Προλεταριακή Πρωτοβουλία

εμπρός Προλετάριοι, εμπρός Αγωνιστές, εμπρός Σύντροφοι… … … … … … … …. …. … …για τον Κομμουνισμό & την Αναρχία!

Προλεταριακή Πρωτοβουλία

1 χρόνο μετά το θάνατο του 15χρονου Μπερκίν Ελβάν: Μια υψωμένη γροθιά και μια βαθιά υπόκλιση…

 untitled11070009_843775189031043_7635440168182540057_n

[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=i7He5JuSDL4[/youtube]

Βίντεο από τη διαδήλωση και τις συγκρούσεις της 11ης Μάρτη του 2015 στην γειτονία του Μπερκίν Ελβάν, Όγκμεϊντανι, στη Κωνσταντινούπολη.

Στις 11 Μάρτη του 2015 συμπληρώθηκε ένας χρόνος από το θάνατο του 15χρονου Μπερκίν Ελβάν. Ο Μπερκίν είχε τραυματιστεί σοβαρά στο κεφάλι από κάνιστρο δακρυγόνου στις 16 Ιούνη του 2013, ενώ πήγαινε ν’ αγοράσει ψωμί – κατά τη διάρκεια της κοινωνικής-ταξικής εξέγερσης που ξεκίνησε από το πάρκο Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη και εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη την επικράτεια του τουρκικού κράτους – και έκτοτε βρισκόταν σε κώμα μέχρι και την 11η Μάρτη του 2014.

Ένα χρόνο μετά το θάνατο του, πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις τιμής και μνήμης για το Μπερκίν με τη συμμετοχή χιλιάδων αγωνιστών και αγωνιστριών σε πολλές πόλεις της Τουρκίας, οι οποίες και αντιμετωπίστηκαν με σκληρή κρατική καταστολή, χημικό πόλεμο, κανόνια νερού, ξυλοδαρμούς, προσαγωγές και συλλήψεις.

Τα ταξικά μας αδέλφια στην Τουρκία τίμησαν την μνήμη του 15 χρονου Μπερκίν με τον τρόπο που αρμόζει: κράτησαν ψηλά τα λάβαρα της Αντίστασης και του Αγώνα, ύψωσαν και υπερασπίστηκαν οδοφράγματα, συγκρούστηκαν με όλα τα μέσα με τους ένστολους και μη υπερασπιστές του Κεφαλαίου και του Κράτους του.

Από την απέναντι ακτή του Αιγαίου, μια υψωμένη γροθιά και μια βαθιά υπόκλιση μπροστά στην αξιοπρέπεια και την αποφασιστικότητα, την οργάνωση και την αγωνιστικότητα, τη μνήμη και την οργή των προλεταριακών-λαϊκών τάξεων της Τουρκίας. Ο Μπερκίν Ελβάν ζει!

5 Μάρτηδες μετά, ο Λάμπρος Φούντας (συνεχίζει να) ζει μέσα στην καρδιά του κάθε αγωνιστή.

Απόσπασμα από την “απολογία” του πολιτικού κρατούμενου Κώστα Γουρνά στις 31 Γενάρη 2013, κατά τη διάρκεια της δίκης της οργάνωσης Επανασταστικός Αγώνας στο ειδικό δικαστήριο των φυλακών Κορυδαλλού. 

Η σύγχρονη βαρβαρότητα των στρατοπέδων συγκέντρωσης

Η σύγχρονη βαρβαρότητα των στρατοπέδων συγκέντρωσης

Παρουσίαση της ατζέντας του 2015 από το ταμείο αλληλεγγύης στους φυλακισμένους και διωκόμενους αγωνιστές, στο φεστιβάλ βιβλίου ανατρεπτικών εκδόσεων Μαύρες-Κόκκινες Σελίδες. Δημοσιεύθηκε στην τρέχουσα έκδοση της εφημερίδας δρόμου Άπατρις.

1

Η ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης έχει ταυτιστεί στη συλλογική μνήμη με τα ναζιστικά εγκλήματα κατά τη διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πόλεμου ή και κάποια χρόνια πριν απ’ αυτόν. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η «σύγχρονη καινοτόμα εφεύρεση» (όπως έχει χαρακτηριστεί), είναι αρκετά προγενέστερη. Η αποσιώπηση της πραγματικής ιστορίας των στρατοπέδων συγκέντρωσης και η πλήρης ταύτισή τους με το ναζισμό ή με μερικούς «τρελούς δικτάτορες», εντάσσεται σε μια ψυχολογικοποιημένη και μεταφυσική ανάγνωση της ιστορίας, που διχοτομεί τον ιστορικό χρόνο και εμφανίζει την κοινωνική πραγματικότητα όχι σαν υλική ταξική πάλη, αλλά σαν μια δυιστική μάχη του Καλού με το Κακό, του Φωτός με το Σκοτάδι. Το μοντέλο, όμως, των στρατοπέδων συγκέντρωσης είτε ως μέθοδος διαχείρισης της περισσευούμενης εργασιακής δύναμης, είτε ως μέθοδος εξόντωσης πολιτικών ή εθνοτικών αντιπάλων, είναι προγενέστερο του ναζιστικού και φασιστικού φαινομένου και συνδέεται άμεσα με τις επιδιώξεις εκμεταλλευτικών/ ταξικών συμφερόντων και όχι με τα καπρίτσια μερικών νοσηρών εγκεφάλων.

Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ξεκίνησαν ήδη από το 1885 ως μέθοδος συσσώρευσης πλούτου από τον βασιλιά του Βελγίου και ιδρυτή του «Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό» Λεοπόλδο Β. Η βάναυση εκμετάλλευση των ιθαγενών πληθυσμών με στόχο τη δημιουργία μιας ελεύθερης ζώνης εμπορίου, όπου θα αλώνιζαν επιχειρηματίες απ όλη την Ευρώπη, είχε σαν τελικό αποτέλεσμα μέχρι το 1908 να ακρωτηριαστούν χιλιάδες άνθρωποι επειδή δεν έφταναν τις νόρμες παραγωγής που έθεταν οι αποικιοκράτες και να χάσουν τη ζωή τους μέχρι και 10 εκ. άνθρωποι. Δυστυχώς, ο ιταλός αναρχικός Ρουμπινό στις 15 Νοεμβρίου του 1902 αστοχώντας στην απόπειρα εκτέλεσης του Λεοπόλδου, απέτυχε να απαλλάξει την ανθρωπότητα απ’ αυτό το κάθαρμα…

Το 1898, κατά τη διάρκεια του πολέμου των ΗΠΑ με την Ισπανία, οι αμερικάνοι προχώρησαν στη στρατιωτική κατάληψη των Φιλιππίνων, που βρίσκονταν υπό ισπανική κατοχή, και προχώρησαν σε μια βίαιη γενοκτονία που συμπυκνώνεται στα λόγια του στρατηγού JacobSmith προς τους στρατιώτες του: «Δεν θέλω αιχμαλώτους. Σας καλώ να σκοτώσετε και να κάψετε. Όσο περισσότερο σκοτώσετε και κάψετε, τόσο καλύτερα θα με ικανοποιήσετε». Κομμάτι της γενοκτονίας εναντίον των φιλιππινέζων ήταν και ο εγκλεισμός χιλιάδων άμαχων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου 200.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από πανδημία χολέρας και από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης.

