Φίλιππος Καλομενίδης | H παλαιστινιακή επανάσταση της 7ης Οκτώβρη.

Ένα συνοπτικό και αιρετικό γραπτό του Φίλιππου Καλομενίδη [*], σχετικά με το τι σημαίνει και τι θα σημάνει η 7η Οκτώβρη. Όχι μονάχα για τους Παλαιστίνιους.

Ο σύντροφος Φίλιππος ζει, εργάζεται και δραστηριοποιείται πολιτικά – κινηματικά στη Σαρδηνία. Με αφορμή το συγκεκριμένο κείμενο του, το οποίο δημοσιεύθηκε στα ιταλικά στο osservatoriorepressione.info στις 20/10/2023, βρίσκεται στο στόχαστρο των απειλών των (έμμισθων και μη) φερέφωνων της βιομηχανίας σιωνιστικής προπαγάνδας που δρα (υπό κρατική κάλυψη) στην Ιταλία, όπως άλλωστε και στην Ελλάδα και όλη την ΕΕ, τις ΗΠΑ και όλη τη Δύση.

Μεταφράστηκε και δημοσιεύεται στα ελληνικά ως μια συμβολή στην προλεταριακή – διεθνιστική αντιπληροφόρηση, ενάντια στην καθεστωτική σιωνιστική – ευρωατλαντική παραπληρόφορηση, ως ένα συντροφικό σινιάλο Αλληλεγγύης από την αθηναϊκή μητρόπολη ως το νησί της Σαρδηνίας και όλη τη Μεσόγειο των Λαών, για τη Νίκη στα όπλα της Αντίστασης, ως τη Λευτεριά στην Παλαιστίνη.

Προλεταριακή Πρωτουβουλία
Αθήνα, 30 Οκτώβρη 2023.

H παλαιστινιακή επανάσταση της 7ης Οκτώβρη.

του Filippo Kalomenidis

«Κατευθύνθηκα προς τη Suha που έπαιρνε την Hanin, λέγοντας της: “Μην μείνεις μακριά για πάρα πολύ”. Την αγκάλιασα, μαζί με τη μικρή: “Μην ανησυχείς… Εμείς, όπως οι άνθρωποι της Κομμούνας, θα εισβάλουμε στον ουρανό!” […] Είχαμε ξεπεράσει τον σκόπελο του αυτοελέγχου, δεν χύσαμε ούτε ένα δάκρυ, κανένας από εμάς δεν είχε κλάψει».

από το “Δεν θα φορέσω το καπέλο σας” του Ahmed Qatamesh

Όταν δεν έχεις πια τίποτα, είσαι έτοιμος να μοιραστείς τα πάντα.

Η επανάσταση της 7ης Οκτώβρη για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης απέδειξε ότι ως ανθρώπινα όντα –αποστερειμένα εδώ και πάνω από 75 χρόνια από κάθε συστατικό στοιχείο της ίδιας τους της ύπαρξης– μπορούν και μοιράζονται το αδύνατο, δηλαδή να γονατίζουν μια πυρηνική δύναμη, όχι μόνο στρατιωτικά αλλά πλήττοντας και την εμπιστοσύνη προς τον αποικιοκρατικό και ρατσιστικό θεϊσμό.

Η επανάσταση της 7ης Οκτώβρη επανεφηύρε φυσικούς νόμους. Δίδαξε ότι είναι δυνατό να βγεις κα από τον πιο βαθύ τάφο του πλανήτη –από εκεί, όπου οι Παλαιστίνιοι έχουν θαφτεί από τους σιωνιστές και τους δυτικούς– χωρίς κανένα σημείο στήριξης.

H μόνη ευκαιρία –εσώτερη και πολιτική, ή καλύτερα όπως το θέτει ο Alì Shariati «πολιτικής πνευματικότητας»– είναι η απόλυτη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η σωτηρία της ζωής [servare vitam] υπηρετώντας τον άποικο, η επιβίωση δηλαδή η υποβίωση, είναι το πιο μεγάλο λάθος που μπορεί να διαπράξει ο αποικιοκρατούμενος, για τον ίδιο του τον εαυτό και για τα παιδιά που θα έρθουν.

Οι νέοι που έρχονται στον κόσμο πρέπει να φοβούνται περισσότερο από το θάνατο τη γδαρμένη ζωή, την απογυμνωμένη μέχρι το κόκκαλο από εκείνο που είναι ανθρώπινο. Αυτό είναι κάτι που ισχύει ιδιαίτερα για τους καταπιεσμένους Παλαιστίνιους, αλλά και για τη νεολαία που ζει υποταγμένη μέσα στο φιλελεύθερο παρόν στη Δύση.

Η ταπεινωμένη ύπαρξη αποκτά και πάλι σημασία μονάχα μέσα από τον ξεσηκωμό ενάντια στον σφαγέα. Σηκώνεται από το χώμα, ίπταται πάνω από τείχη αποκλεισμού και ατσάλινες πύλες διέλευσης, ενώνεται με τη σάρκα της, με τα πιο απαλά σύννεφα για να τα λιπάνει και να δωρίσει απροσδόκητα εξεγερμένες γενιές σε κάθε τόπο.

Οι μαχητές της Γάζας πάνω στα αιωρόπτερα μετατράπηκαν σε ριπές του ανέμου και κραυγές που ανέτρεψαν τον καιρό, ζωγράφισαν μια εικόνα απελευθέρωσης, από τις πλέον προωθημένες της σύγχρονης ιστορίας της ανθρωπότητας.

Ένα αθάνατο στιγμιότυπο χαράς που κανένας Παλαιστίνιος, καμία γυναίκα, κανένας άντρας που βιώνει τη σκλαβιά της φιλελεύθερης απολυταρχίας δεν θα βγάλει ποτέ από το βλέμμα του.

Μια αυθεντική οπτική προσευχή που κοινωνείται με τα μάτια, ενώπιον όλων των καταπατήσεων που έχουν υποστεί.

Η προσγείωση στο έδαφος που οι αποικιοκράτες έχουν βιάσει, αποτελεί μια γέννηση για τους μαχητές. Και τίποτα δεν έρχεται στον κόσμο αν δεν βαφτεί στο αίμα. Χωρίς βία δεν υπάρχει απελευθέρωση από μια αιώνια κτηνωδία. Αυτό το ξέρει όποιος γνωρίζει την ιστορία από την πλευρά των έγκλειστων μέσα σ’ αυτήν την επίγεια κόλαση. Μέσα σε μια στιγμή, οποιοσδήποτε δεσμός με τη θρασύδειλη φιλελεύθερη ηθική καίγεται, και οι εξεγερμένοι έσχατοι επί της γης, σαν επιδέξιοι χαλκουργοί -δουλεύοντας μ’ εκείνη τη φωτιά- μπορούν να σφυρηλατήσουν μια φυσική και ενστικτώδη αλήθεια χωρίς ανισότητες.

«Αυτός ο νέος άνθρωπος αρχίζει την ανθρώπινη ζωή του από το τέλος, νιώθει ένας νεκρός με ισχύ. Θα φονευθεί: δεν είναι μονάχα ότι αποδέχεται τον κίνδυνο, είναι ότι έχει αυτήν τη βεβαιότητα. Αυτός ο νεκρός με ισχύ έχασε τη γυναίκα του, τα παιδιά του, είδε τόσες πολλές αγωνίες που θέλει να κερδίσει αντί να επιβιώσει», άφησε αδιαμφισβήτητα γραμμένο ο Frantz Fanon [1].

Μέσα σε μια χαρά, μηδενιστική και συνάμα δημιουργική, ενός απρόβλεπτου μέλλοντος χωρίς αλυσίδες και όρια, το φωτεινό και γοητευτικό χαμόγελο των επαναστατών αχνοφαίνεται κάτω από την keffiyeh που καλύπτει τα πρόσωπα τους, καλεί σε χορό πάνω στα εχθρικά τεθωρακισμένα. Τα θηρία που κατασπαράζουν μωρά και εξεγερμένους βρίσκονται τώρα ποδοπατημένα, κάτω από τα ρεσάλτα ενός ολόκληρου αποφυλακισμένου λαού.

Και η παλαιστινιακή επανάσταση συνεχίζεται, παρά τους βομβαρδισμούς και τη νιοστή, αδιάκοπη σφαγή των Gazawi. Με την Κνέσετ να τρέμει από τις ρουκέτες που εκτοξεύονται μέσα από τα συντρίμμια. Με τον υπουργό εξωτερικών των ΗΠΑ και τον εκλεγμένο αρχιδήμιο των σιωνιστών δήμιων, κλεισμένους μέσα σ’ ένα καταφύγιο.

Προχωράει μέρα με τη μέρα στις πλατείες των αραβικών πόλεων, της Νότιας Αμερικής και των κρατών που ο κεφαλαιοκρατικός δεσποτισμός επιμένει ν’ αποκαλεί Ευρώπη. Ενωμένες, μ’ εκείνον που μια φορά είχα ονομάσει «αγώνα ενάντια σ’ αυτή τη ζωή».

Τα προτάγματα των κινημάτων ακολουθούν την παλαιστινιακή πλημμύρα. Δημιουργούν τριγμούς, χλευάζουν τους δρόμους και τις λεωφόρους που κυριαρχεί το κέρδος των λίγων και εκλεκτών. Δεν έχουν καμία αντανάκλαση της ψεύτικης ειρήνευσης που έχει επιβληθεί παντού, δολοφονώντας στο όνομα της δημοκρατίας και των ανώτερων αξιών της Δύσης. Ζητούν την ολική απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Χωρίς παραχωρήσεις στους σιωνιστές.

Αξίζει τον κόπο συγκριτικά με τη σφαγή που οι καταπιεστές διαπράττουν χωρίς ανακωχή στη Γάζα;

Αξίζει τον κόπο ενώπιον της αποφασιστικής εξέλιξης της τέταρτης φάσης της αιωνόβιας και ποτέ ολοκληρωμένης διαδικασίας της Nakba [2], για να επικαλεστούμε τον Joseph Massad, δηλαδή την ύστατη πράξη που έχει ως στόχο την τελική εξόντωση των Παλαιστινίων;

Ναι. Γιατί η ιστορική πράξη της Παλαιστινιακής Αντίστασης έχει μια πρωτόγνωρη πολιτισμική, εκτός από στρατιωτική, επιθετική ισχύ. Η αναπάντεχη επιτάχυνση της σύγκρουσης αποτελεί μια χειροπιαστή δυνατότητα σωτηρίας, συγκριτικά με μια μαζική θανατική καταδίκη που εκτελείται καθημερινά εδώ και δεκαετίες. Για εκείνους και για εμάς που κατοικούμε σ’ άλλες ακτές της Μεσογείου.

Μια ανατροπή που πάει πέρα από την ωφελιμιστική και τακτικίστικη λογική του πολέμου και δεν μπορεί χυδαία να ονομάζεται «πόλεμος».

Όπως όλες οι σπάνιες εκρήξεις που φέρνουν στην επιφάνεια μια νέα έννοια του ανθρώπινου, πρέπει να ονομαστεί με τη λέξη «επανάσταση».

Σε κάθε γεωγραφικό μήκος και πλάτος, αυτό είναι το πρόταγμα που ωθεί γυναίκες και άντρες, με ισόβια καταδίκη στα χαμηλότερα στρώματα, ώστε ν’ ανταμώσουν και πάλι με τον αγώνα για «μια βαθιά ζωή».

Ξεπερνώντας την μαρξιστική έννοια του «αινίγματος της παραγωγής», αφουγκράζονται και ξεσκεπάζουν το αίνιγμα της καταστροφής, πάνω στο οποίο βασίζεται ο φιλελευθερισμός. Θέλουν να το σταματήσουν παρορμητικά, με την ώθηση μιας ριψοκίνδυνης «νοητικής πολυτέλειας» [«luxuria mentis»].

Όπως στις καλύτερες επαναστάσεις, η παλαιστινιακή της 7ης Οκτώβρη έχει ως συνέπεια την πτώση για ένα προς ένα, για όλα τα προσωπεία των εχθρών.

Αρχής γενομένης με το βαρύ μακιγιάρισμα των δημοκρατικών εγγυήσεων που λιώνει, αποκαλύπτοντας το πρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης του αυταρχισμού και των διακρίσεων.

Πάρα πολλοί και πολλές το είχαμε διακρίνει με τον πόλεμο εναντίον των μεταναστών και όσων βρίσκονται στις εσχατιές της κοινωνικής πυραμίδας.

Τώρα, για τον καθένα και την καθεμιά, είναι δύσκολο ν’ αρνηθεί το κατασταλτικό τερατούργημα των δώδεκα αστεριών των Βρυξελλών και του Στρασβούργου που μοιάζουν όλο και περισσότερο με τα δώδεκα άστρα του Δαβίδ.

***

Όταν δεν είσαι πια τίποτα, χάνεις τα πάντα και δεν πείθεις πλέον κανέναν.

Το Ισραήλ και η Δύση, μαζί και το μικροσκοπικό ιταλικό κράτος, δονούνται από έναν ανεξέλεγκτο φόβο. Ούτε καν οι κάτοχοι των μοχλών της εξουσίας δεν δοκιμάζουν να δώσουν κύρος στην ασταμάτητη παράσταση περί του αήττητου και της δημοκρατίας.

Στο κατεχόμενο κράτος, οι άποικοι με διπλή υπηκοότητα δεν είναι σώοι από τα αντίποινα στη Γάζα, με τα ισοπεδωμένα νοσοκομεία, με τις βόμβες διασποράς και λευκού φωσφόρου. Επιτέλους, μπαίνουν στις ουρές των αεροδρομίων για να εγκαταλείψουν τη γη που σφετερίστηκαν.

Η γαλλική République, μετά τη φωτεινή και πολύ νεολαιίστικη εξέγερση του καλοκαιριού, έχει το καταλληλότερο κλίμα ώστε να ξεσπάσουν εκεί οι ερχόμενες ταραχές, πάνω στο κύμα της επανάστασης της 7ης Οκτώβρη. Απαγορεύει τις διαδηλώσεις αλληλεγγύης για την Παλαιστίνη και απελαύνει τον Mariam Abu Daqqa, μια καθαρή φωνή του Λαϊκού Μετώπου. Πλέον δεν κρύβεται: βασίζεται στη ψήφο των αγορών και στην ελευθερία, την ισότητα και την αδελφοσύνη μεταξύ τραπεζιτών, αρπακτικών και δολοφόνων, στ’ όνομα του υπερκέρδους.

Η γερμανική Republik στρατιωτικοποιεί τα σχολεία και τις συνοικίες που κατοικούν μετανάστες, περνάει το τελευταίο βιβλίο της Adania Shani από τη βράβευση στη Φρανκφούρτη στα περιεχόμενα, απαγορεύει την αμφίεση με keffiyeh και το ανέμισμα της σημαίας της Παλαιστίνης. Από τις 19 του Οκτώβρη στο Βερολίνο, Άραβες και Γερμανοί διαδηλωτές άφησαν να εννοηθεί ότι δεν θα μείνουν επί μακρόν άπραγοι.

Η ιταλική Repubblica εκφοβίζει μάταια τους σπουδαστές που υποστηρίζουν την Παλαιστινιακή Αντίσταση. Χτυπάει με τα γκλοπ της, στη Ρώμη και το Λιβόρνο, όποιον στρέφεται κατά των φίλων του Ισραήλ. Προετοιμάζεται για την επικείμενη κατασταλτική περίοδο, διαδίδοντας ψεύτικους συναγερμούς περί βομβών και όπου είναι δυνατόν σφραγίζει τα σύνορα. Κινήσεις χρήσιμες για τη σταθεροποίηση μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η οποία θα καθιστά σε θεμιτή την τιμωρία του κινήματος που λεπτό το λεπτό διαμορφώνεται.

Αυτός ο νομιμοποιημένος φόβος πως θα χαθούν τα πάντα ωθεί τα ΜΜΕ των φιλελεύθερων καθεστώτων της ΕΕ, έτσι ώστε να περιορίσουν την παλαιστινιακή επανάσταση της 7ης Οκτώβρη σε μια τρομοκρατική – θρησκευτική ενέργεια και να σερβίρουν εξωφρενικούς παραλληλισμούς με την 11η Σεπτέμβρη, το Bataclan, τον ISIS, καθώς και μ’ ότι άλλο εύφλεκτο έχει να ρίξει το καθένα από αυτά, σε αυτήν τηv ψυχωτική εστία φωτιάς περί του πολέμου των πολιτισμών.

Δυστυχώς για αυτά, ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας, σε κάθε γωνία του πλανήτη, έχει καταλάβει ότι υπάρχει μονάχα ένας πόλεμος των πολιτισμών: εκείνος ανάμεσα στους κυρίαρχους και τους αλυσοδεμένους, τους εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους.

Μια προπαγάνδα αραβοφοβική, ισλαμοφοβική, μίσους για τους ξένους, επικίνδυνη που πρέπει να καταπολεμηθεί έξυπνα, η οποία όμως εν τούτοις ήταν διαχρονική και προβλέψιμη.

Αν τα λόγια της εξουσίας είναι φθαρμένα και σε αποσύνθεση, δεν υστερούνται ως προς αυτό και οι εκφράσεις του πλήθους «καθηγητών της ηθικής» που δηλώνουν ότι τάσσονται στο πλευρό των παλαιστίνιων, αφού πρώτα όμως έχουν καταδικάσει «τους ναζιστές» της Χαμάς, εξισώνοντας τους με «τους ναζιστές» του Τελ Αβίβ, και έχουν χαρακτηρίσει την επανάσταση της 7ης Οκτώβρη ως «πογκρόμ».

Εκείνοι που υπήρξαν οραματικοί ερμηνευτές του δυτικού μαρξισμού καταφεύγουν επομένως στην ίδια έκφραση που χρησιμοποίησε και ο Rishi Sunak, ο Άγγλος πρωθυπουργός, ο αυτουργός του εκτοπισμού και των δολοφονιών σε ευρεία κλίμακα των μεταναστών που διασχίζουν τα στενά της Μάγχης.

Όντως οι «αποπροσανατολιστές» της εξημερωμένης αριστεράς δεν αντιλαμβάνονται το γεγονός ότι στο εγκατεστημένο αποικιακό κράτος του Ισραήλ δεν υπάρχουν «άμαχοι»;

Όντως δεν γνωρίζουν ότι έποικοι, οπλισμένοι ως τα δόντια, επιτίθενται κανονικά στα σπίτια των Παλαιστινίων, διαπράττοντας δολοφονίες;

Όντως δεν γνωρίζουν τη βασική και πολύτιμη ιστορία της Χαμάς, σε τέτοιο βαθμό ώστε ν’ αφήνουν το στόμα τους να ξεράσει μια τέτοια αθλιότητα;

Όντως δεν φαντάζονται καν ότι η Παλαιστινιακή Αντίσταση είναι ενωμένη από το 2021, μέσα από τις διαφορετικές συνιστώσες της, με την Χαμάς ν’ αποτελεί το βασικό κομμάτι της;

Όντως δεν αντιλαμβάνονται ότι η Παλαιστίνη απο τον Οκτώβρη του 2023 αποτελεί για τις νέες γενιές αυτό που το Βιετνάμ (και οι Βιετκόγκ που είχαν μια μαχητική ηθική, όχι λιγότερο αδιάλλακτη από την αντίστοιχη της Παλαιστινιακής Αντίστασης) αποτέλεσε για τις δικές τους γενιές;

Δεν είναι ανίδεοι, παρά μόνο στη ψυχή. Απλά τούς αρέσουν οι Παλαιστίνοι –για να επιστρέψουμε στον Φανόν– όταν είναι «υποβαθμισμένοι», όταν είναι τα θύματα στην καταμέτρηση των πυρών του θανάτου. Γιατί οι Παλαιστίνιοι πρέπει να παραμείνουν, μέσα στο καθημερινό και ασταμάτητο λουτρό αίματος, μια ευκαιρία για να νιώθουν εκείνοι δυτικοί, διαφορετικοί και καλοί.

Νιώθουν επομένως τρόμο από την επανάσταση της 7ης Οκτώβρη που ωθεί πάρα πολλά από τα παιδιά μας ν’ αρνηθούν και να φτύνουν τη ρατσιστική ιδέα της υπεροχής –την οποία ανέκαθεν εκείνοι εκθείασαν– της κίβδηλης ευρωπαϊκής ταυτότητας, αυτής που αποτέλεσε τον πραγματικό προπάτορα, περισσότερο ακόμα και από τον γενοκτονικό εθνικισμό των ΗΠΑ, της ισραηλινής αποικιοκρατίας.

Αποδέχτηκαν το γεγονός ότι είναι «άνθρωποι που ζουν μίζερα», όπως θα παρατηρούσε o Pierre Clastres, και δεν καταφέρνουν να επιπλεύσουν μέσα σ’ αυτόν τον ανατρεπτικό κατακλυσμό.

To λεξιλόγιο τους καταφεύγει στη διαζευκτική λογική (είτε – είτε, είτε είμαι με τη μια πλευρά είτε είμαι με την άλλη), επαναλαμβάνει τον υποκριτικό και γνωστό μηχανισμό της αποστασιοποίησης.

«Οι καθηγητές της ηθικής» σήμερα, μετά την 7η Οκτώβρη, δεν είναι πλέον τίποτα.

Αυτό αποδεικνύεται από την κατάχρηση της ανθολογίας των αρνητικών συζεύξεων. «Ούτε με τη Χαμάς, ούτε με το Ισραήλ, ούτε με όποιον δολοφονεί, αλλά με την Παλαιστίνη», αυτή είναι η ανόητη φόρμουλα τους. Λες και οι μαχητές της Χαμάς προέρχονται από κάποιον μακρινό γαλαξία και δεν χαίρουν, όπως ειπώθηκε πριν, της σημαντικής στήριξης του παλαιστινιακού λαού.

Ας το διδαχτούν στη νομιμόφρονα αριστερά: το Allāhu akbar δεν είναι η κραυγή της μάχης των τρομοκρατών. Είναι ένα συνειδητό κάλεσμα προς το ανυπόστατο του πραγματικού και τις δικές μας οικτρές εμμονές.

Η Παλαιστινιακή Επανάσταση μονάχα ξεκίνησε στις 7 Οκτώβρη.

Πρόκειται για μια τομή συγκριτικά με το παρελθόν, εκπληκτικά και τραγικά ανεπίστρεπτη.

Οι γυναίκες και οι άντρες της Κομμούνας εισβάλουν στον ουρανό.

Σημειώσεις του Μεταφραστή:

[1] Από Franz Fanon. Της γης οι κολασμένοι. Εκδόσεις Κάλβος. Αθήνα 1982.

[2] Nakba: 14 Μαΐου 1948. Μια μέρα πριν λήξει η βρετανική κατοχή στην περιοχή της Παλαιστίνης – Γαλιλαίας, το Ανώτατο Εβραϊκό Συμβούλιο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του Ισραήλ και ο μετέπειτα πρωθυπουργός του Ισραήλ Νταβίντ Μπεν Γκουριόν έγραψε στο ημερολόγιό του: «Στις τέσσερις το απόγευμα ανακηρύχθηκε η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Η μοίρα του βρίσκεται πλέον στα χέρια των Ενόπλων Δυνάμεων». Την επομένη ξεσπά ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος με συμμετοχή πλήθους χωρών: Αίγυπτος, Ιορδανία, Συρία, Λίβανος, Ιράκ, Υεμένη, Σαουδική Αραβία. Οι ισραηλινοί τον αποκαλούν “πόλεμο της ανεξαρτησίας”, ενώ οι παλαιστίνοι Νάκμπα (Καταστροφή). 750 χιλιάδες άνθρωποι (πάνω από το μισό πληθυσμό των παλαιστίνιων τότε) έγιναν πρόσφυγες, διωγμένοι από 531 πόλεις και χωριά. Η Νάκμπα συνδέθηκε στη συλλογική μνήμη του παλαιστινιακού λαού με τον ξεριζωμό, την προσφυγιά και τις μαζικές εκτοπίσεις. Ως τις 20 Ιουλίου του 1949 ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος λήγει, με το Ισραήλ να επεκτείνεται εδαφικά πέρα από τα σύνορα που χαράχθηκαν με απόφαση του ΟΗΕ το 1947 ενώ το παλαιστινιακό κράτος που πρόβλεπε η ίδια απόφαση έμεινε στα χαρτιά. Το εν λόγω ετεροβαρές ψήφισμα του ΟΗΕ (που εν τέλει ακόμα κι έτσι έμεινε ανενεργό), παραχωρούσε το 56.47% (που μετατράπηκε σε 77,4% μετά το πέρας του πολέμου) της Παλαιστίνης στους 608 χιλιάδες εβραίους κατοίκους της περιοχής και το 42.88% στους 1,4 εκ παλαιστίνιους. Έτσι, τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας μετατράπηκαν πολύ σύντομα σε θύτες της μακρόχρονης εθνοκάθαρσης του παλαιστινιακού λαού, δημιουργώντας ένα κράτος απαρτχάιντ, αποκλείοντας τους άραβες από κάθε πολιτικό δικαίωμα και αλλοιώνοντας την πληθυσμιακή κατανομή της περιοχής με διαρκείς εποικισμούς […]

Από το εισιαγωγή στο PFLP. Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Κείμενα και Συνεντεύξεις. Εκδόσεις ΜΟΛΟΤ. Αθήνα 2016.

