[ΚτΒ] Νίκη στην Απεργία Πείνας & Δίψας του αναρχικού πολιτικού κρατούμενου Θάνου Χατζηαγγέλλου.

“Ο νόμος είναι ταξικός και πίσω από τα κάγκελα βρίσκονται αναπόφευκτά οι παραβάτες αυτού του νόμου. Το δικαίωμα στην υπεράσπιση είναι ιστορικά μια κατάκτηση των προλετάριων, αφού αυτοί και μόνο αυτοί βρέθηκαν ιστορικά στη συνθήκη να χρήζουν υπεράσπισης”

Edoardo Arnaldi

Τα ξημερώματα της 19ης Δεκέμβρη ο Θάνος Χατζηαγγέλου, πολιτικός κρατούμενος – μέλος της “Οργάνωση Αναρχική Δράση”, απάγεται από το κελί του στις φυλακές Κορυδαλλού και -χωρίς να του γνωστοποιηθεί ο λόγος- μετάγεται βίαια στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Νιγρίτας. Μετά τη μεταγωγή του, ο σύντροφος ξεκίνησε άμεσα Απεργία Πείνας & Δίψας, την οποία και συνεχίζει πλέον στο νοσοκομείο Σερρών, όπου κρατείται φρουρούμενος, υπό τη συνεχή απειλή εφαρμογής του βασανιστηρίου της αναγκαστικής σίτισης του.

Η χρονική συγκυρία καθόλου τυχαία: την επομένη ημέρα υπήρχε προγραμματισμένη επίσκεψη της προέδρου της “Δημοκρατίας” και της υπουργού Παιδείας στις φυλακές Κορυδαλλού. Παράλληλα, πολλοί κρατούμενοι στις φυλακές όλης της επικράτειας βρίσκονται σε κινητοποιήσεις ενάντια στο νέο Σωφρονιστικό Κώδικα που έχει ήδη ψηφιστεί. Ενά νομικό τερατούργημα που βάζει ταφόπλακα στα -ήδη- ανύπαρκτα δικαιώματα των κρατουμένων, καταδικάζοντας τους εκδικητικά και εκ των προτέρων σ’ έναν αργό και βασανιστικό θάνατο μέσα στα κολαστήρια που κατ’ ευφημισμό ονομάζονται “σωφρονιστικά καταστήματα”.

Τρεις μέρες αργότερα, στις 22/12 πραγματοποιείται άλλη μια απαγωγή-μεταγωγή κρατουμένου, του αναρχικού αγωνιστή Κώστα Δημαλέξη από τις φυλακές Κορυδαλλού σ’ εκείνες των Τρικάλων. Κοινή συνισταμένη και αιτία αυτών των εκδικητικών μεταγωγών, η ενεργή συμμετοχή και αδιάλλακτη στάση των δυο συντρόφων στους αγώνες που λαμβάνουν χώρα εκτός και εντός των τειχών.

Η συγκεκριμένη όξυνση της κρατικής κατασταλτικής πολιτικής εξελίσσεται σε μια συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, όπου η πιο νεοφιλελεύθερη-ακροδεξιά μεταπολιτευτική κυβέρνηση της ΝΔ του Μητσοτάκη του υιού εμπλέκεται σε αναρίθμητα σκάνδαλα διαφθοράς και συγκάλυψης παρακολουθήσεων και υποκλοπών. Παράλληλα, εμπλέκει ολοένα και βαθύτερα τη χώρα στον ιμπεριαλιστικό Πόλεμο στην Ουκρανία και δίνει γη και ύδωρ σε ΗΠΑ & ΝΑΤΟ ενώ επιτίθεται λυσσασμένα σε κάθε εργασιακό δικαίωμα και κεκτημένο, επιστρατεύοντας απεργοσπαστικούς – χαφιεδίστικους μηχανισμούς, βγαλμένους από το χρονοντούλαπο των αντιδρ-αστικών κομματικών – οικογενειακών παραδόσεων της.

Βρισκόμαστε ενώπιον μιας δυστοπικής συνθήκης, όπου το Κεφάλαιο & το Κράτος του επιτίθεται ολομέτωπα και προσπαθούν -με την αποχαλινωμένη αστυνομική βία και την καθεστωτική προπαγάνδα των αργυρώνητων ΜΜΕ- να επιβάλουν τη σιωπή για τη σωρεία των εγκλημάτων τους: για τη διάλυση του ΕΣΥ και της δημόσιας Παιδείας, για τα εργοδοτικά εγκλήματα που βαφτίζονται “εργατικά ατυχήματα” και την εγκληματική κρατική διαχείριση της Πανδημίας, για την εντεινόμενη φτωχοποίηση ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων και η λίστα δεν έχει τέλος…

Μέσα σ’ αυτή τη δυστοπική συνθήκη, οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες συνεχίζουν να παλεύουν και ν’ αντιστέκονται, να εναντιώνονται με κάθε μέσο στην φυσική και πολιτική εξόντωσή τους.

Η κεφαλαιο-κρατική-ιμπεριαλιστική Εξουσία προσπαθεί μάταια να πείσει τα προλεταριακά – λαϊκά στρώματα που παλεύουν καθημερινά για την επιβίωση πως όλα βαίνουν καλώς. Ταυτόχρονα, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί των “δικών της παιδιών” τρομοκρατούν, δολοφονούν, βασανίζουν και βιάζουν προς “γνώση και συμμόρφωση”, πάντα υπό την κάλυψη της αστικής “δικαιοσύνης” που -ανέκαθεν- “είναι σαν τα φίδια, δαγκώνει μονάχα τους ξυπόλητους”

Μέσα σ’ αυτό το άθλιο παρόν και το ακόμα πιο επαίσχυντο μέλλον που μας επιφυλάσσουν, άλλος δρόμος δεν υπάρχει:

Τάξη εναντίον Τάξης!

Η Αλληλεγγύη ήταν, είναι και θα είναι το Όπλο μας!

Μόνος χαμένος Αγώνας είναι αυτός που δεν δόθηκε!

Μόνη Δικαιοσύνη η Προλεταριακή, μπουρλότο και φωτιά σε κάθε φυλακή!

Στηρίζουμε Υλικά – Ηθικά – Πολιτικά τους φυλακισμένους αγωνιστές!

Νίκη στην Απεργία Πείνας & Δίψας του αναρχικού πολιτικού κρατούμενου Θάνου Χατζηαγγέλου με άμεση ικανοποίηση των αιτημάτων του.

Δύναμη στους αναρχικούς πολιτικούς κρατούμενους Γιάννη Μιχαηλίδη, Λάμπρο Βουγιουκλάκη και Φώτη Δασκαλά που πραγματοποιούν αλληλέγγυα Απεργία Πείνας.

Νίκη στον Αγώνα για Δίκαιη Δίκη των 11 κομμουνιστών & κομμουνιστριών πολιτικών κρατούμενων από την Τουρκία που πραγματοποιούν Απεργία Πείνας από τις 7/10.

Άμεση Απελευθέρωση του κομμουνιστή πολιτικού κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα που έπειτα από 20 και πλέον χρόνια αιχμαλωσίας εξακολουθεί να βιώνει παράτυπα και ρεβανσιστικά τον εγκλεισμό στα κελιά της Γ’ Ελληνικής “Δημοκρατίας”.

Τετάρτη 28 Δεκέμβρη 2022. Πανελλαδική Ημέρα Δράσης Αλληλεγγύης στον απεργό πείνας & δίψας Θάνο Χατζηαγγέλου.

Στηρίζουμε την Συγκέντρωση στο Σύνταγμα στις 18.00.

Κίνηση της Βιολέττας [ΚτΒ]
Αθήνα, Δεκέμβρης 2022

Raffaele Sciortino | Η Δίνη: Παγκοσμιοποίηση, Πόλεμος, ΗΠΑ, Κίνα & Ευρώπη μέσα στο αβέβαιο παρόν [Β’ Μέρος]

Μια Συνέντευξη του Raffaele Sciortino στον Alberto Deambrogio

Για το Εισαγωγικό Σημείωμα από Προλ.Πρωτ & ΚτΒ και το Ά Μέρος της Συνέντευξης πατήστε ΕΔΩ

[Β’ Μέρος]

A.D: Ας παραμείνουμε στο ζήτημα των πιθανών εξελίξεων της παγκοσμιοποίησης. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, παράλληλα με τα δραματικά επεισόδια του πολέμου που βρίσκεται σ’ εξέλιξη, σκιαγραφείται ένας ρόλος για την Κίνα, ως ο νέος παγκόσμιος εχθρός που χρήζει αντιμετώπισης. Πράγματι, η Κίνα και οι ΗΠΑ αναμετριούνται μεταξύ τους, με επίκδυνες συνέπειες για όλον τον κόσμο, ακόμα και αν -επί του παρόντος- τα συμφέροντα τους παραμένουν διαπλεκόμενα. Πώς βλέπεις προοπτικά να εξελίσσεται αυτή η μάχη για την ηγεμονία, μαζί με όλα τα ανορθολογικά παρελκόμενα και τα “θα ήθελα αλλά δεν μπορώ”, που αυτή εμπεριέχει;

R.S.: Αυτή είναι η καρδιά του ζητήματος. Πρέπει όμως να κάνουμε πρώτα ένα βήμα πίσω.

Μέσα στο νέο είδος ηγεμονίας που οι ΗΠΑ εγκαθίδρυσαν στον κόσμο, έπειτα από τη δεκαετία του 1970 και το τέλος του νομισματικού καθεστώτος του Bretton Woods, η Κίνα υπήρξε κεντρική, δηλαδή το άνοιγμα των δυτικών αγορών στις κινέζικες εξαγωγές, κάτι που επέτρεψε τη διεθνοποίηση της παραγωγής, τη συγκρότηση παγκόσμιων παραγωγικών αλυσίδων που επέτρεψαν στην Κίνα να έχει μέσα σε τριάντα χρόνια αυτή την απίστευτη ανοδική πορεία, την οποία άλλες χώρες ώριμου καπιταλισμού διέσχισαν σε εκατό, εκατοπενήντα χρόνια. Πάντοτε όμως με την Κίνα σε μια ασύμμετρη θέση, ξεκάθαρη από την σιωπηλή υποχρέωση της ν’ αγοράζει -προς ενίσχυση του δολαρίου- τίτλους αξιών του Δημοσίου των ΗΠΑ. Η κρίση που ξέσπασε το 2008 μ’ επίκεντρο τις ΗΠΑ, επιφανειακά μονάχα αποτέλεσε μια χρηματοπιστωτική κρίση. Στην πραγματικότητα, σηματοδότησε το πρώτο πέρασμα σε μια συστημική κρίση. Μέσα όμως από τις απαντήσεις που δόθηκαν από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και το κράτος των ΗΠΑ και στη συνέχεια απ’ όλους τους άλλους παγκόσμιους συντελεστές, αυτή η κρίση ουσιαστικά πάγωσε. Ένα πάγωμα όμως που έβαλε σε κίνηση δυο βασικές διαδικασίες, των οποίων σήμερα βλέπουμε μια πρώτη ισχυρή επιδείνωση σε γεωπολιτικό επίπεδο. Η πρώτη διαδικασία είναι αυτή που ο Economist ονόμασε επιβραδυνοποίηση [slowbalization]. Η ανοδική παγκοσμιοποίηση, τουλάχιστον κάτα τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας, δεν υπέστη παύσεις στους τρεις βασικούς δείκτες της, δηλαδή στο παγκόσμιο εμπόριο, τη συγκρότηση των παγκόσμιων παραγωγικών – εφοδιαστικών αλυσίδων και τις εξωτερικές επενδύσεις. Σίγουρα όμως παρατηρούμε μια επιβράδυνση των δεικτών ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, σε παραγωγικό επίπεδο, και γενικότερα ως προς το επίπεδο της ικανότητας να τεθεί και πάλι σε κίνηση η καπιταλιστική συσσώρευση κι επομένως η μηχανή των κερδών, με αυξομειώσεις υπό συνθήκες σαφώς διαφοροποιημένες, όσον αφορα τη Δύση (σε διαφορά με την ανατολική Ασία και ιδιαίτερα με την Κίνα), αυτό του οποίου γίναμε μάρτυρες ήταν μια ουσιαστική στασιμότητα. O όρος δεν είναι ο ακριβέστερος, εξαιτίας ακριβώς των διαφορετικών συνθηκών που επικρατούν τόσο μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ όσο και στο εσωτερικό της ίδιας της Ευρώπης. Πρέπει όμως να ειπωθεί πως βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί μια ασφυκτιούσα ανάπτυξη και ακόμα περισσότερο η ανικανότητα επανεκκίνησης για την καπιταλιστική συσσώρευση. Κάτι που εκδηλώθηκε παράλληλα -σαν μιά συνέπεια που μετατρέπεται σε αιτία- μ’ ένα αυξανόμενο δανεισμό, παρακινούμενο από τις κεντρικές τράπεζες και ιδιαίτερα από εκείνη των ΗΠΑ [Federal Reserve], ο οποίος στοχεύει ακριβώς στο μπλοκάρισμα των εκρηκτικών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συνεπειών της παγκόσμιας κρίσης.

