[ΚτΒ] Αλληλεγγύη στους κρατούμενους και τις κρατούμενες που αγωνίζονται για Ζωή, Υγεία και Λευτεριά!

 

Ο νόμος είναι ταξικός και πίσω από τα κάγκελα βρίσκονται αναπόφευκτα οι παραβάτες αυτού του νόμου. Το δικαίωμα στην υπεράσπιση είναι ιστορικά μια κατάκτηση των προλετάριων, αφού αυτοί και μόνο αυτοί βρέθηκαν ιστορικά στη συνθήκη να χρήζουν υπεράσπισης.

Edoardo Arnaldi

Μέσα στα ερύτερα πλαίσια της αστικής-κρατικής διαχείρισης της πανδημίας από τη νεοφιλελεύθερη-ακροδεξιά κυβέρνηση των “νόμιμων ιδιοκτητών της χώρας”, τη στιγμή που καθημερινά αυξάνεται ο εξακριβωμένος αριθμός ασθενών, διασωληνωμένων και νεκρών που -στη συντριπτική τους πλειοψηφία- προέρχονται από την πολυεθνική εργατική Τάξη και τα υπόλοιπα φτωχά λαϊκά στρώματα, πίσω από τα τείχη και τα συρματοπλέγματα των φυλακών και των υπόλοιπων χώρων εγκλεισμού εξακολουθεί να συντελείται -εδώ και εννιά μήνες- ένα συνειδητό αστικό-κρατικό έγκλημα ενάντια στον φυλακισμένο πληθυσμό, ενάντια στους κρατούμενους και τις κρατούμενες που -μέσα και έξω από τα κλειδαμπαρωμένα κελιά- συνεχίζουν ν’ αγωνίζονται για Ζωή, Υγεία και Λευτεριά!

Ένα αστικό-κρατικό έγκλημα που φέρει φαρδιές πλατιές τις υπογραφές του υπουργού “προστασίας του πολίτη” Μιχάλη Χρυσοχοίδη και της γενικής γραμματέως “αντεγκληματικής πολιτικής” Σοφίας Νικολάου.

Με τις ολόψυχες ευχές μας για καλή ανάρρωση στους ασθενείς κρατούμενους και κρατούμενες, στα πλαίσια της αντιπληροφόρησης και ως μια ελάχιστη ένδειξη ταξικής αλληλεγγύης, παραθέτουμε τις δυο ακόλουθες τηλεφωνικές παρεμβάσεις του φίλου και συντρόφου, κομμουνιστή πολιτικού κρατούμενου Πολύκαρπου Γεωργιάδη από τις φυλακές της Λάρισας.

Δημοτική Ραδιοφωνία Λάρισας [02/12/2020]

OmniaTV [13/12/2020]

Εδώ και Τώρα: Άμεση αποσυμφόρηση όλων των χώρων εγκλεισμού, διενέργεια μαζικών τεστ και λήψη όλων των απαραίτητων υγειονομικών μέτρων προστασίας για τους κρατούμενους και τις κρατούμενες στις φυλακές, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα αστυνομικά κρατητήρια.

Οι Ζωές των Κρατουμένων Μετράνε!

Μόνη Δικαιοσύνη η Προλεταριακή, μπουρλότο και φωτιά σε κάθε φυλακή!

Κίνηση της Βιολέττας (ΚτΒ)

Αθήνα, Δεκέμβρης 2020

“Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο”: Ένας διάλογος με τον R. Sciortino [Μέρος Β]

Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις”.

Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Ιl Lato Cattivo *.

Δημοσιεύθηκε στις 6/6/2020 στο illatocattivo.blogspot.com

Αγωνιστικές ευχαριστίες στον αναρχικό φίλο και σύντροφο G.G, για την επισήμανση και την αποστολή αυτού του πολύ ενδιαφέροντος υλικού καθώς και για τις θεωρητικές αναλυτικές συζητήσεις: αυτές που αποτελούν διαχρονικά το γόνιμο λίπασμα για κάθε διαλεχτική σκέψη που δεν φοβάται τη σύνθεση, για κάθε συλλογική άμεση δράση που παλεύει “για τα μικρά και τα μεγάλα”, συνεχίζοντας να στοχεύει στην κοινωνική-ταξική απελευθέρωση από τα θανατηφόρα δεσμά της κρατικής-καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής εξουσίας.

Η μετάφραση αφιερώνεται στον φίλο και σύντροφο,

κομμουνιστή πολιτικό κρατούμενο Πολύκαρπο Γεωργιάδη.

Προλεταριακή Πρωτοβουλία,

με την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας [ΚτΒ]

Αθήνα, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2020.

Ακολουθεί η μετάφραση του εισαγωγικού σημειώματος και του δεύτερου μέρους της συνέντευξης που θα δημοσιευτεί (στα ελληνικά) σε τρία μέρη.

Οι λιγοστοί αναγνώστες μας ξέρουν ότι δεν είμαστε συνηθισμένοι στις κλάψες. Όταν προκύπτει από άλλους κάτι -σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο- γόνιμο, έγκυρο και τονωτικό, και έχουμε την τύχη να πέσει στην αντίληψη μας, σε καμία περίπτωση δεν διστάζουμε να το λάβουμε υπ’ όψη μας. Εδώ και κάποιο καιρό, σκοπεύαμε να μιλήσουμε για το βιβλίο του Raffaele Sciortino Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο. Παγκόσμια κρίση και γεωπολιτική των νέων λαϊκισμών [στα ιταλικά: εκδόσεις Asterios, Τεργέστη, 2019].

Πρόκειται για μια σημαντική συνεισφορά στην κομμουνιστική θεωρία, μια από τις ελάχιστες που προέρχεται από το άγονο ιταλικό πλαίσιο. Τη θεωρούμε ως μια σημαντική συνεισφορά επειδή καταφέρνει να κρατήσει μαζί -μέσα από μια αρθρωμένη οπτική μακράς πνοής- την οικονομική πορεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής -κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που εγκαινιάστηκε με την παγκόσμια κρίση του 2008- μ’ εκείνη των διεθνών σχέσεων και της πάλης των τάξεων, μέσα από τις μορφές χαρακτηριστικής εκδήλωσης της, μέσα από μια καρποφόρα απόπειρα αντίληψης του τρόπου με τον οποίο αυτά τα διαφορετικά πεδία επηρεάζουν και επηρεάζονται το ένα από το άλλο. Εκεί έγκειται και η διαφορά της συγκριτικά με το μεγαλύτερο κομμάτι της βιβλιογραφίας που δοξάζεται -η καθεμία ξεχωριστά- γύρω από κάποια από αυτές τις θεματικές: στην ικανότητα του Συγγραφέα ν’ αφουγκράζεται το σημείο καμπής προς το οποίο κατευθύνεται το υπαρκτό κίνημα, προς τα μπρος ή προς τα πίσω, δηλαδή μέσα από τις πιθανές καταλήξεις του, τόσο τις δυνητικά ανατρεπτικές όσο και τις πιθανώς καταστρεπτικές.

Με δεδομένο το γεγονός της δεδηλωμένης σημασίας που αποδίδει στο πεδίο των διεθνών σχέσεων και τις διάφορες αντιδράσεις αποδοκιμασίας που θα προκαλέσει αυτή, αξίζει τον κόπο να ξοδέψουμε μερικές λέξεις, ώστε να υπερασπιστούμε τη βασιμότητά της. Σε γενικές γραμμές, η ανανεωμένη πύκνωση της αντιπαράθεσης στη γεωπολιτική αρένα αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά στοιχεία της περιόδου που εγκαινιάστηκε με την κρίση του 2008. Όλα τα ζητήματα που η παγκοσμιοποίηση -κατά τη διάρκεια της ανοδικής φάσης της- έμοιαζε να έχει ξεκαθαρίσει, επιστρέφουν στην ημερήσια διάταξη, με τρόπους ακόμα και πρωτοφανείς. Μέσα σε αυτό το συνολικό πλαίσιο εγγράφεται και η λεγόμενη “επιστροφή της γεωπολιτικής”: πόλεμος μέσω δασμών μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, αυξανόμενες εντάσεις στο εσωτερικό της ΕΕ, ανάμεσα στις χώρες του Νότου και τις χώρες του Βορρά, επικείμενη αναδιάταξη ολόκληρης της λεγόμενης περιοχής Μέσης Ανατολής-Βόρειας Αφρικής (ΜΕΝΑ) [Middle East North Africa]… ο κατάλογος δεν είναι πλήρης, αλλά αρκεί για να δοθεί μια εικόνα.

Ποια είναι η σχέση των διεθνών σχέσεων με την πάλη των τάξεων; Είτε αρέσει είτε όχι, οι τάξεις και οι αγώνες που τις φέρνουν σε αντιπαράθεση δεν εξελίσσονται μέσα σ’ ένα “αποστειρωμένο περιβάλλον”, εξαγνισμένο από κάθε ενοχλητική περίσταση. Ανάμεσα τους, η γεωστρατηγική δραστηριοποίηση των διάφορων κρατικών-καπιταλιστικών φατριών και φραξιών είναι -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό- πάντοτε παρούσα. Αυτή η παρουσία όμως, δεν μπορεί να αναδείξει από το πουθενά συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις όταν αυτές δεν υπάρχουν ή να “χειραγωγήσει” τη δραστηριότητα τους, εξαιτίας της απουσίας αντικειμενικά συγκλινόντων συμφερόντων. Είναι όμως ικανή ν’ αναδείξει κάποια στοιχεία τους εις βάρος άλλων, να ενισχύσει το τοπικό ωστικό κύμα τους ή το διεθνή αντίκτυπό τους, αλλά -κυρίως- να τις οριοθετήσει -μέσω αυτής της δραστηριοποίησης- μέσα στα προσωρινά ή τα εγγενή όρια τους. Η γεωπολιτική “εργαλειοποίηση” των κοινωνικών ανταγωνισμών είναι μια παλιά ιστορία: δεν εξαφανίστηκε μετά την ενδογενή κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και φυσικά -από την Βενεζουέλα ως το Χονγκ Κονγκ- δεν λείπουν τα σύγχρονα παραδείγματα της. Από την οπτική γωνία της κομμουνιστικής θεωρίας, κρίνεται απαραίτητη η αναγνώριση αυτού του υπάρχοντος “επικαθορισμού” που ασκεί η διεθνής πολιτική στους -κατά τόπους- “κατ’ οίκον” ταξικούς αγώνες (αφού φυσικά συνδέεται και με τις αντίστοιχες εθνικές παραμέτρους, όταν δεν αποτελεί τον ίδιο το φορέα τους), αποσπώντας τήν -όσο περισσότερο γίνεται- από τον χαρακτήρα μιας κατασκοπευτικής ιστορίας [spy story], επομένως επανατοποθετώντας τήν μέσα στα έργα και τις ημέρες όχι κάποιων παντοδύναμων που κινούν τα νήματα μιας ιστορικής-κοινωνικής ύλης, την οποία διαπλάθουν κατά το δοκούν, αλλά κοινωνικών δυνάμεων που βρίσκονται αντιμέτωπες με συνθήκες που δεν έχουν επιλέξει, στερούμενες της δυνατότητας ελέγχου των συνεπειών της ίδιας της πράξης τους. Όμως αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Είναι εξίσου απαραίτητο να γίνει διακριτό το πιθανό σημείο ρήξης, η στιγμή της αναστροφής έπειτα από την οποία οι “κατ’ οίκον” ταξικοί αγώνες μπορούν ν’ ανακατέψουν την τράπουλα της διεθνούς πολιτικής αντί να παραμένουν αποκλειστικά “επικαθορισμένοι”. Αυτή η διαλεκτική ενότητα, ανάμεσα στην ανάλυση του παρόντος και τη σκιαγράφηση του μέλλοντος, ανάμεσα στη βιολογία και τη νεκρολογία του κεφαλαίου, είναι εκείνη η οποία οφείλουμε να αποπειραθούμε. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο αποτελεί ένα αξιοσημείωτο βήμα προς τα μπρος.

Πριν από μερικούς μήνες στείλαμε κάποιες ερωτήσεις στο Συγγραφέα, με μερικές από αυτές να επικεντρώνονται στο βιβλίο και κάποιες άλλες στην καυτή πραγματικότητα –τον COVID-19, το πετρέλαιο κλπ. Ακολουθεί το περιεχόμενο που προέκυψε. Πολλά είναι τα ζητήματα που αναδείχθηκαν από αυτό το διάλογο και παραμένουν ανοιχτά, καθώς και οι διαρθρώσεις τους που αξίζουν περαιτέρω συζητήσεις και εμβαθύνσεις. Προς το παρόν είναι ήδη αρκετό το γεγονός ότι μπορούμε να διαπιστώσουμε μια εγγύτητα (κατευθύνσεων, λεξιλογίων, ανησυχιών κλπ). Ελπίζουμε ότι σ’ ένα κοντινό μέλλον θα υπάρξει τρόπος να διασχίσουμε σε βάθος και τις αποκλίσεις. Ο διάλογος συνεχίζεται…

Il Lato Cattivo

Ιούνης 2020

Για Μέρος Α: πατήστε ΕΔΩ

ILC: Μια άλλη ερώτηση σχετικά με την επικαιρότητα. Θα έχεις σίγουρα παρακολουθήσει την εσωτερική ρήξη στο καρτέλ πετρελαιοπαραγωγικών χωρών OPEC+ και τον πόλεμο των τιμών που ακολούθησε ανάμεσα στη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία, στον οποίο -επιφανειακά- επιτεύχθηκε μια εκεχειρία στα μέσα του περασμένου Απρίλη. Εδώ, διατυπώνουμε μια πολύ επιφυλακτική άποψη αφού συχνά η μιντιακή – δημοσιογραφική ανάγνωση των γεωπολιτικών συγκρούσεων για το πετρέλαιο είναι ιδιαίτερα επιφανειακή. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι η πορεία των τιμών στην αγορά αργού πετρελαίου δεν περιέχει το σύνολο του παγκόσμιου πετρελαϊκού εμπορίου. Αυτό που αναδεικνύεται είναι το γεγονός ότι στην αγορά αργού πετρελαίου, με μια μέση τιμή 30-35 δολαρίων ανά βαρέλι -μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα- ένας μεγάλος αριθμός αμερικάνικων εταιριών (το 50% σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς), που δραστηριοποιούνται στην αγορά του σχιστολιθικού πετρελαίου, θα οδηγηθούν σε χρεοκοπία, με ορατό τον κίνδυνο να παρασύρουν μαζί τους -μέσω της αύξησης των τόκων δανεισμού- ολόκληρη τη στρατιά των επιχειρήσεων – φάντασμα με την αστερόεσσα, οι οποίες είναι πολυάριθμες και χρεωμένες ως το λαιμό (συμπεριλαμβανομένων των χρεών των μεγάλων, μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων, μιλάμε συνολικά για ένα χρέος της τάξης των 15.500 χιλιάδων εκατομμυρίων δολαρίων). Φαντάζει βέβαιο το γεγονός πως η Ρωσία σκοπεύει ξεκάθαρα στην αποδυνάμωση του κλάδου σχιστολιθικού πετρελαίου, και ως μια μορφή αντιποίνων απέναντι στις πρόσφατες αμερικάνικες πιέσεις προς τη Γερμανία για σαμποτάρισμα του βόρειου αγωγού Stream 2. Ήταν όμως η ίδια η Σαουδική Αραβία εκείνη που -πριν τη συμφωνία- υποσχόταν βελτίωση των δυνατοτήτων και αύξηση -αν όχι κορύφωση- του όγκου πετρελαϊκής παραγωγής. Άραγε, κρίνεται σκόπιμο να υποθέσουμε ότι η Σαουδική Αραβία έχει καταστεί πλέον τόσο αυτόνομη σε σχέση με τις επιταγές της Ουάσιγκτον, ώστε να απειλεί την πορεία της αμερικάνικης οικονομίας;

RS: Θα περιοριστώ στη σκιαγράφηση του γενικού πλαισίου αφού είναι ξεκάθαρο ότι η κατάσταση βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Η ερώτηση σας περιέχει ήδη πολλά και ακριβή στοιχεία γύρω από το ζήτημα. Η κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου -κάτω από τα 30 δολάρια το βαρέλι στις αρχές του περασμένου Μάρτη-, που προέκυψε μέσα από τη σύγκρουση (στη σφαίρα της προσφοράς) ανάμεσα στη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία, συμπλέχτηκε στη συνέχεια με τη διάδοση του ιού Covid-19, με τα επακόλουθα κλεισίματα και την έναρξη της παγκόσμιας ύφεσης που οδήγησαν στην κατάρρευση της ζήτησης και τη “σταθεροποίηση” των μειωμένων τιμών. Τι συνέβη; Το Ριάντ ζήτησε από τη Μόσχα μια “φυσιολογική” μείωση των παραγόμενων βαρελιών, κάτι που έχει συμβεί ήδη αρκετές φορές από το 2016 κι έπειτα (μετά και τη σύσταση του OPEC+), μετά το ξέσπασμα του πολέμου των τιμών το 2014-15, που και τότε είχε προκύψει από τους Σαουδάραβες με την υποστήριξη της Ουάσιγκτον, σε αντι-ρωσική κατεύθυνση, μετά την ουκρανική κρίση και κυρίως κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Συρία, προκαλώντας έτσι τη ρώσικη παρέμβαση στην εξέλιξη του. Κατά τη διάρκεια αυτών των τελευταίων χρόνων, τα συνεχόμενα αιτήματα της Σαουδικής Αραβίας -για μειώσεις στην παραγωγή με τόνωση των τιμών- ευνόησαν τις ΗΠΑ, οι οποίες (όντας εκτός OPEC+) μπόρεσαν έτσι να ενισχύσουν τη δική τους παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου (που εξαιτίας του υψηλού κόστους εξόρυξης κινείται σε σχετικά υψηλές τιμές) και ν’ αυξήσουν μέχρι και τις εξαγωγές τους (όπως κι εκείνες υγραερίων, με τις οποίες προσπαθούν να εισχωρήσουν στην ευρωπαϊκή αγορά, μέσα από το σύστημα κατασκευής τερματικών σταθμών, πάντοτε σε μια αντι-ρώσικη κατεύθυνση, για την ευρωπαϊκή “ενεργειακή ανεξαρτησία”, όπως φαίνεται και στην υπόθεση του αγωγού North Stream 2 που αναφέρατε).

Αυτή τη φορά, ο Πούτιν αντέδρασε με σκοπό τον περιορισμό του μεριδίου των ΗΠΑ, μέσα από μια πτώση των τιμών που οδηγεί εκτός αγοράς -ακριβώς- ένα μεγάλο κομμάτι του σχιστολιθικού πετρελαίου, και σκοπεύει ν’ αντέξει για το απαραίτητο χρονικό διάστημα -χάρη στα συσσωρευμένα αποθέματα αξιών (κυρίως εκείνες σε χρυσό) που διαθέτει– ώστε να επιτύχει έστω και μια μερική χρεοκοπία τους. Στοχεύει σε αυτήν, ακόμα περισσότερο κατά τη διάρκεια αυτών των τελευταίων χρόνων, όπου η Ουάσιγκτον εκμεταλλεύτηκε τη συνθήκη που επικρατεί σε γεωπολιτικό επίπεδο, για να βάλει εμπόδια ενάντια στη Βενεζουέλα, το Ιράν, τη Λιβύη και να τεθούν έτσι εκτός μάχης -ως ανταγωνιστές- στην παγκόσμια αγορά ενέργειας. Εκ των πραγμάτων, τα άμεσα αποτελέσματα δείχνουν να δικαιώνουν αυτούς τους υπολογισμούς του, αφού η παραγωγή των ΗΠΑ μπήκε κατευθείαν σε κρίση που εκδηλώθηκε με μια σειρά χρεοκοπιών, λουκέτων κλπ. Ο Τραμπ θα κάνει τα πάντα -όχι μόνο και όχι τόσο για εκλογικούς λόγους- ώστε να σώσει χρηματιστηριακά την αγορά σχιστολιθικού πετρελαίου, με δεδομένη τη βαθιά διαπλοκή της με τη Wall Street, χάρη στις κερδοσκοπικές χρηματοδοτήσεις της οποίας έχει ως -τώρα- αντέξει. Μπροστά όμως στην τρέχουσα ύφεση, κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με σημαντικές κρατικές ενισχύσεις που θα προστεθούν στις υπόλοιπες τεράστιες παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της, συνδυασμένες με τις νομισματικές πολιτικές της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας (που -προς το παρόν- επέτρεψαν στη Wall Street να καλύψει πάνω από τις μισές απώλειες που είχε συσσωρεύσει ανάμεσα στο Φλεβάρη και το Μάρτη. Οι μετοχές ενέργειας εξακολουθούν όμως να βρίσκονται σε κίνδυνο, η Exxon είδε το χαρτοφυλάκιο της να βουλιάζει, ολόκληρος ο ενεργειακός τομέας είναι υπερχρεωμένος κλπ). Μένει να φανεί αν ο Πούτιν διάλεξε την κατάλληλη στιγμή, αν (και για πόσο) η Ρωσία θα μπορεί να υποστηρίζει τόσο χαμηλές τιμές, χωρίς να εισέρχεται και η ίδια σε φάση εσωτερικής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Ακόμα περισσότερο τώρα που -εν τω μεταξύ- έχει απλωθεί παγκόσμια η οικονομική ύφεση και ο COVID-19.

