[ΛΑΔ] 15 Μαρτίου 1944 – 2021 | 77 Χρόνια από το Μπλόκο της Καλογρέζας

Σαν σήμερα πριν 77 χρόνια, ξημέρωσε μία μαύρη μέρα για τον τόπο μας και το λαό του. Ήταν η μέρα όπου 23 εκλεκτά παλληκάρια του εκτελέστηκαν από τους ελληνόφωνους παρακρατικούς συνεργάτες των φασιστών κατακτητών. 23 λαϊκοί αγωνιστές της αντίστασης, όλοι τους μέλη του ΚΚΕ, του ΕΛΑΣ, της ΟΠΛΑ, του 8ου Τομέα του ΕΑΜ Αθηνών, πλήρωσαν το ύψιστο τίμημα της συμμετοχής τους στην υπόθεση της απελευθέρωσης.
Με μία συντονισμένη επιχείρηση κατευθυνόμενη από Γερμανούς και Αυστριακούς διοικητές, οι φασίστες της Ειδικής Ασφάλειας του κράτους-παρακράτους των δωσίλογων, τα Τάγματα Ασφαλείας και η Χωροφυλακή, περικύκλωσαν μαζικά τη συνοικία της Καλογρέζας, της Σαφράμπολης και μερικών τμημάτων της Νέας Ιωνίας. Διόλου τυχαία δεν ήταν η επιχείρηση διότι οι εργάτες και οι εργάτριες, ο προσφυγικός και εργατικός λαός των συγκεκριμένων περιοχών, είχαν γίνει αγκάθι για τα σχέδια των Γερμανών και Ιταλών ιμπεριαλιστών μέσα από τις απεργίες τους, τις πορείες τους, τη μαζική και μαχητική αντιστασιακή τους δράση. Με συνεχόμενες εισβολές σε σπίτια οι δωσίλογοι εντόπιζαν όποιον φαινόταν ως πιθανό μέλος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τον παρέδιδαν στους βασανιστές της Ειδικής Ασφάλειας, στο Λάμπου, στον Παρθενίου, στον Πλυτζανόπουλο. Τα βασανιστήρια που δέχτηκαν οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες του λαού μας ήταν φριχτά και απάνθρωπα. Σχεδόν κανείς όμως δε λίγησε στα βασανιστήρια και στη φασιστική παρακρατική τρομοκρατία. Για αυτό και οι 23 κομμουνιστές λαϊκοι αγωνιστές της Καλογρέζας και της Νέας Ιωνίας εκτελέστηκαν δημόσια στο ρέμα της Καλογρέζας δίπλα στα φτωχικά προσφυγικά παραπήγματα που είχαν γίνει εστία αγώνα όπως και τα ορυχεία της περιοχής. Η ιστορία και ο τοπικός λαός απέδειξε στη συνέχεια πως οι φασίστες κατακτητές και οι συνεργάτες τους δεν είχαν ξεμπερδέψει με τη Μόσχα της Αθήνας.
Με τη σημερινή μας μικρή κίνηση αποτίουμε ένα μικρό φόρο τιμής στους εκτελεσμένους του 8ου Τομέα του ΕΑΜ αλλά και φόρο ευγνωμοσύνης για τη θυσία τους προς τον ελληνικό λαό ως τέκνα του λαού. Τιμούμε τη δράση τους, την πολιτική τους θεώρηση, τον αντιφασιστικό και αντιιμπεριαλιστικό τους αγώνα. Παράλληλα, ο πραγματικός και ουσιαστικός φόρος τιμής κατατίθεται καθημερινά στον αγώνα ενάντια στο σύστημα που εκμεταλλεύεται και καταπιέζει τους λαούς όλου του κόσμου, στους δρόμους, στους χώρους εργασίας, στα σχολεία και στις σχολές, όπως αγωνίστηκαν και οι ίδιοι οι άνθρωποι της δρακογενιάς.
Παρά τις προσπάθειες της σημερινής αντιδραστικής και ξεδιάντροπης σημερινής δημοτικής αρχής της Νέας Ιωνίας, της Δημάρχου Δέσποινας Θωμαΐδου (υποστηριζόμενης από τη Νέα Δημοκρατία) ο τοπικός λαός αλλά και όλος ο λαός έχει χρέος να μην ξεχάσει το Μπλόκο. Σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό αστικό πολιτικό περιβάλλον, το οποίο επιχειρεί μαζικά να παραμορφώσει την ιστορία προς ιδίον όφελος, οι εκάστοτε υπόδουλες στον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό κυβερνήσεις (όπως και η ελληνική) σβήνουν από τη μνήμη τους κομμουνιστές, τους λαϊκούς αγωνιστές που θυσιάστηκαν κατά χιλιάδες σε όλες τις βαλκανικές χώρες. Παράγουν και αναπαράγουν ψεύδη και λασπολογίες ενάντια στους αγωνιστές του ΚΚΕ, του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, των Σέρβων και Αλβανών παρτιζάνων προκειμένου να σπιλώσουν τη μνήμη τους στις λαϊκές συνειδήσεις. Παράλληλα παρουσιάζουν κάθε λογής προδότη, κάθε λογής φασίστα ως λαϊκό ήρωα και απελευθερωτή. Η “ανεξάρτητη” δημοτική αρχή της Νέας Ιωνίας, προς ντροπή της, αφαίρεσε σπασμωδικά το περασμένο καλοκαίρι (2020) όλα τα δέντρα που είχαν φυτευτεί στο μνημείο του Μπλόκου της Καλογρέζας τα οποία έφεραν όλα και από έναν όνομα εκτελεσμένου αγωνιστή.
Ο τοπικός λαός δεν πρέπει να ξεχάσει τα 23 παλληκάρια τους που βασανίστηκαν, που μάτωσαν, που εκτελέστηκαν για την ελευθερία, για τον αγώνα. Δεν πρέπει να λησμονήσει ποτέ το τι επέφερε η φασιστική ιμπεριαλιστική κατοχή, η πολιτική της ελληνικής εργοδοσίας της εποχής και οι παρακρατικοί εντολοδόχοι τους. Κυρίως, όμως, δεν πρέπει να ξεχάσει τους λόγους για τους οποίους αγωνίστηκαν και εκτελέστηκαν. Η 15η του Μαρτίου πρέπει να στέκει πάντα στις σελίδες της ιστορίας της εργατικής τάξης, της προσφυγιάς, του λαού γιατί εκείνη τη μέρα 23 υπηρέτες του θυσιάστηκαν για την ελευθερία του λαού, τη λαοκρατία και τη λαϊκή εξουσία. Απλούστερα, όπως αποτύπωσε γραπτά ο μεγάλος Ρίτσος, οι ξέγνοιαστοι διαβάτες της ιστορίας πρέπει με ευλάβεια να περπατούν τα ποτισμένα με αίμα του λαού χώματα…
ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΗ ΣΤΟΝ ΤΙΜΙΟ ΑΓΩΝΑ
‘ΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΠΕΣΑΝ ΘΑ ΔΟΞΑΣΤΟΥΝ
ΕΑΜ ΕΛΑΣ ΕΠΟΝ ΟΠΛΑ  ΔΣΕ
ΠΑΡΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ ΛΑΕ
Λαϊκή Αντιφασιστική Δράση
15 Μαρτίου 2021
**
Από τις εκδόσεις Προλεταριακή Πρωτοβουλία κυκλοφόρησε το 2017 Το Μπλόκο της Καλογρέζας. Το αίμα δεν είναι νερό, η Μνήμη δεν είναι σκουπίδι”.
“Μια μικρή συμβολή για την υπεράσπιση της προλεταριακής μνήμης και της επαναστατικής ιστορίας του τόπου μας. Έναν ελάχιστο φόρο τιμής στους εκτελεσμένους κομμουνιστές της Καλογρέζας και σ’ όλους εκείνους τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες που έδωσαν τη ζωή τους –σ’ όλους τους καιρούς, σ’ όλους τους τόπους– παλεύοντας για λεύτερη πατρίδα και πανανθρώπινη λευτεριά, για έναν κόσμο στο μπόι των ονείρων και των ανθρώπων.

Η έκδοση περιλαμβάνει την ανάλυση-μαρτυρία του Θόδωρου Παπαδημητρίου, 12χρονου αυτόπτη μάρτυρα του Μπλόκου. Ο 26χρονος ανθρακωρύχος αδελφός του Γιώργος είναι ένας από τους εκτελεσμένους αγωνιστές της Καλογρέζας.

Ο βιομηχανικός εργάτης Θόδωρος Παπαδημητρίου υπήρξε ιστορική μορφή της Καλογρέζας. Από τα παιδικά του χρόνια θ‘ αναπτύξει αγωνιστική δράση. Σε ηλικία 10 χρονών αποβάλλεται δια παντός απ’ όλα τα σχολεία της χώρας για πολιτικούς λόγους. Στα 15 του θα συλληφθεί, θα δικαστεί και θα φυλακιστεί στις φυλακές ανηλίκων και στη συνέχεια θα εκτοπιστεί στα Μέγαρα. Θα οργανωθεί πολιτικά στην ΕΔΑ και το παράνομο ΚΚΕ και θ’ αναπτύξει συνδικαλιστική δράση μέσα από το Σωματείο Κλωστοϋφαντουργών. Το 1956 στρατεύεται και στέλνεται ως επικίνδυνος κομμουνιστής στο κολαστήριο της Μακρονήσου ενώ το 1967, κατά τη διάρκεια της χούντας θα εξοριστεί στη Γυάρο και στη συνέχεια στη Λέρο. Ξεχωριστό παράδειγμα αυτομόρφωσης, έγραψε πολλά (αδημοσίευτα) φιλοσοφικά, οικονομικά και πολιτικά δοκίμια. Το 2001 κυκλοφόρησε στην Αθήνα το δοκίμιο του“Καπιταλισμός και Στάση”. Έφυγε από τη ζωή το 2005 σε ηλικία 73 χρόνων”.

(από το εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης)

Δημήτρης Κουφοντίνας: “Αυτό που γίνεται εκεί έξω είναι πολύ πιο σημαντικό από αυτό για το οποίο ξεκίνησε”.

ΔΗΛΩΣΗ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑ
Η Αλληλεγγύη είναι η ζωτική συνθήκη που μας ενώνει στους αγώνες.
Ευχαριστώ τους φίλους και συντρόφους που στάθηκαν αλληλέγγυοι . Ευχαριστώ όλους τους προοδευτικούς ανθρώπους για την συμπαράστασή τους, που δεν ήταν συμπαράσταση σε ένα πρόσωπο, αλλά σε μια στιγμή αγώνα, απέναντι σε μια απάνθρωπη εξουσία .
Αλληλεγγύη και συμπαράσταση που δείξανε ότι υπάρχουν ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις που αντιστέκονται στην αυθαιρεσία, τη βία και τον αυταρχισμό. Κι αυτό αποτελεί μια νέα ελπίδα.
Η οικογένεια που κυβερνά απόδειξε πόσο αδίστακτη είναι στον εξευτελισμό των νόμων και του Συντάγματος, στην διαχείριση της δικαιοσύνης. Τους τα χαρίζω.
Τους κρίνει ο κόσμος που κατεβαίνει στους δρόμους. Αυτό που γίνεται εκεί έξω είναι πολύ πιο σημαντικό από αυτό για το οποίο ξεκίνησε.
Μπροστά στη δύναμη αυτών των αγώνων, δηλώνω απ’ τη μεριά μου ότι με την καρδιά και το μυαλό είμαι κι εγώ εκεί, ανάμεσά σας.
14 Μαρτίου 2021
(Η παραπάνω δήλωση μας δόθηκε σε τηλεφωνική επικοινωνία, σήμερα, από τον Δημήτρη Κουφοντίνα, από την Μονάδα εντατικής θεραπείας του Νοσοκομείου Λαμίας, όπου νοσηλεύεται κρατούμενος.)
14/3/2021
Η Συνήγορος
Ιωάννα Κούρτοβικ

Ιταλία, Ρώμη: Valerio Verbano. Μια πληγή ακόμα ανοιχτή.

Με σκοπό την κινηματική προλεταριακή αυτομόρφωση και την υπεράσπιση της διεθνιστικής αντιφασιστικής Μνήμης, με αφορμή την επικείμενη φετινή συμπλήρωση 41 χρόνων από τη θρασύδειλη δολοφονία στις 22 Φλεβάρη 1980 στη Ρώμη του νεολαίου κομμουνιστή αγωνιστή Βαλέριο Βερμπάνο, ζητήσαμε, λάβαμε, μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε το ακόλουθο κείμενο του συντρόφου Marco Capoccetti Boccia, ιστορικού και συγγραφέα, του οποίου (στα ελληνικά) κυκλοφορεί το αυτοβιογραφικό διήγημα “Οδομαχίες. Αυτόνομοι χωρίς Αυτονομία” (εκδ. Red n’ Noir. Αθήνα 2019) ενώ υπό έκδοση (στα ελληνικά) βρίσκεται και το “Μην ξεχάσεις την οργή. Ιστορίες του γηπέδου, των δρόμων, των πλατειών”.

Ανάμεσα στα άλλα γραπτά του, ο σύντροφος έχει συγγράψει επίσης και την ιστορική έρευνα 380 σελίδων που κυκλοφόρησε (στα ιταλικά) το 2011 (και σε 2η εμπλουτισμένη έκδοση το 2020) με τίτλο: “Βαλέριο Βερμπάνο. Μια πληγή ακόμα ανοικτή. Πάθος και θάνατος ενός στρατευμένου κομμουνιστή” -“Valerio Verbano. Una ferita ancora aperta. Passione e morte di un militante comunista”.

Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος, τη Δευτέρα 22 Φλεβάρη 2021 στη Ρώμη οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι του Βαλέριο τιμάνε τη Μνήμη του, στους δρόμους όπου έζησε και αντιστάθηκε, εκεί που αγωνίστηκε και έπεσε μαχόμενος, καλώντας “σε αντιφασιστική κινητοποίηση, με υπεράσπιση της συλλογικής υγείας, τηρώντας αποστάσεις αλλά όλοι και όλες μαζί…” , υπενθυμίζοντας έμπρακτα:

Το αίμα δεν είναι νερό. Η Μνήμη δεν είναι σκουπίδι.

Η μετάφραση του παρόντος κειμένου αφιερώνεται συντροφικά στους αγωνιστές Κ.Δ και Δ.Λ, οι οποίοι -εδώ και πάνω από ένα χρόνο- βρίσκονται υπό αστυνομική και δικαστική ομηρία, στο στόχαστρο της “αντι”τρομοκρατίας και της “δικαιοσύνης” του Κεφαλαίου και του Κράτους του, κατηγορούμενοι για αντιφασιστικές άμεσες δράσεις (την άνοιξη και το φθινόπωρο του 2019) ενάντια στις χρυσαυγίτικες γιάφκες στο Μενίδι και το Σταθμό Λαρίσης στην Αθήνα.

Προλεταριακή Πρωτοβουλία.

Αθήνα, 18 Φλεβάρη 2021.

42η ημέρα απεργίας πείνας και Αγώνα για Ζωή του πολιτικού κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα.

Αφίσα της Αυτονομίας που κυκλοφόρησε στη Ρώμη το Φλεβάρη του 1980, αμέσως μετά τη δολοφονία του Βαλέριο: ΠΕΘΑΝΕ ΕΝΑΣ ΠΑΡΤΙΖΑΝΟΣ. ΑΛΛΟΙ ΕΚΑΤΟ ΘΑ ΓΕΝΝΗΘΟΥΝ. ΒΑΛΕΡΙΟ. ΕΝΑΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ. Η ζωή του πρέπει να εξηγηθεί και να εξιστορηθεί. Βρίσκεται μέσα μας και μέσα στο επαναστατικό κίνημα. Όχι ένα όνομα σ’ ένα μόνο δρόμο αλλά σε όλους τους δρόμους και όλες τις πλατείες. ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΝΕ. ΔΕΝ ΑΡΚΟΥΝ 100 ΜΑΥΡΑ ΨΟΦΙΜΙΑ. ΟΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ”.

Βαλέριο Βερμπάνο. Μια πληγή ακόμα ανοιχτή.

του Marco Capoccetti Boccia

Στις 22 Φλεβάρη του 1980 τρεις ένοπλοι, με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους, εισβάλουν στο σπίτι του Βαλέριο Βερμπάνο, στη συνοικία Montesacro της Ρώμης. Ο Βαλέριο, ο οποίος δεν έχει κλείσει ακόμα τα δεκαεννιά του χρόνια, δεν είναι στο σπίτι. Οι τρεις θα δέσουν και θα φιμώσουν την Κάρλα και τον Σάρντο, τους γονείς του Βαλέριο, περιμένοντας το νεαρό να επιστρέψει.

Εκείνη την ημέρα, ο νεολαίος στρατευμένος αυτόνομος Βαλέριο θα πεθάνει, δολοφονημένος από μια σφαίρα με 38αρι διαμέτρημα. Από τότε μέχρι και σήμερα, σχετικά με αυτή τη δολοφονία δεν βρέθηκε ακόμα καμία δικαστική αλήθεια. Υπάρχει όμως η ιστορική και πολιτική αλήθεια, αυτή που ήταν πάντοτε ξεκάθαρη για τους συντρόφους και τις συντρόφισσες του Βαλέριο: τον δολοφόνησαν οι φασίστες.

Το κίνητρο -πιθανότατα- να βρίσκεται στις έρευνες γύρω από το νεοφασισμό στη Ρώμη, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για το ένοπλο κομμάτι του [“Ένοπλοι Επαναστατικοί Πυρήνες” – “Nuclei Armati Rivoluzionari” (ΝΑR) και “Τρίτη Θέση”Terza Posizione”] και των δεσμών του με τους θεσμούς και το οργανωμένο έγκλημα, τις οποίες ο Βαλέριο κατέγραφε σε κείμενα που γίνανε γνωστά ως “φάκελος Βερμπάνο”.

Ένας φάκελος που θεωρούταν χαμένος και κατεστραμμένος, όπως τόσοι άλλοι, τόσα άλλα πειστήρια που -από αμέλεια ή συνέργεια- εξαφανίστηκαν και χάρη στα οποία -ίσως- να ήταν δυνατός ο εντοπισμός των δολοφόνων του.