Τι συνεπάγεται και τι επιφέρει όλο αυτό στην κινέζικη πλευρά; Τη συνειδητοποίηση του γεγονότος, από πλευράς των ελίτ και των υψηλών κλιμακίων του Κόμματος – Κράτους, πως η ασύμμετρη σχέση με την Ουάσιγκτον και τη Δύση -που σήμαινε τη θεμελίωση της δικής του ανόδου στις εξαγωγές στη δυτική αγορά για την πρόσβαση του σε κεφάλαια και τεχνολογίες- έγινε πάρα πολύ ανισόρροπη, απρόσφορη πλέον για τα συμφέροντα και τις αναγκαιότητες της κινέζικης ανάπτυξης. Για την αποτροπή της κρίσης του 2008, η Κίνα είχε παρέμβει μέσα από μια ξέφρενη παροχή ρευστότητας και μ’ αυτόν τον τρόπο είχε συνδράμει και τη Δύση. Όμως, το δικό της μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης δεν μπορεί να βασιστεί σ’ ένα διαρκή δανεισμό, ο οποίος θα δημιουργούσε μια φούσκα -ανάλογη μ’ αυτή της Δύσης- που μοιραία, αργά ή γρήγορα θα έσκαγε. Επομένως το Πεκίνο, ιδιαίτερα υπό την διεύθυνση του Xi Jinping, έθεσε επί τάπητος ένα πλάνο, μια βιομηχανική και οικονομική πολιτική με σκοπό την αναρίχηση του μέσα στις λεγόμενες αλυσίδες της αξίας. Για να το πούμε συνοπτικά, πρόκειται για μια αναπροσαρμογή της εσωτερικής οικονομίας και της σχέσης της δικής του οικονομίας με το εξωτερικό (διπλή κυκλοφορία). Με χειροπιαστούς όρους αυτό σημαίνει λιγότερη εξάρτηση από τις εξαγωγές, ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς, λιγότερη έκθεση στα δυτικά χρηματοπιστωτικά ερεθίσματα, προβολή στο εξωτερικό μέσα από τους λεγόμενους Δρόμους του Μεταξιού.

Είναι ξεκάθαρο ότι μέσα σ’ όλο αυτό, για την Κίνα καθίσταται σε ζωτική ανάγκη η αναρρίχηση της στην τεχνολογικά προηγμένη παραγωγή, κυρίως σ’ έναν κλάδο που βρίσκεται ακόμα πίσω, όπως εκείνος των microchip. Παρατηρείται ότι η προσοχή της δεν στρέφεται κυρίως ή μονάχα στην ψηφιακή παραγωγή για τη μαζική κατανάλωση, αλλά στο design, την παραγωγή και το σχεδιασμό εκείνων των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων που αποτελούν τη βάση του (όπως επίσης ξεκάθαρα αποτελούν τη βάση και των στρατιωτικών τεχνολογιών).

Σε περίπτωση που αυτό το πλάνο κινέζικης αναπροσαρμογής επιτύχει, για τις πολυεθνικές των ΗΠΑ και γενικότερα της Δύσης -και κυρίως για τον αμερικάνικο έλεγχο μέσω του δολαρίου- θα ήταν, δεν λέω το τέλος (γιατί δεν είναι αυτός ο στόχος και ούτε καν η ικανότητα της, αν ληφθούν υπόψη και οι συσχετισμοί ισχύος), αλλά -σε κάθε περίπτωση- ένα βαρύ πλήγμα. Αυτή ακριβώς η υπόθεση είναι εκείνη που προκάλεσε την αντίδραση των ΗΠΑ, διακηρυγμένη ήδη κατά τη διάρκεια της διαχείρισης Ομπάμα και εφαρμοσμένη με τον λεγόμενο εμπορικό πόλεμο του Τραμπ. Ο εμπορικός πόλεμος δεν έχει ως πραγματικό στόχο την εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, αφού όπως έλεγα προηγουμένως δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Οι ΗΠΑ κυριαρχούν άνετα στον κόσμο παράγοντας χρέος. Το πρόβλημα είναι η διατήρηση της πρωτιάς και της επικυριαρχίας του δολαρίου, η παρεμπόδιση της Κίνας από την τεχνολογική αναρρίχηση σε πιο προηγμένα στάδια καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Πράγματι, αυτό που βλέπουμε είναι μια αρμονική συνέχεια μεταξύ της διαχείρισης Τραμπ και της διαχείρισης Μπάιντεν. O Μπάιντεν δεν έκανε άλλο από το να οξύνει αυτή τη στρατηγική που πήρε τη μορφή της λεγόμενης “επιλεκτικής τεχνολογικής αποσύνδεσης” [decoupling]. Με τον όρο decoupling εννοείται η αποσύνδεση της Κίνας από την πρόσβαση σε προηγμένα δυτικά κεφάλαια και τεχνολογίες, μέσα σ’ ένα διεθνές πλαίσιο όπου οι ΗΠΑ συνειδητά επιβάλουν επίσης τους ίδιους μηχανισμούς σε χώρες της Δύσης και σε συμμάχους τους στην Ανατολή (Ιαπωνία και Ταϊβάν). “Επιλεκτική” γιατί μια ολική ρήξη με την Κίνα θα ήταν για τις ΗΠΑ σαν να σφάζουν την κότα με τα χρυσά αυγά. Κάτι που -τουλάχιστον προς το παρόν- ούτε βρίσκεται στους σχεδιασμούς τους ούτε είναι εφικτό. Ταυτόχρονα, σε γεωπολιτικό επίπεδο οι ΗΠΑ αναπροσανατολίστηκαν προς την ανατολική Ασία και χάραξαν μια στρατηγική νέας ανάσχεσης της Κίνας (στρατηγική του λεγόμενου Ινδικού-Ειρηνικού), με επίκεντρο τη βόρεια και τη νότια Σινική Θάλασσα και την Ταϊβάν.

Στην παρούσα φάση, η κινέζικη κυβέρνηση, ζυγίζοντας νηφάλια τους υπάρχοντες συσχετισμούς ισχύος, δεν στοχεύει σε μια συμμετρική απάντηση απέναντι στην αντίστοιχη των ΗΠΑ, σ’ ένα decoupling με κινεζική υπογραφή, αλλά στην απόσπαση περισσότερων περιθωρίων κίνησης σ’ όλα τα επίπεδα, τουλάχιστον όσο κάτι τέτοιο θα είναι εφικτό, πάντοτε σε συσχετισμό με την πρωταρχική στρατηγική της τεχνολογικής αναπλήρωσης και της διπλής κυκλοφορίας, κάτι που προϋποθέτει την αποφυγή της “αποσύνδεσης” της από την παγκόσμια αγορά.

Αυτό είναι κάτι που μου επιτρέπει ν’ απαντήσω ευθέως στην ερώτηση σου. H άνοδος της Κίνας είναι πραγματική, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να μετατραπεί σε πρόκληση, με τη στενά ηγεμονική έννοια. Αυτό γιατί ο Δράκος δεν διαθέτει τους αριθμούς εκείνους που χρειάζονται ώστε ν’ αντικαταστήσει τον ιδιαίτερο παγκόσμιο ρόλο που επιτελούν οι ΗΠΑ, δηλαδή την ικανότητα ν’ αναδιαμορφώσει ολόκληρο το παγκόσμιο καπιταλιστικό κύκλωμα και να μετατραπεί στο νέο άξονα, γύρω από το οποίο αυτό θα περιστρέφεται. Αυτή η άνοδος απαιτεί επίσης το άνοιγμα της Κίνας στην παγκόσμια αγορά, αλλά και αυτής της παγκόσμιας αγοράς -και όχι μονάχα κάποιων κομματιών της- μέσα στην ίδια την Κίνα. Κάτι που αντανακλάται και στο πεδίο των στρατηγικών της: το Πεκίνο σήμερα στοχεύει σε μια πιο αυτόνομη τοποθέτηση του μέσα στον παγκόσμιο καπιταλισμό, προσέχοντας όμως καλά ώστε -ταυτόχρονα- να μην αφεθεί ν’ αποκοπεί -μέσω της στρατηγικής των ΗΠΑ- απ’ αυτόν. Αυτό αντανακλάται και στο νομισματικό πεδίο. Το Πεκίνο δεν είναι (ακόμα;) έτοιμο να αντιπαρατεθεί με την παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου, αν και μέσα στην πορεία της ανόδου του δεν μπορεί παρά να θέσει το ζήτημα ενός δικού του νομίσματος, σταδιακά ολοένα και πιο διαδεδομένου σε παγκόσμια κλίμακα, ώστε ν’ αμβλύνει -εν μέρει- τους κινδύνους που συνδέονται με την εξάρτηση του από το πράσινο χαρτονόμισμα. Χωρίς όμως να μπορεί να το αντικαταστήσει.

Πιο πρόσφατα, η επιδείνωση των σχέσεων του με την Ουάσιγκτον, όπως και η χρήση του δολαρίου ως όπλο στη σύγκρουση στην Ουκρανία, έπεισαν πράγματι τα κινέζικα επιτελεία για το γεγονός ότι η έκθεση σ’ αυτό το δολαριοκεντρικό σύστημα αποτελεί πλέον έναν κίνδυνο ολοένα και πιο ανισόρροπο, συγκριτικά με το προτέρημα της πρόσβασης στις δυτικές εξαγωγικές αγορές. Μ’ άλλα λόγια, η Κίνα δεν μπορεί πλέον να παίζει -πάντα και σε κάθε περίπτωση- σεβόμενη τους κανόνες της Federal Reserve. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται άλλο ένα κομμάτι του παζλ, η στρατηγική που έχει οριστεί ως διεθνοποίηση του κινέζικου νομίσματος, που σύμφωνα με τις προθέσεις του Πεκίνου θα πρέπει να είναι συγκρατημένη και ομαλή, αντιπροσωπεύοντας όμως -ολοένα και πιο ξεκάθαρα- μια αναγκαστική επιλογή. Μέσα σ’ αυτή τη στρατηγική εντάσσεται και η εισαγωγή του ψηφιακού γιεν.

Στην πραγματικότητα το Πεκίνο, αν και υπέρ ενός πολυπολικότερου διεθνούς νομισματικού συστήματος, δεν είναι (ακόμα) διατεθειμένο για την πλήρη μετατρεψιμότητα του νομίσματος του, ούτε για την ανάληψη του βάρους της μετατροπής του γιεν σε διεθνές αποθεματικό νόμισμα. Ταυτόχρονα, ανοίγει συγκρατημένα -και δεν κλείνει- τα εθνικά συστήματα πληρωμών σε γιεν προς βασικές διεθνείς εταιρίες (όπως στις American Express, Visa και Mastercard), ως προληπτική άμυνα απέναντι σε περαιτέρω βήματα αποσύνδεσης του από τις ΗΠΑ. Επομένως, οι συγκεκριμένες κινήσεις μοιάζουν περισσότερο αμυντικής υφής, αν και οι συνέπειες τους -όπως πάντα- μπορούν να φτάσουν πολύ μακρύτερα από τις αρχικές προθέσεις. Κυρίως στην περίπτωση που μελλοντικά γίνει το βήμα διασύνδεσης του ψηφιακού νομίσματος, δεδομένων των χαρακτηριστικών και των δυνατοτήτων του, σε κεντρικά αποθεματικά μετακινημένα από το δολάριο στο χρυσό.

Έτσι, προκύπτει η αντίφαση που -αν δεν εκραγεί νωρίτερα- πιθανότατα θα μάς συνοδεύσει για μερικές δεκαετίες. Η αντίφαση που προκύπτει από την -βάσιμη αλλά ταυτόχρονα και αντιθετική- αναγκαιότητα για την Κίνα και τις ΗΠΑ, για τη διατήρηση της παγκοσμιοποίησης και από την ταυτόχρονη αναγκαιότητα να θέτουν σε κίνηση στρατηγικές που ναρκοθετούν την ίδια την παγκοσμιοποίηση, τείνοντας έτσι προς μια κρίση κι έπειτα -ενδεχομένως- προς μια αποπαγκοσμιοποίηση.

Μονάχα σε περίπτωση που προσεγγιστεί το σημείο συγχώνευσης των διεθνών σχέσεων και της σύγκρουσης ΗΠΑ-Κίνας, με την προϋπόθεση μιας βαθύτατης εσωτερικής κρίσης της αμερικανικής κοινωνίας, μπορεί να λάβει χώρα η εκκίνηση μιας πραγματικής αποπαγκοσμιοποίησης κι επομένως αποδολαριοποίησης. Δεν θα πρόκειται όμως, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, για μια διαφαινόμενη ηγεμονική αλλαγή φρουράς, πόσο μάλλον μιας νέας, δικαιότερης “διεθνούς τάξης πραγμάτων”, αλλά για την αποδιάρθρωση του παγκόσμιου συστήματος.

Όπως και να έχει, όλα αυτά μαρτυρούν πολλά για την -αν μη τι άλλο- υψηλή θερμοκρασία του παγκόσμιου συστήματος, η οποία είναι υψηλότερη απ’ όσο μπορούσε να υποτεθεί πριν από το ξέσπασμα της ουκρανικής κρίσης. Στην παρούσα φάση, είναι δύσκολο να προβλεφθούν οι συνολικές συνέπειες. Αν και δεν βρισκόμαστε ακόμα ενώπιον μιας γεωπολιτικής κρίσης τέτοιου μεγέθους, η οποία να θέτει σε κίνηση μια διαδικασία αυτής καθαυτής αποπαγκοσμιοποίησης -για την οποία σχεδόν σίγουρα θα είναι απαραίτητη μια συνθήκη που θα εμπλέκει άμεσα τον κινέζικο παράγοντα-, όλα όσα διαδραματίζονται επισκιάζουν αυτήν τη διαδικασία, φανερώνοντας την σημασία της διαδρομής που διανύεται από τη διεθνή πολιτική.

