη με ό,τι αρνητικό και θετικό περικλείει μέσα της αυτή η έννοια. Υπεράσπιζε την προλεταριακή δημιουργία και κουλτούρα. Πάλευε για να μπορεί αυτή να ορθώσει ανάστημα έξω και απέναντι στην αστική κουλτούρα και τις εκφάνσεις της. Όπως η εργατική τάξη χρειάζεται τη δική της ανεξάρτητη πολιτική, έτσι χρειάζεται να τρέφεται και με τον δικό της πολιτισμό, να χτίζει τη δική της κουλτούρα και αισθητική, να φτιάχνει τους δικούς της ήχους, τα δικά της αγάλματα, τη λογοτεχνία και την ποίηση της, το θέατρο και τον κινηματογράφο, τον αθλητισμό της, την ιστορία της. Έβαζε τα σκίτσα του στην υπηρεσία του αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα και τον ιμπεριαλισμό, ενώ ήταν από εκείνους που αντιπάλευε τη φιγούρα του ξεκομμένου «καλλιτέχνη» ο οποίος δημιουργεί μέσα στη γυάλα του, καβατζωμένος στα πούπουλα της mainstream φούσκας του Τίποτα. Πάντα απέναντι στους εναλλακτισμούς και τις αστικές αντιλήψεις ανθρώπων που δηλητηριάζουν την ανθρώπινη Δημιουργία με τις λογικές της ελεύθερης αγοράς. Αυτά που σκίτσαρε δεν ήθελε να πάνε «παντού», δεν τον ένοιαζε, δεν ήθελε να τα αξιολογήσουν οι «ειδικοί», δεν είχε κρυφούς πόθους ανάδειξης στα στερεώματά τους, κατσούφιαζε και μόνο να αντικρίζει τους «βραβευμένους» από την αστική τάξη καλλιτέχνες. Ήταν εργάτης και από αυτήν τη θέση ζωγράφιζε, με αυτήν την οπτική έμπαινε στο «ατελιέ» του και με τις ώρες σχεδίαζε και συνομιλούσε με τα σκίτσα του. Τα θέματά του ήταν μέσα από τη ζωή των εργατών και της πάλης τους. Σκίτσαρε για τη ζωή των προλετάριων. Για τον διεθνιστικό αγώνα, για την αντιφασιστική πάλη. Σκίτσαρε στιγμές από τον αγώνα των απελευθερωτικών κινημάτων της Ιρλανδίας και της Παλαιστίνης. Σκίτσαρε εμπνευσμένος από την ισπανική επανάσταση 1936-1939 και τον αναρχικό Ντουρούτι. Σκίτσαρε για την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Σχεδίασε για τους δολοφονημένους εργάτες στα κάτεργα της μισθωτής σκλαβιάς, για τους φυλακισμένους συντρόφους. Και η επιβράβευση που επιζητούσε ως Δημιουργός ήταν μονάχα από τους εργαζόμενους, τους συντρόφους, τους φίλους, τις εργαζόμενες, τις συντρόφισσες, τις φίλες. Από τον κόσμο του Αγώνα. Στην κατάληψη, στην πορεία, στο σωματείο, στη συνέλευση. Εκεί, ανάμεσα σε όλους και ο ίδιος, στη γωνιά του ταπεινός, χωρίς πολλά λόγια. Μέσα από το «σαλόνι» της Βίδας  είχε χτίσει μια ιδιαίτερη σχέση με τους αναγνώστες του περιοδικού. Και πόσες φορές χαριτολογούσαμε –ότι τάχα «τον ζηλεύαμε»– όταν βλέπαμε στα μοιράσματα πολλούς που ψάχνανε πρώτα-πρώτα το κόμικ του τεύχους και μετά τα υπόλοιπα. Ο Λουκάς μας ανταπέδιδε με πειράγματα και με το αφοπλιστικό του χαμόγελο, με τα μάτια πάντα χαμηλά, από τη σεμνότητα και το ήθος που τον χαρακτήριζαν, ξένα προς ό,τι είχε να κάνει με αυθεντίες και στόμφο. Αυτή η εισαγωγή δεν μπορεί να μην είναι φορτισμένη. Γιατί αυτός ο άνθρωπος που δεν είναι πια δίπλα μας ήταν ο σύντροφος μας, ο αδερφός μας και ο φίλος μας. Κομμάτι της ζωής μας, της διαμόρφωσης μας και της κοινότητάς μας. Άνθρωπος όλης της τάξης, άνθρωπος δικός μας.

Οι αντιφασιστικές πολιτοφυλακές της Arditi del Popolo (1918-1922)

Οι αντιφασιστικές πολιτοφυλακές της  Arditi del Popolo (1918-1922)

Η ιστορία της γέννηση, της ανάπτυξης και της παρακμής των λαϊκών πολιτοφυλακών που πολέμησαν τους φασίστες στην Ιταλία, της πρώτης αντιφασιστικής ομάδας στον κόσμο, της Arditi del Popolo.

Στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εργατική τάξη στην Ιταλία βρισκόταν σε κατάσταση επαναστατικού αναβρασμού. Αν και δεν ήταν ακόμη έτοιμοι να κατακτήσουν οι ίδιοι την εξουσία, οι εργάτες και αγρότες από το 1918 είχαν καταφέρει να κερδίσουν μια σειρά παραχωρήσεων από το κράτος: τη βελτίωση των μισθών, το εργασιακό οχτάωρο και την αναγνώριση των συλλογικών συμβάσεων.

Έως το 1919, ωστόσο, ένα νέο ρεύμα ριζοσπαστισμού είχε εμφυσήσει το εργατικό κίνημα. Κατά την διάρκεια εκείνου το έτους έγιναν 1.663 απεργίες σε ολόκληρη τη χερσόνησο, ενώ τον Αύγουστο το νεοσυσταθέν κίνημα των εργατικών αντιπροσώπων στο Τορίνο (ο προπομπός των εργατικών συμβουλίων) υπογράμμιζε την ανάπτυξη μιας νέας ζωντανής μαχητικότητας που αντλούσε τη δύναμή της από την αυτόνομη ικανότητα των εργατών να οργανώνονται στη βάση των ελευθεριακών αρχών και τα οποία είχαν «ως στόχο την προετοιμασία των ατόμων, των οργανώσεων και των ιδεών, σε μια συνεχή προ-επαναστατική ζύμωση, έτσι ώστε να είναι έτοιμοι να αντικαταστήσουν την εργοδοτική εξουσία στις επιχειρήσεις και να εγκαθιδρύσουν μια νέα τάξη πραγμάτων στην κοινωνική ζωή» [1].

Στην ύπαιθρο, οι αγρότες είχαν ανοίξει ένα δεύτερο μέτωπο ενάντια στο κράτος, καταλαμβάνοντας τις εκτάσεις γης που τους είχαν υποσχεθεί πριν από τον πόλεμο. Το διάταγμα Visochi του Σεπτέμβρη 1919 απλώς επικύρωνε τους συνεταιρισμούς που είχαν ήδη συσταθεί, ενώ οι “κόκκινες λίγκες” βοήθησαν περαιτέρω στην εγκαθίδρυση ισχυρών εργατικών συνδικάτων.

Ωστόσο, το 1919 σηματοδότησε επίσης τις πρώτες κινήσεις αντίδρασης του κεφαλαίου ενάντια στην αυξανόμενη επίθεση που δεχόταν. Μια συνάντηση των βιομηχάνων και των γαιοκτημόνων στη Γένοβα τον Απρίλιο σφράγισε τα πρώτα στάδια της “ιερής συμμαχίας” ενάντια στην άνοδο της εργατικής εξουσίας. Από τη συνάντηση αυτή καταρτίστηκαν σχέδια για τη δημιουργία, κατά το επόμενο έτος, τόσο της Γενικής Ομοσπονδίας της Βιομηχανίας και της Γενικής Ομοσπονδίας της Γεωργίας, οι οποίες επεξεργάζονταν από κοινού μια συγκεκριμένη στρατηγική για τη διάλυση των εργατικών συνδικάτων και των νεοσυσταθέντων συμβουλίων.

Όμως, οι βιομήχανοι και οι γαιοκτήμονες δεν θα μπορούσαν να επικρατήσουν στον αγώνα ενάντια στο εργατικό κίνημα από μόνοι τους. Οι ίδιοι οι εργάτες θα έπρεπε να υποταχθούν, και το εξεγερτικό τους πνεύμα να καμφθεί στους ίδιους τους δρόμους που περπατούσαν και στα χωράφια που καλλιεργούσαν. Για το σκοπό αυτό, το κεφάλαιο στράφηκε προς ένοπλη βία του φασισμού και στον μεγαλύτερη θιασώτη της, τον Μπενίτο Μουσολίνι.

O Σχηματισμός των φασιστικών ταγμάτων

Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, υπήρξε μια πραγματική άνθηση των αντεργατικών ομάδων: η “Combat Fasci” του Μουσολίνι, η Αντι-μπολσεβίκικη Λίγκα, η “Fasci” για την Κοινωνική Αγωγή, η Umus κ.λπ. Ταυτόχρονα, τα μέλη των εθελοντικών σωμάτων του πολέμου, οργανώθηκαν σε μια στρατιωτική δύναμη αποτελούμενη από 20.000 μέλη και τέθηκαν άμεσα στο πλευρό του αντεργατικού κινήματος.

Αυτό το κίνημα που αποτελούταν ως επί το πλείστον από τη μεσαία ή την μικρομεσαία τάξη, είχε στις τάξεις του κυρίως πρώην αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, υπαλλήλους γραφείου,  φοιτητές και αυτοαπασχολούμενους στις πόλεις, ενώ στην ύπαιθρο αποτελούταν κυρίως από γιους των κολίγων, μικροϊδιοκτήτες και διαχειριστές ακινήτων, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να ενταχθούν στις φασιστικές δυνάμεις στον πόλεμο κατά της Κόκκινης Απειλής. Η αστυνομία και ο στρατός ενθάρρυνε ενεργά τους φασίστες, προτρέποντας πρώην υπαλλήλους να ενταχθούν και να εκπαιδεύσουν τις ομάδες, δανείζοντας τους οχήματα και όπλα, ακόμη και επιτρέποντας εγκληματίες να εγγραφούν σε αυτά με την υπόσχεση παροχών και της ασυλίας. Άδειες όπλων, οι οποίες δεν παρέχονταν σε εργάτες και αγρότες, δίνονταν ελεύθερα στα μέλη των φασιστικών ταγμάτων, ενώ πυρομαχικά από τα κρατικά οπλοστάσια δίνονταν στους μελανοχίτωνες παρέχοντας τους ένα τεράστιο στρατιωτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους εχθρούς τους. Τελικά, τον Νοέμβριο του 1921, τα διάφορα τάγματα εφόδου ενώθηκαν κάτω από μια στρατιωτική οργάνωση γνωστή ως “Principi”, η οποία βασιζόταν σε μια ιεραρχία των τμημάτων, ομάδων, λεγεώνων και σε μια ειδικό στολή.