[*] Στα ιταλικά έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του:

Η κατεύθυνση είναι στραβή – Λυρικό ρεπορτάζ για τον Covid 19 και τους ιούς της εξουσίας [La direzione è storta – Reportage lirico sul Covid 19 e i virus del potere] Εκδόσεις Homo scrivens 2021.

Για όλες, για την καθεμιά, για όλους, για τον καθένα – Τραγούδια ενάντια στον πόλεμο από την Ιταλία των έσχατων [Per tutte, per ciascuna, per tutti, per ciascuno – Canti contro la guerra dell’Italia agli ultimi] Εκδόσεις DEA 2022.

PROSPERO GALLINARI [Ρέτζιο Εμίλια 1/1/1951 – 14/1/2013] ΠΑΝΤΑ ΠΑΡΩΝ!

[…] Ήμασταν σε πόλεμο, όπως εκείνοι οι δυστυχισμένοι φαντάροι που επιστρατεύονταν και στέλνονταν στο Βιετνάμ. Τέτοια ήταν η σύγκρουση σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Όλα ξεκίνησαν από το εργατικό κίνημα. Στις διαδηλώσεις μας για μια καλύτερη κοινωνική κατάσταση, ενάντια στην ανεργία, το Κράτος απάντησε με την επέμβαση των δυνάμεων καταστολής και ξυλοδαρμούς. Οι αντιδραστικές δυνάμεις απάντησαν με τη σφαγή της πιάτσα Φοντάνα. Σε εκείνο το σημείο, από τη μεριά μας, δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό από το να απαντήσουμε ένοπλα. Μια κυριολεκτική κήρυξη πολέμου […]

Τέλος μιας ιστορίας. Η Ιστορία συνεχίζεται…

Δέκα χρόνια μετά το θάνατο του Πρόσπερο Γκαλινάρι, αυτού του ξεχωριστού κομμουνιστή από την κόκκινη Εμίλια, κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ιταλία, από τις μιλανέζικες εκδόσεις PGreco, μια νέα εμπλουτισμένη επανέκδοση της αυτοβιογραφίας του “Ένας αγρότης στη μητρόπολη. Αναμνήσεις ενός αγωνιστή των Ερυθρών Ταξιαρχιών”, η οποία κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διάδοση [Αθήνα, 2015].

H Επανάσταση είναι ένας ανθός που δεν πεθαίνει…

Στη Μνήμη του, μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε την Εισαγωγή σ’ αυτήν την επανέκδοση, γραμμένη από τους συντρόφους & τις συντρόφισσες του. Πρόκειται για ένα πολύτιμο συλλογικό κείμενο, συνοπτικό και πυκνό, γραμμένο δέκα χρόνια μετά το θάνατο του “Gallo”, με πολιτική ειλικρίνεια, συντροφική ανθρωπιά και το βλέμμα στραμμένο εκεί που στόχευε πάντα και εκείνο αυτού του ξεχωριστού αγρότη στη μητρόπολη: στην επαναστατική προοπτική.

Αυτή η χρήσιμη επανέκδοση στα ιταλικά περιέχει και δυο συλλογικά κείμενα της δεκαετίας του 1990, με την υπογραφή του Πρόσπερο και άλλων πολιτικών κρατούμενων – πρώην μελών της επαναστατικής κομμουνιστικής οργάνωσης που σημάδεψε όσο λίγες την Ιστορία του ευρωπαϊκού “σύντομου 20ου αιώνα”, τα οποία θα μεταφραστούν προσεχώς στα ελληνικά και θα δημοσιευθούν στο prolprot.espivblogs.net

Πρόκειται για δύο απολογιστικά κείμενα, γραμμένα σε περιόδους προγενέστερες της συγγραφής και της έκδοσης της βιογραφίας του. Το πρώτο, με τον τηλεγραφικό τίτλο “Για τα χρόνια του Εβδομήντα” γράφτηκε στη ρωμαϊκή φυλακή Rebibbia το Γενάρη του 1994, ως μια συμβολή στην εκδήλωση που είχε διοργανώσει το Circolo Valerio Verbano με αφορμή την έκδοση του Franco Ottaviano: “Η επανάσταση μέσα στο λαβύρινθο” [“La rivoluzione nel labirinto”] (εκδ. Rubbettino, Μεσίνα. 1993). Το δεύτερο, συντάχθηκε μ’ αφορμή τη συμπλήρωση της πρώτης εικοσαετίας από την απαγωγή του Άλντο Μόρο και δημοσιεύθηκε στην καθημερινή εφημερίδα il manifesto στις 20/3/1998 με τιτλο “Οι ερωτήσεις της ιστορίας” [“Le domande della storia”].

Στη Μνήμη του, αναδημοσιεύουμε επίσης και το κείμενο της Προλεταριακής Πρωτοβουλίας ΠΡΟΣΠΕΡΟ ΓΚΑΛΙΝΑΡΙ: ΠΑΡΩΝ! που δέκα χρόνια μετά τη συγγραφή και δημοσίευση του, μεταφράστηκε στα ιταλικά και στάλθηκε ώστε να διαβαστεί -μαζί μ’ ένα σύντομο Προλεταριακό Χαιρετισμό από την Αθήνα– στην Εκδήλωση “Μεταξύ Παρελθόντος και Παρόντος“, για τη Bιβλιοπαρουσίαση αυτής της επανέκδοσης, η οποία θα πραγματοποιηθεί στη Ρώμη σήμερα Σάββατο 14 Γενάρη 2023 στο αυτοδιαχειριζόμενο κατειλημμένο κοινωνικό κέντρο Ex Snia και συνδιοργανώνεται από τη συνέλευση της κατάληψης, την πολιτική ομάδα Μilitant και τη συνέλευση του κατειλημμένου χώρου DeLolis Underground που στεγάζεται στη φοιτητική εστία του πανεπιστημίου La Sapienza.

“Fine di una storia. La Storia continua…
La Rivoluzione e’ un fiore che non muore…
Ciao Prospero.”

Προλεταριακή Πρωτοβουλία
Αθήνα, Γενάρης 2023

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ

Δέκα χρόνια πριν, στις 14 Γενάρη του 2013 πέθανε στην Ρέτζιο Εμίλια ο Πρόσπερο Γκαλινάρι. Χτυπημένος από το τελευταίο και μοιραίο καρδιακό επεισόδιο βρέθηκε κοντά στο σπίτι του, πεσμένος πάνω στο τιμόνι του αμαξιού του. Τελούσε σε καθεστώς κατ’ οίκον περιορισμού για λόγους υγείας. Όπως κάθε μέρα πήγαινε στην εταιρεία, όπου του είχε δοθεί άδεια εργασίας και δούλευε, εκτελώντας χρέη εργάτη.

Στην κηδεία του παραβρέθηκαν πολλά άτομα. Παλιοί στρατευμένοι των Κόκκινων Ταξιαρχιών [Brigate Rosse (ΒR)], ηλικιωμένα στέλεχη του ιταλικού επαναστατικού κινήματος, πολλοί από την Εμίλια που τον είχαν γνωρίσει στα νιάτα του και πάρα πολλοί νεολαίοι που είχαν μάθει να τον σέβονται, ακούγοντας τις συνεντεύξεις και διαβάζοντας το βιβλίο με τις αναμνήσεις του που τιτλοφορείται Ένας αγρότης στη μητρόπολη.

Έμοιαζε και ήταν όντως μια κηδεία από άλλους καιρούς. Μια μαρτυρία ενότητας και μια ευκαιρία για να δεθούν μαζί το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, στη μνήμη ενός ανθρώπου, η ακεραιότητα του οποίου υπήρξε απολύτως αδιαμφισβήτητη. Ήταν ένα γεγονός που ενόχλησε αρκετά. Ακολούθησε ένα καταιγισμός από καταδικαστικές δηλώσεις ενώ ασκήθηκαν μέχρι και διώξεις. Μα πως στάθηκε δυνατό έστω και να φανταστούμε ότι θα μπορούσαμε να θάψουμε μ’ αυτόν τον τρόπο, αυτόν τον νεκρό; Στη χώρα μας, υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να τα κάνουμε. Ν’ ανοίγουμε το κολασμένο τσουκάλι της ιστορίας, όπως το έλεγε ο Μαρξ, μπορεί να είναι επικίνδυνο.

Πράγματι, η ιστορία είναι ένα πεδίο μάχης με διπλή έννοια, ως το πεδίο της πάλης μεταξύ των τάξεων, τόσο κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της όσο και στην εκ των υστέρων ανακατασκευή της. Αυτός ο ισχυρισμός, ή αν θέλουμε αυτή η ωμή αλήθεια, εκδηλώνεται -με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο- όταν γίνεται λόγος για τα ιταλικά χρόνια του Εβδομήντα. Με την απόσταση αρκετών δεκαετιών, φαίνεται ξεκάθαρη η πολιτική σημασία και η κοινωνική ευρύτητα της σύγκρουσης που παράχθηκε ανάμεσα στο προλεταριάτο και τη μπουρζουαζία. Όχι όμως τυχαία, μετά απ’ όλο αυτόν τον καιρό, οι πολεμικές μαίνονται ακόμα, χωρίς να λείπουν τα χτυπήματα, ανεβάζοντας στη σκηνή πάντοτε το ίδιο τροπάριο: η άρνηση -από πλευράς της κυρίαρχης τάξης- παραδοχής του γεγονότος ότι η εξουσία της τέθηκε υπό αμφισβήτηση από μια νέα γενιά κομμουνιστών, ριζωμένη στη κοινωνία, προτιθέμενη να δώσει μια χειροπιαστή έννοια στη λέξη επανάσταση.

Πρόκειται για έναν επαναλαμβανόμενο εξαναγκασμό. Μια εμμονή που ενίοτε, όπως στην περίπτωση της λεγόμενης παρασκηνιολογίας [dietrologia], αγγίζει τα όρια του γκροτέσκου. Αλλά δεν πρέπει να εκπλησσόμαστε. Πρόκειται για κάτι που ανταποκρίνεται σε μια βαθύτερη ανάγκη της μπουρζουαζίας, ν’ αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως οικουμενική τάξη και ως την τελευταία λέξη της ιστορίας. Η αθλιότητα, οι πόλεμοι και οι φασισμοί που το κοινωνικό σύστημα της παρήγαγε και εξακολουθεί να παράγει, δεν μετράνε. Η αστική τάξη εκθέτει περήφανη τα συντάγματα της, αδιάφορη για τις εξόφθαλμες αντιθέσεις ανάμεσα στα λόγια και τα έργα της. Φυσικά, το παιχνίδι τινάζεται στον αέρα όταν οι καταπιεσμένοι αποκτούν συνείδηση της πραγματικής συνθήκης τους, θέτοντας υπό αμφισβήτηση -με τρόπο ορθολογικό και οργανωμένο- την κεφαλαιοκρατία. Συνέβη πολλές φορές και θα συμβεί ξανά. Γι’ αυτό είναι χρήσιμη η ανάγνωση του Ένας αγρότης στη μητρόπολη. Γιατί είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που έζησε μέχρι τέλους μέσα στην τάξη του. Γιατί είναι ένα κεφάλαιο της ιστορίας μιας τάξης που -γνωρίζοντας πως να κρατάει δεμένα τα κομμάτια της- εξαπέλυσε και υπερασπίστηκε παράτολμες προκλήσεις, έτοιμη πάντοτε ν’ αρχίσει από την αρχή.

Εδώ, έχει νόημα να ειπωθεί κάτι για τον Πρόσπερο Γκαλινάρι. Η φύση στάθηκε μαζί του γενναιόδωρη, του έδωσε θάρρος, υπομονή, γνώση και θέληση. Ως τίμημα, μετά τα τριάντα του, απώλεσε λίγη από την υγεία του. Όμως τα εμφράγματα και τα ισχαιμικά δεν είχαν γονατίσει αυτόν τον Εμιλιάνο, από την κάτω Εμίλια. Διατηρούσε -χωρίς κόπο, ενστικτωδώς- την καλή του διάθεση. Μέσα από εκείνον, η τήρηση της συνέπειας έμοιαζε κάτι το απλό και ολοκληρωμένο. Δεν ήταν πεισματάρικη επιμονή. Δεν ήταν θρασεία έπαρση. Στον Πρόσπερο Γκαλινάρι, η σταθερότητα των τρόπων και των ιδεών αποκτούσε το νόημα της, μέσα από μια επιλογή που είχε γίνει μια για πάντα. Χωρίς μεταμέλειες. Χωρίς ελαφρότητες. Με τη μακρά πνοή του αγρότη και τη στεγνή ευθύνη του κομμουνιστή.

Πρόκειται για παραδειγματικά χαρακτηριστικά. Σήμερα είναι δόκιμο να το υπογραμμίζουμε, ενώπιον της πορείας μιας ζωής που βρίσκεται σμιλεμένη μέσα στο πλατύ πλινθόχτιστο της ταξικής πάλης. Ο Γκαλινάρι είχε γεννηθεί σε μια φτωχή οικογένεια και άρχισε να δουλεύει πολύ μικρός. Είχε μεγαλώσει με το μόχθο και την ικανοποιήση του ψωμιού που κατακτιέται από τα ίδια του τα χέρια. Όμως, σ΄ εκείνο το σπίτι και σ’ εκείνο το δικό του Ρέτζιο των χρόνων του Πενήντα, είχε διδαχθεί μια ανώτερη υπερηφάνεια. Εκείνη του συνειδητού προλεταριάτου. Εκείνη μιας δυνητικά διευθύνουσας τάξης, η οποία μέσα στο σύστημα του Τολιάτι, έβλεπε στην Κόκκινη Εμίλια τους πρώτους καρπούς της αντιφασιστικής μάχης, σφυρηλατώντας το οικοδόμημα του ιταλικού δρόμου προς το σοσιαλισμό.

Έλαχε στη μοίρα του Γκαλινάρι -και πολλών άλλων σαν κι εκείνον- να πρέπει να θέσουν υπό συζήτηση τα πάντα. Υπήρξαν σχίσματα, ρήξεις, αλληλοκατηγορίες και απογοητεύσεις. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα [Partito Comunista Italiano (PCI)] φάνταζε καθυστερημένο και διστακτικό μπροστά στο ρήγμα του 1968. Ένας ολόκληρος κόσμος χτύπαγε τις πόρτες του ευρωπαϊκού νεοκαπιταλισμού, ζητώντας αρκετά περισσότερα από ισότητα, ζητώντας απλώς την επανάσταση.

Ήταν πραγματικά μια ξεκάθαρη αποκοπή, η οποία παρέμεινε -μαζί με το προηγούμενα εφόδια- η προσωπική κληρονομιά του Πρόσπερο, κάτι που γινόταν εντελώς ξεκάθαρο, μέσα από τον ίδιο τον τρόπο της ύπαρξης του. Μπορούμε να σιχαινόμαστε τον γραφειοκράτη χωρίς να κηρύττουμε την απουσία της πειθαρχίας. Μπορούμε ν’ αντιπαρατεθούμε με την υποκρισία χωρίς να καταφεύγουμε στον ατομικισμό. Το σχολείο του κομμουνισμού της Εμίλια, με τα ευρύτερα θερμόμετρα του, δεν αποκηρύχθηκε ποτέ από τον Gallo, ο οποίος αποστρεφόταν αυθόρμητα τους σεχταρισμούς και τις εξτρεμιστικές μανίες της μικροαστικής τάξης. Όμως η αναγκαιότητα των ρήξεων, της γνώσης να βαδίζουμε, ακόμα και όντας λίγοι, να πηγαίνουμε αντίθετα στο ρεύμα, έμεινε σ’ εκείνον πάντοτε σε εγρήγορση, θρέφοντας μια ιδέα της πρωτοπορίας, που είχε τη γεύση μιας μοίρας που γινόταν αντιληπτή και αποδεκτή.

Όχι τυχαία, ο Πρόσπερο Γκαλινάρι έφερε όλη την αποφασιστικότητα του μέσα στις Kόκκινες Ταξιαρχίες. Σ’ αυτήν την οργάνωση συνέβαλε με το σύνολο των πεποιθήσεων του: με την έννοια του κόμματος, με την αντάρτικη αντίληψη και την ηθική μιας γενιάς που σκεφτόταν με τρόπο διεθνή και δεν φοβόταν να κόψει πίσω της τις γέφυρες. Δίχως άλλο, οι BR ήταν για εκείνον ένα σκληρό εργαλείο μέσα σε μια ριζική μάχη. Αποτελούσαν όμως και μια κοινότητα ανδρών και γυναικών, ενωμένων από μια επιλογή ζωής, η οποία έμπαινε κάθημερινά σε δοκιμασία. Η αλλαγή μιας πινακίδας σ’ ένα κλεμμένο αυτοκίνητο, η συμμετοχή στην απαγωγή του Άλντο Μόρο, η συγγραφή ενός πολιτικού ντοκουμέντου ή το καθάρισμα του κελιού μιας ειδικής φυλακής, ήταν καθήκοντα που αναλάμβανε με την ίδια αντιρητορική, συχνά πυκνά ειρωνική, αφοσίωση. Ήταν σε θέση να διδάσκεται και να το αποδέχεται χωρίς καμία δυσκολία, από κάποιον σύντροφο πιο άπειρο από εκείνον. Ήταν σε θέση να τον βοηθήσει με μια άξαφνη ευαισθησία, μαντεύοντας την ανθρώπινη πλευρά του προβλήματος.

Δεν υπερβάλουμε. Στον Γκαλινάρι δεν αρέσαν οι υπερβολές. Μιλάμε μονάχα για τον άνθρωπο, τον στρατευμένο, τον ταξιαρχίτη. Στις Κόκκινες Ταξιαρχίες έδωσε όλο του το είναι, με τη φυσικότητα που εκτελούνται τα βασικά καθήκοντα. Ακολούθησε ολόκληρη τη διαδρομή. Αρνήθηκε κάθε συμβιβασμό. Άπέφυγε να κρατήσει κάθε εύκολη απόσταση.

Γιατί εκείνος, όπως και πάρα πολλοί άλλοι επαναστάτες πριν από εκείνον, ήρθε αντιμέτωπος με την ήττα και ήταν ακριβώς μέσα στην ήττα που ο Πρόσπερο επέδειξε τις ιδιαίτερες αρετές του. Δεν καλλιέργησε απεχθείς πρόσωποκεντρισμούς. Δεν αρνήθηκε τη συζήτηση με όποιον αγνοούσε το ιδιαίτερο πλαίσιο των χρόνων του Εβδομήντα. H δική του αγωνία συμπυκνωνόταν στην αυθεντική μετάδοση μιας κληρονομιάς εμπειριών στις νέες γενιές. Γι’ αυτόν το λόγο -με την απουσία κάθε θυματοποίησης που τον χαρακτήριζε- ενθάρρυνε μέσα στα κινήματα μια μάχη για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατούμενων. Γι’ αυτόν το λόγο -με την απόσταση που τον χώριζε από κάθε πρωταγωνιστισμό- εξήγησε, όπου του στάθηκε δυνατό, το νόημα μιας ιστορίας που λασπωνόταν από τα χτυπήματα των παρασκηνιολογιών, των κατευθυνόμενων παραποιήσεων και των κραυγαλέων ή πιο λεπτεπίλεπτων σχηματοποιήσεων.

Ναι, ο Πρόσπερο Γκαλινάρι ήταν ένα κομμουνιστής που -για να το πούμε με βαριές κουβέντες- ήξερε να σέβεται την έμφυτη ανωτερότητα της ιστορίας. Ήξερε όμως και ότι αυτός ο ορίζοντας δεν περιέχει ένα εξασφαλισμένο αίσιο τέλος και όλη του τη ζωή την έθεσε στην υπηρεσία μιας πρόκλησης που έπρεπε -φόρα τη φορά- να τεθεί, μέσα στα πάντοτε διαφορετικά πειράματα της συλλογικής δράσης.

Ας μιλήσουμε τέλος για το βιβλίο. Ο αναγνώστης του Ένας αγρότης στη μητρόπολη βρίσκεται ενώπιον μιας στοχασμένης ακολουθίας αναμνήσεων. Πρόκειται για αναμνήσεις κυρίως πολιτικές. Δεν λείπει όμως και η προσοχή στα πράγματα της ζωής, στις πάμπολλες σημασίες της καθημερινής ύπαρξης. Δεν πρόκειται απλώς για τη λύπη του στρατευμένου ή του φυλακισμένου για τη στέρηση των προσωπικών αισθημάτων, των χρωμάτων και των ήχων του κόσμου. Πρόκειται για τη σχέση με τη γη και τον αέρα, της σχέσης με την εναλλαγή των εποχών, εκείνου του κριτηρίου που είχε κληρονομήσει από τη συλλογική χειρωνακτικότητα της αγροτικής εργασίας. Στον Γκαλινάρι, όλα αυτά ήταν ριζωμένα στη ψυχή του, κάτι που δεν απώλεσε -σε καμία περίπτωση- κατά την διάρκεια του ταξιδιού του μέσα στη μητρόπολη. Αυτό που προέκυπτε ήταν μια ξεχωριστή ειλικρίνεια. Μια ειλικρίνεια, διόλου αφελής, την οποία ο αναγνώστης θα συναντήσει μέσα στις σελίδες του, εκεί όπου ο άνθρωπος, ο στρατευμένος και ο πολιτικός διευθύνοντας καταφέρνουν να συνομιλούν χωρίς παρωπίδες και ναρκισισμούς, με μια γλώσσα καθαρή και ειλικρινή που καθιστά αυτή τη μνήμη σε πολύτιμη, παραδίδοντας την στην ιστορία.

Πολύ συχνά γίνεται λόγος, και ορθά, για τα όρια και τους κινδύνους της αναμνησιολογίας. Για τις Β.R υπάρχει πολύ μεγάλη, ίσως υπερβολική, εξαιτίας και του γεγονότος ότι η απαγόρευση που κηρύχθηκε από την κυρίαρχη τάξη ως προς την ιστορική-πολιτική συζήτηση προσέδωσε στη διήγηση, στην ατομική αναφορά, στο λίγο ή πολύ αληθές αφήγημα των βιωμένων εμπειριών, ένα συμπληρωματικό -όχι πάντοτε θετικό- ρόλο. Μονάχα τώρα μερικοί ιστορικοί αρχίζουν να τίθενται σε κίνηση με τις ελάχιστες δόσεις επάρκειας. Σε κάθε περίπτωση, γίνεται αντιληπτή η έλλειψη μιας γενικής ματιάς, μιας πολύπλοκης ματιάς ικανής να συνδέσει την ιστορία της ένοπλης πάλης με το ευρύτερο πλαίσιο των ιταλικών και ευρωπαϊκών ταξικών αγώνων των χρόνων του Εβδομήντα, καθώς επίσης και με τη γενικότερη ιστορία του ιστορικού κομμουνισμού, στην οποία οι Κόκκινες Ταξιαρχίες εξ ολοκλήρου περιλαμβάνονται.