Αυτός ο φάκελος, αφού πρώτα εξαφανίστηκε μυστηριωδώς μέσα στις αίθουσες του Δικαστηρίου της Ρώμης, επανεμφανίστηκε -έπειτα από 30 χρόνια- στα γραφεία της Εισαγγελίας της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας της πρωτεύουσας. Η δολοφονία του Βαλέριο Βερμπάνο αποτελεί μια από τις ωμότερες σελίδες εκείνων των χρόνων, όπου η φασιστική βία εκδηλωνόταν στο δρόμο και μέσα από τη στρατηγική των σφαγών του Κράτους.

Ο Βαλέριο αποτελεί ένα σύμβολο του αντιφασιστικού αγώνα και της αυτόνομης στράτευσης. Μέσα στα σύγχρονα δύσκολα χρόνια -κατά τη διάρκεια των οποίων αναγεννήθηκε ο φασισμός και ο διάχυτος ρατσισμός- η ανάγνωση της ζωής του Βαλέριο Βερμπάνο και της δουλειάς που εκείνος έκανε στο πεδίο της αντιπληροφόρησης, μπορεί και πρέπει να αποτελεί ένα βασικό βοήθημα.

Ρώμη, συνοικία Montesacro. 22 Φλεβάρη 2016: Η αντιφασιστική διαδήλωση τιμής και μνήμης κάτω από το σπίτι του και τόπο δολοφονίας του Βαλέριο.

Πράγματι, για την πόλη της Ρώμης, η μορφή του Βαλέριο Βερμπάνο υψώθηκε σε σύμβολο του στρατευμένου αντιφασισμού από το ανταγωνιστικό κίνημα σε όλες τις συνιστώσες του, και από τη στιγμή της δολοφονίας του μέχρι και σήμερα, οργανώθηκαν κάθε 22 Φλεβάρη διαδηλώσεις στη μνήμη του, στις οποίες έχουν συμμετάσχει συνολικά πολλές χιλιάδες άνθρωποι.

Αν κάποια επεισόδια φασιστικής βίας συζητήθηκαν επί μακρόν και διαμορφώθηκε μια κοινή μνήμη ή προέκυψε μια μερική δικαστική ετυμηγορία, για άλλα πάλι δεν είναι καθόλου έτσι. Η υπόθεση του Βαλέριο Βερμπάνο ανήκει -αναμφίβολα- σε αυτά τα τελευταία.

Η εμβάθυνση γύρω από τη μορφή του συγκεκριμένου συντρόφου μέσα από μια ιστορική οπτική γωνία, μας βοηθάει έτσι ώστε να ανατρέξουμε σε αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια εκείνης της συγκεκριμένης περιόδου της δεκαετίας του 1970 στη Ρώμη, εστιάζοντας ιδιαίτερα στις πολιτικές δυναμικές της νεολαίας που αναπτύχθηκαν σε συγκεκριμένες συνοικίες, πχ στο βορειοανατολικό τομέα της πόλης, εκεί όπου το επίπεδο της πολιτικής σύγκρουσης ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά, ανάμεσα στο Κράτος και το Κίνημα ήταν πάρα πολύ υψηλό, και όπου ανάμεσα στο 1976 και το 1983 καταγράφηκαν εννιά δολοφονίες ακτιβιστών της αριστεράς και της δεξιάς, καθώς και οργάνων των δυνάμεων ασφαλείας και δικαστικών.

Η ζωή του Βερμπάνο διασχίζει και διασχίζεται από σημαντικά πολιτικά γεγονότα. Η δολοφονία του δεν είναι το τελευταίο. Ο βίαιος θάνατος του παραμένει μια υπόθεση ανοιχτή μέχρι και σήμερα, η οποία εντάσσεται αξιωματικά ανάμεσα στα πάρα πολλά μυστήρια της Ιταλίας, αν μη τι άλλο για τις μυστηριώδεις εξαφανίσεις των πειστηρίων του εγκλήματος, οι οποίες καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της μακράς και άκαρπης έρευνας που σύρθηκε επί μακρόν υποκριτικά από το Δικαστήριο της Ρώμης.

Πρόκειται για μια ασυνήθιστη δολοφονία, ακόμα και σχετικά με τις συνθήκες της: κρατήθηκαν όμηροι οι γονείς του μέσα στο σπίτι τους και ψάξανε το δωμάτιο του Βαλέριο. Το όνομα του Βαλέριο Βερμπάνο είναι άρρηκτα δεμένο με τη δολοφονία του -που έμεινε χωρίς ενόχους- και το φάκελο αντιφασιστικής αντιπληροφόρησης που τού είχε κατασχέσει η Αστυνομία, ο οποίος και περιείχε φωτογραφικό και πληροφοριακό υλικό, σχετικά με μέλη των κρατικών δυνάμεων ασφαλείας και της άκρας δεξιάς της Ρώμης, καθώς και των επαφών τους με τον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος.

Ο Βαλέριο Βερμπάνο γεννήθηκε στη Ρώμη στις 25 Φλεβάρη 1961. Το Σεπτέμβρη του 1975, ο Βαλέριο εγγράφεται στο επιστημονικό Λύκειο “Αρχιμήδης”Archemide”.

Πρόκειται για ένα λύκειο ήδη πολύ γνωστό, για τους πάρα πολλούς στρατευμένους αριστερούς μαθητές του, τόσο στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα – Partito Comunista Italiano (PCI) όσο και στην αναδυόμενη Προλεταριακή ΔημοκρατίαDemocrazia Proletaria (DP), αλλά και στο Κίνημα, στη Συνεχή Πάλη – Lotta Continua (LC), την Εργατική Πρωτοπορία – Avanguardia Operaia, αλλά και σ’ έναν από τους πρώτους μαθητικούς πυρήνες της Ρώμης: τον Αυτόνομο Πυρήνα Αρχιμήδη – Nucleo Autonomo Archemide, με τον οποίο ο Βαλέριο αρχίζει να σχετίζεται ήδη από τον πρώτο χρόνο της φοίτησης του στο σχολείο.

Πρόκειται για έναν από τους πρώτους μαθητικούς πυρήνες που είχαν συνδεθεί με τη ρωμαϊκή Εργατική Αυτονομία – Autonomia Operaia (AO), με παρουσία σ’ ένα λύκειο όπου -αντίθετα- ήδη από το 1968 οι μαθητικές συλλογικότητες που συνδέονταν με τις ιστορικές ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ήταν εκείνες που κατείχαν την αριθμητική και οργανωτική πλειοψηφία.

Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, ο Βαλέριο μαζί με άλλους συμμαθητές του συστρατεύονται για τη μετατροπή μιας μικρής ομάδας όπως αυτός ο Πυρήνας, σε μια πλατιά πολιτική και καλά οργανωμένη συλλογικότητα, η οποία θα γίνει διάσημη ως Collettivo Autonomo, ένα από τα σημαντικότερα ανάμεσα στο ευρύ μαθητικό πανόραμα της πόλης.

Η πολιτική δραστηριοποίηση του Βαλέριο Βερμπάνο, όπως και πάρα πολλών άλλων μαθητών και μαθητριών εκείνης της εποχής, δεν εκδηλώνεται μονάχα μέσα στο σχολείο αλλά και στη συνοικία όπου ζούνε, όπως και στις πλησιέστερες, όπου έξω από τις πολυάριθμες έδρες των κομμάτων της θεσμικής αριστεράς, σχηματίζονται ομάδες αγοριών και κοριτσιών από τα δεκατέσσερα και πάνω,που αρχίζουν να συναντιούνται στους δρόμους, τις πλατείες, έξω από μπαρ και σε παρκάκια. Αυτά τα σημεία συνάντησης σε ανοιχτούς χώρους θα λειτουργήσουν ως σημεία έλξης για πάρα πολλά άλλα αιτήματα της νεολαίας που αναπτύχθηκαν εκείνα τα χρόνια, τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά – πολιτισμικά, ή και ακόμα σε επίπεδο απλής διασκέδασης. Σε έναν από αυτούς τους χώρους ο Βαλέριο θα συναντηθεί με νέους και μαθητές σαν κι εκείνον, μαζί με τους οποίους θα ξεκινήσει κοινές πολιτικές διαδρομές και θα μοιραστεί χώρους κοινωνικότητας και πολιτισμικής ανάτασης.

Ο Βαλέριο Βερμπάνο είναι ένας μαθητής λυκείου που έκλεισε τα δεκαέξι στις 25 Φλεβάρη 1977, την ημέρα της μεγάλης πανεθνικής συνέλευσης του Κινήματος στο πανεπιστήμιο της Ρώμης La Sapienza.

Ο Βαλέριο συμμετέχει με τα μπούνια σε αυτό το κίνημα, αναλαμβάνει καθήκοντα στην οργάνωση των απεργιών, των συνελεύσεων, της κατάληψης στο σχολείο του, ενώ παράλληλα συμμετέχει στις πολιτικές πρωτοβουλίες που προωθεί το Κίνημα, τόσο μέσα στα πανεπιστήμια όσο και έξω, στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης. Μετά τις συνελεύσεις στο πανεπιστήμιο, συμμετέχει στις διαδηλώσεις στις 5 και τις 12 Μάρτη του 1977.

Εκείνη της 12ης Μάρτη, μνημονεύεται από τις δημοσιογραφικές και τις ιστορικές αναφορές ως η ημέρα της μεγάλης διαδήλωσης του Κινήματος στη Ρώμη, όπου επί ώρες σημειώθηκαν συγκρούσεις με την Αστυνομία και τους Καραμπινιέρους, αφού πρώτα αυτοί οι τελευταίοι είχαν δολοφονήσει -την προηγούμενη ημέρα στη Μπολόνια- τον φοιτητή Ιατρικής και στρατευμένο στη LC Φραντσέσκο Λορούσσο.

Στη Ρώμη, δυο μήνες μετά την απόπειρα δολοφονίας [με πυροβολισμούς μέσα στο πανεπιστήμιο] κατά του φοιτητή Bellachioma, πραγματοποιείται μια ακόμα -από ένα νεοφασίστα που δεν θα ταυτοποιηθεί από τις αρχές- ενάντια σ’ έναν στρατευμένο κομμουνιστή, τον Μαουρίτσιο Σ., ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά έπειτα από πυροβολισμό που δέχτηκε στις 21 Απρίλη 1977, μέσα στο αστικό λεωφορείο 37.

Μερικούς μήνες αργότερα, οι φασίστες των νεοσυσταθέντων NAR θα δολοφονήσουν στις 30 Σεπτέμβρη το στρατευμένο της LC Walter Rossi, κατά τη διάρκεια μιας δράσης αντιφασιστικής αντιπληροφόρησης. Την επόμενη ημέρα, οι φασίστες θα αποπειραθούν να εισβάλουν στο Λύκειο Archemide, όμως ο Βαλέριο και οι σύντροφοι του θα τους αποκρούσουνε, τρέποντας τους σε φυγή.

Έπειτα, το Φλεβάρη και τον Οκτώβρη του 1978, οι φασίστες θα δολοφονήσουν -με πυροβολισμούς στη μέση του δρόμου- ακόμα δυο στρατευμένους της αριστεράς, τον Roberto Scialabba και τον Ivo Zini. Ο Βαλέριο συμμετέχει στις διαδηλώσεις που ακολουθούνε μετά από τις δολοφονίες αυτών των συντρόφων, οι οποίοι ήταν νεαροί όπως κι εκείνος. Διαδηλώσεις στρατευμένου αντιφασισμού με επιθέσεις σε πάρα πολλές φασιστικές έδρες, σε όλη την πόλη της Ρώμης.

Θα είναι αυτές οι δολοφονίες γύρω από τις οποίες ο Βαλέριο Βερμπάνο θα ασχοληθεί προσωπικά, συστήνοντας μια ομάδα εργασίας και έρευνας, αποτελούμενη και από άλλους νεότατους συντρόφους του. Θα παρακολουθήσουν και θα φωτογραφίσουν τους φασίστες, θα μελετήσουν τις σχέσεις τους με τους εμπόρους ηρωίνης και τους πράκτορες των δυνάμεων ασφαλείας, φτιάχνοντας έναν ογκώδη φάκελο, ο οποίος και θα κατασχεθεί από το σπίτι του, από τους ασφαλίτες της DIGOS στις 21 Απρίλη 1979. Ο Βερμπάνο θα συλληφθεί μετά την ανεύρεση ενός πιστολιού κατά τη διάρκεια της έρευνας στο σπίτι του και θα εκτίσει εφτά μήνες προφυλάκισης. Μετά την αποφυλάκισή του, ξεκινάει και πάλι από την αρχή τη δουλειά για τον Αντιφασιστικό Φάκελο, αλλά στις 22 Φλεβάρη του 1980 θα δολοφονηθεί μέσα στο σπίτι του, από τρεις ενόπλους με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους.

Από τότε μέχρι και σήμερα, η Μνήμη του παραμένει ζωντανή και δυνατή μέσα στο αντιφασιστικό κίνημα της Ρώμης.

Ρώμη, συνοικία Tufello. Φλεβάρης 2021

“Τα δέκα χρόνια που συγκλόνισαν τον κόσμο”: Ένας διάλογος με τον R. Sciortino [Μέρος Γ]

Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις”.

Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Ιl Lato Cattivo *.

Δημοσιεύθηκε στις 6/6/2020 στο illatocattivo.blogspot.com

Αγωνιστικές ευχαριστίες στον αναρχικό φίλο και σύντροφο G.G, για την επισήμανση και την αποστολή αυτού του πολύ ενδιαφέροντος υλικού καθώς και για τις θεωρητικές αναλυτικές συζητήσεις: αυτές που αποτελούν διαχρονικά το γόνιμο λίπασμα για κάθε διαλεχτική σκέψη που δεν φοβάται τη σύνθεση, για κάθε συλλογική άμεση δράση που παλεύει “για τα μικρά και τα μεγάλα”, συνεχίζοντας να στοχεύει στην κοινωνική-ταξική απελευθέρωση από τα θανατηφόρα δεσμά της κρατικής-καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής εξουσίας.

Η μετάφραση αφιερώνεται στον φίλο και σύντροφο,

κομμουνιστή πολιτικό κρατούμενο Πολύκαρπο Γεωργιάδη.

Προλεταριακή Πρωτοβουλία,

με την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας [ΚτΒ]

Αθήνα, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2020.

Ακολουθεί η μετάφραση του τρίτου και τελευταίου μέρους της συνέντευξης στα ελληνικά.

Για Εισαγωγή & Μέρος Α : πατήστε ΕΔΩ

Για Εισαγωγή & Μέρος Β : πατήστε ΕΔΩ

ILC: Στο βιβλίο σου δίνεται μια κάποια έμφαση στην έννοια του ιμπεριαλισμού και τη δυσμένεια στην οποία έχει περιπέσει. Κατά τη γνώμη μας, υπάρχουν δυο βάσιμοι λόγοι, με διόλου αμελητέο το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε για να σημάνει τα πάντα και το αντίθετο των πάντων, και μερικές φορές για να νομιμοποιήσει τεράστιες αθλιότητες. Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα της επαναφοράς και επανεπεξεργασίας του πρέπει να τεθεί. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι στη μπροσούρα του Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού [1], ο Λένιν θεωρητικοποιούσε την είσοδο σε μια νέα φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ουσιαστικά χαρακτηρισμένης από τη συγχώνευση του βιομηχανικού με το τραπεζιτικό κεφάλαιο και την πρωτοκαθεδρία των μονοπωλίων και των τραστ. Η επικαιρότητα αυτής της θεωρητικοποίησης εξαρτάται από το πόσο επίκαιρα είναι και τα φαινόμενα που σκόπευε ν’ αναλύσει με αυτή. Μια επικαιρότητα που πρέπει να διαπιστωθεί εμπειρικά. Για παράδειγμα, ποια είναι η κατάσταση των υπαρχόντων μονοπωλίων; Ποια είναι η -παντού και πάντα- σχετική ικανότητα αποφυγής της ανταγωνιστικότητας ή -με μαρξιστικούς όρους- δραπέτευσης από το γενικό ισοζύγιο του ποσοστού κέρδους; Αυτό είναι το ένα πρόβλημα. Έπειτα, προς υπεράσπιση της αλήθειας, πρέπει να ειπωθεί ότι η μπροσούρα του Λένιν δεν χάραζε μια ιδιαίτερη αντίληψη για τη σχέση μεταξύ των κεντρικών καπιταλιστικών και των περιφερειακών χωρών, παρά μόνο από την οπτική της εξαγωγής των κεφαλαίων και της αποικιοκρατίας, δηλαδή μέσω ενός δεδομένου -αν μη τι άλλο- χειροπιαστού. Ούτε διατύπωνε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στο ιμπεριαλιστικό και σ’ ένα μη-ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Κατά τη γνώμη μας, πρέπει να ξαναπιάσουμε την ίδια τη θεωρία της εργατικής αριστοκρατίας. (Τα μονοπώλια δεν αναδιανέμουν αυθορμήτως τα υπερκέρδη τους. Οι αυξημένες τιμές -από τις οποίες πηγάζει και η κυριαρχία τους- δεν είναι διόλου ευνοϊκές για τις τσέπες των μισθωτών στις κεντρικές χώρες). Αυτή η θεωρία δεν ισχυρίζεται ότι οι εργάτες των κεντρικών χωρών συμμετέχουν στην εκμετάλλευση των εργατών στις περιφερειακές ή τις ημι-περιφερειακές χώρες, όπως -αντίθετα- υποστήριζε ο Arghiri Emmanuel [2] στα τέλη της δεκαετίας του 1960, με μια εξωφρενική θεωρία, τόσο ως προς τις προϋποθέσεις της όσο και ως προς τα συμπεράσματα της, (Συνοπτικά, οι χώρες εννοημένες ως χωριστά κοπάδια της παραγωγής). Τέλος, σκιαγραφώντας το ανώτατο στάδιο, ο Λένιν ανατρέχει στη πιο σύγχρονη φάση που διατυπώνεται με τον υπότιτλο Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο του Hilferding [Λονδίνο, 1910], το έργο το οποίο μαζί με το Ο ιμπεριαλισμός του Hobson [1902] [3] αποτέλεσαν και τις βασικές πηγές της έμπνευσης του. Από αυτές τις σύντομες αναφορές θα μπορούσε να εξαχθεί η ακόλουθη οπτική: ο ιμπεριαλισμός -πρώτα και κύρια- ως “νέα εποχή πολέμου και επανάστασης”, όχι αναγκαστικά ανώτατης με την έννοια της απώτατης, η οποία όμως (σε κάθε περίπτωση) αποτελεί μια ασυνέχεια στο βαθμό εκείνο που (στο εσωτερικό της) η ενδοκαπιταλιστική σύγκρουση δεν μπορεί πλέον να επιλυθεί με “καθαρά” οικονομικούς όρους ή διαμέσου περιφερειακών συρράξεων. Ταυτόχρονα, το ζήτημα του κομμουνισμού επανέρχεται στην ημερήσια διάταξη σε κεντρικές περιοχές της συσσώρευσης. Επομένως, ο ιμπεριαλισμός ως μια φάση -όχι μοναδική, αλλά περιοδικά επίκαιρη- κατά τη διάρκεια της οποίας επικρατεί η αντίθετη τάση από εκείνη για την “ειρηνική συνύπαρξη” μεταξύ των βασικών καπιταλιστικών πόλων και την ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς. Με αυτή την έννοια, αποπειραθήκαμε να εννοήσουμε το 2008 (τη χρονιά της παγκόσμιας κρίσης, αλλά και της σύγκρουσης στη Γεωργία που αποτέλεσε το πρώτο σημάδι της ρώσικης ανάκαμψης στο γεωπολιτικό πεδίο), ως το σημείο καμπής από την αμερικάνικη μονοπολική συνθήκη (=ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς) στη σταδιακή επαναφορά της γεωστρατηγικής διένεξης (=θρυμματισμός της παγκόσμιας αγοράς). Συμφωνείς; Σε ικανοποιεί αυτός ο ορισμός της έννοιας του ιμπεριαλισμού;