Η Arditi del Popolo

Για να αντισταθμίσουν τις ελλιπείς δυνάμεις του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI – Partito Socialista Italiana) και της κύριας συνδικαλιστικής οργάνωσης, την CGL, οι αγωνιστές των διαφόρων τάσεων, αναρχοσυνδικαλιστές, αριστεροί σοσιαλιστές, κομμουνιστές και οι ρεπουμπλικάνοι  σχημάτισαν τον Ιούνιο του 1921, τις λαϊκές πολιτοφυλακές, τις Arditi del Popolo (ADP), για να αναλάβουν τον αγώνα ενάντια στους φασίστες. Αν και υπήρχε ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, η ADP ήταν μια οργάνωση κυρίως της εργατικής τάξης. Οι εργαζόμενοι στρατολογήθηκαν από τα εργοστάσια, τα αγροκτήματα, τους σιδηρόδρομους, τα ναυπηγεία, εργοτάξια, λιμάνια και τις δημόσιες μεταφορές. Ορισμένα τμήματα της μεσαίας τάξης επίσης συμμετείχαν, μεταξύ των οποίων φοιτητές, υπάλληλοι γραφείου, καθώς και εργάτες άλλων επαγγελμάτων.

Σε οργανωτικό επίπεδο, η ADP στηριζόταν σε στρατιωτικές γραμμές έχοντας τάγματα, λόχους και ομάδες. Οι ομάδες αποτελούνταν από 10 μέλη και έναν αρχηγό της ομάδας. Τέσσερις ομάδες αποτελούσαν έναν λόχο με έναν διοικητή και τρεις λόχοι αποτελούσαν ένα τάγμα με τον δικό του διοικητή. Οι μηχανοκίνητες ομάδες χρησίμευαν για τη διατήρηση της επικοινωνίας και των δεσμών μεταξύ της γενικής διοίκησης και των συνόλου του μαχητικού δυναμικού της. Παρά τη δομή της, η ADP παρέμεινε αρκετά ελαστική έτσι ώστε να σχηματίσει μια ταχεία δύναμη αντίδρασης για την αντιμετώπιση των φασιστικών απειλών. Η συμπεριφορά της ADP υπαγορευόταν από την εκάστοτε πολιτική ομάδα που κυριαρχούσε σε κάθε μέρος, αν και τα περισσότερα τμήματα είχαν μια αυτονομία σχετικά με τις δράσεις τους.

Οι διάφορες ομάδες εξελίχθηκαν γρήγορα σε όλες τις περιοχές της χώρας, είτε ως νέες ομάδες, είτε ως μέρος των ήδη υπαρχόντων ομάδων όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας (PCDI – Partito Comunista d’Italia), η παραστρατιωτική “Arditi Rossi” στην Τεργέστη, οι Figli di nessuno στη Γένοβα και στη Vercelli, η Προλεταριακή Λίγκα (Lega Proletaria – που συνδεόταν με τη PSI). Συνολικά, τουλάχιστον 144 τμήματα είχαν συσταθεί μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 1921, με συνολικά περίπου 20.000 μέλη. Τα μεγαλύτερα τμήματα ήταν τα τμήματα του Λάτσιο με περίπου 3.300 μέλη, και εν συνεχεία αυτά της Τοσκάνης, με 18 τμήματα, και συνολικά 3.000 μέλη.

Η ADP δημιούργησε πολύ γρήγορα τη δική της κουλτούρα και ταυτότητα με τα διάφορα ξεχωριστά τμήματα να προωθούν και τα δικά τους λογότυπα και σύμβολα μάχης. Ενώ η ADP στο σύνολό της είχε ως σύμβολο  ένα κρανίο που περιβαλλόταν από ένα δάφνινο στεφάνι με ένα στιλέτο στα δόντια του, και το σύνθημα “A Noi” (για εμάς), το λογότυπο των διοικητών ήταν ένα στιλέτο που περιβαλλόταν από μια βελανιδιά και ένα δάφνινο στεφάνι. Η “ivetavecchia” εν τω μεταξύ, δεν άφηνε πολλά στη φαντασία, όταν επίλεγε για πανό της – ένα τσεκούρι το οποίο έσπαγε το φασιστικό σύμβολο! Αν και δεν είχαν, ούτε ήθελαν τη δική τους στολή, συνήθως τα μέλη της ADP προτιμούσαν να ντύνονται με μαύρα πουλόβερ, σκούρο γκρι παντελόνι, με ένα κόκκινο λουλούδι στο κουμπότρυπες τους. Τα τραγούδια τους ήταν άμεσα και επιθετικά, όπως ακριβώς ήταν και οι ίδιοι:

Έχουμε καταστείλει τη βία

των μισθοφόρων φασιστών

Όλοι μας οπλισμένοι στο ιππικό

της ανθρώπινης αξιοπρέπειας

Αυτή η αιώνια νεότητα

ανανεώνεται με την πίστη

των ανθρώπων που απαιτούν ισότητα και ελευθερία.

Η φασιστική επίθεση

Ο Ιταλός αναρχικός Ερρίκο Μαλατέστα, σχολιάζοντας τις μαζικές καταλήψεις εργοστασίων στη βόρεια Ιταλία το Σεπτέμβριο του 1920 στην οποία συμμετείχαν 600.000 εργάτες, προέβλεψε: «Αν δεν συνεχίσουμε μέχρι το τέλος, θα πληρώσουμε με δάκρυα αίματος για τους φόβους που τώρα εμφυσούμε στην αστική τάξη». Τα λόγια έμελε να είναι προφητικά, καθώς τόσο το PSI όσο και η CGL, αντί να επεκτείνουν τον αγώνα από τα εργοστάσια στις κοινότητες, συνεργάστηκαν με το κράτος για να επιστρέψουν οι εργάτες στις δουλειές τους. Από το σημείο αυτό και μετά  το κράτος ακολούθησε μια εντελώς επιθετική στάση και τα τάγματα της “επαναστατικής δράσης” του Μουσολίνι εφοδιάστηκαν με αρκετά όπλα για να βγουν στους δρόμους.

Μέχρι το σχηματισμό της ADP, οι φασίστες ως επί το πλείστον είχαν τον έλεγχο της κατάστασης. Ξεκινώντας με μια επίθεση στο δημαρχείο της Μπολόνια, οι φασιστικές ομάδες σάρωσαν ολόκληρη την ύπαιθρο σαν ένα δρεπάνι, αναλαμβάνοντας “εκστρατείες αντιποίνων” κατά των “κόκκινων” χωριών. Μετά την επιτυχία τους εκεί, άρχισαν να επιτίθενται στις πόλεις. Τα εργατικά συνδικάτα, τα γραφεία των συνεταιρισμών και των αριστερών καταστράφηκαν στην Τεργέστη, στη Μόντενα, και τη Φλωρεντία μέσα στους πρώτους μήνες του 1921. Όπως γράφει ο Rossi, (οι φασίστες) είχαν «τεράστια πλεονέκτημα σε σχέση με το εργατικό κίνημα σχετικά με την δυνατότητα μεταφορών και συγκέντρωσης … Οι φασίστες είναι γενικά χωρίς δεσμούς … μπορούν να ζουν οπουδήποτε … Οι εργάτες, αντίθετα, είναι δεμένοι με τα σπίτια τους … το γεγονός αυτό δίνει στον εχθρό κάθε πλεονέκτημα, μιας και μπορούν να επιτίθενται σε περιοχές αντί να αμύνονται, ενώ επίσης μπορούσαν να προβούν σε ένα πόλεμο κινήσεων αντί ενός πολέμου θέσεων» [2].

Ωστόσο, μέχρι το Μάρτη του 1921, υπήρχαν ολοένα και περισσότερες ενδείξεις πως δομές άμυνας ενάντια στους φασίστες τίθονταν σε δράση από την εργατική τάξη. Στο Λιβόρνο, όταν μια εργατική συνοικία (Borgo dei Cappucini) δέχθηκε επίθεση από τους φασίστες, ολόκληρη η γειτονιά κινητοποιήθηκε εναντίον τους, διώχνοντας τους από την πόλη. Τον Απρίλιο, όταν οι φασίστες ξεκίνησαν μια επίθεση σε ένα από τα εργατικά κέντρα (Camero del Lavoro), οι εργάτες συμμετείχαν σε απεργιακή κινητοποίηση και περικύκλωσαν τη φασιστική ομάδα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση του στρατού για την υπεράσπιση των φασιστών. Μέχρι τον Ιούλιο, η εργατική τάξη είχε δημιουργήσει τις δικές της ένοπλες πολιτοφυλακές – την Arditi del Popolo.

Η Arditi del Popolo σε δράση

Η πρώτη δράση της ADP έγινε στο Piombino στις 19 Ιουλίου 1921, όταν επιτέθηκαν σε μια συνάντηση φασιστών  και περικύκλωσαν τους φασίστες. Όταν η Βασιλική Φρουρά προσπάθησε να παρέμβει, αναγκάστηκαν και αυτοί να παραδοθούν. Η ADP κράτησε τον έλεγχο των δρόμων για μερικές ημέρες έως ότου το ολοένα αυξανόμενο μέγεθος των αστυνομικών δυνάμενων τους αναγκάσει να αποχωρήσουν. Στη Sarzana, η ΑDP πήγε να ενισχύσει τον τοπικό πληθυσμό, που είχε καταφέρει να συλλάβει έναν από τους σημαντικότερους ηγέτες των φασιστών τον Renato Ticci. Όταν μια ομάδα 500 φασιστών προσπάθησε να διασώσει τον Ticci, η ADP ήταν εκεί για να αναγκάσει τους φασίστες να τραπούν σε φυγή προς την εξοχή. 20 φασίστες (ίσως και περισσότεροι) σκοτώθηκαν και ο αρχηγός τους, σχολίασε: «Η ομάδα, που είχε τόσο πολύ συνηθίσει να νικάει έναν εχθρό ο οποίος σχεδόν πάντα έτρεχε να σωθεί, ή προέβαλε ελάχιστη αντίσταση, δεν μπορούσε, και δεν ήξερε πώς να υπερασπιστεί τον εαυτό τους».