Α.D: Για την επιστροφή της καπιταλιστικής συσσώρευσης στα επιθυμητά ποσοστά χρειάζεται η καταστροφή κεφαλαίων. Αυτή η κοινότυπη θεώρηση, η οποία είναι έμφυτη στο κοινωνικοικονομικό σύστημα που ζούμε, περιέχει σήμερα ένα βαρύτατο τίμημα για την Ευρώπη: οι ΗΠΑ φορτώνουν κυρίως σ’ αυτήν τα κόστη που είναι αναγκαία και συνδέονται με τον πόλεμο. Τι γνώμη έχεις σχηματίσει για τον ευρωπαϊκό παράγοντα, για τον ανύπαρκτο πολιτικό ρόλο του και την κρίση του γαλλογερμανικού άξονα; Τι είναι αυτό που πιθανώς μπορεί ν’ αλλάξει τώρα, μετά τις πρόσφατες γαλλικές εκλογές;

R.S: Καταρχήν, ας ειπωθεί ότι η πένθιμη καμπάνα χτύπησε ουσιαστικά γι’ αυτό που είχε απομείνει όρθιο από τις αυτόνομες ευρωπαϊκές φιλοδοξίες, οι οποίες είχαν ήδη ψαλιδιστεί από την Ευρωκρίση και φαινομενικά είχαν επαναδιατυπωθεί με την απάντηση στην πανδημική κρίση. Μετά τη φουρτούνα που προκάλεσε ο Τραμπ, ο Μπάιντεν -κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της προεδρίας του- επανατοποθετήθηκε περιορισμένα γύρω από μερικές από τις ανοιχτές διαφορές. Έτσι, προέκυψαν οι συμφωνίες με τις Βρυξέλλες για τον χάλυβα και το αεροδιάστημα (για την μακρόχρονη σύγκρουση Boeing-Airbus), κάθως και η αναμενόμενη θέσπιση ενός ελάχιστου παγκόσμιου φόρου στα εισοδήματα των πολυεθνικών από το εξωτερικό (στην πραγματικότητα πρόκειται για ψίχουλα), μέσα σε μια γενική αλλαγή πολιτικού ύφους, με την επιστροφή στις φιλελεύθερες και παγκοσμιοποιητικές τοποθετήσεις. Το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί από την Ευρώπη και το Βερολίνο είναι μια νέα αντι-ρωσική στροφή, μια δυναμική που φανερώθηκε ήδη από τα χίλια εμπόδια που μπήκαν απέναντι στη λειτουργία του αγωγού North Stream 2.

Τώρα, χάρη στην ουκρανική σύγκρουση, η Ουάσιγκτον όχι μόνο ενταφίασε (οριστικά;) αυτόν τον αγωγό αερίου, αλλά προξένησε και ένα σοβαρότατο πλήγμα σ’ όλη την ενεργειακή πολιτική της ΕΕ, όδηγωντας σε μια -σχεδόν- αποσύνδεση της από τις ρωσικές προμήθειες. Επίσης, κατέστησε -από εδώ και στο εξής- σε υπέρμετρα δύσκολες, αν όχι αδύνατες, τις εμπορικές διασυνδέσεις με τη Μόσχα για τη γερμανική (και επακόλουθα και την ιταλική) βιομηχανία. Μια ηθελημένη περιπλοκή, η οποία -αν δεν αλλάξουν οι βαθύτερες συνθήκες- θα θέσει υπό αμφισβήτηση την γερμανική διεθνή ανταγωνιστικότητα και -μακροπρόθεσμα- σε κίνδυνο τον ίδιο τον ευρωπαϊκό βιομηχανικό ιστό που περιστρέφεται γύρω από τον γερμανικό, προς όφελος της στρατηγικής του decoupling, μέσα από την επακόλουθη απόπειρα των Γιάνκηδων για επιστροφή της παραγωγής στο σπίτι [reshoring], αν και όποτε -πιθανώς μελλοντικά- βρεθούν ενώπιον μιας απότομης όξυνσης με το Πεκίνο.

Πράγματι, στο επίκεντρο των αμερικάνικων ανησυχιών βρίσκεται η σχέση ανάμεσα στο ευρωπαϊκό – γερμανικό σχέδιο και την Κίνα. Βασικό ζητούμενο για την Ουάσιγκτον είναι να “πείσει” την Ευρώπη -και κυρίως το Βερολίνο- πως η Κίνα είναι (ήδη) ένας εχθρός. Κυρίως, να την πείσει με πιέσεις και τετελεσμένα γεγονότα. Όπως συνέβη και με το μποϋκοτάζ, το οποίο επιβλήθηκε και επικράτησε επί Τραμπ, ενάντια στη διάδοση του ψηφιακού δικτύου 5G της Huawei στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Ως προς αυτό, ο Μπάιντεν δεν έκανε άλλο από το να συνεχίσει στην ίδια γραμμή.

Η συνθήκη του διπλού παραθύρου -προς τη Δύση και την Ανατολή- που απολάμβανε ως τώρα η γερμανική (και η ευρωπαϊκή) οικονομία κλείνει, και όχι μονάχα προς τη Ρωσία. Επιπλέον, μέσο-μακροπρόθεσμα το Βερολίνο έχει να φοβάται την κινέζικη οικονομική-τεχνολογική αναρρίχηση, η οποία αν πετύχει θα τού αφαιρέσει σημαντικά μερίδια άγορων, επενδύσεων και διεξόδων. Σίγουρα δεν πρόκειται για έναν άμεσο κίνδυνο αφού μέχρι σήμερα η σινο-γερμανική οικονομική διασύνδεση είναι -αν μη τι άλλο- αναγκαία για τις τευτονικές πολυεθνικές. Αυτό είναι κάτι που καθιστά για την Ουάσιγκτον σε καυτό το πρόβλημα του τρόπου και του χρόνου που θα επιβάλει στο Βερολίνο και όλη την Ευρώπη, εδώ και τώρα, αντι-κινέζικες κόκκινες γραμμές.

Δεν είναι πολύ εύκολο ν’ αναζητηθούν οι λόγοι της αιφνίδιας και σχεδόν απόλυτης ευθυγράμμισης των ευρωπαϊκών διευθυντικών τάξεων με την ουκρανική εντολή [ukaze] της Ουάσιγκτον, ακόμα και ενάντια στην απροθυμία και τις κριτικές που εκφράστηκαν από την πλευρά ορισμένων κλάδων της βιομηχανικής μπουρζουαζίας, με πρώτες απ’ όλες εκείνες της γερμανικής. Η ΕΕ φαντάζει ενωμένη μονάχα ως προς τη αντι-ρωσική μηντιακή ρητορική που είναι αντάξια του χειρότερου ατλαντικού γλείφτη, δηλαδή -για ακόμα μια φορά- στην υποταγή της στα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ, με αφορμή ένα σοβαρό κυνήγι κεφαλών στη διεθνή πολιτική, το οποίο και αποφασίστηκε απο την Ουάσιγκτον. Ως προς τα υπόλοιπα, είναι πιο διαιρεμένη από ποτέ, όπως φαίνεται και από τους καβγάδες για τις αντι-ρωσικές κυρώσεις και την αποστολή οπλισμού στην Ουκρανία. Ακόμα και ο επανεξοπλισμός που ψηφίστηκε από τη γερμανική βουλή τον Ιούνιο του 2022 λειτουργεί -προς το παρόν- προς όφελος της αγοράς οπλικών συστημάτων που έχουν παραχθεί (και ελέγχονται) από τις ΗΠΑ. Εσωτερικές αντιπαραθέσεις που είναι σύμφυτες με την ΕΕ, οι οποίες και εκμεταλλεύονται κατάλληλα από την αποφασιστικά φιλοαμερικάνικη τοποθέτηση μεγάλου μέρους των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Κατακερματισμός των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, με τους Γάλλους να σέρνουν τον χορό, πάντα χαιρέκακα [schadenfroh] για κάθε ζημιά στην οποία υπόκειται το Βερολίνο. Αποδυνάμωση της γερμανικής ηγεσίας μετά την αποχώρηση της Μέρκελ, με το υπουργείο εξωτερικών να έχει δοθεί σ’ ένα κόμμα που το πράσινο που -πάνω απ’ όλα- υπηρετεί παθιασμένα και φθονερά είναι το χρώμα του δολαρίου, απολύτως αντι-ρωσικά και αντι-κινέζικά. Αυτά και άλλα είναι που φέρουν το δικό τους ειδικό βάρος. Όμως η βαθύτερη περιπλοκή έγκειται στο γεγονός ότι η ΕΕ δεν είναι ένα κράτος, επομένως -αρχής γενομένης από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι έπειτα- δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει την επίμονη πολιτικοστρατιωτική ημι-ανεξαρτησία των μελών της. Επιπλέον, κατά παράδοξο τρόπο, η ευρωπαϊκοποίηση ενός αυξανόμενου αριθμού διαδικασιών, κανόνων και θεσμών κατέληξε να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, στο βαθμό εκείνο που -όντας ένα όχημα της παγκοσμιοποίησης με αυστηρά αμερικάνικα χαρακτηριστικά, υπό βρετανική επίβλεψη (μέχρι το Brexit)- εξασθένισε την κρατική αυτονομία της Γερμανίας και της Γαλλίας, εμπλέκοντας τες -μεταξύ άλλων- στο δίχτυ των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες αποτελούν τους ατάραχους υποτελείς της Ουάσιγκτον και τους ευκαιριακούς παραλήπτες των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων. Η απουσία μιας υπολογίσιμης πάλης των τάξεων φρόντισε για τα υπόλοιπα. Τέλος, πάνω απ’ όλα αιωρείται -όχι απαραίτητα συνειδητά- ο φόβος της Ευρώπης και των Ευρωπαίων ότι χωρίς την ομπρέλα του ΝΑΤΟ, κι επομένως χωρίς την πληρωμή του απαραίτητου τιμήματος στην Ουάσιγκτον, το δυτικό προνόμιο της διαδεδομένης ευημερίας δύσκολα θα στεκόταν όρθιο μπροστά στις αυξανόμενες απαιτήσεις της Ανατολής.

Αυτή η συνθήκη γερμανικού -και επομένως ευρωπαϊκού- αδιεξόδου [impasse] δεν μπορεί να ξεπεραστεί αυτόματα μέσα από την απλή ώθηση των γεωοικονομικών παραγόντων, αλλά μονάχα μέσα από μια δραστική επιδείνωση που μπορεί να προκληθεί από την ουκρανική κρίση και έπειτα από μια παγκόσμια ύφεση. Έτσι, θα τεθεί πάρα πολύ ψηλά το εύρος των ζημιών που θα πρέπει να πληρωθούν, πυροδοτώντας -κατά συνέπεια- κοινωνικές αντιδράσεις, πιθανότατα με νεολαϊκιστικά χαρακτηριστικά που -κατά κάποιο τρόπο- θα έχουν αντι-αμερικάνικη κατεύθυνση. Πρόκειται για κάτι που μπορεί να προκαλέσει μια σοβαρότατη κρίση, μέσα από μια όξυνση της κατάστασης και της σχέσης μεταξύ των εργαζόμενων τάξεων και της υπάρχουσας διευθύνουσας τάξης, η οποία για -ιστορικούς και σύγχρονους λόγους- παραμένει προσκολλημένη στον παγκοσμιοποιητικό ατλαντισμό και γι’ αυτό δεν επιδέχεται “μεταρρύθμισης”. Αυτή είναι όμως μια προοπτική που ακόμα φαντάζει μακρινή. Οι γαλλικές εκλογές δεν αλλάξαν ουσιαστικά το πλαίσιο, αποτελούν όμως ένα πρώτο, αδύναμο σημάδι όλων όσων μπορούν να τεθούν σε κίνηση. Όπως επίσης και η κρίση της κυβέρνησης Ντράγκι [στην Ιταλία].

Κλείνοντας, υπάρχει και μια βαθύτερη διάσταση, στην οποία θ’ αναφερθώ τηλεγραφικά: για όλους αυτούς τους λόγους, δύσκολα θα γίνουμε μάρτυρες μιας επανεκκίνησης του ευρωπαϊκού πρωταγωνιστισμού. Αντίθετα, ο μοναδικός ευρωπαίος παράγοντας που είναι δυνητικά σε θέση να κινηθεί αυτόνομα σε παγκόσμιο επίπεδο, δηλαδή η Γερμανία, μονάχα αν αποτινάξει τον ζουρλομανδύα της ΕΕ μπορεί ν’ αποπειραθεί να παίξει ένα δικό της ρόλο, μέσα στον παγκόσμιο οικονομικό και στρατιωτικό ανταγωνισμό.