RS: Πρόκειται σίγουρα για μια όψη του ζητήματος αλλά ακριβώς μονάχα γι’ αυτό, δηλαδή για μια όψη του. Η επανεμφάνιση της ανοιχτής ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης, με μια αποτύπωση της και στο στρατιωτικό επίπεδο, πραγματώνεται σήμερα μέσα σε μια συνθήκη αρκετά διαφορετική από εκείνη που είχε σκιαγραφήσει ο Λένιν, καθώς και από εκείνη μέσα στην οποία έλαβε χώρα η πλούσια συζητήση του μαρξισμού εκείνης της εποχής, ο οποίος και χαρακτηριζόταν ακόμα από τα όρια που θέτονταν από τη σχετικά περιορισμένη επέκταση (σε παγκόσμιο επίπεδο) του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ). Η απόπειρα προβολής της στο σήμερα, ανάμεσα σε αμετάβλητες τάσεις και ασυνέχειες, κρίνεται απαραίτητη για μια ανάλυση όχι μονάχα της συγκεκριμένης “φάσης”, αλλά και για να αποφύγουμε τις οικονομίστικες ή και τις γραμμικές αναγνώσεις, σχετικά με τις δυναμικές που αναπτύσσονται τόσο ενδοκαπιταλιστικά όσο και μέσα στην ίδια την πάλη των τάξεων. Αυτό είναι ένα πολύ λεπτό πολιτικό ζήτημα. Κατά κάποιο τρόπο, πρόκειται για μια πρωτοφανέρωτη συνθήκη: ακόμα και αποκλειστικά σε σχέση με τις διακρατικές σχέσεις, βλέπουμε -για να το πούμε κάπως άγαρμπα- ένα είδος “υπεριμπεριαλισμού” των ΗΠΑ (ας είναι ξεκάθαρο, όχι α λα Κάουτσκυ της δεκαετίας του 1920), οικονομικά διασυνδεδεμένου με τους ιμπεριαλισμούς περιορισμένης ισχύος στη δυτική Ευρώπη (έπειτα από τη διαδοχή της ηγεμονίας από τη Μεγάλη Βρετανία στις ΗΠΑ -χωρίς μια άμεση στρατιωτική αναμέτρηση- που χαρακτηρίζει και το τέλος της “παλιάς αποικιοκρατίας”) που ανταγωνίζονται δυο σχηματισμούς “ανακτημένου” καπιταλισμού, όπως η Κίνα και η Ρωσία, οι οποίοι μπορούν να ανταγωνιστούν αλλά όχι να αναμετρηθούν με τη Δύση, ενώ στο βάθος υπάρχουν μεγάλες περιφερειακές εκτάσεις, “εξαρτημένες” και ενταγμένες μέσα στους κεντρικούς παραγωγικούς και χρηματοπιστωτικούς μηχανισμούς, με κράτη “παρίες”, κράτη υποταγμένα στη Δύση (που μπορεί και να τρέφουν φιλοδοξίες ανέλιξης σε τοπικό επίπεδο) και “αποτυχημένα” κράτη. (Η ορολογία των γιάνκηδων είναι αντίστοιχη της δημιουργικότητας της ψυχαγωγικής βιομηχανίας τους). Εδώ, μπορώ να αναφερθώ συνοπτικά σ’ έναν τρόπο σκέψης με τον οποίο επιχειρείται να τεθεί ενιαία ένα κοινό νήμα, σχετιζόμενο με όλες αυτές τις πολυπλοκότητες. Σε θεωρητικό επίπεδο, αυτό το νήμα δεν μπορεί να αποκοπεί από τα άλλα αντίστοιχα που θέσαμε στην προηγούμενη ερώτηση, για το πλασματικό κεφάλαιο, αλλά μας φέρνει πιο κοντά -με μαρξιστικούς όρους- στα χειροπιαστά επίπεδα της ανταγωνιστικότητας μεταξύ των πολλών κεφαλαίων, επομένως πιο κοντά στην ανάλυση της συγκεκριμένης λογικής και του συγκεκριμένου αντικειμένου.

Νομίζω ότι ο όρος ιμπεριαλισμός πρέπει να χρησιμοποιηθεί με τουλάχιστον τρεις έννοιες.

1) Ο ιμπεριαλισμός ως αναπόδραστο στάδιο ανάπτυξης του ΚΤΠ, όπως επισημαίνει ο Λένιν, χαρακτηρισμένος από μια ακραία συγκεντροποίηση των κεφαλαίων και από ένα ταξικό μονοπώλιο, ολοένα και πιο απρόσωπο, όπως σωστά παρατηρεί ο Μπορντίγκα στο Ιδιοκτησία και Κεφάλαιο σχετικά με τις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις, οι οποίες (σε κάθε περίπτωση) δεν σταματάνε να πληθαίνουν, αν και με τρόπους ολοένα και καταστροφικότερους. Η αντίδραση απέναντι στην τάση προς την κρίση που είναι σύμφυτη με το κεφάλαιο, δεν προδιαγράφει από μόνη της καμία γραμμική πορεία παρακμής του, αντίθετα διατηρεί τη δυνατότητα σχετικής ανανέωσης του μέσα από την αναδιάρθρωση της ταξικής σχέσης και του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, όμως προσοχή, με αυξανόμενες κοινωνικές και φυσικές συνέπειες και χωρίς να αποφεύγεται το πέρασμα της μέσα από το χάος, τους πολέμους και τις πιθανές επαναστάσεις.

2) Ο ιμπεριαλισμός ως παγκόσμιο σύστημα, ανάμεικτο και άνισο: όπου η άνιση ανάπτυξη προκύπτει όχι μονάχα σε εθνική αλλά (ακριβώς) σε διεθνή κλίμακα, αντανακλώντας ένα διαχωρισμό, ο οποίος δεν είναι στατικός αλλά αφότου καθιερωθεί καθίσταται –σχετικά- επίμονος. Ένας διαχωρισμός ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη-χώρες και εκείνες τις περιοχές-κράτη που δεν κατάφεραν να ενταχθούν σ’ αυτή τη χούφτα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, στις οποίες αναφερόταν ο Λένιν. Το βασικό σημείο έγκειται ιδιαίτερα στο γεγονός ότι η τρέχουσα διεθνοποίηση έρχεται για να επιβεβαιώσει, και όχι για να διαψεύσει τη φύση του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης που μπορεί να υπάρξει μονάχα μέσα από μια έντονη πόλωση (τόσο ταξική όσο και γεω-οικονομική) του παραγόμενου πλούτου, μέσα από την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργατικής δύναμης και του φυσικού περιβάλλοντος, χωρίς να δίνει καμία δυνατότητα για ίσο διαμοιρασμό των κεφαλαίων.

3) Η τάση προς μια (ακόμα και) ένοπλη ενδοϊμπεριαλιστική σύρραξη, που φέρνει όμως στην επιφάνεια τον τρόπο με τον οποίο αυτή η τάση εμπλέκεται χειροπιαστά με τις ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις σε μη κεντρικές περιοχές και ιδιαίτερα ως προς αυτό, με τις αντιιμπεριαλιστικές ωθήσεις που μπορούν να δοθούν μέσα από εθνικά αστικά υποκείμενα. Σχετικά με το λεπτό ζήτημα της σχέσης αυτού του αστικού αντιιμπεριαλισμού με τον αντικαπιταλισμό θα επανέλθω.

Επομένως, ο ιμπεριαλισμός είναι παγκόσμιος, δεν είναι όμως ούτε ενιαίος ούτε ομοιογενής. Διαχωρίζεται ανάμεσα σε μια μικρή ομάδα ιμπεριαλιστικών υποκειμένων (στον πληθυντικό) και υποκειμένων που αν και είναι ενταγμένα στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων εντούτοις δεν είναι, ούτε μπορούν να γίνουν ιμπεριαλιστικά και μερικές φορές εμφανίζονται ως (εθνικά) αντιιμπεριαλιστικά, με όλες τις υπάρχουσες διαβαθμίσεις που σχετίζονται δυναμικά με τον τρόπο που αυτά αναπτύχθηκαν μέσα στην ιστορική διαδρομή τους. Αυτό δεν αποτελεί αντίφαση, αλλά σχετίζεται με το γεγονός ότι η κεφαλαιοκρατική σχέση επέκτεινε εκθετικά την ακτίνα δράσης της, σε τέτοια γεωγραφική έκταση και με τέτοια πυκνότητα, χωρίς όμως να μεταβληθεί (εν τω μεταξύ) το δεδομένο γεγονός της συγκέντρωσης της υπεραξίας σ’ ένα ολοένα και πιο περιορισμένο αριθμό χωρών και οικονομικών παραγόντων, οι οποίοι φυσικά (και συγκριτικά με προηγούμενες φάσεις) έχουν μεταβληθεί και έχουν μετατραπεί σε ακόμα συγκεντρωτικότερους. Πχ, η βιομηχανία της πληροφορικής όπου κυριαρχούν οι πανίσχυρες corporations με την αστερόεσσα. Επομένως, αυτή δεν είναι μια αμελητέα συνέπεια, αφού ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της παγκόσμιας επικράτησης του ΚΤΠ δεν έχουμε, ούτε πρόκειται ποτέ να έχουμε ένα προλεταριάτο που να είναι ομογενοποιημένο σε διεθνές επίπεδο, κάτω από μια και μοναδική καπιταλιστική διοίκηση και με εξαφανισμένα τα προβλήματα της άνισης ανάπτυξης, ακόμα και εκείνα που αποτυπώνονται σε εθνικό επίπεδο. Αυτό θέτει τουλάχιστον τρία είδη “νέων” προβλημάτων: τοποθέτηση και ρόλος του παγκόσμιου ηγεμόνα, έκταση και συνέπειες της ανόδου της καπιταλιστικής Κίνας, ρόλος των μαζών στο Νότο του κόσμου και φύση της δημοκρατικής διεκδίκησης.

1) Με το πέρασμα στην υπαρκτή συμπερίληψη και το τεχνολογικό άλμα της παραγωγής που υπήρξαν εν μέσω πλήρους εξέλιξης του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, ανάμεσα στους δυο παγκόσμιους πολέμους, και έπειτα με την εγκαθίδρυση της μεταπολεμικής ηγεμονίας των ΗΠΑ, προέκυψε και η πλήρης γενίκευση των πλασματικών αξιών που -αρχικά- αναπαράχθηκαν μέσω των πληθωριστικών μηχανισμών του καθεστώτος [που επιβλήθηκε με τη διάσκεψη] του Bretton Woods [τον Ιούλιο του 1944], οι οποίες και “έσκασαν” με το τέλος του, κατά της διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Από τότε κι έπειτα, μια αυξανόμενη μάζα από τίτλους αξιών σε δολάρια (χωρίς αντίστοιχο υπαρκτό αντίκρισμα) βολοδέρνει αναζητώντας αξιοποίηση, με αντάλλαγμα τα παγκόσμια εμπορικά πλεονάσματα ή μέσα από την απόσπαση των τεράστιων κεφαλαίων από τις υποτελείς χώρες, μέσω του συστήματος των διεθνών δανείων και του δημόσιου χρέους. Τα (ολοένα και πιο κεφαλαιοκρατικά) κράτη και οι κεντρικές τράπεζες των ιμπεριαλιστικών χωρών ανέλαβαν το ρόλο του εγγυητή αυτής της κυκλοφορίας (και της διατήρησης της αξίας για αυτούς τους έγγραφους τίτλους παρεμποδίζοντας -σε περίπτωση κρίσης- ένα γενικευμένο αποπληθωρισμό), μέσα από μια συνεχή μεταφορά πόρων που εξάγονται από την παγκόσμια εργατική δύναμη και τις περιφερειακές χώρες. Με αυτό συνδέεται και ο χρηματιστικός (ιδιαίτερος και κομβικός) ρόλος των ΗΠΑ, η άλλη όψη της γεωπολιτικής ηγεμονίας τους, ως εγγυητές και (ταυτόχρονα) εκβιαστές του παγκόσμιου συστήματος, χάρη στην εγγυημένη χρηματοδότηση από το έλλειμμα του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών τους. Έτσι προκύπτει και η αντίστοιχη ώθηση προς την παγκοσμιοποίηση, που επέκτεινε τη διείσδυση του πλασματικού κεφαλαίου, τόσο με τις αλυσίδες της εργασίας που γίνανε παγκόσμιες, όσο και με τους ανθρώπινους και τους φυσικούς πόρους των χώρων που δεν έχουν ακόμα απορροφηθεί, και δεν πρόκειται ποτέ να απορροφηθούν απόλυτα, μέσα στην προηγμένη καπιταλιστική παραγωγή. Επομένως, οι ΗΠΑ κατέχουν ένα κεντρικό ρόλο, ελέγχοντας τη χρηματοπιστωτική ροή και το παγκόσμιο νόμισμα, καθώς επίσης και έναν στρατιωτικό μηχανισμό, ικανό για μια παγκόσμια αποτύπωση. Η υπάρχουσα σύνδεση ανάμεσα στο δολάριο και τις στρατηγικές των ΗΠΑ είναι το κλειδί για την ανάγνωση της παγκόσμιας γεωπολιτικής.

Επομένως, όπως ορθά είχε διακρίνει ο Μπορντίγκα, την επαύριο της δεύτερης παγκόσμιας πολεμικής σύγκρουσης, μιλώντας για τη θερμοπυρηνική αποικιοκρατία, η ηγεμονία των ΗΠΑ είναι ποιοτικά διαφορετική από τις προηγούμενες, οι οποίες πάντοτε βρήκαν στο διάβα τους αντίπαλους ιμπεριαλισμούς που -δυνητικά- ήταν ικανοί να τους υποκαταστήσουν. Ο χρηματιστικός ιμπεριαλισμός του δολαρίου, ακόμα και υπό πίεση, φαίνεται να έχει επηρεάσει άμεσα αυτή τη δυναμική, όχι υπό την έννοια ότι (μέσα στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα) δεν υπάρχουν ή δεν θα προκύψουν ολοένα και πιο έντονες αντιπαραθέσεις, αλλά μ’ εκείνη που δεν διακρίνει σε μεσοπρόθεσμο διάστημα έναν πιθανό εναλλακτικό ηγεμόνα, ικανό να θέσει υπό τον έλεγχο του ένα μηχανισμό τόσο πολύπλοκο και διασυνδεδεμένο. Πρόκειται για μια ανωμαλία την οποία -εσχάτως- είχε διακρίνει και ο ίδιος ο Arrighi.

Με αυτή την έννοια, η κρίση της ηγεμονίας με την αστερόεσσα αντικατοπτρίζεται ως ο κίνδυνος μιας αποσύνδεσης για ολόκληρο το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, απέναντι σε εκείνες που στο βιβλίο ονομάζω πολυπολικές γοητείες. Πρόκειται για ένα σχετικό νεωτερισμό, ο οποίος ανοίγει μια σειρά από ερωτήματα γύρω από την πιθανή ενδο-ιμπεριαλιστική δυναμική. Πχ, μπορεί να υποτεθεί το γεγονός της αποδέσμευσης της Γερμανίας από τον Αντλαντισμό καθώς και οι συνθήκες μέσα στις οποίες αυτή θα μπορούσε να προκύψει. Όπως επίσης και η δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ του ιμπεριαλισμού και του υπόλοιπου κόσμου, ιδιαίτερα με την Κίνα. Παράλληλα όμως ανοίγει και ερωτήματα γύρω από τον συσχετισμό των δυνάμεων που θα μπορούσε να αποδειχθεί ευνοϊκός για μια πιθανή επαναστατική διαδικασία, η οποία είναι ξεκάθαρο πως χρειάζεται συνολικά το ξέσπασμα μιας κρίσης (από τα μέσα και από τα έξω) απέναντι στην ισχύ των ΗΠΑ, όπως είχε ήδη διακρίνει ο Μπορντίγκα που ασκεί πολεμική ενάντια στις διπολικές γοητείες των καθαρόαιμων διεθνιστών. Κατά κάποιο τρόπο, πρόκειται για πρωτοφανέρωτους παράγοντες που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποκλειστικά με τα άρματα που προσφέρει η θεωρία του Λένιν ή της Λούξεμπουργκ για τον ιμπεριαλισμό.