Προς το παρόν τουλάχιστον, είναι δύσκολο να υποτεθεί μια πρωτοβουλία της Σαουδικής Αραβίας ενάντια στις ΗΠΑ, αλλά δεν αποκλείεται μέσω της απάντησης του Ριάντ (μείωση των τιμών μέσω αύξησης της παραγωγής, σ’ ένα είδος αλληλοκυνηγητού με τη Μόσχα) να εκφράζεται και μια βαθύτερη σκέψη ενάντια στο βορειοαμερικάνικο σχιστολιθικό πετρέλαιο. Αυτό, παρά το γεγονός ότι η αρχική πρόταση του Ριάντ σκόπευε -με θυσίες που και πάλι άφηναν ανέγγιχτη την Ουάσιγκτον- βασικά στη συγκράτηση των τιμών (το σαουδαραβικό πετρέλαιο έχει ένα πολύ χαμηλό κόστος εξόρυξης, οι Σαουδάραβες όμως εξαρτώνται πολύ από αυτό, ώστε να στηρίξουν τις κρατικές δαπάνες τους που -συνεχώς και ανεξέλεγκτα- αυξάνονται). Παραμένει πάντως δεδομένο το γεγονός της -ολοένα και στενότερης- πρόσδεσης της Σαουδικής Αραβίας στο δολάριο, εξαιτίας ακριβώς της πετρελαϊκής μονοκαλλιέργιας της. Ο νεαρός πρίγκιπας Bin Salman σκιαγράφησε -με θολό τρόπο- την ένδειξη πρόθεσης για μια αναδιάρθρωση της σαουδαραβικής οικονομίας, προς μια κατεύθυνση λιγότερο εξαρτημένη από το πετρέλαιο, όλο και περισσότερο στραμμένη προς τις ασιατικές αγορές (πχ, η ιδιωτικοποίηση της [κρατικής σαουδαραβικής επιχείρησης πετρελαίου] Aramco, μέσω της οποίας ο οίκος των Σαούδ ευελπιστούσε να εισπράξει μεγάλα ποσά για τη χρηματοδότηση του δημόσιου προϋπολογισμού και την εκκίνηση αυτής της αναδιάρθρωσης, που -εκτός των άλλων- υπέστη μποϋκοτάζ από τα ευρωπαϊκά κεφάλαια). Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αναπόφευκτες οι βαθύτερες σαουδαραβικές σκέψεις ενάντια στο σχιστολιθικό πετρέλαιο, αφού είναι ξεκάθαρο ότι η ύφεση και η πτώση της ζήτησης θα οξύνουν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους παραγωγούς υδρογοναθράκων και οι τρεις μεγάλοι της πετρελαϊκής αγοράς [ΙΕΑ, ΕΙΑ και OPEC+] θα μπορούσαν –πλέον- να αποδειχθούν υπερβολικά πολλοί. Πρόκειται για ένα ζήτημα, το οποίο μπορεί να εξελιχθεί σε ιδιαίτερα ενδιαφέρον, αφού μια επανέναρξη του πετρελαϊκού πολέμου ενδέχεται -αυτή τη φορά- να θέσει σε κίνδυνο το πετροδολάριο, ναρκοθετώντας παράλληλα την ηγεμονία των ΗΠΑ και τις παγκόσμιες ισορροπίες.

Εν τω μεταξύ, τον περασμένο Απρίλη καταγράφηκε μια απόπειρα συμβιβασμού γύρω από τις περικοπές παραγωγής, οι οποίες -για πρώτη φορά- εμπλέκουν (έστω και σε ελάχιστο βαθμό) και τις ίδιες τις ΗΠΑ, καθώς -και πρόσφατα από μέρους τους- της απόσυρσης τεσσάρων αντιπυραυλικών συστημάτων Patriot που βρίσκονταν σε παράταξη, προς αντι-ιρανική υπεράσπιση των σαουδαραβικών πετρελαιοπηγών. Με αυτά τα δεδομένα, μένει να φανεί σε ποιο βαθμό η πτώση των τιμών των πρώτων υλών, που ανέκαθεν επηρεάζεται από την πετρελαϊκή αγορά, θα έχει βαθιές οικονομικές-κοινωνικές συνέπειες στις “εξορυκτικές” χώρες του παγκόσμιου Νότου. Το χάος διευρύνεται.

ILC: Ας περάσουμε τώρα στα περιεχόμενα του βιβλίου σου, όπου το ζήτημα του πλασματικού κεφαλαίου είναι -αν μη τι άλλο- κεντρικό. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως (για μια μακρά περίοδο) αυτή η έννοια είχε τεθεί “εν υπνώσει”, ενώ σήμερα επανέρχεται ακόμα και σε ακαδημαϊκό επίπεδο. Κυριαρχεί όμως μια κάποια σύγχυση γύρω από τη σημασία της, διόλου ανοίκεια με τις -ήδη υπάρχουσεςδιφορούμενες ερμηνείες του υλικού που βρίσκεται συγκεντρωμένο στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου. Για μια συγκεκριμένη σχολή σκέψης, με αυτόν τον όρο, γίνεται νοητό το σύνολο της ρευστότητας που μπορεί να επιστρατευθεί από τις τράπεζες, ώστε να ξεφύγουν από το κεφάλαιο-χρήμα, με μια πιθανή μετατροπή της σε βιομηχανικό κεφάλαιο. Επομένως σε αυτό εμπεριέχεται το σύνολο του χρηματιστικού κεφαλαίου σε μορφή μετοχών κι τίτλων αξιών του βιομηχανικού κεφαλαίου, που αποτελούν και αντικείμενο συναλλαγής μέσα στη διαδικασία της κεφαλαιακής κυκλοφορίας, ενώ το “υπαρκτό” σημείο αναφοράς του βρίσκεται στην υπηρεσία της παραγωγικής διαδικασίας. Με αυτήν την έννοια, το χρηματιστήριο είναι η “αγορά του πλασματικού κεφαλαίου” (Hilferding, To χρηματοπιστωτικό Κεφάλαιο), ενώ αυτό το τελευταίο μετατρέπεται σχεδόν σε συνώνυμο του δυνητικού κεφαλαίου. Έπειτα, υπάρχει και μια πιο περιοριστική πρόσληψη της έννοιας, η οποία περιλαμβάνει –μονάχα- εκείνες τις μορφές νομισματικής αξίας που δεν αντιστοιχούν σε καμία παραχθείσα υπεραξία, αλλά σε ένα δικαίωμα ανάληψης μελλοντικής υπεραξίας, πχ μέσω κρατικών ομολόγων και τίτλων. Η συγκεκριμένη χρήση του όρου “πλασματικό κεφάλαιο” είναι πιθανότατα πιο πιστή σε σχέση με την αντίστοιχη στο κείμενο του Μαρξ, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι στερείται προβληματικών σημείων, με διόλου δευτερεύον το γεγονός πως ένα κομμάτι [αυτού του πλασματικού κεφαλαίου] διαρκώς “καθίσταται σε υπαρκτό”, στο βαθμό που ο ένας ή ο άλλος, δημόσιος ή ιδιωτικός οφειλέτης δεν περιορίζεται στην πληρωμή της χρεωμένης υπηρεσίας, αλλά αποπληρώνει και το σύνολο ή μέρος του ίδιου του [αρχικού] χρέους. Μια περαιτέρω περιπλοκή συνίσταται από το γεγονός ότι αυτή η αποπληρωμή χρέους μπορεί να πραγματωθεί χάρη σε ποσοστά απόσπασης υπεραξίας είτε -αποκλειστικά- από άλλο πλασματικό κεφάλαιο είτε από ένα μείγμα μεταξύ των δύο κεφαλαίων: όπως λέει και το ρητό, pecunia non olet, “το χρήμα δεν μυρίζει τίποτα”… Σε τελική ανάλυση όμως, μέσα σε μια συνθήκη υπερδιόγκωσης, για ένα μερίδιο του συνολικού -δημόσιου και ιδιωτικού- χρέους, η αποπληρωμή καθίσταται σε ανέφικτη και πρέπει να καταστραφεί (όχι χωρίς συνέπειες για τα μερίδια του βιομηχανικού κεφαλαίου που κρατιούνται -από το αντίστοιχο πλασματικό- ακόμα στη ζωή): πλασματικό κεφάλαιο με την έννοια μιας στοίβας χαρτιών χωρίς αξία. Με λίγα λόγια, η κατάσταση μοιάζει κάπως μ’ ένα κουβάρι. Βρισκόμαστε μπροστά σε -τουλάχιστον- τρεις διαφορετικές σημασιολογικές προσεγγίσεις για μια συγκεκριμένη έννοια. Πως τοποθετούμαστε;

RS: Εκ των πραγμάτων, η συγκεκριμένη αναλυτική κατηγορία αποτελεί το σκελετό -ή και το χαρακτηριστικό στοιχείο- της εργασίας μου γύρω από την παγκόσμια κρίση, στο βαθμό που (μέσα στα όρια της δικής μου αντίληψης και ικανότητας “εφαρμογής” της μέσα στη σημερινή συνθήκη του κεφαλαίου) προσπάθησα να κινηθώ πέρα από το στενό περιγραφικό επίπεδο και να θέσω (μέσα σ’ ένα ενιαίο, αν και όχι αδιαφοροποίητο, πλαίσιο) τις χρηματοπιστωτικές -με την ευρεία έννοια- διαστάσεις, καθώς και εκείνες της λεγόμενης υπαρκτής οικονομίας, δηλαδή της παραγωγής υπεραξίας. Με μια ξεκάθαρα πολεμική διάθεση -την οποία και εδώ θα αφήσω κατά μέρος– απέναντι στις νεοκεϋνσιανές τοποθετήσεις (οι οποίες περιλαμβάνουν πλέον μεγάλο κομμάτι και του (λίγο ή πολύ) ακαδημαϊκού “μαρξισμού”) που αποθεώνουν μια υποτιθέμενη υπαρκτή οικονομία, δυνητικά υγιή σε σχέση με την ανθυγιεινή χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, όπως επίσης και απέναντι σε επηρεασμένες -από τον Karl Paul Polanyi [1]αναγνώσεις της κατάστασης (πχ, τυπικές του πρώην [no global] κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, μέσα στις οποίες έχουν -πλέον- περιοριστεί οι υπάρχουσες τάσεις του πάλαι ποτέ εργατισμού, σε συνδυασμό με τη φιλελευθεριακότητα αγγλοσαξωνικής προέλευσης). Στο βιβλίο, η επιχειρηματολογία ξετυλίγεται περνώντας από την κρίση των παγκόσμιων συναρμολογημάτων, ως κινητήρες -αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την έννοια- του χρηματιστικού ιμπεριαλισμού του δολαρίου, στις κατολισθήσεις της συστημικής καπιταλιστικής αναπαραγωγής και τις επακόλουθες οικονομικές, γεωπολιτικές και πολιτικές συνέπειες. Σε κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα, το ζήτημα του πλασματικού κεφαλαίου καθίσταται σε κομβικό. Φυσικά με όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις, αφού πρόκειται για μια ανάλυση “μεσαίου βεληνεκούς”, που δεν πρέπει να τίθεται σε πρώτο πλάνο.

Πριν όμως εισέλθουμε κάπως βαθύτερα στο ζήτημα, και μέσα στα όρια που θέτει μια συνέντευξη (ακόμα και “βαριά” όπως αυτή), είναι χρήσιμο να αποπειραθούμε να οριοθετήσουμε (μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο) τη χρήση αυτής της μαρξιστικής αναλυτικής κατηγορίας -στην οποία φυσικά εγώ κατέληξα έπειτα από μια ολόκληρη σειρά (περισσότερο διαρθρωμένων) μαρξιστικών επεξεργασιών- συνδέοντας τήν μέσα στο πλαίσιο της πληθυντικής αριστεράς μετά το ‘68. Πράγματι, η “κατηγορία” -με τη μαρξιστική έννοια της συστηματικής παράθεσης αναλυτικών κατηγοριών που ανακατασκευάζουν τη “γενική έννοια” του κεφαλαίου- έχει μια ιστορική – οντολογική και όχι αποκλειστικά μεθοδολογική διάσταση, επομένως είναι εφικτό και αναγκαίο να αναρωτηθούμε μέσα σε ποια συγκεκριμένη συνθήκη το “πλασματικό κεφάλαιο” αναδύεται ως ισχυρό κλειδί για την ανάγνωση των δυναμικών που αναπτύσσει ο καπιταλισμός. Αυτή η συνθήκη αποτελεί το αντικείμενο του απολογισμού που (ότι έχει απομείνει από) το ταξικό κίνημα αποπειράται, σχετικά με τις απολήξεις του μακρόσυρτου ‘68. Τώρα πλέον είναι ξεκάθαρο ότι η καπιταλιστική κρίση της δεκαετίας του ‘70 αποτέλεσε τον ισχυρό πυροκροτητή (του οποίου -τότε- η πραγματική ισχύς ήταν δύσκολα ανιχνεύσιμη) για αυτή τη διαδικασία χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης -που συζητήσαμε προηγούμενα- η οποία μετέβαλε σε βάθος τη σχέση του κεφαλαίου, στην κατεύθυνση μιας συνδυασμένης και άνισης “απολυτοποίησης” του σε παγκόσμια κλίμακα, καθως και μιας βαθιάς αναδιάρθρωσης των ταξικών συσχετισμών, με την αυξανόμενη υπαγωγή -όχι μονάχα- της εργασίας, αλλά του συνόλου των συνθηκών ζωής, μέσα στον πανταχού παρόντα μηχανισμό της μορφής-αξίας. Από την πλευρά της, η μαρξιστική θεωρία, εκείνη που συνδεόταν με τις διάφορες εκδοχές κομμουνιστικής -συμβουλιακής ή μπορντιγκιστικής [2]- αριστεράς, είχε αρχίσει να αναμετριέται με αυτές τις εξελίξεις ήδη πριν το ‘68: αρκεί να σκεφτούμε την έννοια του Γκυ Ντεμπόρ περί Θεάματος [3] ή εκείνη περί του κεφαλαίου ως υλικής κοινότητας του Jacques Camatte [4]. Πρέπει όμως ν’ αναφέρουμε κι εκείνους της Φρανκφούρτης, αν και ακόμα σ’ ένα επίπεδο σκέψης αποκλειστικά φιλοσοφικό, μέσα όμως στο πλαίσιο αναμονής μιας επανεκκίνησης του ταξικού κινήματος. Μια επανεκκίνηση που στη συνέχεια υπήρξε όντως, αναπτύσσοντας όμως -στην πράξη- απρόσμενες δυναμικές και καταλήξεις που -κυριολεκτικά- ανέτρεψαν εκείνο το κλίμα αναμονής που επικεντρωνόταν στην -για να το πω μονορούφι…- επανεκκίνηση της ταξικής αυτονομίας, μέσα -ακριβώς- από μια κοπιαστική απολογιστική δουλειά. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών, από αυτήν την πλευρά υπήρξε απόπειρα -μέσα σε μια πολιτική συνθήκη κατακερματισμού των προηγούμενων δικτύων και επακόλουθης ακραίας απομόνωσης- ώστε να ληφθεί υπ’ όψη η “περίεργη” ήττα του προλεταριάτου, που έπεσε όχι τόσο (και όχι μόνο) στο πεδίο της μάχης και -σε κάθε περίπτωση- χωρίς να έχει φτάσει -ποτέ- στο επίπεδο σύγκρουσης για την εξουσία, αλλά και ως αντικείμενο μιας πολιτικής και υλικής αποσύνθεσης ενώ -ταυτόχρονα- το κεφάλαιο κατάφερνε να επανεκκινήσει τη συσσώρευση, ακόμα και χρησιμοποιώντας και αντιστρέφοντας τη σημασία μερικών από τις διεκδικήσεις και τις προσδοκίες των κινημάτων (συχνά μέσα από το φίλτρο των μισθωτών μεσαίων τάξεων στη Δύση που μαγνητίζονται από την “αμφισβήτηση”) όπως επίσης και από τα αντι-αποικιακά προτάγματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται, βγαίνει στην επιφάνεια η συνολική αναπαραγωγή, το ολικό κοινωνικό κεφάλαιο, μέσα στην πολύπλοκη διαπλοκή των κυκλωμάτων του, ανάμεσα στην παραγωγή, την κυκλοφορία και τη σφαίρα του δανεισμού. Για να το πούμε αλλιώς: το πέρασμα από τον Πρώτο στον Τρίτο Τόμο του μαρξιστικού Κεφαλαίου, που έχει πλέον επέλθει, και αποτελεί -μεταξύ άλλων- την πρώτη καταγραφή περιοδικής ταξινόμησης του καπιταλισμού (πέρασμα στην υπαρκτή κυριαρχία του κεφαλαίου κλπ), αρκετά μακριά από τις αντίστοιχες κλασσικές του δευτερό-τριτοδιεθνιστικού μαρξισμού. Νομίζω ότι αυτό το πέρασμα αποτελεί και την πηγή της αλλαγής πορείας, που προέκυψε μέσα από -πολύ διαφορετικές μεταξύ τους- αναγνώσεις, μετά το τέλος της δεκαετίας του 1970: από την Wertkritik του γερμανικού χώρου, που κινούταν από την αριστερά της Φρανκφούρτης μέχρι τον Postone [5] και την ομάδα Krisis, στη γαλλική ριζοσπαστική κριτική που αποτελεί την πηγή της αναλυτικής προσέγγισης της κομμουνιστικοποίησης και τους μεμονωμένους συντρόφους όπως ο Loren Goldner στις ΗΠΑ (με τον οποίο παρεπιμπτόντως, κατάφερα να αποκτήσω και πάλι επαφή). Η διαδικασία υπέρμετρης χρηματοπιστωτικοποίησης του λεγόμενου νεοφιλευθερισμού έδωσε τελικά ώθηση στην επαναφορά και επανεπεξεργασία της μαρξιστικής έννοιας του πλασματικού κεφαλαίου, η οποία φυσικά στον Μαρξ υπάρχει σε μορφή μη συστηματικοποιημένης καταγραφής. Μια κριτική της πολιτικής οικονομίας που στέκεται στο ύψος της υπαρκτής καπιταλιστικής ανάπτυξης των τελευταίων δεκαετιών, και ακόμα περισσότερο μέσα στη -σχεδόν απόλυτη- απομόνωση της κομμουνιστικής θεωρίας από το υπαρκτό κίνημα, είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορούσε παρά να επιφέρει μια σειρά ορίων και -κυρίως- τον κίνδυνο απώλειας του δεσμού που συνδέει το κεφάλαιο που γίνεται απόλυτο με τη διαχρονική συνέχεια της πάλης των τάξεων. Χάνοντας -από τον ορίζοντα- το συγκεκριμένο δεσμό, αναπόφευκτα τείνει να υποκύπτει σε απόλυτες οπτικές για την καπιταλιστική κυριαρχία, αλά σχολή Φρανκφούρτης ή και κριτικών προερχόμενων από το νεαρό Χέγκελ. Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.