A.D: Πρόσφατα μπόρεσες να εργαστείς γύρω από την εμβάθυνση όσων συμβαίνουν στην Κίνα. Πως αναπτύσσει αυτός ο μεγάλος παράγοντας στην παγκόσμια σκηνή, η οποία χαρακτηρίζεται από μια τεράστια αστάθεια, τις δικές του εσωτερικές δυναμικές ανάμεσα σε φιλελεύθερους και κρατιστές; Ποιές είναι οι διαλεκτικές συνθέσεις ανάμεσα στις ωθήσεις του εκσυγχρονσιμού και τις περισσότερες κοινωνικές εγγυήσεις; Ποια είναι η θερμοκρασία που επικρατεί μέσα στην πάλη των τάξεων αυτής της χώρας;

R.S: Η ιδιαίτερη κινέζικη μετάβαση στον καπιταλισμό -πάνω στο κύμα μιας αγροτικής αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης και χάρη στη μετατροπή εκατομμυρίων αγροτών σε προλετάριους που σήμερα παράγουν για την παγκόσμια αγορά- από τη μια πλευρά δεν κατέστησε σε εφικτή -εξαιτίας της ιστορικής “καθυστέρησης” και των βαθύτερων ορίων (από καπιταλιστική σκοπιά) του οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού της- την είσοδο της στην ιμπεριαλιστική λέσχη. Από την άλλη όμως, προκάλεσε μια ανωμαλία που την καθιστά σε ιδιαίτερο φαινόμενο, όσον αφορά τη σχέση “νεοαποικιακής” εξάρτησης των μη ευρωπαϊκών χωρών κι εκείνων του θαμμένου υπαρκτού σοσιαλισμού. Η ύπαρξη ενός ευρύτατου και πειθαρχημένου Προλεταριάτου -που βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση μ’ ένα συγκεντρωτικό Κράτος- επέτρεψε ως σήμερα μια ανοδική τροχιά, ανάμεσα στις ωθήσεις από τα κάτω και την καπιταλιστική ανάπτυξη. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, αν και το καθοριστικό μέγεθος της υπεραξίας που αποσπάται επιστρέφει στις δυτικές μητροπόλεις, το υπόλοιπο ποσοστό κερδών που παραμένει στην Κίνα γίνεται κεντρικοποιημένο από ένα Κράτος που δεν αποτελεί μια επιτροπή ετεροκαθοριζόμενη από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, αλλά ακολουθεί ένα δικό του πλάνο εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σήμερα, σε σχέση με όσα αναφέραμε, η ισορροπία μέσα στο Κόμμα – Κράτος έχει μετακινηθεί αισθητά, υπό τον Xi Jinping, υπέρ των “κρατιστών” (ένας όρος όμως που δεν αποδίδει απόλυτα την πολυπλοκότητα των εσωτερικών πολιτικών δυναμικών).

Τα αποτελέσματα όμως που έχει επιτύχει και τα οποία βέβαια δεν οφείλονται σε χάρες που έγιναν από τη Δύση, βρίσκονται σήμερα -περισσότερο από ποτέ- σε κίνδυνο εξαιτίας του συνόλου των λόγων που προαναφέραμε. Επομένως, η Κίνα βρίσκεται σε μια διασταύρωση που επιβάλλεται από το υπάρχον στάδιο της παγκόσμιας αγοράς, στο σταυροδρόμι ανάμεσα στην εσωτερική δυναμική και την εξέλιξη του ιμπεριαλισμού: είτε θα κάνει ένα άλμα ανάπτυξης είτε κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα υπό την ιμπεριαλιστική πίεση που αντιμετωπίζει εχθρικά την άνοδο της. Η πρόκληση με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη είναι υπαρξιακή, ως προς τη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης της, τη σταθερότητα του κοινωνικού συμβιβασμού μεταξύ των Τάξεων και τη συνοχή της ως ενιαίο Κράτος.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η σύνδεση μεταξύ των διεθνών δυναμικών και της εσωτερικής ταξικής σύνδεσης είναι άμεση, σχεδόν ταυτόχρονη, προς δύο κατευθύνσεις. Οι αγροτικές και εργατικές ωθήσεις για βελτίωση των συνθηκών -μέσα στα περιθώρια που καθορίζονται από την κινέζικη θέση στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας- εξαναγκάζουν το Κόμμα – Κράτος να κατευθυνθεί προς μια αναδιάρθρωση των παραγωγικών διαδικασιών και επομένως σε μια αναδιαπραγμάτευση της σχέσης του με τον Ιμπεριαλισμό. Η πίεση που ασκεί με τη σειρά του αυτός ο τελευταίος, επιφέρει τον κίνδυνο να θέσει μεγάλα εμπόδια σ’ αυτήν την αναδιάρθρωση, επομένως στην εξακολούθηση της κινέζικης ανάπτυξης, επομένως στη σταθερότητα του κοινωνικού συμβιβασμού, οπού και βασίζεται η πολιτική σταθερότητα και βιωσιμότητα του Κόμματος και του ενιαίου Κράτους.

Δεν είναι φυσικά δυνατόν εδώ ούτε καν ν’ αναφερθούμε επιγραμματικά στις ταξικές δυναμικές που βρίσκονται σ’ εξέλιξη. Κατά παράδοξο τρόπο, αλλά κατά βάθος όχι και τόσο, η Κίνα των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων εμφανίζεται ως η πατρίδα της πάλης των Τάξεων, σε μια ιστορική φάση όπου αυτή έχει σχεδόν εξαφανιστεί στις εκδηλωμένες μορφές της από τη Δύση. Ιδιαίτερα, μπορούν ν’ αναφερθούν οι λεγόμενοι μετανάστες χωρικοί [nongmingong] που μετακινούνται από τις επαρχίες στις πόλεις και έχουν προλεταριοποιηθεί “κατά το ήμισυ” (αν και αυτή είναι μια συζήτηση μακροσκελής, με την οποία καταπιάνομαι στο καινούριο βιβλίο μου, τόσο υπό την οπτική του αγροτικού ζητήματος της Κίνας όσο και από εκείνη της νέας σύνθεσης της προλεταριακής Τάξης). Αγώνες που είχαν σαν αποτέλεσμα μια ξεκάθαρη αύξηση των μισθών, με τα εισοδήματα και στις επαρχίες να βελτιώνονται, αν και πάντοτε με ισχυρά κριτικά σημεία (πχ, δίνεται ακόμα αγώνας ενάντια στην απόλυτη φτώχεια), ενώ άρχισε ν’ αναδύεται μια μεσαία Τάξη των πόλεων.

Για να το πούμε με παράδοξο τρόπο, η Κίνα είναι ένα Κράτος δημοκρατικό όχι με την έννοια των τυπικών, θεσμικών και διαδικαστικών στοιχείων του -τα οποία άλλωστε πλέον έχουν εξαερωθεί στην ίδια τη Δύση που θεωρείται ο πρωταθλητής τους- αλλά με την έννοια της ουσιαστικής σχέσης μεταξύ Προλεταριάτου και Κράτους, μια διαλεκτική σχέση, στο βαθμό εκείνο που οι προλεταριακές αντιστάσεις διαφόρων μορφών, συνδιαλέγονται με μια Εξουσία, η οποία όχι μονάχα πρέπει να λάβει την ώθηση προς μια κατεύθυνση κοινωνικού συμβιβασμού αλλά -παράλληλα- προσπαθεί να τις οριοθετήσει, ώστε να δώσει ώθηση σ’ αυτήν την ίδια την καπιταλιστική ανάπτυξη. Αντίστροφα, η πάλη των Τάξεων έχει δημοκρατικά χαρακτηριστικά, προς δυο κατευθύνσεις: αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση, για τη βελτίωση της εργατικής συνθήκης μέσα στο δοσμένο πλαίσιο -που ως τώρα είχε γίνει αποδεκτό- των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων (συντεχνιακός αγώνας λεγόταν κάποτε). Ώθηση του Κράτους για ένα ποιοτικό άλμα της εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, απέναντι σ΄ ένα πολυεθνικό, αρπακτικό και αλαζονικό Κεφάλαιο. Ήδη από μόνη της, αυτή η ώθηση καθιστά τη πάλη των Τάξεων στην Κίνα -ακόμα εντελώς ενταγμένη στα όρια των καπιταλιστικών σχέσεων- σ’ ένα παγκόσμιο γεγονός.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η εξέλιξη της δημοκρατικής ταξικής πάλης στην Κίνα έχει μπροστά της -κατά πάσα πιθανότητα- δυο σενάρια που μπορούν να συνδυαστούν, αλλά σε τελική ανάλυση είναι -μεταξύ τους- εναλλακτικά. Μια όξυνση της παγκόσμιας κρίσης με μια επιβράδυνση της κινέζικης οικονομικής επέκτασης, μέσα από ένα βάθεμα της σύγκρουσης με την Ουάσιγκτον, θα θέσει και πάλι σ’ αμφισβήτηση το κοινωνικό σύμφωνο, καθιστώντας έτσι σε -ακόμα πιο- αμφίβολο τον υπάρχοντα σοσιαλδημοκρατικό επαναπροσδιορισμό της. Μια επανεκκίνηση της συγκρουσιακότητας, η οποία -ως προ τη σύνθεση και το πρόγραμμα της- δεν είναι δεδομένο ότι θα είναι στενά προλεταριακή. Αρκεί να σκεφτούμε τις εύθραυστες ισορροπίες που επικρατούν στις επαρχίες, την ανολοκλήρωτη προλεταριοποίηση της εργατικής δύναμης, την αναδυόμενη μεσαία Τάξη των πόλεων, τους φοιτητές κλπ. Μια επανεκκίνηση που θα μπορούσε να θέσει και πάλι σ’ αμφισβήτηση τη διατήρηση του ελέγχου της οικονομίας από το μοναδικό Κόμμα και το Κράτος, ωθώντας έτσι προς μια απόλυτη πολιτική και οικονομική φιλελευθεροποίηση. Αυτό είναι που προσπαθεί να προωθήσει η Δύση, αφού έτσι θ’ αποδυνάμωνε τον πιο υπολογίσιμο από τους υπάρχοντες αντιπάλους της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων. Για παράδειγμα, αυτός είναι επίσης ο στόχος και του “ελεύθερου συνδικαλισμού”, ο οποίος διατηρεί εσωτερικούς δεσμούς με τις φιλελεύθερες φράξιες του ίδιου του Κομμουνιστικού Κόμματος Κϊνας (ΚΚΚ) που θέλουν τα πάντα εκτός από μια σκληρή και άμεση σύγκρουση με τη Δύση. To καθοριστικό ζήτημα έγκειται στο γεγονός ότι αυτή η διαδρομή, η οποία θέτει ως στόχο τη μετατροπή σε μια δημοκρατία δυτικού τύπου, προϋποθέτει την πρόσβαση της Κίνας στη λέσχη των ανεπτυγμένων, δηλαδή των ιμπεριαλιστικών χωρών. Είναι όμως αυτό εφικτό σήμερα, μέσα στην ολοένα και πιο συγκεντρωτική και αρπακτική μορφή που λαμβάνει ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός; Μέσα στις δοσμένες συνθήκες, αυτή η ανάπτυξη θα έχει στην πραγματικότητα το εξής αποτέλεσμα: έναν εκδημοκρατισμό φιλελεύθερου τύπου πριν από την ολοκλήρωση της ιμπεριαλιστικής μεταμόρφωσης της Κίνας, μια αποδυνάμωση της χώρας και έναν πιθανό κατακερματισμό της.

Από την άλλη πλευρά, η πάλη των Τάξεων μπορεί να βαθύνει τα ταξικά χαρακτηριστικά που έχουν ως τώρα αναδυθεί. Σ’ αυτή τη βάση, το κινέζικο Προλεταριάτο θα φτάσει σε κάθε περίπτωση στη σύγκρουση με τα εμπόδια που θέτει ο δυτικός ιμπεριαλισμός στην ανάπτυξη της χώρας, επομένως και στη βελτίωση της δικής του συνθήκης. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η ταξική διάσταση θα χρωματιζόταν αναπόφευκτα και από τον αντιιμπεριαλιστικό εθνικισμό, αναγκαζόμενη έτσι ν’ αναπτύξει μια στάση όχι μονάχα “συνδικαλιστική”, αλλά και πολιτική. Κάτι που με μια πρώτη ματιά, συγκλίνει μ’ εκείνο το κομμάτι του ΚΚΚ και του Κράτους που δεν μπορεί να επιβραδύνει την κίνηση της οικονομίας και της κοινωνίας, χωρίς να διακινδυνεύσει να έρθει αντιμέτωπο με ανυπολόγιστα κοινωνικά και πολιτικά ταρακουνήματα. Αναπόφευκτα, μέσα σ’ αυτή τη διαδρομή πρέπει ν’ αναμένεται μια διασύνδεση μέσα στους προλεταριακούς αγώνες, ανάμεσα σε ταξικά και εθνικά αιτήματα. Μια διασύνδεση που μελλοντικά μπορεί να λυθεί προς την κατεύθυνση ενός αντικαπιταλιστικού κινήματος, μονάχα υπό την προϋπόθεση μιας ταξικής επανεκκίνησης και έξω από την ίδια την Κίνα.

Επομένως, η ταξική αντίθεση κι εκείνη ανάμεσα στην Κίνα και τον ιμπεριαλισμό συμπυκνώνονται και οι δύο μέσα σ’ αυτήν την εκκρεμή διασύνδεση, η οποία μπορεί να έχει και αποτελέσματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Μέσα από τη σύγκρουση με τα εμπόδια που θέτει ο δυτικός ιμπεριαλισμός στην ανάπτυξη της χώρας και στη βελτίωση των δικών τους συνθηκών, ο αγώνας των εργαζόμενων τάξεων θα εξελιχθεί -πιθανά- παράλληλα με τα αιτήματα εθνικoύ αλυτρωτισμού, ανάμεσα σε μια επανεκκίνηση του ταξικού ζητήματος και του αντιιμπεριαλιστικού εθνικισμού. Αυτό είναι κάτι που θα προκύψει με ακόμα μεγαλύτερη ένταση, αν τελικά τα πράγματα οδηγηθούν προς μια στρατιωτική σύγκρουση με τις ΗΠΑ.

[ΚτΒ] Λόγος Αλληλεγγύης στον πολύμηνο απεργιακό αγώνα στη “Μαλαματίνα”.