2) Η Κίνα. Ας ξεκινήσουμε δηλώνοντας ότι θεωρούμε δεδομένη την καπιταλιστική φύση της, όπως άλλωστε γνωρίζουν όλοι οι σοβαροί αστοί. Αλλά λέγοντας αυτό δε σημαίνει ότι τα έχουμε πει όλα. Το βασικό σημείο έγκειται στη “μετάβαση” της στον καπιταλισμό, επάνω στο κύμα μιας αντιιμπεριαλιστικής και δημοκρατικής επανάστασης, και χάρη στα εκατομμύρια των εκατομμυρίων χωρικών που έγιναν προλετάριοι, οι οποίοι σήμερα παράγουν για την παγκόσμια αγορά. Με την έννοια ότι αν από τη μία πλευρά δεν έγινε εφικτή, εξαιτίας της ιστορικής “καθυστέρησης” (ή και των βαθύτερων ορίων του δικού της κοινωνικού και οικονομικού σχηματισμού), η ένταξη της στην ιμπεριαλιστική λέσχη, από την άλλη πάλι, παρήγαγε μια ανωμαλία που καθιστά την Κίνα σε ιδιαίτερη περίπτωση, συγκριτικά με την κλασσική σχέση “νεοαποικιοκρατικής” εξάρτησης. Οι βασικοί λόγοι είναι δύο: η παρουσία ενός αχανούς και πειθαρχημένου προλεταριάτου και ενός αρκούντως σταθερού Κράτους, το οποίο και μπορούσε να εγγυηθεί για τις [παραγωγικές] αποτοπικοποιήσεις μετά το 1979. Όλο αυτό, υπό τη συνθήκη μιας ουσιαστικής δημοκρατικής διαλεκτικής ανάμεσα στις εργαζόμενες τάξεις και το Κράτος, ανάμεσα στις κινητοποιήσεις και την καπιταλιστική ανάπτυξη, με συνέπειες στους όρους ενός κοινωνικού συμβολαίου με σχεδόν σοσιαλδημοκρατικό ύφος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αν και το βασικό μερίδιο της εξαγόμενης υπεραξίας επιστρέφει στις δυτικές μητροπόλεις, το περίσσευμα των κερδών (αν και αναλογικά πολύ χαμηλό) παραμένει στην Κίνα, αλλά σε μια τέτοια ποσότητα που δεν είναι αμελητέα κι έτσι (όχι μόνο) ενίσχυσε το σχηματισμό μιας εσωτερικής αστικής τάξης που (σε σημαντικό βαθμό) συσπειρώνεται γύρω από το Κράτος, το οποίο δεν αποτελεί μια απλή επιτροπή, τηλεκατευθυνόμενη από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, αλλά ακολουθεί ένα πλάνο ανάπτυξης του εθνικού καπιταλισμού. Σε αντίθεση με πολλές άλλες απόπειρες που προέκυψαν από την αποαποικιοκρατία, η κινέζικη απόπειρα για λόγους ιστορικούς, ταξικούς αλλά και εδαφικής έκτασης δεν είχε το ανάλογο τέλος με άλλες αντίστοιχες (αποαποικιοκρατία στη Λατινική Αμερική, αραβικός εθνικισμός, παναφρικανισμός) που ρημάχτηκαν εξαιτίας (και) των δικών τους παλινωδιών, της διεθνούς απομόνωσης τους και της ιμπεριαλιστικής αντίδρασης. Η Κίνα χρησιμοποιεί τα αποθέματα της έτσι ώστε (με αυτά) να υφαίνει ένα επιχειρηματικό δίκτυο, παράλληλο με το βασικό της Δύσης, εκμεταλλευόμενη τις αντιξοότητες και πατώντας έτσι πόδι στην Αφρική, τη λατινική Αμερική, τη νοτιοανατολική Ασία, με οικονομικές και χρηματοπιστωτικές πολιτικές κάπως πιο αυτόνομες από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Απέχοντας πολύ από το να αποτελεί εκείνη τη σκληρή στυγνή κατασταλτική δικτατορία που περιγράφουν τα δυτικά (ακόμα και αριστερά) καθεστωτικά ΜΜΕ, το κινέζικο Κράτος (όχι από τη φύση του, αλλά εξαιτίας της διαλεκτικής ανάμεσα στις ισχυρές εσωτερικές και εξωτερικές κοινωνικές δυνάμεις) κατάφερε ως τώρα να διαφυλάξει τη βάση του κοινωνικού συμβολαίου: τη διασύνδεση των παραγωγικών δυνάμεων με τη διάχυση μιας (σχετικής και διαφοροποιημένης) ευημερίας για όλες τις τάξεις. Είναι ξεκάθαρο πως η κοινωνική άνοδος δεν προέκυψε αυτόματα και από τα πάνω, αλλά χάρη σε μια διαρκή κινητοποίηση των προλετάριων και των χωρικών, μέσα από τα επίσημα κανάλια του Κράτους και του κόμματος, αλλά (όταν αυτό είναι απαραίτητο) και μέσα από τα ανεπίσημα των μαζικών ταραχών, οι οποίες ακόμα και όταν καταστάλθηκαν, έδωσαν (πάντοτε) ζωή σε μια διαλεκτική απάντηση από την πλευρά του Κράτους και του κόμματος. Αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο είναι ο βασικός παράγοντας που εγγυήθηκε την εσωτερική σταθερότητα. Από αυτό το σημείο κι έπειτα αρχίζουν τα προβλήματα. Αναμφίβολα, οι βελτιώσεις των συνθηκών που αποσπάστηκαν δεν οφείλονται στις καλές προθέσεις των διεθνών παραγγελιοδοτών. Αντίθετα, για την αντιμετώπιση της κρίσης του 2008 το Κράτος αναγκάστηκε να καταφύγει σ’ έναν αυξανόμενο εσωτερικό δανεισμό, ένα ριψοκίνδυνο παράγοντα (όπως φάνηκε και από τη μινι-κρίση του 2015-16) για τον οποίο (εκτός των άλλων), από πλευράς της Δύσης, έλαβε για απάντηση μονάχα… τον πόλεμο των δασμών του Τραμπ και τις κατηγορίες για πρόκληση της τρέχουσας πανδημίας. Επομένως, για την Κίνα αποτελεί ζωτική ανάγκη η αποδέσμευση της από το ρόλο του εργοστασίου για το δυτικό κόσμο, η απόσπαση ενός μεγαλύτερου μεριδίου της παγκόσμιας υπεραξίας μέσα από την άνοδο της στην αλυσίδα της αξίας. Όχι έτσι ώστε να προκαλέσει μια γενικευμένη αντιστροφή της παγκόσμιας αγοράς, αλλά για να περάσει από την τωρινή περιφερειακή συνθήκη (τουλάχιστον) σε μια ημι-περιφερειακή θέση, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί προϋπόθεση για τη σταθερότητα και (σε τελική ανάλυση) τη διατήρηση της ως ενιαίο Κράτος.

Δεν είναι εδώ το κατάλληλο σημείο για να αναλύσουμε τους τρόπους με τους οποίους το Πεκίνο προσπαθεί να επιτύχει αυτό το στόχο του: η δημιουργία δικών του φιρμών, η ανάπτυξη ενός δικού του τομέα παραγωγής βιομηχανικών και τεχνολογικών μηχανημάτων, η επέκταση της αγοράς για τα καταναλωτικά και επενδυτικά προϊόντα της, μέσω της προσέγγισης περιφερειακών ζωνών της παγκόσμιας αγοράς (Νέοι Δρόμου του Μεταξιού). Το ζήτημα είναι ότι αυτές οι απόπειρες ανεβάζουν το επίπεδο της σύγκρουσης ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και την Κίνα. Ακόμα και η πολιτική των “μικρών βημάτων” διαβρώνει την υλική βάση της ιμπεριαλιστικής προσταγής σε παγκόσμιο επίπεδο, και ακόμα περισσότερο σε μια στιγμή όπως η τωρινή, όπου η γενικευμένη κρίση καθιστά σε οξύτερη τη σύγκρουση. Οι εναλλακτικές που διακρίνονται στο βάθος έχουν να κάνουν με το αν η Κίνα θα μπορέσει να αφιερώσει τους πόρους της για την “εσωτερική ανάπτυξη” της ή αν (θέλοντας και μη) θα αναγκαστεί τελικά να τους κάψει μέσα στις διεθνείς αγορές, ώστε να συνεισφέρει στην αποφυγή μιας τεράστιας απώλειας αξίας για το πλασματικό κεφάλαιο (το οποίο ανήκει συντριπτικά σε άλλους). Το ζήτημα έγκειται στο γεγονός ότι η Κίνα δεν μπορεί να απομονωθεί, όπως έκανε στην εποχή του Μάο. Ακόμα και με μια υποτιθέμενη “περιφεροποίηση” της δεν θα μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει περιοχές αυστηρά διαχωρισμένες μεταξύ τους, αλλά το πολύ να δημιουργήσει διάφορα μπλοκ που θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την κατάκτηση καλύτερων θέσεων μέσα στην παγκόσμια αγορά, μέσα στην προοπτική μια γενικευμένης πολεμικής σύρραξης.

Όλα αυτά έχουν βαρύτατες συνέπειες για τις ταξικές σχέσεις. Σε αυτό το επίπεδο και για τους προαναφερθέντες λόγους, η δυναμική των πραγμάτων δεν εξελίσσεται μονάχα μεταξύ δυο μονομάχων, με το προλεταριάτο αντιμέτωπο με το Κράτος και τη μπουρζουαζία, αλλά (και ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνουν οι χωρικοί και οι μεσαίες τάξεις των πόλεων) τουλάχιστον μεταξύ τριών, εξαιτίας της ανυπέρβλητης εξωτερικής ιμπεριαλιστικής παρουσίας και πίεσης. Αυτό είναι κάτι που πιθανότατα (άλλα όχι εντελώς) αποκλείει το γεγονός μιας ανάπτυξης της πάλης των τάξεων από πλευράς των Κινέζων προλετάριων, η οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί άμεσα σε έναν εσωτερικό και διεθνή ξεσηκωμό ενάντια στο σύστημα, μονάχα μέσα από την ανάπτυξη -και στη Δύση- μιας βαθιάς ρωγμής ενάντια στην κοινωνική ειρήνη. Γι’ αυτό το λόγο και μέσα από την επανεκκίνηση των κοινωνικών δυναμικών που αναστατώνουν τις υπάρχουσες δομές, μπορεί να υποτεθεί ένα πέρασμα, ή μάλλον καλύτερα μια διαδρομή δημοκρατικών διεκδικήσεων, με ιδιαίτερα διαφορετικό το ταξικό αποτύπωμα που αφήνει στις διάφορες περιπτώσεις. Είτε όμως και μια άλλη διαδρομή, με την έννοια της πολιτικής και οικονομικής φιλελευθεροποίησης, συμβατής με τα δυτικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα: η μετατροπή του συγκεντρωτικού και εθνικιστικού κινέζικου Κράτους σε ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό Κράτος που θα παραιτηθεί κάθε δικαιώματος για παρεμβάσεις από τα πάνω για μια εθνική ανάπτυξη, δίνοντας το ελευθέρας στη δράση εκείνων των κεφαλαίων και εκείνων των ανταγωνιζομένων μεσαίων τάξεων, οι οποίες θα προσελκύονταν έτσι από τα (αρκετά πιο) ελκυστικά δυτικά χρηματοπιστωτικά κέντρα. Έτσι προκύπτουν και οι απόπειρες χρωματιστών επαναστάσεων τύπου Χονγκ Κονγκ, οι ελιγμοί για το Θιβέτ και την περιοχή της Σιντσιάνγκ κλπ. Είτε ακόμα και μια διαδρομή με την έννοια του εκδημοκρατισμού ενός καπιταλιστικού Κράτους που έχει φτάσει στην ωριμότητα του, με μια διευρυμένη εσωτερική αγορά που είναι σε θέση να υποστηρίξει τα αστικά συμφέροντα χωρίς να είναι πλέον αναγκαία η κρατική (αυστηρά συγκεντρωτική) καθοδήγηση, αλλά και ικανή (τώρα πια) να τεθεί “στα ίσια” απέναντι στους διεθνείς ανταγωνιστές της. Πιθανότατα αυτή να είναι και η μακροπρόθεσμη προοπτική που τίθεται υπό τη σημερινή κομμουνιστική διεύθυνση, που αντικειμενικά είναι δύσκολα εφαρμόσιμη. Ή τέλος, μια διαδρομή με την έννοια μιας προλεταριακής δραστηριοποίησης που (περνώντας αρχικά μέσα από μια άμυνα για την υπεράσπιση του καθαυτού ταξικού συμφέροντος, του εθνικού καπιταλισμού και της περαιτέρω ανάπτυξης απέναντι στις ιμπεριαλιστικές πιέσεις) αποδεσμεύεται προχωρώντας με άλματα, προς τους δικούς της ταξικούς και διεθνιστικούς σκοπούς, προς μια δική της διεκδίκηση της εξουσίας. Κάτι που δεν θα είναι εφικτό, το επαναλαμβάνω, χωρίς πρώτα να έχει προκύψει και μια σοβαρή ταξική προλεταριακή επανεκκίνηση στην ίδια τη Δύση, χάρη και στην αντανάκλαση που αποκτάει κι εδώ η ταξική αντίσταση (ακόμα και μέσα στο εσωτερικό πλαίσιο του εθνικού καπιταλισμού) που εκδηλώνεται εκεί. Προς το παρόν, είναι δύσκολο να υποτεθεί κάτι παραπάνω από κάτι σαν κι αυτό.

3) Μέσα από τη διασύνδεση (που σήμερα πλέον είναι πολύ βαθύτερη από όσο ήταν στο παρελθόν) της τοπικής καπιταλιστικής ανάπτυξης με την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση, ο λεγόμενος Τρίτος Κόσμος θρυμματίστηκε και διαλύθηκε πολιτικά (και μαζί του και η ιδεολογία του). Μιλώντας χοντρικά, μπορούμε να διακρίνουμε δυο στρατόπεδα. Μια σειρά κρατών που (μέσα από μια αποκλειστικά καπιταλιστική οπτική) δοκιμάζουν μια διαδρομή μεγαλύτερης εθνικής αυτονομίας σε σχέση με τον ιμπεριαλισμό του δολαρίου, βρίσκοντας συχνά ανταπόκριση από την πλευρά της Κίνας και της Ρωσίας (σχετικά με αυτή τη χώρα που είναι τόσο σημαντική για τις παγκόσμιες στρατηγικές εξελίξεις, δεν είναι δυνατό να σταθούμε εδώ ιδιαίτερα). Πολλά από αυτά τα κράτη βρίσκονται επάνω στις γεωπολιτικές συνοριογραμμές και δοκιμάζουν να διαδραματίσουν έναν πιο αυτόνομο τοπικό ρόλο (Τουρκία, Ιράν, Νότια Αφρική, Βραζιλία, Αργεντινή και με την Ινδία σε μια πιο διφορούμενη θέση. Η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, το Μεξικό κα, για γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους βρίσκονται υπό τον αστερισμό των ΗΠΑ). Το δομικό πρόβλημα που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν (ή είναι αναγκασμένες να αντιμετωπίσουν στο μέλλον) αυτές οι χώρες έγκειται στο γεγονός ότι η επέκταση της μισθωτής εργασίας δεν επιτεύχθηκε στο βαθμό που ελπιζόταν με την αποαποικιοκρατία, δηλαδή με το σχηματισμό εθνικών κεφαλαίων με άμεση πρόσβαση στην παγκόσμια αγορά, κυρίως μέσω της αποτοπικοποίησης των δυτικών φιρμών, που διατηρούν το μεγαλύτερο μερίδιο της παραγόμενης υπεραξίας. Επομένως, συχνά πυκνά, τα περιθώρια για εργοδοτικές υποχωρήσεις είναι σχεδόν μηδενικά. Ούτε οι εργατικοί αγώνες μπορούν να είναι και τόσο καθοριστικοί για τις αποφάσεις των δυτικών παραγγελιοδοτών, που μπορούν να μεταφέρουν την παραγωγή τους αλλού. Το ζήτημα επομένως από οικονομικό γίνεται πολιτικό, ανακαλώντας το Κράτος ως το μοναδικό υποκείμενο που έχει την εξουσία σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια αλλά και τη δυνατότητα για μια διεθνή παρέμβαση. Οι προλετάριοι ζητάνε από το Κράτος νομοθετικά μέτρα βελτίωσης των συνθηκών εργασίας αλλά και μέτρα ενός [welfare] κοινωνικού κράτους. Τα εν λόγω κράτη όμως, δεν έχουν καμία πιθανότητα άσκησης επιρροής στους βαθύτερους κανόνες των διεθνών αγορών. Έτσι, απομένει μια δυνατότητα: ο δανεισμός στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, με μια (ως επί το πλείστον βραχυπρόθεσμη) ροή κεφαλαίων μέσα από το λεγόμενο καυτό χρήμα [hot money], εκείνο που (με την πρώτη ένδειξη εσωτερικής ή διεθνούς αστάθειας) είναι πάντοτε έτοιμο να πετάξει για αλλού.

Έπειτα υπάρχει το (ξεκάθαρα πλειοψηφικό) στρατόπεδο των λεγόμενων υπανάπτυκτων χωρών που δεν είναι ικανές να συγκροτήσουν κοινωνικά-πολιτικά μέτωπα και διεθνείς συμμαχίες στην κατεύθυνση μιας πιο αυτονομημένης (από τον ιμπεριαλισμό) ανάπτυξης. Ακριβώς γι’ αυτό υπόκεινται (ενώ νομίζουν ότι ευνοούνται από) μια εντεινόμενη εξάρτηση, ακόμα και υπό τον κίνδυνο του διαμελισμού τους. Δεν πρόκειται όμως μονάχα για την κλασσική εξαρτημένη μπουρζουαζία. Η καλλιέργεια προσδοκιών προς τη Δύση αφορά πλατιά στρώματα της μεσαίας τάξης και της “υπό διαμόρφωση μεσαίας τάξης”, τους εγγράμματους νέους, ακόμα και τους προλετάριους και τους ημι-προλετάριους, οι οποίοι (ενώπιον της πασιφανούς αποτυχίας των μεταποικιακών προσπαθειών) δείχνουν να έχουν “μεταβολίσει” την νεοαποικιακή εξάρτηση και επομένως να εντοπίζουν τις πηγές της εξαθλίωσης τους σε αποκλειστικά ενδογενείς παράγοντες (διαφθορά, πολιτικός νεποτισμός κλπ). Η δυτική διείσδυση έχει ακόμα μπροστά της δρόμο, όχι τόσο για την άσκηση της ήπιας ισχύος [soft power] της, όσο εξαιτίας των βαθύτερων υλικών αιτίων της, οι οποίες και συνδέονται με τον (πλέον ανεπίστρεπτο) συσχετισμό που έχει υπάρξει σε αυτές τις χώρες, μεταξύ της ιμπεριαλιστικής αρπαγής και των εσωτερικών καπιταλιστικών μηχανισμών που έχουν εισβάλει βαθιά μέσα σε αυτές τις κοινωνίες. Αυξάνονται ή φαίνεται να αυξάνονται οι δυνατότητες για πλουτισμό ή για αύξηση του εισοδήματος, μέσα από την οικειοποίηση των απαραίτητων γνώσεων και τη δυνατότητα για μια ατομική βουτιά στο αρχιπέλαγος του πλασματικού κεφαλαίου. Έτσι, η “απελευθέρωση” εννοείται μέσα από τη αξιοκρατική διεκδίκηση της δυτικής ιδεολογίας των πολιτών [cittadinismo] και όχι σαν η ανατροπή των εσωτερικών και των διεθνών κοινωνικών και οικονομικών εποικοδομημάτων. Η δημοκρατία διεκδικείται ενάντια στα εμπόδια των μεταποικιακοκρατικών καθεστώτων και όχι (ταυτόχρονα) ενάντια και στη Δύση. Ως προς αυτό, εμβληματική υπήρξε η Αραβική Άνοιξη και η -εντελώς αντεστραμμένη από τη Δύση- κατάληξη της, καθώς επίσης οι ψευδαισθήσεις και οι απατηλές προσδοκίες που τρέφουν οι “πρόσφυγες” που προέρχονται από την Αφρική, τα πρόσφατα γεγονότα με τις κινητοποιήσεις στο Λίβανο, το Ιράκ και το Ιράν. Εν τέλει, αυτές είναι οι υλικές βάσεις των έγχρωμων επαναστάσεων, οι οποίες (παρά τις ξεκάθαρες δυσκολίες των ΗΠΑ) απέχουν πολύ από την εξάντληση τους.