Ας επιστρέψουμε σε αυτό που λέγαμε. Εκείνο που με ενδιέφερε να αναδείξω -πιάνοντας και πάλι αυτό το κοπιαστικό νήμα της μαρξιστικής θεωρίας- είναι πως το πλασματικό κεφάλαιο δεν πρέπει να εννοείται ως μια απόφυση του υπάρχουσας καπιταλιστικής ανάπτυξης, ούτε ως μια περιορισμένη μορφή του συστήματος δανεισμού, αλλά -για να το πούμε κάπως έτσι- συγκροτεί το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο (πλέον) προκύπτει αυτή η ανάπτυξη. Χωρίς να μπούμε σε μια μαρξιστική ανάλυση του όρου, η οποία θα ήταν -σε κάθε περίπτωση- αναντικατάστατη για μια βαθύτερη ανάλυση, αυτός παραπέμπει γενικά στην ιδέα περί μιας μάζας κεφαλαίου, ονομαστικοποιημένης σε τίτλους δανεισμού διαφόρων ειδών, που απαιτούν τη δική τους βελτιστοποίηση από μια παραγωγική βάση η οποία -αξιωματικά- πλέον δεν καταφέρνει να παράξει υπεραξία σε ποσότητες που να τους ικανοποιούν. Δεν πρόκειται απλά για το νομισματικό κεφάλαιο που είναι απαραίτητο για να ρευστοποιείται η συνολική κυκλοφορία του κεφαλαίου, αλλά και για να επεκτείνεται -μέσα από τις διαδικασίες συγκεντροποίησης- η δίνη της συσσώρευσης, η οποία αλλιώς θα ελάττωνε σημαντικά ταχύτητα -αφού σχηματικά μιλώντας, έχασε το ραντεβού της με την πραγματική αξιοποίηση γιατί (σε αυτήν την περίπτωση) η υποτίμηση υπήρξε σχεδόν άμεση, αν και συχνά πυκνά, pecunia non olet και ευχαρίστως οι δυο μορφές είναι αδιαχώριστες. Το πλασματικό κεφάλαιο -που μετατράπηκε στον άξονα γύρω από τον οποίο κινείται το σύστημα δανεισμού- χαρακτηρίζεται από το γεγονός της διαφοράς ανάμεσα στην αγοραστική τιμή του και την ανεπαρκή υπάρχουσα (και συνολικά εννοούμενη) αξία του, χωρίς όμως να κλείνει εντελώς ένα κύκλος συσσώρευσης, αποτελώντας μάλιστα το βασικό κινητήρα της. Με αυτή την έννοια είναι ο δείκτης μιας φάσης του κεφαλαίου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για το Θέαμα εξηγημένο με όρους πολιτικής οικονομίας ή πιο συγκεκριμένα για την τρέχουσα διαμόρφωση του ιμπεριαλισμού ως παγκόσμιο σύστημα.

Υπό αυτό το πρίσμα, το ιδιαίτερο στοιχείο -που οφείλεται στον Loren Goldner- είναι πως το πλασματικό κεφάλαιο (σε τελική ανάλυση) δεν έγκειται στη δημιουργία νομίσματος από το τίποτα αλλά εντοπίζεται μέσα στον ίδιο τον “κανονικό” μηχανισμό της άμεσης αξιοποίησης. Μπορούμε να συζητήσουμε για το αν τα στοιχεία που εκείνος εντοπίζει είναι ορθά ή αν είναι και τα μοναδικά: η τεχνολογική αξιοποίηση του σταθερού κεφαλαίου χάρη στην αύξηση της παραγωγικότητας και η αυξάνουσα βαρύτητα της παραγωγής για τη μη-παραγωγική κατάναλωση που βαραίνει ολοένα και πιο πολύ την υπαρκτή συσσώρευση. Διαδικασίες που επιτρέπουν την ύπαρξη αντιγράφων αυτών των κεφαλαίων υπό τη μορφή τίτλων δανεισμού έναντι μελλοντικού πλούτου. Έπειτα, γίνεται ξεκάθαρο ότι αρχής γενομένης από αυτή την πηγή παραγωγής, δημιουργείται ένα κυριολεκτικά αυτόνομο κύκλωμα του πλασματικού κεφαλαίου -το οποίο, όπως γράφει και ο Μαρξ, τείνει να κινείται με βάση μια δική του δυναμική-, όταν αυτοί οι τίτλοι δανεισμού μετατρέπονται σε μια νέα μορφή εμπορεύματος, με μια τιμή εντελώς αποδεσμευμένη από το κεφάλαιο που αρχικά αντιπροσώπευαν. Όσον αφορά τους τίτλους κρατικού χρέους, ο δεσμός τους είναι ακόμα πιο έμμεσος. Ένα κύκλωμα που επεκτείνεται όταν αυτοί χρησιμεύουν στη δημιουργία νέων χρηματοπιστωτικών μέσων μ’ ένα πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, το οποίο φουσκώνει ασταμάτητα το πλασματικό κεφάλαιο που βρίσκεται σε κυκλοφορία. Έτσι προκύπτει η φετιχιστική αναπαράσταση, η οποία -σε καμία περίπτωση- δεν τυφλώνει “αυθόρμητα” μονάχα τους αστούς, του κεφαλαίου ως Δ-Δ’ (και της πιθανής εικόνας του μέσα από τα αιτήματα για “ρύθμιση” που ρίχνονται ενώπιον των κοινωνικά καταστρεπτικών χτυπημάτων που προκαλούνται από το πρήξιμο της “φούσκας”).

Γεγονός παραμένει ότι η αρχική υπόθεση του γύρω από τη ρίζα του ίδιου του φαινομένου είναι αναντικατάστατη. Αναντικατάστατη όχι μόνο γενικά, αν θέλουμε να αποφύγουμε να δείξουμε ως αιτία της κρίσης την χρηματοπιστωτική φρενίτιδα, με ένα τρόπο που ν’ αφήνει να εννοηθεί πως ένας περιορισμός της σε λογικά πλαίσια, θα αρκούσε ώστε τα πάντα να επιστρέψουν σε κάποια κανονικότητα. Αναντικατάστατη επίσης για να μην περιοριστούμε σε μια εξήγηση της καπιταλιστικής κρίσης στο αφηρημένο επίπεδο της πτώσης του ποσοστού κέρδους, υπαρκτή αλλά ακριβώς γενική τάση, που δεν εξηγεί από μόνη της τους συγκεκριμένους χρόνους και μηχανισμούς πυροδότησης της κρίσης που αρθρώνονται μέσα στο σύστημα δανεισμού (πάνω απ’ όλα, ο συγκεκριμένος τρόπος ανάλυσης -όταν φτάνει στο συγκεκριμένο πεδίο της ανταγωνιστικότητας- δείχνει να τα εξηγεί όλα με την απόφαση των καπιταλιστών για εκτροχιασμό των επενδύσεων προς τη σφαίρα των τίτλων δανεισμού, ενώπιον της πτώσης κερδοφορίας των παραγωγικών τομέων: ποιο είναι όμως το πραγματικό ποσοστό μετά το οποίο υφίσταται αυτή η αντιστροφή των επενδύσεων;).

Είναι αλήθεια ότι είμαστε ακόμα στο επίπεδο της γενικής τοποθέτησης. Δεν χρειάζεται να το κρύψουμε: με δεδομένη την έλλειψη μιας συστηματικοποίησης του ζητήματος, με τρόπο ολότελα οργανικό, την οποία -ως τώρα- κανένας δεν στάθηκε ικανός να φέρει σε πέρας με πειστικό τρόπο, αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να αποπειραθούμε να φέρουμε στην επιφάνεια τις προϋποθέσεις και τις περιπλοκές. Θα προσπαθήσω εδώ να τις παρουσιάσω συνοπτικά. Πριν απ’ όλα, όπως προανέφερα, η κατηγορία του πλασματικού κεφαλαίου προϋποθέτει την οπτική γωνία του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Δεν πρόκειται για ένα ανακάτεμα της άμεσης παραγωγής υπεραξίας, βασισμένης στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, η οποία και παραμένει ο βασικός άξονας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ), αλλά για την ανάγνωση της μέσα στην προοπτική της διευρυμένης αναπαραγωγής του, ως κοινωνικό σύστημα (όχι “σχεδιασμένο”, παρά μόνο εκ των υστέρων μέσα από βίαιες κρίσεις). Είναι μέσα σε αυτή τη διάσταση, μέσα στην αδιάκοπη τάση προς το σχηματισμό της παγκόσμιας αγοράς και ενός μέσου ποσοστού κέρδους, όπου το κεφάλαιο μετατρέπεται σε συμμετοχή προ φόρων, φυσικά ανταγωνιστική με τη γενική παραγόμενη αξία, όχι ένα απλό άθροισμα ατομικών κεφαλαίων αλλά ένα ταξικό μονοπώλιο. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, το ζήτημα έγκειται πέρα από το “κλειστό” σύστημα καπιταλιστών-εργατών του Πρώτου Τόμου, λαμβάνοντας υπόψη το “ανοιχτό σύστημα” του υπαρκτού καπιταλισμού που αποσπά αξία σε πλανητική κλίμακα, μέσα από μορφές λεηλασίας φυσικών και ανθρώπινων πόρων χωρίς καμία ανταπόδοση, συμπληρωματική ως προς την “κανονική” άμεση εκμετάλλευση, ακριβώς μέσω τους συστήματος δανεισμού, το οποίο αν και δεν δημιουργεί το πλασματικό κεφάλαιο -εν τούτοις- είναι εκείνο που το κυκλοφορεί σε όλο και πιο διευρυμένη κλίμακα, με την (ταυτόχρονη) υπόσχεση και απαίτηση για ανάληψη, ώστε να συνεχίσει να πετάει αξία στο βαρέλι της “φούσκας”. Έτσι προκύπτει η πίεση για προλεταριοποίηση αυξανόμενων ανθρώπινων μαζών, με τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης τους, κάτω και από τις ίδιες τις ανάγκες αναπαραγωγής τους, οι λεγόμενες αρνητικές και ανεστραμμένες εξωτερικεύσεις προς το περιβάλλον -γύρω από τις οποίες, κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, ορθά υπήρξε ενδιαφέρον και (πέρα από τα πολλά όρια) προσοχή από πλευράς ενός κάποιου οικολογικού μαρξισμού (πχ, Jason Moore), οι χρήσεις εγκαταστάσεων και υποδομών για χρόνους αρκετά μεταγενέστερους της εξόφλησής τους κλπ, στις οποίες πλέον προστίθενται και οι θάλαμοι [enclosures] των ψηφιακών χώρων και οι πολλαπλές μορφές μικροδανεισμού.

Σ’ ένα τρίτο επίπεδο, ακριβώς επειδή ο καπιταλισμός δεν αποτελεί απλώς ένα οικονομικό σύστημα παραγωγής, αλλά ένα συνολικό σύστημα αναπαραγωγής, το πλασματικό κεφάλαιο του είναι πλέον σύμφυτο ως (ασταθές) σημείο ισορροπίας ανάμεσα στη αναγκαιότητα επέκτασης του κεφαλαίου και το παραγωγικό κύκλωμα, στα μέτρα μιας ανάπτυξης χαρακτηρισμένης από ένα υψηλότατο επίπεδο παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας. Πράγματι, δεν πρόκειται μονάχα για το γεγονός ότι το πλασματικό κεφάλαιο πραγματοποιεί αυξανόμενες αναλήψεις από την πραγματική παραγωγή αξίας. Ανάλογα, αυτό βρίσκεται ολοένα και πιο διασυνδεδεμένο με το παραγωγικό κεφάλαιο, του οποίου επιτρέπει τη διατήρηση των πιο συγκεντρωμένων τμημάτων του, παρά την πτώση των μη χρηματιστηριακών κερδών τους, μέσα από την ικανότητα εξαγωγής αξίας σε πλανητική κλίμακα και επιβολής της απόσπασης στην ευρύτερη σφαίρα της κοινωνικής αναπαραγωγής και των δραστηριοτήτων που δεν υπόκεινται τυπικά στη μισθωτή σχέση. Αυτό δεν ισχύει μονάχα για τις πολυεθνικές, οι οποίες συχνά πυκνά και ευχαρίστως καταγράφουν υψηλότερα κέρδη μέσα από χρηματιστηριακές επενδύσεις παρά μέσα από την πώληση της παραγωγής τους. Στη Δύση, είναι πολλές και οι μικρές επιχειρήσεις -για να μη μιλήσουμε για τους αποταμιευτές της “μεσαίας τάξης” ή ακόμα και για μερικούς κατεργάρηδες από προλεταριακά στρώματα- που κατευθύνουν στη χρηματιστηριακή σφαίρα ένα σεβαστό μερίδιο των κερδών ή των εισοδημάτων τους, αποκτώντας έτσι δικαίωμα νομής σ’ ένα ποσοστό της παγκόσμιας παραγόμενης αξίας, που συλλέγεται μέσα από το διεθνές σύστημα δανεισμού, μέσα από το ίδιο σύστημα που πακετάριζε δάνεια με μια υπαρκτή βάση τοξικών δανείων και μέσα από το καζάνι έβγαζε -μέχρι να σκάσει η φούσκα των subprime δανείων– θετικούς αριθμούς για όλους τους επενδυτές. Αυτή η αυταπάτη του πλασματικού πλουτισμού μεταφράστηκε σε συγκράτηση (αν όχι σε αύξηση) των αγορών, τόσο των προϊόντων αναπαραγωγής όσο και της πλημμυρίδας περιττών προϊόντων. Επομένως, η συγκράτηση των επιπέδων της παραγωγής -αν και ουσιαστικά, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ανερχόμενου νεοφιλελευθερισμού, επρόκειτο για μια πραγματική αύξηση- κατέστη εφικτή ακριβώς μέσα από το φούσκωμα των (κινητών και ακίνητων) κληρονομικών αξιών, που ρουφήχτηκαν μέσα στη δίνη της αξίας των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε, για παράδειγμα σε σχέση με τις μορφές καταναλωτικού δανεισμού. Το σημείο κλειδί έγκειται εδώ στο γεγονός πως στη βάση αυτών των διασυνδέσεων, το πλασματικό κεφάλαιο όχι μόνο ξεχωρίζει δύσκολα από το νομισματικό κεφάλαιο που προκαταβάλλεται με παραγωγικές επενδύσεις, αλλά και ανταλλάσσεται συνεχώς με παραγωγικό κεφάλαιο, το οποίο είναι καταραμένα πραγματικό, ρουφώντας το συχνά πυκνά και ευχαρίστως μέσα στο χάος της υποτίμησης, και επομένως της γενικής παύσης της παραγωγής.

Τέταρτο σημείο: όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο, η αύξηση του πλασματικού κεφαλαίου δεν επέτρεψε μονάχα να κρατηθεί στη ζωή η σχέση του κεφαλαίου, αναβάλλοντας την έκρηξη των αντιθέσεων του, αλλά χρησίμευσε και για τη διατήρηση των ταξικών σχέσεων κυριαρχίας. Πράγματι, χρησίμευσε ώστε να κρατηθούν δεμένα με τις τύχες του κεφαλαίου, τα ανώτερα στρώματα των “συλλογικών εργαζόμενων” καθώς και οι μισο-τάξεις που επιδίδονται σε παρασιτικές δραστηριότητες. Χρησίμευσε επίσης για να απορροφήσει μέσα στο μηχανισμό του ένα μεγάλο κομμάτι του δυτικού προλεταριάτου, που σύρθηκε στο καζίνο, με την ψευδαίσθηση της απελευθέρωσης από τη σκλαβιά της εξαρτημένης εργασίας, ή εκείνης της πιο καπάτσας, για το στρογγύλεμα των ισχνών μισθών από τη δουλειά, για τη χρηματοδότηση του συντάξιμου εισοδήματος, της ασφαλιστικής κάλυψης, της απόκτησης κατοικίας, των σπουδών των παιδιών. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως κατά τη διάρκεια των δέκα χρόνων της παγκόσμιας κρίσης που έχουν περάσει ως τώρα, οι διαμαρτυρίες των εργαζόμενων (που είχαν αρχίσει να στρογγυλεύουν το εισόδημα τους μέσα από τη χρηματοπιστωτική σφαίρα) ήταν συγκρατημένες, σχεδόν παραλυμένες από την επιθυμία επανεκκίνησης αυτού του ίδιου μηχανισμού, με την ελπίδα πως δεν θα αναγκαστούν δουν να υποτιμούνται και οι δικοί τους ελλιπείς πόροι [assets]. Γύρω από αυτό το ζήτημα, η συζήτηση μπορεί να πάει πολύ μακριά. Μπορούμε πάντως -σίγουρα- να πούμε ότι εκείνο που βγαίνει ριζικά μεταμορφωμένο, είναι το σύνολο της σύνθεσης του μητροπολιτικού προλεταριάτου και των μισθωτών (και μη) μεσοστρωμάτων, όπως και των μισθωτών και μικροαστικών μαζών στις μη-ιμπεριαλιστικές χώρες. Με σημαντικές συνέπειες πάνω στην υποκειμενικότητα τους και την πολιτική και συνδικαλιστική διάσταση της.

Αυτό το σύνολο διαδικασιών βρίσκεται επομένως στη ρίζα της λεγόμενης χρηματοπιστωτικοποίησης καθώς και της επακόλουθης κρίσης της. Μια κρίση που ξέσπασε μέσα από την αυξανόμενη απόσπαση του κεφαλαίου από το παραγωγικό κύκλωμα (σε πρώτη φάση όχι για τον πολλαπλασιασμό χρήματος γεννημένου από το πουθενά, αλλά εξαιτίας μιας εσωτερικής δυναμικής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στη δοσμένη μορφή του, ως έκφραση της αυξανόμενης καπιταλιστικής παραγωγικότητας της κοινωνικοποιημένης εργασίας και ταυτόχρονα της ανικανότητας κοινωνικής πραγμάτωσης αυτών των πλεονασμάτων). Αυτό είναι κάτι που βαραίνει πάνω σε μια υπαρκτή επαναπροσδιορισμένη βάση -καθώς και γενικότερα- πάνω σε μια κοινωνική αναπαραγωγή που παρεμποδίζεται στη διεύρυνση των συστατικών υλικών στοιχείων της, από την εργατική δύναμη μέχρι τις συνθήκες της φύσης, από την συσσωρευμένη γνώση μέχρι το ίδιο το ανθρώπινο είδος κλπ. Μετά από ένα ορισμένο σημείο (το οποίο δεν μπορεί να οριστεί αφηρημένα με βάση τους δείκτες καταγραφής του ποσοστού κέρδους, λες και πρόκειται για ένα κλειστό σύστημα που αποτελείται μοναχά από εργάτες και καπιταλιστές) ξεπερνιέται το όριο έπειτα από το οποίο η συστολή, η μη ανανέωση της κοινωνικής υλικής αναπαραγωγής μετατρέπεται -από τη μια πλευρά- σε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη συσσώρευση (αν και δεν είναι ορθό να μιλάμε για ανυπέρβλητα εμπόδια) και -από την άλλη- προκαλεί καταστάσεις που βυθίζουν το σύστημα σε πολιτικό και κοινωνικό χάος. Το όριο αυτής της υπερσυσσώρευσης είναι ελαστικό (το πρόβλημα δεν είναι ότι υπάρχει λίγο κεφάλαιο, το πρόβλημα δεν είναι βασικά ούτε η έλλειψη αξιοποίησης του ούτε η υποκατανάλωση που προκαλείται από την ανεπαρκή ζήτηση του, αλλά αντίθετα υπάρχει πάρα πολύ κεφάλαιο για μια υπεραξία όλο και πιο ελλειπή, συγκριτικά με το δικό του όγκο). Πρόκειται για ένα όριο που αντικατοπτρίζεται σε ιστορικό-εμπειρικό επίπεδο και δεν μπορεί να προκαθοριστεί θεωρητικά. Τα συμπτώματα του είναι σήμερα ορατά σε όλους.

Για να κλείσουμε ως προς αυτό, μιας και η απάντηση είναι ήδη μακρόσυρτη, αξίζει τον κόπο να υπογραμμίσουμε πως αυτή η ερμηνεία της κρίσης (υπό το φως μιας σαφούς καθορισμένης περιοδολόγησης της συνολικής πορείας του καπιταλισμού), επιτρέπει να καθοριστούν -με γενικούς όρους- τόσο οι φαινομενικές μορφές του (δηλαδή η υποτίμηση των έντυπων τίτλων και ο λεγόμενος αποπληθωρισμός λόγω χρέους), όσο και οι αντιδράσεις απέναντι σε αυτήν την υποτίμηση από την πλευρά των παγκόσμιων ελίτ, αν όχι στον ελάχιστο δυνατό βαθμό ώστε να αποφευχθεί ένα γενικό κραχ και -σε κάθε περίπτωση- φορτώνοντας τελικά το κόστος στις εργαζόμενες τάξεις. Πρόκειται για ένα δεσμό με τον οποίο οφείλουμε να καταπιαστούμε αφού το γεγονός που αναστατώνει τη μπουρζουαζία είναι -από τη μια πλευρά- πως κρίνεται απαραίτητη μια αξιοσημείωτη υποτίμηση των χρηματοπιστωτικών πόρων της και -από την άλλη- ο τρόμος της συνειδητοποίησης του γεγονότος πως αν αυτή η μερική υποτίμηση αποδειχθεί ανεπαρκής για το μπλοκάρισμα της κρίσης τότε μπορεί -πρώτα και κύρια- να παρασύρει, μέσα στη δική της δίνη, κι ένα μεγάλο κομμάτι του παραγωγικού κεφαλαίου, των κυκλωμάτων της κατανάλωσης κλπ. Κρίνεται ξεκάθαρο πως -σε αυτό το σημείο- η ανάλυση πρέπει να γίνει συγκεκριμένη, να εμβαθύνει σχετικά με τη χειροπιαστή κατάσταση του παγκόσμιου συστήματος του ιμπεριαλισμού, να εντοπίσει τους βασικούς παράγοντες του και τις στρατηγικές τους κλπ. Αυτό αποπειράθηκα να κάνω στο βιβλίο. Πρόκειται μονάχα για μια πτυχή του συνολικού ζητήματος, σχετικά με τις στρατηγικές της [νομισματικής ποσοτικής χαλάρωσης] Quantitative Easing και της σύγκρουσης μεταξύ των δυο πλευρών του Ατλαντικού μέσω της ευρω-κρίσης, οι οποίες και εκκινούν από δυο διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος. Από τη μία, εκείνη των ΗΠΑ εστιασμένη κυρίως στην κοπή νέων χαρτονομισμάτων, βασισμένη στην ικανότητα του δολαρίου και του χρηματοπιστωτικού-στρατιωτικού συμπλέγματος να φορτώνει στον υπόλοιπο κόσμο τα κόστη των επιχειρήσεων διάσωσης των δικών τους χρηματοπιστωτικών πόρων. Από την άλλη, η ευρωπαϊκή, ή ακριβέστερα η γερμανική, που -σε γενικές γραμμές- αποπειράθηκε την αποφυγή δημιουργίας νέου πλασματικού κεφαλαίου μέσα από τη θωράκιση ενός κομματιού του ήδη υπάρχοντος, με τη μετακύλιση των τραπεζικών απωλειών μέσω των δημόσιων χρεών, με την ελπίδα ότι έτσι θα προστατευόταν από τη διεθνή κερδοσκοπία. Έπειτα, υπάρχει η ανάγκη να εξεταστεί και ο παράγοντας της Κίνας, η οποία είδε -κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας- να αυξάνεται σημαντικά το συνολικό χρέος της. Όπως ανέφερα και στις προηγούμενες ερωτήσεις, η ανάλυση φυσικά πρέπει να επικαιροποιείται με βάση τις τελευταίες εξελίξεις.