«Τι ‘ναι στ’ αλήθεια πια σημαντικό να ελπίζεις,
κάτι να ζεις γι’ αυτό και κάτι να πεθάνεις;
Πάλλεται η φλέβα μιας ζωής που σε προσμένει
κι ο πεισματάρης φόβος σκύβει το κεφάλι.
Γι’ αυτούς που χτίζουνε τον κόσμο, ποτέ δεν είναι αργά.»

Υπεραστικοί

Η παρούσα οκτασέλιδη μπροσούρα της Κίνησης της Βιολέττας (ΚτΒ) για την Αλληλεγγύη στον πολύμηνο απεργιακό αγώνα στη “Μαλαματίνα” κυκλοφόρησε στην Αθήνα το Δεκέμβρη του 2022, στο πλαίσιο της Εκδήλωσης Αλληλεγγύης [10/12/22] που συμμετείχαμε στην Εργατική Λέσχη Καλλιθέας.

Περιεχόμενα:

– Εισαγωγικό απολογιστικό σημείωμα.

– Εισήγηση της ΚτΒ στην Εκδήλωση για τον Αγώνα των απεργών της “Μαλαματίνα” στο Red n’ Noir [Aθήνα, 5/11/22]

– Κείμενο των απεργών της “Μαλαματίνα” που μοιράστηκε από τον Πανελλαδικό Συντονισμό Ταξικής Αλληλεγγύης στους απεργούς της “Μαλαματίνα”, στη Συγκέντρωση Αλληλεγγύης το Σάββατο 5/11 στο Μοναστηράκι, στην απεργιακή συγκέντρωση της Γενικής Απεργίας στις 9/11 και στην παρέμβαση που έγινε την ίδια ημέρα, έξω από το “Athens Bar Show” στην “Τεχνόπολη” όπου συμμετείχε η εταιρεία.

Τυπώθηκε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και διατίθεται από πολιτικούς – κοινωνικούς χώρους και στέκια. Ολόκληρο το περιεχόμενο, διαθέσιμο ηλεκτρονικά (όπως και όλο το υλικό της ΚτΒ) στο prolprot.espivblogs.net

Για επικοινωνία: violetta@espiv.net

* Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022. Συμμετέχουμε στην Ανοιχτή Συνέλευση που καλεί ο Πανελλαδικός Συντονισμός Ταξικής Αλληλεγγύης στους απεργούς της “Μαλαματίνα” σε Αθήνα & Πειραιά, για τη συνδιοργάνωση κινήσεων και κινητοποιήσεων, στην ΑΣΟΕΕ στις 19.00

Η ΝΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΠΕΡΓΙΑ ΣΤΗ ΜΑΛΑΜΑΤΙΝΑ

ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΝΙΚΗ ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ!

Raffaele Sciortino | Η Δίνη: Παγκοσμιοποίηση, Πόλεμος, ΗΠΑ, Κίνα & Ευρώπη μέσα στο αβέβαιο παρόν [Α’ Μέρος]

Μια Συνέντευξη του Raffaele Sciortino στον Alberto Deambrogio

Ο Ραφαέλε Σορτίνο, ακτιβιστής των κινημάτων ενάντια στην παγκοσμιοποίηση (Νο Global) και ενάντια στα τραίνα υψηλής ταχύτητας (Νο Tav), ερευνητικός διδάκτορας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο [Universita’ Statale] του Μιλάνου και ανεξάρτητος ερευνητής, έχει συγγράψει -μεταξύ άλλων- πολλές κριτικές μελέτες για τα ζητήματα της παγκοσμιοποίησης και των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας.

Από τις εκδόσεις Asterios της Τεργέστης έχουν κυκλοφορήσει στα ιταλικά:

Ο Ομπάμα μέσα στην παγκόσμια κρίση [Obama nella crisi globale] (2010)

Ένα πέρασμα πέρα από τον διπολισμό. Η σινο-αμερικανική προσέγγιση 1969-1972 [Un passaggio oltre il bipolarismo. Il rapprochement sino-americano 1969-1972] (2011)

Tα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσµο. Παγκόσµια κρίση και γεωπολιτική των νέων λαϊκισµών [I dieci anni che sconvolsero il mondo. Crisi globale e geopolitica dei neopopulismi] (2019)

Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε πρόσφατα η τελευταία μελέτη του (352 σελίδων) με τίτλο:

ΗΠΑ και Κίνα μέσα στην παγκόσμια σύγκρουση. Δομές, στρατηγικές, συνθήκες [Stati Uniti e Cina allo scontro globale. Strutture, strategie, contingenze] (2022)

Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Προλεταριακή Πρωτοβουλία με την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας (ΚτΒ): “Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο”. Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιο, και άλλες “κατολισθήσεις”. Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Il Latto Cattivo [Ιούνης 2020] (Αθήνα, 2021), από την εισαγωγή του οποίου -για ένα πληρέστερο βιογραφικό σημείωμα του- παραθέτουμε το ακόλουθο σύντομο απόσπασμα.

Ο Raffaele Sciortino (1963) […] ένας από εκείνους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που όντας “κόντρα στο ρεύμα”, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980, βίωσαν την “αυξανόμενη απομόνωση εκείνων που ήταν κυριευμένοι από το δαίμονα του κομμουνισμού (ποιου; εκείνου που ήταν πλέον “ανεπίκαιρος”…)”.

Έχει συγγράψει άρθρα, έρευνες και μελέτες για τη διεθνή οικονομική πολιτική, τα “δημόσια” και “ιδιωτικά” χρέη και την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, με ιδιαίτερη ενασχόληση με τη γεωπολιτική και τις πολυποίκιλες περιπλοκές της με τα κοινωνικά – εργατικά κινήματα στους καιρούς της πτωτικής πορείας της παγκοσμιοποίησης υπό την αστερόεσσα […]

Η παρούσα συνέντευξη -που ακολουθεί μεταφρασμένη στα ελληνικά- δημοσιεύθηκε τον περασμένο Σεπτέμβρη στα ιταλικά, στο διαδικτυακό “αρχείο ντοκουμέντων και άρθρων για την πολιτική συζήτηση της αριστεράς” sinistrainrete.info, εν όψει της πρόσφατης κυκλοφορίας του τελευταίου βιβλίου του, στο οποίο επικεντρώνει την έρευνα του γύρω από την βασική αντίθεση του σύγχρονου κεφαλαιο-κρατικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, γύρω από τις (ολοένα και πιο εμπόλεμες) σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, δηλαδή στον κύριο γόρδιο δεσμό που εδώ και μισό αιώνα, κρατάει “δεμένο” και “όρθιο” τον υπαρκτό παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό Made in USA. Ένας γόρδιος δεσμός, το “λύσιμο” ή το “κόψιμο” του οποίου βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και θα επηρεάσει συνολικά, καθορίζοντας καταλυτικά, την πορεία της ανθρωπότητας μέσα στους σύγχρονους εμπόλεμους καιρούς αλλά κι “εκείνους που μέλλονται για να ‘ρθουν”

Δημοσιεύεται διαδικτυακά (σε δύο μέρη) ενώ προσεχώς θ’ ακολουθήσει και έντυπη -εμπλουτισμένη με παράρτημα- έκδοση της, έχοντας την πεποίθηση ότι πρόκειται για μια χρήσιμη τροφή για σκέψη, για ένα “ενδιαφέρον υλικό” για όσες & όσους, προλετάριους & προλετάριες, συντρόφους & συντρόφισσες, αγωνιστές & αγωνίστριες συνεχίζουν ν’ αντιστέκονται και να παλεύουν όπου γης, ενάντια στο Κεφάλαιο & τα Κράτη του, το Φασισμό & τον Ιμπεριαλισμό, για έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο, για έναν κόσμο “στο μπόι των ονείρων και των ανθρώπων”

Προλ.Πρωτ & ΚτΒ
Αθήνα, Δεκέμβρης 2022

Alberto Deambrogio: Η κατάσταση την οποία βιώνουμε χαρακτηρίζεται σίγουρα από μερικά σταθερά και εμφανή σημεία και από μερικές τάσεις, οι τελικές διαδρομές των οποίων δύσκολα μπορούν να προεξοφληθούν. Βρισκόμαστε σε πόλεμο, εν μέσω ενός ενεργειακού σοκ και μιας έλλειψης πρώτων υλών, ο πληθωρισμός εκτινάσσεται μαζί με την ύφεση, ενώ ταυτόχρονα έχει ξεκινήσει μια νέα βαριά εποχή επανεξοπολισμών. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία της σύγκρουσης που βρίσκεται σ’ εξέλιξη;

Raffaele Sciortino: Σχετικά με την Ουκρανία είναι απαραίτητη μια σύντομη σύνοψη των προηγούμενων επεισοδίων. Μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε και έφτασε μέχρι τα ρώσικα σύνορα. Τον Δεκέμβρη του 2001, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μπους του υιού, η Ουάσιγκτον αποσύρθηκε από τη σημαντικότερη συμφωνία για τις στρατηγικές δυνάμεις, την ΑΒΜ, η οποία είχε υπογραφεί το μακρινό 1972. Εντωμεταξύ, μετά από τη μακρά και αιματηρή σύγκρουση στην Τσετσενία της δεκαετίας του 1990, με την υποκίνηση των ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια εκείνης του 2000 ξεκίνησε η διαδρομή των χρωματιστών φιλοδυτικών επαναστάσεων στη Γεωργία (2003), την Ουκρανία (2004), το Κιργιστάν (2005), κι έπειτα το 2008 η ανοιχτή σύγκρουση που προκλήθηκε από τη Γεωργία.

Τελικά, η Ουκρανία που η αποσταθεροποίησή της αποτελεί -από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κι έπειτα- ένα στόχο, στον οποίο οι ΗΠΑ -κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων- δεν έπαψαν ποτέ να επιχειρούν. Αρκεί να ξαναδιαβάσουμε τη Μεγάλη Σκακιέρα του Μπρεζίνσκι [1], του 1997, όπου σκιαγραφείται επακριβώς, ακόμα και με χρονοδιάγραμμα, το πλάνο για τη μετατροπή της Ρωσίας σε μια μαύρη τρύπα, στην οποία δεν θα επιτρέπεται ούτε μια ελάχιστη σφαίρα επιρροής στην εγγύς Ανατολή της.

Η κινητοποίηση στην πλατεία Μεϊντάν το 2014, με την οποία ανατράπηκε -υπό τη διακριτική ενορχήστρωση των Γιάνκηδων- μια ουκρανική κυβέρνηση, μη εχθρική στη Μόσχα, με βάση -πέρα από εύκολες συνωμοσιολογίες- ένα κοινωνικό μπλοκ προτιθέμενο να μπει στην ευρωπαϊκή οικογένεια των πολιτών, προερχόμενο κυριώς από τα μεσοστρώματα των πόλεων, υπό την πολιτική ηγεμονία αντι-ρωσικών υπερεθνικιστικών δυνάμεων, ήταν αυτή που πυροδότησε οριστικά την πορεία της κρίσης που κατέληξε στον εξελισσόμενο ρωσο-ουκρανικό πόλεμο διά αντιπροσώπων.

Επομένως, ένα άκρως ετεροχρονισμένο 1989 για τους Ουκρανούς, που έχουν μετατραπεί -ως τώρα εθελοντικά- σε κρέας προς σφαγή, για τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ που μπορούν να βασίζονται σε μια τοπική διοίκηση πλήρως υπάκουη. Λίγους μήνες μετά την αποχώρηση από το Αφγανιστάν, το Νοέμβριο του 2021, η Ουάσιγκτον υπέγραψε με το Κίεβο μια συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας, με την οποία η Ουκρανία -ουσιαστικά- δεσμευόταν απόλυτα μέσα στο γεωπολιτικό παιχνίδι των ΗΠΑ. Ο γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο Στόλτεμπεργκ, δήλωσε κάπου πως το ΝΑΤΟ είχε αρχίσει ν’ αυξάνει την υποστήριξη του στην Ουκρανία, μήνες ολόκληρους πριν την έναρξη της ρωσικής εισβολής. Ως προς αυτό, φάνηκαν χρήσιμοι και οι δυτικοί αριστεροί, ειρηνιστές και οικολόγοι που τάχθηκαν άμεσα ενάντια στον “πόλεμο του Πούτιν”.

Επομένως, μια υπαρξιακή απειλή για τη Μόσχα. Αρκεί να σκεφτούμε με το τι θα ισοδυναμούσε μια Ουκρανία ως βάση στρατηγικών οπλικών συστημάτων, στα σύνορα με τη Ρωσία, σε σχέση με την ίδια τη διατήρηση της πυρηνικής αποτροπής. Μια υπαρξιακή απειλή που δεν μπορούσε παρά ν’ απαντηθεί μ’ αυτό που “τεχνικά” μπορεί να προσδιοριστεί ως στρατηγική προληπτικής άμυνας, βασισμένη σε μια επίθεση που πιθανώς στόχευε να εξαναγκάσει το Κίεβο να διαπραγματευτεί υπό τους δικούς της όρους. Κάτι που -ως γνωστό- απέτυχε. Αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να της εγγυηθεί καμία διατήρηση της κατάστασης, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα στα πεδία των μαχών, πόσo μάλλον αν αυτό είναι εις βάρος της. Πράγματι, η Ουάσιγκτον έχει -επιπλέον- το πλεονέκτημα της διαρκούς εξάντλησης του εχθρού της. Ενεργοποιώντας όμως τη νομισματική – χρηματοπιστωτική αποσύνδεση της Μόσχας από τα παγκόσμια κυκλώματα, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την κρατική, οικονομική και κοινωνική συνοχή της Ρωσίας.