Αυτή είναι ίσως και η σημαντικότερη συμβολή του Ένας αγρότης στη μητρόπολη προς τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη, τόσο τον στρατευμένο όσο επίσης και στον μελετητή που δουλεύει πάνω στο υλικό της ιστορίας. Οι Brigate Rosse ήταν μια επαναστατική κομμουνιστική οργάνωση. Γεννήθηκαν μέσα στην εργατική τάξη, με τον διακηρυγμένο στόχο να βρούν ένα δρόμο για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, μέσα στις νέες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί μεταπολεμικά από τον καπιταλισμό και την παγκόσμια συνθήκη. Βρέθηκαν αντιμέτωπες και αποπειράθηκαν να επιλύσουν τα κλασσικά προβλήματα του επαναστατικού μαρξισμού. Αναγκαστικά έπρεπε να εφεύρουν, αλλά το έκαναν μέσα σ’ ένα αυλάκι μακρύτερο και πλατύτερο από τη δική τους εμπειρία. Έγραψαν και θεωρητικοποίησαν, η σκέψη τους όμως συνδεόταν με μια διεθνή συζήτηση που εκτεινόταν πολύ πιο πέρα από τα ιταλικά σύνορα, στοχεύοντας στην επανεκκίνηση των ζητημάτων του λενινισμού μέσα στη χώρα της Κόκκινης Διετίας, της αντιφασιστικής Αντίστασης, του φοιτητικού Εξήντα Οκτώ και του εργατικού Εξήντα Εννιά.

Δεν ήταν ένα εύκολο καθήκον και το βιβλίο του Πρόσπερο Γκαλινάρι προσφέρει πολλά ερεθίσματα ώστε να γίνουν αντιληπτά τόσο τα προσόντα όσο και τα όρια των Κόκκινων Ταξιαρχιών. Σε κάθε περίπτωση, ο συγγραφέας δεν επιζητεί εκπτώσεις. Δεν παριστάνει τον σκληρό. Ούτε καν φορτώνει τις ευθύνες στην εποχή, τις ιδεολογίες και την μέγκενη του Χίλια Εννιακόσια που βρισκόταν παγιδευμένο μέσα στα απολυτοποιημένα καθήκοντα. Απλούστατα, ο Γκαλινάρι καταθέτει την υπερηφάνεια της ισχύος και της ενότητας, τη θλίψη για τους διαιρέσεις και τις διασπάσεις, τις ερωτήσεις που μια συλλογική ιστορία έθεσε στον ίδιο της τον εαυτό, αφήνοντας αυτές για κληρονομία στις επόμενες γενιές.

Εν τέλει, δεν δικαιούμαστε να θρέφουμε αυταπάτες. Θ’ ακούσουμε και πάλι να λένε ότι ο Πρόσπερο ήταν μονάχα ένας δολοφόνος, μην έχοντας εύκολες απαντήσεις, αφού σίγουρα εκείνος χρησιμοποίησε τη βία ενάντια σ’ εκείνον που θεωρούσε εχθρό του δικού του κόσμου. Θα διαβάσουμε μέχρι αηδίας ότι ενσάρκωσε το πρότυπο του φανατικού στρατευμένου και δεν θα ξεγελαστούμε, αφού εκείνος είχε απαρνηθεί αναμφίβολα τη βολική τελειότητα των αμερόληπτων ψυχών.

Η αλήθεια είναι ότι σ’ αυτόν τον κόσμο τον φτιαγμένο από καταπίεση και πόνο, ο Πρόσπερο Γκαλινάρι από μικρό παιδί πήρε κατά γράμμα τον κομμουνισμό, και τουλάχιστον άφησε το δάγκωμα των δοντιών του πάνω στο χέρι που μας βαράει εδώ και αιώνες. Είναι ένα καύχημα του προλεταριάτου που ξέρει να βγάζει τέτοια άτομα, αφού είναι σ’ αυτούς τους απαραίτητους, όπως τους έλεγε ο Μπρεχτ, που εναπόκειται η πιθανότητα μια μέρα να ξεπεραστούν τα σύνορα της αστικής κοινωνίας.

Γενάρης 2023
Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες του Πρόσπερο

ΕΝΑΣ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΟΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Γι’ αυτή τη ρωμαϊκή βραδιά “μεταξύ παρελθόντος και παρόντος”, δέκα χρόνια μετά το θάνατο του Πρόσπερο Γκαλινάρι, για την παρουσίαση της νέας έκδοσης της βιογραφίας του “αγρότη στη μητρόπολη”, μεταφράσαμε στα ιταλικά αυτό το κείμενο που γράφτηκε το 2013 από την Προλεταριακή Πρωτοβουλία και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΒΙΔΑ για την όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού (15ο τεύχος. Aθήνα. Aπρίλης 2013).

Μαζί με το κείμενο στέλνουμε και τους θερμούς χαιρετισμούς σ’ όλους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες, όλους τους άνδρες και τις γυναίκες στην Ιταλία που συνεχίζουν ν’ αντιστέκονται και ν’ αγωνίζονται ενάντια σ’ αυτόν το κόσμο τον φτιαγμένο από καταπίεση και εκμετάλλευση, πόλεμο, εξαθλίωση και θάνατο, ενάντια σ’ αυτό το κεφαλαιο-κρατικό-ιμπεριαλιστικό κτήνος που ρουφάει τις ζωές μας, ενάντια στο οποίο αυτός ο κομμουνιστής από την Εμίλια, σ’ όλη τη ζωή του, πολέμησε και αγωνίστηκε.

Από την αθηναϊκή μητρόπολη, σας χαιρετίζουμε με σφιγμένη τη γροθιά, εκφράζοντας την αμέριστη αλληλεγγύη μας στον αναρχικό σύντροφο Alfredo Cospito που μέσα από τη φυλακή μάχεται για τη ζωή ενάντια στο θάνατο, με το έσχατο όπλο στη διάθεση του, και σ’ όλους τους πολιτικούς κρατούμενους και κρατούμενες, σ’ όλους τους φυλακισμένους και τις φυλακισμένες που αγωνίζονται μέσα στις ιταλικές φυλακές.

Όπως είχε γραφτεί και διαβαστεί κι εκείνη τη χειμωνιάτικη ημέρα, δέκα χρόνια πριν στο Coviolo, από τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που μοιράστηκαν με τον Πρόσπερο τον πολιτικό αγώνα των Κόκκινων Ταξιαρχιών και τον εγκλεισμό στις ειδικές φυλακές:

Τέλος μιας ιστορίας. Η Ιστορία συνεχίζεται…

Προλεταριακή Πρωτοβουλία
Αθήνα, Γενάρης 2023.

ΠΡΟΣΠΕΡΟ ΓΚΑΛΙΝΑΡΙ: ΠΑΡΩΝ!

Στις 14 Γενάρη 2013 έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 62 χρόνων, ο Πρόσπερο Γκαλινάρι, κομμουνιστής μαχητής και μέλος του “ιστορικού πυρήνα” των Κόκκινων Ταξιαρχιών. Η διαδρομή του σκιαγραφεί με γλαφυρό τρόπο τη διαδρομή του επαναστατικού κινήματος στην Ιταλία, των χιλιάδων αγωνιστών και αγωνιστριών που δόθηκαν ολόψυχα και με ανιδιοτέλεια στον Αγώνα για την Επανάσταση και τον Κομμουνισμό.

Γεννημένος την πρωτοχρονιά του 1951 στην “κόκκινη” Ρέτζιο Εμίλια από μια κομμουνιστική οικογένεια χωρικών, από πολύ μικρή ηλικία θα γίνει μέλος της νεολαίας του ΙΚΚ (PCI). To 1968 δεν θ’ ανανεώσει την κάρτα μέλους. Είναι η εποχή που “το μεγαλύτερο Κ.Κ της δυτικής Ευρώπης” θα συνθηκολογήσει πλέον ολοφάνερα με το αστικό καθεστώς και θ’ αρχίσει να διαμορφώνει τη ρεβιζιονιστική γραμμή του “ιστορικού συμβιβασμού” και του “ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό”. Είναι η εποχή που χιλιάδες προλετάριοι θα επιλέξουν την εναντίωση σ’ αυτή την γραμμή και θ’ αποπειραθούν τη έφοδο στον ουρανό. Είναι η εποχή που το Κόμμα πρόσταζε “θυσίες για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας” και το Κίνημα απαντούσε: “Τι θέλουμε; Τα θέλουμε όλα!”. Μέσα σ’ αυτο το συγκρουσιακό κλίμα ο Πρόσπερο, ο νεαρός “χωρικός στη Μητρόπολη” θα ενταχθεί στην Μητροπολιτική Πολιτική Συλλογικότητα (CPM) του Μιλάνου και από εκεί μαζί με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες του θα σχηματίσουν τις πρώτες Κόκκινες Ταξιαρχίες.

Η πορεία του θα δεθεί άρρηκτα με την ιστορία της οργάνωσης. Θα συλληφθεί το 1974 στο Τορίνο, θα δηλώσει πολιτικός κρατούμενος και το Γενάρη του 1977 θα καταφέρει ν’ αποδράσει από τις φυλακές του Τρεβίζο. Το 1978 θα λάβει μέρος στην επιχείρηση της απαγωγής του Άλντο Μόρο και τα καθεστωτικά ΜΜΕ θα τον σκιαγραφήσουν για χρόνια ως τον “εκτελεστή του χριστιανοδημοκράτη ηγέτη”, μια κατηγορία την οποίο ο ίδιος ουδέποτε ούτε θ’ αρνηθεί ούτε θα επιβεβαιώσει. Θα συλληφθεί και πάλι το Σεπτέμβρη του 1979 στη Ρώμη, μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών βαριά τραυματισμένος. Κατά τη διάρκεια της πολυετούς κράτησης του στις φυλακές υψίστης ασφαλείας, όπου ούτε θα “μετανοήσει” ούτε θα “διαχωριστεί”, θα υποστεί πολλαπλά καρδιακά εμφράγματα. Το 1984 όντας κρατούμενος θα γράψει μαζί με τους Αντόνι Κόι, Μπρούνο Σεγκέτι και Φραντσέσκο Πιτσιόνι το βιβλίο “Πολιτική και Επανάσταση”, ένα πυκνό έργο που θ’ αποτελέσει τη θεωρητική βάση αυτού που θα οριστεί σχηματικά ως δεύτερη θέση των Κόκκινων Ταξιαρχιών – Μαχόμενου Κομμουνιστικού Κόμματος (BR-PCC) και θα οδηγήσει στο σχηματισμό της Ένωσης Μαχόμενων Κομμουνιστών (BR-UCC).

To 1996, η ιταλική αστική δικαιοσύνη διέκοψε την ποινή του για λόγους υγείας, φοβούμενη το κόστος του θανάτου του μέσα στις φυλακές, ενώ λίγο καιρό αργότερα και ως το τέλος της ζωής του θα τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό με τη δυνατότητα μετακίνησης του αποκλειστικά για λόγους εργασίας. Ουσιαστικά, 34 χρόνια μετά τη σύλληψη του εξακολουθούσε να ζει σε καθεστώς ομηρίας. Οι παρεμβάσεις μνήμης που έγιναν σε διάφορες γωνιές της ιταλικές επικράτειας μετά το θάνατο του, και η κηδεία του που πραγματοποιήθηκε στις 19 Γενάρη 2013 στο χωριό του Κοβιόλο με την παρουσία εκατοντάδων συντρόφων και συντροφισσών σήκωσε ένα τρομολαγνικό κουρνιαχτό από πλευράς των καθεστωτικών ΜΜΕ και των αστών δημοσιολόγων που μίλησαν “για τη νεκρανάσταση του κλίματος των μολυβένιων χρόνων” και για τους “κινδύνους που προκύπτουν από την εξιδανίκευση της εικόνας ενός τρομοκράτη”. Μια απτή απόδειξη του φόβου που σπέρνει στην αστική τάξη και τα κράτη της η φιγούρα ενός προλετάριου, ενός κομμουνιστή, ενός επαναστάτη, ακόμα και νεκρού…

Προλεταριακή Πρωτοβουλία
Αθήνα, χειμώνας 2013.

“Ο λόγος στο Κίνημα”: ΚτΒ Συμβολή στην Εβδομάδα Αναστήλωσης του μνημείου του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια (4–11/6/22)

Συμβολή της Κίνησης της Βιολέττας (ΚτΒ) στη θεματική “Ο Λόγος στο Κίνημα”, στο πλαίσιο της Εκδήλωσης με την οποία ολοκληρώθηκε η Εβδομάδα Αναστήλωσης του μνημείου του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια (Μεσολογγίου & Τζαβέλα. 4 – 11 Ιούνη 2022) που διοργανώθηκε από την Πρωτοβουλία Αναρχικών ενάντια στις κρατικές δολοφονίες.

Καλησπέρα και από εμάς, ευχαριστούμε από ψυχής όλους και όλες που είναι παρούσες και παρόντες απόψε εδώ και στήριξανε όλη αυτήν την εβδομάδα. Η πρωτοβουλία που πάρθηκε από τους συντρόφους θεωρούμε ότι έχει ένα ιδιαίτερο βάρος, όχι μόνο ιστορικό και σε επίπεδο καταγραφής, αλλά και στο σήμερα, μιας και η συνθήκη που βιώνει αυτή η μικρή μας πατρίδα που λέγεται Εξάρχεια, παραμένει πάντα υπό την πολιορκία των ένστολων συμμοριών και όχι μόνο. Υπό την πολιορκία της εμπορευματοποίησης, της εναλλακτικοποίησης, της προσπάθειας αλλοίωσης του πραγματικού χαρακτήρα αυτών των λίγων τετραγωνικών μέτρων μέσα στην αθηναϊκή μητρόπολη.

Από την πλευρά μας, χωρίς να κρατήσουμε πολύ από το χρόνο, αντιλαμβανόμενοι και τη συναισθηματική φόρτιση που έχει υπάρξει από τις τοποθετήσεις που έχουν γίνει ως τώρα, θελήσαμε ως πολιτική Κίνηση, ως Ομάδα, να διαβάσουμε απόψε από μια μπροσούρα [*] που κυκλοφορήσαμε
πέρυσι, ένα μικρό απόσπασμα σχετικά με το τι τελικά ήτανε ο Δεκέμβρης, για εμάς αλλά και -όπως φανταζόμαστε και αφουγκραζόμαστε- για χιλιάδες άλλους και άλλες, συντρόφους και συντρόφισσες, αγωνιστές και αγωνίστριες.

Γράφαμε λοιπόν πέρυσι:

[..] 12 χρόνια έπειτα από την εξέγερση του Δεκέµβρη, η οποία ξέσπασε όταν µια σφαίρα ενός αµετανόητου ένστολου φονιά στο σώµα ενός αναρχικού µαθητή στα Εξάρχεια στάθηκε δυνατή, από τη µία για να λερωθούν για τα καλά τα καθεστωτικά βρακιά σύσσωµου του αστικού πολιτικού συστήµατος
και από την άλλη να καταδείξει όλον τον πλούτο, τον «πρωταγωνιστισµό» αλλά και τα όρια του πολύµορφου και πολυτασικού αναρχικού -αντιεξουσιαστικού χώρου (που αποτέλεσε αναµφισβήτητα τον πυροκροτητή, αλλά όχι τη θρυαλλίδα, της εξέγερσης), της κοµµουνιστικής αριστεράς καθώς και του ευρύτερου ανταγωνιστικού (κυρίως νεολαιίστικου) κινήµατος, το οποίο βρισκόταν τότε σε µια φάση σχετικής µαζικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης.

Ακολουθούσε ένα απόσπασμα από το κάλεσμα μας στην προπέρσινη απαγορευμένη Διαδήλωση εδώ, από τον υπουργό Χρυσοχουντίδη, όπως είπε πριν και η συντρόφισσα, όπου λέγαμε:

[…] Μια εξέγερση που όντως -όπως γραφόταν ήδη από τότε- “δεν ήταν απάντηση αλλά ερώτηση, ήταν εικόνα από το µέλλον”.

Μια εξέγερση µε χρονική διάρκεια και εδαφική εξάπλωση, πλατιά συµµετοχή και ευρεία σύνθεση, η οποία –αν και έµεινε στη µέση…– δεν φύτρωσε από το πουθενά, αφού αποτέλεσε τον καρπό ενός πολύχρονου και πολύµορφου αγωνιστικού ριζώµατος και άνθισε µε λίπασµα τις νικηφόρες κινητοποιήσεις του φοιτητικού κινήµατος και της αγωνιζόµενης νεολαίας ενάντια στην αντι-εκπαιδευτική µεταρρύθµιση του 2006-07. Μια εξέγερση µέσα στην πολυµορφία της οποίας µπόρεσαν να συναντηθούν –πίσω από τα οδοφράγµατα και µέσα στις καταλήψεις, στις πλατείες και τους δρόµους, στις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις– οι διάφορες γενιές ντόπιων και µεταναστών, αγωνιστών και αγωνιστριών: εκείνη “των 700 ευρώ” µ’ εκείνες του “Κάτσε καλά Γεράσιµε…”, του 1990-91 και των πρώτων χρόνων του µεταπολιτευτικού ριζοσπαστισµού” […]

Χωρίς να θέλουμε να κρατήσουμε πολύ τον χρόνο γιατί φανταζόμαστε και ελπίζουμε ότι θα υπάρξουν αρκετές τοποθετήσεις συντρόφων – συντροφισσών, ομάδων και συλλογικοτήτων.

Προερχόμενοι από μια γενιά, από την προηγούμενη από εκείνη του Αλέξη και των συντρόφων του,θέλουμε να κλείσουμε αυτή τη μικρή τοποθέτηση με μερικούς στίχους που περιλαμβανόταν στο οπισθόφυλλο της ίδιας μπροσούρας μας:

Στα ασφαλτένια αλώνια της πόλης,
στους δικούς µας δρόµους,
Εκεί που ακόµα είναι ανοιχτές
οι λακκούβες από τις παλιές φωτιές.
Εκείνες που αφήσαµε στη µέση.
Εκεί, θα συναντηθούµε ξανά…

[*] Μια Συλλογική Απολογιστική Συμβολή: Αναδρομές & Συμπεράσματα. Στόχοι Πάλης & Προοπτικές. [ΚτΒ. Αθήνα, 2021]

[ΚτΒ] 49 Νοέμβρηδες μετά. Όλοι & Όλες στην αντιφασιστική – αντιιμπεριαλιστική Πορεία για την Εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Η μόνη σκέψη που έκανα ήταν να προφυλαχτώ πίσω από τα σταματημένα αυτοκίνητα. Γύριζα πάνω κάτω σαν δαιμονισμένος με όλες τις αισθήσεις σε εγρήγορση, για ν’ αποκρυσταλλώσω μια σωστή και αντικειμενική εικόνα για το τι επικρατούσε μέσα σ’ αυτό το τρελό παιχνίδι της φωτιάς και του αγωνιστικού πάθους που κυριαρχούσε στους γύρω μου. Δεν μπορώ, μα την αλήθεια, δεν μπορώ να περιγράψω αυτό ακριβώς που έζησα και δεν μπορώ να δώσω μια αντικειμενική εξήγηση των αισθημάτων που βίωσα εκείνο το βράδυ…

Γ.Β, Νοέμβρης 1973.

Μην τους φοβάσαι τους μπαμπούλες! Είναι ευάλωτοι!

Σύνθημα από την πολυήμερη κατάληψη του Πολυτεχνείου το Γενάρη του 1990 από “τον ανθό της ελληνικής νεολαίας”, μετά την αθώωση από την αστική “δικαιοσύνη” του ένστολου δολοφόνου Αθανάσιου Μελίστα.

[…] Είναι η βία των αστών, των πλούσιων και των χορτάτων. Η θρασύδειλη βία των ένστολων και μη μαντρόσκυλων τους. Η γλώσσα της παραπληροφόρησης των μηντιακών παπαγάλων τους, ενάντια σε αυτούς και αυτές που αλέθονται από την καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική κρεατομηχανή, η οποία ταυτόχρονα -εγχώρια και διεθνώς- ανεβάζει ολοένα στροφές.

Είναι η βία με την οποία σαρώνεται ότι είχε απομείνει όρθιο από τις λαϊκές κατακτήσεις και τα κοινωνικά-εργατικά δικαιώματα (όπως εκείνα για το οχτάωρο και τις υπερωρίες, τις διαδηλώσεις και τις απεργίες). Είναι η βία των εκκενώσεων πολιτικών-στεγαστικών καταλήψεων και δομών αλληλεγγύης, της στοχοποίησης πολιτικών συλλογικοτήτων, των κρυφών και φανερών, φυσικών και ψηφιακών παρακολουθήσεων, των παρενοχλήσεων και των επικηρύξεων, των κατευθυνόμενων “ρεπορτάζ”, των φαλκιδευμένων δικογραφιών και των διογκωμένων κατηγορητηρίων, των διώξεων, των προσαγωγών και των συλλήψεων, των εκδικητικών μεταγωγών και προφυλακίσεων αγωνιστών και αγωνιστριών.

Είναι ο πόλεμος της “γ’ ελληνικής Δημοκρατίας” ενάντια στον αιώνιο “προβοκάτορα και εχθρό λαό” […]

Είναι φοβισμένοι, γι’ αυτό τρομοκρατούν και παραπληροφορρούν. Γιατί ξέρουν ότι η δίκαιη λαϊκή οργή σιγοβράζει και τίποτα δεν μπορεί να τους εγγυηθεί πως δεν θα εκραγεί. Η υποκρισία τους (ως προς τα “υγειονομικά” και όχι τα πολιτικά κίνητρα τους) περισσεύει, εν τούτοις δεν είναι αρκετή έτσι ώστε να κρύψουν τους μύχιους πόθους τους, για να τελειώνουν “μια και καλή με την ιδεολογική αριστερή ηγεμονία, τις μεταπολιτευτικές εκκρεμότητες, την ανομία και τις καταλήψεις στα πανεπιστήμια και τα σχολεία, τις πορείες και τις απεργίες, τους αναρχικούς και τους αντιεξουσιαστές, τους συνδικαλιστές, τους διαδηλωσάκηδες και τους μπαχαλάκηδες…”.

Γι αυτό ωρύονται και σκούζουν: γιατί όπως τότε, έτσι και τώρα, έτσι και πάντα, θα εξακολουθούν να φοβούνται τη λαϊκή οργή και την ταξική εξέγερση εκείνων που “όταν φτάσουν σ’ ένα ορισμένο σημείο, μπορούν να κάνουν ότι νομίζουν ότι μπορούν να κάνουν”

Γι’ αυτό λυσσομανάνε: για να σβήσουν από τη συλλογική Μνήμη τα επίκαιρα μηνύματα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου του ‘73, των Πολυτεχνείων του ‘80, του ‘85, του ‘90, του ‘94, του ‘95, του 2008…

Γι’ αυτό θέλουν να πέσουν στη λήθη οι νεκροί εκείνου του Νοέμβρη, αλλά και των επόμενων, ο Ιάκωβος Κουμής, η Σταματίνα Κανελλοπούλου, ο Μιχάλης Καλτεζάς.

Γι’ αυτό θέλουν να ξαναγράψουν την ιστορία. Για να κοπεί το νήμα που κρατάει δεμένα τα αντικρατικά-αντιεξουσιαστικά νοήματα, τα αντιφασιστικά-αντιιμπεριαλιστικά περιεχόμενα και τα διαχρονικά διδάγματα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, των Πολυτεχνείων […]

Απόσπασματα από Για το Πολυτεχνείο, τα Πολυτεχνεία, τις μάχες και “τους καιρούς που μέλλονται για να ‘ρθουν”… [Κίνηση της Βιολέττας, Νοέμβρης 2020]

Πέμπτη 17 Νοέμβρη. Πολυτεχνείο 2022. Όλοι & Όλες στην αντιφασιστική – αντιιμπεριαλιστική Πορεία στην Πρεσβεία των ΗΠΑ.

– Άμεση ενίσχυση –έστω και τώρα !– της δημόσιας Υγείας, των ΜΜΜ και της Παιδείας και όχι του στρατού, των ΜΜΕ και της αστυνομίας.

– Να πέσουν οι τιμές, ν’ ανέβουν οι μισθοί για να μην πληρώσουμε και αυτήν την Κρίση τους.

– Κάτω τα ξερά σας από τις Απεργίες & τα εργατικά Σωματεία.

Μαζικός – Ανυποχώρητος Αγώνας για Ψωμί – Παιδεία – Υγεία – Ελευθερία για Όλους & Όλες με Πόλεμο στον Πόλεμο, το Κεφάλαιο & το Κράτος του, το Φασισμό & τον Ιμπεριαλισμό.

Κίνηση της Βιολέττας [ΚτΒ]
Αθήνα, Νοέμβρης 2022

Χαιρετισμός του Δημήτρη Κουφοντίνα στις Εκδηλώσεις – Βιβλιοπαρουσιάσεις του Πασκουάλε Αμπατάντζελο “Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα. Μια ιστορία της δεκαετίας του ‘70”

Χαιρετισμός του συντρόφου – πολιτικού κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα από τη φυλακή του Δομοκού που διαβάστηκε στις δυο Εκδηλώσεις – Βιβλιοπαρουσιάσεις της αυτοβιογραφίας “Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα. Μια ιστορία της δεκαετίας του ‘70” (Εκδόσεις Διάδοση. Αθήνα, 2020) που πραγματοποιήθηκαν με τη συμμετοχή του συγγραφέα της, συντρόφου – πρώην πολιτικού κρατούμενου Pasquale Abatangelo, στην Αθήνα την Παρασκευή 7/10 στο Red ‘n Noir & την Πάτρα το Σάββατο 8/10/2022 στο δημοτικό Μέγαρο Λόγου και Τέχνης.
Καλησπέρα,
Είναι χαρά μου να βρίσκομαι ανάμεσα σε συντρόφους και ιδιαίτερα να καλωσορίσω κι εγώ τον σύντροφο Πασκουάλε.
Με την ευκαιρία αυτή να ευχαριστήσω και από εδώ για την τιμή που μου έκανε να προλογίσει το βιβλίο μου που μετέφρασε ο σύντροφος Λεωνίδας.
Είναι τιμή για όλους μας που είναι εδώ ο σύντροφος Πασκουάλε, που μπορούμε να συνομιλούμε μαζί του, να συνομιλούμε μ’ ένα κομμάτι της ιστορίας μας.
Ξέρετε, η δική μας γενιά στάθηκε τυχερή γιατί μπόρεσε να συνομιλήσει απευθείας με την προηγούμενη γενιά της Αντίστασης του ΕΛΑΣ, της Επανάστασης του ΔΣΕ. Είναι τώρα σειρά της νέας γενιάς να συνομιλήσει με τη δική της προηγούμενη γενιά. Ν’ ακούσει από πρώτο χέρι την ιδιαίτερη επαναστατική της εμπειρία.
Είναι μεγάλη τιμή ν’ ακούσουμε την άμεση μαρτυρία του συντρόφου Πασκουάλε, του παντοτινού αγωνιστή που έζησε και πάλεψε σε όποιο μετερίζι βρέθηκε, στο δρόμο και τη φυλακή, που δεν μετάνοιωσε, δεν διαχωρίστηκε, που με καθαρή ματιά και ευθύ λόγο στέκεται απέναντι στις διαστρεβλώσεις, τη χειραγώγηση, τη συσκότιση και επιμένει να εξετάζει εκείνη την επαναστατική εμπειρία, με τις τοτινές πεποιθήσεις, τα τοτινά συναισθήματα, τις τοτινές εντυπώσεις και χωρίς, όπως υπογραμμίζει και ο ίδιος, βολικές επαναδιατυπώσεις, και ακόμα, έχοντας σταθερά το βλέμμα του στην προοπτική.
Με τη σιγουριά ότι θα γίνει μια πολύ γόνιμη κουβέντα, σας χαιρετώ και σφίγγω συντροφικά το χέρι του Πασκουάλε.
Δημήτρης Κουφοντίνας.
Φυλακή Δομοκού
[*] Ο Πασκουάλε Αμπατάντζελο γεννήθηκε το 1950 στη Φλωρεντία. Τελευταίο παιδί μιας πολυμελούς προλεταριακής οικογένειας με καταγωγή από τον Νότο. Τη δεκαετία του 1970, μετά από μια σειρά εμπειριών του δρόμου που θα τον οδηγήσουν αρκετές φορές στη φυλακή, συμμετέχει ενεργά στις εξεγέρσεις των προλετάριων κρατούμενων μέσα στις φυλακές και έξω από αυτές στις διαδηλώσεις της επαναστατικής αριστεράς.
Στις 29 Οκτώβρη του 1974, συλλαμβάνεται στη Φλωρεντία μετά από μια «προλεταριακή απαλλοτρίωση» των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων (ΝΑΡ) στο Ταμιευτήριο της πλατείας Αλμπέρτι. Εκεί, κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών με τους καραμπινιέρους, θα τραυματιστεί σοβαρά, ενώ δυο σύντροφοί του, ο Λούκα Μαντίνι και ο Σέρτζιο Ρομέο, έχασαν τη ζωή τους. Συμμετέχει στις εξεγέρσεις στις ειδικές φυλακές στην Αζινάρα το 1979 και στο Τράνι το 1980. Ήταν ένας από τους δεκατρείς πολιτικούς κρατούμενους, την απελευθέρωση των οποίων είχαν ζητήσει οι Ερυθρές Ταξιαρχίες (BR) με αντάλλαγμα την απελευθέρωση του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου της Χριστιανοδημοκρατίας Άλντο Μόρο.
Εξέτισε είκοσι χρόνια φυλακής, έξι χρόνια ημιελευθερίας και τέσσερα χρόνια επιτηρούμενης ελευθερίας. Ποτέ δεν μετανόησε ούτε διαχωρίστηκε.
Η Εισαγωγή του στη Συζήτηση του Δημήτρη Κουφοντίνα με τον Τάσο Παπά “13 Απαντήσεις”, με Πρόλογο του Γιώργου Σταματόπουλου (Εκδόσεις Μονοπάτι. Αθήνα, 2016), που περιλαμβάνεται στην ιταλική έκδοση που κυκλοφόρησε σε Μετάφραση του Λέων Βλάσση με τίτλο “Η Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη. 13 Απαντήσεις από τη φυλακή” (Εκδόσεις PGreco. Μιλάνο. 2021), διαθέσιμη στα ελληνικά στο

Εκδηλώσεις – Βιβλιοπαρουσιάσεις: “Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα”, με τη συμμετοχή του συγγραφέα Πασκουάλε Αμπατάντζελο [Αθήνα 7 & Πάτρα 8/10].

Εν όψει των Εκδηλώσεων – Βιβλιοπαρουσιάσεων με συμμετοχή του συγγραφέα Pasquale Abatangelo [*] της αυτοβιογραφίας του «Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα. Μια ιστορία της δεκαετίας του ’70» (Εκδόσεις Διάδοση) σε Αθήνα (Παρασκευή 7/10 στις 19.00 στο red n’ noir) & Πάτρα (Σάββατο 8/10 στις 19.00 στο δημοτικό Μέγαρο Λόγου & Τέχνης).

Κοινοποίηση ανάρτησης της ελληνικής μετάφρασης από το aenaikinisi.wordpress.com ενός κειμένου για το βιβλίο, γραμμένο προ πενταετίας από τον Salvatore Ricciardi [**], έναν ξεχωριστό προλετάριο, σεμνό κομμουνιστή και παντοτινό αντάρτη που έφυγε από τη ζωή -έπειτα από ένα μήνα νοσηλείας- στις 9/4/2020 στη γενέτειρα του Ρώμη, έπειτα από τον βαρύτατο τραυματισμό του, μετά την πτώση του από μεγάλο ύψος, καθώς σκαρφάλωνε ψηλά, στα ογδόντα του -εν μέσω πανδημίας και καραντίνας- για να κρεμάσει πανό αλληλεγγύης στους αγωνιζόμενους και εξεγερμένους και τις αγωνιζόμενες και εξεγερμένες, κρατούμενους και κρατούμενες των ιταλικών φυλακών…

Ciao Pasquale,

Eυχαριστώ για το βιβλίο σου.

Σε ευχαριστώ για το γεγονός ότι μας έφερες ξανά, με την προσεκτική και πιστή διήγηση σου, στα χρόνια με τις ισχυρότερες αγάπες μας, τα χρόνια του μεγάλου πάθους, εκείνα τα πάθη και εκείνο το ζήλο που μας επέτρεψαν να επιφέρουμε μια πρόκληση στην καπιταλιστική τάξη σε μια κοινωνία με ένα σύστημα οικονομικό και στρατιωτικό που την τοποθετούν στην έβδομη θέση μεταξύ των δυνάμεων . Eκείνη τη δυνατή φλόγα και την ζέση που αντιτίθεται για τα καλά στην σημερινή εποχή που είναι γεμάτη αδύναμο και θλιβερό ζήλο, μηδέν πάθος, εποχή δίχως φλόγα που θα ήθελε να αποτελέσει παγίδα για τις νέες γενιές, καθιστώντας τες υπάκουες. Ατονία, νωθρότητα, αποχαύνωση που δεν διασπάστηκε ούτε για λίγο από τα υπερβολικά αναμνηστικού τύπου τελετουργικά των 40 χρόνων από το κίνημα του ’77.

Διαβάζοντας σε ένιωσα στο πλευρό μου, μαζί με πολλούς άλλους, να πηγαινοερχόμαστε ξανά εκείνα τα σκονισμένα βήματα στο πλακόστρωτο από τραχύ τσιμέντο, τραχύ σαν την ατμόσφαιρα που αναπνέαμε στις «ειδικές». Ξανά στα κελιά, να ξυπνάμε την αυγή απ’ τα ψαξίματα και τους ελέγχους (perquise) ή από τις ξαφνικές αναχωρήσεις (sballi), στις συγκρούσεις με τους φρουρούς, στα σχέδια απόδρασης, στους συνεχείς ιδεασμούς γι απόπειρες απόδρασης συχνά αποτυχημένες ή που κατέρρευσαν την τελευταία στιγμή ή, μερικές φορές, στις πετυχημένες απόπειρες, να κρύψουμε στις πιο απροσδόκητες θέσεις όλα εκείνα που θα προσπαθούσαμε να ανακτήσουμε αργότερα και που μας έρχονταν απ’ έξω, επινοώντας ευφάνταστους τρόπους. Στις επιστολές που γράφαμε κουρνιασμένοι στην κούνια και σε εκείνες τις αναμονές περπατώντας πέρα δώθε την ώρα του προαυλισμού, όταν στη φωνή του φρουρού «ταχυδρομείο» ορμούσαμε προς την πόρτα όπου μας μοίραζαν τα γράμματα ήδη σε μεγάλο βαθμό λογοκριμένα. Στα βιβλία, στις ομάδες μελέτης, στις σημειώσεις που γράφαμε με χαρακτήρες πολύ μικρούς σε ξεχαρβαλωμένα τετράδια από τις συνεχείς μετακινήσεις και έρευνες, ή και στα μηνύματα τα γραμμένα στα χαρτάκια των τσιγάρων για να τα κάνουμε αόρατα στους φρουρούς. Στην ακατανίκητη επιθυμία να μάθουμε, με την πεποίθηση ότι θα έπρεπε να υπάρχει ένας τρόπος κι ένας δρόμος που να αντιστοιχεί στην επιθυμία μας να πραγματοποιήσουμε μια κοινωνία διαφορετική από εκείνη που μας είχε αναγκάσει να την μισούμε τόσο πολύ ώστε να θέλουμε να την ανατρέψουμε.

Εκείνα τα ισχυρά πάθη, στην κορυφή η αλληλεγγύη, είναι το κόκκινο νήμα της αφήγησης σου, επειδή ήταν η ταυτότητά μας εκείνα τα χρόνια, μέσα και έξω. Τέτοια η ισχύς τους που κατάφεραν να μολύνουν οποιονδήποτε ήρθε εντός εμβέλειας, με την προϋπόθεση από την ίδια πλευρά του ταξικού οδοφράγματος.

Όλες και όλοι εμείς προερχόμασταν από διαφορετικά περιβάλλοντα και η αφήγηση σου εμφανίζει με τον καλύτερο τρόπο εκείνα τα κοινά χαρακτηριστικά που έφεραν τόσο κοντά διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα ώστε να μοιάζουν με μια αδελφοσύνη. Αλλά δεν είναι, όπως λένε σε ορισμένα μέρη, μια συνάντηση μεταξύ «απογόνων του ’68» μικροαστών διανοούμενων και «ληστών» κακοποιών του δρόμου, που ξεπήδησε για να ικανοποιήσει την περιέργεια, σχεδόν νοσηρή, ανάμεσα σε αντιτιθέμενα άκρα. Φυσικά και όχι! Εάν ένα χαρακτηριστικό έχει εξέχουσα θέση στα κινήματα της δεκαετίας του εβδομήντα ήταν ότι δεν χρειάστηκαν ποτέ, μέσα στην ανάπτυξη της σύγκρουσης τους μικροαστούς διανοούμενους, δεν είχαν την ανάγκη τους ούτε για μια στιγμή. Σίγουρα, υπήρξαν και προσπάθησαν να κατευθύνουν εκείνα τα θυελλώδη κινήματα, αλλά, δίχως να τα καταφέρουν, λίγο αργότερα εγκατέλειψαν, ή είχαν ένα τελείως περιθωριακό ρόλο. Εκείνοι που συνέχισαν, με αυτή την αδρότητα που χαρακτηρίζει την τάξη απ’ όπου προέρχονται, ήταν οι εργάτες, η νεολαία των προλεταριακών συνοικιών, οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες, και επίσης φοιτητές που προέρχονταν από προλεταριακές πραγματικότητες, κάνοντας και λάθη, αλλά σίγουρα όχι για να ακολουθήσουν τις οδηγίες του ιδεολόγου της βάρδιας. Ως εκ τούτου η συνάντηση με το παράνομο προλεταριάτο δεν υπήρξε η δελεαστική ανακάλυψη των βαρεμένων παιδιών-του-μπαμπά σε αναζήτηση περιπετειωδών συγκινήσεων και ανατριχίλας, αλλά η αναπαραγωγή αυτού που συνέβαινε στις γειτονιές, στα προάστια. Έχω ήδη μιλήσει για το πως στους Σιδηροδρόμους, στις αρχές της δεκαετίας του Εξήντα, ήταν ευρέως διαδεδομένες παράνομες πρακτικές για τη στήριξη των εργαζομένων συναδέλφων που είχαν υποστεί ατύχημα, το ίδιο και στα εργοτάξια των κατασκευών, μα ήταν πρακτική διαδεδομένη και σε άλλους εργατικούς τομείς απασχόλησης. Περίεργα που σπάνια συμβαίνουν σε κοινωνίες κατακερματισμένες στις οποίες κάθε κοινωνική ομάδα, σήμερα όλο και περισσότερο, κλείνεται στον μικρόκοσμο του συγκεκριμένου επαγγέλματος. Περίεργα που όταν εμφανίζονται, μας λένε ότι βρισκόμαστε στην παρουσία πιθανότητας μεγάλων αλλαγών που θα αφήσουν εποχή. Και εμείς, αυτό το ασυνήθιστο μείγμα της διαφορετικότητας, δεν αφήσαμε να μας επηρεάσει ο «μύθος» της νομιμότητας, όπως κινδυνεύουν οι άνθρωποι να επηρεάζονται σήμερα.

Δεν είχαμε βεβαιότητες, εκτός από εκείνη του να θέλουμε να φέρουμε την επανάσταση, να φέρουμε τα πάνω κάτω στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, δεν είχαμε προεπιλεγμένες διαδρομές, ούτε προγραμματισμένα στάδια, φάσεις. Ούτε άκαμπτες και προκατασκευασμένες θεωρίες που να μας καθοδηγούν μηχανικά στη δράση, μάλλον το αντίθετο, ήταν η δράση που υπαγόρευε τις θεωρητικές επιλογές. Τουλάχιστον όσο κράτησε η επίθεση! Το σκοτάδι ήρθε όταν άλλαξε πρόσημο, όταν η επίθεση εξόκειλε, όταν η προέλαση προσάραξε. Εκείνη την εποχή υπήρξε μια εξάπλωση των θεωριών που χτίστηκαν επάνω σε πραγματικότητες που φανταστήκαμε, εκεί ήταν η αρχή της ήττας. Εμείς, όπως και όλα τα κινήματα εκείνων των χρόνων, κινήματα που πίστευαν ακράδαντα πως δάγκωναν απτά την πραγματικότητα, θελήσαμε να ξεκινήσουμε ένα ταξίδι σκληρό χωρίς να έχουμε βεβαιότητες των αποτελεσμάτων του, ούτε συγκεκριμένα σημεία άφιξης. Θέλαμε να αλλάξουμε το υπάρχον που τρέφονταν με εκμετάλλευση και καταπίεση, που παρήγαγε πολέμους και καταστροφές, που ταμπουρώνονταν περιτριγυριζόμενο από τείχη, φυλακές, ψυχιατρεία και αποξένωση, αλλοτρίωση.

Όλα αυτά για εμάς ήταν ο κομουνισμός, ένας κομουνισμός σε κίνηση, ένας κομουνισμός σαν κίνημα που μεταμορφώνει το παρόν. Η διαδρομή εκείνου του κινήματος στόχευε στην ριζική αλλαγή του παρόντος, στην κατάργηση του καπιταλιστικού συστήματος και του Κράτους του όπως επίσης και του νομικού οπλοστασίου του. Σκεφτείτε πόσο θα μπορούσαν να μας ενδιαφέρουν οι φράχτες που ήταν χτισμένοι πάνω στο μύθο της νομιμότητας; Ο στόχος μας ήταν το χτίσιμο μιας άλλης κοινωνίας που έπρεπε να εφεύρουμε, να την επινοήσουμε απ’ την αρχή, βασισμένη όμως στην άμεση δημοκρατία του προλεταριάτου. Αυτή την διαδρομή ονομάζαμε κομουνισμό.

Έκανες μια εξαιρετική δουλειά, Pasquale, επιστρέφοντας μας με ειλικρίνεια την αλληλεγγύη η οποία έφτανε μέχρι τη συνενοχή, που μας χαρακτήριζε, φαίνονταν, πολλές φορές, σε εκείνο το είδος αγώνα που γίνονταν για την ανάληψη της ευθύνης, μπροστά στον επικεφαλής της φρουράς που παρατάσσονταν για τον ξυλοδαρμό μας ή τιμωρία σοβαρή, απέναντι σε ένα γεγονότος που είχε παραβιάσει την αυστηρή τάξη του εγκλεισμού. Μια αλληλεγγύη που συνοδεύονταν από μια ακραία εμπιστοσύνη, του ενός προς τον άλλο και όλων προς όλους. Εμπιστοσύνη τόσο σημαντική που, στο αντίθετο της εξέφρασε, κατά τη λήξη του επιθετικού κύκλου, έναν καταστροφικό θυμό προς όλους εκείνους που πρόδιδαν την εμπιστοσύνη αυτή. Και συνέβη, δυστυχώς συνέβη στιγμές θυμού καταστροφικού εξερράγησαν μέσα μας. Αυτό έγινε ανοίγοντας τεράστια ερωτήματα. Συνέβη με αποτελέσματα εμπαθούς θρυμματισμού και αγριότητας απέναντι σε αδύναμους συντρόφους μας μπροστά στις πιέσεις του εχθρού. Έγιναν τα πάντα και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ήταν δυνατόν να μην είχαν συμβεί όταν ξεκινά μια διαδικασία και τίθενται στόχοι, όπως αυτοί που θέσαμε, να έρθουμε αντιμέτωποι και να συγκρουστούμε με τις πιο ισχυρές δυνάμεις που η ανθρωπότητα έχει δει ποτέ, για να τους νικήσουμε, να τους καταρρίψουμε και να μετατρέψουμε τον κόσμο στον οποίο ζούμε.

Ειδική φυλακή του Trani, η εξέγερση, οι Gis των καραμπινιέρων με τα ελικόπτερα και οι ριπές με τ’ αυτόματα, ο ολοκληρωτικός ξυλοδαρμός, στη συνέχεια η επανέναρξη του αγώνα αν και μαύροι απ’ το ξύλο, η αναχώρηση για Nuoro, η τιμωρητική Badu ‘e Carros,και η συνέχεια… Όμορφες στιγμές! Έτσι κι αλλιώς οι μπουνιές ξεχνιούνται, κάποιες μελανιές, ουλές εδώ κι εκεί που ούτε φαίνονται, αλλά οι όμορφες σχέσεις δεν ξεχνιούνται, τις θυμάσαι, και πως! Και είναι το αλάτι της ζωής.

Ένα τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να προσθέσω, και αφορά από πλησιέστερα την ενδιαφέρουσα εμπειρία σου: από περιθωριοποιημένο παράνομο σε κομμουνιστή μαχητή. Θα είναι δυνατό κάτι τέτοιο σήμερα; Πρέπει να Είναι! Φυσικά, σήμερα οι ληστές, οι παράνομοι δεν είναι εκείνοι οι αντάρτες των νεανικών σου χρόνων, το ξέρουμε, αλλά σήμερα, οι εργατικές δυσκολίες και κυρίως μισθολογικές, αναγκάζουν πολλούς εργαζόμενους, σε διάφορους τομείς, να πρέπει να στρογγυλέψουν το κοκαλιάρικο εισόδημα τους με μια δεύτερη δουλειά, εκείνη που καταφέρνουν να βρουν. Τι βρίσκουμε σήμερα; Μπορεί να συμβεί, και συμβαίνει πολύ συχνά, οι εργάτες και οι προλετάριοι πρέπει να «στρογγυλεύουν» τους πενιχρούς μισθούς με παράνομες δραστηριότητες, γιατί αυτές βρίσκονται, κάποιες άλλες όχι. Είναι προϋπόθεση της ύπαρξής τους, ετούτων και αυτών που εξαρτώνται από αυτούς, και δεν μπορούν να περιμένουν. Από εδώ επαναλαμβάνω αυτό που έχω προτείνει εδώ και αρκετό καιρό, μέχρι τώρα δεν μ’ έχουν ακούσει: να απαλλαγούμε από τη συνήθεια της νομιμότητας, να την πετάξουμε μακριά και να αντιμετωπίσουμε μαζί με αυτούς τους προλετάριους το πρόβλημα του πώς να οργανώσουμε όλους και όλες όσους εργάζονται σε κάθε τομέα – ακόμη και η παρανομία είναι ένας παραγωγικός τομέας – και οι οποίοι θα έχουν να κερδίσουν ανατρέποντας αυτή την κοινωνία, επαναστατώντας εναντίον της.

Ένα βιβλίο πολύ χρήσιμο ειδικά για τα κορίτσια και τα αγόρια, στα οποία συστήνω την ανάγνωση. Ένα βιβλίο το οποίο, επαναλαμβάνω, με ενθουσίασε. Λιγότερο ενθουσιασμό ένιωσα όταν είδα να επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν την ιστορία σου / μας για να στηρίξουν τις τρέχουσες πολιτικές θέσεις. Κάθε πολιτική άποψη μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα και να επαληθευτεί στην πραγματική ζωή, αλλά αυτό γίνεται, βάζοντας το πρόσωπο μπροστά και όλα τα άλλα, διακινδυνεύοντας. Αυτή είναι η επαλήθευση. Αυτό είναι το δίδαγμα της δεκαετίας του Εβδομήντα!

Γεια σου Pasquale, a presto, σύντομα μαζί

Salvatore Ricciardi

[*] Ο Πασκουάλε Αμπατάντζελο γεννήθηκε το 1950 στη Φλωρεντία. Τελευταίο παιδί μιας πολυμελούς προλεταριακής οικογένειας με καταγωγή από τον Νότο. Τη δεκαετία του 1970, μετά από μια σειρά εμπειριών του δρόμου που θα τον οδηγήσουν αρκετές φορές στη φυλακή, συμμετέχει ενεργά στις εξεγέρσεις των προλετάριων κρατούμενων μέσα στις φυλακές και έξω από αυτές στις διαδηλώσεις της επαναστατικής αριστεράς.
Στις 29 Οκτώβρη του 1974, συλλαμβάνεται στη Φλωρεντία μετά από μια «προλεταριακή απαλλοτρίωση» των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων (ΝΑΡ) στο Ταμιευτήριο της πλατείας Αλμπέρτι. Εκεί, κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών με τους καραμπινιέρους, θα τραυματιστεί σοβαρά, ενώ δυο σύντροφοί του, ο Λούκα Μαντίνι και ο Σέρτζιο Ρομέο, έχασαν τη ζωή τους.

Συμμετέχει στις εξεγέρσεις στις ειδικές φυλακές στην Αζινάρα το 1979 και στο Τράνι το 1980. Ήταν ένας από τους δεκατρείς πολιτικούς κρατούμενους, την απελευθέρωση των οποίων είχαν ζητήσει οι Ερυθρές Ταξιαρχίες (BR) με αντάλλαγμα την απελευθέρωση του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου της Χριστιανοδημοκρατίας Άλντο Μόρο.

Από το βιογραφικό σημείωμα που περιλαμβάνεται στην έκδοση.

[**] Ο Σαλβατόρε Ριτσιάρντι γεννήθηκε το 1940 στη Ρώμη. Μετά από τεχνικές σπουδές και παράλληλη δουλειά στην οικοδομή, το ’62 θ’ αρχίσει να εργάζεται ως τεχνικός στους σιδηροδρόμους. Θα δραστηριοποιηθεί συνδικαλιστικά στη Γενική Συνομοσπονδία Ιταλών Εργαζομένων [Cgil] και πολιτικά στο Σοσιαλιστικό Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας [Psup]).

Θα συμμετάσχει ενεργά στους φοιτητικούς και τους εργατικούς αγώνες που θα ξεσπάσουν το 1968 και το ’69. Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν θα πρωταγωνιστήσει στην οικοδόμηση της αυτοοργάνωσης που αρχίζει να κερδίζει έδαφος τόσο στο σιδηροδρομικό κλάδο όσο και σ’ άλλους εργοστασιακούς χώρους. Μετά την πολύχρονη δραστηριοποίησή του στο χώρο της εργατικής αυτονομίας, το 1977 θα στρατευθεί στις Κόκκινες Ταξιαρχίες, στη ρωμαϊκή Φάλαγγά τους πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την “επιχείρηση Μόρο”. Θα συλληφθεί τον Μάρτη του 1980 και στα τέλη της ίδιας χρονιάς μαζί με συντρόφους του και άλλους συγκρατούμενούς του, θα οργανώσουν την εξέγερση στην ειδική φυλακή του Τράνι. Θα καταδικαστεί σε ισόβια και από το 1996 θα τεθεί σε καθεστώς “ημι-ελευθερίας”.

Μετά από τριάντα χρόνια εγκλεισμού και ομηρίας, από τα τέλη του 2011 [έζησε & αγωνίστηκε…] ελεύθερος χωρίς περιοριστικούς όρους.

Το 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Derive Approdi το βιβλίο του Maelstrom. Στιγμιότυπα ταξικής εξέγερσης και αυτοοργάνωσης στην Ιταλία (1960-1980), από το οποίο και ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα:

“Το κίνημα στο οποίο συμμετείχα και για το οποίο μιλάμε τώρα ήταν ένα φουσκωμένο ποτάμι αρκετά συμπαγές, αν και κολυμπούσαν μέσα του πάρα πολλά ψάρια με διαφορετικά χρώματα, διαφορετικές ιδέες και πρακτικές, συχνά εναντιωματικά μεταξύ τους. Η διαδρομή αυτού του ποταμιού στόχευε στη ριζική αλλαγή του υπάρχοντος, στην αποκαθήλωση του καπιταλιστικού συστήματος και του Κράτους του, στην οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας που έπρεπε να εφευρεθεί, βασισμένη όμως στην άμεση δημοκρατία του προλεταριάτου. Ονομάζαμε αυτή τη διαδρομή “κομμουνισμό”. Μια επαρκής προοπτική για να συνεχίσουμε να κολυμπάμε όλοι και όλες μέσα στο ίδιο ποτάμι και προς την ίδια κατεύθυνση. Και οι ένοπλες οργανώσεις δεν ήταν άλλο από χώροι αυτού του ίδιου του ποταμιού. Δεν υπήρξε, ούτε θα μπορούσε να υπάρξει, ούτε “κεντρική δομή” ούτε “ένας και μοναδικός εγκέφαλος”. Ήμασταν όλοι σκεπτόμενα μυαλά, γι’ αυτό και παράγαμε πάρα πολλά όμορφα και ανατρεπτικά πράγματα […]. Το κίνημά μας διέρρηξε κάθε δεσμό με τον εθνικισμό, ο οποίος είχε μολύνει το εργατικό κίνημα τον εικοστό αιώνα. Το βλέμμα μας αποστρεφόταν κάθε σύνορο, σηκωνόμασταν στις μύτες των ποδιών μας για να κοιτάξουμε όλο και πιο μακρυά. Την προσοχή μας τραβούσε κάθε ρήξη στο διεθνές επίπεδο, το οποίο βλέπαμε μ’ αντίστοιχο ενδιαφέρον μ’ εκείνο για την κάθε ρήξη της καπιταλιστικής τάξης στο εσωτερικό. Ήμασταν πεπεισμένοι ότι το σφιχταγκάλιασμα ανάμεσα στον κομμουνισμό και τον εθνικισμό ήταν ένα είδος εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, όπως και κάθε άλλη βασισμένη στην ταυτότητα παλινόρθωση. Αυτό το έγκλημα εμπόδισε κάθε πραγματική σχέση ανάμεσα στο κλασικό εργατικό κίνημα και το δικό μας κίνημα. Ήμασταν πιο κοντά στον “αρχικό” κομμουνισμό, τον ανταγωνιστικό και διεθνιστικό, και όχι στον εθνικό-πατριωτικό του εικοστού αιώνα. Δίναμε περισσότερη σημασία στο διεθνές πλαίσιο και τις μεταβολές του απ’ ό,τι στις εσωτερικές πολιτικές αλχημείες του “παλατιού”. Θεωρούσαμε τους εαυτούς μας κομμάτι μιας διεθνούς σύγκρουσης, αν και όντας στενά δεμένοι με τις πραγματικότητες, τις εδαφικοποιημένες κι εκείνες στους χώρους δουλειάς […]. Οι μνήμες φυσικό είναι να βαραίνουν το φορτίο του παρελθόντος, να αφήνονται πίσω, να μη σου ανήκουν πια. Όχι. Τα γεγονότα αυτών των σελίδων, οι επιλογές εκείνου του κομματιού της γενιάς μου, τουλάχιστον όσο μ’ αφορά προσωπικά, δεν είναι βαλμένες στο σακούλι του παρελθόντος. Ζω μαζί τους. Είναι το παρόν, για εμένα. Δεν κάνω τα πράγματα που έκανα τότε, αλλά δεν τα πέταξα και μακριά μου με απέχθεια, απογοήτευση και τύψεις. Με συντροφεύουν, με βοηθάνε στη δύσκολη φουσκοθαλασσιά των καιρών που ζούμε. Λένε μερικοί: να κλείσεις πίσω σου για να πας παραπέρα. Θα μπορούσε να γίνει και αυτό, αλλά θα ήταν απαραίτητη πρώτα μια ανοιχτή και ευρεία συζήτηση, χωρίς διαστρεβλώσεις και προκαταλήψεις, που αποτελούν και το καθημερινό ψωμί αυτής της χώρας […].

Απόσπασματα από τη μπροσούρα “Salvatre Ricciardi. Τι σήμαινε να είσαι 20 χρονών το 1960… Με το άλφα μικρό. Μια ζωή για την προλεταριακή αυτονομία” (Προλεταριακή Πρωτοβουλία. Αθήνα, 2015) & Salvatore Ricciardi [1940-2020] Πάντα Παρών! Ο χαιρετισμός του Σάντε Νοταρνικόλα & άλλο “ενδιαφέρον υλικό”” (Απρίλης 2021)

Γένοβα 2001 – Παρίσι 2022. Διεθνιστική Αλληλεγγύη στο σύντροφο Vincenzo Vecchi.

 

ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΑΜΙΑ ΤΥΨΗ

Από την μετεκλογική (όλο και πιο όλα δεξιά…) Ιταλία, λάβαμε από συντρόφους & συντρόφισσες στο Μιλάνο, μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε, ως μια ελάχιστη ένδειξη Διεθνιστικής Αλληλεγγύης στον σύντροφο Βιντσέντζο Βέκκι που 20 και πλέον χρόνια μετά τη Μάχη της Γένοβας ενάντια στους G8 -κατά τη διάρκεια της οποίας έπεσε μαχόμενος ο σύντροφος Κάρλο Τζουλιάνι- βρίσκεται στο στόχαστρο της διακρατικής-ευρωενωσίτικης καταστολής, κατηγορούμενος για τη συμμετοχή του σ’ εκείνες τις μαζικές & πολύμορφες κινητοποιήσεις ενάντια στους αρχόντους του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού κάτεργου (που εδώ και σχεδόν μισό αιώνα ανεβάζει διεθνώς στροφές…) & του (όλο και πιο πυρακτωμένου από τότε…) ιμπεριαλιστικού σφαγείου..

Προλεταριακή Πρωτοβουλία
Αθήνα, Οχτώβρης 2022

ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΙΚΟΣΑΕΤΙΑ ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΤΟ G8 ΣΤΗ ΓΕΝΟΒΑ ΤΟΥ 2001, ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΚΡΙΝΕΤΑΙ Η ΤΥΧΗ ΤΟΥ VINCENZO VECCHI.

Καταζητούμενος στην Ιταλία επείδη διαδήλωσε την εναντίωση του στους ισχυρούς της Γης. Καταδικασμένος το 2012 σε μια ποινή τόσο βαριά όσο και εξοντωτική, όπως άλλωστε συνέβη με όλους τους καταδικασμένους για τη Γένοβα του 2001.
Συνελήφθη στη Γαλλία τον Αύγουστο του 2019, μετά από μια δεκαετία δικαστικών διαδικασιών και έπειτα από σχεδόν άλλα τόσα χρόνια φυγοδικιάς. Ο Βιντσέντζο βρίσκεται τώρα ελεύθερος, χάρη στις αλληλέγγυες κινητοποίησεις που -έπειτα από τη σύλληψη του- πύκνωσαν στη Γαλλία.

Μετά από μερικές θετικές δικαστικές αποφάσεις των γαλλικών δικαστηρίων, με τις οποίες δεν γινόταν δεκτή η κατηγορία περί “λεηλασίας και καταστροφής” που επιστρατεύτηκε από τους ιταλούς δικαστές, έπειτα από μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου υπάρχει τώρα απτός ο κίνδυνος της ανατροπής της γαλλικής απόφασης για μη έκδοση του Βιντσέντζο στην Ιταλία.

Γι’ αυτό το λόγο, η ελευθερία του βρίσκεται εκ νέου σε κίνδυνο και οι επιτροπές Αλληλεγγύης έχουν επιστρέψει και πάλι στους δρόμους.

Ως συγγενείς, φίλοι και σύντροφοι του Βιντσέντζο

ΚΑΛΟΥΜΕ ΟΛΟΥΣ ΟΣΟΥΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΚΑΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ 1Η ΟΚΤΩΒΡΗ ΜΕ ΚΑΘΕ ΤΡΟΠΟ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΜΕ ΜΙΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ, ΕΝΑ ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ, ΜΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΠΑΝΟ, ΜΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΑ Η’ ΕΝΑ ΣΥΝΘΗΜΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΥΣ.

(Αν μπορείς επικοινώνησε μαζί μας τις προθέσεις σου και -αν είναι εφικτό- στείλε μας εικόνες για να τις μοιραστούμε με τις επιτροπές Αλληλεγγύης στη Γαλλία, στην ακόλουθη διεύθυνση: info@sosteniamovincenzo.org)

ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ, ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ 8 ΟΧΤΩΒΡΗ ΣΤΙΣ 15.00 ΣΤΗΝ PORTA GENOVA

Για να υπερασπιστούμε τα προτάγματα εκείνων που κατέβηκαν τότε στους δρόμους της Γένοβας, τα οποία σήμερα είναι ακόμα πιο δίκαια και επείγοντα.

Για να επιστρέψουμε τις κατηγορίες στους κυβερνώντες που δεν πρέπει ν’ αφήνονται σε ησυχία, όσο λεηλατούν και καταστρέφουν τον πλανήτη στον οποίο ζούμε.

Για να εναντιωθούμε ενάντια σε μια ευρωπαϊκή δικαιοσύνη, υπό την ομηρία των εμπορικών & στρατιωτικών συμφερόντων.

Για να υπενθυμίσουμε πως η φυλακή δεν μια λύση αλλά ένα πρόβλημα.

ΚΑΜΙΑ ΕΚΔΟΣΗ, ΚΑΜΙΑ ΦΥΛΑΚΗ!
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΝ ΒΙΤΣΕΝΤΖΟ, ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ & ΟΛΕΣ!

Συνέλευση Συμπαράστασης στον Βιτσέντζο
Μιλάνο, 18 Σεπτέμβρη 2022

[περισσότερες πληροφορίες (στα ιταλικά) στο www.sosteniamovincenzo.org ]

Μικρασία 1919-1922: Εκστρατεία -Καταστροφή- Προσφυγιά -“Αποκατάσταση”

Σημειώσεις για την ιμπεριαλιστική εκστρατεία της Αντάτ στην καταρρέουσα οθωμανική Αυτοκρατορία & το τέλος της μεσοπολεμικής “Μεγάλης Ιδέας” του ελληνικού Αστισμού

Το παρόν επετειακό κείμενο της Κίνησης της Βιολέττας γράφτηκε και εκδόθηκε, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, ως μια συμβολή στην Εκδήλωση – Συζήτηση “Από την ιμπεριαλιστική εκστρατεία της Αντάτ για τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1919) στην Μικρασιαστική Καταστροφή και το Τέλος της Μεγάλης Ιδέας (1922)” που διοργανώθηκε από την Ταξική Αντεπίθεση (ομάδα Αναρχικών – Κομμουνιστ(ρι)ών), στο πολιτικό χώρο της (Καλιδρομίου 49, Εξάρχεια) στις 29/9/2022. Για τη συγγραφή του αντλήθηκαν στοιχεία και πληροφορίες (μεταξύ άλλων) από συντροφικά προφίλ και τη σελίδα στο FB του εργατικού περιοδικού – μαρξιστικής επιθεώρησης Praxis Review.

Κίνηση της Βιολέττας (ΚτΒ)
Αθήνα, Σεπτέμβρης 2022
για επικοινωνία: violetta@espiv.net

Ι. Εκστρατεία – Καταστροφή

«Μικρασιατική Εκστρατεία, έγκλημα ή παραφροσύνη; Με τα μάτια μας είδαμε το ψέμμα το εθνολογικό: οι Έλληνες δεν αποτελούσαν σ’ όλες εκείνες τις περιφέρειες ούτε το ένα πέμπτο και στα μέρη που είσαν πιο συγκεντρωμένοι δεν έφθαναν ούτε στο ήμισυ του άλλου πληθυσμού. Με τα μάτια μας είδαμε να πέφτουν και να σακατεύονται τ’ αδέρφια μας κατά δεκάδες χιλιάδες, συρμοί ατέλειωτοι και καραβάνια να διατρέχουν τη χώρα εκείνη του θανάτου και του στεναγμού, γεμάτα από σαπισμένα κρέατα και πηχτό αίμα»

Απόσπασμα από τις Αποφάσεις του 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατού (1924) [1].

Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα… [2]: αυτά τα μακιαβελικά λόγια που φέρεται να εκστόμισε ο Αριστείδης Στεργιάδης, ύπατος αρμοστής της (υπό ελληνική διοίκηση [3]) Σμύρνης, λίγο πριν την κατάρρευση του μετώπου του εκστρατευτικού σώματος στα βάθη της Ανατολίας που ολοκληρώθηκε με την καταστροφή αυτής της παραλιακής πολυπολιτισμικής μητρόπολης, μπορεί να θεωρηθεί ως μια επιτομή της κυνικής πολεμοκαπηλίας με την οποία χειρίστηκε (προς εξυπηρέτηση των μεγαλοϊδεατισμών της αλλά πάνω απ’ όλα των συμφερόντων των ιμπεριαλιστικών Μεγάλων Δυνάμεων της Αντάτ) η ελληνική μεσοπολεμική Αστική Τάξη & το Κράτος της, τον -κατά τ’ άλλα…- “αλύτρωτο Ελληνισμό της Μικράς Ασίας”.

Μια κυνική πολεμοκαπηλία που ακολούθησε την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, την Πρωτομαγιά του 1919, η οποία δεν υπήρξε διόλου «ειρηνική» (όπως ψευδώς αφήνει να εννοείται η εγχώρια καθεστωτική ιστορική βιβλιογραφία), αλλά συνοδεύθηκε με πράξεις βαρβαρότητας, πλιατσικολογήματος, καταστροφών, βιασμών, βασανιστηρίων και δολοφονιών αμάχων. Τα συγκεκριμένα εγκλήματα πολέμου αποτέλεσαν το ιδανικό άλλοθι για την αντίστοιχη βαρβαρότητα του τουρκικού εθνικισμού και οδήγησαν στην καταστροφή, το θάνατο και την προσφυγιά, η οποία και επισφραγίστηκε με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής “σύμβασης ανταλλαγής πληθυσμών” , τον Ιανουάριο του 1923 στη Λοζάνη [4].

Με αυτή την απόβαση και την ακόλουθη εκστρατεία του, το ελληνικό Κράτος περνώντας δια πυρός και σιδήρου, με πρόσχημα την υπεράσπιση των λεγόμενων “αλύτρωτων αδελφών” από την καταρρέουσα οθωμανική κυριαρχία, αναλαμβάνανε το ρόλο του ιππικού για τη διατήρηση και τη διασφάλιση των μονοπωλιακών ενεργειακών (και ευρύτερων γεωπολιτικών) συμφερόντων της βρετανικής αποικιοκρατίας [5].
Έπειτα, όταν στα πεδία των μαχών βρισκόταν προς των πυλών η συντριβή αυτών των μεγαλοϊδεατικών “ονείρων θερινής νυκτός”, με αυτά τα προαναφερθέντα λόγια του, το δεξί χέρι του Ελ. Βενιζέλου, καθισμένο στην καρέκλα του ύπατου αρμοστή, δεν μίλαγε μονάχα με το δικό του στόμα, αλλά και μ’ εκείνο των σαφών εντολών που είχε λάβει από τον αντιβενιζελικό πρωθυπουργό Γούναρη για την “αποφυγή δημιουργίας προσφυγικού ζητήματος”.

Ενδεικτικό αυτής της βρώμικης πολεμοκάπηλης πολιτικής του ελληνικού Κράτους, είναι και το γεγονός ότι στις 20/7/1922, μόλις ένα μήνα πριν την τελική αντεπίθεση των Νεότουρκων του Κεμάλ Ατατούρκ, η Βουλή είχε υπερψηφίσει ομόφωνα το νόμο 2870 “περί παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις τους Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής”. Κι όταν τελικά, στις 27 Αυγούστου δόθηκε η εντολή εκκένωσης της Μικράς Ασίας, και οι “πατρίδες” που μέχρι τότε ονομάζονταν από την πολεμική προπαγάνδα του αθηναϊκού αστικού Τύπου “αλύτρωτες” γίνανε “χαμένες”, με τους μέχρι πρότινος “αλύτρωτους αδελφούς” να μετατρέπονται μια για πάντα σ’ ένα προσφυγικό λαό, αυτό το καθεστωτικό ιδιοτελές κάθαρμα, ως γνήσιος εκπρόσωπος της δολοφονικής και εκμεταλλεύτριας Τάξης που εκπροσωπούσε, αφού πρώτα διέταξε “να συσκευασθώσιν τα αρχεία”, τόνισε πως η διαταγή έπρεπε να κρατηθεί “απολύτως μυστική από (τον) πληθυσμόν” και έπειτα αναχώρησε από τους πρώτους, με θωρηκτό της “προστάτιδας, σύμμαχης και φίλης” Μεγάλης Βρετανίας… [6]

Αν κάτι είναι βέβαιο αυτό είναι το αναντίρρητο γεγονός πως πάνω στις στάχτες της Σμύρνης, μέσα από το θάνατο χιλιάδων και πάνω στο πετσί εκατομμυρίων άλλων ανθρώπων που αναγκάστηκαν -και στις δυο πλευρές του Αιγαίου- να ξεριζωθούν από τις πατρογονικές εστίες τους, γράφτηκε το αιματοβαμμένο τέλος της μεσοπολεμικής “Μεγάλης Ιδέας” περί της “Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”.

Το τέλος ενός αντιδρ-αστικού ιδεολογήματος που καθόρισε και κράτησε ενωμένες (αν και διχασμένες) τις τύχες των δυο μεγάλων πολιτικών παρατάξεων (των Βασιλικών και των Βενιζελικών) του ελληνικού Αστισμού στις αρχές του 20ου αιώνα. Ένα τέλος που επισφραγίστηκε με τη λεγόμενη “Δίκη των 6”. Αν και οι κατηγορούμενοι στρατιωτικοί, πρωθυπουργοί και υπουργοί που συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν σε έκτακτο στρατοδικείο ως “πρωταίτιοι εσχάτης προδοσίας” ήταν 8 (Μ. Γούδας, Γ. Μπαλτατζής, Ξ. Στρατηγός, Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, Ν. Θεοτόκης, Π. Πρωτοπαπαδάκης), εν τούτοις αυτή η δίκη σκοπιμότητας (που αποτέλεσε μια βενιζελική απόπειρα εμπέδωσης της κίβδηλης αντίληψης σύμφωνα με την οποία “η Ελλάς δεν ηττήθη αλλά επροδόθη”…), έμεινε στην πολιτική ιστορία με τον αριθμό όσων τελικά εξ’ αυτών καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού στο Γουδί στις 15/11/1922, ρίχνοντας έτσι τίτλους τέλους σε αυτό το αντιδρ-αστικό ιδεολόγημα.

Άξιο ιστορικής αναφοράς είναι το γεγονός ότι προ δωδεκαετίας, (σχεδόν) έναν αιώνα μετά, τον Οκτώβριο του 2010, η αστική “δικαιοσύνη” της Γ’ Ελληνικής “Δημοκρατίας” μέσω του Άρειου Πάγου της -έπειτα από προσφυγή για “αναψηλάφηση της δίκης” που κατέθεσε ένας εκ των συγγενών των εκτελεσμένων αξιωματούχων και παρά την παράσταση πολιτικής αγωγής από την Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος για την απόρριψη της ως νομικά αβάσιμης- έκρινε τελικά αθώο όχι μονάχα τον μακαρίτη πρόγονο του ενάγοντα, άλλα και τους άλλους πέντε συγκατηγορουμένους του. Μια “αναψηλάφηση” και μια απόφαση που αποδεικνύει (αν μη τι άλλο) ότι το ενιαίο κόμμα των αφεντικών, δηλαδή το αστικό Κράτος δεν παραλείπει (έστω και με χρονοκαθυστέρηση…) να “αποκαταστήσει” την υστεροφημία εκείνων των αξιωματούχων υπηρετών του, τους οποίους -κατά καιρούς- αναγκάζεται να θυσιάσει στο βωμό της διαιώνισης της ταξικής κυριαρχίας του.

Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τις όποιες δικαστικές ετυμηγορίες, πρόκειται για μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο του (απο τη σύσταση του υπερχρεωμένου και εξαρτημένου) ελληνικού εθνοκρατικού σχηματισμού, την περίοδο του λεγόμενου “Εθνικού Διχασμού”, που έκλεισε βουτηγμένη στο αίμα, μέσα στη δυστυχία και τον ξεριζωμό.