Πίσω από αυτές τις στρατηγικές, το βασικό σημείο εντοπίζεται στην αναγκαιότητα του κεφαλαίου για αύξηση της παραγόμενης υπεραξίας, για να συνεχίσει να θρέφει το Μολώχ του πλασματικού κεφαλαίου, μ’ ένα ακόμα μεγαλύτερο μερίδιο της πραγματικά παραγόμενης αξίας. Αλλά και σε πιο αφηρημένο επίπεδο, η εγκαθίδρυση μιας νέας ισορροπίας μεταξύ συσσωρευμένου κεφαλαίου και παραγωγικής βάσης, λαμβάνοντας υπ’ όψη το όριο του ποσοστού υπεραξίας και πως αυτό δεν μπορεί  να είναι ποτέ περισσότερο από ένα μόνο κομμάτι του συνόλου. Εκείνο το μικρό κομμάτι της εργάσιμης ημέρας που προορίζεται για την αναγκαία (για την αναπαραγωγή της ζωής του εργαζομένου) εργασία, έχει ήδη συρρικνωθεί στο ελάχιστο. Για να μειωθεί περαιτέρω χρειάζεται μια πρωτοφανέρωτη αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων (με όλες τις συνέπειες που αυτή θα είχε) ή μια μείωση στο κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης μέχρι (σχεδόν) σε μηδενικά επίπεδα. Άλλωστε, αυτό το πρόβλημα είχε ήδη εκδηλωθεί από τα χρόνια της δεκαετίας του ‘70. Τότε βρέθηκε μια λύση με την παγκοσμιοποίηση, τις αποτοπικοποιήσεις και το άνοιγμα της Κίνας, με μεγάλες συνέπειες για τη συνθήκη της δυτικής εργατικής δύναμης, τόσο μέσα από την πρόσβαση σε μια σειρά αναπαραγωγικών αγαθών σε χαμηλές τιμές που μείωσαν την αξία τους, όσο και από την πίεση στην εσωτερική ανταγωνιστικότητα της παγκόσμιας εργατικής Τάξης. Για τους λόγους που είδαμε, αυτό είναι κάτι που σήμερα καθίσταται πολυπλοκότερο ενώ η αύξηση της παραγωγής υπεραξίας δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση. Κατά συνέπεια, ανοίγεται ο δρόμος για την άλλη εναλλακτική: την υποτίμηση του συσσωρευμένου πλασματικού κεφαλαίου. Προς το παρόν, πρόκειται για μια διαδικασία που -μέσα από απανωτές απόπειρες- σκοπεύει να αφήσει το σβησμένο καντήλι στα χέρια των αντιπάλων. Δεν είναι δεδομένο ότι αυτό θα είναι αρκετό και τότε θα επιστρέψει -στην ημερήσια διάταξη- η αναγκαιότητα για να γίνει κάτι περισσότερο από μια απλή υποτίμηση, μια κυριολεκτική υλική καταστροφή όλων των μορφών του υπάρχοντος κεφαλαίου. Σ’ αυτό το σημείο, η τάση προς τον γενικευμένο πόλεμο θα επιβαλλόταν, χωρίς -φυσικά- αυτό να σημαίνει ότι μια τέτοια καταστροφή μπορεί να προγραμματιστεί, πίσω από τις κλειστές πόρτες κάποιας αίθουσας συνεδριάσεων. Όπως και κατά τη διάρκεια των προηγούμενων κύκλων, ο πόλεμος θα προκύψει ως η ολοκλήρωση μιας μακράς διαδικασίας σύγκρουσης ανάμεσα σε διάφορα -κρατικά και μη- υποκείμενα. Σε αυτήν την περίπτωση, η ποσότητα και η έκταση των συγκρούσεων -που βρίσκονται τώρα σε εξέλιξη- θα φωτιστούν υπό διαφορετικό πρίσμα. Λέγοντας αυτό και κλείνοντας, μακριά από εμένα μια αντίληψη που θέλει την επίλυση όλων των θεωρητικών προβλημάτων μέσα από μια “ορθή” χρήση της αναλυτικής κατηγορίας του πλασματικού κεφαλαίου. Υπάρχουν ζητήματα που παραμένουν ανοιχτά, ιδιαίτερα σε σχέση με τη δυνατότητα και τους τρόπους μιας συνολικής αναδιάρθρωσης των ταξικών σχέσεων, ως μια πύλη εξόδου από την κρίση, καθώς και με πιθανές παρεξηγήσεις, όπως εκείνη της απόλυτης άρνησης των δυνατοτήτων για μια οικονομική ανάκαμψη ή της αναπαράστασης μιας αναπόφευκτης παρακμής -σχεδόν με φυσιοκρατικούς όρους- του ΚΤΠ. Μέσα από άλματα θα προκύψει το χάος. Αλλά -όπως πάντα- ένα χάος που ορίζεται από την πάλη των τάξεων και τις κοινωνικές προοπτικές. Χωρίς φυσικά να μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα αμοιβαίας καταστροφής των αντιμαχόμενων τάξεων.

[*] Ο κομμουνισμός είναι και παραμένει το μοναδικό δυνατό ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά, η μορφή και το περιεχόμενο του δεν είναι αμετάβλητα, αλλά ιστορικά και ασυνεχή. Μια ολόκληρη εποχή -εκείνη του εργατικού κινήματος και του προλεταριακού προγράμματος- πέρασε και δεν γυρνάει. Επομένως, όσοι θέτουν το πρόβλημα της επανάστασης, πρέπει να ερμηνεύσουν σε βάθος όλες τις συνέπειες. Χρειάζεται να γίνει αντιληπτή η σχέση που υπάρχει σήμερα ανάμεσα στους καθημερινούς αγώνες τους προλεταριάτου, την επανάσταση και τον κομμουνισμό […]

Το Il Lato Cattivo [H Άσχημη Πλευρά] είναι ένα [ιταλόφωνο] περιοδικό που συντασσόταν από ένα περιορισμένο πυρήνα ατόμων, που σχηματίστηκε μεταξύ του 2010 και 2011, μέσα στο μακρύ κύμα της κρίσης και της ελληνικής εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008, έχοντας ως συστατική ιδέα πως (ιδιαίτερα) αυτά τα δυο γεγονότα είχαν δώσει και πάλι νόημα στη λέξη επανάσταση, αναθερμαίνοντας τη σχέση που εκ των πραγμάτων είναι πολύπλοκη, δεν είναι αυτόματη, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι υπαρκτή: τη σχέση ανάμεσα στην κρίση και τον κομμουνισμό. Σήμερα αυτός ο πυρήνας, περιορισμένος σε απόλυτους αριθμούς, βρίσκεται διάσπαρτος ανάμεσα στην Ιταλία και τη Γαλλία. Μέσα σε αυτά τα έξι χρόνια δημοσιεύθηκαν δυο έντυπα τεύχη του περιοδικού, του οποίου η κυκλοφορία είναι απολύτως άτακτη. Εκτός από το περιοδικό, επιμελούμαστε και ένα blog, στο οποίο δημοσιεύουμε παλιό και νέο υλικό που θεωρούμε ότι συμπληρώνει, επιβεβαιώνει και εμπλουτίζει τα περιεχόμενα του περιοδικού. Με την ίδια πρόθεση κυκλοφορούμε και μοιράζουμε και άλλο έντυπο υλικό […]

απόσπασμα από την ενότητα “ποιοι είμαστε” του illatocattivo.blogspot.com

Σημειώσεις του Μεταφραστή:

[1] Karl Paul Polanyi (1886-1964): Μελετητής και θεωρητικός (πολιτικής οικονομίας, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας και ανθρωπολογίας) από την Αυστροουγγαρία, ένθερμος πολέμιος του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού της εποχής του.

[2] Συνιδρυτής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας [PCI], το Γενάρη του 1921 -μετά από τη διάσπαση στο συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Λιβόρνο- και πρώτος γενικός γραμματέας του, μέχρι και τη διαδοχή του το 1924 “από το μαθητή του Αντόνιο Γκράμσι”, ο Αμεντέο Μπορντίγκα (1889-1970) υπήρξε διεθνώς ένας από τους κύριους πολιτικούς εκφραστές της κομμουνιστικής αριστεράς, βασικός πολέμιοςμέσα και έξω από τους κόλπους της Γ’ Διεθνούς- “της μπολσεβίκικης ηγεμονίας και των εκφυλισμών του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος”.

[3] Από τα γραπτά του Γάλλου Γκυ Ντεμπόρ, αιρετικού μαρξιστή και “άτυπου ηγέτη” αρχικά της Λετριστικής (1952-57) κι έπειτα της Καταστασιακής Διεθνούς (1957-1972), (μεταξύ άλλων) στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει.

Εισαγωγή στην Κοινωνία του Θεάματος. Μετάφραση: Γιόλα Γεωργαντζή. Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1979.

Η Κοινωνία του Θεάματος. Μετάφραση: Σύλβια Παπαδοπούλου. Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010.

[4] Jacques Camatte: Mαρξιστής στοχαστής και μέλος του Partito Comunista Internazionalista [PCInt], του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος που είχε ιδρυθεί το 1943 στην Ιταλία. Το 1966 θα ηγηθεί μιας (από τις πολλές) διασπάσεις του, για την “υπεράσπιση της κληρονομίας του Μπορντίγκα” και μέσα από την ομάδα και το περιοδικό Invariance [Μεταβλητότητα], από το ‘68 κι έπειτα θα επαναφέρει στην επιφάνεια -μαζί με τον Giorgio Cesarano- τη μαρξιστική αναλυτική κατηγορία της “υπαρκτής κυριαρχίας” του κεφαλαίου. Στα ελληνικά, κείμενα του έχουν δημοσιευθεί (μεταξύ άλλων) στο rioters.espivblogs.net

[5] Moishe Postone: Iστορικός, φιλόσοφος και πολιτικός οικονομολόγος από τον Καναδά. Καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και μέλος της Επιτροπής Εβραϊκών Σπουδών του.

Μια συμβολή από τη Γαλλία: Νέος τρόπος πληροφορικής παραγωγής και διάχυτος ξεσηκωμός.

Από τον αναρχικό φίλο και σύντροφο Simone Le Marteau λάβαμε, μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε (στα ελληνικά) την ακόλουθη συμβολή, με τίτλο Νέος τρόπος πληροφορικής παραγωγής και διάχυτος ξεσηκωμός”, συνοδευόμενη από τρία συνθήματα σε τοίχους των γαλλικών πόλεων ( “ενάντια στην αστυνομική βια, η βια στους δρόμους”, “η οικονομία ή η ζωή;” , “η Γαλλία είναι ένα μηντιακό-αστυνομικό κατασκεύασμα”).

Δημοσιεύθηκε (στα ιταλικά) στις 7/12/2020 στο roundrobin.info

Μετάφραση: Προλεταριακή Πρωτοβουλία. Αθήνα, Δεκέμβρης 2020

Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σημείο ρήξης, σε ένα πολύ βαθύ σημείο ρήξης […] ένα σημείο ρήξης του σύγχρονου καπιταλισμού”.

Εμανουέλ Μακρόν, συνέντευξη στο περιοδικό il Grand Continent, 12/11/2020.

Η οικονομία ή η ζωή;”, αναρωτιόταν κάποιος σε έναν τοίχο κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown.

Πράγματι, αν και ήταν αναμενόμενη η φθινοπωρινή άφιξη του “δεύτερου κύματος”, η κυβέρνηση Μακρόν άνοιξε και πάλι όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες και κάλεσε τον κόσμο να πάει διακοπές για να ξοδέψει χρήματα. Το ίδιο συνέβη και με το τέλος της απαγόρευσης κυκλοφορίας και την έναρξη της δεύτερης “καραντίνας”: παρέμειναν τα νηπιαγωγεία, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια σε διαδικτυακή λειτουργία . Η παραγωγή συνεχίστηκε αδιάκοπα, αναγκάζοντας εκατομμύρια άτομα να στοιβάζονται στους χώρους εργασίας και τα δημόσια ΜΜΜ. Αντίστοιχα, η κατάρρευση του γαλλικού δημόσιου συστήματος υγείας κατά τη διάρκεια του Οκτώβρη και του Νοέμβρη –ενός συστήματος γονατισμένου ήδη έπειτα από πολλά χρόνια ιδιωτικοποιήσεων, περικοπών κονδυλίων και επισφαλειοποίησης του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού- υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε εξαιτίας της έλλειψης κλινών και ιατρικού εξοπλισμού, να πραγματοποιηθούν διακομιδές ασθενών σε άλλες περιοχές, ή ακόμα και σε συνορεύουσες χώρες όπως η Ελβετία. Πράγματι, από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000 κι έπειτα -μέσα από την εναλλαγή κυβερνήσεων, αρχικά σοσιαλιστικών κι έπειτα με την άφιξη του Νικολά Σαρκοζί- τα νοσοκομεία μετατρέπονται σε επιχειρήσεις που τηρούν τους προϋπολογισμούς, δηλαδή που περικόπτουν το κόστος λειτουργίας τους. Σήμερα, η ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη ενώ εν τω μεταξύ οι ιδιωτικές κλινικές -ολοένα και πιο συνδεδεμένες με μεγάλους διεθνείς ομίλους- ευημερούν. Γι’ αυτό και το 2019 ήταν μια χρονιά κινητοποιήσεων και απεργιών στα νοσοκομεία ενώ 1.300 εργαζόμενοι και εργαζόμενες στην πρωτοβάθμια υγεία έφτασαν -μέχρι και στο σημείο- να παραιτηθούν από τις γραφειοκρατικές υποχρεώσεις τους. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών είχαν υπάρξει και έντονες κινητοποιήσεις από το νοσηλευτικό προσωπικό των οίκων ευγηρίας, με τις οποίες κατήγγειλαν μια συνθήκη παρόμοια μ’ εκείνη των δημόσιων νοσοκομείων. Η επιχειρηματοποίηση του συστήματος υγείας –όπως άλλωστε και εκείνη όλων των άλλων κοινωνικών υπηρεσιών- στο Παρίσι όπως και στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη όπως και στην Αθήνα, είναι προϊόν των τελευταίων σαράντα χρόνων εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Η κραυγή “Δεν Υπάρχει Εναλλακτική” [There Is No Alternative” (ΤΙΝΑ)] της σιδηράς κυρίας Μάργκαρετ Θάτσερ ακούγεται πλέον ακόμα πιο σαρδόνια.

Άλλωστε, ο ταξικός χαρακτήρας των σημερινών γαλλικών πολιτικών -που στρέφονται ενάντια στις κατώτερες τάξεις- εκφράζεται επίσης και μέσα από την εργασιακή μεταρρύθμιση [Loi Travail] –που ξεκίνησε πριν μερικά χρόνια και ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη- με την οποία επιδιώκεται η περαιτέρω ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, ώστε να επιτρέπεται στις επιχειρήσεις να προχωράνε -ακόμα πιο εύκολα- σε απολύσεις εργαζομένων. Επιδιώκεται η αδρανοποίηση των εθνικών συλλογικών συμβάσεων, μέσω της διαπραγμάτευσης της σύμβασης σε επιχειρησιακό επίπεδο, για να αφήσει -ουσιαστικά- τον εργαζόμενο μόνο του, “γυμνό”, χωρίς δικαιώματα και εγγυήσεις απέναντι στους εργοδοτικούς εκβιασμούς. Ως προς αυτό, το μαζικό πέρασμα στην τηλεργασία -κατά τη διάρκεια της επιδημίας- αποτέλεσε μια καλή ευκαιρία και πρέπει να θεωρούνται δεδομένες οι δυσκολίες που θα υπάρξουν μελλοντικά ως προς τις διεκδικήσεις, τις απεργίες, τη συλλογική οργάνωση των εργαζομένων κλπ. Από την άλλη, η μεταρρύθμιση “σημείων” του συνταξιοδοτικού συστήματος από τους πολιτικούς και τα αφεντικά φρεναρίστηκε, αφού αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν συντονισμένα, ως προς το όριο ηλικίας για το δικαίωμα πλήρους συνταξιοδότησης στα 64 έτη (όπως προέβλεπε το αρχικό σχέδιο νόμου τους). Αυτό επιτεύχθηκε χάρη στις συνταρακτικές μαζικές κινητοποιήσεις του 2019, οι οποίες –γράφοντας μια σημαντική σελίδα στην ιστορία της ευρωπαϊκής πάλης των τάξεων– έθεσαν σε κίνηση -ανάμεσα σε διάφορες άλλες μορφές αγώνα– δράσεις σαμποτάζ από τους εργάτες του συνδικάτου CGT, στο σύστημα ηλεκτρισμού στη Λυών και την περιοχή της Ζιρόντ, καθώς επίσης και -σχεδόν εντελώς απροσπέλαστα- μπλόκα των μεταφορών, των λιμανιών, των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής και πυρηνικής ενέργειας, των διυλιστηρίων, των διάφορων δημόσιων και των ιδιωτικών οργανισμών, τα οποία και διήρκησαν για πάνω από ένα μήνα. Επίσης, υπήρξαν κινητοποιήσεις στα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τη δημόσια υγεία, τα δικαστήρια και το νομικό κλάδο, στους πυροσβέστες και τους δημοσιογράφους. Προσωπικά, πιστεύω πως είναι ξεκάθαρο το γεγονός ότι δεν μπορούμε, ούτε θέλουμε να γυρίσουμε πίσω: τέλος του “κοινωνικού κράτους”, τέλος του “κοινωνικού ανελκυστήρα”, τέλος της αυταπάτης περί “ευημερίας για όλους”. Εξίσου όμως είναι αλήθεια πως μπορούν να δημιουργηθούν συνθήκες αντίστασης και υπεράσπισης των εδαφών, νέες δυνατότητες αυτονομίας για τους εκμεταλλευόμενους, τους αποκλεισμένους, τους προλετάριους. Μέσα στη σημερινή συνθήκη, η απαξίωση των δρώμενων που εξελίσσονται μέσα στην πολυπλοκότητα της πραγματικότητας, το κλείσιμο μέσα στο δικό μας “μικρόκοσμο”, το μίσος για όλους και για όλα, ισοδυναμεί μονάχα με την τροφοδότηση της θλίψης και της απέχθειας.

Επομένως, η εξελισσόμενη παγκόσμια πανδημία σαρώνει τη χώρα μέσα στη συγκεκριμένη (οικονομική, πολιτική και κοινωνική) συνθήκη, η οποία και οξύνεται από την κρίση του 2008 κι έπειτα. Το ξέσπασμα της πανδημίας του COVID-19 επιταχύνει περαιτέρω το ψηφιακό παράδειγμα, την πορεία του νέου πληροφορικού τρόπου παραγωγής και την αναδιάρθρωση του Κεφαλαίου και του Κράτους. Άλλωστε, το σκοτεινό εξουσιαστικό και μιλιταριστικό πλαίσιο που διαμορφώνεται συμπίπτει εντελώς μ’ εκείνο που περιγραφόταν –ήδη από τον Απρίλη του 2003- στην έκθεση του ΝΑΤΟ με τίτλο “Στρατιωτικές επιχειρήσεις σε αστικό έδαφος το έτος 2020” [UO2020] .