Με τη σύγκρουση στην Ουκρανία, η στρατηγική της Ουάσιγκτον -αυτή του αντι-κινέζικου και αντι-ρώσικου διμέτωπου- φαίνεται να έχει χαράξει πλέον μια ανεπίστρεπτη πορεία, τουλάχιστον όσον αφορά τους καιρούς της πολιτικής, με θαμμένη οριστικά τη δυνατότητα για μια κίνηση προς τη Μόσχα, που δεν φαίνεται εξ ορισμού μη διαθέσιμη, για μια κίνηση ανάλογη με τη σινο-αμερικάνικη προσέγγιση της δεκαετίας του 1970, με την οποία οι ΗΠΑ κατάφεραν τότε να χώσουν μια παχιά σφήνα μεταξύ της Κίνας και της τότε Σοβιετικής Ένωσης.

Η Ρωσία καλείται τώρα να πληρώσει ένα φουσκωμένο λογαριασμό: για την ενίσχυσή της επί προεδρίας Πούτιν, για την επιδίωξη της οικονομικής και στρατηγικής ανεξαρτησίας της (με την Ευρωασιατική Οικονομική Ένωση), για τις έως τώρα καλές σχέσεις οικονομικής γειτονίας με τη Γερμανία και τη στήριξή της στο σχέδιο “ευρώ”, για την επαπροσέγγισή της με την -ολοένα και σημαντικότερη στο γεωπολιτικό πεδίο- Κίνα όσο και για τη φιλοδοξία μιας λιγότερο δολαριοκεντρικής διεθνούς νομισματικής τάξης πραγμάτων, αλλά και για την ενεργειακή γεωπολιτική της (νικηφόρα επέμβαση στη Συρία, σχέσεις με λιγότερες εντάσεις με τον OPEC). Επιπλέον, η Μόσχα -με την τάση και τις ενέργειές της- λειτουργεί ως καταλύτης των εντάσεων μεταξύ των ΗΠΑ και εκείνων των λιγότερο ισχυρών οντότητων, οι οποίες δεν διατίθενται ν’ αποδεχθούν μια απόλυτη υποτέλειά τους στην ηγεμονία του δολαρίου.

Όμως, το ζήτημα είναι βαθύτερο. Για την ευρωπαϊκή επικράτεια, η Ουάσιγκτον έχει μια στρατηγική και αυτή είναι η ίδια μ’ εκείνη που είχε πάντοτε: η διπλή ανάσχεση Ρωσίας και Γερμανίας. Η Μόσχα ως εχθρός ή αντίπαλος -ανά περιόδους- που πρέπει να κρατηθεί, μέσω της απομόνωσής της, έξω από την Ευρώπη. Το Βερολίνο ως σύμμαχος (ή υποτελής;) που πρέπει να κρατηθεί κάτω, με τη διαρκή προβολή, κατασκευή και πρόκληση της ρωσικής απειλής.

Έτσι λοιπόν, εισακούεται η συμβουλή του Μackinder, του οποίου η γεωπολιτική σκέψη ανέκαθεν αντιπροσωπεύει τη βίβλο της στρατηγικής προσέγγισης υπό την αστερόεσσα, δηλαδή η αποτροπή με κάθε κόστος μιας “ευρω-ασιατικής” συμμαχίας μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας (στην οποία όμως στο σήμερα, θα έπρεπε να προστεθεί ακριβώς και η Κίνα). Μια συμμαχία που θα σήμανε τις πένθιμες καμπάνες του τέλους για την παγκόσμια κυριαρχία της αυτού μεγαλειότητας του Δολαρίου.

Σε άμεσο χρόνο, πιστεύω ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί, αφού οι ΗΠΑ ποντάρουν στην -όσο το δυνατόν- μακρόχρονη επιμήκυνση της σύγκρουσης, ώστε να συνεχιστεί η αιμορραγία του εχθρού, χωρίς να πρέπει να διακινδυνεύσουν μια άμεση επέμβασή τους. Τουλάχιστον, εωσότου τα προλεταριακά στρώματα της ουκρανικής κοινωνίας δεν ζητήσουν το λογαριασμό για την καταστροφή της χώρας. Μέσα όμως στις υπάρχουσες συνθήκες, αυτή δεν φαίνεται ν’ αποτελεί μια άμεση προοπτική. Ο πόλεμος έχει αναζωπυρώσει το αντι-ρωσικό μίσος που θα βρεi ακόμα πιο εύφορο έδαφος, πυροδοτούμενο από την οργή για τη δυτική “προδοσία”. Με τη σειρά της, η τάση της ουκρανικής διευθύνουσας τάξης καθορίζεται από την απόγνωση της, αφού -εξαιτίας της Ρωσίας- δεν μπόρεσε να νοικιάσει ατιμώρητα τις πρώτες ύλες και την εργατική δύναμη της επικράτειας της στη Δύση, όπως μπόρεσαν και βρήκαν τον τρόπο και τον χρόνο για να κάνουν -από την πλευρά τους- οι διευθύνουσες τάξεις των άλλων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, όχι -μέχρι τώρα- χωρίς πισωγυρίσματα. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να ειπωθεί. Αλλά και γι’ αυτές αλλάζουν οι άνεμοι, η κρίση τούς χτυπάει την πόρτα και το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για την υποτέλεια στην Ουάσιγκτον θα γίνεται ολοένα και υψηλότερο ενώ το αντάλλαγμα ολοένα και πιο αναντίστοιχο, σε βάρος μιας αδύναμης και κατακερματισμένης ΕΕ. H Ουγγαρία, υπό τη διακυβέρνηση του μοναδικού Ευρωπαίου πραγματικού “κυριαρχικού” [“sovranista”] [2] φαίνεται να το έχει αντιληφθεί εδώ και καιρό, όπως επίσης -σε μια άλλη γεωπολιτική επικράτεια- και ο Ερντογάν.

Κατά τα λοιπά, η έκβαση του παιχνιδιού δεν έχει κριθεί ακόμα εξ ολοκλήρου, κυρίως αν τελικά η Μόσχα μπορέσει να αποσπάσει μια αποδεκτή στρατιωτική επιτυχία στην Ουκρανία και σταθεί όρθια στο εσωτερικό μέτωπο της. Σ’ αυτήν την περίπτωση, οι οικονομικές συνέπειες της ουκρανικής κρίσης θα γίνουν ακόμα πιο αισθητές και η ατλαντική γεωπολιτική συναίνεση θ’ αποσυντεθεί, για παράδειγμα σε σχέση με το ζήτημα των κυρώσεων: τότε θα δούμε μέχρι ποιου σημείου θα μπορέσει η Ουάσιγκτον να τραβάει το σκοινί στους Ευρωπαίους συμμάχους, ή τουλάχιστον σε μερικούς απ’ αυτούς, καθώς επίσης μέχρι σε ποιο βαθμό το ΝΑΤΟ θα αποδειχθεί πραγματικά συνεκτικό.

Έπειτα, έναν κύριο φορέα αυτών των συνεπειών αποτελεί η απώλεια της αμερικάνικης ήπιας ισχύος [soft power] από πλευράς μεγάλων κομματιών των ευρωπαϊκών κοινωνιών, οι οποίες μπορεί να πληρώσουν αυτή τη φορά -κατευθείαν από τις τσέπες τους- το τίμημα της ατλαντικής υποτέλειας των κυβερνήσεων τους. Αυτό είναι κάτι που -μέχρι τώρα- δεν είχε συμβεί, σε τέτοια έκταση και βάθος, ποτέ ξανά. Άραγε, ο Μπάιντεν θα τους κάνει ν’ αναπολούν τον Τραμπ;!

Επιπρόσθετα, ο υπόλοιπος κόσμος -σε γενικές γραμμές- αποδείχθηκε απρόθυμος να υιοθετήσει το δυτικό αφήγημα για την εξελισσόμενη κρίση, και ακόμα περισσότερο απρόθυμος ν’ αποδεχτεί το καθεστώς των κυρώσεων εναντίον της Μόσχας, από τις ασιατικές μέχρι τις λατινοαμερικάνικες και τις αφρικανικές χώρες. Το σλόγκαν περί δημοκρατικών εναντίον αυταρχικών καθεστώτων είναι εύγευστο για εκλεπτυσμένους δυτικούς ουρανίσκους, σίγουρα όμως μονάχα γι’ αυτούς. Όπως και να έχει, η βασικότερη πηγή των μελλοντικών εντάσεων δεν μπορεί να είναι άλλη από την περαιτέρω προσέγγιση της Μόσχας με το Πεκίνο. Η Ουάσιγκτον ύψωσε τον πήχη και για τη Ρωσία ξεκίνησε μια μάχη για την ίδια της την ύπαρξη, στην όποια εκ των πραγμάτων δεν αποκλείεται η χρήση κανενός μέσου. Επιπλέον, η ουκρανική παγίδα χρησιμεύει ακριβώς για την αποδυνάμωση της ρωσικής όχθης, που καθίσταται σε ολοένα και σημαντικότερη για την κινέζικη γεωπολιτική. Αν τιναχτεί στον αέρα η Ρωσία, τότε για το Πεκίνο, που σ’ αυτήν την περίπτωση θα βρεθεί απομονωμένο και περικυκλωμένο, θα είναι ακόμα δυσκολότερο ν’ ακολουθήσει επιτυχώς τη νέα πορεία που έχει πάρει στο οικονομικό και το νομισματικό πεδίο.

Α.D: Πολλοί μιλάνε για κρίση της παγκοσμιοποίησης. Αυτή η ίδια η παγκοσμιοποίηση υπήρξε και ακόμα είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο. Ας εξετάσουμε μονάχα μια όψη της: ο καθοριστικός ρόλος του δολαρίου ως ανταλλακτικό νόμισμα και ως εργαλείο διακυβέρνησης των παγκόσμιων ροών της αξίας. Τώρα που -έπειτα και από τις απαντήσεις που δόθηκαν ως προς τις κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία- ο κόσμος του Bretton Woods [3] μοιάζει να δύει, ποιες είναι οι πιθανές εξελίξεις για μια διάρθρωση του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος; Μ’ ένα αποδυναμωμένο δολάριο, πώς θα μπορούσε ν’ αντιδράσει το εσωτερικό πολιτικό και κοινωνικό σύστημα των ΗΠΑ;

R.S: Με το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης και της πιθανής κρίσης της (δεν βρισκόμαστε, μέχρι σήμερα, μπροστά σε μια υπαρκτή διαδικασία αποπαγκοσμιοποίησης) καταπιάνομαι και στο βιβλίο μου για τη σύγκρουση μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας, μέσα από μια ανάγνωσή της ως χρηματιστικού ιμπεριαλισμού του δολαρίου, ως μια νέα μορφή της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ μετά την έξοδο από την κρίση της δεκαετίας του 1970. Δεν θα επανέλθω εδώ στη γενεαλογία των παγκόσμιων συναρμολογημάτων, μονάχα μερικές αναφορές για το νέο ρόλο του δολαρίου, κι επομένως των ΗΠΑ, μετά το τέλος του Bretton Woods (1971). Εντελώς συνοπτικά, ο άξονας του συστήματος -από τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα- περιστρέφεται γύρω από τον ρόλο του αποκλειστικού εγγυητή της παγκόσμιας τάξης που ανέλαβαν οι ΗΠΑ, έπειτα από το τέλος του διπολισμού ΗΠΑ-ΕΣΣΔ. Τόσο σε πολιτικοστρατιωτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, ως χρημαστηριοποιημένη οικονομία, ικανή να κλείνει την κάνουλα των κυκλωμάτων της διεθνούς ρευστότητας, αναγκάζοντας όλους τους συντελεστές -για την ίδια την αντοχή του συστήματος- να διατηρούν ικανοποιημένο αυτόν που έχει μετατραπεί στον μεγαλύτερο παγκόσμιο οφειλέτη.

Στο επίκεντρο αυτού του νέου Μεγάλου Παιχνιδιού, ανάμεσα στη χρηματιστηριοποίηση και τη γεωπολιτική, βρίσκεται σίγουρα ο παγκόσμιος ρόλος του δολαρίου. Ένας ρόλος που πρέπει να εννοείται τόσο ως σύστημα πληρωμών, που έγινε αναγκαίο για την κυκλοφορία των διεθνοποιημένων ροών της αξίας, όσο και ως στρατηγικό εξάρτημα του υποκειμένου που το εκδίδει, μέσα σ’ ένα σύμπλεγμα μη γραμμικό αλλά τουναντίον ολοένα και αντιφατικότερο, ανάμεσα στη λειτουργία του ως ισοδύναμου της παραγόμενης αξίας σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα. Η πλήρης διεθνοποίησή του χρονολογείται από το τέλος του διπολισμού ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, αν και η ηγεμονία του -που αντικατέστησε εκείνη της βρετανικής στερλίνας- είχε ήδη εδραιωθεί μεταπολεμικά. Τότε όμως οι ΗΠΑ είχαν βγει από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ως η πρώτη χώρα στη μεταποίηση και ως ο μεγαλύτερος δανειστής του κόσμου. Αντίθετα, στη φάση που εγκαινιάστηκε απο τις νομισματικές κινήσεις της δεκαετίας του 1970 εδραιώθηκαν ως οι μεγαλύτεροι οφειλέτες, με τη δυνατότητα μέχρι και να εισπράττουν απευθείας από τις ροές του πλούτου, οι οποίες παράγονται σ’ όλο το εύρος των παραγωγικών κλάδων που εντωμεταξύ διεθνοποιήθηκαν.