Ο όρος ConcentrationCamp ακούστηκε πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του δεύτερου “πόλεμου των μπόερς” (1899-1902), μέσα στα πλαίσια των ενδο-αποικιοκρατικών ανταγωνισμών για τον έλεγχο των σημαντικών πλουτοπαραγωγικών πηγών της Νότιας Αφρικής. Οι βρετανοί αποικιοκράτες ακολουθώντας την τακτική της «καμένης γης» εναντίον των απόγονων των πρώτων ολλανδών γερμανόφωνων αποίκων στη Νότια Αφρική, προχώρησαν στη συστηματική καταστροφή των καλλιεργειών, την πυρπόληση των σπιτιών, τη σφαγή των ζώων και τη δηλητηρίαση των υδάτινων πόρων των μπόερς. Με πρόσχημα τη διάσωση των γυναικών και των παιδιών,  οι βρετανοί έκτισαν 45 προσφυγικά στρατόπεδα για να “φιλοξενήσουν” τους αιχμάλωτους μπόερς. Τελικά, πάνω από 26.000 άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους γυναίκες και παιδιά έχασαν τη ζωή τους σ’ αυτά τα πρώτα «κέντρα φιλοξενίας». Η πολιτική της καμένης γης, φυσικά, επεκτάθηκε και στους αφρικανούς. Δεκάδες χιλιάδες νοτιοαφρικανοί που ζούσαν στις περιοχές των μπόερς σκοτώθηκαν σε 64 στρατόπεδα συγκέντρωσης, που δημιουργήθηκαν ειδικά γι αυτούς.

Οι υποστηριχτές των ηττημένων μπόερς βρήκαν άκρως ενδιαφέρουσα και αξιοποίησαν την «καινοτόμο ιδέα» των βρετανών. Κάπως έτσι, οι γερμανοί χρησιμοποίησαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (Konzentrationslager) στην προσπάθειά τους να αποικίσουν την ΝΔ Αφρική, εξοντώνοντας πάνω από 100.000 ανθρώπους από το 1904 ως το 1907, στην πρώτη γενοκτονία του αιώνα, σύμφωνα με τον ΟΗΕ.

Οι γερμανοί μετέφεραν την τεχνογνωσία τους και στους Οθωμανούς συμμάχους τους, ως αναπόσπαστο κομμάτι της ιμπεριαλιστικής τους διείσδυσης στην υπό κατάρρευση Αυτοκρατορία. Υπό την καθοδήγηση του συμβούλου του σουλτάνου Γερμανού αξιωματικού Λίμαν φον Σάντερς, δημιουργήθηκαν τα περίφημα Αμελέ Ταμπουρού (τάγματα καταναγκαστικής εργασίας), που χρησιμοποιήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολίας αρχικά από τους Οθωμανούς, αλλά αργότερα και από τους Νεότουρκους, ως μια μέθοδος εθνοκάθαρσης εναντίον κυρίως των εβραίων, των ελλήνων και των αρμενίων.

Στα χέρια των εθνικοσοσιαλιστών και των φασιστών στη Γερμανία η “καινοτόμος ιδέα” μετατράπηκε σε πραγματική επιστήμη βιομηχανικής κλίμακας εξόντωσης των εβραίων, των Ρομά, των ομοφυλόφιλων, των ανάπηρων, των κομμουνιστών, των αναρχικών κι άλλων κοινωνικών και πολιτικών αντιπάλων του ναζισμού.  Σε πρώτη φάση, τα στρατόπεδα χρησιμοποιήθηκαν για την εξουδετέρωση των πολιτικών αντιπάλων του ναζισμού. Λίγες μόλις μέρες μετά την αναρρίχηση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στην εξουσία, τον Φλεβάρη του 1933, η αστυνομία εισέβαλε στην έδρα του ΚΚ Γερμανίας, στο «Σπίτι του Καρλ Λίμπκνεχτ» και έθεσε το κόμμα εκτός νόμου. Μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, στις 28 Φλεβάρη, ο Χίτλερ εξέδωσε το Διάταγμα για την προστασία του Λαού και του Κράτους, εκμεταλλευόμενος την ήδη διαμορφωθείσα κατάσταση εξαίρεσης που είχε επιβάλει ο συντηρητικός πρόεδρος Χίντενμπουργκ στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ως «φρουρός του Συντάγματος». Με βάση το διάταγμα του Χίτλερ ξεκίνησε το κατασταλτικό πογκρόμ, αρχικά εναντίον των κομμουνιστών. Μέσα σε λίγες μέρες οι δυνάμεις καταστολής συνέλαβαν 20 χιλιάδες κομμουνιστές που τους διασκόρπισαν σε δεκάδες στρατόπεδα, ειδικά τμήματα στις κρατικές φυλακές, κέντρα κράτησης και σε διάσπαρτα «ιδιωτικά κέντρα ατομικών βασανιστηρίων», που έδρευαν σε υπόγεια ή εγκαταλειμμένα εργοστάσια.

Το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης που ίδρυσε η ναζιστική κυβέρνηση υπό τη δικαιοδοσία της Γκεστάπο, ήταν στην πόλη Νταχάου. Ο Χίμλερ το περιέγραψε ως «το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης για πολιτικούς κρατουμένους», ενώ δεν άργησαν να δημιουργηθούν νέα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Μέσα στα επόμενα χρόνια ξεπήδησε πλήθος παρόμοιων στρατοπέδων ως κορύφωση του πογκρόμ που εξαπολύθηκε εναντίον κυρίως των εβραίων, των Ρομά και των ομοφυλόφιλων.

Από το 1941 σαν μέρος της «Τελικής Λύσης» οι εθνικοσοσιαλιστές κατασκευάζουν σε κατεχόμενες χώρες στρατόπεδα εξόντωσης, όπως αυτά του Μπέλζεκ, του Σομπιμπόρ, της Τρεμπλίνκα και του Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Τρία εκατομμύρια περίπου εβραίοι δολοφονήθηκαν σε αυτά τα στρατόπεδα, κυρίως μετά την επιτάχυνση της «Τελικής Λύσης» με τη διάσκεψη της Βάνζεε στις 20 Γενάρη του 1942.

Πέρα, όμως, από την κυρίαρχη μυθολογία περί «εβραϊκής απάθειας», αναπτύχθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης πολλές στιγμές αγώνα ενάντια στη ναζιστική θηριωδία.  Από το πλήθος των εξεγέρσεων και αποδράσεων, θα δούμε εδώ ενδεικτικά και εν συντομία την εξέγερση στο ναζιστικό στρατόπεδο εξόντωσης στο Σόμπιμπορ της Πολωνίας, στις 14 Οκτωβρίου του 1943.

Ηγέτες της εξέγερσης ήταν ο σοβιετικός αιχμάλωτος Αλεξάντρ Πετσέρσκι  και ο πολωνοεβραίος Λεόν Φελντχέντλερ. Όλα ξεκίνησαν όταν ο υποδιοικητής Γιόχαν Νήμαν επισκέφθηκε το ραφείο για να δοκιμάσει τη νέα του στολή. Εκεί εκτελέστηκε με τσεκούρι από τον εβραίο ράφτη Γιεχούντα Λέρνερ. Ακολούθησε η εκτέλεση δέκα Γερμανών, οκτώ Ουκρανών και δύο μελών της Εθνοφουράς (Volksdeutsche), ενώ τραυματίστηκε σοβαρά ο υποδιοικητής Βέρνερ Ντουμπόις (WernerDubois). Το σχέδιο ήταν η ολοσχερής εξόντωση της φρουράς και η διαφυγή των κρατουμένων από την κεντρική πύλη. Μέλη της φρουράς του στρατοπέδου, όμως, αντιλήφθηκαν το σχέδιο απόδρασης. Στις συμπλοκές που ακολούθησαν  οι περισσότεροι εξεγερμένοι σκοτώθηκαν από πυρά της φρουράς και από τις νάρκες του περιβάλλοντος ναρκοπεδίου. 360 κρατούμενοι κατάφεραν τελικά να διαφύγουν από το στρατόπεδο, αλλά μετά από εξοντωτικό κυνηγητό από τα SS οι περισσότεροι συνελλήφθησαν ξανά και μόνο 50 κατάφεραν να απελευθερωθούν. Μετά την εξέγερση ο Χίμλερ διέταξε το κλείσιμο του στρατοπέδου, την κατεδάφιση των κτισμάτων του και την δενδροφύτευση της περιοχής, ώστε να καλύψει τα ίχνη της σφαγής.