Πιο συγκεκριμένα η γαλλική κοινωνία -όπως και όλες οι δυτικές κοινωνίες- ζει σε μια περίοδο βαθιάς μεταβολής. Κάθε πεδίο αυτής της αστικής Δημοκρατίας -τα Δικαιώματα της, το Σύνταγμα της και η Βουλή της- έχει καταπατηθεί. Βρισκόμαστε ενώπιον ανεπανάληπτων αλλαγών σε συμπυκνωμένο χρόνο: από την κλιματική στην ανθρωπολογική αλλαγή, από το (μόνιμο πλέον) Κράτος έκτακτης ανάγκης στη ψηφιοποίηση της ζωής. Το γαλλικό Κράτος, αυτό το πατερναλιστικό και ρατσιστικό, προνοιακό και αποικιοκρατικό Κράτος, συνεχίζει να χρησιμοποιεί αδιάκοπα -αν και όλο και πιο δύσκολα- το μαστίγιο και το καρότο: από τη μια πλευρά, το “καθεστώς πολιτικής προστασίας”, από την άλλη ο έλεγχος και η καταστολή. Με τη στρατιωτική Eπιχείρηση Sentinel, 7000 μισθοφόροι και 3000 έφεδροι ανέλαβαν περιπολία στους δρόμους καθώς και τη φύλαξη ευαίσθητων δημόσιων χώρων. Μια καταστολή που εμφανίζεται φορώντας και τις κουκούλες του αστυνομικού σώματος BAC, υπό τον ήχο των γκλοπ ενάντια σε κάθε μορφή διαμαρτυρίας.

Σε κάθε περίπτωση, η κυρίαρχη τάση των τελευταίων χρόνων ήταν εκείνη της φτωχοποίησης. Τώρα προστίθεται (κυρίως για μια σαστισμένη μικροαστική τάξη) το αίσθημα απελπισίας (με τα τυφλά χτυπήματα “τρομοκρατών” εναντίον του πληθυσμού να συνεχίζονται κανονικά) και σκεπτικισμού (λίγοι ήταν εκείνοι που κατέβασαν -στα κινητά τους- τις διάφορες εφαρμογές για την ψηφιακή ιχνηλάτηση του COVID-19), επομένως το αίσθημα της έλλειψης εμπιστοσύνης και της απέχθειας προς τους θεσμούς.

.Ζούμε σε μια τεταμένη ατμόσφαιρα, συνεχούς υποβόσκουσας βίας, κυρίως στις μητροπολιτικές περιοχές. Μια εξατομικευμένη και φαντασμαγορική, φρενήρη και αλλοτριωμένη καθημερινότητα, υπερ-συνδεδεμένη και εμπορευματοποιημένη, τυλιγμένη από την ιδεολογία της παραγωγικότητας και του ανταγωνισμού.

Ζούμε μέσα σε μια παγκόσμια ψηφιακή περίφραξη”

M. Christophe Castaner, υπουργός Εσωτερικών.

Αν ο έλεγχος των εργαζομένων από απόσταση επιτυγχάνεται με τη ροή των δεδομένων, χάρη στην πληροφορική και τα καλώδια που είναι περασμένα κάτω από τα πόδια μας, τότε μπορούμε να διακρίνουμε άμεσα -σε αντικατοπτρισμό- και τις χίλιες αλυσίδες που βρίσκονται σε φάση σχεδιασμού. Το σχέδιο μας είναι η διασύνδεση όλων των αντικειμένων ενός σπιτιού”, ανακοίνωνε προ δεκαετίας η εταιρία ρομποτικής Violet. Ο Μεγάλος Αδελφός -σε επικαιροποιημένη έκδοση- παρατηρεί, ελέγχει και συμβάλει στην πειθάρχηση από το Παρίσι και τη Νίκαια μέχρι τα πιο περιφερειακά κέντρα. “Η Νίκαια είναι η πλέον βιντεο-επιτηρούμενη πόλη της Γαλλίας με μια κάμερα ανά 273 κατοίκους, έναντι μια ανά 1000 κατοίκους στο Παρίσι. Πρόκειται για “έξυπνες κάμερες”: τα λογισμικά τους είναι βασισμένα σε αλγόριθμους που είναι σε θέση να εντοπίζουν ασυνήθιστες συμπεριφορές πεζών και οχημάτων που κινούνται στους δρόμους της πόλης. Οι εικόνες ταξιδεύουν μέσα από ένα ασφαλές δίκτυο οπτικής ίνας μέχρι να φτάσουν στο war room της αίθουσας επιχειρήσεων. 14 γιγαντοοθόνες, χωρισμένες με τη σειρά σε μικρότερες, εξετάζουν αδιάκοπα ότι κινείται και αναπνέει σε αυτή την πόλη”.

Έχει υπολογιστεί πως σε λιγότερα από δέκα χρόνια από σήμερα, σχεδόν 100 τρισεκατομμύρια [100.000 εκατομμύρια!] ψηφιακοί δέκτες θα υφαίνουν το ανθρώπινο και φυσικό περιβάλλον, ώστε να διαμορφώνουν έναν “έξυπνο κόσμο”. Αυτος είναι ο αστεακός χώρος ως πεδίο επιχειρήσεων, αυτή είναι η ολοκληρωτική μητρόπολη του μέλλοντος: υπερ-τεχνολογική και στρατιωτικοποιημένη, “έξυπνη” και γεμάτη με ροές δεδομένων και νευρώσεων. Το 5G, αυτή η τεχνολογία που είναι αναγκαία για την ανταγωνιστικότητα της χώρας”, θα αποτελέσει τη χειροπιαστή υποδομή αυτού του νέου τρόπου πληροφορικής παραγωγής, ο οποίος έχει αρχίσει ήδη να διαμορφώνεται. Πράγματι, αν και καθυστερημένα, συγκριτικά με άλλες χώρες (Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία), παρά τις αντίθετες φωνές και τις μπόλικες κεραίες που πυρπολήθηκαν σε διάφορες περιοχές, παρ’ όλα αυτά ξεκίνησε ο διαγωνισμός ανάθεσης των συχνοτήτων ανάμεσα στις τέσσερις γαλλικές εταιρίες κινητής τηλεφωνίας (Orange, Sfr, Bouygues Telecom και Iliad-Free). Όλα αυτά, αρχίζουν να υλοποιούν την “καπιταλιστική ουτοπία” . Αυτό που μένει να φανεί είναι οι τρόποι με τους οποίους αυτές οι νέες τεχνολογίες θα επηρεάσουν τις ζωές εκατομμυρίων εργαζομένων, συνδικαλιστών και συνδικαλιστριών βάσης, μεταναστών και μεταναστριών, αγωνιστών και αγωνιστριών. Όπως επίσης, μένει να φανεί ποιες θα είναι οι επιπτώσεις που θα υπάρξουν στα μυαλά των αντρών και των γυναικών, ποια θα είναι η επιρροή που θα ασκηθεί στη φύση από το Διαδίκτυο των Πραγμάτων [Internet of Things], τις έξυπνες πόλεις” [smart cities] και τα Big Data.

Εδώ και κάποια χρόνια, σε αυτά εδώ τα μέρη, στα γαλλικά εδάφη είδαμε -με παύσεις- έναν κοινωνικό αναβρασμό με αγώνες, απεργίες, διαδηλώσεις και ημέρες πραγματικού κοινωνικού ξεσηκωμού. Σε επίπεδο διάρκειας, οι συγκεκριμένες κινητοποιήσεις -όπως ακούγεται συχνά- “έχουν ήδη σπάσει όλα τα ρεκόρ του Μάη του ‘68”. Εκ των πραγμάτων, οι διαμαρτυρίες έφτασαν μέχρι και στα πλέον απομακρυσμένα μέρη, όπου δεν είχε εκδηλωθεί ποτέ μέχρι σήμερα -ούτε πενήντα χρόνια πριν- η κοινωνική δυσαρέσκεια. Από το πρόσφατο παρελθόν, θυμάμαι το 2018 τη γέννηση του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων, το οποίο ξεκινώντας από μια μερική διεκδίκηση (από το “όχι στην αύξηση της τιμής της βενζίνης που είχε εξαγγελθεί από την κυβέρνηση) κατάφερε άμεσα να αναδείξει οικολογικές διεκδικήσεις και προτάγματα κοινωνικής δικαιοσύνης. Ένα αντιφατικό κοινωνικό κίνημα, σε κάθε περίπτωση πολύ ενδιαφέρον, με κύρια χαρακτηριστικά την άρνηση αποδοχής ηγετών καθώς και εκείνη της μετεξέλιξης του σε κόμμα. Ένα αυτοοργανωμένο κίνημα με εσωτερικά κομμάτια που πραγματώνουν (μέσα από την Συνέλευση των Συνελεύσεων) την άμεση δημοκρατία και προτάσσουν τον ελευθεριακό κοινοτισμό. Σε σχέση με την έκταση, τη διάρκεια και τη γενίκευση της σύγκρουσης, νομίζω ότι τα τα γαλλικά κοινωνικά δρώμενα των τελευταίων χρόνων αποτελούν πιθανώς -μαζί με τις εξεγέρσεις του περασμένου καλοκαιριού στις ΗΠΑ- κάτι το πρωτοφανές για τη σύγχρονη εποχή της Δύσης. Είναι ξεκάθαρο ότι αυτή η κοινωνική πόλωση οδηγεί σε μια όξυνση των συσχετισμών ισχύος. Εκτός από τις καθημερινές “επιχειρήσεις σκούπα”, τις βίαιες εισβολές και έρευνες που εξελίσσονται στα προάστια των πόλεων, “ κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε χρόνων, ο αριθμός των ανθρώπων που σκοτώθηκαν από τη γαλλική αστυνομία είναι πάνω από διπλάσιος και πλέον αγγίζει ένα μέσο όρο 25 με 30 νεκρών ανά έτος. Τα θύματα συνεχίζουν να προέρχονται κυρίως από τις εθνικές μειονότητες και την εργατική τάξη”, έγραφε πρόσφατα στη εφημερίδα Guardian ο ερευνητής Mathieu Rigouste. Όσον αφορά τις διαδηλώσεις, μονάχα κατά τη διάρκεια του 2019, υπήρξε ένας τεράστιος αριθμός συλλήψεων, 4 νεκροί και τουλάχιστον 2500 τραυματίες, χωρίς να αναφερθούν τα δεκάδες άτομα που χάσανε οριστικά τα μάτια τους ή άλλα μέλη του σώματος τους, μέσω της αστυνομικής χρήσης όπλων, όπως το LBD (flashball) που πυροβολεί ισχυρότατες πλαστικές σφαίρες, η χειροβομβίδα Stinger και -μέχρι πριν λίγους μήνες- η χειροβομβίδα GLI-F4, η οποία και περιέχει 26 γραμμάρια ΤΝΤ. Η Γαλλία είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που χρησιμοποιεί επίσημα “μη θανατηφόρες χειροβομβίδες”.

Πρέπει ν’ ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη”

Jan Casteux, πρωθυπουργός.

Μέσα σε αυτήν την αποσαθρωμένη κοινωνική οργάνωση, η οποία στερείται -όλο και περισσότερο- τη συναίνεση, προέκυψε ο νόμος Παγκόσμιας Ασφάλειας”, που σχεδιάστηκε και ήρθε προς ψήφιση από τους νομοθέτες του [προεδρικού κόμματος] En Marche, οι οποίοι και τον έγραψαν. Πιο συγκεκριμένα, τον συνέταξε ένας συνταξιούχος μπάτσος έτσι ώστε ν’ αντιμετωπιστούν “οι νέες προκλήσεις για τη γαλλική ασφάλεια”. Περισσότερη εξουσία στα αστυνομικά σώματα και τα αντίστοιχα της ιδιωτικής ασφάλειας, ενίσχυση του μηχανισμού μαζικής επιτήρησης του γαλλικού Κράτους, με drones και πρόσβαση σε όλο το σύστημα των καμερών ασφαλείας. Επίσης, το άρθρο 24 αυτού του νόμου τιμωρεί -με ποινές μέχρι ενός έτους κάθειρξης και πρόστιμο που μπορεί να φτάσει τις 45.000 ευρώ- όποιον “διακινεί με οποιοδήποτε μέσο την εικόνα του προσώπου ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό ενός αξιωματικού της αστυνομίας ή της εθνικής χωροφυλακής εν ώρα επιχείρησης, με σκοπό να βλάψει τη ψυχολογική και φυσική του υπόσταση. Επιπλέον, η αστυνομία θα μπορεί να χρησιμοποιεί τις τεχνικές αναγνώρισης προσώπου, στέλνοντας σε ζωντανή σύνδεση τις εικόνες στα αστυνομικά τμήματα, ώστε να πραγματοποιούνται κατευθείαν προληπτικές προσαγωγές και συλλήψεις. Όμως, παρά τους περιορισμούς της ελευθερίας που επιβλήθηκαν με το lockdown , μέσα στη συγκεκριμένη κατασταλτική συνθήκη, οι “σπάστες” [“casseur”] και τα “αποβράσματα” [“la racaille”], ένα τεράστιο πλήθος κόσμου, κουρασμένου από τη βία των μπάτσων [flics], το Σάββατο 29 Νοέμβρη 2020, έδωσε μάχη με τις αστυνομικές δυνάμεις, περνώντας διά πυρού και σιδήρου το κέντρο του Παρισίου, ένα από τα πιο πολυτελή του κόσμου, εκείνου που φιλοξενεί το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Ευρώπης. Εκείνη την ημέρα, σε αυτή την “πορεία για την ελευθερία” συμμετείχαν 500.000 άτομα σε όλη τη Γαλλία (130.000 σύμφωνα με το υπουργείο). Επιτόπια αναστροφή και για αυτόν τον αμφιλεγόμενο νόμο ενώ τώρα μένει να δούμε ποια θα είναι τελικά τα άρθρα που θα αλλαχτούν κατευθείαν από την προεδρική κατοικία στα Ηλύσια Πεδία.

Στο εξωτερικό μέτωπο, υπάρχει μια αύξηση των γαλλικών στρατιωτικών επεμβάσεων, οι οποίες μετρώντας μονάχα τις “επίσημες” -κατά τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα χρόνων- είναι περισσότερες από πενήντα. Για το 2020 οι προβλεπόμενες δαπάνες για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις άγγιξαν τα 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ, από τα οποία τα 100 εκατομμύρια για εκείνες στο εσωτερικό της εθνικής επικράτειας. Παρ’ όλα αυτά, για την αποστολή στο Sahel (επιχείρηση Barkhane) [1], την παραμονή δυνάμεων στο Ιράκ (επιχείρηση Chammal), την αποστολή Lynx στην Εσθονία και τη φρούρηση του εναέριου χώρου των Βαλτικών Δημοκρατιών στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, για την επέμβαση στη Βηρυτό με την επιχείρηση Amitiè, την αποστολή επιτήρησης των στενών του Ορμούζ (Agenor), τη διαρκή συμμετοχή στην ευρωπαϊκή πολεμική ναυτική αποστολή “Ειρήνη”, τη παρουσία στο εσωτερικό της δύναμης του ΟΗΕ στο Λίβανο [UNIFIL] με την επιχείρηση Daman, καθώς επίσης και τις εσωτερικές επιχειρήσεις Sentinel (για τον έλεγχο της επικράτειας) και Resilience (για την αντιμετώπιση της επιδημίας του COVID-19), είναι πολύ πιθανό αυτά τα εγκεκριμένα κονδύλια να αποδειχτούν ανεπαρκή. Ο γαλλικός στρατιωτικός παρεμβατισμός, κυρίως στη -πλούσια σε ουράνιο, χρυσό και πετρέλαιο- λεγόμενη “Γαλλική Αφρική” [Françafrique], δικαιολογείται “απόλυτα” ώστε “να συνεχιστεί ο αγώνας ενάντια στην τρομοκρατία γιατί αυτό που συμβαίνει στο Sahel, η ανασφάλεια που επικρατεί τώρα στην περιοχή, αφορά όλους εμάς τους Ευρωπαίους”, σύμφωνα με τα λεγόμενα του υπουργού Άμυνας Florence Parly. Είναι ξεκάθαρο πως η νεο-αποικιοκρατική επιβολή μέσω του φράγκου CFA (νομίσματος που αρχικά ονομαζότανφράγκο των γαλλικών αποικιών της Αφρικής”) δεν τερματίστηκε ποτέ. Αντίθετα, υπενθυμίζω επίσης ότι η Γαλλία μπορεί να υπολογίζει στην ισχύ 300 πυρηνικών κεφαλών, αποτελεί τον πρώτο εξαγωγέα όπλων της ΕΕ και δεύτερο σε όλον τον κόσμο μετά τις ΗΠΑ. Η Simon Weil, μια Γαλλίδα ελευθεριακή θεωρητική και στρατευμένη, σε μερικά γραπτά της εντόπιζε αναλογίες ανάμεσα “στην αρχαία Ρώμη, το γαλλικό εθνικισμό και τη ναζιστική Γερμανία” επομένως “δεσμούς” ανάμεσα σε ιστορικά πρόσωπα όπως ο Λουδοβίκος ο 14ος, ο καρδινάλιος Ρισελιέ, ο Ναπολέοντας ο 3ος, ο Καίσαρας, ο Χίτλερ και ο Στάλιν. Επιπλέον, η La Weil εννοούσε αυτήν την κοινωνία ως μια τεράστια μηχανή που συνθλίβει στα γρανάζια της άντρες και γυναίκες, ανεξάρτητα από το όνομα που μπορεί να πάρει ο στρατιωτικός, διοικητικός και παραγωγικός μηχανισμός της.

Οι επισημάνσεις της παραμένουν σημαντικές γιατί εκτός των άλλων “οι επόμενοι […] δεν ακούν ποτέ τους νικημένους”.

H πρόοδος φτιάχνει πορτοφόλια από ανθρώπινο δέρμα”

Καρλ Κράους

Πριν την ολοκλήρωση αυτής της χαοτικής αναφοράς αναλύσεων, πληροφοριών και κάποιων πρόχειρων εντυπώσεων, ήθελα να μοιραστώ ένα κομμάτι ταξικής μνήμης, προερχόμενης από μια άλλη γενιά που αγωνίστηκε μέσα στη δική της εποχή. Μια εξεγερμένη γενιά που -ετσιθελικά- σκεπάστηκε με λήθη…

Βρισκόμαστε στην Ιταλία των αρχών της δεκαετίας του ‘80 του περασμένου αιώνα, κατά τη διάρκεια μιας άλλης μεταβολής στον τρόπο παραγωγής, με την οποία ξεκινούσε μια διαδικασία προς μια πιο ευκίνητη” και αποκεντρωμένη μορφή με μικρούς παραγωγικούς πυρήνες. Χάρη σε αυτή την τηλεματική αναδιάρθρωση ισχυροποιήθηκε η δομή κυριαρχίας ενός Κεφαλαίου σε “κρίση” (την εποχή εκείνη σχετιζόμενη με τις τεράστιες επενδύσεις για μόνιμες εγκαταστάσεις και τα αυξανόμενα κόστη -ας αναλογιστούμε μονάχα εκείνα που αφορούσαν τα εργατικά χέρια στα εργοστάσια-, απολύτως ανελαστικά, δεδομένης της ικανότητας εργατικής οργάνωσης απέναντι στην εργοδοσία). Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, μερικοί σύντροφοι θεώρησαν σημαντικό “τον προσδιορισμό των πιθανών μελλοντικών εκδοχών της ταξικής σύγκρουσης” , τη μελέτη της “Κυβερνητικής Διοίκησης” [Comando Cibernetico”] και τις πιθανές μορφές παρέμβασης ενάντια στην “κυριαρχία της κυβερνητικής κοινωνίας”, όπως λεγόταν εκείνη την εποχή: “[…] Το ζήτημα είναι ο επαναπροσδιορισμός του τρόπου, του κύκλου και των σχέσεων της παραγωγής, φροντίζοντας ταυτόχρονα και για τον επαναπροσδιορισμό του ανθρώπου και της αντίληψης του για την πραγματικότητα. Αυτή τη φορά θα πρόκειται -μέσα στην διαρκή αυταπάτη της Διοίκησης- για την οριστική αναίρεση της ιδέας για το αναπόφευκτο της κριτικής και της κοινωνικής εξέγερσης, της ταξικής αντίθεσης ως έμφυτου στοιχείου της κοινωνίας της εκμετάλλευσης” . Αυτές οι γραμμές προέρχονται από ένα περιοδικό του ανταγωνιστικού κινήματος με τίτλο “Πληροφορική και Κουλτούρα. Προς μια ανθρωπολογική επανάσταση;” , από το μακρινό 1981. Κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας, από το 1987 ως το 1996, στην Ιταλία γκρεμίστηκαν γύρω στους οκτακόσιους πυλώνες υψηλής τάσης, αν και λίγο αργότερα η σιωπή των συνειδήσεων (κι εκείνων από τις παντόφλες) θα κυριαρχούσε μέσα στα επόμενα χρόνια.

Κλείνοντας, η σημερινή πρόκληση παραμένει εκείνη που ήταν πάντοτε: το ατομικό και συλλογικό σπάσιμο των νέων -αόρατων αλλά υπαρκτών- αλυσίδων που μας σφίγγουν. Για τους επαναστάτες του 21ου αιώνα υφίσταται μια ουσιώδης διαφορά. Από αυτόν τον νέο τρόπο πληροφορικής παραγωγής δεν υπάρχει τίποτα που να αξίζει οικειοποίησης, αλλά μονάχα η ζωτική ανάγκη του αγώνα για την καταστροφή αυτής της “παγκόσμιας ψηφιακής περίφραξης” και των κοινωνικών σχέσεων που αυτή παράγει. Μέσα στην επείγουσα ανάγκη για μια διαδρομή ενάντια στην Τεχνική και το Χρόνο, πρέπει να φυλάξουμε στις καρδιές μας μια επίγνωση ακόμα πιο επίπονη, σε σχέση μ’ εκείνη του παρελθόντος. Μονάχα αν καταφέρουμε να εξαφανίσουμε μια για πάντα τον Homo œconomicus, αντικαθιστώντας την καπιταλιστική καταστροφή και την εξατομικευμένη κοινωνία με την κοινωνική επανάσταση και τις ελεύθερες κοινότητες των ατόμων: μόνο τότε μπορούμε να σώσουμε οτιδήποτε μπορεί ακόμα να σωθεί στη φύση, την ανθρωπότητα και τη ζωή.

Simone Le Marteau
Haute-Savoie, Δεκέμβρης 2020

ΣτΜ:

[1] Sahel (από το αραβικό Sahil που σημαίνει “το χείλος της ερήμου” ) ονομάζεται η περιοχή της υποσαχάριας Αφρικής που εκτείνεται βόρεια στην έρημο της Σαχάρας, νότια στη σαβάνα του Σουδάν, δυτικά ως τον Ατλαντικό ωκεανό και ανατολικά ως την Ερυθρά Θάλασσα, περιλαμβάνοντας (από τα δυτικά στα ανατολικά) τη Γκάμπια και τη Σενεγάλη, το νότιο τμήμα της Μαυριτανίας, το κεντρικό τμήμα του Μάλι, τη Μπουρκίνα Φάσο, το νότιο τμήμα της Αλγερίας και του Νίγηρα, το βόρειο τμήμα της Νιγηρίας και του Καμερούν, το κεντρικό τμήμα του Τσαντ, το νότιο τμήμα του Σουδάν, το βόρειο τμήμα του Νότιου Σουδάν και την Ερυθραία.

[ΚτΒ] Κάλεσμα στη Συγκέντρωση στο σημείο κρατικής δολοφονίας του αναρχικού μαθητή Α.Γρηγορόπουλου. 6/12/2020, 11:00. Εξάρχεια.

 

…Να θυμάσαι το χθες που ολούθε σε ζώνει

Και θα νιώσεις το σήμερα τι ζητάει από σένα

Που ετοιμάζει το πάλεμα του σφυριού με τ’ αμμωνι

Την καινούρια δύναμη, τη γοργόφταστη γέννα.

Αλέξης Παρνης.

12 Δεκέμβρηδες μετά από την 6η Δεκέμβρη του 2008 και την εν ψυχρώ εκτέλεση του δεκαπεντάχρονου συντρόφου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τους μπάτσους δολοφόνους Κορκονέα και Σαραλιώτη, οι οποίοι (ήδη εδώ και καιρό πλέον) με τη βούλα της αστικής “δικαιοσύνης” κυκλοφορούν ελεύθεροι.

12 Δεκέμβρηδες μετά από εκείνο το Σαββατόβραδο στα Εξάρχεια, όπου τα βήματα των πραιτόρων “με το ευαίσθητο νευρικό σύστημα” συντονίστηκαν μ’ εκείνα των δολοφόνων της Αναστασίας Τσιβίκα, του Ισίδωρου Ισιδωρόπουλου, του Χρήστου Κασίμη, του Ιάκωβου Κουμή, της Σταματίνας Κανελλοπούλου, του Χρήστου Τσουτσουβή, του Μιχάλη Καλτεζά, του Μιχάλη Πρέκα, του Νίκου Τεμπονέρα, του Χριστόφορου Μαρίνου, του Χάρη Τεμπερεκίδη, του Εντισόν Γιαχάι, της Κατερίνας Γκουλιώνη, του Τόνι Όνουα, της Μαρίας Κουλούρη, του Λάμπρου Φούντα, του Αλίμ Αμπντούλ Μάναν, του Νικόλα Τόντι, του Σαχζάτ Λουκμάν, του Θανάση Καναούτη, του Παύλου Φύσσα, της Zackie Oh, του Πετρίτ Ζίφλε, του Βασίλη Μάγγου και ο κατάλογος των δολοφονημένων από τα ένστολα και μη, κρατικά και παρακρατικά μαντρόσκυλα του κεφαλαίου και του κράτους του (στους δρόμους και τις πλατείες, στα σύνορα και τις φυλακές, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα αστυνομικά κρατητήρια) δεν έχει τέλος…

12 Δεκέμβρηδες μετά από τη μεγαλύτερη κοινωνική-ταξική εξέγερση που ξέσπασε -από το Νοέμβρη του 1973 κι έπειτα- σε αυτόν τον τόπο, μετά από εκείνη την ορμητική εισβολή στο προσκήνιο της ιστορίας των αγωνιζόμενων και των εξεγερμένων, των “αόρατων” ντόπιων και μεταναστών (κυρίως) νεολαίων, μαθητών και μαθητριών, φοιτητών και φοιτητριών, εργαζομένων, ανέργων, απόκληρων και αποκλεισμένων της γελληνικής “Δημοκρατίας”, που από εκείνο το βράδυ και για πολλά μερόνυχτα βγήκαν ξανά στους δρόμους της οργής, επιστρέφοντας στο αστικό κράτος ένα μερτικό εκδίκησης. Μια εξέγερση που δεν εκδηλώθηκε σε “ουδέτερο” χρόνο και έδαφος, αλλά μέσα σε μια δοσμένη συνθήκη, στο κατώφλι της καπιταλιστικής κρίσης και του περάσματος από τα χρόνια της πλαστής “ευμάρειας” και της δήθεν “ανάπτυξης” σ’ εκείνα της χρεοκοπίας και των μνημονίων. Μια εξέγερση που –από το κέντρο και τις συνοικίες της Αθήνας και όλης της χώρας- μπόρεσε να στείλει τα δικά της σήματα καπνού και ν’ αποτελέσει διεθνές σημείο αναφοράς για ένα πλήθος αντικρατικών – αντικαπιταλιστικών-αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων, κινητοποιήσεων, άμεσων δράσεων και ξεσηκωμών όλου του κόσμου.

Μια εξέγερση που όντως -όπως γραφόταν ήδη από τότε- “δεν ήταν απάντηση αλλά ερώτηση, ήταν εικόνα από το μέλλον”.

Μια εξέγερση με χρονική διάρκεια και εδαφική εξάπλωση, πλατιά συμμετοχή και ευρεία σύνθεση, η οποία –αν και έμεινε στη μέση…- δεν φύτρωσε από το πουθενά, αφού αποτέλεσε τον καρπό ενός πολύχρονου και πολύμορφου αγωνιστικού ριζώματος και άνθισε με λίπασμα τις νικηφόρες κινητοποιήσεις του φοιτητικού κινήματος και της αγωνιζόμενης νεολαίας ενάντια στην αντι-εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 2006-07. Μια εξέγερση μέσα στην πολυμορφία της οποίας μπόρεσαν να συναντηθούν –πίσω από τα οδοφράγματα και μέσα στις καταλήψεις, στις πλατείες και τους δρόμους, στις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις- οι διάφορες γενιές ντόπιων και μεταναστών, αγωνιστών και αγωνιστριών: εκείνη των 700 ευρώ” μ’ εκείνες του “Κάτσε καλά Γεράσιμε…”, του 1990-91 και των πρώτων χρόνων του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού.

Στις τράπεζες λεφτά, στη νεολαία σφαίρες…

σύνθημα του Δεκέμβρη

Μια εξέγερση πάνω στα νωπά σημάδια της οποίας άνοιξε και ο ελπιδοφόρος κύκλος των αντιμνηνομιακών ταραχών 2010-12 που παρά τον πλούτο, τη μακρόχρονη μαζικότητα και τη πρωτοφανή διάχυση του, έμελλε να κλειστεί μέσα στα ίδια τα όρια και τις αντιφάσεις του, έχοντας αποτύχει να βάλει φρένο στο μνημονιακό οδοστρωτήρα και την καθεστωτική επέλαση που στόχευε στη “σωτηρία της χώρας”, δηλαδή των αφεντικών της. Αυτή η συλλογική –και εν πολλοίς, ανομολόγητη και ανεπεξέργαστηήττα, ήταν εκείνη που τελικά κατέστησε σε αποδοτική για τους ιμπερια-ληστές “δανειστές” και την ντόπια ολιγαρχία, την κυβερνητική αναρρίχηση της σοσιαλδημοκρατίας που (σε συσκευασία “πρώτης φοράς αριστερά”) για άλλη μια φορά στην ιστορία υπηρέτησε επάξια τον παλιό κόσμο. Μέσα στο γενικευμένο κλίμα ταξικής οπισθοχώρησης, εργατικής υποτίμησης, κοινωνικής απογοήτευσης και κινηματικού κατακερματισμού, μετά από μια μακρόχρονη περίοδο “επαναδιατύπωσης και οργάνωσης της δεξιάς με το φασισμό, του κέντρου με το φιλο-ευρωπαϊσμό και του ευνουχισμού της αριστεράς με το ρεφορισμό”. Με τη διαμόρφωση του “νέου δικομματισμού” ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ (και τις απαραίτητες κεντροαριστεροδεξιές τσόντες) και μέσα από το διαχρονικό δόγμα “Νόμος και Τάξη”, επιτεύχθηκε η σταθεροποίηση του σαπισμένου αστικού πολιτικού συστήματος και η επιδεινωμένη “μεταμνημονιακή επιστροφή στην κανονικότητα”.

[…] Τα χέρια της ανοίγει, τραντάζεται η γη.

Στην αγκαλιά της κλείνει της φτώχειας την οργή.

Ουλές κόκκινης μνήμης στους δρόμους της μετρά,

καίγοντας τα στολίδια, στην πλάτη της καρφιά.

Τις τρύπες απ’ τις σφαίρες στους τοίχους ψηλαφεί,

συνθήματα από αίμα στο στήθος της ζωής.

Δεν μάτωσε από φόβο κι όρκο παλιό κρατά,

γυμνή από φτιασίδια να ορμήσει στη φωτιά.

Ξημέρωσε, μάς ένωσε.

Βαριανασαίνει και περιμένει τη φωτιά.

Υπεραστικοί, Δεκέμβρης 2013.

12 Δεκέμβρηδες μετά, εν μέσω του δεύτερου κύματος εξάπλωσης της πανδημίας που αφήνει πίσω της καθημερινά εκατοντάδες νεκρούς, διασωληνωμένους και εξακριβωμένους ασθενείς, με την εγκληματική κρατική διαχείριση της -από την νεοφιλελεύθερη-ακροδεξιά κυβέρνηση των “άριστων και νόμιμων ιδιοκτητών της χώρας”- να εξακολουθεί να σπέρνει τη φτώχεια και το φόβο, την εξαθλίωση και τον φιλοτομαρισμό, την εξατομίκευση και τον κοινωνικό εκφασισμό, τη “νόμιμη” βία και το θάνατο. Εν μέσω ταξικής υγειονομικής διαχείρισης, αναποτελεσματικής καραντίνας, επιλεκτικής επιβολής εξοντωτικών προστίμων, παρόξυνσης της κρατικής καταστολής με απαγορεύσεις συναθροίσεων, διαδηλώσεων και νυχτερινής κυκλοφορίας, με χημικό πόλεμο, αύρες και πολλές εκατοντάδες ξυλοδαρμούς, μαζικές συλλήψεις και προσαγωγές σε όλη τη χώρα, με την ακατάπαυστη πληρωμένη προπαγάνδα των καθεστωτικών ΜΜΕ, με τα (ένστολα και μη, πεζά ή εποχούμενα) αστυνομικά μπουλούκια να περιπολούν νυχθημερόν τους δρόμους, τρομοκρατώντας, μην τηρώντας κανένα πρόσχημα και μέτρο προφύλαξης, λειτουργώντας κυριολεκτικά (εκτός όλων των άλλων) ως κινούμενες εστίες υπερμετάδοσης και διασποράς του ιού αλλά και ως αναλώσιμο μισθοφορικό στράτευμα της κατασταλτικής εκστρατείας, για την δημιουργία κλίματος ασφάλειας για τον πολίτη αλλά και για τους επενδυτές, με την πάταξη της βίας και της τρομοκρατίας, της εγκληματικότητας και της ανομίας”.

Μια εντεινόμενη κατασταλτική εκστρατεία διαρκείας για την επιβολή της νέας σιδερόφρακτης δημοκρατίας της πυγμής”, μέσα στη νέα επιδεινούμενη υγειονομική-οικονομική κρίση, στην οποία -για ακόμα μια φορά- προΐσταται πολιτικά ο παρασημοφορημένος από το FBI-υπουργός παντός καιρού: εκείνος που δεν διαβάζει μνημόνια, νόμους και (εσχάτως ούτε) υγειονομικά πρωτόκολλα και δηλώνει ξεκάθαρα ότι η κρατική τρομοκρατία, η αστυνομοκρατία, οι απαγορεύσεις των διαδηλώσεων και το χαράτσωμα με τα πρόστιμα διεξάγεται με πρόσχημα τον ιό αφού σύμφωνα με τον ίδιο, ο Covid-19 δεν μεταδίδεται έξω στην ατμόσφαιρα, μεταδίδεται σε κλειστούς χώρους”. Άλλωστε ως γνωστόν, ο ιός δεν καταπολεμάται με ΜΕΘ αλλά με ΜΑΤ, ούτε με μαζικά τεστ, ενίσχυση της δημόσιου συστήματος υγείας και κυριολεκτική επίταξη των ιδιωτικών κλινικών και νοσοκομειών, αλλά με πολεμικούς εξοπλισμούς και προσλήψεις στο στρατό και την αστυνομία, καθώς και με “έκτακτα κονδύλια” στα καθεστωτικά ΜΜΕ.

Έχοντας ήδη φροντίσει να εξοπλίσει στο έπακρο και να ντοπάρει ιδεολογικά τους συναδέλφους του Κορκονέα, η νεοφιλελεύθερη-ακροδεξιά κυβέρνηση Μητσοτάκη βγάζει στην παρανομία” (και) τις διαδηλώσεις της Κυριακής 6η Δεκέμβρη 2020 και -για μια ακόμα φορά, στην αιματοβαμμένη (παραταξιακή και οικογενειακή) ιστορία της- ετοιμάζεται να εκστρατεύσει (με τις ένστολες και μη στρατιές της και τους “ρεπόρτερ” της) ενάντια στη γειτονιά των Εξαρχείων, στους δρόμους και τις πλατείες της Αθήνας και όλων των πόλεων. Για να αποπειραθεί να “απαγορεύσει” την απόδοση τιμής στη μνήμη του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και να σβήσει τη θύμηση και το μήνυμα της εξέγερσης εκείνου του (όχι και τόσο) μακρινού Δεκέμβρη. Έχοντας προλάβει ήδη από το απόγευμα της Παρασκευής 4/12 να χτυπήσει με τις μηχανοκίνητες (και όχι μόνο) κρατικές συμμορίες της στο Σύνταγμα, αναρχική Συγκέντρωση τιμής και μνήμης, τραυματίζοντας και προσάγοντας στη ΓΑΔΑ αρκετούς συντρόφους και συντρόφισσες.

Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Όπως έχει γραφτεί από παλιά: “Η Μνήμη και ο Αγώνας είναι ζώσα ιστορία. Δεν μπορεί να στεριώσει το τώρα δίχως πρώτα να ΄χει μετρηθεί με το χθες”.

Αλληλεγγύη στους προσαχθέντες και προσαχθείσες από το Σύνταγμα στις 4 Δεκέμβρη 2020.

Στηρίζουμε – Συμμετέχουμε στη Συγκέντρωση που καλείται από το Μέτωπο Αντίστασης στο σημείο κρατικής δολοφονίας του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.

Κυριακή 6 Δεκέμβρη 2020, 11:00 πμ, Μεσολογγίου & Τζαβέλα. Εξάρχεια.

* με όλα τα απαραίτητα μέτρα ατομικής προστασίας (μάσκες, γάντια κλπ) και ψυχή βαθιά…

Κίνηση της Βιολέττας (ΚτΒ)

Αθήνα, Δεκέμβρης 2020

“Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο”: Ένας διάλογος με τον R. Sciortino

Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις”.

Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Ιl Lato Cattivo *.

Δημοσιεύθηκε στις 6/6/2020 στο illatocattivo.blogspot.com

Αγωνιστικές ευχαριστίες στον αναρχικό φίλο και σύντροφο G.G, για την επισήμανση και την αποστολή αυτού του πολύ ενδιαφέροντος υλικού καθώς και για τις θεωρητικές αναλυτικές συζητήσεις: αυτές που αποτελούν διαχρονικά το γόνιμο λίπασμα για κάθε διαλεχτική σκέψη που δεν φοβάται τη σύνθεση, για κάθε συλλογική άμεση δράση που παλεύει “για τα μικρά και τα μεγάλα”, συνεχίζοντας να στοχεύει στην κοινωνική-ταξική απελευθέρωση από τα θανατηφόρα δεσμά της κρατικής-καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής εξουσίας.

Η μετάφραση αφιερώνεται στον φίλο και σύντροφο,

κομμουνιστή πολιτικό κρατούμενο Πολύκαρπο Γεωργιάδη.

Προλεταριακή Πρωτοβουλία,

με την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας [ΚτΒ]

Αθήνα, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2020.

Ακολουθεί η μετάφραση του εισαγωγικού σημειώματος και του πρώτου μέρους της συνέντευξης που θα δημοσιευτεί (στα ελληνικά) σε τρία μέρη.

Οι λιγοστοί αναγνώστες μας ξέρουν ότι δεν είμαστε συνηθισμένοι στις κλάψες. Όταν προκύπτει από άλλους κάτι -σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο- γόνιμο, έγκυρο και τονωτικό, και έχουμε την τύχη να πέσει στην αντίληψη μας, σε καμία περίπτωση δεν διστάζουμε να το λάβουμε υπ’ όψη μας. Εδώ και κάποιο καιρό, σκοπεύαμε να μιλήσουμε για το βιβλίο του Raffaele Sciortino Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο. Παγκόσμια κρίση και γεωπολιτική των νέων λαϊκισμών [στα ιταλικά: εκδόσεις Asterios, Τεργέστη, 2019].

Πρόκειται για μια σημαντική συνεισφορά στην κομμουνιστική θεωρία, μια από τις ελάχιστες που προέρχεται από το άγονο ιταλικό πλαίσιο. Τη θεωρούμε ως μια σημαντική συνεισφορά επειδή καταφέρνει να κρατήσει μαζί -μέσα από μια αρθρωμένη οπτική μακράς πνοής- την οικονομική πορεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής -κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που εγκαινιάστηκε με την παγκόσμια κρίση του 2008- μ’ εκείνη των διεθνών σχέσεων και της πάλης των τάξεων, μέσα από τις μορφές χαρακτηριστικής εκδήλωσης της, μέσα από μια καρποφόρα απόπειρα αντίληψης του τρόπου με τον οποίο αυτά τα διαφορετικά πεδία επηρεάζουν και επηρεάζονται το ένα από το άλλο. Εκεί έγκειται και η διαφορά της συγκριτικά με το μεγαλύτερο κομμάτι της βιβλιογραφίας που δοξάζεται -η καθεμία ξεχωριστά- γύρω από κάποια από αυτές τις θεματικές: στην ικανότητα του Συγγραφέα ν’ αφουγκράζεται το σημείο καμπής προς το οποίο κατευθύνεται το υπαρκτό κίνημα, προς τα μπρος ή προς τα πίσω, δηλαδή μέσα από τις πιθανές καταλήξεις του, τόσο τις δυνητικά ανατρεπτικές όσο και τις πιθανώς καταστρεπτικές.

Με δεδομένο το γεγονός της δεδηλωμένης σημασίας που αποδίδει στο πεδίο των διεθνών σχέσεων και τις διάφορες αντιδράσεις αποδοκιμασίας που θα προκαλέσει αυτή, αξίζει τον κόπο να ξοδέψουμε μερικές λέξεις, ώστε να υπερασπιστούμε τη βασιμότητά της. Σε γενικές γραμμές, η ανανεωμένη πύκνωση της αντιπαράθεσης στη γεωπολιτική αρένα αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά στοιχεία της περιόδου που εγκαινιάστηκε με την κρίση του 2008. Όλα τα ζητήματα που η παγκοσμιοποίηση -κατά τη διάρκεια της ανοδικής φάσης της- έμοιαζε να έχει ξεκαθαρίσει, επιστρέφουν στην ημερήσια διάταξη, με τρόπους ακόμα και πρωτοφανείς. Μέσα σε αυτό το συνολικό πλαίσιο εγγράφεται και η λεγόμενη “επιστροφή της γεωπολιτικής”: πόλεμος μέσω δασμών μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, αυξανόμενες εντάσεις στο εσωτερικό της ΕΕ, ανάμεσα στις χώρες του Νότου και τις χώρες του Βορρά, επικείμενη αναδιάταξη ολόκληρης της λεγόμενης περιοχής Μέσης Ανατολής-Βόρειας Αφρικής (ΜΕΝΑ) [Middle East North Africa]… ο κατάλογος δεν είναι πλήρης, αλλά αρκεί για να δοθεί μια εικόνα.

Ποια είναι η σχέση των διεθνών σχέσεων με την πάλη των τάξεων; Είτε αρέσει είτε όχι, οι τάξεις και οι αγώνες που τις φέρνουν σε αντιπαράθεση δεν εξελίσσονται μέσα σ’ ένα “αποστειρωμένο περιβάλλον”, εξαγνισμένο από κάθε ενοχλητική περίσταση. Ανάμεσα τους, η γεωστρατηγική δραστηριοποίηση των διάφορων κρατικών-καπιταλιστικών φατριών και φραξιών είναι -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό- πάντοτε παρούσα. Αυτή η παρουσία όμως, δεν μπορεί να αναδείξει από το πουθενά συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις όταν αυτές δεν υπάρχουν ή να “χειραγωγήσει” τη δραστηριότητα τους, εξαιτίας της απουσίας αντικειμενικά συγκλινόντων συμφερόντων. Είναι όμως ικανή ν’ αναδείξει κάποια στοιχεία τους εις βάρος άλλων, να ενισχύσει το τοπικό ωστικό κύμα τους ή το διεθνή αντίκτυπό τους, αλλά -κυρίως- να τις οριοθετήσει -μέσω αυτής της δραστηριοποίησης- μέσα στα προσωρινά ή τα εγγενή όρια τους. Η γεωπολιτική “εργαλειοποίηση” των κοινωνικών ανταγωνισμών είναι μια παλιά ιστορία: δεν εξαφανίστηκε μετά την ενδογενή κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και φυσικά -από την Βενεζουέλα ως το Χονγκ Κονγκ- δεν λείπουν τα σύγχρονα παραδείγματα της. Από την οπτική γωνία της κομμουνιστικής θεωρίας, κρίνεται απαραίτητη η αναγνώριση αυτού του υπάρχοντος “επικαθορισμού” που ασκεί η διεθνής πολιτική στους -κατά τόπους- “κατ’ οίκον” ταξικούς αγώνες (αφού φυσικά συνδέεται και με τις αντίστοιχες εθνικές παραμέτρους, όταν δεν αποτελεί τον ίδιο το φορέα τους), αποσπώντας τήν -όσο περισσότερο γίνεται- από τον χαρακτήρα μιας κατασκοπευτικής ιστορίας [spy story], επομένως επανατοποθετώντας τήν μέσα στα έργα και τις ημέρες όχι κάποιων παντοδύναμων που κινούν τα νήματα μιας ιστορικής-κοινωνικής ύλης, την οποία διαπλάθουν κατά το δοκούν, αλλά κοινωνικών δυνάμεων που βρίσκονται αντιμέτωπες με συνθήκες που δεν έχουν επιλέξει, στερούμενες της δυνατότητας ελέγχου των συνεπειών της ίδιας της πράξης τους. Όμως αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Είναι εξίσου απαραίτητο να γίνει διακριτό το πιθανό σημείο ρήξης, η στιγμή της αναστροφής έπειτα από την οποία οι “κατ’ οίκον” ταξικοί αγώνες μπορούν ν’ ανακατέψουν την τράπουλα της διεθνούς πολιτικής αντί να παραμένουν αποκλειστικά “επικαθορισμένοι”. Αυτή η διαλεκτική ενότητα, ανάμεσα στην ανάλυση του παρόντος και τη σκιαγράφηση του μέλλοντος, ανάμεσα στη βιολογία και τη νεκρολογία του κεφαλαίου, είναι εκείνη η οποία οφείλουμε να αποπειραθούμε. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο αποτελεί ένα αξιοσημείωτο βήμα προς τα μπρος.

Πριν από μερικούς μήνες στείλαμε κάποιες ερωτήσεις στο Συγγραφέα, με μερικές από αυτές να επικεντρώνονται στο βιβλίο και κάποιες άλλες στην καυτή πραγματικότητα –τον COVID-19, το πετρέλαιο κλπ. Ακολουθεί το περιεχόμενο που προέκυψε. Πολλά είναι τα ζητήματα που αναδείχθηκαν από αυτό το διάλογο και παραμένουν ανοιχτά, καθώς και οι διαρθρώσεις τους που αξίζουν περαιτέρω συζητήσεις και εμβαθύνσεις. Προς το παρόν είναι ήδη αρκετό το γεγονός ότι μπορούμε να διαπιστώσουμε μια εγγύτητα (κατευθύνσεων, λεξιλογίων, ανησυχιών κλπ). Ελπίζουμε ότι σ’ ένα κοντινό μέλλον θα υπάρξει τρόπος να διασχίσουμε σε βάθος και τις αποκλίσεις. Ο διάλογος συνεχίζεται…

Il Lato Cattivo

Ιούνης 2020

Il Lato Cattivo (ILC): Θέλεις να δώσεις στους αναγνώστες μας κάποια στοιχεία σχετικά με την πολιτική και θεωρητική διαδρομή που σε οδήγησε στη συγγραφή των “Δέκα χρόνων που συγκλόνισαν τον κόσμο”;

Raffaele Sciortino (RS): Το βιβλίο αποτελεί προϊόν μιας διαδρομής -αν μη τι άλλο μακράς- η οποία αν και ελαττώθηκε σε μια συγκεκριμένη φάση, δεν πιστεύω ότι είναι -σε καμία περίπτωση- “χαρακτηριστική”, ούτε μονάχα τυπική. Ας κάνω ένα βήμα πίσω: είμαι ένας από τους πάρα πολλούς που στα τέλη της δεκαετίας του 1970 βρέθηκα να είμαι πάρα πολύ νέος για να ζήσω ως το μεδούλι αυτή τη δεκαετία, με την οποία εν τούτοις υφάνθηκε και η δική μου πολιτική συγκρότηση, καθώς και το φαντασιακό μου. Δεν ήμουν όμως και τόσο μικρός, ώστε να μην αναμειχθώ σε βάθος με τον αποπροσανατολισμό που ακολούθησε την πτωτική πορεία, και έπειτα το τέλος της. Στα καλά συμμέτοχος (από την αρχή και επιδερμικά σε απόσταση από οποιαδήποτε άσκηση γοητείας από το “σοσιαλισμό” και τα υποπροϊόντα του, είτε στη μ-λ είτε στη δημοκρατική αντιφασιστική μορφή τους), αλλά και στα άσχημα, σ’ εκείνη την άσχημα δοσμένη απάντηση, εν αναμονή της επικείμενης επανεκκίνησης, είτε της Τάξης είτε του κινήματος. Μια επανεκκίνηση που -χωρίς να είναι σαφές το πως- θα έπρεπε να διασυνδεθεί πέρα από τα όρια, τόσο του παλιού εργατικού κινήματος του ύστερου σταλινισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, όσο και από τις διάφορες μορφές του κινηματισμού που -εκ των πραγμάτων- είχαν πλέον καταστεί σε αυτοαναφορικές.

Με λίγα λόγια, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, βρέθηκα κι εγώ αντιμέτωπος με την αυξανόμενη απομόνωση εκείνων που ήταν κυριευμένοι από το δαίμονα του κομμουνισμού (ποιου; εκείνου που ήταν πλέον “ανεπίκαιρος”…). Από τη μία, σκεφτόμουν ότι το ζήτημα ήταν η επανάκτηση του αυθεντικού νήματος του, εκείνου που είχε διατηρηθεί κατά τη διάρκεια της μακράς πορείας της αντεπανάστασης από τις (πολιτικές και φιλοσοφικές) αιρέσεις: μου έρχονται στο νου ο γερμανικός χεγκελιανός μαρξισμός, αλλά και η σχολή της Φρανκφούρτης και η τότε νεογέννητη κριτική της αξίας (που πρωτογνώρισα στη Γερμανία στα πλαίσια φιλοσοφικών σπουδών), η οποία κοιτούσε με ένα βαθύτερο σκεπτικισμό κάθε πιθανή επανάκτηση εκείνης της ιστορίας, καθώς θεωρούταν δεδομένη η βαθύτερη διακοπή -ακόμα και γενεαλογική- που είχε προηγηθεί.

Αυτό το σύνολο ερωτημάτων με οδήγησαν σε μια πρώτη, θολή αντίληψη της αναγκαιότητας ενός “απολογισμού”, που δεν θα περιορίζεται όμως μέσα στα όρια του εφικτού, μέσα στα όρια μιας εργασίας καθ’ έδρας. Μια αντιστοίχιση του, τη βρήκα μέσα από την -κατά κάποιο τρόπο, τυχαία- συνάντηση μου μ’ έναν πρώην στρατευμένο του Programma Comunista – Κομμουνιστικού Προγράμματος, τον Paolo Turco, ο οποίος είχε αποχωρήσει στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, στη βάση μιας ριζικής κριτικής των συμπερασμάτων του μπορντιγκισμού (αλλά και των άλλων “-ισμών”: τροτσκισμού, συμβουλιασμού, εργατισμού κλπ). Ο συνδετικός κρίκος ήταν ο αναστοχασμός γύρω από τη σχέση κεφαλαίου-τάξης-κόμματος-κομμουνισμού, που γινόταν αντιληπτός ως μια σειρά περασμάτων, υλικά δεμένων με την ιστορικά καθορισμένη αντανάκλασή τους μέσα στη σχέση του κεφαλαίου, με τέτοιο τρόπο που λαμβανόταν υπ’ όψη τόσο ο εσωτερικός ρεφορμισμός της Τάξης -πολύ πιο πέρα από κάθε υποκειμενίστικη θεωρία περί προδοσίας των ηγετών και διαφθοράς των μαζών- όσο και η δυνατότητα για μια επαναστατική επανεκκίνηση, πέρα από τα παλιά δευτερό-τριτοδιεθνιστικά σχήματα, τα οποία προϋπέθεταν τη συνέχεια μιας πολιτικής πρωτοπορίας, δηλαδή μια συνθήκη ανέφικτη μέσα στην υπάρχουσα κυριαρχία του κεφαλαίου. Ήταν η απόπειρα διάσωσης της ουσίας της σκέψης του Amedeo Bordiga [1], σχετικά με αυτό στο οποίο είχε μεταβληθεί το κεφάλαιο, χωρίς να προσκολλάται σε μια αντίληψη μιας Tάξης πάντοτε ίδιας με τον εαυτό της, η οποία πρέπει “μονάχα” να ανακτηθεί μέσα στα Γραφεία του Κόμματος. Έτσι, προσπαθούσε να μεταδοθεί κατά της διάρκεια μιας εποχής εξ’ ολοκλήρου -αντικειμενικά και υποκειμενικά – διαφορετικής, χωρίς να φοβάται να λερώσει τα χέρια της μέσα σε πρωτοφανέρωτες συνθήκες. Μια απόπειρα που -εκ των πραγμάτων- αποδείχτηκε ανέφικτη, με δεδομένο το γεγονός ότι κάθε συνέχεια με τους προηγούμενους κύκλους αγώνα είχε σαρωθεί, καταδικάζοντας κάθε πολιτικό χώρο [milieu] στην υπάρχουσα κωματώδη κατάσταση, ή και ακόμα στην απλή και ξεκάθαρη εξαφάνιση του. Για μένα όμως, αυτή η απόπειρα παραμένει έγκυρη ως μέθοδος, επομένως ως κλειδί για τον θεωρητικό-ιστορικό απολογισμό του ταξικού κινήματος: ν’ αναρωτιόμαστε πάντοτε για τη μεταβολή της τάξης χωρίς να θεωρούμε δεδομένη την απάντηση, ν’ αναρωτιόμαστε γύρω από τις δυνατότητες των οποίων αποτελεί έκφραση, μέχρι και μέσα στην ίδια την υπαγωγή της στο κεφάλαιο που -μερικές φορές- φαντάζει απόλυτη. Όχι για να εκθειαστεί η υποκειμενικότητα καθαυτή -τυπικό δείγμα του Linkskommunismus (άμεσα μέσω της μορφής του αυθορμητισμού και έμμεσα μέσω εκείνης του κόμματος) όπως και κάθε άλλου εργατισμού- αλλά για να σκιαγραφηθούν οι συγκεκριμένες αντιθέσεις της συγκεκριμένης σχέσης του κεφαλαίου και το πιθανό επίπεδο των εκρήξεων τους (ή από την ανάποδη, της δυνατότητας διαχείρισης τους από πλευράς του κεφαλαίου).

Σε αυτό το πλαίσιο, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90, ανέπτυξα μια ενδιαφέρουσα, αν και ασυνεχή, συνομιλία με ένα διανοούμενο, προερχόμενο από μια πολιτική τάση και εμπειρία αρκετά διαφορετική (ακόμα και σε επίπεδο βεληνεκούς) από τη δική μου, τον Romano Alquati [2], ο οποίος ήδη από την περασμένη δεκαετία είχε αρχίσει ν’ αναπτύσσει τη δική του θεωρητική αναμέτρηση με τον εργατισμό. Φυσικά, πρέπει να αναφερθώ και στην θεωρητική-πολιτική ένδεια των τελευταίων χρόνων του αιώνα, στην υποβάθμιση της αναδυόμενης παγκοσμιοποίησης, των ανθρωπιστικών πολέμων -μέσω των οποίων αναδιαμορφώνονταν οι συστατικοί όροι ύπαρξης του ίδιου του ιμπεριαλισμού-, των πρώτων δειγμάτων αντίδρασης που θα συναντιόνταν στη συνέχεια μέσα στο λεγόμενο [no global] κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, καθώς και πολλών άλλων. Πρόκειται για ζητήματα τα οποία -άμεσα ή έμμεσα- προσπαθώ να θέσω στο βιβλίο, διασταυρώνοντας -κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα χρόνων και σε απευθείας χρόνο, σε σχέση τα κομβικά σημεία της παγκόσμιας κρίσης- τις οικονομικές και τις γεωπολιτικές αναλύσεις με τις δυναμικές που αναπτύσσονται από τις τάξεις, συζητώντας γύρω από αυτές με μια ολιγάριθμη ομάδα συντρόφων, ως έκφραση -ακόμα και μέσα σε ακραία απομόνωση- ενός συλλογικού προτάγματος.

Continue reading

Πολύκαρπος Γεωργιάδης: Ελληνοτουρκικός αστικός ανταγωνισμός και υγειονομική/οικονομική κρίση

Ελληνοτουρκικός αστικός ανταγωνισμός και υγειονομική/οικονομική κρίση: Η διπλή πολεμική προπαρασκευή του ελληνικού κράτους εναντίον του εχθρού-λαού.

Ι O ανταγωνισμός των αστικών τάξεων της Ελλάδας και της Τουρκίας και η κρατική διαχείριση της κρίσης που ξέσπασε με την εμφάνιση της πανδημίας συναποτελούν εδώ και αρκετούς μήνες τους δύο βασικούς μοχλούς πίεσης του ελληνικού κράτους εναντίον της πολυεθνικής εργατικής ταξης και των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων. Μετά από τη δεκαετή βίαιη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση, που στην Ελλάδα πήρε την ειδική μνημονιακή έκφραση που βιώσαμε σε αριστερές και δεξιές εκδοχές, ανοίγει ένας νέος κύκλος επίθεσης σε όσες εργατικές και λαϊκές κατακτήσεις έχουν απομείνει. Στο όνομα της εθνικής ενότητας απέναντι σε έναν ορατό κι έναν αόρατο εχθρό (τους μοχθηρούς Τούρκους και τον νέο κορονοϊό) ο λαός καλείται να στοιχηθεί πίσω από τον ταξικό του εχθρό, ενώ η κυβέρνηση ως πλασιέ του ελληνικού κεφαλαίου απαιτεί ταξική ανακωχή και κοινωνική ειρήνη. Απαιτεί να μείνουμε βουβοί απέναντι στη μονομερή επίθεση που διεξάγει εναντίον μας, τόσο με οικονομικά μέτρα (όπως ο νέος πτωχευτικός κώδικας) όσο και με την ένταση του αυταρχισμού και της κατασταλτικής μανίας. Η αστυνομική βία έφτασε στο απόγειο στις 17 Νοεμβρίου με περισσότερες από 400 προσαγωγές, ενώ το κράτος δεν δίστασε να τσαλαπατήσει το ιερό φετίχ του συντάγματος για να απαγορεύσει τις διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να δούμε με διαλεκτικό και ενιαίο τρόπο την κρατική διαχείριση των δυο κρίσεων ως “υπερόπλα” του ελληνικού κεφαλαίου και του κράτους του εναντίον του εχθρού-λαού.