Η άφιξη στη “μητέρα πατρίδα” περίπου 1,5 εκατομμυρίου ανθρώπων όλων των ηλικιών, από τη Μικρασία, μαζί με την αντίστοιχη αναχώρηση περίπου μισού εκατομμυρίου τουρκόφωνων μουσουλμάνων από την Ελλάδα, θ’ αλλάξει αισθητά την πληθυσμιακή σύνθεση και την ανθρωπογεωγραφία, τους κοινωνικούς-ταξικούς συσχετισμούς και τις πολιτικές ισορροπίες στη χώρα. Ένα τέλος εποχής που θα σημάνει την έναρξη μιας άλλης αιματοβαμμένης ιστορικής περιόδου, η οποία και θ’ αποτελέσει εκείνη κατά τη διάρκεια της οποίας θα γραφτούν στους δρόμους και τις πλατείες, στους χώρους δουλειάς και τις συνοικίες, στις απεργίες και τις φυλακές, στις διαδηλώσεις και τα πεδία των μαχών στις πόλεις και τα βουνά, μερικές από τις ενδοξότερες αλλά και (από τις πλέον) τραγικές σελίδες της εργατικού – λαϊκού, κομμουνιστικού – αντιφασιστικού κινήματος και των επαναστατικών πολιτικών δυνάμεων του (ντόπιου και προσφυγικού) εργαζόμενου λαού αυτού του τόπου. Ένας ιστορικός κύκλος Αντιστάσεων & Αγώνων για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, που μετά την 4η Αυγούστου του 1936 και την επιβολή -με τη συγκατάθεση του βασιλιά Γεωργίου Β’- του μοναρχοφασιστικού καθεστώτος του Ι.Μεταξά, θα ολοκληρωθεί με το τέλος της γερμανικής ναζιστικής Κατοχής (1941-44) και την Απελευθέρωση με τα ΕΛΑΣίτικα παρτιζάνικα όπλα, κι έπειτα με τα Δεκεμβριανά του ’44, τότε που τα βομβαρδιστικά του βρετανικού στέμματος σφυροκοπούσαν αδιάκοπα τις αθηναϊκές και πειραϊκές εργατικές προσφυγογειτονιές, οι οποίες αποτελούσαν τα “κόκκινα” προπύργια της εθνικοαπελευθερωτικής – αντιφασιστικής Αντίστασης [7], ώστε να καταπνίξουν έν τη γενέσει της αυτήν την “εξέγερση των παιδιών της γαλαρίας” (όπως την είχε χαρακτηρίσει 40 χρόνια αργότερα ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης, έντιμος δεξιός και αλληλέγγυος (μεταξύ άλλων) μεταπολιτευτικών αναρχικών πολιτικών κρατουμένων Μάνος Χατζιδάκις). Μια εξέγερση με την οποία αυτοί “οι μικροί γαβριάδες που σαν σηκωθούν υψώνουν θύελλες” (πολλοί και πολλές εκ των οποίων ήταν σάρκα από τη σάρκα αυτού του προσφυγικού κύματος), παραλίγο όντως ν΄ ανατρέψουν τα πάντα, επιβεβαιώνοντας έτσι τον τρόμο των αστών που εκστόμιζε 22 χρόνια νωρίτερα από τη Σμύρνη ο Στεργιάδης, πριν τραπεί σε ασφαλή φυγή μ’ εκείνο το θωρηκτό των Βρετανών “αφεντικών των αφεντικών του”

Αλλά αυτή, όπως κι εκείνη του “δεύτερου αντάρτικου” του ΔΣΕ (1946-49), της τελευταίας μαζικής και οργανωμένης απόπειρας για λαϊκή Επανάσταση στην Ελλάδα, η οποία ηττήθηκε στρατιωτικά (αλλά όχι πολιτικά), κάτω από τις ΗΠΑτζίδικες βόμβες ναπάλμ στο Γράμμο και το Βίτσι, από τον αμερικανοντυμένο “εθνικό” στρατό των πολιτικών (Βασιλικών και Βενιζελικών) κληρονόμων αυτής της κουρελιασμένης “Μεγάλης Ιδέας”, είναι μια άλλη ιστορία…

ΙΙ. Προσφυγιά – “Αποκατάσταση”

Όπως ήταν αναμενόμενο, το συγκεκριμένο προσφυγικό κύμα, η μαζική μετακίνηση πληθυσμών αυτών των διαστάσεων σε μια χώρα σαν την Ελλάδα των αρχών του περασμένου αιώνα, δεν μπορούσε ν’ αφήσει ανεπηρέαστο κανένα από τα πεδία της κοινωνικής ζωής της.

Διαχείριση της συντριβής της Μεγάλης Ιδέας και διαχείριση των ξεριζωμένων προσφύγων από την Ανατολία: αυτά ήταν τα δύο ακανθώδη ζητήματα που θ’ απασχολήσουν από εκείνο το καλοκαίρι του 1922 και για τα επόμενα χρόνια, την ελληνική αστική Τάξη και τους πολιτικούς (κυβερνητικούς και αντιπολιτευόμενους) υπαλλήλους της.

Οι βρώμικες μέθοδοι που χρησιμοποίησε για την επίτευξη των στόχων της δεν ήταν πρωτότυπες, ενώ εφαρμόστηκαν (πανομοιότυπες ή και παραλλαγμένες) και σε επόμενες (πιο πρόσφατες) φάσεις της τυχοδιωκτικής ιστορικής διαδρομής της.
Αστεγία και ανέχεια. Φτώχεια και δυστυχία. Πείνα και εκμετάλλευση. Ασθένειες διαφόρων ειδών και πανάθλιες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας. Αυτά είναι όλα όσα “κληρονόμησαν” από τη “Μεγάλη του Έθνους Ιδέα”, όταν έφτασαν στην Ελλάδα οι Ρωμιοί και οι Ρωμιές, οι Πόντιοι και οι Πόντιες, οι Αρμένιοι και οι Αρμένισες της Μικρασίας.

Από τη μια πλευρά, υποδαύλιση του μίσους των γηγενών προς τους πρόσφυγες που μετά την άφιξη τους μετατράπηκαν μεμιάς -από την καθεστωτική προπαγάνδα- σε “τουρκόσπορους” και “παστρικές” και υποκίνηση αντιπροσφυγικών πογκρόμ [8].

Από την άλλη, στυγνός ψηφοθηρικός-πολιτικάντικος εμπαιγμός (με φρούδες υποσχέσεις για “Αποκατάσταση”) και εντατικοποιημένο ξεζούμισμα στις φάμπρικες και τα ορυχεία, στα μηχανοστάσια και τους αργαλειούς εκείνης της πρώτης (ουσιαστικής) εκβιομηχάνισης και κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης & ανάπτυξης, (τουλάχιστον) μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1930 και την έναρξη της δεύτερης παγκόσμιας πολεμικής ανθρωποσφαγής [9].

Όσον αφορά τις αντιλήψεις που επικρατούσαν εκείνα τα χρόνια στα σαλόνια της “καλής κοινωνίας των Αθηνών”, αυτές εμφανίζονται ανάγλυφες στα όσα δηλητηριώδη έγραφε στις 30/07/1928 ο εκδότης Γ. Βλάχος της Καθημερινής, η οποία και τότε (όπως άλλωστε και τώρα), πρωτοστατούσε στην αντιπροσφυγική προπαγάνδα:

«Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλέξιμους, ούτε ως πολίτας δικαιούμενους να κυβερνούν την Ελλάδα».

Μια οκταετία αργότερα, λίγους μήνες πριν τον ματωμένο Μάη της Σαλονίκης και το μοναρχοφασιστικό πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου, τον Φεβρουάριο του 1936, η αντιβενιζελική Ακρόπολις διαπίστωνε: «Οι πρόσφυγες περιλούονται με ύβρεις εμετικάς. Ονομάζονται “λεφούσι”, χαρακτηρίζονται “Τούρκοι”, απειλούνται με εξόντωσιν».

Όσο αφορά την “Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων” (ΕΑΠ) που ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 1923, με πρόεδρο της τον Αμερικάνο διπλωμάτη Ερρίκο Μοργκεντάου, αυτή λειτούργησε για μια επταετία υπό διεθνή εποπτεία, διαχειριζόμενη 8.400.000 στρέμματα γης (αγροτικών εκτάσεων και περιαστιακών ακινήτων) που τέθηκαν στη διάθεση της από το Κράτος, έχοντας για “προίκα” τα ποσά των δυο δανείων που είχαν συναφθεί για την “προσφυγική περίθαλψη και αποκατάσταση” με τους “διεθνείς πιστωτές”.

Ένα ενδεικτικό παράδειγμα, σχετικά με τον “βίο και πολιτεία” μερικών εξ’ όσων στελέχωσαν αυτόν τον οργανισμό, αποτελεί το γεγονός πως ο δημοσιογράφος Δ. Αφεντάκης, διευθυντής του γραφείου Τύπου του, ήταν ο πρώτος πρόεδρος της πρώτης ελληνικής ναζιστικής – φασιστικής οργάνωσης του Μεσοπολέμου, της «Εθνική Ένωσις Ελλάς» που ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1927 στη Σαλονίκη και έγινε γνωστή ως «Τρία Έψιλον».

Με αυτά τα δεδομένα, δεν φαντάζει διόλου τυχαίο ή παράλογο το γεγονός ότι η ζωτική ανάγκη των προσφύγων (ιδιαίτερα στις πόλεις αλλά και την επαρχία) για “να βάλουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους”, με την οποία βρέθηκαν αντιμέτωποι και αντιμέτωπες με την άφιξη τους στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσε ποτέ να καλυφθεί εξ’ ολοκλήρου από αυτό το Κράτος που είχε αναγάγει τον εμπαιγμό και την υποκίνηση του μίσους εναντίον τους σε επίσημη πολιτική πρακτική και ιδεολογία του.

Έτσι, για μια μεγάλη μερίδα προσφύγων, ιδιαίτερα για τους πιο φτωχούς ανάμεσα τους, αυτή η πρωταρχική ζωτική ανάγκη μπορούσε να καλυφθεί μονάχα μέσα από την κοινωνική Αυτοοργάνωση και την ταξική Αλληλεγγύη. Κι έτσι κι έκαναν. Σε κρανίου τόπους, χέρσα εδάφη, βάλτους και λασπώδεις εκτάσεις, με τα ίδια τους τα χέρια και με τη βοήθεια της ίδιας της κοινότητας τους, έδωσαν “αυθαίρετα” και “παράνομα” τις όποιες λύσεις μπόρεσαν στο στεγαστικό πρόβλημα τους, απέναντι και ενάντια σ’ ένα Κράτος που έφερε ακέραια την ευθύνη του ξεριζωμού τους.

Με αυτά τα δεδομένα, γίνεται αντιληπτό ότι η λέξη “αποκατάσταση” δεν αντικατοπτρίζει -ούτε κατά προσέγγιση- την πραγματικότητα. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων, πιο δόκιμη θα ήταν η χρήση του όρου της “μετεγκατάστασης” μέσα σε συνθήκες απόλυτης ένδειας, κακουχιών και εξαθλίωσης.

Σε σχέση με την υπερεκμετάλλευση μεγάλης μερίδας του προσφυγικού πληθυσμού μέσα από τη μετατροπή του σε βιομηχανικό – εργοστασιακό προλεταριάτο, αλλά και τις αντιλήψεις που έφερε μέσα της αυτή η νέα εργατική Τάξη, αξίζουν ν’ αναφερθούν τ’ ακόλουθα αποσπάσματα από κείμενο της αθάνατης κομμουνίστριας αγωνίστριας Ηλέκτρας Αποστόλου, δημοσιευμένου (με ψευδώνυμο Ηλέκτρα Σιδερίδου) στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση (ΚΟΜ.ΕΠ) στις 15/1/1934, γραμμένου το Δεκέμβρη της προηγούμενης χρονιάς στις φυλακές Αβέρωφ, σχετικού με τα οργανωτικά καθήκοντα που προέκυπταν από την κομματική δουλειά που έπρεπε ν’ αναπτυχθεί μέσα σε αυτά τα κάτεργα, με τίτλο

«Για την κατάχτηση των 10.000 υφαντουργών των Ποδαράδων”:

Ένας από τους σπουδαιότερους βιομηχανικούς κλάδους της χώρας μας είναι η υφαντουργία. Ολόκληρες χιλιάδες εργατών και εργατριών χτικιάζουν μέσα στα εργοστάσια αυτά. Ιδίως για την Αθήνα μπορεί κανείς να πει πως τα υφαντουργικά εργοστάσια είναι εκείνα που έχουνε τους περισσότερους συγκεντρωμένους εργάτες. Μέσα στα υφαντουργεία των Ποδαράδων για τα οποία ειδικά θα μιλήσω δουλεύουν περίπου 10 χιλιάδες εργάτες από τους οποίους τα 70% είναι νέοι και νέες. Οι εργάτες αυτοί ζούνε κάτω από βαριά εκμετάλλευση και η αγανάχτηση που επικρατεί ανάμεσά τους είναι μεγάλη […]

ΤΑ ΑΜΕΣΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΜΑΣ

Η κατάχτηση των υφαντουργείων των Ποδαράδων θα πρέπει να γίνει πρώτ’ απ’ όλα δουλειά ολόκληρης της οργάνωσης Ποδαράδων και όχι να φορτωθεί σε 2-3 συντρόφους. Όλοι οι πυρήνες μας θα πρέπει να το καταλάβουνε καλά αυτό. Και τώρα ας δούμε τις μέθοδες που θα μας βοηθήσουν στη δουλειά μας αυτή.
Πρώτ’ απ’ όλα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των υφαντουργών είναι γυναίκες που φοβόνται ακόμη των κομμουνισμό κ’ έχουν ένα σωρό προλήψεις. Οι ίδιες όμως αυτές εργάτριες νιώθουνε πολύ καλά την ανάγκη να παλέψουν για τα ζητήματά τους. Γι’ αυτό όλη μας η προπαγάνδα, όλη μας η δουλειά πρέπει να στηριχτεί πάνω στη δημιουργία ενός πλατιού ενιαίου μετώπου με τις εργάτριες στην οργάνωση του αγώνα για τις άμεσες διεκδικήσεις τους. Οι διεκδικήσεις αυτές θα πρέπει να διατυπωθούνε από το σωματείο απλά, απλά έτσι που να τις καταλαβαίνει και η πιο καθυστερημένη εργάτρια. Αν εμείς δώσουμε στις εργάτριες να καταλάβουν ότι ο εργοδότης τις χτυπάει και τις εκμεταλλεύεται ανεξάρτητα από το αν είναι κομμουνίστριες, βενιζελικές ή τσαλδαρικές, θα τις έχουμε πολύ σύντομα μαζί μας. Η διαφωτιστική αυτή δουλειά είναι πολύ εύκολο να γίνει στους Ποδαράδες γιατί εκεί κάθε σπίτι σχεδόν έχει κι έναν υφαντουργό. Φτάνει μονάχα να γίνει δουλειά όλων των συντρόφων. Πρώτο μας λοιπόν καθήκον είναι να πείσουμε τους υφαντουργούς και τις υφαντουργίνες για την ανάγκη της δημιουργίας ενός πλατιού ενιαίου μετώπου πάλης για τα ζητήματά τους.
Δεύτερο καθήκον είναι να αποδείξουμε στους εργάτες αυτούς ότι το σωματείο ενδιαφέρεται πραγματικά για τα ζητήματά τους. Αυτό θα γίνει μονάχα όταν η Οργανωτική Επιτροπή του Σωματείου που υπάρχει σήμερα ή η Εκτελεστική Επιτροπή που πρέπει να βγει πολύ σύντομα από μια συνέλευση, καταπιάνονται έγκαιρα για κάθε ζήτημα που παρουσιάζεται στα εργοστάσια και πονάει τους υφαντουργούς, όσο μικρό και ασήμαντο αν φαίνεται (π.χ. χτύπησε μια εργάτρια, βάλανε ένα πρόστιμο, έσπασε ένα παράθυρο και κρυώνουν κλπ.) […] Το πιο δύσκολο όμως απ’ όλα είναι η σταθεροποίηση των πυρήνων και των σωματειακών ομάδων στα εργοστάσια. Για να μπορέσουμε να το καταφέρουμε αυτό θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας ότι η πλειοψηφία των υφαντουργών είναι γυναίκες που είναι ποτισμένες μ’ ένα σωρό προλήψεις. Δεν θα πρέπει να έχουμε την απαίτηση οι εργάτριες αυτές να πετάξουν όλες τις προλήψεις τους μόλις γίνουν μέλη του σωματείου ή του πυρήνα μας. Δεν μας πειράζει καθόλου αν μια εργάτρια που μας βοηθάει να κάνουμε συσκέψεις και να κινητοποιούμε και άλλες βάζει λίγο κοκκινάδι ή της αρέσει να κάνει κόρτε και δεν θα πρέπει ν’ αρχίσουμε να την κουτσομπολεύουμε γι’ αυτό γιατί τότε θα την χάσουμε. Οι προλήψεις αυτές θα τους φύγουνε σιγά-σιγά αν εμείς τους βοηθήσουμε να εξελιχτούν μέσα στο κίνημα…[9]

Πέρα από αυτό το κύριο πεδίο αντίθεσης κάθε κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, της αντίθεσης Κεφάλαιου-Εργασίας, δεν υπήρξε -όπως προαναφέρθηκε- πεδίο της κοινωνικής ζωής που να έμεινε ανέγγιχτο από αυτή την νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε -ακριβώς έναν αιώνα πριν- στη χώρα.

Συνοπτικά, μπορεί ν’ αναφερθεί πως από τις τέχνες και τον αθλητισμό, τη μουσική και το θέατρο, μέχρι τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τις ψυχαγωγικές μέχρι τις ενδυματολογικές και τις διατροφικές συνήθεις τους, οι Μικρασιάτες και οι Μικρασιάτισσες εμπλούτισαν σημαδεύοντας ανεξίτηλα τη φυσιογνωμία της μεσοπολεμικής και μετακατοχικής Ελλάδας.

Τα ονόματα που μπορούν να αναφερθούν είναι πραγματικά πάρα πολλα, αλλά δεν θ’ αναφέρουμε κανένα, γιατί φοβόμαστε ότι θα λησμονήσουμε πολλά από τα πιο τεράστια και δεν το θέλουμε. Όπως επίσης και οί αντίστοιχες αναφορές σε ψυχαγωγικές, ενδυματολογικές και διατροφικές συνήθειες που έφτασαν μαζί με αυτό το προσφυγικό κύμα του 1922, το οποίο -πραγματικά- άλλαξε για πάντα αυτή τη χώρα.

Κλείνοντας, μια μικρή αναφορά στον γλωσσικό πλούτο που έφεραν μαζί τους αυτοί οι άνθρωποι, όπως περιγράφεται ανάγλυφα στο ακόλουθο απόσπασμα από ένα δοκίμιο αυτογνωσίας:

[…] Και η γλώσσα τους, α, η γλώσσα τους, που δεν ήταν ούτε τούρκικα, ούτε ελληνικά -κρατούσε τη δομή και τον ερωτισμό της τουρκικής και τα έντυνε με λέξεις ελληνικές, χωρίς το άρθρο ή το υποκείμενο στο τέλος. Αυτό όμως μόνο οι προερχόμενοι από τα ενδότερα της Μικρασίας, όπου παραμένοντας, πάντοτε ορθόδοξοι και Ρωμιοί στη συνείδηση τους, είχαν “τουρκοφωνήσει”, γιατί οι Σμυρνιοί και οι Πολίτες μιλούσαν θαυμάσια τα ελληνικά, πολλοί δε και τα γαλλικά […] [10]

Αντί Επιλόγου

[…] Έναν αιώνα μετά τη στρατιωτική εκστρατεία στην Μικρά Ασία, προς υπεράσπιση των συμφερόντων των δυτικών ιμπερια-ληστών “συμμάχων και προστατών”, η οποία και ολοκληρώθηκε με την Καταστροφή και την Προσφυγιά του 1922, η σύγχρονη Μεγάλη Ιδέα της ντόπιας αστικής Τάξης και του Κράτους της, για γεωπολιτική αναβάθμιση στα πλαίσια του εντεινόμενου ενδοαστικού ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, εγκυμονεί εξίσου οδυνηρές συνέπειες και αφήνει ορθάνοιχτο το πολεμικό ενδεχόμενο […] [11]

Σημειώσεις

[1] Από ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ. Αποφάσεις του Πρώτου Πανελλήνιου Συνεδρίου Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατού (1924). Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη. Αθήνα 1975.

[2] Αναφέρεται στο Γρηγόριος Δαφνής “Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων”. Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1997.

[3] Στις 28/7 (ή 10/8 με το νέο ημερολόγιο) του 1920 υπογράφεται στη γαλλική πόλη των Σεβρών το πρωτόκολλο ειρήνης μεταξύ των ευρωπαϊκών “Συμμαχικών Δυνάμεων” και της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συνθήκη αυτή μεταξύ άλλων προέβλεπε την παράδοση της οθωμανικής κυριαρχίας της Μεσοποταμίας (Ιράκ), της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας ως προτεκτοράτα στη Βρετανία, της Συρίας και του Λιβάνου ως προτεκτοράτα στην Γαλλία, την ενσωμάτωση της Βορείας Ηπείρου στο υπό σύσταση (ουσιαστικά ως ιταλικό προτεκτοράτο) αλβανικό κράτος και την παράδοση των Δωδεκανήσων στην Ιταλία, ενώ στην Ελλάδα παραχωρούνταν τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος καθώς και η Θράκη, οπού η Βουλγαρία αποποιούταν κάθε δικαιώματος της.

Για την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης, προβλεπόταν η παραμονή της υπό την ονομαστική επικυριαρχία του Σουλτάνου αλλά υπό τη διοίκηση σε -χρέη εντολοδόχου της Αντάτ- Έλληνα Αρμοστή, ενώ προβλεπόταν η δυνατότητα προσάρτησης της στην Ελλάδα, έπειτα από διεξαγωγή δημοψηφίσματος, μετά από πέντε χρόνια.

Αυτή η ταπεινωτική -για την αυτοκρατορική “Υψηλή Πύλη”- συμφωνία και η μη αποδοχή της από το κίνημα των Νεότουρκων του (γεννημένου στη Σαλονίκη) στρατιωτικού διοικητή Μουσταφά Κεμάλ, οδήγησε στην ανατροπή αυτού του πολυφυλετικού χαλιφάτου που τελούσε υπό οθωμανική κυριαρχία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη (γνωστού στα ευρωπαϊκά διπλωματικά σαλόνια εκείνης της εποχής ως ο “μεγάλος ασθενής”) και με την ανακήρυξη, από τους Νεότουρκους, νέας πρωτεύουσας στην Άγκυρα στην εγκαθίδρυση -τον Οκτώβριο του 1923- του αστικού εθνοκράτους της Τουρκίας.

[4] Η σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών που υπογράφτηκε στις 30/1/1923, αφορούσε περίπου 2 εκατομμύρια άτομα (1,5 εκατομμύριο χριστιανούς της Ανατολίας και 500.000 μουσουλμάνους της Ελλάδας), το μεγαλύτερο μέρος των οποίων έγιναν πρόσφυγες, χάνοντας de jure την υπηκοότητα της χώρας που εγκατέλειπαν. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1923, η τεράστια πλειοψηφία των Ρωμιών της Μικράς Ασίας και των Ποντίων είχε πάρει το δρόμο της προσφυγιάς. Μέχρι το φθινόπωρο του 1922 υπολογίζεται ότι είχαν φτάσει στην Ελλάδα περίπου 900.000 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων 50.000 Αρμένιοι.

[5] Όπως αναφέρει ο μαρξιστής ιστορικός Νίκος Ψυρούκης στο άρθρο του “Μικρασιατική Καταστροφή: Ο βρώμικος ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στη Σμύρνη”:

Οι πρωταίτιοι τής τραγωδίας στην Εγγύς Ανατολή μετά τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι δυνάμεις τής Άντάντ απαθέστατα καί μέ κυνική βιασύνη τακτοποιούσαν τους λογαριασμούς τους. Ή Αγγλία από τις αρχές Αυγούστου γύρεψε νά τήν πληρώσει ή όφειλέτιδα Ελλάδα τα χρέη της.

Μέ τήν κατάρρευση τού μετώπου καί την απασχόληση τών Τούρκων στην εκδίωξη καί σφαγή τών Ελλήνων, οί «Αγγλοι ανενόχλητα τόν ‘Οκτώβρη του 1922 στέλνουν στρατιωτικά τμήματα αραβικού στρατού τής Μεσοποταμίας καί καταλαμβάνονν τήν Μοσούλη. Στις 10/10/1922 ή Αγγλία έκλεινε συμφωνία μέ τό Ιράκ από 18 άρθρα, συμφωνα μέ τήν οποία σταθεροποιούνταν η αγγλική Κηδεμονία καί επιρροή στή Μεσοποταμία […]

Ό Αγγλος υπουργός των Εξωτερικών λόρδος Κώρζον είχε πραγματοποιήσει τήν επιθυμία του. Ο Κώρζον της Turkish Petroleum ησύχασε. Τά πετρέλαια τής Μοσούλης ήταν στά χέρια τής αγγλικής αποικιοκρατίας. H επιχείρηση κόστισε στην Έλλάδα πολύ ακριβά, στην Αγγλία όμως τίποτα. Οχι μόνο έπαιρνε την Μοσούλη αλλά είχε νά εισπράττει άπό τήν Ελλάδα, γιά τά έξοδα τής μικρασιάτικης εκστρατείας, χρέη με τόκους και επιτόκια. Οι Αμερικανοί πάλι εισέπρατταν τό αντίτιμο τής «φιλίας» τους προς τήν κεμαλική Τουρκία. Ό Γ. Δαφνής αναφέρει ότι πρίν ακόμα καί άπό τήν υπογραφή τής συνθήκης της Λωζάννης «οί Αμερικανοί ανέλαβαν έν Τουρκία μεγάλα έργα, σιδηροδρόμους, λιμένας, ανοικοδομήσεις» […] πηγή: cognoscoteam.gr

[6] Χαρακτηριστικό δείγμα του “αυτοκρατορικού φλέγματος” και του άσβεστου μοναρχικού-ταξικού μίσους που έθρεφαν (και διαχρονικά θρέφουν) οι “γαλαζοαίματοι γόνοι” προς τους υποτελείς λαούς τους, το ακόλουθο απόσπασμα απο επιστολή του πρίγκιπα Ανδρέα Γλύξμπουργκ, διοικητή του ελληνικού Β΄ Σώματος Στρατού στην εκστρατεία στην Μικρασία (πατέρα του Φίλιππου, του συζύγου της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ της “Γηραιάς Αλβιώνας”, η οποία ψόφησε πρόσφατα υπέργηρη): “Ἀπαίσιοι πραγματικῶς εἶναι οἱ ἐδῶ Ἕλληνες…Θὰ ἤξιζε πράγματι νὰ παραδώσωμεν τὴν Σμύρνην εἰς τὸν Κεμὰλ διὰ νὰ τοὺς πετσοκόψῃ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀχρείους”.