Μέσα σε αυτά τα δυο εξωδυτικά στρατόπεδα (τα οποία δεν είναι σε καμία περίπτωση διαχωρισμένα μεταξύ τους από κάποιο…σινικό τείχος), η καρδιά του προβλήματος εντοπίζεται στην τεράστια δυσκολία για μια επαναδιατύπωση της διασύνδεσης που υπάρχει ανάμεσα στον κοινωνικό αγώνα ενάντια στους μηχανισμούς του (μπλοκαρισμένου, στρεβλού και ετεροκαθοριζόμενου) εσωτερικού καπιταλισμού και του αγώνα ενάντια στην ιμπεριαλιστική καταπίεση. Αυτή η διασύνδεση είναι πλέον πιο άμεση και δεσμευτική από όσο ήταν στο παρελθόν, όμως ταυτόχρονα έγινε λιγότερο ορατή για τις μάζες αυτών των χωρών, τόσο λόγω της διείσδυσης των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών όσο και εξαιτίας της εξασθένισης της φιλοδοξίας για ένα εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο, η οποία (ορθά ή λανθασμένα) είχε συνοδεύσει και υποστηρίξει τους αντιαποικιοκρατικούς αγώνες του παρελθόντος. Πράγματι, αυτοί οι αγώνες δεν είχαν παραλείψει (όπως συμβαίνει σήμερα) τη σχεδόν άμεση αναγκαιότητα για μια αντικαπιταλιστική διάσταση τους, έχοντας ακόμα (σε αντίθεση με σήμερα) μπροστά τους μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κάποια περιθώρια για μια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη τους. Επιπλέον, ως προς αυτό συνεισφέρει αρνητικά και η υπάρχουσα αδυναμία της ταξικής πάλης στη Δύση. Με λίγα λόγια, αυτό το σύνολο παραγόντων ανοίγει το δρόμο στις Σειρήνες της παγκόσμιας αγοράς, ιδιαίτερα για εκείνους τους κλάδους που προτιμάνε την άμεση πρόσβαση σε αυτή, παρά την εξάσκηση πολιτικών με σκοπό να καθορίσουν την εξουσία της χώρας τους. Πρόκειται για κάτι που ανοίγει ένα χάσμα στο εσωτερικό μέτωπο, ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους αντίπαλους των κρατικών προστατευτικών πολιτικών, το οποίο μπορεί να φτάσει μέχρι του σημείου να προκαλέσει εμφύλιους (κάτι που ο ιμπεριαλισμός αποπειράθηκε ή πέτυχε στη Βενεζουέλα, τη Βολιβία, το Ιράν, το Ιράκ, τον Λίβανο κλπ).

Για να ολοκληρώσω, ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος του κεφαλαίου δεν είναι μια άμεση συνέπεια της παγκοσμιοποίησης του προλεταριάτου και των αγώνων του, αν και (σε αντίθεση ή τουλάχιστον περισσότερο από όσο σε προηγούμενους κύκλους) εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση. Για να είμαστε ξεκάθαροι: αυτό δεν δικαιολογεί καμία τριτοκοσμική ή αντιιμπεριαλιστική ανάγνωση, με την έννοια εκείνου του αστικού αντιιμπεριαλισμού, πάνω στον οποίο δεν μπορεί να βασιστεί καμία βαθιά επαναστατική απόπειρα. Η Κίνα και η Ρωσία δεν έχουν καν τους αριθμούς για να δημιουργήσουν μια δική τους αυτόνομη αγορά, ούτε και για υποθετικές αποσυνδέσεις τους. Άλλωστε αν κάτι τέτοιο ήταν πραγματικά εφικτό θα προκαλούσε άμεσα τον πόλεμο με τη Δύση. Όπως ο σοσιαλισμός έτσι και ο καπιταλισμός δεν είναι εφικτός σε μια μόνο χώρα!

Continue reading

Ταξικότητα και Ρατσισμός.

Έργο του John Heartfield, “Krieg und Leichen – Die letzte Hoffnung der Reichen”

[Πόλεμος και Πτώματα – η έσχατη Ελπίδα των Πλουσίων], 1932.

του Renato Caputo

Το διώνυμο ανάμεσα στην ταξικότητα και το ρατσισμό αποτέλεσε ανέκαθεν χαρακτηριστικό των φιλελεύθερων κοινωνιών και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που βασίστηκαν στην αποικιοκρατία και την εκμετάλλευση και πάντοτε στοχεύουν στην προληπτική καταστολή των “επικίνδυνων” –για το σύστημα– “τάξεων”.

Μη θέλοντας να σταθούμε στα συνεχόμενα εμπειρικά δεδομένα –που συνεχίζουν να έρχονται στο φως, ακόμα και κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών διεθνούς κινητοποίησης ενάντια στο ρατσισμό, τα οποία αποδεικνύουν την αίσθηση απόλυτης ατιμωρησίας μέσα στην οποία ένας αστυνομικός μπορεί, για ευτελείς λόγους, να δολοφονήσει, ως έμβλημα των “επικίνδυνων τάξεων”, έναν Αφροαμερικάνο νεολαίο– είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στην έννοια αυτής της –φαινομενικά αβάσιμης–βίας.

Η φαινομενική αβασιμότητα αυτών των συνεχόμενων και επαναλαμβανόμενων πράξεων βίας αποτελούν τη βάση τόσο της μεγάλης διεθνούς κινητοποίησης μετά τη δολοφονία του Floyd όσο και της ανικανότητας αντίδρασης μπροστά σε νέα περιστατικά, τα οποία σταθερά έρχονται στο φως και χαρακτηρίζονται συνεχώς από μια πιο ξεκάθαρη έλλειψη αναλογικότητας ανάμεσα στις πράξεις των θυμάτων και την αντίδραση των επιτιθέμενων. Είναι ακριβώς αυτή η ξεδιάντροπη αβασιμότητα που αποπροσανατολίζει και –κατά κάποιο τρόπο– αφοπλίζει το διεθνές κίνημα διαμαρτυρίας ενάντια στο ρατσισμό. Σε τέτοιο βαθμό που στο Ηνωμένο Βασίλειο, μετά από δυο εβδομάδες αντιρατσιστικών διαδηλώσεων σε διεθνές επίπεδο, οι δυνάμεις της σοβινιστικής άκρας δεξιάς επέστρεψαν για να καταλάβουν τις πλατείες των μεγαλύτερων πόλεων. Στο επίκεντρο της διαμάχης –που συμβολικά επικεντρώνεται στα αγάλματα που έχουν υψωθεί για να δοξαστούν τα κατορθώματα της αποικιοκρατίας– βρίσκεται δικαιολογημένα αυτό που αποτελεί την πρωταρχική πηγή αυτής της τυφλής ρατσιστικής βίας που συνεχίζει να σκοτώνει αθώα θύματα: η αποικιοκρατία ως ακρογωνιαίος λίθος και –ταυτόχρονα– ως πηγή της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου, η οποία παρήγαγε στον αποικισμένο κόσμο τη νέα σκλαβιά και στην πολιτισμένη Ευρώπη το σύγχρονο προλεταριάτο.

Επομένως, θέλοντας να εντοπίσουμε τους βαθύτερους λόγους που καθιστούν –μονάχα φαινομενικά– σε αβάσιμη την τρομακτική στοχοποίηση, από πλευράς των κατασταλτικών μηχανισμών του Κράτους, όλων εκείνων που συναποτελούν το πρότυπο των επικίνδυνων τάξεων –από την καταπίεση και την εκμετάλλευση από τις οποίες τροφοδοτείται ο πλούτος των καπιταλιστικών εθνών– πρέπει, αναγκαστικά, να ανατρέξουμε στην ιστορία.

Στις απαρχές βρίσκονται οι κατασταλτικοί μηχανισμοί που θεσμοθετήθηκαν από τους Βρετανούς φιλελεύθερους ώστε να καταστείλουν με το βιαιότερο τρόπο τον Ιρλανδικό λαό, αφού η βρετανική αποικιοκρατία ήταν τόσο αρπακτική που δεν άφηνε στους Ιρλανδούς καθολικούς παρά μονάχα τις αλυσίδες τους. Από αυτό το μοντέλο εμπνεύστηκε και ο Robert Peel για να φτιάξει και στην πατρίδα του ένα ανάλογο κατασταλτικό εργαλείο, με σκοπό την καταστολή του νεογέννητου σύγχρονου προλεταριάτου που γεννήθηκε ακριβώς από την λεηλασία των αποικιών και το οποίο βρισκόταν στην ίδια κατάσταση, αφού δεν είχε άλλο να χάσει παρά μόνο τις αλυσίδες του. Ως τέτοιο, το σύγχρονο προλεταριάτο αυτό καθαυτό θεωρούταν μια επικίνδυνη τάξη, ή ακόμα περισσότερο ήδη από τον Χέγκελ δυνητικά ανατρεπτική, αφού ακριβώς δεν είχε τίποτα να κερδίσει από την ανάπτυξη της αστικής κοινωνίας των πολιτών, της οποίας γι’ αυτό το λόγο αποτελούσε τον απειλητικότερο εχθρό. Πάνω σε αυτή τη βάση αναδύθηκε η αστυνομία στο βασίλειο του φιλελευθερισμού, η οποία με τη σειρά τηςαποτέλεσε πρότυπο για τα αστυνομικά σώματα με τα οποία εξοπλίστηκαν καταρχήν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου και επιβλήθηκε για πρώτη φορά η σύγχρονη δημοκρατία και όπου είχαν βρει καταφύγιο οι πιο ένθερμοι Εγγλέζοι χριστιανοί.

Άλλωστε, αντιγράφοντας το αρχαίο αρχικό μοντέλο, και αυτή η δημοκρατία ήταν μια δημοκρατία των δουλοκτητών του νότου, οι οποίοι έπρεπε να βρουν έναν τρόπο συνύπαρξης με τα φιλελεύθερα αφεντικά των βιομηχανιών του βορρά που ασκούσαν μέσα στους χώρους δουλειάς τη δεσποτική κυριαρχία τους επάνω σε ολόκληρους βιομηχανικούς στρατούς, οι οποίοι συνεχώς απεχθάνονταν την άφιξη άνεργων μεταναστών. Αυτές οι δύο δυνάμεις που έδωσαν ζωή στο φιλελεύθερο-δημοκρατικό μοντέλο που σήμερα κυριαρχεί σε διεθνές επίπεδο, είχαν ενωθεί από την αποικιοκρατία, η οποία κατέστησε τις ΗΠΑ σε μια μεγάλη φιλελεύθερη και χριστιανική δύναμη μέσω της συστηματικής γενοκτονίας του αυτόχθονου πληθυσμού. Επάνω σε αυτές τις βάσεις, το βρετανικό κατασταλτικό σύστημα εισήχθηκε στις ΗΠΑ με τους ίδιους σκοπούς, δηλαδή την αδυσώπητη υπεράσπιση των ιδιοκτητών και των ιδιοκτησιών του λαού των κυριών καθώς και την καταστολή όλων των “επικίνδυνων τάξεων”, οι οποίες αποτελούνταν καταρχήν από τους αυτόχθονες, σε δεύτερο βαθμό από τους Αφροαμερικάνους και σε τρίτο βαθμό από τους πιο πρόσφατους μετανάστες, αρχικά καθολικούς κι έπειτα Κινέζους. Οι σερίφηδες που εισήχθησαν από το βρετανικό σύστημα έχουν το καθήκον να υπερασπίζονται τα τεράστια προνόμια που έχει συσσωρεύσει ο λαός των κυρίων, χάρη στη γενοκτονία των Ινδιάνων, τη σκλαβιά των Αφρικανών και την άγρια εκμετάλλευση των πιο πρόσφατων μεταναστών, ιδιαίτερα εκείνων που δεν ασπάζονται τον χριστιανικό φανατισμό των παλιότερων αποίκων.

Επομένως, όπως άλλωστε σε όλες τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του αστικού Κράτους είναι λειτουργικοί για την υπεράσπιση με κάθε κόστος των μεγάλων ιδιοκτησιών των ολιγαρχιών μέσω της προληπτικής και γενικευμένης καταστολής των επικίνδυνων τάξεων, αφού αυτές έχουν κάθε συμφέρον να θέσουν σε αμφισβήτηση τα τεράστια, παράλογα και άδικα προνόμια της κυρίαρχης τάξης. Στις ΗΠΑ, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί έχουν το μεγάλο πλεονέκτημα να μπορούν να εντοπίσουν ευκολότερα τα μέλη των επικίνδυνων τάξεων, αφού αυτά προέρχονται καταρχήν από τους Ινδιάνους, κατά δεύτερο λόγο από τους Αφροαμερικάνους σκλάβους και πρώην σκλάβους, και κατά τρίτο από τους πιο πρόσφατους μετανάστες, που προέρχονται από την ανατολική Ευρώπη, έπειτα από την Ασία, κυρίως από την Κίνα και σήμερα κυρίως από την λατινική Αμερική.

Έτσι, μέχρι και τις μέρες μας, τα άτομα που πιο συχνά ελέγχονται και υπόκεινται τη βία κάθε είδους από την πλευρά των κατασταλτικών μηχανισμών του Κράτους είναι κυρίως οι ιθαγενείς. Ακολουθούνε, αμέσως μετά, οι απόγονοι των μαύρων σκλάβων κι έπειτα οι πιο πρόσφατοι και φτωχοί μετανάστες, δηλαδή οι Λατίνοι. Έτσι, ακόμα και σήμερα που η δεύτερη ομάδα, οι Αφροαμερικάνοι –μετά από δεκαετίες σκληρότατων αγώνων– κατέκτησαν τα ίδια τυπικά δικαιώματα με το λαό των κυριών, αυτοί οι τελευταίοι αντέδρασαν με την επαναλειτουργία των σπιτιών δουλειάς, δηλαδή των φιλελεύθερων προγόνων των στρατοπέδων συγκέντρωσης για τις επικίνδυνες τάξεις, τα οποία και τελειοποιήθηκαν περαιτέρω κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατικής εποχής. Έτσι, οι ΗΠΑ, κυρίως μέσα από την εγκληματοποίηση των τοξικοεξαρτημένων –που δημιουργήθηκαν με μαεστρία μέσω της διάδοσης των παραισθησιογόνων ουσιών, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν αρχικά για τη διατήρηση της κυριαρχίας πάνω στους προλετάριους με στολή κατά τη διάρκεια της ιμπεριαλιστικής επιδρομής στην Ινδοκίνα και έπειτα διαδόθηκαν συστηματικά στα αφροαμερικάνικα γκέτο για την κατάπνιξη της εξέγερσης– μετατράπηκαν στο τρομερότερο συγκεντρωτικό σύμπαν του κόσμου, επάνω σε αυστηρά ταξικά και ρατσιστικές βάσεις, με μια τεράστια ποσότητα εργατικών χεριών σε κατάσταση ημι-σκλαβιάς που τίθενται στη διάθεση των ιδιοκτητών των ιδιωτικών φυλακών.

Έτσι, η αστυνομία σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες συνεχίζει να εκτελεί τη λειτουργία για την οποία προέκυψε και εκ των πραγμάτων εκπαιδεύτηκε, δηλαδή την υπεράσπιση της ατομικής –και ολοένα και πιο μονοπωλιακής– κτήσης, του πλούτου που παράγεται ολοένα και περισσότερο από τον καταμερισμό και τη συνεργασία της εργασίας σε διεθνές επίπεδο, μέσω της προληπτικής καταστολής των επικίνδυνων τάξεων, εκμεταλλευόμενη γι’ αυτούς τους σκοπούς τις ρατσιστικές αντιεπιστημονικές προκαταλήψεις.

Επομένως, δεν πρόκειται για ένα ιδιαίτερο πρόβλημα των ΗΠΑ, αν και σε αυτή τη χώρα το φαινόμενο εκδηλώνεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, αφού αυτή είναι και η χώρα όπου είναι πιο καθαρή και ξάστερη η δικτατορία της αστικής τάξης. Κάτι που φάνηκε και με αφορμή τον ιό, όπου οι “επικινδυνότερες” τάξεις των ιθαγενών, των Αφροαμερικανών και των πιο πρόσφατων μεταναστών είχαν ποσοστά θνησιμότητας πολύ υψηλότερα από τα αντίστοιχα του καυκάσιου πληθυσμού. Καταρχήν γιατί αυτές είναι που αποτελούνε το ευρύτερο κομμάτι εκείνου του υπο-προλεταριάτου ή του προλεταριάτου των working poor [φτωχών εργατών] που δεν μπορεί επιτρέψει στον εαυτό του να βρεθεί σε καραντίνα και να απαιτήσει τα ελάχιστα κριτήρια ασφάλειας μέσα στους χώρους δουλειάς. Κατά δεύτερο λόγο γιατί οι ινδιάνικοι καταυλισμοί, τα μαύρα γκέτο και οι περιοχές κατοικίας των πιο πρόσφατων μεταναστών είναι οι πιο μολυσμένες περιοχές, όπου και έχουν θαφτεί τοξικά απόβλητα κάθε είδους,

Άλλωστε, ανάλογα προβλήματα, αν και σε μικρότερο βαθμό, παρουσιάστηκαν και στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας. Π.χ και εκεί το κομμάτι του πληθυσμού που χτυπήθηκε περισσότερο ήταν εκείνο με αφρικανική καταγωγή, το οποίο και βρίσκεται περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στο στόχαστρο των κατασταλτικών μηχανισμών του Κράτους. Ανάλογη συνθήκη προληπτικής καταστολής από πλευράς των κατασταλτικών μηχανισμών του Κράτους, η οποία κι εκεί πυροδοτείται από τις συνηθισμένες ρατσιστικές προκαταλήψεις, επικρατεί και στα γαλλικά banlieu [προάστια] όπου κατοικούν κυρίως οι απόγονοι των αποικιοκρατούμενων λαών. Η γαλλική συνθήκη επιδεινώνεται περαιτέρω και από το γεγονός πως η αφομοιωτική αποικιακή πολιτική, ανέκαθεν κυρίαρχη στη Γαλλία, παρεμποδίζει τη διενέργεια διαφοροποιημένων στατιστικών για τις εθνοτικές ομάδες. Έτσι, λείπουν τα εντυπωσιακά στοιχεία που μπορούν όμως να επαληθευτούν στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία.