ΙΙ Το ελληνικό κράτος εμφανίζει τον εαυτό του διαχρονικά ως διαρκώς αμυνόμενο στην “τουρκική προκλητικότητα” και τον λεγόμενο “νεο-οθωμανισμό”. Κατά τη διάρκεια της Τριμερούς Συνόδου Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου την 21η Οκτωβρίου, ο Έλληνας πρωθυπουργός κατηγόρησε την Τουρκία πως “στρατικοποιεί τη διπλωματία”. Ξέχασε, βέβαια, πως δίπλα του στεκόταν ο Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι, επικεφαλής της στρατιωτικής δικτατορίας της Αιγύπτου που ανέτρεψε την εκλεγμένη κυβέρνηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Η κυβέρνηση δεν δίστασε να υποδεχθεί τον δικτάτορα Σίσι μετά βαΐων και κλάδων στην Αθήνα εν μέσω καραντίνας, ενώ ταυτόχρονα ο ελληνικός και αιγυπτιακός στρατός διενεργούσαν στρατιωτικές ασκήσεις με πραγματικά πυρά στα σύνορα με την Τουρκία. Πραγματικά, χρειάζεται μεγάλο θράσος για να μιλάει κάποιος για “στρατικοποίηση της διπλωματίας” προαναγγέλοντας ταυτόχρονα αγορές δισεκατομμυρίων ευρώ και δολαρίων από τη γαλλική και αμερικανική πολεμική βιομηχανία, την ώρα που το δημόσιο σύστημα υγείας έχει καταρρεύσει από την αδιαφορία και την έλλειψη πόρων… Στην πραγματικότητα, στον ελληνοτουρκικό αστικό ανταγωνισμό δεν υπάρχει καμιά αμυνόμενη πλευρά. Και οι δύο αστικές τάξεις είναι επιθετικές και επιδιώκουν, με διαφορετικό τρόπο η καθεμία, τα μέγιστα δυνατά οφέλη και τη γεωστρατηγική τους αναβάθμιση ανάλογα με τη θέση τους στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό. Ταυτόχρονα, τα δύο αντίπαλα κράτη είναι συμμαχικά στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, αν και βέβαια η Τουρκία έχει μεγαλύτερα περιθώρια άσκησης αυτόνομης εξωτερικής πολιτικής, φλερτάροντας ταυτόχρονα με αντιπάλους των ΗΠΑ (και ιδιαίτερα με τη Ρωσία). Επίσης, η Τουρκία, παρά την οικονομική της κρίση, ασκεί μια δυναμική αναθεωρητική πολιτική, ενώ έχει άμεση στρατιωτική παρουσία και εμπλοκή σε πολλές χώρες (Συρία, Ιράκ, Λιβύη, Κύπρος, Αζερμπαϊτζάν), εκμεταλλευόμενη το κενό που αφήνει η αποδυνάμωση της αμερικανικής ηγεμονίας στην ευρύτερη περιοχή. Η επιθετικότητα της Τουρκίας, όμως, με κανέναν τρόπο δεν καθιστά αμυνόμενη την Ελλάδα. Η “αμυνόμενη” Ελλάδα χτίζει στρατηγικές συμμαχίες με τα πλέον αντιδραστικά και αιματοβαμμένα καθεστώτα, κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Ο πολεμοκάπηλος άξονας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου συμπληρωνεται από συμμαχίες με υποψήφιους δικτάτορες, όπως ο Στρατάρχης Χάφταρ στη Λιβύη, και με τις αντιδραστικές μοναρχίες της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, που αιματοκυλούν τον λαό της Υεμένης με τις ευλογίες των ΗΠΑ και της ΕΕ. Σ’ αυτό το αιματοκύλισμα, μάλιστα, έβαλε το λιθαράκι του και το “αμυνόμενο” ελληνικό κράτος, με την αριστεροδεξιά συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να πουλάει πυρομαχικά στον βασιλικό οίκο των Σαούδ και με τη νεοφιλελεύθερη-ακροδεξιά κυβέρνηση της ΝΔ να κανονίζει μπίζνες με τα ΗΑΕ, κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Κ. Μητσοτάκη στη χώρα. Είναι το “αμυνόμενο” ελληνικό κράτος που φιλοξενεί στα εδάφη του ισραηλινές ειδικές δυνάμεις και από κοινού με τον ελληνικό στρατό διενεργούν ασκήσεις προσομοίωσης πυραυλικών επιθέσεων, στοχοποιώντας την Τουρκία, την Παλαιστίνη, τη Συρία και το Λίβανο. Είναι το “αμυνόμενο” ελληνικό κράτος που έχει μετατραπεί σε απέραντη στρατιωτική βάση των ΗΠΑ, προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ και διαρκές πολεμικό ορμητήριο (από τους βομβαρδισμούς στο Ιράκ και τη Γιουγκοσλαβία μέχρι τις πυραυλικές επιθέσεις στη Συρία). Είναι το “αμυνόμενο” ελληνικό κράτος που έρχεται δεύτερο, μετά τις ΗΠΑ, σε πολεμικές δαπάνες ως προς το ΑΕΠ ανάμεσα στα μέλη του ΝΑΤΟ. Είναι το “αμυνόμενο” ελληνικό κράτος που έχει σαν δηλωμένο στόχο να μετατραπεί σε “Δεύτερο Ισραήλ”, δηλαδή σε ένα υπερεξοπλισμένο κράτος-αστακό. Άλλωστε, ο έρωτας του ελληνικού κράτους με το σιωνιστικό καθεστώς-απαρτχάιντ τα τελευταία χρόνια δεν μπορεί να κρυφτεί, συμβάλλοντας με τον τρόπο του στην απομόνωση του δίκαιου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του παλαιστινιακού λαού. Μιας απομόνωσης που γίνεται ακόμα πιο επαίσχυντη με τις προδοτικές “Συμφωνίες του Αβραάμ” που υπογράφουν με το Ισραήλ, τα ΗΑΕ, το Μπαχρέιν και το Σουδάν, με τις ευλογίες της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΠΑ. Το “αμυνόμενο” ελληνικό κράτος, λοιπόν, δεν είναι ούτε “ουδέτερο”, ούτε “ειρηνόφιλο”, ούτε “πόλος σταθερότητας σε ένα τόξο αστάθειας”, όπως διαφημίζεται. Είναι πλήρως ευθυγραμμισμένο με τους πολεμοκάπηλους σχεδιασμούς των ΗΠΑ και της ΕΕ κι έχει πάρει θέση μάχης στο άρμα του ευρωατλαντικού μπλοκ, διεκδικώντας το μερίδιο που του αναλογεί από την ιμπεριαλιστική λεηλασία. Το ελληνικό κράτος είναι ο “γεωπολιτικός μεντεσές” και το “ανάχωμα στη ρωσοκινέζικη διείσδυση στην Ευρώπη”, όπως κατά καιρούς λέει ο πρέσβης των ΗΠΑ, Τζέφρι Πάιατ. Ας μη γελιόμαστε, όμως. Η πολεμική προπαρασκευή του ελληνικού κράτους είναι διπλή. Αν ο ένας εχθρός βρίσκεται έξω από τα σύνορα, ο άλλος βρίσκεται μέσα. Είναι ο εχθρός-λαός, που η αντίστασή του πρέπει να τσακιστεί στο όνομα της εθνικής ενότητας και της κοινωνικής ειρήνης. Μιας “ειρήνης” με το πιστόλι στον κρόταφο…

ΙΙΙ Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία στην πραγματικότητα ποτέ δεν συνήλθε από το ξέσπασμα της κρίσης του 2008. Η πανδημία αποτελεί το συγκυριακό σημείο έκρηξης της νέας αναπόφευκτης κρίσης. Ήδη η οικονομία έπασχε από σοβαρά υποκείμενα νοσήματα (υπερδιόγκωση παγκόσμιου χρέους, εμπορικός πόλεμος, ενεργειακός ανταγωνισμός, αστάθεια του τραπεζικού συστήματος, ανεπαρκής και αναιμική ανάκαμψη κλπ) και σήμερα η πανδημία τη στέλνει διασωληνομένη στην εντατική. Σήμερα, μπορούμε να μιλήσουμε για ταυτόχρονη υγειονομική/οικονομική κρίση, που για μεγάλα τμήματα της ανθρωπότητας μετατρέπεται σε επισιτιστική. Από την πρώτη στιγμή τα κράτη φοβήθηκαν την ανάπτυξη ταραχών (όπως έγινε στις ΗΠΑ και τη Λατινική Αμερική με αφορμή την αστυνομική βαρβαρότητα) και οχύρωσαν το κατασταλτικό τους οπλοστάσιο, παίρνοντας σκληρά μέτρα προληπτικής αντιεξέγερσης. Με πρόσχημα την καταπολέμηση της πανδημίας πάρθηκαν μέτρα που δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με τα αναγκαία και απαραίτητα υγειονομικά μέτρα. Η Ελλάδα, φυσικά, δεν αποτελεί εξαίρεση απ΄ αυτήν τη γενική κατεύθυνση. Από την πρώτη στιγμή η Σιδερένια Φτέρνα του κράτους βγήκε στην επίθεση δημιουργώντας έναν ασφυκτικό αυταρχικό κλοιό γύρω από την κοινωνία, ρίχνοντάς της, όλες τις ευθύνες της κρίσης μέσω του ιδεολογήματος της “ατομικής ευθύνης” (της επικαιροποίησης, δηλαδή του “Μαζί τα φάγαμε”).

Με το ξέσπασμα της κρίσης η κυβέρνηση έδειξε τις προθέσεις της στέλνοντας τα ΜΑΤ να κυνηγούν τη νεολαία στις πλατείες και να δέρνουν τους εργαζόμενους στη δημόσια υγεία, όταν τόλμησαν να αμφισβητήσουν τον κυβερνητικό μονόλογο και να διεκδικήσουν την ενίσχυση του ΕΣΥ και τη λήψη πραγματικών υγειονομικών μέτρων για την προστασία της κοινωνίας. Η αυταρχική επέλαση εναντίον του εχθρού-λαού, σε συνδυασμό με την επικοινωνιακή καταιγίδα των ΜΜΕ και των κυβερνητικών δελτίων ειδήσεων, δημιουργούν ένα σύννεφο σκόνης για να αποπροσανατολίσει και να καλύψει τη βάρβαρη διαχείριση της υγειονομικής/οικονομικής κρίσης εις βάρος των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων. Είναι λάθος να ακούγεται πως οι “κυβερνώντες είναι ανίκανοι”. Το αντίθετο συμβαίνει. Είναι ικανότατοι στο να υπηρετούν τη ντόπια αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστές προστάτες. Είναι ικανότατοι στο να μεταβάλλουν διαρκώς το συσχετισμό ισχύος κεφαλαίου-εργασίας υπέρ των αφεντικών. Είναι ικανότατοι στο να οχυρώνουν με κάθε τρόπο τον κατασταλτικό μηχανισμό στο πλαίσιο της προληπτικής αντιεξέγερσης. Είναι ικανότατοι στο να σκορπούν ιδεολογική ομίχλη πείθοντας την κοινωνική βάση πως το συμφέρον της ταυτίζεται με το συμφέρον των αφεντικών της. Το 2010 το ελληνικό κράτος μπήκε σε μια διαδικασία δημοσιονομικής προσαρμογής με ένα χρέος που ανερχόταν στο 120% επί του ΑΕΠ. Μετά από μια βάναυση δεκαετία αμέτρητων θυσιών και αυστηρής λιτότητας φτάσαμε στο σημείο σήμερα το χρέος να ανέρχεται στο 200%! Το δημόσιο χρέος δεν είναι μια απλή στατιστική. Είναι ο πολιορκητικός κριός που επιτίθεται βίαια στα εργατικά-λαϊκά δικαιώματα, διατηρώντας το έδαφος εύφορο για ένα νέο κύκλο καπιταλιστικής επίθεσης. Μέσα από τη διαχείριση του δημόσιου χρέους μεταφέρονται τεράστιες ποσότητες κοινωνικού πλούτου από τα κάτω προς τα πάνω και από την περιφέρεια στο κέντρο. Συμβάλλει στην ακόμα μεγαλύτερη εμβάθυνση της οικονομικής, διπλωματικής και στρατιωτικής εξάρτησης, οξύνοντας την υποβασταζόμενη επιθετικότητα και τον τυχοδιωκτισμό του ελληνικού κράτους, μετατρέποντάς το σε μαντρόσκυλο των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή. Εάν η ελληνική οικονομία ήταν χρεωκοπημένη με το χρέος να ανέρχεται στο 120%, τότε η αναρρίχηση του στο 200% προαναγγέλλει μια ακόμα πιο λυσσασμένη επίθεση του κεφαλαίου. Μέσα στα δέκα μνημονιακά χρόνια με πρόσχημα τη διαχείριση του χρέους και τα πρωτογενή πλεονάσματα οι βασικές κοινωνικές ανάγκες, όπως η δημόσια υγεία, δέχθηκαν σφοδρές επιθέσεις. Όλοι θυμόμαστε τον Άδωνι Γεωργιάδη ως υπουργός υγείας να περηφανεύεται πως τις απολύσεις στο ΕΣΥ θα τις κάνει ο ίδιος για να μην του κλέψει τη δόξα η τρόικα.

Ταυτόχρονα το βασικό αγαθό της υγείας έγινε λεία της καπιταλιστικής κερδοφορίας των κλινικαρχών και των φαρμακοβιομηχάνων. Αυτό, βέβαια, δεν εμπόδισε το “αμυνόμενο” ελληνικό κράτος να σκορπάει δισεκατομμύρια ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό στις πολεμικές βιομηχανίες των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Γαλλίας. Ουκ ολίγες φορές οι ελληνικές κυβερνήσεις δέχθηκαν τα συγχαρητήρια από τις ΗΠΑ επειδή ήταν από τις λίγες κυβερνήσεις χωρών-μελών του ΝΑΤΟ που παρά την κρίση ακολουθούσαν πιστά την αμερικάνικη ντιρεκτίβα για στρατιωτικές δαπάνες άνω του 2% επί του ΑΕΠ. Είναι, λοιπόν, ολοφάνερο ποιές είναι οι προτεραιότητες όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, αριστερών και δεξιών, σοσιαλδημοκρατικών και νεοφιλελεύθερων: Πολλοί μπάτσοι και καραβανάδες και λίγοι γιατροί και νοσηλευτές, πολλά Ραφάλ και F35 και λίγες ΜΕΘ. Βεβαίως σύμφωνα με την κωμικοτραγική δήλωση του Γεραπετρίτη: “Αν είχαμε περισσότερες ΜΕΘ θα είχαμε και περισσότερους νεκρούς” …

Στη “μεταμνημονιακή” Ελλάδα του 2020 ένα διαλυμένο σύστημα υγείας κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια ορμητική πανδημία. Και παρά την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, από τον Φεβρουάριο μέχρι σήμερα ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει για την ενίσχυση του ΕΣΥ, καθώς κυβερνητική προτεραιότητα δεν είναι η προστασία της δημόσιας υγείας, αλλά η δημιουργία ενός ασφυκτικού αστυνομικού κράτους με σκοπό την κοινωνική πειθάρχηση. Από την πρώτη στιγμή, ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στη λήψη κατασταλτικών μέτρων που δεν είχαν καμία σχέση με τη δημόσια υγεία. Σε πρώτη φάση στοχοποιήθηκε η νεολαία και τα ΜΑΤ έκαναν βίαιες επελάσεις στις πλατείες. Το κατασταλτικό πογκρόμ της 17ης Νοεμβρίου (και η προαναγγελία αντίστοιχης καταστολής στην 6η Δεκέμβρη) κάνει φανερό πως περνάμε σε μια νέα φάση επίθεσης με τη φτωχοποίηση των διαδηλώσεων ως φορέων μετάδοσης του ιού, ακόμα και όταν τηρούνται όλα τα αναγκαία υγειονομικά μέτρα. Τι ισχύει, όμως, στην πραγματικότητα; Είναι οι νέοι στις πλατείες και οι διαδηλωτές στους δρόμους που ευθύνονται για το δεύτερο και πιο επιθετικό κύμα της πανδημίας; Παρά την καταιγιστική ιδεολογική επίθεση τα γεγονότα παραμένουν πεισματάρικα. Ο κυβερνητικός λοιμοξιολόγος, Σωτήρης Τσιόδρας, παραδέχθηκε στις αρχές Νοέμβρη σε συνέντευξή τύπου πως το 86% των μολύνσεων από τον ιό προέρχεται από κλειστούς χώρους! Άλλωστε, οι μαζικές πρωτομαγιάτικες διαδηλώσεις δεν δημιούργησαν ούτε διασπορά του ιού, ούτε τον ηθικό πανικό των κυβερνώντων. Γιατί, λοιπόν, βλέπουμε τώρα αυτήν τη δυσανάλογη ιδεολογική και υλική επίθεση εναντίον των διαδηλώσεων; Η απάντηση είναι προφανής: τόσο με το νομοσχέδιο για την απαγόρευση των μη αρεστών στην εξουσία διαδηλώσεων όσο και με πρόσχημα την πανδημία, το ελληνικό κράτος οχυρώνεται κατασταλτικά για να τσακίσει κάθε προλεταριακή-λαϊκή αντίσταση στη νέα επέλαση του κεφαλαίου. Ας θυμηθούμε την παλιά “δημοκρατία της πυγμής” του σοσιαλφασίστα Μ. Χρυσοχοΐδη. μιας πυγμής που δεν διστάζει να μετατρέψει σε κουρελόχαρτο ακόμα και το σύνταγμα, τον θεμέλιο λίθο της αστικής νομιμότητας, για να επιβάλλει σιωπητήριο με την απαγόρευση των διαδηλώσεων σε όλη την επικράτεια της χώρας. Δεν ήταν, λοιπόν, οι νέοι στις πλατείες και οι διαδηλωτές στους δρόμους που εξάπλωσαν τον κορονοϊό. Ήταν η ίδια η κυβέρνηση που το έκανε, με την εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών συμφερόντων και το άναρχο και ανεξέλεγκτο άνοιγμα της καπιταλιστικής οικονομίας. Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η “βαριά βιομηχανία” της ελληνικής οικονομίας, ο τουρισμός (εσωτερικός και εξωτερικός) που έθεσε τα θεμέλια για το δεύτερο κύμα της πανδημίας. Είναι χαρακτηριστικό πως στις πύλες εισόδου της χώρας έγιναν ελάχιστα δειγματοληπτικά τεστ με σκοπό την ανεμπόδιστη και ανεξέλεγκτη είσοδο τουριστών, για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων (tour operators, αεροπορικών εταιρειών, πλοιοκτητών, ιδιοκτητών ξενοδοχείων και εστιατορίων κι άλλων κλάδων του κεφαλαίου).

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός από το βήμα της βουλής δήλωσε: “Αν κάναμε υποχρεωτικά τεστ σε όσους ήθελαν να επισκεφτούν την Ελλάδα, θα είχαμε το 10% του τουρισμού που τελικά είχαμε”. Ήδη από τις 20 Αυγούστου ο Κ. Μητσοτάκης παραδεχόταν σε συνέντευξή του στο CNN πως η αύξηση των κρουσμάτων συνδεόταν με το άνοιγμα της οικονομίας και του τουρισμού. Την παραδοχή αυτή επανέλαβε λίγους μήνες αργότερα ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης, λέγοντας μάλιστα πως η κυβέρνηση έπεσε έξω στις προβλέψεις της. Έκθεση του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης επιβεβαίωσε πως ο τουρισμός έθεσε τις βάσεις για το ξέσπασμα του δεύτερου κύματος της πανδημίας. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο επικεφαλής της έκθεσης Δ. Σαρηγιάννης: “Θα προτιμούσα (…) το άνοιγμα του τουρισμού να είχε γίνει πιο προσεκτικά για να αποφύγουμε την ανάπτυξη που βλέπουμε σήμερα. Ουσιαστικά, η κατάσταση ξεκίνησε με έναν παφλασμό του κύματος και από ένα σημείο και μετά έγινε τσουνάμι. Επί της ουσίας, το τσουνάμι ξεκίνησε την 1η Αυγούστου. Κάναμε την αναγκαστική επιλογή για το άνοιγμα του τουρισμού χωρίς να σκεφτούμε ότι αν το κάνουμε μ’ αυτόν τον τρόπο, τότε θα δυναμιτίσουμε την πορεία της υπόλοιπης οικονομίας. Έπρεπε να έχουμε εξετάσει το ζήτημα ευρύτερα και σε βάθος χρόνου”. Είναι συνειδητή απόφαση και επιλογή η θυσία των ανθρώπινων ζωών για τις ορέξεις των επιχειρηματικών συμφερόντων. Είναι συνειδητή επιλογή η μη ενίσχυση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς με οχήματα και προσωπικό, με αποτέλεσμα τον ασφυκτικό συνωστισμό χιλιάδων ανθρώπων. Είναι συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης να κάνει πλάτες στο παπαδαριό που έχει μετατρέψει τις εκκλησίες σε υγειονομικές βόμβες. Είναι συνειδητή επιλογή να αντιμετωπίζει σαν μελλοθάνατους χιλιάδες κρατούμενους που αποθηκεύονται στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών. Είναι συνειδητή επιλογή το στοίβαγμα των μαθητών σε σχολικές αίθουσες-κλουβιά. Είχαν και το θράσος να προσπαθούν να μας πείσουν πως στα σχολεία των 27 μαθητών ανά τάξη δεν κολλάει ο ιός, την ίδια ώρα που έρευνα στη Βρετανία αποδίδει στα σχολεία το 10% περίπου των συνολικών μολύνσεων. Δεν είναι να απορεί κανείς που η κυβέρνηση αρνείται πεισματικά να δημοσιεύσει τα πρακτικά της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής…

IV Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, η κρατική διαχείριση τόσο του αστικού ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού όσο και της υγειονομικής/οικονομικής κρίσης αποσκοπεί στο πλήρες τσάκισμα της οποιασδήποτε προλεταριακής/λαϊκής απειθαρχίας. Αυτή η διπλή πολεμική προπαρασκευή του ελληνικού κράτους πρέπει να απαντηθεί με την ανάπτυξη ενός ταξικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος που θα βάλει φρένο στην επιθετικότητα του ελληνικού κράτους μέσα και έξω από τα σύνορα. Όπως η στρατηγική του κράτους είναι ενιαία, το ίδιο ενιαία πρέπει να είναι η απάντησή μας, χωρίς τεχνικούς και μεταφυσικούς διαχωρισμούς της ταξικής από της αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Να σαμποτάρουμε τις βασικές στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης και του κράτους της. Να αντισταθούμε στη δημιουργία ενός αστυνομικού κράτους που συνθλίβει τον “εσωτερικό εχθρό” μέσα στα σύνορα κι ενός μιλιταριστικού κράτους που θέλει να μας μετατρέψει σε φθηνό κρέας για τα κανόνια του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Γιατί ο βασικός εχθρός βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα. Μέσα στην Ελλάδα, μέσα στην ΕΕ, μέσα στο ΝΑΤΟ…

ΥΓ. Μέσα απ’ αυτό το δημόσιο βήμα θα ήθελα να εκφράσω την αλληλεγγύη μου στους 11 συντρόφους του Λαϊκού Μετώπου τη Τουρκίας που βρίσκονται έγκλειστοι στις ελληνικές φυλακές, πληρώνοντας την πεισματική τους αντίσταση στο δεσποτικό καθεστώς του Ερντογάν. Με τη σύλληψη και φυλάκισή τους αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά πως το ελληνικό και το τουρκικό κράτος παραμερίζουν τις διαφορές τους και συνεργάζονται αρμονικά όταν το διακύβευμα είναι το τσάκισμα της αντίστασης του λαϊκού κινήματος. Οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι του Λαϊκού Μετώπου της Τουρκίας αποτελούν παραδείγματα επαναστατικού ήθους, ανιδιοτέλειας και προσήλωσης. Παρά τα κατασταλτικά χτυπήματα παραμένουν αλύγιστες και αλύγιστοι και στα πρόσωπά τους καθρεφτίζεται ο διεθνισμός και η ειλικρινής φιλία και αλληλεγγύη των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας, απέναντι στους πολεμοκάπηλους σχεδιασμούς των δύο αστικών τάξεων.

Πολύκαρπος Γεωργιάδης

Φυλακές Λάρισας 23/11/2020