Το ξεπούλημα

Ωστόσο, καθώς η ADP αποκτούσε μια επιθετική ορμή στους δρόμους, προδόθηκε από το PSI που ενδιαφερόταν περισσότερο να υπογράψει μια συμφωνία ανακωχής με τους φασίστες, και αυτό σε μια εποχή που οι φασίστες ήταν ευάλωτοι. Οι σοσιαλιστικοί αγωνιστές αναγκάστηκαν από την ηγεσία τους να αποσυρθούν από την ADP, ενώ η CGL έδωσε εντολή στα μέλη της να αποχωρήσουν από την οργάνωση επίσης. Ένας συνδικαλιστής ηγέτης, ο Matteotti, επιβεβαίωσε αυτό ξεπούλημα στην εφημερίδα της ένωσης Battaglia Sindicale: «Μείνετε στο σπίτι και μην ανταποκρίνεστε στις προκλήσεις. Ακόμη και η σιωπή, ακόμη και δειλία, είναι μερικές φορές ηρωική».

Οι κομμουνιστές πήγαν ένα βήμα παραπέρα, δημιουργώντας τις δικές τους ομάδες με καθαρή “ταξική συνείδηση”, αποδεκατίζοντας έτσι το κίνημα περαιτέρω. Σύμφωνα με τον Γκράμσι: «η τακτική … ήταν απαραίτητη για να αποφευχθεί ο έλεγχος των μελών του κόμματος από μια ηγεσία, που δεν ήταν η ηγεσία του κόμματος». Πολύ σύντομα, απέμειναν μόλις 50 τμήματα των 6.000 μελών, τα οποία υποστηρίζονταν τόσο από την αναρχοσυνδικαλιστική Unione Sindicale Italiana (USI) και την αναρχική Unione Anarchica Italiana (UAI).

Ένας αριθμός από αυτά τα τμήματα ανέλαβαν και πάλι δράση τον Σεπτέμβριο στο Piombino, όταν οι φασίστες, οι οποίοι είχαν κάψει τα γραφεία του PSI (η ίδια οργάνωση που τους είχε ξεπουλήσει ένα μήνα πριν), είχαν αναχαιτιστεί από μια αναρχική περιπολία και αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή. Το Piombino σύντομα έμελλε να γίνει το νευραλγικό κέντρο της άμυνας ενάντια στο φασισμό, και να αμυνθεί περαιτέρω ενάντια φασιστική επίθεση, τον Απρίλιο του 1922, πριν τελικά υποκύψει μετά από μία μισή μέρα σφοδρών μαχών, όταν οι φασίστες, με τη βοήθεια της Βασιλικής Φρουράς, ήταν σε θέση να καταλάβουν τα γραφεία της USI.

Τον Ιούλιο του 1922 η ρεφορμιστική γενική απεργία για την υπεράσπιση των “πολιτικών ελευθεριών και του Συντάγματος” σήμανε την οριστική κατάλυση του εργατικού κινήματος, μιας και οι στάσεις εργασίας δεν συνοδεύτηκαν, και δεν θα μπορούσαν να συνοδευτούν από επιθετικές ενέργειες άμεσης δράσης. Οι φασίστες απλά έθεσαν και πάλι σε λειτουργία τις δημόσιες υπηρεσίες με απεργοσπάστες και επίσης πήραν τον έλεγχο των δρόμων. Με την κατάρρευση της απεργίας, οι φασίστες συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν τα τελευταία εναπομείναντα προπύργια της αντίστασης, ένα εκ των οποίων στο Λιβόρνο, υπέκυψε από σε ένα τάγμα 2.000 φασιστών.

Σημειώσεις:

[1] L. Williams – Proletarian Order (1975)

[2] A.Rossi – The Birth of Fascism (1938)

Πηγή: https://libcom.org/history/1918-1922-the-arditi-del-popolo

μτφ kostav

αναδημοσίευση από Ασσύμετρη Απειλή

1 Μάη 1886, Σικάγο: Οι ρίζες της Πρωτομαγιάς

the vampire

WALTER CRANE, “The Vampire”, 1885.

Ο κοιμισμένος εργάτης, που απομιζιέται από το βαμπίρ του καπιταλισμού, ετοιμάζεται να ξυπνήσει από την αγγελική φιγούρα του Σοσιαλισμού.

πηγή: Βραχόκηπος

αναδημοσίευση από Provo

Το 1887 τέσσερις αναρχικοί του Σικάγου εκτελέσθηκαν. Ένας Πέμπτος εξαπάτησε το δήμιο αυτοκτονώντας στη φυλακή. Τρεις ακόμη θα περνούσαν 6 χρόνια στη φυλακή μέχρι που πήραν χάρη από τον κυβερνήτη Altgeld που είπε ότι η δίκη που τους καταδίκασε χαρακτηρίστηκε από “υστερία, ένα τσούρμο ενόρκους και έναν προκατειλημμένο δικαστή”. Το κράτος είχε, σύμφωνα με τα λόγια της δίωξης, θέσει την “Αναρχία … σε δίκη” και ήλπιζε ότι οι θάνατοί τους θα ήταν επίσης ο θάνατος της αναρχικής ιδέας.

Οι αναρχικοί ήταν οργανωτές συνδικάτων και η Πρωτομαγιά έγινε διεθνής ημέρα εργαζομένων για να θυμίζει τη θυσία τους. Καταδικάστηκαν με ψεύτικες κατηγορίες για τη ρίψη μιας βόμβας στην εισβολή της αστυνομίας σε μια διαδήλωση στο Σικάγο. Η διαδήλωση αυτή ήταν τμήμα απεργίας με αίτημα το 8ωρο, στην οποία συμμετείχαν 400.000 εργάτες του Σικάγου και ξεκίνησε την 1η Μάη του 1886.

Η αναρχική ιδέα δεν πέθανε στο Σικάγο το 1887. Σήμερα εμπνέει ένα νέο κύμα του αγώνα ενάντια στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Ενώσου σε αυτόν τον αγώνα.

Οι αναρχικές ρίζες της Πρωτομαγιάς

Πολλοί άνθρωποι δεν ξέρουν γιατί η Πρωτομαγιά έγινε Διεθνής Ημέρα Εργαζομένων και γιατί πρέπει ακόμα να τη γιορτάζουμε. Όλα άρχισαν πριν από έναν αιώνα όταν η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργαζομένων ενέκρινε ένα ιστορικό ψήφισμα που διακήρυξε ότι «οκτώ ώρες θα αποτελούν τη νόμιμη εργασία μιας ημέρας από την 1η Μαΐου 1886 και μετά».

Τους μήνες πριν από αυτή την ημερομηνία χιλιάδες εργάτες συμμετείχαν στον αγώνα για μικρότερο ωράριο. Ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι, μαύροι και άσπροι, άνδρες και γυναίκες, ντόπιοι και μετανάστες όλοι ενώθηκαν.

Σικάγο

Στο Σικάγο μόνο, 400.000 συμμετείχαν στην απεργία. Μια εφημερίδα της πόλης ανέφερε ότι «καθόλου καπνός δεν έβγαινε από τις ψηλές καπνοδόχους των εργοστασίων και των μύλων, και τα πράγματα είχαν σαββατιάτικη μορφή». Αυτό ήταν το κύριο κέντρο της αναταραχής, και εδώ οι αναρχικοί ήταν στην πρώτη γραμμή του εργατικού κινήματος. Σε ένα μεγάλο βαθμό, λόγω των δραστηριοτήτων τους το Σικάγο έγινε ένα σημαντικό συνδικαλιστικό κέντρο και είχε τη μεγαλύτερη συμβολή στο κίνημα του 8ωρου.

Όταν την Πρωτομαγιά του 1886, οι απεργίες για το 8ωρο συντάρασσαν τη πόλη, το μισό του εργατικού δυναμικού στο McCormick Harvester Co. μπήκε στον αγώνα. Δύο μέρες αργότερα μια μαζική συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε από 6.000 μέλη του «Σωματείου lumber shovers» που είχε μπει στον αγώνα επίσης. Η συγκέντρωση οργάνωθηκε μόνο σε ένα τμήμα από τις εγκαταστάσεις McCormick και αποτελούνταν από περίπου 500 απεργούς.

Οι εργαζόμενοι άκουσαν μια ομιλία από τον αναρχικό August Spies, από τον οποίο ζητήθηκε να απευθυνθεί στη συγκέντρωση από την Κεντρική Ένωση Εργατών. Ενώ ο Spies μιλούσε, καλώντας τους εργάτες να σταθούν μαζί και να μην παραδοθούν στους εργοδότες, οι απεργοσπάστες άρχισαν να απομακρύνονται από τις εγκαταστάσεις McCormick.

Οι απεργοί, βοηθούμενοι από τους «lumber shovers» βγήκαν στο δρόμο και ανάγκασαν τους απεργοσπάστες να γυρίσουν πίσω στο εργοστάσιο. Ξαφνικά μια δύναμη 200 αστυνομικών έφτασε και, χωρίς καμιά προειδοποίηση, επιτέθηκε στο πλήθος με γκλοπς και περίστροφα. Σκότωσαν τουλάχιστον έναν απεργό, τραυμάτισαν σοβαρά άλλους πέντε ή έξι και τραυμάτισαν έναν απροσδιόριστο αριθμό.

Σοκαρισμένος από τις βίαιες επιθέσεις στις οποίες ήταν αυτόπτης μάρτυρας, ο Spies πήγε στα γραφεία της Arbeiter – Zeitung (μια καθημερινή αναρχική εφημερίδα για τους Γερμανούς μετανάστες εργάτες) και συνέταξε ένα κείμενο καλώντας τους εργαζομένους του Σικάγου να παρευρεθούν σε μια συνάντηση διαμαρτυρίας την επόμενη νύχτα.

Η συνάντηση διαμαρτυρίας πραγματοποιήθηκε στο Haymarket Square και συντονίστηκε από τον Spies και δύο άλλους δραστήριους αναρχικούς στο συνδικαλιστικό κίνημα, τον Albert Parsons και τον Samuel Fielden.