Σχετικά με το ρατσισμό και την προληπτική καταστολή των επικίνδυνων τάξεων, δεν υπολείπονται οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του γερμανικού ή του ιταλικού Κράτους. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στην καταστολή εναντίον των πιο φτωχών και πρόσφατων μεταναστών. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, η συνθήκη επιδεινώνεται από το γεγονός ότι οι πιο κομφορμιστές είναι γεμάτοι με ταξικές και ρατσιστικές προκαταλήψεις, τείνοντας έτσι να κρατάνε μια απολογητική στάση απέναντι στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του Κράτους, ακριβώς σε σχέση με τη λειτουργία της προληπτικής καταστολής που εφαρμόζουν ενάντια στις δυνητικά “επικίνδυνες” τάξεις.

Σίγουρα τα πράγματα δεν πάνε –σε καμία περίπτωση– καλύτερα στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, εκεί που οι δυνάμεις της αντεπανάστασης –κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων– γνώρισαν πιένες. Η προληπτική καταστολή που τέθηκε σε εφαρμογή από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του Κράτους ενάντια στους φτωχότερους μετανάστες και τους Ρομά, αγγίζουν πρωτοφανή επίπεδα ωμότητας σε χώρες που συχνά κυβερνιούνται από ένθερμες αντικομμουνιστικές δυνάμεις της δεξιάς, όπως η Κροατία, η Σλοβενία, η Ουγγαρία και η Ουκρανία, για να αναφέρουμε μονάχα τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις,

Από την άλλη πλευρά, ολοένα και λιγότερο απρόσβλητες από αυτά τα φαινόμενα είναι και οι χώρες με έντονες φιλελεδημοκρατικές και σοσιαλδημοκρατικές παραδόσεις όπως –κυρίως– η Αυστρία, η Ολλανδία και οι σκανδιναβικές χώρες. Σε όλες αυτές τις χώρες, εδώ και χρόνια είναι σε άνοδο οι ρατσιστικές και οι ξενοφοβικές δυνάμεις ενώ αυξάνεται η καταστολή των τάξεων, οι οποίες συχνά στοχοποιούνται με ρατσιστικά κριτήρια και θεωρούνται ως οι πλέον επικίνδυνες.

Τα πράγματα δεν πάνε σίγουρα καλύτερα ούτε στον Καναδά ούτε στην Ωκεανία, όπου και εκεί διαπράχθηκε μια γενοκτονία των ιθαγενών και μια διαρκή καταστολή των επιζησάντων. Ούτε βέβαια στο Ισραήλ οπού η δραστηριότητα των κατασταλτικών μηχανισμών του Κράτους είναι ακόμα πιο βίαιη και ρατσιστική, ιδιαίτερα ενάντια στους Παλαιστίνιους αλλά και ενάντια στους μετανάστες, ειδικά τους Αφρικανούς καθώς και ενάντια στους ίδιους τους αυτόχθονες Εβραίους. Εξίσου τρομακτική είναι η προληπτική καταστολή των επικίνδυνων τάξεων στις “μετριοπαθείς” αραβικές χώρες, οι οποίες και αποτελούν διαχρονικούς σύμμαχους των ιμπεριαλιστικών χωρών. Από το Λίβανο μέχρι τις πετρέλαιο-μοναρχίες του Περσικού Κόλπου εξελίσσεται μια τρομακτική καταστολή εναντίον των μεταναστών που υπόκεινται ένα καθεστώς ημι-σκλαβιάς και βρίσκονται -–σε σχέση με τα χαρτιά τους– σε απόλυτη εξάρτηση από τους εργοδότες τους.

Σίγουρα η κατάσταση δεν είναι καλύτερη στις καπιταλιστικές χώρες της Ασίας, από την Ιαπωνία μέχρι τη Νότια Κορέα και από τη Σιγκαπούρη μέχρι την Ταϊβάν.

Ανάλογη είναι η κατάσταση και στις χώρες των BRICS, ιδιαίτερα σε εκείνες όπου οι φιλοκαπιταλιστικές δυνάμεις της δεξιάς κατέκτησαν την κυβέρνηση. Ο ρατσισμός της βραζιλιάνικης κυβέρνησης ενάντια στους ιθαγενείς, τους απόγονους Αφρικανών και ευρύτερα ενάντια σε όλες τις “επικίνδυνες τάξεις” στις φαβέλες είναι ιδιαίτερα ωμός, όπως άλλωστε και ο αντίστοιχος της κυβέρνησης της Ινδίας ενάντια στη μουσουλμανική μειονότητα και τις χαμηλότερες κάστες. Για να μην αναφερθούμε στη Νότια Αφρική, της οποίας ο πλούτος παραμένει συσσωρευμένος στις τσέπες των απόγονων των αποίκων και όπου ο ρατσισμός και η προληπτική καταστολή ενάντια στους φτωχότερους μετανάστες από τις γειτονικές χώρες αυξάνονται, παρά το γεγονός ότι σε αυτή τη χώρα υπάρχει μια προοδευτική κυβέρνηση.

Για να μην αναφερθούμε εν τέλει στις ίδιες τις αφρικανικές και τις κεντροαμερικάνικες φιλο-καπιταλιστικές και φιλο-ιμπεριαλιστικές χώρες, όπου η καταστολή με ρατσιστικά και ταξικά κριτήρια αγγίζει τρομακτικά επίπεδα, αν και ο ταξικός ρατσισμός των κυρίαρχων στρωμάτων από τις ευρωπαϊκές χώρες είναι τόσο διαδεδομένος που δεν αποτελεί πλέον είδηση. Εκτός και αν εξυπηρετεί την ενορχήστρωση κάποιας μορφής χρωματιστής αντεπανάστασης.

Πηγή στα ιταλικά: lacittafutura.it

Μετάφραση: Προλεταριακή Πρωτοβουλία. Αθήνα, Ιούνης 2020.

Radio Onda Rossa [Ρώμη] | Μερικές διευκρινήσεις για το Σάββατο 11 Απρίλη 2020

φώτο: Σαν Λορέντζο, Ρώμη, Απρίλης 2020: Γεια σου Σάλβο. Το Ράδιο σου σε χεραιτάει.

Σχετικά με κάποιες ειδήσεις που κυκλοφόρησαν σε μέσα ενημέρωσης, αναφορικά με όσα συνέβησαν το προηγούμενο Σάββατο 11 Απρίλη στη συνοικία Σαν Λορέντζο της Ρώμης διευκρινίζουμε τα ακόλουθα.Η σορός του Σαλβατόρε Ριτσιάρντι αφού έφυγε από το νεκροτομείο της Πολυκλινικής Umberto I°, έκανε στάση κάτω από την έδρα του ραδιοφωνικού σταθμού μας για έναν τελευταίο χαιρετισμό σ’ ένα σύντροφο που για σχεδόν 20 χρόνια υπήρξε ένας από τους συντελεστές του.Κατά τη διάρκεια της σύντομης τελετής, οι πολυάριθμοι/ες σύντροφοι/ισσες που ήταν παρόντες και παρούσες, έχοντας συνείδηση των περιορισμών που έχουν επιβληθεί από την εξελισσόμενη υγειονομική κρίση και παρά τον πόνο για το θάνατο αυτού του αγαπημένου συντρόφου, διατήρησαν τις απαραίτητες αποστάσεις ο ένας από την άλλη και διαλύθηκαν μετά την αναχώρηση του φέρετρου.Καμία πορεία δεν συνόδευσε τον Σαλβατόρε στο τελευταίο του ταξίδι, ούτε από το νεκροθάλαμο ούτε στο Σαν Λορέντζο. Καμία πρόκληση ενάντια στις απαγορεύσεις δεν έλαβε χώρα στο όνομα του.

Η συντακτική επιτροπή του Radio Onda Rossa

Ρώμη, 13/4/2020

 

πηγή: ondarossa.info

μετάφραση: κινηματικό εκδοτικό εγχείρημα Los Solidarios

Αθήνα, 15/4/2020

 

Μια συζήτηση με τους συντρόφους/ισσες από την κατάληψη Panetteria του Μιλάνου (μέρος Β)

φώτο: εργαζόμενοι και εργαζόμενες σε εργοστάσιο της βόρειας Ιταλίας σε αυθόρμητη απεργία με κεντρικό πρόταγμα “δεν είμαστε κρέας προς σφαγή!”

Επιδημία και Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης, Εδαφική Στρατιωτικοποίηση και Οικονομία Πολέμου, Ταξικές Αντιστάσεις και Κοινωνική Αλληλεγγύη στην Ιταλία της Κρίσης.

Νοσοκομεία σε εμπόλεμη κατάσταση, κατάμεστα νεκροτομεία και φέρετρα σε στρατιωτικά καμιόνια. Άδειοι δρόμοι και στρατιωτικοποιημένες πλατείες, βαγόνια του μετρό γεμάτα εργαζόμενους και εργοστάσια σε πλήρη λειτουργία παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας. Εξεγέρσεις στις φυλακές όλης της χώρας, αυθόρμητες και αυτοοργανωμένες απεργίες στους χώρους δουλειάς (κυρίως) στο Βορρά, απόπειρες μαζικών απαλλοτριώσεων προϊόντων από σούπερ μάρκετ (ιδιαίτερα) στο Νότο. Αυτές είναι μερικές από τις εικόνες που φτάνουν από την Ιταλία σε καραντίνα, εν μέσω επιδημίας και κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Μέσα σε αυτή την κρίσιμη ιστορική συγκυρία, στα πλαίσια της ταξικής αντιπληροφόρησης και της διεθνιστικής αλληλεγγύης, θεωρήσαμε πολιτικά χρήσιμη μια διαδικτυακή συζήτηση με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες της κατάληψης Panetteria του Μιλάνου.

Ακολουθεί, το δεύτερο μέρος αυτής της συζήτησης το οποίο έχει δημοσιευτεί (και) στα ιταλικά στο panetteriaoccupata.noblogs.org

Το πρώτο μέρος ΕΔΩ

Αυτή η πανδημία, η οποία ξέσπασε μετά από περισσότερα από δέκα χρόνια διαρκούς καπιταλιστικής κρίσης και πολιτικών κοινωνικού-ταξικού σφαγιασμού, έφερε στην επιφάνεια όλες τις καταστρεπτικές συνέπειες του “ιδιωτικού καπιταλισμού” των τελευταίων 40 χρόνων ηγεμονίας της αμερικανοκίνητης νεοφιλελεύθερης “παγκοσμιοποίησης” και των δογμάτων των διεθνοποιημένων “ελεύθερων” αγορών. Τώρα, με ολόκληρο τον πλανήτη υπό κατάσταση πολιορκίας, με κλειστά αεροδρόμια και σφραγισμένα σύνορα, με την παραγωγή σχεδόν μπλοκαρισμένη και τα εμπορικά κέντρα εκκενωμένα, πρόεδροι κρατών και πρωθυπουργοί, τραπεζίτες και διευθύνοντες σύμβουλοι, χρηματιστές και επενδυτές “μοιάζουν σαν να ξαναδιαβάζουν Κέυνς ανακαλύπτοντας την “χαμένη αθωότητα” του έθνους-κράτους-επιχειρηματία”. Μέχρι στιγμής, όλες οι αντιφάσεις, όλα τα διαφοροποιημένα συμφέροντα και στρατηγικές των κρατών-μελών της ΕΕ έκαναν ξεκάθαρο το γεγονός ότι η Ευρώπη -πράγματι- δεν είναι το σπίτι των λαών. Παράλληλα, οι εικόνες της άφιξης της βοήθειας από την Κίνα με τις ταυτόχρονες κατασχέσεις υγειονομικού υλικού από τη Γερμανία δημιούργησαν μια κάποια αμηχανία σε όλους εκείνους/ες που ανέμιζαν εδώ και χρόνια τη σημαία του ευρωπαϊσμού “tης δημοκρατίας, της αλληλεγγύης και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων”. Από την άλλη πλευρά, όλο και πιο συχνά, καθεστωτικοί αναλυτές και προπαγανδιστές μας προειδοποιούν ότι ζούμε σε μια φάση οικονομίας πολέμου όπου η μοναδική βεβαιότητα είναι ότι “τίποτα δεν θα είναι όπως πριν”. Εσείς τι λέτε;

Οποιαδήποτε και αν είναι η προέλευση του Covid 19, το συνταρακτικότερο στοιχείο είναι αναμφίβολα η πολεμική ορολογία που τον συνόδευσε και έκανε αμέσως θραύση στα καθεστωτικά μμε. Εκφράσεις στρατοπέδου όπως “είμαστε στην πρώτη γραμμή του μετώπου” ή “τιμή στους ήρωες του πολέμου” επαναλήφθηκαν ασταμάτητα, συνοδευόμενες από την επιστροφή μιας αναχρονιστικής πατριδοκαπηλίας και με τον εθνικό ύμνο από τα μπαλκόνια, κάτι που -με την επιδείνωση της υγειονομικής κατάστασης- δεν κράτησε για πολύ. Οι έρημοι δρόμοι έδιναν την εικόνα μιας κηρυγμένης απαγόρευσης κυκλοφορίας, η οποία -σε ένα βαθμό- κατέληξε να επισκιάσει τους επιστημονικούς όρους εξάπλωσης της πανδημίας και των εφικτών λύσεων πρόληψης και θεραπείας. Αυτό που τίθεται σε αμφισβήτηση δεν είναι μερικά απαραίτητα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή -όπως η χρήση μασκών, η καραντίνα, η τήρηση αποστάσεων μεταξύ των ανθρώπων, το κλείσιμο δημόσιων χώρων και ο περιορισμός των κοινωνικών σχέσεων- όσο η ένταξη αυτών των μέτρων μέσα σ’ ένα πλαίσιο που προσομοιάζει σε μια εμπόλεμη συνθήκη.

Τελικά όμως, αυτά που επικράτησαν ήταν τα υπαρκτά δεδομένα για την πανδημία, για την κυκλική εξέλιξή της (με μια αυξητική, μια ευθεία και μια πτωτική φάση συνολικής διάρκειας σχεδόν τριών μηνών) και τα προληπτικά μέτρα μέσω γενικευμένης χρήσης των τεστ, για τις πιθανές θεραπείες και το εμβόλιο, για την ενίσχυση της Υγείας σε τοπικό επίπεδο και την αναγκαιότητα επαρκούς χρηματοδότησης των δημόσιων νοσοκομείων και των ιατρικών ερευνών.

Περνώντας τώρα στις οικονομικές πτυχές της υπόθεσης των κορωνοϊού, μερικά φαινόμενα φέρνουν στο νου καταστάσεις που είναι χαρακτηριστικές μιας οικονομίας πολέμου. Για παράδειγμα, η βιομηχανική μετατροπή σε μερικά εργοστάσια για την παραγωγή προϊόντων που έλειπαν από την εθνική αγορά (όπως οι μάσκες και οι αναπνευστήρες). Όμως, πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις. Την ίδια ώρα, η παραγωγή των πραγματικών όπλων συνεχίζει ανενόχλητη και εν μέσω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης (πχ εκείνη των F35 από την Leonardo στο Cameri). Φυσικά δεν τίθεται ζήτημα σύγκρισης με τον αυταρχικότητα των πολεμικών καιρών. Αν κάτι τίθεται ως ζήτημα αυτή είναι μια διακοπή εργασιών των πολυεθνικών παραγωγικών μονάδων. Πρόκειται για το αποτέλεσμα του διεθνούς καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας που επικράτησε κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών και άστοχα ονομάστηκε “παγκοσμιοποίηση”, από τον οποίο είναι δύσκολη αν όχι απίθανη η επιστροφή σε μια εθνικά επικεντρωμένη οικονομία.

Τώρα έχει εμφανιστεί πλέον κι ένα άλλο φαινόμενο που είναι τυπικό της οικονομίας πολέμου: η αισχροκέρδεια στα είδη πρώτης ανάγκης. H τιμή του αλευριού σκληρού σίτου (εκείνου για την παρασκευή ζυμαρικών) διπλασιάστηκε ενώ η τιμή του ίδιου του σκληρού σίτου αυξήθηκε κατά ένα μόλις ευρώ, περνώντας από τα 25 στα 26 ευρώ τα εκατό κιλά (μια αύξηση χαμηλότερη του 4%). Άραγε, πότε θ’ αρχίσει η μαύρη αγορά;

Ένα άλλο φαινόμενο που προσομοιάζει σε μια οικονομία πολέμου είναι ο -σίγουρα αξιοσημείωτος αν και χρονικά προσδιορισμένος- περιορισμός της εσωτερικής κατανάλωσης, με μοναδικές εξαιρέσεις στον διατροφικό και το φαρμακευτικό κλάδο. Φυσικά, όλο αυτό επιφέρει μια αύξηση των ιδιωτικών αποταμιεύσεων, οι οποίες και μετατρέπονται στον προνομιακό στόχο για τα επενδυτικά ταμεία και τις εκδόσεις κρατικών ομολόγων. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα στα αναγκαστικά πολεμικά δάνεια ή στη συλλογή χρυσού για την πατρίδα. Άλλωστε η χρηματοπιστωτική αγορά έχει γίνει τόσο αυτόματη, γρήγορη και διακλαδωμένη, που καθιστά σε εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση τη ρύθμισή της από πλευράς οποιασδήποτε εθνικής αρχής. Κάποιες μεγαλύτερες πιθανότητες θα είχανε τα ευρω-ομόλογα, σε περίπτωση που αυτή η πρόσκαιρη οντότητα ονόματι Ευρωπαϊκή Ένωση ή ορθότερα η Κεντρική Τράπεζα της κατάφερνε να επιτύχει μια εύλογη διαμεσολάβηση ανάμεσα στις διάφορες εθνικές επιδιώξεις. Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά θα μεταφραστούν σε μια εκθετική αύξηση τόσο του δημόσιου όσο και του ιδωτικού χρέους. Τα χρέη όμως τελικά, σε κάθε περίπτωση πληρώνονται.