[7] Ενδεικτικοί της συνεισφοράς των προσφυγικών εργατογειτονιών στην εθνικοαπελευθερωτική – αντιφασιστική Αντίσταση των “Παρτιζάνων των Αθηνών”, οι ακόλουθοι στίχοι που τραγουδούσαν τα τμήματα του ΕΛ.ΑΣ, τους μήνες που προηγήθηκαν της Απελευθέρωσης της πρωτεύουσας από τη ναζιστική κατοχή: “Η Κοκκινιά είναι Στάλινγκραντ και η Καλογρέζα Μόσχα και οι συνοικίες του λαού μας οδηγούν στη δόξα”…

Αναφέρεται στο “Το Μπλόκο της Καλογρέζας. Το αίμα δεν είναι νερό. Η Μνήμη δεν είναι σκουπίδι”. Εκδόσεις Προλεταριακή Πρωτοβουλία. Αθήνα. 2017.

[8] Ένα από τα πολλά καταγεγραμμένα πογκρόμ εκείνων των χρόνων αποτελεί εκείνο που έλαβε χώρα το φθινόπωρο του 1924 εναντίον τουρκόφωνων Ποντίων προσφύγων στο Κιούπκιοϊ (νυν Πρώτη) Σερρών. Οργανωτής του, ο μακεδονομάχος δάσκαλος του χωριού Γεώργιος Καραμανλής (πατέρας του Κωνσταντίνου, μετέπειτα πρωθυπουργού, “εθνάρχη” και Πτ”Δ”). Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ στις 7/11/1924, τα “παλαιοελλαδίτικα” τάγματα εφόδου πυρπόλησαν τις σκηνές 120 οικογενειών, τραυμάτισαν 50 και σκότωσαν 9 πρόσφυγες, ενώ υπήρξαν μαρτυρίες και για βιασμούς γυναικών από “εντόπιους” πογκρομιστές. Σκοπός τους, η εκδίωξη των προσφύγων ώστε να καρπωθούν τα ανταλλάξιμα κτήματα.

[9] Διαδικτυακή πηγή: ΑΤΕΧΝΩΣ. Αναδημοσιεύθηκε στο prolprot.espivblogs.net

[10] Χρίστος Ρουμελιωτάκης. “Χθεσινός κόσμος. Ιωνία, η Πόλη μας. Δοκίμιο Αυτογνωσίας” (Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2017),

[11] Κίνηση της Βιολέττας (ΚτΒ). “Διεθνιστική Αλληλεγγύη – Ειρήνη στους Λαούς της Ουκρανίας. Μπλόκο στη συμμετοχή της Ελλάδας στον ιμπεριαλιστικό Πόλεμο!”. Aθήνα, 28/2/2022.

Με αφορμή την καφκική δίωξη & ομηρία από το ιταλικό Κράτος του κομμουνιστή ιστορικού ερευνητή Πάολο Περσικέτι.

Ρώμη, Αύγουστος 2002: Ο Π. Περσικέτι κατά τη διάρκεια της άφιξής του ως “λάφυρο” στην Ιταλία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μετά τη σύλληψη και την έκδοσή του από τη Γαλλία του Νικολά Σαρκοζί.

Αναδημοσίευση κειμένου που περιλαμβάνεται στο 11ο τεύχος (9/2022) της εφημερίδας Ζερμινάλ που εκδίδεται στην Πάτρα από την αναρχική ομάδα Δυσήνιος Ίππος

H Μάχη της Μνήμης ενάντια στη Λήθη της σύγχρονης Ιεράς Εξέτασης της Ιστορίας”.

Με αφορμή την καφκική δίωξη & ομηρία από το ιταλικό Κράτος του κομμουνιστή ιστορικού ερευνητή Πάολο Περσικέτι.

Αφιερώνεται στη Μνήμη ενός ξεχωριστού προλετάριου, σεμνού κομμουνιστή και παντοτινού αντάρτη, του Salvatore Ricciardi που έφυγε από τη ζωή -έπειτα από ένα μήνα νοσηλείας- στις 9/4/2020 στη γενέτειρα του Ρώμη, έπειτα από τον βαρύτατο τραυματισμό του, μετά την πτώση του από μεγάλο ύψος, καθώς σκαρφάλωνε ψηλά, στα ογδόντα του -εν μέσω πανδημίας και καραντίνας- για να κρεμάσει πανό αλληλεγγύης στους αγωνιζόμενους και εξεγερμένους και τις αγωνιζόμενες και εξεγερμένες, κρατούμενους και κρατούμενες των ιταλικών φυλακών…

Αντί προλόγου

[…] Να! όλα τα επειχειρήματα ενός περιπετιώδικου μυθιστορήματος πολιτικής φαντασίας δείχνουν τη θέληση του μην κοιτάς για να μη δεις και διαφθείρουν ως το μεδούλι τους ανθρώπους και την ικανότητα τους να σκέφτονται λογικά. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να αλλοτριώνει την ικανότητα του πνεύματος από το να ζει και να κρίνει ένα φαινόμενο -μια διαδικασία, ένα γεγονός- από σκοπιά δαιμονιακή και μυστηριώδικη, συνδέοντας το μ’ ένα κόσμο γιομάτο τέρατα, όπου ενεργούν μυστηριώδικες δυνάμεις, που ξεφεύγουν από την αντίληψη, που κινούνται στο βασίλειο του ασύλληπτου και άπιαστου […] [1]

[…] Την επίσημη ιστορία τη γράφουν πάντοτε οι νικητές. Τη γράφουν, τη μεταδίδουν και τη διηγούνται, παραποιώντας και διαστρεβλώνοντας με βάση τα πολιτικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Αυτό συνέβη και με την ιστορία του κύκλου αγώνων των δεκαετιών 1970-80. Η παραποίηση και η διαστρέβλωση ακολουθούνε δυο συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές: τον απολογητικό εγκωμιασμό του νικητή και τη δαιμονοποίηση του εχθρού. Ο νικητής παρουσιάζεται σαν ένας ήρωας και ένας πρωταθλητής της δημοκρατίας, ο εχθρός ως ένας αποκρουστικός τρομοκράτης που στερείται οποιασδήποτε νομιμοποίησης. Ο βαθμός της έντασης της απολογίας του νικητή και της απαξίας για τον εχθρό εξαρτάται από το επίπεδο στο οποίο έχει φτάσει η αναμέτρηση και η σύγκρουση. Στην περίπτωση μιας αναμέτρησης και μιας ένοπλης σύγκρουσης, όπου το διακύβευμα είναι η ίδια η πολιτική εξουσία, είναι ξεκάθαρο ότι η απαξία και η απονομιμοποίηση του εχθρού αγγίζουν το υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Αυτή ακριβώς είναι και η δική μας περίπτωση.

Η ιστορική αλήθεια που δεν γίνεται αποδεκτή και θάβεται ή διαστρεβλώνεται μέσω συνωμοσιολογικών και κατασκοπευτικών αναπαραστάσεων είναι πάρα πολύ απλή⸱ στην Ιταλία, και όχι μόνο στην Ιταλία, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 ως τις αρχές εκείνης του ’80, υπήρξε μια κοινωνική και ταξική σύγκρουση, η οποία διεξήχθη και με τα όπλα. Μια ένοπλη σύγκρουση που έθετε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, μια επαναστατική απόπειρα που στόχευε στην ανατροπή του καπιταλιστικού κράτους και την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας χωρίς τάξεις, χωρίς εκμεταλλευτές και εκμετελλευόμενους, μια κοινωνία μέσα στην οποία όλοι συμμετέχουν στην κοινωνική παραγωγή και διανομή του πλούτου, όπου ο σκοπός της εργασίας δεν είναι το κέρδος των λίγων και η εκμετάλλευση των εργαζομένων αλλά η κοινωνική ευημερία του λαού. Αυτή η ένοπλη σύγκρουση διεξήχθη με τις μεθόδους του αντάρτικου πόλης και στη χώρα μας έλαβε τις διαστάσεις ενός εμφυλίου πολέμου χαμηλής έντασης. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο υπήρξαν πάρα πολλοί νεκροί, τραυματίες και φυλακισμένοι και από τις δυο πλευρές. Δεν επρόκειτο για ανυπεράσπιστα θύματα αλλά για μαχόμενους που έπεσαν, τραυματίστηκαν και αιχμαλωτίστηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών. Από τη μια πλευρά, είναι οι πεσόντες των δυνάμεων που, υπό διάφορες ιδιότητες, πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή για την υπεράσπιση αυτού του κράτους. Από την άλλη πλευρά, οι πεσόντες των επαναστατικών δυνάμεων που μάχονταν για να το ανατρέψουν. Τα μοναδικά αθώα θύματα ήταν εκείνα των σφαγών του κράτους, από τη σφαγή της πλατείας Φοντάνα μέχρι τη σφαγή στο σταθμό της Μπολόνιας. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια που θάβεται με τη λογοκρισία, τη λήθη και τα ψέματα. Όλα αυτά, παρά τα στατιστικά στοιχεία που είχαν δημοσιοποιηθεί από το Υπουργείο Εσωτερικών τον Δεκέμβρη του 1979 και στα οποία δηλωνόταν ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1969-79 πραγματοποιήθηκαν 12.000 ένοπλες ενέργειες, έδρασαν γύρω στις 100 μαχόμενες επαναστατικές ομάδες, ενώ υπήρξαν 6.000 πολιτικοί κρατούμενοι και εκατοντάδες νεκροί και τραυματίες. Επίσης, μονάχα κατά τη διάρκεια του 1976 καταγράφηκαν 430 αποδράσεις από τις φυλακές, πολλές από τις οποίες με το όπλο στο χέρι και την ένοπλη υποστήριξη από έξω.

Μέσα σε αυτό το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο εντάσσεται η Καμπάνια της Άνοιξης των Ερυθρών Ταξιαρχιών, η απαγωγή και η θανάτωση του προέδρου της Χριστιανοδημοκρατίας Άλντο Μόρο […][2]

“Όποιος απαγάγει το παρελθόν κρατάει σε ομηρία το μέλλον”

Όπως διαχρονικά έχει διαπιστωθεί, σε κάθε καιρό και κάθε τόπο, η Εξουσία του Κεφαλαίου και του Κράτους του, με ή χωρίς δημοκρατική προβιά, περιφρουρεί τα συμφέροντα της ενάντια “στις επικίνδυνες Τάξεις, τον εχθρό λαό και τους υποκινητές τους”, όχι μονάχα με το αστυνομικό κνούτο, τα κελιά των φυλακών και την άσκηση απροκάλυπτης τρομοκρατίας από τα ένστολα (και μη) τάγματα εφόδου, αλλά σε -βάθος χρόνου και μακροπρόθεσμα- θωρακίζεται και διαιωνίζεται με τη “διχαλωτή γλώσσα και την αργυρώνητη πένα των αυλικών της”.

Η Ιταλία των τελευταίων δεκαετιών, η γειτονική χώρα όπου -από τον Μάη του ‘68, το θερμό εργατικό φθινόπωρο του ‘69 και επί σχεδόν μια εικοσαετία- έλαβε χώρα η τελευταία μαζική και μακρόχρονη, οργανωμένη και ένοπλη απόπειρα για την προλεταριακή Έφοδο στον Ουρανό στην καρδιά της “ψυχροπολεμικής” δυτικής Ευρώπης του 20ου αιώνα, αποτελεί -αν μη τι άλλο- ένα κυριολεκτικό εργαστήριο όχι μονάχα της “αντι”τρομοκρατίας (με τις υπερεξουσίες των αστυνομικοδικαστικών μηχανισμών, το εξοντωτικό καθεστώς εξαίρεσης και τις ειδικές συνθήκες κράτησης των πολιτικών κρατούμενων του) αλλά και του ιστορικού αναθεωρητισμού. Ένας αντιδρ-αστικός αναθεωρητισμός που καλλιεργείται και συντηρείται μέσα από τα συνωμοσιολογικά και κατασκοσκοπευτικά ιδεολογήματα με τα οποία έκανε και εξακολουθεί να κάνει καριέρα ένας ολόκληρος εσμός δεξιών, κεντρώων και “αριστερών” πολιτικών, δικαστών, δημοσιογράφων, “στοχαστών και διανοούμενων”, δημοσιολόγων απολογητών και άγρυπνων φρουρών αυτού του αυτοαποκαλούμενου “δημοκρατικού” καταπιεστικού – εκμεταλλευτικού καθεστώτος.

Ένας αντιδρ-αστικός αναθεωρητισμός που εκκίνησε και εξελίσσεται μέσα από πολύχρονες και πολύπλευρες επιχειρήσεις ψυχολογικού πολέμου, οι οποίες και συναποτελούν μια κυριολεκτική φάμπρικα παραγωγής ψεμμάτων και διαστρεβλώσεων, λασπολογιών και παραποιήσεων, όπου με όχημα την ιστορική παραχάραξη εξ’ αρχής στόχευσε (και σ’ ένα μεγάλο βαθμό πέτυχε) “ν’ ακρωτηριάσει τις μελλοντικές γενιές επίδοξων “ταραξιών και διασαλευτών της Τάξης που βασιλεύει αλλά δεν κυβερνά”, φτάνοντας (μετά από χρόνια) μέχρι και να τους δολοφονεί και πάλι στους δρόμους (όπως εκείνο τον καυτό Ιούλη του 2001 στη Γένοβα.)” [3].

Ένα χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της σύγχρονης “Ιεράς Εξέτασης της Ιστορίας” αποτελεί η καφκική δίωξη και ομηρία που βιώνει από το καλοκαίρι του 2021 μέχρι και σήμερα ο σύντροφος Paolo Persichetti. Είχαν προηγηθεί δυο ακόμα (από τα πολλά) επεισόδια αυτού του άσβεστου ρεβανσισμού, με την παράτυπη σύλληψη και έκδοση τον Γενάρη του 2019 του πολιτικού πρόσφυγα και συγγραφέα Cesare Battisti από τη Βολιβία στην Ιταλία, όπου και βρίσκεται έγκλειστος σε φυλακή υψίστης ασφαλείας, αλλά και με την κατασταλτική επιχείρηση “Κόκκινες Σκιές” τον Απρίλη του 2021 στη Γαλλία, στο στόχαστρο της οποίας βρέθηκαν έπειτα από το αίτημα έκδοσης τους στην Ιταλία, άλλοι δέκα πολιτικοί πρόσφυγες, αγωνιστές και αγωνίστριες, μέλη επαναστατικών οργανώσεων των δεκαετιών του 1970-80 (Giovanni Alimonti, Luigi Bergamin, Enzo Calvitti, Roberta Cappelli, Maurizio Di Marzio, Marina Petrella, Giorgio Pietrostefani, Sergio Tornanghi, Narciso Manenti και Raffaele Ventura). [4]

Ο βίος και η πολιτεία του 60χρονου Π. Περσικέτι φανερώνει πολλά για τους λόγους για τους οποίους βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα της “αστυνομίας της Ιστορίας”, κατηγορούμενος εν πολλοίς για το “αμάρτημα” της αναζήτησης, παράθεσης και αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας.

Προερχόμενος από μια εργατική κομμουνιστική οικογένεια της ιταλικής πρωτεύουσας, έπειτα από το πέρασμα του από τον πολιτικό χώρο της Εργατικής Αυτονομίας, το 1984 θα ενταχθεί στις Κόκκινες Ταξιαρχίες – Ένωση Μαχόμενων Κομμουνιστών [BR – UCC] [5]. Θα συλληφθεί το 1987 κι έπειτα από μια πρωτόδικη αθώωση και μια ερήμην καταδίκη στο εφετείο, θα ζήσει (όπως και πολλές δεκάδες άλλοι διωκόμενοι και διωκόμενες) την πολιτική προσφυγιά στη Γαλλία, όπου θα δραστηριοποιηθεί ως ανεξάρτητος ιστορικός ερευνητής και θα διδάξει Πολιτική Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Παρισίου VII.

Ένεργο μέλος της κοινότητας των πολιτικών προσφύγων και του κινήματος για Αμνηστία, τον Αύγουστο του 2002 θα εκδοθεί στην Ιταλία του Μπερλουσκόνι από την Γαλλία του Σαρκοζί, χαρακτηριζόμενος από τα καθεστωτικά ΜΜΕ ως “το πρώτο ζωντανό παράδειγμα ενταφιασμού του δόγματος Μιτεράν”, με το οποίο αναγνωριζόταν -ως τότε από το γαλλικό Κράτος- η πολιτική φύση των αδικημάτων για τα οποία είχαν καταδικαστεί οι διωκόμενοι αγωνιστές και αγωνίστριες, απορρίπτοντας τα αιτήματα για έκδοση τους στην Ιταλία.

Μετά την απέλαση του από τη Γαλλία θα εκτίσει μακρόχρονη ποινή κάθειρξης στις ιταλικές φυλακές και μετά την αποφυλάκιση του θα αφιερωθεί εξ’ ολοκλήρου στην ανεξάρτητη ιστορική έρευνα για το “παρελθόν που δεν περνάει”, κυρίως μέσα από την προσωπική ιστοσελίδα του insorgenze.net (την οποία και ανανεώνει με αναρτήσεις του ως σήμερα) αλλά και με τη συγγραφή άρθρων σε εφημερίδες και άλλα έντυπα. Διόλου τυχαία, στον υπότιτλο της ιστοσελίδας του, αναγράφεται η προτροπή του Paul Klee: Μην αφήσεις τη σπίθα να σβήσει εντελώς από το νόμο…

Βασικό και πολύτιμο καρπό αυτής της κοπιαστικής και πολύχρονης ερευνητικής δουλειάς θ’ αποτελέσει ο πρώτος τόμος της έρευνας που κυκλοφόρησε στη Ρώμη το 2017 από τις εκδόσεις Derive Approdi με τίτλο Κόκκινες Ταξιαρχίες. Από τα εργοστάσια στην “καμπάνια της άνοιξης”, την οποία και έφερε σε πέρας και συνυπέγραψε μαζί με τον Marco Clementi και την Elisa Santalena. Ένα μνημειώδες έργο ιστορικής αναδρομής της Οργάνωσης της οποίας υπήρξε μέλος, με το οποίο -μέσα από ατράνταχτα στοιχεία και ντοκουμέντα- αποκαθηλώνεται ολόκληρη η συνωμοσιολογική – κατασκοπευτική ιδεολογία της αστικής ιστοριογραφίας. Ένα έργο που έστρεψε επάνω του με μένος το “ενδιαφέρον” των “αντι”-τρομοκρατών και των “χωροφυλάκων της Μνήμης”…  

[…] Τον Ιούνη του 2021, η Αστυνομία πρόληψης [Polizia di prevenzione], η Ασφάλεια προστασίας πολιτεύματος [DIGOS] και η ταχυδρομική Αστυνομία [Polizia postale] εισέβαλαν στην κατοικία του, κατάσχοντας ολόκληρο το αρχείο του και τα ντοκουμέντα που είχε συλλέξει έπειτα από χρόνια ερευνών.  Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, ο συγγραφέας βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ ένα κουβάρι από κατηγορίες που με το πέρασμα του χρόνου η μια αντικαθιστά την άλλη.

Η παρούσα έκδοση διηγείται αυτό το μακρόσυρτο κυνήγι του “αδικήματος της έρευνας” και καταγγέλλει την ύπαρξη ενός αστυνομικού μηχανισμού που απασχολείται με την ιστορία, ο οποίος -όπως σε ένα οργουελικό σενάριο- ανακηρύσσεται σε υπουργείο αλήθειας, υπαγορεύοντας το παρελθόν, περιφράζοντας τα ζητήματα, φιλτράροντας τα περιεχόμενα. Η ανέφικτη αλήθεια για την υπόθεση Μόρο αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο το να καταπιάνεσαι με την ιστορία μπορεί να μετατραπεί σε αδίκημα […] [6]

Περισσότερο από ένα χρόνο έπειτα από την έναρξη αυτής της καφκικής δίωξης, οι προσχηματικές “έρευνες των αρχών” συνεχίζονται, ο Πάολο -μαζί με την οικογένεια του- εξακολουθεί να βιώνει αυτό το ιδιότυπο καθεστώς ομηρίας, με το αρχείο του να βρίσκεται ακόμα στα χέρια των απηνών διωκτών του, με κύριο στόχο την παρεμπόδιση της ιστορικής έρευνας του, μέσα από την οποία έχει καταφέρει να ρίξει “σταγόνες αλήθειας στη στοιχειωμένη πόλη”, μέσα στον ανιστόρητο ωκεανό των καθεστωτικών ψεμμάτων που υπηρετούν αέναα τη Λήθη…

Αντί επιλόγου

[…] οι δημοσιογράφοι ρωτάνε τον κομμουνιστή που ίσως όσο κανέναν άλλον δεν θυμούνται με τόσο δίκαιο τρόμο οι αστοί στην Ιταλία του ύστερου 20ου αιώνα: “Μέχρι τώρα βίωσες τη φυλακή και τη διάλυση της μνήμης. Αν ένας κακός άγγελος σου προσέφερε σε ένα πιάτο ελευθερία και λήθη και σε ένα άλλο φυλακή και μνήμη, ποιο θα προτιμούσες;”. Και εκείνος, όπως και τόσοι άλλοι πριν αλλά και μετά απ’ αυτόν, ακόμα και τώρα που μιλάμε, που δεν φοβούνται να δωρίσουν τη ζωή τους, να προσφέρουν τα χρόνια τους και να “λερώσουν τα χέρια τους”, σ’ όλους τους καιρούς, σ’ όλους τους τόπους για το “πέρασμα από την προϊστορία στην ιστορία της ανθρωπότητας, από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας” απαντάει με βαθιά ανθρωπιά και απαράμιλλη νηφαλιότητα: “Δεν υπάρχουν τόσο καταχθόνιοι άγγελοι, μονάχα οι άνθρωποι σου προσφέρουν δύο εξίσου οδυνηρούς τρόπους για να πεθάνεις. Επομένως θα του έλεγα: δώσε μου ελευθερία και μνήμη. Αν δεν είσαι ικανός για κάτι τέτοιο, αγαπητέ μου άγγελε, τότε πετάς χαμηλά, δεν φτάνεις καν στο ύψος της δικής μας ήττας” [7]

To εξώφυλλο του πρώτου τόμου του (προς το παρόν) ανολοκλήρωτου έργου, το οποίο αποτέλεσε την αφορμή και την αιτία για να τεθεί ο 60χρονος αγωνιστής – ιστορικός ερευνητής στο στόχαστρο των “χωροφυλάκων της Μνήμης”.

Σημειώσεις:

[1] Απόσπασμα από Ορέστε Σκαλτσόνε, “Μια άποψη για την πολιτική βια”. Δημοσιεύθηκε στα ελληνικά στο 1ο τεύχος του περιοδικού “Κείμενα” [Αθήνα, καλοκαίρι 1979].

[2] Απόσπασμα από “Διαδικτυακή κουβέντα με τον Πασκουάλε Αμπατάντζελο”, με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά της βιογραφίας του “Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα. Μια ιστορία της δεκαετίας του ‘70” [Εκδόσεις Διάδοση. Αθήνα 2020]. Πηγή: rednnoir.gr

[3] Απόσπασμα από Λεωνίδας Β. [Εξάρχεια, 17 Νοέμβρη 2021] Εισαγωγικό Σημείωμα στη βιογραφία του συντρόφου Μιχάλη Μαυρόπουλου “Εκκενώστε τους δρόμους από τα όνειρα…” [Εκδόσεις Μέθεξις. Θεσσαλονίκη 2021]

[4] Τον περασμένο Ιούνη, το Εφετείο του Παρισιού απέρριψε τελικά το ιταλικό αίτημα έκδοσης των 10 ηλικιωμένων κομμουνιστών και κομμουνιστριών, επικαλούμενο τα άρθρα 6 και 8 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων περί “σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και της ερήμην εκδίκασης”.