Chicago

Η επίθεση της αστυνομίας

Κατά τη διάρκεια των ομιλιών το πλήθος ήταν ειρηνικό. Ο δήμαρχος Carter Harrison, που ήταν παρών από την αρχή της συγκέντρωσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «τίποτα δεν έμοιαζε να είναι πιθανό να συμβεί, που να απαιτήσει την παρέμβαση της αστυνομίας». Ενημέρωσε τον καπετάνιο της αστυνομίας John Bonfield για αυτό και πρότεινε να σταλεί στο σπίτι της η μεγάλη δύναμη εφέδρων της αστυνομίας που περίμεναν στο αστυνομικό τμήμα.

Ήταν κοντά στις δέκα το βράδυ όταν ο Fielden έκλεινε τη συνάντηση. Έβρεχε δυνατά και περίπου 200 άνθρωποι είχαν παραμείνει στη πλατεία. Ξαφνικά μια αστυνομική δύναμη 180 ατόμων, διευθυνόμενη από τον Bonfield, εισέβαλε και διέταξε τους ανθρώπους να διασκορπιστούν αμέσως. Ο Fielden διαμαρτυρήθηκε λέγοντας «είμαστε ειρηνικοί».

HaymarketRiot-Harpers

Βόμβα

Εκείνη τη στιγμή μια βόμβα ρίχτηκε στις τάξεις της αστυνομίας. Σκότωσε έναν, τραυμάτισε θανάσιμα έξι ακόμη και τραυμάτισε περίπου εβδομήντα άλλους. Η αστυνομία άνοιξε πυρ στους παρεβρισκόμενους. Πόσοι ακριβώς πληγώθηκαν ή σκοτώθηκαν από τις σφαίρες της αστυνομίας δεν εξακριβώθηκε ποτέ.

Η κυριαρχία του τρόμου πέρασε πέρα από το Σικάγο. Ο τύπος και οι ιεροκήρυκες καλούσαν για εκδίκηση, επιμένοντας ότι η βόμβα ήταν «δουλειά» των σοσιαλιστών και των αναρχικών. Οι αίθουσες συνεδριάσεων, τα γραφεία των ενώσεων, οι έντυπες εργασίες και ιδιωτικά σπίτια δέχτηκαν επίθεση. Όλοι οι γνωστοί σοσιαλιστές και αναρχικοί συνελήφθησαν. Ακόμη και πολλοί ανίδεοι για το νόημα του σοσιαλισμού και του αναρχισμού συλλήφθηκαν και βασανίστηκαν. «Κάντε τις επιδρομές πρώτα και κοιτάξτε το νόμο μετά» ήταν η δημόσια δήλωση του Julius Grinnell, κρατικού πληρεξούσιου.

Δίκη

Τελικά οκτώ άτομα δικάστηκαν ως «συμμέτοχοι σε φόνο». Ήταν ο Spies, ο Fielden, ο Parsons, και πέντε άλλοι αναρχικοί που είχαν επιρροή στο εργατικό κίνημα, ο Adolph Fischer, ο George Engel, ο Michael Schwab, ο Louis Lingg και ο Oscar Neebe.

Η δίκη άρχισε στις 21 Ιουνίου 1886 στο ποινικό δικαστήριο της περιοχής Cooke. Οι υποψήφιοι για το σώμα των ενόρκων δεν επιλέχτηκαν με το συνηθισμένο τρόπο της κλήρωσης ονομάτων από ένα κιβώτιο. Σε αυτήν την περίπτωση ένας ειδικός δικαστικός κλητήρας, που ορίστηκε από τον κρατικό πληρεξούσιο Grinnell, διορίστηκε από το δικαστήριο να επιλέξει τους υποψηφίους. Στην υπεράσπιση δεν επιτράπηκε να παρουσιάσει στοιχεία ότι ο ειδικός δικαστικός κλητήρας είχε δημόσια υποστηρίξει ότι «Διευθύνω αυτή την περίπτωση και ξέρω τι πρόκειται να κάνω. Αυτοί οι συνεργάτες πρόκειται να κρεμαστούν τόσο σίγουρα όσο ο θάνατος».

haymarket-trialscene
Εξαρτημένο σώμα ενόρκων

Η τελική σύνθεση του σώματος των ενόρκων ήταν αστεία: αποτελούνταν από επιχειρηματίες, τους υπαλλήλους τους και έναν συγγενή ενός από τους νεκρούς αστυνομικούς. Καμία απόδειξη δεν προσφέρθηκε από το κράτος ότι οποιοδήποτε από τα οκτώ άτομα που βρίσκονταν ενώπιον του δικαστηρίου είχε ρίξει τη βόμβα, ήταν συνδεμένο με τη ρίψη της, ή είχε ποτέ εγκρίνει τέτοιες ενέργειες. Στην πραγματικότητα, μόνο τρεις από τους οκτώ ήταν στο Haymarket Square εκείνο το βράδυ.

Κανένα στοιχείο δεν προσφέρθηκε ότι οποιοσδήποτε από τους ομιλητές είχαν υποκινήσει τη βία, μάλιστα στη κατάθεσή του στη ο δήμαρχος Harrison περιέγραψε τις ομιλίες σαν «μαλακές (tame)». Καμία απόδειξη δεν προσφέρθηκε πως οποιαδήποτε βίαιη ενέργεια ήταν προγραμματισμένη. Στην πραγματικότητα, ο Parsons είχε φέρει τα δύο μικρά παιδιά του στη συγκέντρωση.

Καταδικάζονται

Το ότι οι οκτώ δικάζονταν για τις αναρχικές πεποιθήσεις τους και τις συνδικαλιστικές δραστηριότητες τους ήταν σαφές απ’ την αρχή. Η δίκη έκλεισε όπως είχε ανοίξει, όπως βεβαιώνεται από τα λόγια της κατακλείδας ομιλίας του κρατικού πληρεξούσιου Grinnell στους ένορκους. «Ο νόμος δικάζεται. Η αναρχία δικάζεται. Αυτά τα άτομα έχουν επιλεχτεί, έχουν διαλεχτεί από το Ορκωτό Δικαστήριο, και κατηγορούνται επειδή ήταν ηγέτες. Δεν υπάρχουν άλλοι ένοχοι παρά οι χιλιάδες που τα ακολουθούν. Κύριοι του σώματος ενόρκων: καταδικάστε αυτά τα άτομα, κάντε τα παράδειγμα για αυτούς, κρεμάστε τους και σώζεται τους θεσμούς μας, τη κοινωνία μας.»

Στις 19 Αυγούστου εφτά από τους κατηγορούμενους καταδικάστηκαν σε θάνατο, και ο Neebe σε 15 χρόνια φυλακή. Μετά από μια μαζική διεθνή εκστρατεία για την απελευθέρωσή τους, το κράτος «συμβιβάστηκε» και μετέτρεψε τις ποινές των Schwab και Fielden σε ισόβια φυλάκιση. Ο Lingg εξαπάτησε το δήμιο αυτοκτονώντας στο κελί του την ημέρα πριν από τις εκτελέσεις. Στις 11 Νοεμβρίου 1887 οι Parsons, Engel, Spies και Fischer κρεμάστηκαν.

Παίρνουν χάρη

600.000 εργάτες βγήκαν στο δρόμο για την κηδεία τους. Η εκστρατεία για την απελευθέρωση των Neebe, Schwab και Fielden συνεχίστηκε.

Στις 26 Ιουνίου 1893 ο κυβερνήτης Altgeld τους απελευθέρωσε. Ξεκαθάρισε ότι δεν έδωσε τη χάρη επειδή πίστευε ότι τα άτομα είχαν υποφέρει αρκετά, αλλά επειδή ήταν αθώα για το έγκλημα για το οποίο είχαν δικαστεί. Αυτοί και οι κρεμασμένοι ήταν τα θύματα της «υστερίας, ενός τσούρμου ενόρκων και ενός προκατειλημμένου δικαστή».

Οι αρχές θεωρούσαν κατά την διάρκεια της δίκης ότι μια τέτοια δίωξη θα έσπαζε τη ραχοκοκαλιά του κινήματος για το 8ωρο. Πράγματι, αργότερα ήρθαν στο φως στοιχεία ότι η βόμβα ίσως είχε ριχτεί από έναν πράκτορα της αστυνομίας που εργάζονταν για τον καπετάνιο Bonfield, σαν μέρος μιας συνωμοσίας στην οποία ήταν μπλεγμένοι ορισμένοι ατσάλινοι προϊστάμενοι για να δυσφημήσει το εργατικό κίνημα.

Όταν ο Spies απευθύνθηκε στο δικαστήριο μετά τη καταδίκη του σε θάνατο, ήταν βέβαιος ότι αυτή η συνωμοσία δεν θα πετύχαινε. «Εάν νομίζεται ότι με το να μας κρεμάσετε μπορείτε να πατάξετε το εργατικό κίνημα… το κίνημα από το οποίο τα καταπιεσμένα εκατομμύρια, τα εκατομμύρια που μοχθούν στη δυστυχία και τη στέρηση, περιμένουν τη σωτηρία – εάν αυτή είναι η άποψή σας, τότε κρεμάστε μας! Εδώ θα τσαλαπατήσετε έναν σπινθήρα, αλλά εκεί και εκεί, πίσω σας – και μπροστά σας, και παντού, οι φλόγες καίνε. Είναι μια κρυφή πυρκαγιά. Δεν μπορείτε να τη σβήσετε.»

Επαναστατική πολιτική

Πάνω από έναν αιώνα μετά από εκείνη την πρώτη Πρωτομαγιάτικη διαμαρτυρία στο Σικάγο, πού είμαστε; Περιφερόμαστε στη πόλη με τα εμβλήματα του σωματίου μας – για τη μοναδική μέρα της χρονιάς που μπορούμε να τα βγάλουμε έξω από τα γραφεία μας. Κατόπιν στεκόμαστε ακούγοντας βαρετούς (και συνήθως φοβερά ανούσιες) ομιλίες από τους εξίσου βαρετούς γραφειοκράτες του σωματίου. Πρέπει να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας ότι η Πρωτομαγιά ήταν μία μέρα την οποία οι εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο έδειξαν τη δύναμή τους, διακήρυξαν τα ιδανικά τους και γιόρτασαν τις επιτυχίες τους.

Είναι σημαντικό ότι «μια φορά κι έναν καιρό» ήταν έτσι. Μπορούμε να το κάνουμε πάλι. Χρειαζόμαστε ανεξάρτητη εργατική πολιτική. Καμία συνεργασία με την κυβέρνηση και τους προϊσταμένους. Αληθινή αλληλεγγύη με τους συντρόφους εργαζόμενους στον αγώνα, όχι συντεχνιακές απόψεις με παρωπίδες. Χρειαζόμαστε ακόμη μια περαιτέρω μείωση των ωρών απασχόλησης, χωρίς μείωση μισθών, για να δημιουργήσουμε εργασία για τους ανέργους.

Χρειαζόμαστε επαναστατική πολιτική. Αυτό σημαίνει πολιτική που μπορεί να μας οδηγήσει προς έναν γνήσιο σοσιαλισμό όπου η ελευθερία δεν ξέρει κανένα όριο εκτός από την μη παρεμπόδιση της ελευθερίας των άλλων. Έναν σοσιαλισμό που είναι βασισμένος στη πραγματική δημοκρατία – όχι την τωρινή επίφαση δημοκρατίας όπου μπορούμε να επιλέξουμε κάποιους από τους κυβερνήτες μας, αλλά δεν μπορούμε να επιλέξουμε να είμαστε χωρίς κυβερνήτες. Μια πραγματική δημοκρατία όπου ο καθένας που επηρεάζεται από μια απόφαση θα έχει την ευκαιρία να έχει το λόγο για τη λήψη εκείνης της απόφασης. Μια δημοκρατία του αποτελεσματικά συντονισμένου εργασιακού χώρου και των κοινοτικών συμβουλίων. Μια κοινωνία όπου η παραγωγή είναι για να ικανοποιεί τις ανάγκες, και όχι για να αποκτήσουν κέρδη οι λίγοι προνομιούχοι. Αναρχισμός.

Haymarket_Martyr's_Memorial

“Θα έρθει η μέρα που η σιωπή μας θα είναι πιο δυνατή από τις φωνές που καταπνίγετε σήμερα” Το μνημείο στους μάρτυρες του Σικάγου έχει το παραπάνω κείμενο σαν επιγραφή στη βάση του. Οι μάρτυρες του Σικάγου κατάλαβαν ότι παρόλο που το κράτος έβαλε την «Αναρχία… σε δίκη» οι θάνατοί τους δεν θα γίνονταν επίσης ο θάνατος της αναρχικής ιδέας. Σήμερα το αναρχικό κίνημα είναι πιο εκτεταμένο γεωγραφικά από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία. Η Πρωτομαγιά έχει γίνει μια ώρα όχι μόνο για να θυμόμαστε τους μάρτυρες του Σικάγου αλλά επίσης για να προωθούμε την επίθεση ενάντια στον καπιταλισμό. Πάρε μέρος σε αυτόν τον αγώνα.

1918-Οταν η νεαρή σοβιετική εξουσία ακύρωνε τα ληστρικά δάνεια στήν Ελλάδα

Tο τελευταίο διάστημα κάποιοι από τους «έγκυρους» και «εμβριθείς» αναλυτές, που έχουν αναλάβει εργολαβικά και για λογαριασμό των τραπεζιτών να μας πείσουν πως πρέπει σαν καλά και υπάκουα παιδιά να πληρώσουμε το χρέος, το γύρισαν και στην ιστορία προσπαθώντας να αντλήσουν επιχειρήματα υπέρ των απόψεών τους.

Ένας μάλιστα από αυτούς έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει την άποψη πως «τι να κάνουμε εκεί που φτάσαμε με το χρέος, εδώ και ο Λένιν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση πλήρωσε κανονικά τα χρέη της τσαρικής Ρωσίας όπως πρέπει να κάνει κάθε τζέντλεμαν και αξιοπρεπής συναλλασσόμενος».

 Toυ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΓΕΙΤΗ

Πέρα από τη γελοιότητα του επιχειρήματος υπάρχει και το ψέμα. Και μάλιστα καραμπινάτο αν και για τον συγκεκριμένο «αναλυτή» και «βαθύ γνώστη» της ιστορίας η αλήθεια δεν είναι τίποτα άλλο από «ψιλά γράμματα». Παρ’ όλα αυτά τέτοιου είδους φαιδρές και ανιστόρητες κουβέντες μας δίνουν την ευκαιρία να γυρίσουμε στην Ιστορία , τα γεγονότα και τις εμπειρίες του παρελθόντος που ίσως μας βοηθήσουν να κρίνουμε καλύτερα το παρόν και να προετοιμάσουμε το μέλλον. Μια διδακτική ιστορία , από την άποψη του εργατικού κινήματος είναι κι αυτή της άρνησης της νεαρής σοβιετικής εξουσίας όχι μόνο να αρνηθεί να πληρώσει τα χρέη των τσαρικών κυβερνήσεων αλλά και να χαρίσει τα χρέη άλλων λαών, και του ελληνικού , προς το προεπαναστατικό καθεστώς της Ρωσίας. Και γι’ αυτό δέχθηκαν την άγρια επίθεση των βιομηχάνων , των δανειστών, των τοκογλύφων και των κερδοσκόπων.

Ο ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΑ ΧΡΕΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

 Άς ξεκινήσουμε όμως από τον Μαρξ και αυτά που έγραφε από τα μέσα κιόλας του 19ου αιώνα για χρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα. Τα ληστρικά δάνεια και οι πολεμικές αποζημιώσεις που καλούνταν να πληρώσουν οι ηττημένοι των κατακτητικών πολέμων μετέτρεπαν χώρες και λαούς, σε απόλυτα εξαρτήματα των ισχυρών και των νικητών. Να τι έγραφε στις 26 Ιουλίου 1855 o 37χρονος τότε Μαρξ στο «Neue Oder Zeitung» για τα δάνεια και τα χρέη χωρών της νότιας Ευρώπης, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, αλλά και της Οθωμανικής Τουρκίας : «Τώρα οι δυτικές δυνάμεις αρχίζουν να βάζουν χέρι στα οικονομικά της Τουρκίας.

Για πρώτη φορά το κράτος των Οσμανιδών επιβαρύνεται με χρέος χωρίς να παίρνει πίστωση. Έτσι πέφτει στην κατάσταση του χτηματία, που βάζοντας υποθήκη τη γης του όχι μόνο δεν παίρνει πίστωση , αλλά ακόμα και υποχρεώνεται να παραχωρήσει στον κάτοχο της υποθήκης το δικαίωμα να διαθέτει τα χρήματα που του δόθηκαν σαν πίστωση. Το μοναδικό βήμα , που του μένει να κάνει , είναι να παραχωρήσει στον κάτοχο της υποθήκης το χτήμα του. Με παρόμοια συστήματα ο Πάλμερστον ( σ.σ. πρωθυπουργός της Αγγλίας εκείνη την εποχή) αποσύνθεσε την Ελλάδα και παράλυσε την Ισπανία…»

( Ορφέα Οικονομίδη ( Πετρανού) « Μαρξ, Ένγκελς,Λένιν για την Ελλάδα- Ένα πρωτότυπο κείμενο», εκδόσεις «Ορφέας», Αθήνα 1986 ).

 ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ

 Δεκαέξι χρόνια μετά, η Παρισινή Κομμούνα , η πρώτη εργατική εξουσία στον κόσμο σε μια από τις πρώτες διακηρύξεις της ξεκαθάρισε ότι αρνείται να πληρώσει το χρέος των πέντε δισεκατομμυρίων που είχαν συμφωνήσει να πληρώσουν στους πρώσους οι γάλλοι βοναπαρτιστές και κεφαλαιοκράτες , ως αποζημίωση μετά την ήττα τους στον τυχοδιωκτικό πόλεμο του 1870. «… Ο αστός είχε επιβαρύνει το 1848 το μικρό κλήρο του χωρικού με τον πρόσθετο φόρο των 45 εκατοστών του φράγκου για κάθε φράγκο φόρο που πλήρωνε , μα το είχε κάνει αυτό στο όνομα της επανάστασης.

Τώρα είχε ανάψει έναν εμφύλιο πόλεμο ενάντια στην επανάσταση για να φορτώσει στους αγρότες το κύριο βάρος των πέντε δισεκατομμυρίων της αποζημίωσης που συγκατατέθηκε να πληρώσει στους πρώσους. Αντίθετα, η Κομμούνα σε μια από τις πρώτες της διακηρύξεις δήλωσε , ότι τα έξοδα του πολέμου θα έπρεπε να τα πληρώσουν οι πραγματικοί του αίτιοι…» ( Καρλ Μαρξ, «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», Διακήρυξη του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης Εργατών για τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία το 1871, σελ. 78, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2009).

ΤΑ ΣΟΒΙΕΤ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ

 Ας έρθουμε τώρα στις πρώτες μέρες της σοβιετικής εξουσίας και στο Δεύτερο Συνέδριο των Σοβιέτ (26 Οκτωβρίου/8 Νοεμβρίου 1917) που ενέκρινε τα ιστορικά διατάγματα για την ειρήνη και τη γη με βάση τις εισηγήσεις του Λένιν. Με το διάταγμα για την ειρήνη ( το πρώτο της νέας εξουσίας) η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε σε όλους τους λαούς και τις κυβερνήσεις τους ,που είχαν εμπλακεί στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο να αρχίσουν αμέσως διαπραγματεύσεις για να επιτευχθεί μια δίκαιη ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις και πολεμικές αποζημιώσεις. Τονιζόταν ακόμη πως η σοβιετική κυβέρνηση δεν θεωρούσε τους όρους της τελεσιγραφικούς και πως ήταν έτοιμη να συζητήσει τους όρους που θα πρότειναν τα άλλα κράτη.

Το διάταγμα για την ειρήνη προέβλεπε ακόμη τη δημοσίευση όλων των μυστικών συμφωνιών που είχαν υπογράψει ή επικυρώσει οι αστικές κυβερνήσεις μετά την Επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917 και τονιζόταν ότι όλες αυτές οι συμφωνίες κηρύσσονταν χωρίς όρους και αμέσως άκυρες. ( Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ , «Παγκόσμια Ιστορία» τόμος VIII, σελ. 52,86 , «Μέλισσα», Αθήνα 1962). Ακολούθησε τον Ιανουάριο του 1918 η ακύρωση όλων των εξωτερικών και εσωτερικών δανείων που είχαν συνάψει η τσαρική και η Προσωρινή (αστική) κυβέρνηση (Ριζοσπάστης , 9/1/1918). Έτσι και σε συνδυασμό με την εθνικοποίηση των ιδιωτικών τραπεζών των μεταφορών και του εξωτερικού εμπορίου απελευθερώθηκε η Ρωσία από την δημοσιονομική υποτέλεια.

ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΕΘΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΈΛΕΓΧΟ

Με τη δημοσίευση αυτών των μυστικών συμφωνιών (« μυστικά σύμφωνα με το γνωστό ληστρικό περιεχόμενο» για το μοίρασμα της Περσίας, για την καταλήστευση της Κίνας , για την καταλήστευση της Τουρκίας,για το μοίρασμα της Αυστρίας, για την απόσπαση των της Ανατολικής Πρωσίας, για την απόσπαση των γερμανικών αποικών κλπ , όπως σημείωνε ο Λένιν στις γνωστές «Θέσεις του Απρίλη») αποκαλύπτονταν πως ο πόλεμος εκείνος, πέρα από τις «πατριωτικές αρχές και αξίες» ήταν απλά μια σύγκρουση ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, με την κάθε μια να επιζητεί καλύτερη θέση στο τραπέζι της διανομής του κόσμου.

Και όλα αυτά προκαθορισμένα μέσα από ένα πλέγμα μυστικών συμφωνιών της Βρετανίας, της Ρωσίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ιαπωνίας που είχαν υπογραφεί μακρυά από κάθε δημοσιότητα και εν αγνοία των λαών που σφάζονταν στα πεδία των μαχών ( για τη σημασία αυτής της αποκάλυψης βλέπε και στα Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας του Οκτωβρίου του 2011 «Οκτωβριανή Επανάσταση – Οι ρίζες , οι πρωταγωνιστές, ένας απολογισμός» στο σημείωμα του Γιώργου Μαργαρίτη « Ο εμφύλιος πόλεμος και οι εξωτερικές εισβολές» σελ.51-84). Και αναφερόμαστε μόνο στις μυστικές συμφωνίες και πρωτόκολλα μεταξύ των μελών του ενός στρατοπέδου γιατί ανάλογες συμφωνίες υπήρχαν και μεταξύ της Γερμανίας και των συμμάχων της.

Tην ακύρωση των εσωτερικών και εξωτερικών δανείων που είχαν συνάψει η τσαρική και η Προσωρινή Κυβέρνηση συνόδευσαν μια σειρά οικονομικών μέτρων στον εξωτερικό τομέα ιδιαίτερα σημαντικά και επωφελή και για την χώρα μας και μάλιστα σε κρίσιμες στιγμές. Η σοβιετική κυβέρνηση παραιτήθηκε από τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο που είχαν επιβάλει στην Ελλάδα οι μεγάλες Δυνάμεις μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η νεαρή Σοβιετική Δημοκρατία «απάλλαξε την Ελλάδα από το χρέος που όφειλε στη Ρωσία και ανερχόταν τότε σε 100 εκατομμύρια χρυσά γαλλικά φράγκα».

Ακόμη «παραιτήθηκε από τα δικαιώματά της στο Άγιον Όρος καθώς και από τις ιδιοκτησίες του τσαρικού κράτους σε διάφορα ευαγή ιδρύματα στην Ελλάδα (ρωσικό νοσοκομείο Πειραιά , το σημερινό Τζάνειο) κλπ.» ( Κώστα Αυγητίδη «Η στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία και η Ελλάδα (1918-1920)», σελ. 66-71, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1999).

ΛΕΝΙΝ ΚΑΙ ΚΕΪΝΣ

Η άρνηση των μπολσεβίκων να αναγνωρίσουν τα χρέη των κυβερνήσεων της προεπαναστατικής Ρωσίας στους διεθνείς τοκογλύφους προκάλεσε την έντονη αντίδραση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Όμως ακόμη και αστοί οικονομολόγοι όπως ο βρετανός Κέινς ( στο βιβλίο του «Οι οικονομικές συνέπειες της Ειρήνης», 1919) εκτιμούσαν ότι εξαιτίας των χρεών ο καπιταλισμός , μετά την συμφωνία ειρήνης των Βερσαλιών οδηγούνταν στη χρεοκοπία. Γι αυτό ζητούσε να μην αποπληρωθούν και καλούσε τα καπιταλιστικά κράτη να ακυρώσουν και να διαγράψουν τα δημόσια χρέη που είχαν εκτιναχθεί στα ύψη λόγω του ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Το γεγονός δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Λένιν ο οποίος απευθυνόμενος στο Δεύτερου Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς κάλεσε περιπαικτικά τους αντιπροσώπους να στείλουν … ευχαριστήριο τηλεγράφημα στους αστούς οικονομολόγους «προπαγανδιστές του μπολσεβικισμού»: « Ο Κέινς κατέληξε στο συμπέρασμα πως η Ευρώπη και όλος ο κόσμος με την ειρήνη των Βερσαλιών τραβούν στη χρεοκοπία. Ο Κέινς παραιτήθηκε, πέταξε στα μούτρα της κυβέρνησης (σ.σ. της βρετανικής της οποίας ήταν μέλος της αντιπροσωπείας στις Βερσαλίες ) το βιβλίο του και είπε: αυτό που κάνετε είναι καθαρή τρέλα (…)

Μια αμερικανική αστική πηγή, που την ανάφερε ένας κομμουνιστής, ο σύντροφος Μπράουν, στο βιβλίο του «Ποιος πρέπει να πληρώσει τα πολεμικά χρέη;» (Λειψία, 1920) καθορίζει ως εξής τη σχέση των χρεών και της εθνικής περιουσίας: στις νικήτριες χώρες, την Αγγλία και τη Γαλλία, τα χρέη αποτελούν τα 50% και πλέον όλης της εθνικής περιουσίας. Όσον αφορά την Ιταλία το ποσοστό αυτό αποτελεί τα 60-70%, όσον αφορά τη Ρωσία τα 90%, εμάς , όμως όπως ξέρετε αυτά τα χρέη δεν μας ανησυχούν, γιατί εμείς λιγάκι νωρίτερα από την εμφάνιση του βιβλίου του Κέινς , ακολουθήσαμε τη θαυμάσια συμβουλή του: ακυρώσαμε όλα τα χρέη (… )

Νομίζω πως θα έπρεπε εξ’ ονόματος του συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς να στείλουμε ένα ευχαριστήριο σ’ αυτούς τους οικονομολόγους-προπαγανδιστές υπέρ του μπολσεβικισμού» (Λένιν , Εισήγηση για τη διεθνή κατάσταση και τα βασικά καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς στο Δεύτερο Συνέδριο της ΚΔ στις 19 Ιουλίου του 1920, Άπαντα, τ.41, σελ. 219-225, «Σύγχρονη Εποχή»). Αξίζει να προσθέσουμε ότι και νωρίτερα , πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση ο Λένιν έγραφε ότι η εργατική εξουσία δεν πρόκειται να αναγνωρίσει χρέη που δημιούργησαν οι αστικές κυβερνήσεις. Στο τετράδιο στο οποίο καταχωρούσε από τον Ιανουάριο έως τον Φεβρουάριο του 1917 προπαρασκευαστικά υλικά και σημειώσεις για το βιβλίο «Κράτος και Επανάσταση» σημείωνε: « ‘Δημόσια χρέη’ ! Η εργατική τάξη ξέρει ότι τα χρέη αυτά δεν είναι δικά της και όταν πάρει την εξουσία θα αναθέσει την εξόφλησή τους σε εκείνους που τα έκαναν» ( Λένιν, ο.π. ,τ.33, σελ.203).

ΜΕΓΑΛΟΪΔΕΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΑ

Οι αποφάσεις της σοβιετικής εξουσίας για την ακύρωση των χρεών ελήφθησαν σε μια στιγμή που η Ελλάδα ήταν κατεστραμμένη οικονομικά όχι μόνο από τα ληστρικά δάνεια αλλά και από τη συμμετοχή της σε πολέμους που κρατούσαν από το 1912. Για να ανταποκριθεί στις δαπάνες των βαλκανικών πολέμων αλλά και την εξασφάλιση των περιοχών που κατελήφθησαν η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε και πάλι στον εξωτερικό δανεισμό.

Η καταφυγή στα ληστρικά δάνεια συνεχίστηκε και την περίοδο 1914-1918 όταν η Ελλάδα ενεπλάκη στην τραγωδία του ιμπεριαλιστικού πολέμου. «Δάνειο 500 εκατομμυρίων φράγκων εξασφαλίστηκε κυρίως στο Παρίσι και το Λονδίνο και με ευνοϊκούς όρους. Το πρώτο μισό του δανείου καλύφθηκε με αρκετή επιτυχία. Αλλά το δεύτερο μισό δεν πραγματοποιήθηκε , γιατί μεσολάβησε η έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τελικά, τα ποσά που χορηγήθηκαν το 1912 και 1913 παγιοποιήθηκαν με νέο δάνειο το 1918 (…) Το συνολικό ποσό των δανείων την ίδια περίοδο (1914-1918) , τα οποία κάλυψαν σχεδόν αποκλειστικά πολεμικές δαπάνες , ανήλθε σε 1.115.000.000 δρχ., από τις οποίες μόνο 110.000.000 δρχ. ήταν βραχυπρόθεσμα δάνεια.

Οι συνολικές δαπάνες, που είχαν σχέση με τον πόλεμο, ανήλθαν σε 1.982.896.650 δρχ. (ή 79.315.866 στερλίνες). Αλλά και αυτό το ποσό αντιπροσωπεύει μέρος μόνο του πραγματικού κόστους» ( «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» , τ.ΙΕ, σελ. 84, Εκδοτική Αθηνών). Στα παραπάνω προσθέστε και τις τεράστιες καταστροφές που υπέστη η χώρα λόγω της εμπλοκής σ αυτόν τον πόλεμο. Και γι αυτές τις καταστροφές η Ελλάδα έλαβε μια ασήμαντη αποζημίωση την οποία οι σύμμαχοι δεν ανέλαβαν οι ίδιοι αλλά την «φόρτωσαν» στους ηττημένους του πολέμου. « … Στις πολεμικές ζημίες , όπως οι ζημίες της Ανατολικής Μακεδονίας, θα πρέπει να προστεθούν και οι ζημίες που προκλήθηκαν από τους Συμμάχους , πριν από την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της κυβερνήσεως , οι ζημίες που προκάλεσαν τα Συμμαχικά στρατεύματα Στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 1.126.500.000 δρχ. Το ποσό αυτό συμπεριλάμβανε και τους τόκους για την περίοδο που το ποσό των ζημιών παρέμεινε απλήρωτο. Στο τέλος οι Σύμμαχοι δέχθηκαν να καταβάλουν ένα μικρό μόνο ποσοστό των ζημιών και τελικά κατέβαλαν ένα ακόμη μικρότερο, ασήμαντο ποσό. Οι ζημίες που προκλήθηκαν από τα συμμαχικά στρατεύματα συμπεριλήφθηκαν από τους συμμάχους στις αποζημιώσεις που ζήτησαν από τα ηττημένα κράτη. Οι συνολικές αποζημιώσεις που ζήτησε η Ελλάδα ανέρχονταν σε 4.922.788.736 χρυσά φράγκα. Και καθώς συνέβη με τους υπολογισμούς των αποζημιώσεων των Συμμάχων , το ποσό που ζήτησε η Ελλάδα ήταν υπερβολικό.