Βεβαίως, δεν ήταν μονάχα οι ναζί που χρησιμοποίησαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και οι σύμμαχοι του αντιφασιστικού μπλοκ χρησιμοποίησαν την «καινοτόμο ιδέα», με διαφορετικές βέβαια επιδιώξεις και σε διαφορετικό πλαίσιο. Στις ΗΠΑ, με αφορμή την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, με διάταγμα του προέδρου Ρούσβελτ στις 19 Φλεβάρη του 1942, ιδρύθηκαν στρατόπεδα συγκέντρωσης που “φιλοξένησαν” στα επόμενα χρόνια 120.000 ιάπωνες πολίτες των ΗΠΑ, με μοναδικό κριτήριο την εθνική τους καταγωγή. Ταυτόχρονα στην ΕΣΣΔ ακόμα λειτουργούσαν τα γνωστά Γκούλαγκ («Γενική Διεύθυνση Αναμορφωτικών Στρατοπέδων Εργασίας»), που ίδρυσαν από το 1919 οι μπολσεβίκοι. Τα γκούλαγκ, πέρα από «χώρος αναμόρφωσης» πραγματικών ή μη εχθρών του επαναστατικού καθεστώτος, χρησιμοποιήθηκαν και ως μοχλός για την εκβιομηχάνιση και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της ΕΣΣΔ. Έτσι, οι κρατούμενοι χρησιμοποιήθηκαν σε σκληρές εργασίες, όπως εξόρυξη χρυσού, ασημιού, χαλκού, πετρελαίου, ξυλείας και άνθρακα.

Φυσικά και η Ελλάδα δεν έμεινε έξω από το χορό. Δεκάδες στρατόπεδα συγκέντρωσης δημιουργήθηκαν για να αντιμετωπίσουν τον εσωτερικό εχθρό. Το πιο θρυλικό από αυτά ήταν η Μακρόνησος, το «αναρρωτήριο ψυχών», η «συνέχιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού», η «εθνική κολυμβήθρα, η «νέα Εδέμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας», ο «Νέος Παρθενών», κατά τους «πεφωτισμένους» πολιτικούς της ελληνικής Δεξιάς Κωνσταντίνο Τσάτσο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Ο τελευταίος έλεγε: «στο ξερονήσι αυτό εβλάστησε η Ελλάς ωραιοτέρα από κάθε φορά. Η ιστορία θα γράψει πως η στροφή της παγκοσμίου καταστάσεως εδώ άρχισε, στη Μακρόνησο» και: «Το φαινόμενον της Μακρονήσου είναι μοναδικόν εις τον κόσμον ολόκληρον. Πρόκειται περί θαυμαστού συνδυασμού της παιδείας με τον στρατόν. Οι εμπνευσθέντες οργανώσαντες και διαχειριζόμενοι με τόσον επιτυχίαν το έξοχον αυτό έργον είναι άξιοι ΒΑΘΕΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ».

Η λειτουργία του στρατοπέδου συγκέντρωσης στη Μακρόνησο ξεκίνησε με εισήγηση του Γενικού Επιτελείου Στρατού προς το υπουργείο Στρατιωτικών στις 19 Φεβρουαρίου 1947. Ο σκοπός της λειτουργίας του στρατοπέδου περιγράφονταν στο αρχικό εισηγητικό σημείωμα που εκδόθηκε την πρωταπριλιά του 1946: «Αποφασίζεται ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα δια να υποστούν αποτοξίνωσιν. Όλες οι στρατιωτικές μονάδες δέον όπως εκκαθαρισθούν από αριστερίζοντες ή υπόπτους αριστερισμού». Μέχρι το 1958, οπότε κι έκλεισε το στρατόπεδο, χιλιάδες κομμουνιστές, αριστεροί, αλλά και απλοί δημοκρατικοί φαντάροι βασανίστηκαν σωματικά και ψυχολογικά ή εξοντώθηκαν βιολογικά, για τον ιερό σκοπό της «εθνικής αναβάπτισης». Το διήμερο 29 Φλεβάρη – 1 Μάρτη του 1948 συμπύκνωσε αυτήν την υπερδεκαετή βαρβαρότητα των νικητών του εμφύλιου ταξικού πολέμου, με το λυσσασμένο πογκρόμ και τη σφαγή 100 και πλέον φαντάρων. Η επίσημη εκδοχή, σύμφωνα με το στρατιωτικό ανακοινωθέν, ήταν: «Την 29ην Φεβρουαρίου άνδρες του Στρατοπέδου Μακρονήσου, εις το οποίο υπηρετούν οι επικίνδυνοι κομμουνισταί, κατά τη διάρκειαν της θρησκευτικής τελετής επετέθησαν κατά της φρουράς του Στρατοπέδου προς αφοπλισμόν της. Η τελευταία αμυνομένη έκαμε χρήσιν των όπλων και η τάξις απεκαταστάθη. Απώλειαι στασιαστών 17 νεκροί και 61 τραυματίαι. Εκ των ημετέρων τέσσερις τραυματίαι διά λιθοβολισμού. Οι τραυματίαι μεταφέρονται εις το Στρατιωτικόν Νοσοκομείον». Τότε, η δημοκρατική εφημερίδα Τα Νέα, έγραφαν: «Οι κομμουνισταί επροκάλεσαν ταραχάς εις την Μακρόνησον»…

Η επιστήμη και η τεχνική των σωματικών και ψυχοπνευματικών βασανιστηρίων, όμως, άγγιξε την τελειότητα σε ένα στρατόπεδο υπό την κατοχή του κέντρου της σύγχρονης παγκόσμιας δημοκρατίας. Στη ναυτική βάση των Η.Π.Α. στην Κούβα, το Γκουαντάναμο, σε έναν τόπο που παλιότερα προοριζόταν για στρατόπεδο συγκέντρωσης προσφύγων φορέων του AIDS, οι αμερικανοί με πρόσχημα την “αντι”τρομοκρατική σταυροφορία έχουν εγκαθιδρύσει ένα ειδικό καθεστώς για τους “εχθρικούς μαχητές”. Μέσω της στρατιωτικής διαταγής που εξέδωσε ο πρόεδρος Μπους στις 13 Νοεμβρίου του 2001, οι κρατούμενοι δεν καλύπτονται από τη συνθήκη της Γενεύης και το πολεμικό Δίκαιο, γι αυτό και δικάζονται (όταν δικάζονται) από στρατιωτικές επιτροπές, ενώ παραμένουν για αόριστο χρόνο φυλακισμένοι. Μια αόριστη κράτηση που ξεφεύγει από τα όρια της χρονικής απροσδιοριστίας και επεκτείνεται και στην έλλειψη στοιχειώδους κατηγορητηρίου, απογυμνώνοντας το άτομο από κάθε νομική υπόσταση, «δημιουργώντας μια οντότητα που δεν μπορεί ούτε να κατονομαστεί ούτε να κατηγοριοποιηθεί νομικά» (Αγκάμπεν). Όπως αποκαλύπτει ο  επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βόρειου Ιλινόις MarkFalkoff, εν τέλλει: «μόνο το οκτώ τοις εκατό των κρατουμένων κατηγορείται ότι ήταν πολεμιστές της Αλ Κάιντα, μόνο το πέντε τοις εκατό συνελήφθη από δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών στα πεδία μάχης στο Αφγανιστάν, και συνολικά λιγότεροι από τους μισούς κατηγορήθηκαν για ενέργειες εχθρικές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες».