Μέσα από την ιστορία της κατάστασης έκτακτης ανάγκης του Covid 19, απέκτησαν και πάλι ορατότητα μερικές ποικίλες τάσεις που αυτοπροσδιορίζονται ως “αριστερές”, οι οποίες αναμασάνε τις κεϋνσιανές θεωρίες για την έξοδο από την καπιταλιστική κρίση: μια επιστροφή του νεο-κεϋνσιανισμού. Οι κεϋνσιανές πολιτικές εφαρμόστηκαν στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της ύφεσης της δεκαετίας του 1930, μέσα από τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ο Ρούσβελτ καθώς και άλλες -ευρωπαϊκές- χώρες με άλλες μορφές και τρόπους. Αυτές συμπυκνώνονται ουσιαστικά σε μια μαζική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, με σκοπό τη δημιουργία πρόσθετης ζήτησης -μέσα από τεράστια δημόσια έργα- για την απορρόφηση μιας σαρωτικής ανεργίας. Φυσικά αυτά τα μέτρα ασκούν μια κοινωνική επιρροή ως προς τις συνέπειες της κρίσης, με την προοπτική μιας επανεκκίνησης των καπιταλιστικών κερδών, η οποία και μπορεί να επέλθει μέσω της συγκεντροποίησης των κεφαλαίων και της μείωσης των εργατικών μισθών. Όπως και να έχει, η αποτελεσματικότητα αυτών των πολιτικών δεν είναι βέβαιη, αφού -μετά από μια σύντομη περίοδο περιορισμένης ανάκαμψης– αυτές εξελίχτηκαν σε έναν “πολεμικό κεϋνσιανισμό”, όταν κατά τη διάρκεια του 2ου παγκόσμιου πόλεμου σχεδόν το σύνολο της παραγωγής –από τα άρματα μάχης μέχρι τα κουμπιά των στολών- πέρασε στο κράτος.

Στη μεταπολεμική περίοδο, κατά τη διάρκεια των χρυσής καπιταλιστικής τριακονταετίας –όπου το δημόσιο χρέος είχε μειωθεί σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά- οι κεϋνσιανές πολιτικές σε μερικές χώρες της δυτικής Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Ιταλία, μεταφράστηκαν σε ένα σύστημα κρατικής-ιδιωτικής “μεικτής οικονομίας” και ενός κοινωνικού κράτους (walfare state), δηλαδή στην κρατική διαχείριση ενός σημαντικού μέρους του –έμμεσου ή κοινωνικού- εργατικού μισθού, μέσα από την κατάθεση στα κρατικά ταμεία σημαντικών κοινωνικών εισφορών από πλευράς των μισθωτών εργαζομένων ή -για λογαριασμό τους- από τους εργοδότες τους. Όπως και να έχει, αυτό το σύστημα ελαχιστοποιήθηκε ή σχεδόν αποδεκατίστηκε από τις συνέπειες της κρίσης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970, με ιδιωτικοποιήσεις και βιομηχανικές αποτοπικοποιήσεις σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους. Επομένως οι νεο-κεϋνσιανές τάσεις, οι οποίες παρουσιάζουν μια επικίνδυνη σύγκλιση με τις αντίστοιχες “κυριαρχικές της δεξιάς”, μοιράζονται με αυτές κι ένα χαμηλό ποσοστό υλοποίησης, δεδομένης της επικυκυριαρχίας -κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών- των μεγάλων πολυεθνικών “χωρίς πατρίδα” και του διεθνούς χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού επί των εθνικών κρατών.

Επιπρόσθετα, απ’ ότι φαίνεται και όπως υποστήριζε και ο Paul Mattick σ’ ένα άρθρο του 1940, ακόμα και ο πόλεμος έχει χάσει την ικανότητα του για το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης. Έγραφε ο Mattick: “Μέσα στην κυκλική πορεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μια γρήγορη συσσώρευση κεφαλαίων έχει ως συνέπεια την ύφεση και την κρίση, ενώ ο ίδιος μηχανισμός επίλυσης της κρίσης οδηγεί σε μια νέα φάση συσσώρευσης και ανάπτυξης. Ως άμεση συνέπεια, μια περίοδος καπιταλιστικής ειρήνης οδηγεί στον πόλεμο και ο πόλεμος σε μια νέα ειρηνική περίοδο. Όμως τι συμβαίνει όταν η οικονομική ύφεση γίνεται διαρκής; Ακόμα και ο πόλεμος ακολουθεί την ίδια πορεία κι επομένως ο διαρκής πόλεμος είναι τέκνο της διαρκούς οικονομικής ύφεσης”. Έπειτα, ο Mattick έφτανε την ανάλυσή του στις ακραίες συνέπειες της, δηλώνοντας: “Σήμερα το ζήτημα -στο βαθμό που η ύφεση δεν μπορεί ν’ αποτελέσει πλέον τη βάση για μια νέα ευημερία- είναι να δούμε αν ο ίδιος ο πόλεμος έχει χάσει την κλασική λειτουργία της απαραίτητης καταστροφής-ανοικοδόμησης που πυροδοτεί μια διαδικασία ταχείας καπιταλιστικής συσσώρευσης και μεταπολεμικής ειρηνικής ευημερίας”. Σήμερα, ο διαρκής πόλεμος εξελίσσεται μέχρι στιγμής σε περιοχές της καπιταλιστικής ημιπεριφέρειας, όπως στη Μέση Ανατολή, την Αφρική και το Αφγανιστάν, με εξαίρεση τη σύγκρουση στις πύλες της Ευρώπης, σε Ντονμπάς/Ουκρανία. Επομένως, δημιουργείται η αίσθηση πως η πανδημία του κορωνοϊού μπορεί ν’ αποτελέσει ένα υποκατάστατο του διαρκούς πολέμου, στο οποίο όμως εμπλέκονται άμεσα οι καπιταλιστικά ανεπτυγμένες χώρες. Ένα υποκατάστατο που είναι ταυτόχρονα τεράστιο και ελάχιστο: τεράστιο ως προς τις κοινωνικές θυσίες που επιφέρει, ελάχιστο για το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης. Στο τέλος αυτής της ιστορίας, δεν θα υπάρξει κάποια οικονομική ανάκαμψη, ούτε όμως και μια κατάρρευση του καπιταλισμού αλλά -πιθανότατα- μια επιτάχυνση των διαδικασιών της εξελισσόμενης κρίσης.

Κατάληψη Panetteria

Μιλάνο, 11 Aπρίλη 2020

Μνήμη Περικλή Κοροβέση (Αργοστόλι 20/7/1941 – Αθήνα 11/4/2020)

Ι.

Θυμάμαι από πολύ μικρή ηλικία, το όνομά του να ακούγεται συχνά πυκνά μέσα στο σπίτι μας. Να ειπώνεται με ανεπιτήδευτη οικειότητα και αυθόρμητο δέος από τα στόματα των γονιών μου. Μαζί με άλλα ονοματεπώνυμα-βράχους (Αλέκος Παναγούλης, Παναγιώτης Ελλής, Σπύρος Μουστακλής, Σάκης Καράγιωργας, Χρόνης Μίσσιος …). Ήταν αυτοί οι άνθρωποι με τους οποίους γέμιζαν οι σελίδες του δικού μου παιδικού “βιβλίου των ηρώων του δρόμου”.

Όμως με τον συγκεκριμένο αντιδικτατορικό αγωνιστή και πολιτικό κρατούμενο της χούντας, η βαλίτσα πήγαινε παρακάτω. Πιθανότατα εξαιτίας της νεανικής φιλίας του με τους γονείς μου. Έτσι, οι διηγήσεις για το βίο και την πολιτεία του δεν περιορίζονταν στα όσα υπέστη έπειτα από τη σύλληψή του από τους γδάρτες του. Θυμάμαι τον πατέρα μου να αναφέρεται -με τρυφερότητα- στην αγάπη του Περικλή για το θέατρο, συμπληρώνοντας χαμογελαστά: “αν και για να πούμε την αλήθεια δεν ήταν -ή μάλλον δεν πρόλαβε να γίνει- μεγάλος θεατρίνος. Με τη γραφή τα πήγε καλύτερα…”. Θυμάμαι τη μητέρα μου να διηγείται με κάθε λεπτομέρεια την επίσκεψή τους και τα σούρτα φέρτα “ύποπτων στοιχείων” σ’ ένα διαμέρισμα, κάπου στην Πατησίων, λίγες μόλις ώρες πριν τη σύλληψή του από τους βασανιστές του. Μια διήγηση που έκλεινε πάντοτε με το ίδιο μητρικό ερώτημα: “Ακόμα απορώ γιατί δεν μπουκάρανε αποβραδίς”… Έπειτα, η φωνή της συνήθως έσπαγε και τα μάτια της βούρκωναν σαν άρχιζε να αναφέρεται σε όσα διέπραξαν αυτά τα ανδρείκελα πάνω στο σώμα της συντρόφισσάς του. “Και να σκεφτείς, όλα αυτά τα τράβηξε από αυτά τα καθάρματα μπροστά στα μάτια του, για να τον λυγίσουν”. Μετά και από αυτή τη φράση, συνήθως επικρατούσε μια αμήχανη σιωπή.

Πριν από μια τριακονταετία, θυμάμαι τον πατέρα μου να αναζητεί -μέσω γνωστών και φίλων- τον αριθμό τηλεφώνου του Περικλή για να του εκφράσει τη συμπαράστασή του. Ήταν τότε που το Έθνος” κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδο “ιδού ο δολοφόνος”. Η Αγγελική Νικολούλη, σύζυγος γνωστού ΚΥΠατζή, σε “αποκλειστικό ρεπορτάζ”, τον “φωτογράφιζε” ως εκτελεστή του Παύλου Μπακογιάννη. Το “Έθνος” αναγκάστηκε να κάνει γαργάρα την “αποκλειστικότητα”, ενώ η Νικολούλη ξεκινούσε την καριέρα της ως εθνική θηρεύτρια αναζήτησης χαμένων προσώπων και “απολωλότων προβάτων”, μέσα στο λαμπρό βούρκο της ιδιωτικής τηλεόρασης…

Τη λέξη “Ανθρωποφύλακες” την είχα δει για πρώτη φορά γραμμένη στη ράχη ενός λευκού βιβλίου που στεκόταν σε περίοπτη θέση της βιβλιοθήκης μας. Παρά τις πατρικές προτροπές, πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι ν’ αξιωθώ να το ξεφυλλίσω και λίγα περισσότερα μέχρι ν’ αντέξω να το διαβάσω. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι μέχρι πού μπορεί να φτάσει η Εξουσία. Θυμάμαι ακόμα τα ρίγη που διέσχιζαν τη σπονδυλική στήλη μου, τη στιγμή που το έκλεινα διαβασμένο για να το επιστρέψω στο ράφι του. Ήταν τότε που η εφηβική παρορμητική εναντίωση είχε αρχίσει μέσα μου να παίρνει κοινωνική μορφή και σχήμα. Η αναρχική-αντιεξουσιαστική πολιτικοποίηση της δικής μας γενιάς προχώρησε μπροστά όταν ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός είχε πλέον δύσει για τα καλά, μέσα στην εποχή της ηγεμονίας των ανιστόρητων ιδεολογημάτων περί “του τέλους της ιστορίας”. Ήταν τότε που φοριόταν πολύ η λέξη “πρώην”. Με τις λέξεις “αριστερά” και “αριστεροί” δεν τα πηγαίναμε και πολύ καλά (με τις “αριστερές” ίσως λίγο καλύτερα, αλλά και αυτό όχι πολύ…). Ασυναίσθητα, και ίσως με κάποιες δόσεις αφέλειας και αμετροέπειας (περί παρθενογένεσής μας), οι λέξεις αυτές μάς γίνονταν νοητές ως βαρίδια και όχι ως εφόδια. Έτσι, δεν χάναμε ευκαιρία να τους βγάζουμε -αυθάδικα και προβοκατόρικα- τη γλώσσα. Η ιδεολογική αντιπαράθεση και οι προκλήσεις μας εναντίον τους ήταν το ψωμοτύρι με το οποίο μεγαλώσαμε και προχωρήσαμε. Από εκείνα τα χρόνια, δυο μειοψηφικά συνθήματα που ακούγονταν στις ουρές των διαδηλώσεων (και αποτύπωναν ανάγλυφα αυτή τη ρήξη) θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη: “δε θέλουμε πορείες με τους αριστερούς, θέλουμε τους μπάτσους στην άσφαλτο νεκρούς”, “πορείες και ντουντούκες αυτή δεν είναι λύση, ποτάμια από το αίμα τους πρέπει να κυλήσει”

Τι κι αν κουρασμένοι αλλά ευφυείς αγωνιστές και αγωνίστριες προσπαθούσαν να μας κάνουν ν’ αντιληφθούμε (με το καλό ή και το άγριο…) ότι “οι μπάτσοι είναι απλώς εμπόδια, δεν είναι ο κύριος εχθρός”. Εμείς, με το δίκιο της νιότης, τους αντιγυρίζαμε “ν’ αφήσουν τις θεωρίες”. Τι κι αν κυκλοφόρησε κι εκείνο το τραγούδι που μας προέτρεπε υπαρξιακά να σκοτώσουμε “τον μπάτσο που έχουμε μέσα μας”…

Έτσι, αφού διάβασα τους “Ανθρωποφύλακες” και άφησα να κατακάτσει μέσα μου η σκόνη από αυτή τη ζόρικη ανάγνωση, το μόνο που βρήκα να πω στον πατέρα μου ήταν το εξής: “Το διάβασα το βιβλίο του φίλου σου του Περικλή. Πολύ δυνατό. Αλλά εντάξει, μη νομίζεις… Αυτά που γίνονταν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ τώρα γίνονται στη ΓΑΔΑ. Αυτά που τραβήξανε γενιές και γενιές κομμουνιστών, τα τραβάνε τώρα μονάχα οι αναρχικοί”. Φαντάζομαι ότι σήμερα κάτι τέτοιο μπορεί να ακούγεται ως υπερβολικό, αν όχι “βλάσφημο”. Ας ληφθεί όμως υπ’ όψη ότι τότε, κάπου στις αρχές του 1992, ήταν νωπή ακόμα η σύλληψη, η πολυήμερη κράτηση και τα βασανιστήρια στη ΓΑΔΑ εναντίον 33 αναρχικών αφισοκολλητών-αφισοκολλητριών, κατηγορούμενων για την αποκάλυψη του κρατικού εμπρησμού της Πρυτανείας του Πολυτεχνείου και το φόρτωμα “αυτού του νέου Ράιχστανγκ” στους συλληφθέντες καταληψίες. Στο άκουσμα των λεγομένων μου για τους “Ανθρωποφύλακες”, θυμάμαι το πρόσωπο το πατέρα μου να σκοτεινιάζει, να μη βγάζει άχνα και να κουνάει υποτιμητικά το κεφάλι λέγοντας: “Τι να σου πω; Ό,τι και να σου πω είναι λίγο”… Μετά από αυτό, έκανε μέρες να μου μιλήσει. Θυμάμαι πόσο είχα νευριάσει τότε μαζί του. Λυπάμαι που δεν πρόλαβα να του πω ότι τελικά -πιθανότατα- αυτός να είχε δίκιο, αφού τώρα πλέον είμαι βέβαιος ότι ένα είναι το σίγουρο: χρειάζονται πολλά καντάρια αρετής και τόλμης για να βρεις το ανάστημα ώστε να ξαναζήσεις, να καταγράψεις και να δημοσιοποιήσεις την εξανδραποδισμένη αθλιότητα που ένιωσες στο πετσί σου, καθιστώντας την ακόμα αθλιότερη…

ΙΙ.

Έπειτα, τα χρόνια πέρασαν. Το ονοματεπώνυμο του Περικλή συνέχιζε να είναι παρών στο πατρικό σπίτι, με διάφορες αφορμές. Είτε για το σχολιασμό κάποιου άρθρου του στην “Ελευθεροτυπία” και την “Εποχή”, είτε μέσω κάποιου από τα βιβλία που συνέχισε ανελλιπώς να γράφει και των οποίων οι γονείς μου υπήρξαν τακτικοί αναγνώστες. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι στην Αίγινα είχα ξεμείνει από αναγνώσματα. Έτσι, έπεσαν στα χέρια μου οι “Ανεπίδοτοι Έρωτες”. Το διάβασα στο πι και φι. Για να πω την αλήθεια, δεν με ενθουσίασε αν και το θεώρησα παραδόξως ως ένα απαισιόδοξα αισιόδοξο γραπτό.

Τα χρόνια συνέχισαν να περνάνε. Τον Δεκέμβρη του 2008, θυμάμαι τον Περικλή εκλεγμένο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, να υπερασπίζεται (ή και απλώς να “ερμηνεύει”…) τους εξεγερμένους και τις εξεγερμένες από τα αντιπολιτευτικά έδρανα της βουλής της αστικής “δημοκρατίας” (εκείνης που “διαδέχτηκε ομαλά” την αστική δικτατορία που τον δίωξε, τον φυλάκισε και τον βασάνισε…) και να στέκεται ειλικρινά απέναντι στα καθεστωτικά γαβγίσματα που λάσπωναν τη μνήμη του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Λίγους μήνες αργότερα (και αφού ο Τσίπρας είχε “φορέσει το δαχτυλίδι” που του είχε περάσει ο Αλαβάνος), το 2009 ο Περικλής ευτυχώς “έφυγε νωρίς”. Έφυγε νωρίς από το μαντρί της “ανανεωτικής αριστεράς”, πριν αυτό αρχίσει να επεκτείνεται, μέχρι τη διαδοχική μετατροπή του -κατά τη διάρκεια της μνημονιακής δεκαετίας- από “ελάσσονα” σε “αξιωματική” αντιπολιτευτική, κι έπειτα σε συγκυβερνητική συνιστώσα του κοινοβουλευτικού θεάτρου σκιών.