[5] Περισσότερα στοιχεία για την ιστορία και τις διασπάσεις της μακροβιότερης και μαζικότερης κομμουνιστικής Οργάνωσης του δυτικοευρωπαϊκού Αντάρτικου στο συλλογικό έργο της Επιτροπής για μια Διεθνή Κόκκινη Βοήθεια (Βρυξέλλες – Ζυρίχη) “Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Ιταλία”. [Πρώτη (εξαντλημένη) έκδοση στα ελληνικά από τις εκδόσεις Προλεταριακή Πρωτοβουλία, Αθήνα 2011. Κυκλοφορεί σε επανέκδοση από το Ταμείο Αλληλεγγύης φυλακισμένων και διωκόμενων αγωνιστών, Αθήνα, 2015].

[6] Απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του πρόσφατης έκδοσης (στα ιταλικά) Paolo Persichetti. “H αστυνομία της ιστορίας. Η φάμπρικα των ψευδών ειδήσεων για την υπόθεση Μόρο”. [Εκδόσεις Derive Approdi. Ρώμη, 2022].

[7] Απόσπασμα από την εισήγηση της Προλεταριακής Πρωτοβουλίας στη Bιβλιοπαρουσίαση “Μάριο Μορέττι. Ερυθρές Ταξιαρχίες. Μια Ιταλική Υπόθεση” (εκδόσεις Διάδοση, Αθήνα 2016) που πραγματοποιήθηκε στις 3/12/2016 στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός. Πηγή: prolprot.espivblogs.net

Λεωνίδας Β.

[Προλ.Πρωτ]: Δυο μεταδεκεμβριανά κείμενα & δυο διαχρονικά υστερόγραφα

Μια συνεισφορά στο κουτί της Μνήμης που όταν είναι συλλογική μπορεί και γίνεται και ανατρεπτική, ανακινούμενη και μεταβαλλόμενη σε ζώσα Ιστορία”, στο πλαίσιο της Εβδομάδας Αναστήλωσης του μνημείου του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια (Μεσολογγίου & Τζαβέλα. 4 – 11 Ιούνη 2022) που διοργανώθηκε από την Πρωτοβουλία Αναρχικών ενάντια στις κρατικές δολοφονίες. Μια εβδομάδα συναισθηματικά φορτισμένη και πολιτικά χρήσιμη που πραγματοποιήθηκε -παρά τις προκλήσεις των ένστολων μηχανοκίνητων συμμοριών της ομάδας Δ της ΕΛ.ΑΣ- με τη διαρκή παρουσία και τη μαζική συμμετοχή πολλών εκατοντάδων συντρόφων – συντροφισσών, πολλών πολιτικών τάσεων και γενιών αγωνιστών – αγωνιστριών του αναρχικού – αντιεξουσιαστικού χώρου, της κομμουνιστικής αριστεράς και του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος.

Μια εβδομάδα γεμάτη Θυμηση, η οποία (όπως έχει γραφτεί και αλλου, σε μια άλλη “βαριά” συνθήκη) “παρεμβαίνει και μας υπενθυμίζει πως, πέρα από διαφωνίες και αποστάσεις, υπάρχει κάτι ζωντανό και ελπιδοφόρο που πολλές φορές ξεχνάμε. Πώς μεγαλώσαμε και παλέψαμε μαζί. Στα ίδια μέρη, για τους ίδιους σκοπούς”.

Δυο κείμενα που μοιράστηκαν στην αθηναϊκή μητρόπολη το Γενάρη & τον Απρίλη του 2009 & δυο διαχρονικά υστερόγραφα.

με το αίμα ακόμα στα μάτια… με την οργή ακόμα στα χέρια…

πληρώσανε ακριβά αλλά χρωστάνε πολλά ακόμα!

Τα Δεκεμβριανά του 2008 μετρήσανε για χρόνια. Η εν ψυχρώ εκτέλεση του 15χρονου συντρόφου Αλέξη Γρηγορόπουλου από τον έμμισθο κρατικό φονιά Επαμεινώνδα Κορκονέα στα Εξάρχεια στις 6.12.08 αποτέλεσε τη σπίθα μέσα από την οποία η θλίψη έγινε οργή και η οργή εξέγερση. Από το ίδιο βράδυ και για πολλά μερόνυχτα η κοινωνική-ταξική αντιβία ξεχύθηκε στους δρόμους της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και δεκάδων άλλων ελλαδικών πόλεων και κωμοπόλεων για να επιστρέψει στην εξουσία ένα μερτικό εκδίκησης. Μια εκδίκηση που βρήκε τους τρόπους να εκφραστεί συλλογικά και πολύμορφα, μαζικά και ατομικά, αυθόρμητα και οργανωμένα. Οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις με τα μαντρόσκυλα της ελληνικής δημοκρατίας, οι δεκάδες συγκεντρώσεις και επιθέσεις στις γιάφκες της ελληνικής αστυνομίας, οι εμπρησμοί και τα σπασίματα εκατοντάδων τραπεζών και πολυκαταστημάτων, οι καταστροφές και οι απαλλοτριώσεις των εμπορευμάτων, το καμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν κάποιες από τις αρνήσεις που υψώθηκαν μπροστά στο δίλημμα που υφίσταται από τότε που υπάρχει εξουσία: προσκυνημένος ή εξεγερμένος, φιλήσυχος πολίτης ή άνθρωπος.

Ήταν η πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση και δώθε, εν καιρώ δημοκρατίας, που τόσοι πολλοί και πολλές, τόσοι διαφορετικοί και διαφορετικές, ίσοι μεταξύ ίσων, άντρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, ντόπιοι και ντόπιες, μετανάστες και μετανάστριες αρνήθηκαν τους ρόλους που τους έχει επιβάλει η εξουσία και αμφισβήτησαν έμπρακτα το προνόμιο του κράτους να σκοτώνει και να μην πληρώνει. Οι καταλήψεις ελληνικών προξενείων καθώς και οι επιθέσεις εναντίον τους, οι δυναμικές διαδηλώσεις –που σε μερικές περιπτώσεις οδήγησαν σε συλλήψεις και προφυλακίσεις– σε δεκάδες πόλεις ολόκληρης της υφηλίου απέδειξαν ότι οι από κάτω αυτού του κόσμου ξέρουν να μοιράζονται τη γλώσσα του δρόμου και της αλληλεγγύης.

Τα πλυντήρια εγκεφάλων μέσα από τις τηλεοπτικές οθόνες, το διαδίκτυο, τα πρωτοσέλιδα και τις ραδιοφωνικές συχνότητες έσπευσαν να «ερμηνεύσουν» και να διαχωρίσουν ανάμεσα σε «καλούς» μαθητές και «κακούς» κουκουλοφόρους, σε «ειρηνικούς διαδηλωτές» και «μετανάστες πλιατσικολόγους». Προσπάθησαν να σπείρουν τον τρόμο και τη σύγχυση. Μάταια όμως. Η εξέγερση είναι μία και αδιαίρετη. Όποιος και όποια βρίσκεται στους δρόμους ξέρει και τις αφορμές και τις αιτίες της. Ο μόνος διαχωρισμός που υπάρχει μέσα σε κάθε ταξική κοινωνία εκμετάλλευσης και καταπίεσης φάνηκε ήδη από τις πρώτες ώρες μετά τη δολοφονία του Αλέξη.

Από τη μία πλευρά των οδοφραγμάτων βρέθηκαν τα ανταριασμένα πλήθη των εξεγερμένων. Από την άλλη οι εχθροί τους: το κράτος για να εξασφαλίσει την εξουσία του, οι μπάτσοι του για να ξυλοκοπήσουν και να συλλάβουν, οι καραβανάδες για να κηρύξουν κίτρινο συναγερμό, οι παρακρατικοί νεοναζί για να συνδράμουν στο έργο των κατασταλτικών δυνάμεων, οι δικαστές και οι ανακριτές για να φυλακίσουν, τα κόμματα για να αντλήσουν (το καθένα με τον τρόπο του) πολιτική υπεραξία, Οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης για να σπιλώσουν συνειδήσεις, οι ρασοφόροι πλιατσικολόγοι για να αφορίσουν, οι έμποροι και οι εμποράκοι για να κλάψουν τις περιουσίες τους, οι νοικοκυραίοι για να απαιτήσουν την τάξη και την ασφάλεια, για ν’ απαιτήσουν δηλαδή την εφαρμογή αυτών των ιδεολογημάτων που έχουν οπλίσει τα χέρια δεκάδων φονιάδων σαν τον Κορκονέα και έχουν αφαιρέσει τη ζωή δεκάδων ανυπότακτων σαν τον Αλέξη.

Οι εύθραυστες βιτρίνες θρυμματίστηκαν και μαζί μ’ αυτές όλες οι ψευδαισθήσεις για μια ευημερία εθελοδουλίας, την οποία επιπλέον κανένας δεν μπορεί πια να υποσχεθεί πόσο μάλλον να εγγυηθεί. Τα ατμ των τραπεζών δε φτύνανε πλέον χρήμα αλλά φωτιά. Καμία προπαγάνδα δε θα μπορέσει να κρύψει την αλήθεια που έλαμψε στους δρόμους. Κανένας χημικός πόλεμος και καμία καταστολή δε θα μπορέσει να επιβάλλει τη σιγή νεκροταφείου. Τίποτα δε θα είναι όπως πριν. Μέσα σ’ αυτές τις εβδομάδες, κατά τη διάρκεια των οποίων εκτυλίχτηκε ένας εν δυνάμει εμφύλιος πόλεμος, κάθε συνείδηση αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να πάρει θέση και να επιλέξει: ή με τη ζωή ή με το θάνατο, ή με την εξέγερση ή με την εξουσία.

Η μηντιακή και διανοουμενίστικη γλώσσα της αφομοίωσης σκούζει ασταμάτητα: «μα δεν έχουν αιτήματα, είναι ένα ξέσπασμα, πρόκειται περί τυφλής βίας». Ναι λοιπόν κυρίες και κύριοι, δε ζητάμε τίποτα γιατί τα θέλουμε όλα, γιατί μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο προτιμάμε να κρύβουμε τα πρόσωπα μας και να περνάμε στην επίθεση. Όσο δε κατανοείτε τίποτα απ’ όσα λέμε και κάνουμε, τόσο πειθόμαστε ότι βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο, στο δρόμο της άρνησης αυτού του αιχμάλωτου κόσμου. Μάταια αναζητείτε αιτήματα, γιατί δεν έχουμε αιτήματα αλλά προτάγματα τα οποία και δε τα ζητιανεύουμε αλλά προσπαθούμε να τα καταστήσουμε χειροπιαστά: αυτοοργάνωση και αλληλεγγύη, συντροφικότητα και αλληλοσεβασμός μεταξύ των καταπιεσμένων, άσβεστο μίσος για την εξουσία και άμεση δράση για την καταστροφή της. Οι δεκάδες καταλήψεις πανεπιστημιακών σχολών, σχολείων, δημοτικών και άλλων κρατικών κτιρίων στο κέντρο και τις συνοικίες της Αθήνας και πολλών άλλων πόλεων της χώρας. Η αυτοοργάνωση της καθημερινότητας μέσα σ’ αυτές με γνώμονα την ισότητα και την αντιιρεραρχία. Τα αυτοοργανωμένα κυλικεία και εστιατόρια με τα απαλλοτριωμένα τρόφιμα. Οι προκηρύξεις, τα έντυπα, οι αφίσες, τα αυτοοργανωμένα ραδιόφωνα και οι ιστοσελίδες σα μέσα αδιαμεσολάβητης αντιπληροφόρησης. Οι εκδηλώσεις και οι συναυλίες αλληλεγγύης και οικονομικής ενίσχυσης των συλληφθέντων. Οι καταλήψεις δημόσιων και ιδιωτικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, οι εισβολές σε θεατρικές παραστάσεις. Οι πολυπληθείς συνελεύσεις και οι αποφάσεις τους δίχως προεδρεία και ψηφίσματα. Το νοιάξιμο του ενός για τον άλλο κόντρα στη λογική της καβάντζας. Το μοίρασμα ενάντια στην εξατομίκευση. Το ζωτικό αίσθημα της αντιστεκόμενης κοινότητας ενάντια στο ανεπαίσθητο κλουβί της οικογένειας. Αυτά είναι τα προτάγματα μας. Αυτά είναι τα χειροπιαστά ψήγματα του κόσμου που ονειρευόμαστε. Ξέρουμε καλά ότι για να καταστήσουμε αυτόν τον κόσμο απόλυτα πραγματικό θα πρέπει προηγουμένως να κατεδαφίσουμε οριστικά και αμετάκλητα το σφαγείο που ονομάζετε κράτος, δημοκρατία και ελεύθερη αγορά.

Μια κρατική σφαίρα στάθηκε αρκετή για να λερωθούν τα μεταξωτά βρακιά των ιδιοκτητών αυτού του κόσμου. Το ξέρουν καλά ότι τίποτα δεν τελείωσε και τίποτα δε θα τελειώσει. Το ξέρουμε και εμείς. Γιατί το χρωστάμε πρώτα απ’ όλα στους εαυτούς μας. Γιατί δε μας αξίζει η επιστροφή στην αθλιότητα της «κανονικότητας». Γιατί το χρωστάμε στον Αλέξη Γρηγορόπουλο. Και όχι μόνο. Το χρωστάμε στο Μιχάλη Καλτεζά, στη Σταματίνα Κανελοπούλου, στον Ιάκωβο Κουμή. Το χρωστάμε στον Τόνυ Όνουα, στον Έντισον Γιαχάι και στα δεκάδες ταξικά αδέλφια μας, στις δεκάδες ταξικές αδελφές μας που πέσανε νεκροί και νεκρές στους δρόμους, στα σύνορα, στα τμήματα, στις φυλακές και στους χώρους της μισθωτής σκλαβιάς. Το χρωστάμε στην Κωνσταντίνα Κούνεβα, τη μαχητική συνδικαλίστρια, που από τις 23.12.08 βρίσκεται να χαροπαλεύει στο δωμάτιο μιας εντατικής, έχοντας πέσει θύμα μιας θρασύδειλης επίθεσης με βιτριόλι από τους μπράβους της πασοκικής εργοδοσίας της οικομετ, επειδή επέλεξε να αγωνιστεί για τα δικαιώματα τα δικά της και των συναδελφισσών της, καθαριστριών στον ησαπ. Το χρωστάμε στους εκατοντάδες διωκόμενους, στους δεκάδες αιχμαλώτους αυτής της εξέγερσης, τους οποίους και δεν πρόκειται να αφήσουμε μόνους μπροστά στις αδηφάγες ορέξεις της αδέκαστης ελληνικής δικαιοσύνης…

οι αιχμάλωτοι της εξέγερσης δεν είναι μόνοι τους! τίποτα δεν τελείωσε, τίποτα δε θα τελειώσει!

όλα συνεχίζονται, όλα…

Αναρχικοί-ες από την Έρημο του Πραγματικού

Αθήνα, Γενάρης 2009

πηγή: prolprot.espivblogs.net

Κείμενο της κατάληψης Villa Amalias σχετικά με τις εξαγγελίες του εισαγγελέα Σανιδά.

για πάντα ανίκανοι να νικήσουν αυτό που ποτέ δε θα είναι ικανοί να αντιληφθούν

Η εξουσία είναι τρομαγμένη. Τέσσερις μήνες μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης του Δεκέμβρη, που πυροδοτήθηκε από τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξη από τον μπάτσο Κορκονέα στα Εξάρχεια και εξαπλώθηκε με πρωτόγνωρη ένταση και διάρκεια απ’ άκρη σ’ άκρη όλης της χώρας, προσπαθεί ν’ ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Αντιλαμβάνεται ότι αυτό το κύμα οργής δεν έσβησε. Ξέρει ότι οι συνειδήσεις και οι πρακτικές ευρύτερων κοινωνικών κομματιών έχουν περάσει στην αντίπερα όχθη, στην όχθη της αντιπαράθεσης με την αθλιότητα του επιβαλλόμενου παρόντος, στην όχθη της εναντίωσης στο ακόμα πιο επαίσχυντο μέλλον που τους επιφυλάσσουν οι καπιταλιστικές «λύσεις» της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης.

Το δυναμικό και πολύμορφο κίνημα αλληλεγγύης στην μαχητική εργάτρια Κωνσταντίνα Κούνεβα (που έπεσε θύμα μιας θρασύδειλης απόπειρας δολοφονίας με βιτριόλι από τους μπράβους των πασόκων αφεντικών της), η αντίσταση και η σύγκρουση με τα σχέδια του υπηρέτη των μεγαλοεργολάβων δημάρχου Αθηναίων Ν. Κακλαμάνη και η δυναμική με την οποία αυτή εκδηλώθηκε στο κατακρεουργημένο -από τις μπουλντόζες της ανάπλασης- πάρκο της οδού Πατησίων και Κύπρου στην Κυψέλη, οι αυτοοργανωμένες απόπειρες, οι τοπικές αντιστάσεις, οι καταλήψεις που ξεπηδάνε η μία μετά την άλλη στο κέντρο και τις συνοικίες της μητρόπολης… ένα μήνυμα στέλνουν στην εξουσία: όταν τα μυαλά των ανθρώπων πάρουν φωτιά, δύσκολα σβήνουν.

Η εξουσία είναι τρομαγμένη και γι’ αυτό τρομοκρατεί: Με δολοφονικές επιθέσεις (όπως στις 24.2.09 όταν παρακρατικοί πέταξαν χειροβομβίδα στο Στέκι Μεταναστών στα Εξάρχεια κατά τη διάρκεια εκδήλωσης του Συνδέσμου Αντιρρησιών Συνείδησης με σκοπό να σκοτώσουν), με δολοφονίες κρατουμένων και μεταναστών, με πυροβολισμούς, καταστολή και χημικό πόλεμο, με ξυλοδαρμούς, συλλήψεις και φυλακίσεις διαδηλωτών και αγωνιζόμενων ανθρώπων, με τη διάχυση της ρατσιστικής και ξενοφοβικής προπαγάνδας, με την φλύαρη μηντιακή πλύση εγκεφάλου, με την ακατάσχετη διασπορά της σύγχυσης και του τρόμου.

Η εξουσία ξέρει ότι κάθε καζάνι που συνεχίζει να βράζει μπορεί να εκραγεί και πάλι με απρόβλεπτες συνέπειες. Γι’ αυτό παίρνει τα μέτρα της: Ξεθάβει την αλήστου μνήμης κατηγορία της «περιύβρισης αρχής» γιατί δε θέλει να ακούει ότι οι μπάτσοι της είναι γουρούνια και δολοφόνοι. Ποινικοποιεί την «κάλυψη προσώπου», δηλαδή τα στοιχειώδη μέσα αυτοάμυνας που χρησιμοποιούν όσοι και όσες αγωνίζονται για να προστατεύσουν την ελευθερία τους και τη σωματική ακεραιότητα τους από το μεγάλο αδελφό των καμερών της και το χημικό οπλοστάσιο των πραιτόρων της. Μεθοδεύει τη νομική κατάργηση του κοινωνικού χαρακτήρα του πανεπιστημιακού ασύλου. Ξαμολάει στους δρόμους νέα σώματα μηχανοκίνητων κρατικών συμμοριών και ανακοινώνει (εν μέσω κρίσης) νέες προσλήψεις χιλιάδων ένστολων και μη μπάτσων και υπεραγορές κατασταλτικών μέσων. Εξαγγέλλει (έπειτα από την υπόδειξη ασφαλίτικων διαρροών στα μμε) την επίθεση της στις καταλήψεις, σ’ εκείνους δηλαδή τους ανοιχτούς κοινωνικούς-πολιτικούς χώρους που εδώ και δεκαετίες αποτελούν τα ζωντανά πειράματα για την κάλυψη των αναγκών και των επιθυμιών καθώς και τις ορατές και απτές υποδομές του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού κινήματος. Άλλωστε ανέκαθεν οι καταλήψεις, αυτά τα ορμητήρια της αντίστασης και της αλληλεγγύης, της αυτοοργάνωσης και της αντιεμπορευματικής έκφρασης και δημιουργίας κάθονταν στο λαιμό του κράτους. Δεν μπόρεσε να τις αφομοιώσει και να τις αλλοτριώσει. Το μόνο που μπορεί (όπως άλλωστε έχει κάνει και στο παρελθόν) είναι να αποπειραθεί να τις καταστείλει. Έτσι λοιπόν η αυτού μεγαλειότης της ελληνικής «δικαιοσύνης», ο εισαγγελέας του αρείου πάγου Σανιδάς, αφού κουκούλωσε κάθε «σκάνδαλο» και «σκανδαλάκι» από το οποίο θα έβγαινε στην επιφάνεια έστω και ένα ελάχιστο δείγμα από τη μπίχλα και τη σαπίλα της «καλύτερης δημοκρατίας που είχαμε ποτέ», διέτάξε στις 19.3.09 τους υφιστάμενους του ανά την επικράτεια να κηρύξουν τον πόλεμο ενάντια σ’ όσους και όσες συλλογικά και αυτοοργανωμένα συγκρούονται σε καθημερινό και βιωμένο επίπεδο με τον «πολιτισμό» της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας και τις «αξίες» της ιδιοκτησίας, της ασφάλειας και της εθελοδουλίας.

Είμαστε δύο κόσμοι σε σύγκρουση και την κυριολεξία αυτής της συνθήκης δεν περιμένουμε κανέναν Σανιδά για να μας την επιβεβαιώσει. Τη νιώθουμε και τη βιώνουμε κάθε μέρα, κάθε νύχτα, κάθε στιγμή της ζωής μας. Δε μας ξαφνιάζουν, ούτε μας φοβίζουν. Ξέρουμε ότι οι μπαμπούλες είναι ευάλωτοι. Γρυλίζουν, γιατί φοβούνται. Ξέρουμε ότι είμαστε πολλοί και πολλές, διαφορετικοί και διαφορετικές, ίσοι και ίσες. Ξέρουμε ότι δεν είμαστε φειδωλοί και φειδωλές στις συλλογικές απαντήσεις που μας αρμόζουν και μας αντιστοιχούν σε κάθε ερώτηση που μας θέτει -υπό την μορφή απειλής και εκβιασμού- η εξουσία. Αν θέλουν να ψάξουν για ναρκωτικά, να πάνε στα πάνελ των τηλεοπτικών στούντιο, αν θέλουν να βρουν όπλα ας πάνε στα στρατόπεδα και τα αστυνομικά τμήματα τους, αν θέλουν να εντοπίσουν τρομοκράτες ας κοιταχτούν στον καθρέφτη. Όσο για εμάς…

εξέγερση για πάντα κατάληψη παντού

διαδήλωση: τρίτη 28 απρίλη 2009 6μμ πάρκο ναυαρίνου & ζωοδόχου πηγής, εξάρχεια

κατάληψη villa amalias

αχαρνών 80 & χέυδεν

πηγή: villa-amalias.blogspot.com

ΥΓ Ι

“Πώς να σωπάσω μέσα μου
Την ομορφιά του κόσμου;
Ο ουρανός δικός μου
Η θάλασσα στα μέτρα μου.

[…]

Στου βούρκου μέσα τα νερά
Ποιά γλώσσα μού μιλάνε
Αυτοί που μού ζητάνε
Να χαμηλώσω τα φτερά;”

πηγή: αυτοκόλλητο Αλληλεγγύης στους συλληφθέντες των Δεκεμβριανών του 2008 που κυκλοφόρησε με το σύνθημα Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΣΥΛΛΗΠΤΗ στην αθηναϊκή μητρόπολη το Γενάρη του 2009

ΥΓ ΙΙ

στη Μνήμη του φίλου & συντρόφου Χρήστου Πολίτη

“Να θυμάσαι το χτες που ολούθε σε ζώνει

και θα νιώσεις το σήμερα τι ζητάει από σένα

πως τοιμάζει το πάλαιμα του σφυριού με τ’ αμόνι

της καινούργιας σου δύναμης τη γοργόφταστη γέννα”

Αλέξης Πάρνης

πηγή: οπισθόφυλλο του 4ου τεύχους (Αθήνα, Νοέμβρης 2017) της πολιτικής επιθεώρησης ΜΟΛΟΤ

μια (υποκειμενική) επιλογή με (πιστή) αντιγραφή των πρωτότυπων, από τις εκδόσεις

Προλεταριακή Πρωτοβουλία.

Εξάρχεια, Ιούνης 2022