Αρχικά, αυτές οι κινήσεις ισοδυναμούσαν με τη δυνατότητα -που έπειτα μετατράπηκε σε μόνιμη- μιας νομισματοποίησης των αυξανόμενων χρεών, σε βάρος των άλλων παγκόσμιων συντελεστών. Πράγματι, η παγκόσμια αγορά των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων παράγει μια συνεχόμενη και αυξανόμενη ζήτηση ρευστότητας σ’ ένα άφθονο και οικουμενικά αποδεκτό νόμισμα, το οποίο μονάχα ο παγκόσμιος ηγεμόνας, χάρη και στους γεωπολιτικούς “παρακαθήμενούς” του -δηλαδή μέσα από ένα στρατιωτικό μηχανισμό ικανό να προβάλει παγκόσμια- μπορεί να προσφέρει και να εγγυηθεί. Ως αποθεματικό νόμισμα, μέσο πληρωμής στο διεθνές εμπόριο, ονομαστικοποίηση των πιστώσεων για επενδύσεις και ομόλογα, τραπεζικά δάνεια και τίτλους κάθε είδους, τίτλους δημόσιων χρεών, μετοχών εισηγμένων στα χρηματιστήρια, μελλοντικών συμβολαίων για τις διάφορες τυπολογίες εμπορευμάτων και ως μονάδα μέτρησης για τις πιστωτικές συναλλαγές μεταξύ άλλων νομισμάτων. Είτε πρόκειται για τα πετροδολάρια, είτε για τα εμπορικά πλεονάσματα των ασιατικών και των ευρωπαϊκών χωρών, είτε για το εμπόριο των πρώτων υλών, το δολάριο παραμένει ξεκάθαρα κυρίαρχο στο σύστημα των διεθνών πληρωμών, τόσο ποσοτικά όσο και “ποιοτικά”, πολύ παραπάνω από το μερίδιο των ΗΠΑ στο παγκόσμιο εμπόριο και τη παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή.

Επιπλέον, βασιζόμενο σε μια τεράστια αγορά, το δολάριο αποτελεί το κλασικό “ασφαλές λιμάνι” για τις χρηματιστηριακές επενδύσεις σε περίπτωση σοβαρής γεωπολιτικής ή/και οικονομικής κρίσης, σε τέτοιο βαθμό που μια ανοδική κούρσα του δολαρίου μπορεί πλέον να θεωρείται ένα χαρακτηριστικό σημάδι.

Είναι ξεκάθαρο ότι αυτό το σύστημα δεν μπορεί πάρα να ευνοεί τις ίδιες τις ΗΠΑ, σ’ όλα τα επίπεδα: με όρους ελάχιστου κόστους, υπό κανονικές συνθήκες, για όλες αυτές τις ιδιωτικές και κρατικές χρηματοδοτήσεις (οι οποίες πλέον αποτελούνται από τρισεκατομμύρια δολάρια που δεν θα επιστραφούν ποτέ εξ ολοκλήρου, αφού προέρχονται από το νόμισμα του ίδιου του οφειλέτη) που κρατάνε όρθια την εσωτερική αγορά. Για τις “φυσιολογικές” στρατιωτικές και κοινωνικές δαπάνες (συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών επενδύσεων) και κυρίως για τις χρηματιστηριακές πιστώσεις που επιτρέπουν την επιδρομή στον πλούτο όλου του κόσμου. Σε περιόδους κρίσης, τα πακέτα “τόνωσης”, το απεριόριστο τύπωμα νομίσματος (το λεγόμενο Quantitative Easing) για να κρατηθεί όρθια η Wall Street, η έκτακτη χρηματοδότηση των στρατιωτικών δαπανών, ώστε να γίνει εφικτή η ευθυγράμμιση εκείνων των υποκειμένων που δυσανασχετούν. Πρόκειται για λίγο πολύ ένα μοναδικό φαινόμενο μέσα στην πορεία του παγκόσμιου καπιταλισμου, όμως το σύστημα του δολαρίου βασίζει την ισχύ και την ηγεμονία του, χάρη και στην ικανότητά του να εμπλέκει συμμετοχικά -όμως σε κάθε περίπτωση υποτακτικά- μια πληθώρα υποκειμένων. Υποκείμενα, τα οποία -ανεξάρτητα εθνικής προέλευσης- κυκλοφορούν μια αυξανόμενη μάζα τίτλων σε δολάρια (της τάξης των 33 τρισ. στις αρχές του 2022) χωρίς άμεσο αντίκρισμα, το οποίο κατευθύνεται στην αναζήτηση μελοντικής αξιοποίησης τους, ασκώντας έτσι μια πίεση -σε παγκόσμια κλίμακα- στις δυνάμεις της εργασίας και τους φυσικούς πόρους.

Είναι ακριβώς αυτό το σημείο όπου ο σχεδιασμός του νομισματικού συστήματος ολισθαίνει, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, χωρίς σχεδόν να διαθέτει μια λύση συνέχειας, μ’ εκείνη της παγκόσμιας στρατηγικής της Ουάσιγκτον. Τα πάντα ρίχνουν λάδι σ’ αυτήν, υπό τον έλεγχο από τις πληροφορίες που έχουν αποσπαστεί από την πλειοψηφία των παγκόσμιων νομισματικών συναλλαγών (σύστημα SWIFT). Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, φανερώθηκε η κίνηση – φυσαρμόνικα από πλευράς του δολαρίου (την οποία περιέγραψα στην εργασία μου του ’19, για τη γεωπολιτική των νεολαϊκισμών). Ανάλογα του βασικού προβλήματος και του αντιπάλου που ανακύπτει στην κάθε συγκυρία, το υποτιμημένο δολάριο χρησίμευσε ώστε να φορτωθούν χρέη και πληθωρισμός στο υπόλοιπο κόσμο, το ανατιμημένο δολάριο πιστώθηκε τις ροές του πλούτου προκαλώντας νομισματικά σοκ, φυγή κεφαλαιών, μείωση των πιστώσεων των χωρών εκείνων που είχαν χρεωθεί κατά τη διάρκεια του προηγούμενου κύκλου εύκολου δανεισμού. Σε κάθε περίπτωση, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Federal Reserve) έδρασε και δρα σαν επιχειρησιακό κέντρο του χρηματοπιστωτικοστρατιωτικού συμπλέγματος, ικανοποιώντας όλες τις -διαφορετικές ανάλογα τη στιγμή- ανάγκες που προκύπτουν για τη Wall Street, για την οικονομική πολιτική και τη γεωπολιτική των ΗΠΑ, ναρκοθετώντας ή περιορίζοντας έτσι τη νομισματική κυριαρχία των άλλων κρατών. Στο νομισματική πολιτική καθώς και σ’ εκείνη των τόκων, προστέθηκε στη συνέχεια η χρήση της προσφυγής σε κυρώσεις, σ’ εκείνες που είναι πρωτεύουσες (άμεσες) και δευτερεύουσες (έμμεσες), ισχύουσες ή υπό την απειλή εφαρμογής τους, με σκοπό την αποσύνδεση από το δολαριοκεντρικό σύστημα πληρωμών, κι επομένως από το παγκόσμιο εμπορικό και πιστωτικό δίκτυο, για οποιαδήποτε οντότητα (φυσικά πρόσωπα, επιχειρήσεις, οργανώσεις, κράτη) αντιπροσωπεύει μια απειλή για την εθνική ασφάλεια, την εξωτερική πολιτική ή την οικονομία των ΗΠΑ.

Προς αποφυγή παρανοήσεων όμως, καλό είναι να μην επιμείνουμε υπερβολικά στον αποκλειστικά αρπακτικό χαρακτήρα της στρατηγικής του δολαρίου. Το δολαριοκεντρικό σύστημα είναι καταρχήν μια δομή χτισμένη και εμπεδωμένη μέσα στις τελευταίες δεκαετίες, ανάμεσα σε ενδοκαπιταλιστικές ανταγωνιστικές δυναμικές και πάλεις των τάξεων, μέσα στο πλαίσιο της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ. Χρησιμεύει επίσης για να λαδώνει και να “ολοκληρώνει” το διεθνές κύκλωμα της παραγωγής αξίας. Επομένως, δεν πρόκειται απλώς για μια χρηματοπιστωτική απόφυση, όπως επίσης η οικονομία των ΗΠΑ δεν είναι απογυμνωμένη από παραγωγικές δραστηριότητες, αφού διατηρεί ακόμα την πρωτοκαθεδρία σε πολλούς τομείς προηγμένης τεχνολογίας, συνδεδεμένους με την πολεμική έρευνα και παραγωγή, από την πληροφορική μέχρι τις τεχνολογίες της επικοινωνίας, από τη βιομηχανία της υγείας στην αγροτική βιομηχανία, από τις πατέντες μέχρι τα πνευματικά δικαιώματα. Βρισκόμαστε πιθανότατα ενώπιον της μορφής που έχει λάβει η αναπαραγωγή του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, μέσα στο πλαίσιο του περάσματος στην υπαρκτή υπαγωγή της εργασίας. Μ’ αυτήν την έννοια, η λειτουργία του δολαρίου με στενά κεφαλαιοκρατικούς όρους, υπήρξε και είναι ακόμα υπαρκτή και αποτελεσματική, παρ’ όλες τις ανισορροπίες και ασυμμετρίες της, με την έννοια της παγκόσμιας επέκτασης και της διατήρησης της κεφαλαιοκρατικής σχέσης. Αυτό είναι κάτι που δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτή η δομή και η αντίστοιχη στρατηγική της δεν μπόρεσαν να αποφύγουν μια σειρά κριτικών καταστάσεων και αντιφάσεων, στο επίπεδο της παγκόσμιας συσσώρευσης κι επομένως των αυξανόμενων γεωπολιτικών τριγμών, τις οποίες οι υπάρχουσες τάσεις δεν κάνουν άλλο από το να τους εντείνουν.

Έτσι προκύπτει η υπάρχουσα “εξάντληση” του δολαρίου. Μετά τη χρηματοπισττική έκρηξη του 2008, το δολάριο δεν ήρθε ουσιαστικά αντιμέτωπο με την κατάρρευση, την οποία η φύση και η πορεία της επακόλουθης παγκόσμιας κρίσης θα μπορούσε να καταστήσει σε μια βάσιμη υπόθεση. Έγιναν συγκεκριμένα βήματα προς εκείνη την μεταρρύθμιση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε μονόπλευρη κατεύθυνση, η οποία επιδιωκόταν από διάφορες πλευρές. Παρ’ όλα αυτά όμως, η κατάσταση της υγείας των θεμελίων της οικονομίας των ΗΠΑ -κυρίως όσον αφορά τη διαχείριση του διπλού (εσωτερικού και εξωτερικού) χρέους τους- σε κάθε περίπτωση δεν βελτιώθηκε. Έτσι προέκυψε το γεγονός πολυάριθμα κράτη ν’ αρχίσουν να διαφοροποιούν τα αποθεματικά και τα ομόλογα τους. Ιδιαίτερα το Πεκίνο σταμάτησε ν’ αυξάνει τα δολάρια που κατέχει σε διάφορες μορφές, τόσο για να προστατευτεί από την αστάθεια αυτού του νομίσματος, όσο και εξαιτίας της ταυτόχρονης μείωσης του εμπορικού πλεονάσματος του. Ακόμα και το κύκλωμα των πετροδολαριών έγινε σταδιακά λιγότερο σημαντικό, αν και ακόμα κομβικό για τον καθορισμό των τιμών και την πληρωμή των πρώτων υλών σε δολάρια. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, για την ακρίβεια, ο άξονας της Κεντρικής Τράπεζας και του υπουργείου Οικονομικών που μαζί με το Πεντάγωνο αποτελούν την καρδιά της Εξουσίας των Γιάνκηδων, άρχισε έτσι να δανείζεται όλο και περισσότερο από τον εαυτό της και από εσωτερικούς χρηματοπιστωτικούς θεσμούς, οι οποίοι -εν τω μεταξύ- μετατράπηκαν στους βασικούς αγοραστές των τίτλων αξιών του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, κατέχοντας τα τρία τέταρτα του συνολικού ομοσπονδιακού χρέους. Αυτό είναι κάτι που έγινε χάρη στη λεγόμενη Ποσοτική Χαλάρωση [Quantitative Easing], με την οποία η Ομοσπονδιακή Τράπεζα κράτησε τους τόκους σε πολύ χαμηλά επίπεδα, μέσω ενός ακόμα νομισματικού ελιγμού που γέμισε τα σεντούκια της με χρεόγραφα του υπουργείου Οικονομικών και τις χρηματοπιστωτικές αγορές με ρευστότητα, υποτιμώντας έτσι -εκ των πραγμάτων- τους πόρους σε δολάρια των οντοτήτων στο εξωτερικό.