Το Δεκέμβρη του 2015, ο Περικλής έλεγε (στο 3pointmagazine.gr) :

[…] Η εξέγερση του Δεκέμβρη του ‘08 ήταν το ορατό μέρος μιας λανθάνουσας εξέγερσης που δεν είχε εμφανιστεί. Δηλαδή αυτή τη στιγμή που μιλάμε, όλες οι αδικίες που έχουν συσσωρευτεί εις βάρος αυτού του λαού, υπάρχουν σαν ξερά ξύλα έτοιμα για φωτιά. Το προσάναμμα λείπει.

[…] Στη δική μας την εποχή, όταν ήμασταν έφηβοι, ήταν ακόμα η βαριά σκιά του εμφυλίου πολέμου και παρόλο που το κίνημα είχε νικηθεί και πολιτικά και στρατιωτικά, φοβόντουσαν κάτι που θα μπορούσε να γεννηθεί όπως έγινε και με την ΕΔΑ. Οπότε η έννοια του να είσαι αριστερός, έστω κληρονομικό δίκαιο, αν δηλαδή ήταν ο πατέρας σου, την πλήρωνες κι εσύ, πήγαινε στην οικογένεια.

Στη σημερινή εποχή τα πράγματα δεν είναι έτσι, γιατί η εξουσία βλέπει ότι αν υπάρχει πολυφωνία, αν υπάρχουν κόμματα, αν υπάρχουν διάφορες κινήσεις, στην ουσία τροφοδοτούν την εξουσία. Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως δύναμη ανατροπής, στην ουσία είναι δύναμη ανανέωσης και στήριξης του υπάρχοντος συστήματος. Τώρα δεν έχουμε διώξεις για κάτι τολμηρό που γράφουμε. Δεν έχουμε δίωξη κάποιου δημοσιογράφου ή συγγραφέα για αυτό που έγραψε, γιατί αυτά αναφέρονται σε μεγάλο κοινό. Όπου όμως υπάρχουν ομάδες δραστήριες, οι οποίες δεν είναι συμβιβασμένες, αυτές οι ομάδες διώκονται. Υπάρχει δίωξη σε εκείνες τις ομάδες οι οποίες ενοχλούν την εξουσία, όπως συμβαίνει με τους 5 φοιτητές τώρα. Αυτό που βλέπω λοιπόν τώρα είναι ότι η εξουσία μέσω Τσίπρα κυριάρχησε για ακόμα μια φορά και όλες οι υπόλοιπες ομάδες που αντιστέκονται, γιατί υπάρχουν πολλές ομάδες που αντιστέκονται στην Ελλάδα, δεν μπορούν ούτε να συντονιστούν ούτε να δημιουργήσουν κάτι πιο σοβαρό. Ας πούμε ένα ενιαίο μέτωπο. Άρα λοιπόν αυτή τη στιγμή που μιλάμε, είμαστε σε μια εξουσία, που εκφράζεται από τον Τσίπρα και σε μια μη εξουσία, που βρίσκεται στα διάφορα κινήματα-ομάδες […]

ΙΙΙ.

Οι άνθρωποι ως γνωστόν δεν είναι όντα αθάνατα, ούτε άτρωτα, ούτε αψεγάδιαστα. Με γνώμονα το αξίωμα που θέλει τους ύστατους αποχαιρετισμούς να διεκδικούν την πληρότητά τους μονάχα όταν αγγίζουν σφαιρικά και δίχως φτιασίδια το βίο που εξιστορούν, ας ειπωθούν και τα παρακάτω: πάνε χρόνια από τότε που η εντύπωση και η εικόνα που διατηρούσα μέσα μου για αυτόν τον αγωνιστή είχε λαβωθεί. Γνώριζα ότι επρόκειτο για έναν ηλικιωμένο άνθρωπο “του ποτού, του τσιγάρου και του νυχτοπερπατήματος”. Ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι ήταν ένας από αυτούς που “ήπιαν μια φορά και μέθυσαν για πάντα”. Παρ’ όλα αυτά, οι διηγήσεις από φίλες και συντρόφισσες για τον ενίοτε επιθετικό τρόπο “καρδιοκατακτητικής” συμπεριφοράς του προς το “ωραίο φύλλο”, όπως και η στενάχωρα μεθυσμένη εικόνα του, ένα βράδυ -προ δεκαετίας και βάλε– στο καφενείο του Σάκη στην πλατεία Εξαρχείων, είχαν ραγίσει (χωρίς όμως να αποκαθηλώσουν… ) το φωτεινό πορτραίτο του μέσα σ’ εκείνο το παιδικό “βιβλίο των ηρώων του δρόμου”.

ΙV.

Αλλά είπαμε. Οι άνθρωποι ως γνωστόν είναι όντα θνητά, τρωτά και ψεγαδιασμένα. Το ζήτημα είναι να παραμένουν άνθρωποι. Το ζήτημα είναι να συνεχίζουν ν’ αγωνίζονται. Όπως μπορεί ο καθένας. Αλλά να συνεχίζουν ν’ αγωνίζονται. Και ο Περικλής Κοροβέσης παρέμεινε άνθρωπος, από εκείνους που συνεχίζουν, όπως μπορούν και θέλουν ν’ αγωνίζονται. Από αυτούς που όταν φεύγουν, αφήνουν ανεξίτηλο το χνάρι τους πάνω στους “καιρούς που μέλλονται για να ‘ρθουν”. Από αυτούς που μέχρι και την τελευταία ικμάδα της ζωής την δωρίζουν για την ικανοποίηση της ύστατης επιθυμίας τους:

Εγώ δεν ξέρω αν είμαι αναρχικός ή αριστερός. Αυτό που θέλω εγώ είναι να μην πεθάνω μαλάκας”.

Αντίο Περικλή.

Λ.Β.

Αθήνα, 12 Απρίλη 2020

Ο χαιρετισμός του Σάντε Νοταρνικόλα στον Σαλβατόρε Ριτσιάρντι.

φώτο: ο Σαλβατόρε στο παράθυρο του Radio Onda Rossa,

στη συνοικία San Lorenzo της Ρώμης.

Σαλβατόρε,

Πριν από μερικές ημέρες μου είχε τηλεφωνήσει ο Πάολο. Με ενημέρωσε για την πτώση σου, για την κατάστασή σου, για τις δοκιμασίες σου. Υπέφερες πολύ, το ξέρω, το φαντάζομαι. Αυτά τα τραύματα είναι ανυπόφορα, όπως και η φυλακή με τις απομονώσεις της, την αγριότητα της, την αχρηστία της. Ακόμα είμαι συνταραγμένος από τον τρόπο που έπεσες. Δεν υπήρχαν νεότεροι σύντροφοι για να κρεμάσουν το πανό; Γνωρίζω το μηχανισμό: είναι το σχολείο που μας διαμόρφωσε, να προηγηθούμε όλων και παντού, με τίμημα το σπάσιμο μας και έτσι έγινε με εσένα…

Ο ιός με εμποδίζει σε πολλά πράγματα. Θα ήθελα να σε συνοδεύσω και στο μεταξύ να σου μιλήσω και να σου θυμίσω το παραθυράκι του κελιού σου στη φυλακή του Κούνεο, απ’ όπου φαινόταν χιονισμένο όλο το Μονβίζο. Ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους αποδεχόμουν την πρόσκληση σε δείπνο, όταν ήταν εφικτή η κοινωνικότητα. Μαζί με αυτή, οι αναμνήσεις της στράτευσης, της δικής σου και των συντρόφων σου.

Νοιώθω αρκετά φτωχός. Μου λείπει ο Πρόσπερο, μου λείπει ο Άντζελο Μπασόνε, ο Πικιούρα, ο Βικ και πολλοί άλλοι: ένας θλιβερός κατάλογος. Μένουν τα γραπτά σου που θα διαδώσουμε. Ξέρεις, εδώ και καιρό έχει πέσει πάνω μου η σιωπή, δεν είμαι πια ο γραφομανής εκείνων των καιρών ενώ και τα ποιήματα είναι σπάνια.

Παρατηρώ, ακούω, σιωπώ. Σίγουρα: είναι η ηλικία.

Καλό ταξίδι σύντροφε. Ευχαριστώ για όλα.

Μόλις ελευθερωθώ από τον ιό θέλω να φτάσω στο Μονβίζο για έναν ιδιαίτερο χαιρετισμό σε σένα και σε μένα τον ίδιο.

Σάντε Νοταρνικόλα

πηγή: Radio Onda Rossa (Ρώμη)

μετάφραση: κινηματικό εκδοτικό εγχείρημα Los Solidarios

Αθήνα, 10 Απρίλη 2020

 

Salvatore Ricciardi. Πάντα Παρών στις Καρδιές και τους Αγώνες μας!

Πολλοί νόμισαν ότι αφού χάθηκε αυτή η μάχη, είχε τελειώσει και ο αγώνας, μπερδεύοντας δυο πράγματα, γιατί η μάχη μπορεί να χαθεί, αλλά ο αγώνας δεν τελειώνει…

Salvatore Ricciardi

Xθες Πέμπτη 9 Απρίλη 2020, έφυγε από τη ζωή -έπειτα από ένα μήνα νοσηλείας- στη γενέτειρα του Ρώμη, ένας ξεχωριστός προλετάριος, ένας σεμνός κομμουνιστής, ένας παντοτινός αντάρτης: ο Σαλβατόρε Ριτσιάρντι.

Στη Μνήμη μας θα παραμείνουν βαθιά χαραγμένα το πλατύ χαμόγελο και η έμφυτη ανθρωπιά, η διαλεκτική αναλυτικότητα της σκέψης και η ανυποχώρητη αγωνιστικότητα του, γνωρίσματα που τον χαρακτήρισαν καθ’ όλη τη διάρκεια της πολυκύμαντης ζωής του.

Εκφράζουμε τα ειλικρινή συλλυπητήρια μας στην οικογένεια του και τα οικεία του πρόσωπα. Ενώνουμε τη φωνή μας μ’ εκείνες των συντρόφων και συντροφισσών στη Ρώμη και σ’ όλη την Ιταλία -όπου μέσα στην υπάρχουσα δυστοπική συνθήκη της πανδημίας και της κατάστασης έκτακτης ανάγκης- υψώνουν τις γροθιές τους για να χαιρετήσουν –όπως του πρέπειέναν αγωνιστή, ο οποίος απέδειξε έμπρακτα και ακατάπαυστα ότι “η επανάσταση είναι ένα λουλούδι που δεν πεθαίνει ποτέ”

Ακολουθούν δυο αποσπάσματα από την έκδοση με τη μεταφρασμένη απομαγνητοφώνηση δυο εκπομπών (που μεταδόθηκαν από το διαδικτυακό αντιεξουσιαστικό ραδιόφωνο Radiocane του Μιλάνου τον Ιούνη του 2014), η οποία τυπώθηκε στην Αθήνα από την τυπογραφική κολεκτίβα Rotta και κυκλοφόρησε από την Προλεταριακή Πρωτοβουλία τον Μάρτη του 2015 με τίτλοΤι σήμαινε να είσαι 20 χρονών το 1960… Με το άλφα μικρό. Μια ζωή για την προλεταριακή αυτονομία”.

**

Ο Σαλβατόρε Ριτσιάρντι γεννήθηκε το 1940 στη Ρώμη. Μετά από τεχνικές σπουδές και παράλληλη δουλειά στην οικοδομή, το ’62 θ’ αρχίσει να εργάζεται ως τεχνικός στους σιδηροδρόμους. Θα δραστηριοποιηθεί συνδικαλιστικά στη Γενική Συνομοσπονδία Ιταλών Εργαζομένων [Cgil] και πολιτικά στο Σοσιαλιστικό Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας [Psup]). Θα συμμετάσχει ενεργά στους φοιτητικούς και τους εργατικούς αγώνες που θα ξεσπάσουν το 1968 και το ’69. Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν θα πρωταγωνιστήσει στην οικοδόμηση της αυτοοργάνωσης που αρχίζει να κερδίζει έδαφος τόσο στο σιδηροδρομικό κλάδο όσο και σ’ άλλους εργοστασιακούς χώρους. Μετά την πολύχρονη δραστηριοποίησή του στο χώρο της εργατικής αυτονομίας, το 1977 θα στρατευθεί στις Κόκκινες Ταξιαρχίες, στη ρωμαϊκή Φάλαγγά τους πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την “επιχείρηση Μόρο”. Θα συλληφθεί τον Μάρτη του 1980 και στα τέλη της ίδιας χρονιάς μαζί με συντρόφους του και άλλους συγκρατούμενούς του, θα οργανώσουν την εξέγερση στην ειδική φυλακή του Τράνι. Θα καταδικαστεί σε ισόβια και από το 1996 θα τεθεί σε καθεστώς “ημι-ελευθερίας”. Μετά από τριάντα χρόνια εγκλεισμού και ομηρίας, από τα τέλη του 2011 ζει ελεύθερος χωρίς περιοριστικούς όρους. Παραμένει ενεργός στο αντικαπιταλιστικό-ανταγωνιστικό κίνημα και εδώ και πολλά χρόνια συμμετέχει στο ιστορικό κινηματικό ραδιόφωνο της Ρώμης Radio Onda Rossa [Ράδιο Κόκκινο Κύμα].

**

Φώτο: Νυόρο (Σαρδηνία) 1981, στην ειδική φυλακή της οδού Badu ‘e Carros (μια από τις σκληρότερες, όμως ο συσχετισμός δυνάμεων επέτρεψε αυτή την εσωτερική φωτογράφηση στο προαύλιο. Όμως δεν κράτησε πολύ).

Πηγή: το blog Contromaelstrom που είχε δημιουργήσει και διατηρούσε ο Salvatore.

**

Το 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Derive Approdi το βιβλίο του Maelstrom. Στιγμιότυπα ταξικής εξέγερσης και αυτοοργάνωσης στην Ιταλία (1960-1980), από το οποίο και ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα:

Το κίνημα στο οποίο συμμετείχα και για το οποίο μιλάμε τώρα ήταν ένα φουσκωμένο ποτάμι αρκετά συμπαγές, αν και κολυμπούσαν μέσα του πάρα πολλά ψάρια με διαφορετικά χρώματα, διαφορετικές ιδέες και πρακτικές, συχνά εναντιωματικά μεταξύ τους. Η διαδρομή αυτού του ποταμιού στόχευε στη ριζική αλλαγή του υπάρχοντος, στην αποκαθήλωση του καπιταλιστικού συστήματος και του Κράτους του, στην οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας που έπρεπε να εφευρεθεί, βασισμένη όμως στην άμεση δημοκρατία του προλεταριάτου. Ονομάζαμε αυτή τη διαδρομή “κομμουνισμό”. Μια επαρκής προοπτική για να συνεχίσουμε να κολυμπάμε όλοι και όλες μέσα στο ίδιο ποτάμι και προς την ίδια κατεύθυνση. Και οι ένοπλες οργανώσεις δεν ήταν άλλο από χώροι αυτού του ίδιου του ποταμιού. Δεν υπήρξε, ούτε θα μπορούσε να υπάρξει, ούτε “κεντρική δομή” ούτε “ένας και μοναδικός εγκέφαλος”. Ήμασταν όλοι σκεπτόμενα μυαλά, γι’ αυτό και παράγαμε πάρα πολλά όμορφα και ανατρεπτικά πράγματα […]. Το κίνημά μας διέρρηξε κάθε δεσμό με τον εθνικισμό, ο οποίος είχε μολύνει το εργατικό κίνημα τον εικοστό αιώνα. Το βλέμμα μας αποστρεφόταν κάθε σύνορο, σηκωνόμασταν στις μύτες των ποδιών μας για να κοιτάξουμε όλο και πιο μακρυά. Την προσοχή μας τραβούσε κάθε ρήξη στο διεθνές επίπεδο, το οποίο βλέπαμε μ’ αντίστοιχο ενδιαφέρον μ’ εκείνο για την κάθε ρήξη της καπιταλιστικής τάξης στο εσωτερικό. Ήμασταν πεπεισμένοι ότι το σφιχταγκάλιασμα ανάμεσα στον κομμουνισμό και τον εθνικισμό ήταν ένα είδος εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, όπως και κάθε άλλη βασισμένη στην ταυτότητα παλινόρθωση. Αυτό το έγκλημα εμπόδισε κάθε πραγματική σχέση ανάμεσα στο κλασικό εργατικό κίνημα και το δικό μας κίνημα. Ήμασταν πιο κοντά στον “αρχικό” κομμουνισμό, τον ανταγωνιστικό και διεθνιστικό, και όχι στον εθνικό-πατριωτικό του εικοστού αιώνα. Δίναμε περισσότερη σημασία στο διεθνές πλαίσιο και τις μεταβολές του απ’ ό,τι στις εσωτερικές πολιτικές αλχημείες του “παλατιού”. Θεωρούσαμε τους εαυτούς μας κομμάτι μιας διεθνούς σύγκρουσης, αν και όντας στενά δεμένοι με τις πραγματικότητες, τις εδαφικοποιημένες κι εκείνες στους χώρους δουλειάς […]. Οι μνήμες φυσικό είναι να βαραίνουν το φορτίο του παρελθόντος, να αφήνονται πίσω, να μη σου ανήκουν πια. Όχι. Τα γεγονότα αυτών των σελίδων, οι επιλογές εκείνου του κομματιού της γενιάς μου, τουλάχιστον όσο μ’ αφορά προσωπικά, δεν είναι βαλμένες στο σακούλι του παρελθόντος. Ζω μαζί τους. Είναι το παρόν, για εμένα. Δεν κάνω τα πράγματα που έκανα τότε, αλλά δεν τα πέταξα και μακριά μου με απέχθεια, απογοήτευση και τύψεις. Με συντροφεύουν, με βοηθάνε στη δύσκολη φουσκοθαλασσιά των καιρών που ζούμε. Λένε μερικοί: να κλείσεις πίσω σου για να πας παραπέρα. Θα μπορούσε να γίνει και αυτό, αλλά θα ήταν απαραίτητη πρώτα μια ανοιχτή και ευρεία συζήτηση, χωρίς διαστρεβλώσεις και προκαταλήψεις, που αποτελούν και το καθημερινό ψωμί αυτής της χώρας […].

Προλεταριακή Πρωτοβουλία

Αθήνα, 10 Απρίλη 2020