Στο Γκουαντάναμο, γράφει ο Αγκάμπεν, η γυμνή ζωή αγγίζει τη μέγιστη απροσδιοριστία της. Οι κρατούμενοι έχουν εκπέσει πλέον από την ανθρώπινη κατάσταση, βρίσκονται στο μεταίχμιο ανθρώπου και ζώου: «Μετά από λίγο σταματήσαμε να διεκδικούμε ανθρώπινα δικαιώματα- θέλαμε τα δικαιώματα των ζώων. Το κλουβί μου βρισκόταν δίπλα σε ένα σκυλόσπιτο, όπου ζούσε ένα λυκόσκυλο. Ο σκύλος είχε ένα κλιματιζόμενο ξύλινο σπιτάκι, με γρασίδι για να τρέχει. Είπα στους φρουρούς: “Θέλω τα δικαιώματα που έχει ο σκύλος”. Μου απάντησαν: “Ο σκύλος είναι μέλος του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών”» (JamalAl-Harish, πρώην κρατούμενος στο Γκουαντάναμο). Οι βασανιστές έχουν απεριοριστη φαντασία, ανακαλύπτουν μια ευρεία γκάμα βασανιστηρίων, από την κλασική σωματική βία, μέχρι το υποχρεωτικό άκουσμα μέταλ μουσικής ή του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ. Ούτε μπροστά στον ίδιο το θάνατο δεν είναι ελεύθερος ο κρατούμενος, η διαρκής πανοπτική επιτήρηση του απαγορεύει να πάρει οποιαδήποτε πρωτοβουλία που θα φέρει δυσφορία στην κυβέρνηση, είναι υποχρεωμένος να πεθάνει μόνο όταν το αποφασίσουν οι δυνάστες του: «Είχαμε πετσέτες για παράδειγμα. Υπήρχε ένα παράθυρο, όπου κάποιοι αποπειράθηκαν να κρεμαστούν. Ή έβρισκαν κάτι μυτερό και προσπαθούσαν να κόψουν τις φλέβες τους. Έγιναν πολλές απόπειρες, αλλά οι φύλακες ήταν άγρυπνοι όλη την ώρα για να μη γίνει τίποτα τέτοιο. Άμα κανείς έκανε τίποτα, κατάφταναν αμέσως. Κάθε μέρα είχαμε κι από κάτι, αλλά κανείς δεν πέθανε» (Αμπντουσαλάμ Νταγέφ, για ένα διάστημα εκπρόσωπος των κρατουμένων στο Γκουαντάναμο).

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειώσουμε ότιη παράθεση των γεγονότων που γίνεται μέσα στο ημερολόγιο είναι σαφώς περιορισμένη και δειγματοληπτική. Όμως η ουσία παραμένει ίδια και συμπυκνώνεται στην προειδοποίηση του Πρίμο Λέβι: συνέβη, επομένως μπορεί να ξανασυμβεί. Και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των μεταναστών η βαρβαρότητα επαναλαμβάνεται…

2

Τα λεγόμενα «κέντρα κράτησης» (ή για τους πιο εθισμένους στην οργουελιανή νεογλώσσα «κέντρα φιλοξενίας»), υπάρχουν διάσπαρτα εδώ και κάποιες δεκαετίες σε μεταβατικές χώρες και χώρες-προορισμούς των ανθρώπων που προσπαθούν να αποφύγουν πολεμικές συγκρούσεις ή αναζητούν δουλειά και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για τους ίδιους και για τις οικογένειές τους. Η ύπαρξή τους είναι η υλική αποτύπωση της μαθηματικά υπολογισμένης διαχείρισης της εργατικής δύναμης. Είναι ακόμη ένα εργαλείο που, μαζί με την παρανομοποίηση της ύπαρξης, τις εκτελέσεις στα σύνορα, τους φράχτες, τις βυθίσεις σκαφών, τα βασανιστήρια στα τμήματα, συμβάλλουν στη ρύθμιση των μεταναστευτικών ροών, σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες του κεφαλαίου.

Η τεχνητή παρανομοποίηση των μεταναστών, ως κυρίαρχη στρατηγική του κεφαλαίου για τη ρύθμιση του μεταναστευτικού ζητήματος, έχει έναν σαφή στόχο: την υποτίμηση της αξίας της εργασιακής δύναμης ενός μεγάλου κομματιού της εργατικής τάξης (αλλά εμμέσως και της εργ. τάξης συνολικά), ώστε ένα τεράστιο μερίδιο της παραγωγικής διαδικασίας να διεξάγεται σε συνθήκες σύγχρονου εργασιακού κάτεργου. Η παρανομοποίηση στοχεύει ευθέως στην παραγωγή μιας ακραία υποτιμημένης κοινωνικής τάξης, ενός «περιθωρίου» που θα αποτελεί φθηνό εργατικό δυναμικό για το νόμιμο ή παράνομο κεφάλαιο (και όλες τις ενδεχόμενες μείξεις αυτών των δυο μορφών καπιταλιστικής συσσώρευσης). Επιπλέον, γύρω από την παρανομοποίηση περιστρέφεται μια δυναμικά αναπτυσσόμενη αγορά αλληλοεπικαλυπτόμενης λευκής ή μαύρης συσσώρευσης κεφαλαίου, που ξεκινά από το τράφικινγκ, το δουλεμπόριο,την εξαναγκαστική πορνεία, τη στελέχωση της μαφίας κλπ και καταλήγει στις καθ’ όλα νόμιμες δραστηριότητες ενός ευρύτατου πεδίου συνενοχής και δικτύου συνεργασίας, που αφορούν κυρίως νόμιμες εργασίες που εξαρτιούνται μερικά ή καθ’ ολοκληρίαν από τις παράνομες δραστηριότητες.

Με ή χωρίς κρίση, το κεφάλαιο (νόμιμο ή παράνομο) έχει ανάγκη την εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης(νόμιμης ή παράνομης) τόσο των μεταναστών όσο και των ντόπιων. Αυτό που αλλάζει και διαμορφώνει τις εκάστοτε συνθήκες νομιμότητας/παρανομίας είναι οι όροι κερδοφορίας του κεφαλαίου. Η γνωμοδότηση του νομικού συμβουλίου του ελληνικού κράτους το Φλεβάρη του 2014, σχετικά με την επ’ αόριστον κράτηση των μεταναστών μέσα στα στρατόπεδα, ακολουθεί σαφώς το παραπάνω στρατηγικό σχεδιασμό, καθώς ουσιαστικά ποινικοποιεί τη φτώχεια χαρακτηρίζοντας τους μετανάστες ως «επικίνδυνους για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια… γιατί στερούνται πόρων για τη διαβίωσή τους».

Ο μετανάστης, ως σύγχρονος δούλος στο εργασιακό κάτεργο της δύσης, δεν είναι πια πράγμα (res), αλλά Ιερός Άνθρωπος (homosacer): το απόλυτο υποκείμενο στο οποίο η κρατική ή παρακρατική βία ασκείται με ατιμωρησία. Μπορεί να βρεθεί νεκρός σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, σε ένα βυθισμένο σαπιοκάραβο, στα χερσαία σύνορα, σε ένα σκοτεινό δρόμο της μητρόπολης χτυπημένος από σφαίρα μπάτσου ή μαχαίρι φασίστα. Μέσα στον διαρκή ταξικό πόλεμο χαμηλής έντασης, ο μετανάστης μετατρέπεται σε κατά παραχώρηση ύπαρξη.

Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μπροστά στη σύγχρονη βαρβαρότητα, οι μετανάστες ως υπάρξεις απογυμνωμένες που ζουν έξω από την επικράτεια του νόμου και των ίδιων των ιερών φετίχ του δυτικού πολιτισμού, βιώνουν την πλήρη από-προσωποίησή τους, την αποκόλληση από τον κόσμο και το σώμα τους. Όπως το συμπύκνωσε ένας έγκλειστος στο κέντρο κράτησης στη Γουμέρα της Αυστραλίας: «Έφτασα στην Αυστραλία και ήμουν ευτυχισμένος. Μετά βρέθηκα φυλακισμένος σε ένα στρατόπεδο. Ξέχασα το όνομά μου, τον εαυτό μου, με φώναζαν νούμερο 813…».

Η βία αυτή, όμως, δε μένει αναπάντητη. Από τη Woomera μέχρι τη Λαμπεντούζα και από την Αμυγδαλέζα μέχρι την Κομοτηνή οι μετανάστες και οι πρόσφυγες αναπτύσσουν αντιστάσεις και ορθώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μπροστά στη σύγχρονη βαρβαρότητα. Οι απεργίες πείνας, οι συνεχείς εξεγέρσεις που σχεδόν πάντα συνοδεύονται από καταστροφές υποδομών ή ολόκληρων στρατοπέδων συγκέντρωσης, δεν είναι απλά πυροτεχνήματα που χάνονται στην κανονικότητα μιας κοινωνικής ειρήνης. Η συχνότητά και η σφοδρότητα με την οποία συμβαίνουν αφενός διαψεύδουν ηχηρά την εικόνα του «καημένου μετανάστη» και αφετέρου δημιουργούν προυποθέσεις σύνδεσης της καταστροφής των στρατοπέδων συγκέντρωσης με το συνολικότερο αγώνα για την καταστροφή του κράτους και του κεφαλαίου.

αναδημοσίευση από Ασσύμετρη Απειλή

2 Μάρτη 1990: 25 Μάρτηδες μετά, Κατάληψη για Πάντα Villa Amalias.

11008418_10206273471418169_8094433181350221033_n

Δεν μας τρομάζει η ιδέα να παραλάβουμε μια χώρα γεμάτη ερείπια. Πάντοτε σε τρώγλες ζούσαμε άλλωστε, θα αντέξουμε για λίγο καιρό ακόμη. Μην ξεχνάτε όμως, ότι οι εργάτες ξέρουμε και να χτίζουμε. Εμείς φτιάξαμε όλα τα παλάτια και τα μέγαρα, εδώ, στην Αμερική και παντού, και θα τα ξαναφτιάξουμε ακόμα πιο όμορφα. Γιατί εμείς θα κληρονομήσουμε τη Γη, μην έχετε καμία αμφιβολία για αυτό.Η αστική τάξη ας γκρεμίσει λοιπόν τον κόσμο της, πριν αποχώρήσει από το προσκήνιο της ιστορίας.Εμείς κουβαλάμε έναν καινούριο κόσμο, εδώ, στις καρδιές μας. Κι ο κόσμος αυτός μεγαλώνει κάθε στιγμή. Μεγαλώνει και τούτη τη στιγμή ακόμα που σας μιλάω.

Μπουέναβεντούρα Ντουρρούτι

16 Ιανουαρίου 1991: Η «Καταιγίδα της Ερήμου» διαψεύδει το «τέλος της Ιστορίας»

bagdati

του Γιώργου Αλεξάτου

Ένας χρόνος και δυο μήνες είχαν συμπληρωθεί από τη νύχτα που έπεφτε το «Τείχος του Βερολίνου». Η πτώση του χαιρετίστηκε παγκοσμίως ως συμβολική λήξη του Ψυχρού Πολέμου, που ήδη είχε συντελεστεί με την πολιτική προσέγγισης των ΗΠΑ που ακολουθούσε ο ηγέτης της ΕΣΣΔ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Σχεδόν από παντού έφταναν μηνύματα ενθουσιασμού: η ανθρωπότητα έμπαινε σε μια περίοδο αδιατάρακτης ειρήνης, εγγυητές της οποίας ήταν οι δυτικές δυνάμεις και κυρίως οι ΗΠΑ, που έβγαιναν νικητές από την αναμέτρηση με τον κομμουνισμό.

Ενθουσιασμένοι ήταν και πολλοί -οι περισσότεροι, ίσως- αριστεροί. Το τέλος της Ιστορίας, για το οποίο τόσος θόρυβος γινόταν, θα σηματοδοτούσε το πέρασμα σε μια νέα πραγματικότητα, που δεν θα θύμιζε τίποτα από το παρελθόν των συγκρούσεων, των πολέμων και των τραγικών αποτελεσμάτων τους.

Μόνο που στις 16 Ιανουαρίου όλα αυτά αποδείχτηκαν ανόητες προσδοκίες. Η επίθεση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους κατά του Ιράκ, το οποίο είχε καταλάβει το εμιράτο του Κουβέιτ τον προηγούμενο Αύγουστο, έβαλε πολύ γρήγορα τέλος στον βιαστικό ενθουσιασμό.

Σύμμαχος των ΗΠΑ, που τον ενίσχυαν πλουσιοπάροχα στον πόλεμο κατά του Ιράν κατά τη δεκαετία του 1980, ο δικτάτορας του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν θεώρησε πως θα μπορούσε να αυτονομηθεί, ενσωματώνοντας το πετρελαιοπαραγωγικό Κουβέιτ, ο εμίρης του οποίου ήταν επίσης αφοσιωμένος σύμμαχος της Δύσης. Η απάντηση ήρθε με την «Καταιγίδα της Ερήμου», μια πολεμική επιχείρηση τεραστίων διαστάσεων, της οποίας ηγούνταν οι ΗΠΑ, με τη συμβολή πολλών άλλων δυτικών χωρών, μεταξύ των οποίων και της Ελλάδας. Εκτός από τη χρησιμοποίηση της αμερικανικής βάσης της Σούδας, διατέθηκε και μια φρεγάτα που έσπευσε στον Περσικό, για να συμβάλλει κι αυτή στην επανενθρόνιση του εμίρη Τζαμπίρ αλ Αμπντάλα αλ Τζαμπίρ αλ Σαμπάχ.

Στην «Καταιγίδα της Ερήμου» συμμετείχαν περίπου 1.000.000 στρατιώτες, 1.820 αεροσκάφη, 3.318 τανκς, 8 αεροπλανοφόρα και μεγάλος αριθμός πολεμικών πλοίων, κύριο έργο των οποίων ήταν ο βομβαρδισμός κατοικημένων περιοχών, με τραγικό απολογισμό:

Ενώ υπήρξαν 358 νεκροί και 776 τραυματίες επιτιθέμενοι, οι Ιρακινοί είχαν 25.000 νεκρούς στα πεδία των μαχών και 100.000 νεκρούς μεταξύ των αμάχων. Άμαχοι ήταν και οι περισσότεροι από τους 75.000 τραυματίες. Επιπλέον, 400.000 άνθρωποι εκδιώχθηκαν από το Κουβέιτ ως συνεργάτες των Ιρακινών, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Παλαιστίνιοι.
Το τέλος της Ιστορίας φάνηκε πως δεν είχε έρθει. Ήταν παρών ο ιμπεριαλισμός και ο πόλεμος, με όλες τις τραγικές τους συνέπειες. Και οι ενθουσιασμοί έδωσαν τη θέση τους είτε σε περισυλλογή είτε σε αποδοχή της σκληρής αυτής πραγματικότητας. Αφού τα πράγματα, ούτως ή άλλως, παραμένουν ίδια, ας τα αποδεχτούμε κι ας κοιτάξουμε να βολευτούμε στις υπάρχουσες καταστάσεις… Ήταν και ο καιρός που «έβγαλε βρώμα η Ιστορία ότι ξοφλήσαμε»… Και βολεύτηκε πολύς κόσμος και μεγάλο τμήμα της Αριστεράς με την αποδοχή αυτή.
αναδημοσίευση από Εκδοχή

16 Δεκέμβρη 1974: φεύγει από τη ζωή ο κομμουνιστής ποιητής Κώστας Βάρναλης

16 Δεκέμβρη 1974: Φεύγει από τη ζωή, σε ηλικία 90 χρονών, ο κομμουνιστής ποιητής Κώστας Βάρναλης. Στη νεκρώσιμη ακολουθία-διαδήλωση, στο πρώτο νεκροταφείο της Αθήνας, χιλιάδες λαού θα τον συνοδεύσει με το σύνθημα “ποιητή της εργατιάς, είσαι νικητής για εμάς…”.

Ἡ μπαλάντα τοῦ κυρ-Μέντιου

Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια
καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!
Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ
τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!

Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,
οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ
καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.

Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στὴν παίδεια
μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,
φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!

Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,
ἀνηφόρι, κατηφόρι,
καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,
ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.

Εἴκοσι χρονῶ γομάρι
σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι
κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ
τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.

Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι
(ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)
ὄργωνα στὰ ρέματα
τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.

Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»
κουβαλοῦσα πολυβόλα
νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ
γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.

Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη
ἐκουβάλησα τὴ νύφη
καὶ τὴν προῖκα της βουνό,
τὴν τιμή της οὐρανό!

Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα
μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα
στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ
νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.

Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του
μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του
καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:
«Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!

Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει
ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.
Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,
νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!

-Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!
-Ἀντραλίζομαι!… Πεινῶ!…
-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»

Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα
παρασφίξουνε τὰ γέρα,
θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,
τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!

Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ
θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι
κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ
(ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή),

Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ
στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,
τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του
νὰ φιλάει τὰ γένια του!

Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα
κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,
μὲ πετάξανε μακριὰ
νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.

Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω
στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:
«Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν
καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!

Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη
ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,
σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ
τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!

Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε
ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!…»
Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ
πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.

Τότενες τὸ μαῦρο φίδι
τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι
πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ
βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:

«Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια
κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ
κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.

Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-
τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.

Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!
Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.

Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς.

Δεκέμβρης ’44. Συνέχιση της Εθνικής Αντίστασης ή Κοινωνική Επανάσταση;

dekembris44

Με αφορμή τη συμπλήρωση 70 χρόνων από την έναρξη των Δεκεμβριανών του 1944, αναδημοσιεύουμε από την ιστοσελίδα Εκδοχή ένα άρθρο του κομμουνιστή Γιώργου Αλεξάτου, στο οποίο σκιαγραφούνται ψύχραιμα και περιεκτικά οι αφορμές και οι αιτίες, οι τακτικές και οι στρατηγικές, τα όρια και το μεγαλείο που συμπυκνώθηκαν στη Μάχη της Αθήνας, στη μάχη ενάντια στην αστική Εξουσία, για την κοινωνική Επανάσταση.

***

του Γιώργου Αλεξάτου*

Τον Δεκέμβριο του 1974 σε πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» δημοσιευόταν μια καταγγελία κατά της «ύποπτης» Κομμουνιστικής Οργάνωσης «Μαχητής», εξαιτίας της αναγραφής σε τοίχους της Αθήνας του «προβοκατόρικου συνθήματος» «Ζήτω ο Κόκκινος Δεκέμβρης».
Τριάντα χρόνια μετά από τη μεγάλη Μάχη της Αθήνας, το ΚΚΕ εξακολουθούσε να επιμένει στην εκτίμηση ότι ο Δεκέμβρης του ’44 αποτέλεσε συνέχεια του αγώνα για Εθνική Απελευθέρωση, που αυτή τη φορά -μετά την εκδίωξη των γερμανών κατακτητών- διεξαγόταν ενάντια στη βρετανική στρατιωτική επέμβαση. Κατά συνέπεια, το σύνθημα «Ζήτω ο Κόκκινος Δεκέμβρης» θεωρούνταν αυτονόητα ύποπτο και προβοκατόρικο, καθώς για «κόκκινο Δεκέμβρη» έκανε σταθερά και επί δεκαετίες λόγο η αντικομμουνιστική προπαγάνδα, ισχυριζόμενη ότι τα Δεκεμβριανά του ’44 δεν ήταν παρά μια απόπειρα των κομμουνιστών να καταλάβουν βίαια την εξουσία.

Έκτοτε πολλά έχουν γραφτεί, πολλές αντικρουόμενες απόψεις έχουν εκφραστεί και το ζήτημα του χαρακτήρα της δεκεμβριανής ένοπλης αντιπαράθεσης εξακολουθεί να τίθεται προς συζήτηση, με αποκλίνουσες ή και διαμετρικά αντίθετες εκτιμήσεις όχι μόνο μεταξύ αριστερών και αστών ιστορικών, αλλά και μεταξύ των ίδιων των αριστερών ερευνητών της ιστορίας εκείνης της Μεγάλης Δεκαετίας του 1940. Αυτοί οι τελευταίοι διχάζονται, σε γενικές γραμμές, πάνω σε δύο καίριας σημασίας ζητήματα: στην εκτίμηση του χαρακτήρα της δεκεμβριανής σύγκρουσης και στο κατά πόσο η ήττα κατά τη σύγκρουση αυτή ήταν αναπόφευκτη.

Μπορούμε να πούμε ότι οι διαφορετικές απόψεις και εκτιμήσεις αφορούν κυρίως στο αν ο Δεκέμβρης αποτέλεσε πράγματι συνέχιση της εαμικής Εθνικής Αντίστασης με στόχο την κατάκτηση και διασφάλιση της εθνικής ανεξαρτησίας ή αν επρόκειτο για ταξική αναμέτρηση, που προσέλαβε χαρακτηριστικά κοινωνικής επανάστασης. Είναι προφανές πως η συζήτηση αυτή οδηγεί αναπόφευκτα σε μια ευρύτερη αναζήτηση ως προς τον χαρακτήρα του ίδιου του εαμικού κινήματος, θέτοντας το καίριο ζήτημα της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ του αγώνα για εθνική απελευθέρωση και της προοπτικής κοινωνικού μετασχηματισμού.

Είναι γεγονός ότι η ιστορική πρωτοβουλία που ανέλαβε το ΚΚΕ το 1941 για τη συγκρότηση κινήματος Εθνικής Αντίστασης με στόχο την εθνική απελευθέρωση, του έδωσε τη δυνατότητα να ηγηθεί ενός ευρύτατου συνασπισμού λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων που εκφράστηκαν μέσα από το ΕΑΜ. Μια σειρά λόγοι επέτρεψαν στο εαμικό κίνημα να αναπτυχθεί ραγδαία, καθιστώντας την ελληνική Εθνική Αντίσταση μοναδική σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη.

Δεν ήταν μόνο η ανάπτυξη ενός ένοπλου αντιστασιακού κινήματος, που μαζί με το γιουγκοσλάβικο ήταν το ισχυρότερο και πιο μαζικό συγκρινόμενο με τα αντίστοιχα κινήματα άλλων κατεχόμενων χωρών. Η διαφορά του και από το κίνημα Εθνικής Αντίστασης της γειτονικής χώρας έγκειται στο ότι στην Ελλάδα η ένοπλη αντιστασιακή δράση συνοδευόταν και από την ανάπτυξη μαζικών κινημάτων τεραστίων διαστάσεων, μέσω των οποίων ευρύτατες λαϊκές μάζες εισέρχονταν δυναμικά στο προσκήνιο, διαμορφώνοντας όρους για μια άλλη προοπτική κατά τη μεταπελευθερωτική περίοδο, έτσι όπως εκφραζόταν με την προβολή του αιτήματος της «Λαοκρατίας».

Με το σύνολο, σχεδόν, των αστικών πολιτικών δυνάμεων να συνιστούν στάση αναμονής, αντιτιθέμενες στην ανάπτυξη μαζικού λαϊκού αντιστασιακού κινήματος -ακόμα και όταν δεν συνεργάζονταν αμέσως ή εμμέσως με τους κατακτητές- η ιστορική πρωτοβουλία του ΚΚΕ απελευθέρωσε μια δυναμική που όμοιά της δεν εμφανίστηκε σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα.

Στην Ελλάδα δεν υπήρξε Ντε Γκωλ ούτε εκείνες οι αστικές αντιφασιστικές δυνάμεις που θα μπορούσαν ισότιμα με τους κομμουνιστές να συμβάλουν στον αντικατοχικό-αντιφασιστικό αγώνα, όπως συνέβη, π.χ., στην Ιταλία. Κατά συνέπεια, η λαϊκή διάθεση για τη διεξαγωγή εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα εκφράστηκε κατά κύριο λόγο από το ΕΑΜ, έτσι ώστε ήδη από το 1943 να τίθεται ζήτημα μεταπελευθερωτικής εξουσίας, ανεξαρτήτως των προθέσεων της ηγεσίας του κινήματος. Το ζήτημα τέθηκε πριν ακόμα ολοκληρωθεί ο αγώνας για την εθνική απελευθέρωση, κάτι που ενώ ήταν σαφές για τους αστούς πολιτικούς και τους Βρετανούς -που είχαν πολλούς λόγους να ενδιαφέρονται για τη μελλοντική τύχη του αστικού καθεστώτος στην Ελλάδα, άρα και τη διατήρηση των παραδοσιακών ελληνοβρετανικών σχέσεων- δεν μπόρεσε να γίνει αντιληπτό από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ.

Εγκλωβισμένο στη λογική που υπαγόρευε η στρατηγική των σταδίων, το ΚΚΕ αδυνατούσε να αντιληφθεί την πραγματικότητα που διαμόρφωσε η δυναμική της ίδιας του της ιστορικής πρωτοβουλίας. Επιμένοντας στη στρατηγική αυτή, εξακολουθούσε να βλέπει την εθνική απελευθέρωση σαν ένα πρώτο στάδιο που θα επέτρεπε τη δημοκρατική επίλυση του πολιτικού ζητήματος της χώρας, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τη διεκδίκηση της Λαϊκής Δημοκρατίας (της «Λαοκρατίας»), που με τη σειρά της θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για το πέρασμα, σε ένα τελικό στάδιο, στον σοσιαλιστικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Κατά συνέπεια, αδυνατώντας να συνδέσει άμεσα τον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση με την προοπτική της λαϊκής εξουσίας, και ενώ ήδη ο αστισμός και οι βρετανοί προστάτες του συγκροτούσαν τον αντιεαμικό συνασπισμό, συνεργαζόμενοι ακόμα και με δυνάμεις που είχαν τεθεί στην υπηρεσία των κατακτητών, η Αριστερά πολιτευόταν με την αυταπάτη της αποφυγής μιας αντιπαράθεσης που δεν εντασσόταν στους άμεσους σχεδιασμούς της. Ακόμα και όταν στα 1943-44 διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα συνθήκες εμφύλιας σύγκρουσης.

Η επιμονή σ” αυτή τη στρατηγική και η αδυναμία κατανόησης μιας δυναμικής που θα υπαγόρευε την αντικατάστασή της από μια στρατηγική ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας, σε συνδυασμό με τη βαθιά διεθνιστική προσήλωση στον αντιφασιστικό αγώνα που διεξήγαγε η ΕΣΣΔ σε συμμαχία με τις δυτικές δυνάμεις -και με τη Μεγάλη Βρετανία- ήταν που οδήγησαν στους συμβιβασμούς του Λιβάνου και της Καζέρτας, και στην -από μια πρώτη ματιά, αδιανόητη- απόρριψη της δυνατότητας κατάληψης της εξουσίας τον Οκτώβριο 1944, όταν οι Γερμανοί έφευγαν από την Ελλάδα και σχεδόν παντού κυριαρχούσαν οι δυνάμεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.

Μέσα από μια τέτοια οπτική θα πρέπει να δούμε και τον Δεκέμβρη. Μια ένοπλη αντιπαράθεση με την οποία το ΚΚΕ δεν επιδίωκε, σε καμιά περίπτωση, την κατάληψη της εξουσίας, όπως ισχυρίζονται οι αντικομμουνιστές πλαστογράφοι της Ιστορίας, αλλά και διάφοροι ανανήψαντες ευφυολογούντες. Ακόμη κι αν υποθέσουμε πως ένας τέτοιος προσανατολισμός υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού της ηγεσίας του κόμματος, κανένα από τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν επιβεβαιώνει μια τέτοια στόχευση.

Δεν πρόκειται μόνο για τους στρατιωτικούς χειρισμούς που, όντως, δεν έδειχναν καμιά τέτοια πρόθεση. Από την απροθυμία σύγκρουσης με τα βρετανικά στρατεύματα μέσα στην ίδια την Αθήνα κατά τις πρώτες και πλέον κρίσιμες μέρες της αντιπαράθεσης, μέχρι την ομαλή συνύπαρξη Βρετανών και ΕΛΑΣ στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, τη διεξαγωγή του αγώνα με ένα ελάχιστο τμήμα των διαθέσιμων ένοπλων δυνάμεων του κινήματος κ.λπ.

Πρόκειται για μια συστηματική προσπάθεια συνδιαλλαγής και συμβιβασμού, με την εξασφάλιση, φυσικά, κάποιων αξιοπρεπών όρων. Όταν ένα επαναστατικό κόμμα επιχειρεί την κατάληψη της εξουσίας δεν καταθέτει προτάσεις ομαλής διεξόδου, κρατώντας, μάλιστα, τον κύριο όγκο της ένοπλης δύναμής του εκτός μάχης.

Στην πραγματικότητα, ο Δεκέμβρης δεν ήταν ούτε συνέχιση της Εθνικής Αντίστασης ούτε και κοινωνική επανάσταση. Εμπεριέχοντας το στοιχείο του αγώνα για μια ανεξάρτητη και ακηδεμόνευτη πολιτική εθνικής ανεξαρτησίας, ουσιαστικά αποσκοπούσε στην επίτευξη του δεύτερου σταδίου της στρατηγικής του ΚΚΕ: στην εξασφάλιση όρων για τη δημοκρατική πορεία της χώρας που θα έδινε τη δυνατότητα, σε ένα επόμενο στάδιο, για την ομαλή δημοκρατική άνοδο στην εξουσία των δυνάμεων της «Λαοκρατίας».

Εντούτοις, ο Δεκέμβρης ήταν Κόκκινος. Ανεξαρτήτως των προθέσεων και των πολιτικών στοχεύσεων του ΚΚΕ, εξέφρασε τη δυναμική της κινητοποίησης του ίδιου του εργαζόμενου λαού της Αθήνας και του Πειραιά, πρώτα απ” όλα της εργατικής τάξης, για μια άλλη προοπτική. Όπως και κατά τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής, έτσι και στα Δεκεμβριανά, ήταν ο αστισμός και οι Βρετανοί, από τη μία πλευρά, και οι εαμικές λαϊκές δυνάμεις, από την άλλη, που είχαν αντιληφθεί τα κοινωνικά-ταξικά διακυβεύματα της αντιπαράθεσης. Όχι όμως και η ηγεσία αυτών των λαϊκών δυνάμεων…

*Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην ιστοσελίδα «Βαθύ Κόκκινο» τις 3 Δεκεμβρίου 2013.

Κόκκινες Καρδιές.

[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=_n2_PpG3gXU[/youtube]

“Αδέλφια, γεννηθήκαμε μέσα στη βαθιά νύχτα και μέσα σ’ αυτή θα πεθάνουμε. Όμως, η ειρήνη και το φως θα ανήκουν στον κόσμο. Σ’ όλους αυτούς που ακόμα κλαίνε μέσα στη νύχτα, σ’ αυτούς με το απαρνημένο μέλλον. Για τον πόνο της αδικίας, για όλους το φως, για όλους όλα…”

Μια μπαλάντα για όλους τους προλετάριους και τις προλετάριες, για όλους τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες, για όλους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που έπεσαν μαχόμενοι και μαχόμενες στα μακρόχρονα και ανηφορικά μονοπάτια της Αντίστασης και του Αγώνα.

Σ’ αυτούς τους δρόμους κανένας Νοέμβρης δεν θα ξεχαστεί…

Σαν σήμερα το 1980 δολοφονήθηκαν από μπάτσους των ΜΑΤ η 20αχρονη εργάτρια Σταματία Κανελλοπούλου και ο 26χρονος Κύπριος φοιτητής της Νομικής Ιάκωβος Κουμής.

Οι μπάτσοι δολοφόνοι δεν βρέθηκαν και δεν τιμωρήθηκαν ποτέ.

Η ΕΔΕ που διατάχτηκε, όπως συμβαίνει συνήθως σ’ αυτές τι περιπτώσεις δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.

Την ίδια μέρα είχαμε δυο τουλάχιστον τραυματισμούς από αστυνομικά περίστροφα ενώ η αστυνομική βία είχε αποτέλεσμα πολλά εκατοντάδες σπασμένα κεφάλια διαδηλωτών, συλλήψεις κ.λ.π.

Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι η κυβέρνηση τότε είχε απαγορεύσει την πορεία του Πολυτεχνείου πέρα από την πλατεία Συντάγματος.

Η απόφαση της κυβέρνησης είχε γίνει δεκτή από την πλειοψηφία της ΕΦΕΕ (ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ) ενώ η μειοψηφία της ΕΦΕΕ (ΠΠΣΠ, ΑΑΣΠΕ, ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος-Β’ Πανελλαδική) έκανε κάλεσμα για πορεία μέχρι την αμερικάνικη πρεσβεία.

Την πορεία προς την αμερικάνικη πρεσβεία ενάντια στην απαγόρευση οργάνωσαν η μειοψηφία της ΕΦΕΕ (για πρώτη φορά μειοψηφία συνδικαλιστικού οργάνου παίρνει πολιτική πρωτοβουλία) μαζί με τις εξής πέντε οργανώσεις της Επαναστατικής Αριστεράς: ΚΚΕ (μ-λ), ΕΚΟΝ Ρ.Φ. (Β’ Πανελλαδική), Κ.Ο. ΜΑΧΗΤΗΣ, ΟΣΕ, ΟΚΔΕ.

Ανταποκρίθηκαν χιλιάδες άτομα και τότε η νύχτα της 16 Νοέμβρη του 1980 μετατράπηκε σε νύχτα του «Αγίου Βαρθολομαίου». Αφιονισμένοι ΜΑΤατζήδες ξεχύθηκαν χτυπώντας, σε μια τεράστια ακτίνα γύρω από το κέντρο των Αθηνών οτιδήποτε έμψυχο έβρισκαν μπροστά τους.

Και το φινάλε από τις στήλες του «Ιου» της «Ελευθεροτυπίας»:

«Στις 22.11.1980, στη Βουλή, διεξήχθη πολύωρη συζήτηση για τις οδομαχίες, την ευθύνη και το μέλλον της Δημοκρατίας. Ο Ζίγδης πάλι ήξερε με ποιους είναι. Στην κινδυνολογία περί “εκτροπής από ύποπτα στοιχεία” που υποστήριζαν οι περισσότεροι συνάδελφοί του, ο Ζίγδης αντέτασσε τα πραγματικά περιστατικά και δεν είχε καμιά πρόθεση να συγκαλύψει τα όργανα του κράτους για το καλό της χώρας.

“Και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ σπάθην κρατεί στα χέρια του για να αμυνθεί εναντίον των δαιμόνων. Δεν κρατεί άνθη”, έλεγε ο Γ. Ράλλης, δικαιολογώντας το έργο των ΜΑΤ.

Ο Ζίγδης δεν συγκινήθηκε: “Η βασική αιτία του κακού είναι ότι η κυβέρνηση διατηρεί ένα Σώμα που αποτελεί ντροπή, τα ΜΑΤ. Δεν είναι αστυνομία αυτό, αυτό είναι Σώμα ΕΣ-ΕΣ, είναι χειρότερο από την ΕΣΑ, τα μέλη του είναι κακούργοι, όχι ότι οι άνθρωποι γεννήθηκαν κακούργοι, αλλά εκπαιδεύονται για να γίνουν κακούργοι. Τους είδα στη Ρόδο, όπου επιτέθηκαν εναντίον ενός λαού που έκανε μια ειρηνική παρέλαση. Επιτέθηκαν με τέτοια λύσσα, που δεν έχω δεί ούτε στους Ιταλούς φασίστες, όταν ήμουν παιδί στη Ρόδο (…) Ας έχουμε μια ειδική συνεδρίαση για το αν μπορεί μια Δημοκρατία να διατηρεί κρατικά όργανα , τύπου ΜΑΤ. Αυτά είναι μόνο για τους ‘Χίτλερ’, μόνο για τους ‘Μουσολίνι’. Είναι αδιανόητο να υπάρχουν σε μια δημοκρατική Πολιτεία”.

(σ.σ σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα από τότε που “ζωγράφιζε” τον ρόλο των ΜΑΤ ο Ζίγδης).

Στην ίδια συζήτηση, οι πιο προσγειωμένοι ηγέτες της αντιπολίτευσης, Παπανδρέου και Φλωράκης, αρκέστηκαν σε υποδείξεις περί του χώρου και του χρόνου κατά τον οποίο οι αστυνομικές δυνάμεις θα έπρεπε να ανοίξουν τα κεφάλια των διαδηλωτών.

“Θα ήταν σε θέση, πραγματικά, η Αστυνομία στο σημείο της σύγκρουσης να προχωρήσει με ελιγμό τέτοιο, ώστε να αποκοπεί, το επαναλαμβάνω, το σώμα των 2.000 εξτρεμιστών και εκεί να τους αντιμετωπίσει”, έλεγε ο Ανδρέας. Ηξερε ότι για να φτάσει στην εξουσία όφειλε να κάνει ορισμένες υποχωρήσεις».

αναδημοσίευση από Βαθύ Κόκκινο