Σύμφωνα με τις αποφάσεις της Επιτροπής Αποζημιώσεων, το μερίδιο της Ελλάδος από τις αποζημιώσεις αντιπροσώπευε 0,40% των συνολικών αποζημιώσεων που ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει η Γερμανία και 12,7% η Βουλγαρία, δηλαδή 528.000.000 χρυσά μάρκα για τη Γερμανία και 292.000.000 χρυσά φράγκα για τη Βουλγαρία και την Αυστρο-Ουγγαρία. Η Ελλάδα όμως δεν είχε προτεραιότητα στις αποζημιώσεις για τις κατεστραμμένες περιοχές της. Στο τέλος έλαβε μόνο ένα ασήμαντο ποσοστό των αποζημιώσεων, από το μερίδιο δηλαδή που είχε ορίσει η Επιτροπή Αποζημιώσεων («Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» , ο.π. , σελ. 84).

 ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ «ΗΘΙΚΗ»

Με βάση όλα τα παραπάνω συγκρίνετε την ηθική του Λένιν και των μπολσεβίκων και την ηθική των ιμπεριαλιστών «συμμάχων» και «εταίρων» τότε (που παραμένουν και τώρα βεβαίως) απέναντι σε μια χώρα που βγήκε από τον πόλεμο το 1918 καταχρεωμένη , με ένα νόμισμα που βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής, μια οικονομία με τεράστια προβλήματα, μια διοίκηση απηρχαιωμένη του ρουσφετιού και της κομματοκρατίας και ένα φορολογικό σύστημα που έριχνε μονίμως τα βάρη στους αδύνατους επιτρέποντας παράλληλα στο μεγάλο κεφάλαιο να θησαυρίζει χωρίς να πληρώνει δραχμή.

Μια χώρα που είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές από τους πολέμους και επιπροσθέτως τη βάραινε το σοβαρότατο προσφυγικό πρόβλημα . Στο πολιτικό πεδίο κυριαρχούσε η πόλωση (Διχασμός) μεταξύ των κυριότερων μερίδων της αστικής τάξης που ήλπιζε να ικανοποιήσει τις εδαφικές της διεκδικήσεις παίρνοντας κάποια ψίχουλα από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων των μεγάλων Δυνάμεων, εκεί που μοίραζαν τον κόσμο «με το μαχαίρι». Η πολιτική της «Μεγάλης Ιδέας» που οδήγησε στην Μικρασιατική Καταστροφή και στο ξεσπίτωμα περίπου 2.000.000 ανθρώπων (1.500.000 χριστιανοί από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη και περισσότεροι από 550.000 μουσουλμάνοι από την Ελλάδα).

 Ο «ΜΟΧΛΟΣ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ»

 Στο σημείο ο αυτό αξίζει να θυμίσουμε ότι καθοριστικό ρόλο στην υπερχρέωση της Ελλάδας από την πρώτη κιόλας στιγμή της Ανεξαρτησίας της έπαιξαν ο εθνικισμός, η «Μεγάλη Ιδέα» και η εμπλοκή της σε πολεμικές περιπέτειες και ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Ο καθηγητής Γ.Β. Δερτιλής , ένας επιστήμονας κάθε άλλο παρά μαρξιστής, σημειώνει: «Εκτός από το φόρο αίματος που επέβαλαν (σ.σ. οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις του ελληνικού αστισμού) στους Έλληνες , οι στρατιωτικές δαπάνες είχαν ένα τεράστιο οικονομικό κόστος. Από το 1830 έως το 1939, αντιπροσώπευαν ένα πολύ μεγάλο μέρος των δημοσίων δαπανών. Ακόμη και το 2002 , ήταν από τις υψηλότερες στον κόσμο σε σχέση με το ακαθάριστο εγχώριο προιόν της χώρας.

Σε όλο αυτό το διάστημα των 170 ετών, οι εκάστοτε κυβερνήσεις τις κάλυπταν με έσοδα από την φορολογία και από το συνεχώς αυξανόμενο δημόσιο χρέος, βάρη που επωμίζονταν κυρίως τα φτωχότερα αστικά στρώματα (…) Η υπερχρέωση εξαρτούσε επιπλέον την χώρα από τους ξένους δανειστές της και από τις Μεγάλες Δυνάμεις και μείωνε δραστικά τις δυνατότητες των εκάστοτε κυβερνήσεων να χειριστούν ορθολογικά την εξωτερική πολιτική. Οι Δυνάμεις και ιδίως η Μεγάλη Βρετανία χρησιμοποίησαν συστηματικά τον «μοχλό των δανείων» για να ελέγχουν την ελληνική εξωτερική πολιτική έως το 1940» (Γ. Β. Δερτιλή «Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920», τ. Α’, σελ. 71, «Εστία», Αθήνα 2010).

Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ

Πώς αντέδρασε η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου στην απόφαση των Σοβιέτ να απαλλάξουν την Ελλάδα από το βραχνά του χρέους στην τσαρική Ρωσία; Με τη συμμετοχή της με στρατό και στόλο στην ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση των αγγλογάλλων, αμερικανών ακόμη και ιαπώνων για να καταπνίξουν την επανάσταση. Σαν έτοιμος από καιρό ο Βενιζέλος έσπευσε να ανταποκριθεί στον αντιμπολσεβικισμό του γάλλου πρωθυπουργού Κλεμανσώ και να δηλώσει πως θα στείλει ένα σώμα στρατού και τον πολεμικό στόλο στην Ουκρανία.

Σε αντάλλαγμα οι γάλλοι υποσχέθηκαν να υποστηρίξουν τις ελληνικές αξιώσεις στη Θράκη και τη Σμύρνη. Έτσι , στις 21 Ιανουαρίου 1919, ένα χρόνο μετά την απόφαση της σοβιετικής εξουσίας να χαρίσει τα χρέη της Ελλάδας, οι πρώτοι έλληνες στρατιώτες (34ο Σύνταγμα Πεζικού) αποβιβάστηκαν στην Οδησσό και τέθηκαν υπό γαλλική διοίκηση. Η ελληνική εκστρατεία στην Ουκρανία είχε οικτρό τέλος. Κράτησε μόνο δυό μήνες και αν δεν υπήρχε ο γαλλικός στόλος όλοι οι γάλλοι και έλληνες στρατιώτες θα αιχμαλωτίζονταν. Και να ήταν μόνο αυτή η ελληνική συμβολή στην προσπάθεια ανατροπής της νεαρής σοβιετικής εξουσίας; Η ελληνική κυβέρνηση έστειλε πράκτορες στη Γεωργία , όπου ζούσαν πολλοί έλληνες , με σκοπό την υπονόμευση της Σοσιαλιστικής Πολιτείας που κάτω από τεράστιες δυσκολίες προσπαθούσε να στηριχθεί εκεί.

Το 1919-1920 ο Βενιζέλος έστειλε τον Νίκο Καζαντζάκη και τον συνταγματάρχη Ηρακλή Πολεμαρχάκη μαζί με κρητικούς από το στενό περιβάλλον του για να τραβήξουν τους έλληνες της περιοχής από την επιρροή των μπολσεβίκων. Ο Καζαντζάκης κινήθηκε δραστήρια αλλά χωρίς αποτέλεσμα αν και έμεινε καιρό στην περιοχή. Μέσα από αφάνταστες δυσκολίες έγινε τελικά Σοβιετική Δημοκρατία. Ανάλογες προσπάθειες καταβλήθηκαν και στην περιοχή του Πόντου, εκεί όπου το Λονδίνο και το Παρίσι σχεδίαζαν να φτιάξουν «ανεξάρτητο ελληνοαρμενικό κράτος.

Ο Βενιζέλος και ο αρχηγός των αρμενίων εθνικιστών που Νουμπάρ Πασάς που έδρευε στο Παρίσι εκτελώντας εντολές του Κλεμανσώ και του βρετανού ομολόγου του Λόυδ Τζώρτζ έστειλαν στον Πόντο συμμορίες από κρητικούς, μανιάτες και αρμενίους που βγήκαν στο Νοβοροσίσκ τον Αύγουστο του 1919. Όμως και αυτοί δεν κατάφεραν να μείνουν πολύ καιρό γιατί τα σχέδια για την «Ελληνοαρμενική Δημοκρατία του Πόντου» απέτυχαν ( Γιάνη Κορδάτου « Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» τ. Χ ΙΙΙ, 1920-1924 , σελ.520-524, εκδόσεις «20ος Αιώνας», Αθήνα 1958, « Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», ο.π. ,σελ.112,113).

 ΣΟΒΙΕΤΙΚΟΣ ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Την Άνοιξη του 1921, όταν ήδη είχε γίνει εμφανές το αδιέξοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας και ήταν ορατή η καταστροφή που επήλθε μετά από ένα χρόνο η σοβιετική κυβέρνηση επεδίωξε να έρθει σε επαφή με την κυβέρνηση των Αθηνών προσφέροντας τη μεσολάβησή της για την επίτευξη μιάς δίκαιης ειρήνης με την κεμαλική Τουρκία. Στην Αθήνα έφτασε ένας ρώσος απεσταλμένος της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του σοβιετικού υπουργείου Εξωτερικών.

Ήταν εφοδιασμένος με σουηδικό διαβατήριο, και είχε εντολή να έρθει σε επαφή με τον γραμματέα του Σοσιαλεργατικού (Κομμουνιστικού Κόμματος). Γραμματέας τότε ήταν ο νεαρός Γιάνης Κορδάτος , ο γνωστός ιστορικός. Ο Κορδάτος είχε τρεις συναντήσεις με τον σοβιετικό απεσταλμένο στους Αέρηδες στην Πλάκα, στην Ακρόπολη και στην Κηφισιά. Για την ιστορία αυτή ο Κορδάτος μίλησε για πρώτη φορά σε διάλεξή του στον Ελληνοσοβιετικό Σύνδεσμο το 1945. Ο σοβιετικός απεσταλμένος αφού επέδειξε στον Κορδάτο τα διαπιστευτήρια του Ζηνόβιεφ του Τρότσκι και του Τσιτσέριν (σ.σ. λαικός επίτροπος Εξωτερικών) ανακοίνωσε στον Κορδάτο: « Η Σοβιετική Ένωση είναι πρόθυμη να βοηθήσει την Ελλάδα να βγει από το αδιέξοδο της μικρασιατικής εκστρατείας. Πρώτα θα παύσει να ενισχύει υλικώς και ηθικώς τον Κεμάλ και δεύτερο θα σκήσει την επιρροή να αυτονομηθεί μια παραλιακή ζώνη της Μικρασίας , όπου κατοικούν πολλοί χριστιανοί. Για να εξασφαλιστεί η αυτονομία της περιοχής αυτής θα σταλθεί διεθνής στρατός από Ελβετούς, Σουηδούς και Νορβηγούς, από χώρες δηλαδή που δεν πήραν μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Για να υποστηρίξει την άποψη αυτή η ΕΣΣΔ ζητεί σαν αντάλλαγμα την αναγνώρισή της , έστω και ντε φάκτο» (σ.σ. Ντε φάκτο είχε αναγνωρίσει τότε τη σοβιετική εξουσία και η Αγγλία , ενώ ντε φάκτο βρισκόταν στο Λονδίνο και ο πρώτος σοβιετικός διπλωματικός αντιπρόσωπος). Όταν ο έκπληκτος Κορδάτος ρώτησε ποιά ήταν η αιτία γι αυτή τη σοβιετική στροφή ο απεσταλμένος του είπε: « Το κίνημα του Κεμάλ είναι απελευθερωτικό και σαν τέτοιο το υποστηρίξαμε όσο μπορούσαμε. Δεν έχουμε όμως καμιά εγγύηση αν ύστερα από την ολοκληρωτική επικράτησή του , οι παλιές αντιδραστικές δυνάμεις στην Τουρκία (μπέηδες και πασάδες) δεν πάρουν αυτοί τα ηνία της εξουσίας (…)

Ο Κεμάλ έχει γόητρο για την ώρα , αλλά οι στρατηγοί και πολιτικοί που τον υποστηρίζουν –έξω από λίγες εξαιρέσεις- είναι αντιδραστικοί. Ήδη έχουμε όχι ενδείξεις , αλλά αποδείξεις, ότι έχουν μυστικές επαφές με τους Γάλλους κεφαλαιοκράτες και ιμπεριαλιστές και αύριο μεθαύριο , αν νικήσουν και διώξουν τους Έλληνες από τη Μικρασία και Θράκη, η Τουρκία με τον Κεμάλ ή χωρίς τον Κεμάλ θα προσανατολιστεί προς τη Δύση. Η αστική τάξη της Τουρκίας είναι αδύναμη να συνεχίσει μόνη της την αναδιοργάνωση της χώρας της. Θα κάνει μεταρρυθμίσεις , αλλά δεν θα μπορεί να σταθεί στα πόδια της , αν δεν πάρει δάνεια από τη Γαλλία ή Αγγλία, και, όπως ξέρετε, τα δάνεια υποδουλώνουν τις χώρες που τα παίρνουν.

Γι αυτό θέλουμε να μείνουνε οι Έλληνες στη Μικρασία, όχι από κούφιο αισθηματισμό , αλλά από ρεαλιστική αντίληψη για το αύριο και μεθαύριο. Οι μειονότητες στην Τουρκία στάθηκαν από τη μια μεριά η τροχοπέδη στον ολοκληρωτικό εξισλαμισμό της Βαλκανικής και Ανατολής και από την άλλη έγιναν η πηγή που τροφοδότησε τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα των λαών της Βαλκανικής από το 1770 ως τα χτες».

«ΠΑΛΙΟΠΑΙΔΟ ΑΙΝΤΕ ΝΑ ΧΑΘΕΙΣ»

 Ο Κορδάτος εξήγησε στο σοβιετικό απεσταλμένο πως το Σοσιαλεργατικό Κόμμα είναι μικρό , δεν παίζει ενεργητικό ρόλο στην πολιτκή ζωή και κατά συνέπεια ο γραμματέας του δεν έχει το ανάλογο κύρος για να μεταφέρει και να διαπραγματευθεί ένα τόσο σημαντικό θέμα. Ο σοβιετικός απεσταλμένος επέμενε και αποφασίστηκε να αρχίσει η επαφή με τον αρχηγό της αντιπολίτευσης Νικόλαο Στράτο (σ.σ. ένα χρόνο μετά ήταν ένας από τους έξι που καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν στο Γουδί για τη Μικρασιατική Καταστροφή).

Ο Στράτος δέχτηκε τον Κορδάτο , τον άκουσε με προσοχή τον δήλωσε κατ’ αρχήν σύμφωνος και του είπε ότι αναμένεται κυβερνητική μεταβολή (σ.σ. ανώτατοι στρατιωτικοί σε συνεννόησαη με το Στράτο ετοίμαζαν πραξικόπημα για να απαιτήσουν από τους συμμάχους άμεση λύση του μικρασιατικού προβλήματος με αυτονόμηση της Ιωνίας). «Αν σχηματίσω κυβέρνηση θα σας ειδοποιήσω, είπε στον Κορδάτο, αφού μελετήσω τους φακέλους του υπουργείου των Εξωτερικών και ιδώ ότι δεν υπάρχει ανυπέρβλητον εμπόδιον από τους Άγγλους και Γάλλους , θα σας ειδοποιήσω να με φέρετε εις επαφήν με τον Ρώσον απεσταλμένον».

Πρόσθεσε όμως ότι καλό θα ήταν να βολιδοσκοπήσει ο Κορδάτος και τον συντοπίτη υπουργό Αντώνιο Καρτάλη για να δει και τις διαθέσεις της κυβέρνησης. Ο Κορδάτος πήγε στον Καρτάλη και μόλις άρχισε τις πρώτες νύξεις για την μεσολάβηση της Σοβιετικής Ρωσίας και χωρίς να του πει ότι βρίσκεται στην Αθήνα σοβιετικός απεσταλμένος ο συντοπίτης του υπουργός τον έβρισε και τον έδιωξε κακήν κακώς.

Ο Κορδάτος περιγράφει την σκηνή :

« Παλιόπαιδο, από πότε έγινες πολιτικός και αρχηγός ώστε να τολμάς να συζητάς για τόσο σπουδαία ζητήματα; Άιντε να χαθής! Αν δεν ήσουν παιδί του Κωστή (ο Κωστής ήταν ο πατέρας μου), που τον ξέρω πολύ καλά και έχω κοιμηθή το 1900 στο σπίτι σας στη Ζαγορά , θα σε παρέδιδα στο Γάσπαρη ( το διευθυντή της αστυνομίας) να σου βάλλη με το βούρδουλα μυαλό. Ακούς εκεί , να τολμάς να λες πως οι Μπολσεβίκοι, οι άθεοι, οι καταδρομείς και λυμεώνες της Μεγάλης Ρωσίας, μπορούν να μεσολαβήσουν και να μας βγάλουν από το αδιέξοδο της μικρασιατικής εκστρατείας! Αυτοί, βρε,είναι νηστικοί και πεινούν.

Ήρθεν η ώρα τους, σε 5-6 μήνες θα τους λιντζάρη ο ρωσικός λαός!» (Γιάνη Κορδάτου , ο.π. , σελ. 566-568). Με αυτό τον άθλιο τρόπο απορρίφθηκε η σοβιετική πρόταση για μεσολάβηση και ο Κορδάτος σημείωνε αργότερα πως από τα λόγια του Καρτάλη μπορούσε να καταλάβει κανείς τη μούχλα που είχαν στο κεφάλι τους οι αστοί πολιτικοί που οδήγησαν τη χώρα και εκατομμύρια έλληνες στη Μικρασιατική Καταστροφή. Την ίδια αντιδραστική μούχλα και σαπίλα που κουβαλάνε και σήμερα οι εκπρόσωποι του αστικού κόσμου και των κομμάτων τους που οδηγούν τη χώρα και το λαό συνειδητά σε μια σύγχρονη Καταστροφή ανάλογη , αν όχι και μεγαλύτερη της Μικρασιατικής.

Και βεβαίως την ίδια μούχλα κουβαλάνε και τα ανιστόρητα φερέφωνα τους…

contramee

αναδημοσίευση από lefterianews

 

Αντίο Σύλβια…

images

afissaqc3ubp

Το πρωί της 24ης Απρίλη έφυγε από τη ζωή έπειτα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο η Σύλβια Παπαδοπούλου. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας, η Σύλβια μαζί με το σύντροφο της Χρήστο Κωνσταντινίδη και άλλους αναρχικούς και αναρχικές θα πρωτοστατήσουν τον Φλεβάρη του 1973 στην κατάληψη της Νομικής και τον Νοέμβρη του ίδιου χρόνου στην κατάληψη και την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Υπήρξε συνιδρύτρια των εκδόσεων Διεθνής Βιβλιοθήκη και του περιοδικού Πεζοδρόμιο μέσα από τα οποία από το 1972, εν μέσω χούντας, και κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα ολοκληρωμένα έργα των Μ. Μπακούνιν, Π.Κροπότκιν, Βολιν, Ρ.Λούξεμπουργκ, Γ.Ντεμπορ, Ρ.Βανεγκέμ κ.ά. καθώς και κείμενα, αναλύσεις και μεταφράσεις του διεθνούς και εγχώριου αναρχικού-αντιεξουσιαστικού κινήματος. Στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, χωρίς να εξαργυρώσουν την αντιδικτατορική τους αντίσταση, ο κύκλος των συντρόφων και συντροφισσών της Διεθνούς Βιβλιοθήκης, μέσα και από το βιβλιοπωλείο Μαύρο Ρόδο, θ’ αποτελέσουν την πρώτη οργανωμένη αντιεξουσιαστική πολιτική ομάδα και θα υποστούν διάφορες διώξεις, συλλήψεις και φυλακίσεις. Μετά το θάνατο του συντρόφου Χ. Κωνσταντινίδη, η Σύλβια συνέχισε παρ’ όλες τις οικονομικές και άλλες αντιξοότητες να κρατάει ως το τέλος της ζωής της σε εγρήγορση το ελευθεριακό-αντιεξουσιαστικό πνεύμα της και τη Διεθνή Βιβλιοθήκη ζωντανή.

 

Αντίο Σύλβια…