Παρ’ όλα αυτά όμως, όχι μονάχα δεν βρισκόμαστε ενώπιον μιας αποδολαριοποίησης, σ’ οποιαδήποτε μορφή που θα μπορούσε αυτή να λάβει, αλλά το δολάριο φαίνεται να μην απειλείται μεσοπρόθεσμα από κανένα σοβαρό συστημικό ανταγωνιστή. Μόνο που τα όρια δεν μπορούν να μετακινούνται ατελείωτα. Αυτό μαρτυράει άλλωστε -ανάμεσα στ’ άλλα- το πληθωριστικό κύμα που έχει φουσκώσει μετά την πανδημική κρίση, που σίγουρα δεν έχει μια και μοναδική αιτία, αλλά -αναμφισβήτητα- συνέλαβε στην αλματώδη ρευστοποίηση που υπήρξε στη Δύση, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των δυο πρώτων χρόνων διάδοσης του Covid. Έτσι, το κράτος βρίσκεται υπό τον κίνδυνο ενός φαύλου κύκλου: η αντιμετώπιση του πληθωρισμού απαιτεί αύξηση των επιτοκίων, η οποία με τη σειρά της πυροδοτεί πιθανότατα μια ύφεση, τινάζοντας στον αέρα μια σειρά απο επιχειρήσεις – φαντάσματα καθώς και ένα μέρος της υπερτιμημένης αγοράς μετοχών. Εν τω μεταξύ, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αναγκάστηκε ν’ αρχίσει να μειώνει -αν και ακόμα δειλά δειλά- το ισοζύγιο της, αγοράζοντας λιγότερους κρατικούς τίτλους αξιών.

Δύσκολο να ειπωθεί ποια θα είναι η συνέχεια. Ένα πράγμα μονάχα φαντάζει βέβαιο: το επερχόμενο τέλος του εύκολου δανεισμού θα οδηγήσει στο σκάσιμο πάνω από μιας φούσκας μετοχών και ομολόγων. Η Ουάσιγκτον πιθανότατα εκτιμάει ακόμα πως μπορεί ν’ αποφύγει τις πολύ δραστικές λύσεις και να παγώσει την κατάσταση, τουλάχιστον μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές που δεν προμυνήονται εύκολες για τους δημοκρατικούς. Είτε πάλι, αφήνοντας τον πληθωρισμό να κάψει κάποια από τα χρέη, μέσω ενός κουρέματος στο εσωτερικό, ελπίζοντας ότι θα είναι “ελεγχόμενο”. Όπως και να έχει, το τίμημα που θα πρέπει να πληρωθεί θα ισοδυναμεί με μια -πιθανότατα- παρατεταμένη κατάσταση στασιμοπληθωρισμού καθώς και με μια -περαιτέρω- αναβολή μιας σοβαρής παραγωγικής ανασυγκρότησης.

Θεωρητικά, υπάρχει και η “πυρηνική” επιλογή της απότομης και γρήγορης αύξησης των επιτοκίων για την εκ νέου προσέλκυση -σ’ ένα ανατιμημένο δολάριο- των παγκόσμιων ροών του πλούτου και το φόρτωμα της επερχόμενης κρίσης σε άλλα υποκείμενα. Κάτι παρόμοιo με το σοκ του Βόλκερ [4], στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές εκείνης της ’80. Ένα σοκ που είχε σημάνει την έναρξη της δεκαετίας του Ρήγκαν, με την επαναδιατύπωση της ηγεμονίας υπό την αστερόεσσα και την οριστική κρίση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού (σήμερα, πρόκειται για την Κίνα). Στις σημερινές συνθήκες όμως, αυτή η επιλογή είναι δυσκολότερα εφαρμόσιμη, όπως επίσης και η διαχείριση των εσωτερικών και των εξωτερικών συνεπειών της. Ως προς το πρώτο σκέλος, πέρα από τις στενά οικονομικές συνέπειες της, οι κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις μπροστά σε μια ύφεση και μια νέα χρηματοπιστωτική κατάρρευση μένουν να ειδωθούν, ενώ το υπάρχον πολιτικό προσωπικό δεν φαίνεται προετοιμασμένο για μια σκληρή εσωτερική σύγκρουση, για την οποία πιθανότατα δεν θα του αρκέσουν τα λαϊκιστικά και αντιλαϊκιστικά οπλοστάσια που χρησιμοποιήσε ως τώρα. Στο εξωτερικό μέτωπο, η απορρόφηση κεφαλαίων από τον υπόλοιπο κόσμο είναι απαραίτητη για μια αναδιάρθρωση που θα μειώσει την απόσταση που χωρίζει την χρηματοπιστωτική από την παραγωγική επιχειρηματική σφαίρα, αυξάνοντας την απόσπαση της σχετικής υπεραξίας. Αλλά δεν είναι και τόσο εύκολη.

Οι βασικές διαφορές είναι τουλάχιστον δυο. Τότε, ο ελιγμός της Ουάσιγκτον έγινε αποδεκτός από όλες τις δυτικές αστικές τάξεις που είχαν τη συναίνεση του πιο αντιπρολεταριακού κομματιού των μεσαίων τάξεων, ως μοχλός πίεσης για την ήττα τόσο του κύκλου των εργατικών αγώνων του μακρόσυρτου ’68 όσο και των ευσεβών πόθων των χωρών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Είναι ξεκάθαρο ότι σήμερα οι όροι του προβλήματος τίθενται διαφορετικά: όπως αποδεικνύεται και από την άνοδο των νέων λαϊκισμών, οι δυτικές μεσαίες τάξεις βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα. Οι σύμμαχοι στέκουν ολοένα και πιο ανικανοποίητοι και ανήσυχοι ενώπιον του νονού τους. Τότε, η Κίνα βρισκόταν εκτός του παιχνιδιού και ήταν ακριβώς η φάση που εγκαινιάστηκε με την (γεω)πολιτική στροφή των ΗΠΑ εκείνη που τής επέτρεψε να εισέλθει εντός. Σήμερα, είναι ξεκάθαρο το γεγονός πως η Κίνα είναι ολοένα και λιγότερο διατεθειμένη να τηρήσει τους κανόνες του παιχνιδιού των ΗΠΑ, ούτε προτίθεται να μείνει -σε περίπτωση μιας νέας υφεσιακής πορείας και ενός νέου χρηματοπιστωτικού χάους- με το σβησμένο καντήλι στο χέρι.

Επομένως, η διασύνδεση μεταξύ της γεωπολιτικής και της στρατηγικής του δολαρίου έγινε πολυπλοκότερη αλλά και αντιφατικότερη. Μέσα σ’ αυτή τη νέα κατάσταση, οι συνταγές που χρησιμοποιήθηκαν ως τώρα, ακόμα και στο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό πεδίο, δεν είναι δεδομένο ότι θα λειτουργήσουν εξίσου αποτελεσματικά. Ούτε ο πολλαπλασιασμός του παγκόσμιου χάους ώστε να γεμιστούν τα κενά που δημιουργούνται ή εμποδίζοντας άλλους από το να τα γεμίσουν, μπορεί να χρησιμεύσει επί μακρόν. Η Κίνα βρίσκεται ταυτόχρονα ολοένα και πιο μακριά αλλά και ολοένα και πιο κοντά.

Σημειώσεις του Μεταφραστή:

[1] Ζbingniew Brzezinski: Η Μεγάλη Σκακιέρα. Η αμερικάνικη υπεροχή και οι γεωστρατηγικές της επιταγές. Εκδόσεις Λιβάνη. Αθήνα, 1998.

[2] Σχετικά με τους κυριαρχικούς [sovranisti] και τους παγκοσμιοποιητές [globalisti], ο συγγραφέας στην προηγούμενη -μεταφρασμένη στα ελληνικά- συνέντευξή του ανέφερε μεταξύ άλλων: […] ενώ κατά τη διάρκεια της “πρώτης φάσης” που ανέλυσα στο βιβλίο, σε γενικές γραμμές από το 2008 ως και τις κινητοποιήσεις των Γιλέκων [Gillets], η σύγκρουση δόθηκε ανάμεσα σε παγκοσμιοποιητές [globalisti] και πολιτειακούς κυριαρχικούς [cittadinisti sovranisti], η τρέχουσα κρίση φέρνει στην επιφάνεια την αναγκαιότητα συγκράτησης -σε εθνική κλίμακα- των καταστρεπτικότερων συνεπειών της παγκοσμιοποίησης, ταυτόχρονα όμως καθιστά ξεκάθαρο το γεγονός πως η κρίσιμη κλίμακα των ζητημάτων είναι η διεθνής. Με μια περαιτέρω μετακίνηση από το -κατά βάση- πολιτικό-θεσμικό πλαίσιο της ιδεολογίας της κοινωνίας των πολιτών [cittadinismo] (“διεφθαρμένοι εναντίον άξιων, ανταγωνισμός” κλπ) σ’ εκείνο της λειτουργίας της ίδιας της κοινωνίας. Αυτό που θα προκύψει δεν μπορεί να προεξοφληθεί από κανέναν. Πάντως, μια χαραμάδα διασύνδεσης -ούτε αντιδραστικής ούτε “προοδευτικής”- θα μπορούσε ν’ ανοιχτεί ανάμεσα σε αυτές τις δύο, όπως επίσης δεν μπορεί να αποκλειστεί η κατάληξη σε ένα πόλεμο όλων εναντίον όλων, όχι εξαιτίας αλλά λόγω και της έλλειψης της ταξικής πάλης. Πρόκειται για στοιχεία που χρήζουν αποσαφήνισης και εμβάθυνσης -όπως και εκείνο το πολύ σημαντικό, που αφορά τις αντιδράσεις εκείνων των νέων που παραμένουν ακόμα παθητικοί- και βρισκόμαστε ακόμα στον προσδιορισμό του συνολικού πλαισίου που ανοίγεται μπροστά μας […]

Από “Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο”. Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιο, και άλλες “κατολισθήσεις”. Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Il Latto Cattivo [Ιούνης 2020] (Αθήνα, 2021)

[3] Το σύστημα του Bretton Woods προσδιόριζε σταθερές ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων των χωρών που συμμετείχαν σε αυτό. Ονομάστηκε έτσι από την ομώνυμη Νομισματική και Χρηματοοικονομική Διάσκεψη στο Μπρέττον Γουντς, στο Νιου Χάμσαϊρ των ΗΠΑ (1-22/7/1944), στην οποία συμμετείχαν οι 44 συμμαχικές χώρες που είχαν βγει “νικήτριες” από τα συντρίμμια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Ίσχυσε έως και το 1971, όταν ο ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον, ανέστειλε μονομερώς το συγκεκριμένο σύστημα σταθερών ισοτιμιών, ακυρώνοντας την άμεση μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό.

[4] Paul Volcker: Αμερικανός οικονομολόγος, απόφοιτος (μεταξύ άλλων) του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. Από το 1952 στην υπηρεσία του υπαρκτού παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού Made in USA, είτε στην Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα είτε σε μονοπωλιακά μεγαθήρια της Wall Street. Τη διετία 1979-81, ήταν εκείνος ο κεντρικός τραπεζίτης που έλαβε την ιστορική απόφαση για την αστρονομική αύξηση των επιτοκίων δανεισμού κατά 20%, με την οποία ανοίχτηκε ο δρόμος για την (ολοένα και εντονότερη) επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου κεφαλαιοκρατικής “ανάπτυξης”. Προ δεκαετίας, διετέλεσε μέλος της “επιτροπής σοφών” του Μπάρακ Ομπάμα για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξέσπασε στις ΗΠΑ το 2008, ενώ το Δεκέμβριο του 2009, ενώπιον ενός σαστισμένου ακροατηρίου χρηματιστών στο Σάσεξ της Αγγλίας, ξιφουλκούσε -σαν άλλος Φρανκεστάιν- ενάντια στα γεννήματα του, δηλώνοντας πως τα διαβόητα χρηματοπιστωτικά παράγωγα, «δεν έχουν προσφέρει τίποτα απολύτως θετικό στην παγκόσμια οικονομία».

Εκδήλωση Αλληλεγγύης για την Απεργία στη “Μαλαματίνα”. Σάββατο 10/12 Εργατική Λέσχη Καλλιθέας 19.00

Εκδήλωση Αλληλεγγύης για τους απεργούς στο εργοστάσιο της “Μαλαματίνα”. Σάββατο 10 Δεκεμβρίου στις 7 μ.μ. στην Εργατική Λέσχη Καλλιθέας 
Συζήτηση – Ενημέρωση, με την συμμετοχή αλληλέγγυων – μελών της κίνησης της Βιολέττας (Κ.τ.Β.), τηλεφωνική Παρέμβαση από μέλη του σωματείου και αλληλέγγυων από την Θεσσαλονίκη.
Θα ακολουθήσει ρεμπέτικο γλέντι με την “Λαϊκή Οργή” για την οικονομική ενίσχυση του Απεργιακού Ταμείου.
Εδώ και 4 μήνες οι εργαζόμενοι στο εργοστάσιο της «Μαλαματίνας» στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης βρίσκονται σε διαρκείς απεργιακές κινητοποιήσεις, απαιτώντας την επαναπρόσληψη των απολυμένων συναδέλφων τους και την υπογραφή ΣΣΕ. Όλο αυτό το διάστημα οι απεργοί έχουν βρει απέναντι τους τόσο την εργοδοσία που κρατάει αδιάλλακτη στάση, ενώ ταυτόχρονα συκοφαντεί τον αγώνα και προσλαμβάνει απεργοσπάστες για να σπάσει την απεργία, όσο και τον κρατικό μηχανισμό που λειτουργώντας ως μπράβος της ιδιοκτησίας χτυπάει κατ’ εξακολούθηση τις απεργιακές περιφρουρήσεις με ξύλο, χημικά και συλλήψεις.
Οι απεργοί παρ’ όλους τους εις βάρος τους συσχετισμούς συνεχίζουν αταλάντευτα τον αγώνα τους μέχρι τη νίκη…
Η ΝΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΠΕΡΓΙΑ ΣΤΗ ΜΑΛΑΜΑΤΙΝΑ
ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΝΙΚΗ ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ!