Διάλογος για ένα βιβλίο, έναν ιό και άλλες “κατολισθήσεις”.
Μια συνέντευξη του Raffaele Sciortino στο περιοδικό Ιl Lato Cattivo *.
Δημοσιεύθηκε στις 6/6/2020 στο illatocattivo.blogspot.com
Αγωνιστικές ευχαριστίες στον αναρχικό φίλο και σύντροφο G.G, για την επισήμανση και την αποστολή αυτού του πολύ ενδιαφέροντος υλικού καθώς και για τις θεωρητικές αναλυτικές συζητήσεις: αυτές που αποτελούν διαχρονικά το γόνιμο λίπασμα για κάθε διαλεχτική σκέψη που δεν φοβάται τη σύνθεση, για κάθε συλλογική άμεση δράση που παλεύει “για τα μικρά και τα μεγάλα”, συνεχίζοντας να στοχεύει στην κοινωνική-ταξική απελευθέρωση από τα θανατηφόρα δεσμά της κρατικής-καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής εξουσίας.
Η μετάφραση αφιερώνεται στον φίλο και σύντροφο,
κομμουνιστή πολιτικό κρατούμενο Πολύκαρπο Γεωργιάδη.
Προλεταριακή Πρωτοβουλία,
με την υποστήριξη της Κίνησης της Βιολέττας [ΚτΒ]
Αθήνα, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2020.
Ακολουθεί η μετάφραση του τρίτου και τελευταίου μέρους της συνέντευξης στα ελληνικά.
Για Εισαγωγή & Μέρος Α : πατήστε ΕΔΩ
Για Εισαγωγή & Μέρος Β : πατήστε ΕΔΩ
ILC: Στο βιβλίο σου δίνεται μια κάποια έμφαση στην έννοια του ιμπεριαλισμού και τη δυσμένεια στην οποία έχει περιπέσει. Κατά τη γνώμη μας, υπάρχουν δυο βάσιμοι λόγοι, με διόλου αμελητέο το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε για να σημάνει τα πάντα και το αντίθετο των πάντων, και μερικές φορές για να νομιμοποιήσει τεράστιες αθλιότητες. Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα της επαναφοράς και επανεπεξεργασίας του πρέπει να τεθεί. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι στη μπροσούρα του Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού [1], ο Λένιν θεωρητικοποιούσε την είσοδο σε μια νέα φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ουσιαστικά χαρακτηρισμένης από τη συγχώνευση του βιομηχανικού με το τραπεζιτικό κεφάλαιο και την πρωτοκαθεδρία των μονοπωλίων και των τραστ. Η επικαιρότητα αυτής της θεωρητικοποίησης εξαρτάται από το πόσο επίκαιρα είναι και τα φαινόμενα που σκόπευε ν’ αναλύσει με αυτή. Μια επικαιρότητα που πρέπει να διαπιστωθεί εμπειρικά. Για παράδειγμα, ποια είναι η κατάσταση των υπαρχόντων μονοπωλίων; Ποια είναι η -παντού και πάντα- σχετική ικανότητα αποφυγής της ανταγωνιστικότητας ή -με μαρξιστικούς όρους- δραπέτευσης από το γενικό ισοζύγιο του ποσοστού κέρδους; Αυτό είναι το ένα πρόβλημα. Έπειτα, προς υπεράσπιση της αλήθειας, πρέπει να ειπωθεί ότι η μπροσούρα του Λένιν δεν χάραζε μια ιδιαίτερη αντίληψη για τη σχέση μεταξύ των κεντρικών καπιταλιστικών και των περιφερειακών χωρών, παρά μόνο από την οπτική της εξαγωγής των κεφαλαίων και της αποικιοκρατίας, δηλαδή μέσω ενός δεδομένου -αν μη τι άλλο- χειροπιαστού. Ούτε διατύπωνε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στο ιμπεριαλιστικό και σ’ ένα μη-ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Κατά τη γνώμη μας, πρέπει να ξαναπιάσουμε την ίδια τη θεωρία της εργατικής αριστοκρατίας. (Τα μονοπώλια δεν αναδιανέμουν αυθορμήτως τα υπερκέρδη τους. Οι αυξημένες τιμές -από τις οποίες πηγάζει και η κυριαρχία τους- δεν είναι διόλου ευνοϊκές για τις τσέπες των μισθωτών στις κεντρικές χώρες). Αυτή η θεωρία δεν ισχυρίζεται ότι οι εργάτες των κεντρικών χωρών συμμετέχουν στην εκμετάλλευση των εργατών στις περιφερειακές ή τις ημι-περιφερειακές χώρες, όπως -αντίθετα- υποστήριζε ο Arghiri Emmanuel [2] στα τέλη της δεκαετίας του 1960, με μια εξωφρενική θεωρία, τόσο ως προς τις προϋποθέσεις της όσο και ως προς τα συμπεράσματα της, (Συνοπτικά, οι χώρες εννοημένες ως χωριστά κοπάδια της παραγωγής). Τέλος, σκιαγραφώντας το ανώτατο στάδιο, ο Λένιν ανατρέχει στη πιο σύγχρονη φάση που διατυπώνεται με τον υπότιτλο Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο του Hilferding [Λονδίνο, 1910], το έργο το οποίο μαζί με το Ο ιμπεριαλισμός του Hobson [1902] [3] αποτέλεσαν και τις βασικές πηγές της έμπνευσης του. Από αυτές τις σύντομες αναφορές θα μπορούσε να εξαχθεί η ακόλουθη οπτική: ο ιμπεριαλισμός -πρώτα και κύρια- ως “νέα εποχή πολέμου και επανάστασης”, όχι αναγκαστικά ανώτατης με την έννοια της απώτατης, η οποία όμως (σε κάθε περίπτωση) αποτελεί μια ασυνέχεια στο βαθμό εκείνο που (στο εσωτερικό της) η ενδοκαπιταλιστική σύγκρουση δεν μπορεί πλέον να επιλυθεί με “καθαρά” οικονομικούς όρους ή διαμέσου περιφερειακών συρράξεων. Ταυτόχρονα, το ζήτημα του κομμουνισμού επανέρχεται στην ημερήσια διάταξη σε κεντρικές περιοχές της συσσώρευσης. Επομένως, ο ιμπεριαλισμός ως μια φάση -όχι μοναδική, αλλά περιοδικά επίκαιρη- κατά τη διάρκεια της οποίας επικρατεί η αντίθετη τάση από εκείνη για την “ειρηνική συνύπαρξη” μεταξύ των βασικών καπιταλιστικών πόλων και την ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς. Με αυτή την έννοια, αποπειραθήκαμε να εννοήσουμε το 2008 (τη χρονιά της παγκόσμιας κρίσης, αλλά και της σύγκρουσης στη Γεωργία που αποτέλεσε το πρώτο σημάδι της ρώσικης ανάκαμψης στο γεωπολιτικό πεδίο), ως το σημείο καμπής από την αμερικάνικη μονοπολική συνθήκη (=ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς) στη σταδιακή επαναφορά της γεωστρατηγικής διένεξης (=θρυμματισμός της παγκόσμιας αγοράς). Συμφωνείς; Σε ικανοποιεί αυτός ο ορισμός της έννοιας του ιμπεριαλισμού;
RS: Πρόκειται σίγουρα για μια όψη του ζητήματος αλλά ακριβώς μονάχα γι’ αυτό, δηλαδή για μια όψη του. Η επανεμφάνιση της ανοιχτής ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης, με μια αποτύπωση της και στο στρατιωτικό επίπεδο, πραγματώνεται σήμερα μέσα σε μια συνθήκη αρκετά διαφορετική από εκείνη που είχε σκιαγραφήσει ο Λένιν, καθώς και από εκείνη μέσα στην οποία έλαβε χώρα η πλούσια συζητήση του μαρξισμού εκείνης της εποχής, ο οποίος και χαρακτηριζόταν ακόμα από τα όρια που θέτονταν από τη σχετικά περιορισμένη επέκταση (σε παγκόσμιο επίπεδο) του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ). Η απόπειρα προβολής της στο σήμερα, ανάμεσα σε αμετάβλητες τάσεις και ασυνέχειες, κρίνεται απαραίτητη για μια ανάλυση όχι μονάχα της συγκεκριμένης “φάσης”, αλλά και για να αποφύγουμε τις οικονομίστικες ή και τις γραμμικές αναγνώσεις, σχετικά με τις δυναμικές που αναπτύσσονται τόσο ενδοκαπιταλιστικά όσο και μέσα στην ίδια την πάλη των τάξεων. Αυτό είναι ένα πολύ λεπτό πολιτικό ζήτημα. Κατά κάποιο τρόπο, πρόκειται για μια πρωτοφανέρωτη συνθήκη: ακόμα και αποκλειστικά σε σχέση με τις διακρατικές σχέσεις, βλέπουμε -για να το πούμε κάπως άγαρμπα- ένα είδος “υπεριμπεριαλισμού” των ΗΠΑ (ας είναι ξεκάθαρο, όχι α λα Κάουτσκυ της δεκαετίας του 1920), οικονομικά διασυνδεδεμένου με τους ιμπεριαλισμούς περιορισμένης ισχύος στη δυτική Ευρώπη (έπειτα από τη διαδοχή της ηγεμονίας από τη Μεγάλη Βρετανία στις ΗΠΑ -χωρίς μια άμεση στρατιωτική αναμέτρηση- που χαρακτηρίζει και το τέλος της “παλιάς αποικιοκρατίας”) που ανταγωνίζονται δυο σχηματισμούς “ανακτημένου” καπιταλισμού, όπως η Κίνα και η Ρωσία, οι οποίοι μπορούν να ανταγωνιστούν αλλά όχι να αναμετρηθούν με τη Δύση, ενώ στο βάθος υπάρχουν μεγάλες περιφερειακές εκτάσεις, “εξαρτημένες” και ενταγμένες μέσα στους κεντρικούς παραγωγικούς και χρηματοπιστωτικούς μηχανισμούς, με κράτη “παρίες”, κράτη υποταγμένα στη Δύση (που μπορεί και να τρέφουν φιλοδοξίες ανέλιξης σε τοπικό επίπεδο) και “αποτυχημένα” κράτη. (Η ορολογία των γιάνκηδων είναι αντίστοιχη της δημιουργικότητας της ψυχαγωγικής βιομηχανίας τους). Εδώ, μπορώ να αναφερθώ συνοπτικά σ’ έναν τρόπο σκέψης με τον οποίο επιχειρείται να τεθεί ενιαία ένα κοινό νήμα, σχετιζόμενο με όλες αυτές τις πολυπλοκότητες. Σε θεωρητικό επίπεδο, αυτό το νήμα δεν μπορεί να αποκοπεί από τα άλλα αντίστοιχα που θέσαμε στην προηγούμενη ερώτηση, για το πλασματικό κεφάλαιο, αλλά μας φέρνει πιο κοντά -με μαρξιστικούς όρους- στα χειροπιαστά επίπεδα της ανταγωνιστικότητας μεταξύ των πολλών κεφαλαίων, επομένως πιο κοντά στην ανάλυση της συγκεκριμένης λογικής και του συγκεκριμένου αντικειμένου.
Νομίζω ότι ο όρος ιμπεριαλισμός πρέπει να χρησιμοποιηθεί με τουλάχιστον τρεις έννοιες.
1) Ο ιμπεριαλισμός ως αναπόδραστο στάδιο ανάπτυξης του ΚΤΠ, όπως επισημαίνει ο Λένιν, χαρακτηρισμένος από μια ακραία συγκεντροποίηση των κεφαλαίων και από ένα ταξικό μονοπώλιο, ολοένα και πιο απρόσωπο, όπως σωστά παρατηρεί ο Μπορντίγκα στο Ιδιοκτησία και Κεφάλαιο σχετικά με τις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις, οι οποίες (σε κάθε περίπτωση) δεν σταματάνε να πληθαίνουν, αν και με τρόπους ολοένα και καταστροφικότερους. Η αντίδραση απέναντι στην τάση προς την κρίση που είναι σύμφυτη με το κεφάλαιο, δεν προδιαγράφει από μόνη της καμία γραμμική πορεία παρακμής του, αντίθετα διατηρεί τη δυνατότητα σχετικής ανανέωσης του μέσα από την αναδιάρθρωση της ταξικής σχέσης και του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, όμως προσοχή, με αυξανόμενες κοινωνικές και φυσικές συνέπειες και χωρίς να αποφεύγεται το πέρασμα της μέσα από το χάος, τους πολέμους και τις πιθανές επαναστάσεις.
2) Ο ιμπεριαλισμός ως παγκόσμιο σύστημα, ανάμεικτο και άνισο: όπου η άνιση ανάπτυξη προκύπτει όχι μονάχα σε εθνική αλλά (ακριβώς) σε διεθνή κλίμακα, αντανακλώντας ένα διαχωρισμό, ο οποίος δεν είναι στατικός αλλά αφότου καθιερωθεί καθίσταται –σχετικά- επίμονος. Ένας διαχωρισμός ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη-χώρες και εκείνες τις περιοχές-κράτη που δεν κατάφεραν να ενταχθούν σ’ αυτή τη χούφτα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, στις οποίες αναφερόταν ο Λένιν. Το βασικό σημείο έγκειται ιδιαίτερα στο γεγονός ότι η τρέχουσα διεθνοποίηση έρχεται για να επιβεβαιώσει, και όχι για να διαψεύσει τη φύση του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης που μπορεί να υπάρξει μονάχα μέσα από μια έντονη πόλωση (τόσο ταξική όσο και γεω-οικονομική) του παραγόμενου πλούτου, μέσα από την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργατικής δύναμης και του φυσικού περιβάλλοντος, χωρίς να δίνει καμία δυνατότητα για ίσο διαμοιρασμό των κεφαλαίων.
3) Η τάση προς μια (ακόμα και) ένοπλη ενδοϊμπεριαλιστική σύρραξη, που φέρνει όμως στην επιφάνεια τον τρόπο με τον οποίο αυτή η τάση εμπλέκεται χειροπιαστά με τις ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις σε μη κεντρικές περιοχές και ιδιαίτερα ως προς αυτό, με τις αντιιμπεριαλιστικές ωθήσεις που μπορούν να δοθούν μέσα από εθνικά αστικά υποκείμενα. Σχετικά με το λεπτό ζήτημα της σχέσης αυτού του αστικού αντιιμπεριαλισμού με τον αντικαπιταλισμό θα επανέλθω.
Επομένως, ο ιμπεριαλισμός είναι παγκόσμιος, δεν είναι όμως ούτε ενιαίος ούτε ομοιογενής. Διαχωρίζεται ανάμεσα σε μια μικρή ομάδα ιμπεριαλιστικών υποκειμένων (στον πληθυντικό) και υποκειμένων που αν και είναι ενταγμένα στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων εντούτοις δεν είναι, ούτε μπορούν να γίνουν ιμπεριαλιστικά και μερικές φορές εμφανίζονται ως (εθνικά) αντιιμπεριαλιστικά, με όλες τις υπάρχουσες διαβαθμίσεις που σχετίζονται δυναμικά με τον τρόπο που αυτά αναπτύχθηκαν μέσα στην ιστορική διαδρομή τους. Αυτό δεν αποτελεί αντίφαση, αλλά σχετίζεται με το γεγονός ότι η κεφαλαιοκρατική σχέση επέκτεινε εκθετικά την ακτίνα δράσης της, σε τέτοια γεωγραφική έκταση και με τέτοια πυκνότητα, χωρίς όμως να μεταβληθεί (εν τω μεταξύ) το δεδομένο γεγονός της συγκέντρωσης της υπεραξίας σ’ ένα ολοένα και πιο περιορισμένο αριθμό χωρών και οικονομικών παραγόντων, οι οποίοι φυσικά (και συγκριτικά με προηγούμενες φάσεις) έχουν μεταβληθεί και έχουν μετατραπεί σε ακόμα συγκεντρωτικότερους. Πχ, η βιομηχανία της πληροφορικής όπου κυριαρχούν οι πανίσχυρες corporations με την αστερόεσσα. Επομένως, αυτή δεν είναι μια αμελητέα συνέπεια, αφού ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της παγκόσμιας επικράτησης του ΚΤΠ δεν έχουμε, ούτε πρόκειται ποτέ να έχουμε ένα προλεταριάτο που να είναι ομογενοποιημένο σε διεθνές επίπεδο, κάτω από μια και μοναδική καπιταλιστική διοίκηση και με εξαφανισμένα τα προβλήματα της άνισης ανάπτυξης, ακόμα και εκείνα που αποτυπώνονται σε εθνικό επίπεδο. Αυτό θέτει τουλάχιστον τρία είδη “νέων” προβλημάτων: τοποθέτηση και ρόλος του παγκόσμιου ηγεμόνα, έκταση και συνέπειες της ανόδου της καπιταλιστικής Κίνας, ρόλος των μαζών στο Νότο του κόσμου και φύση της δημοκρατικής διεκδίκησης.
1) Με το πέρασμα στην υπαρκτή συμπερίληψη και το τεχνολογικό άλμα της παραγωγής που υπήρξαν εν μέσω πλήρους εξέλιξης του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, ανάμεσα στους δυο παγκόσμιους πολέμους, και έπειτα με την εγκαθίδρυση της μεταπολεμικής ηγεμονίας των ΗΠΑ, προέκυψε και η πλήρης γενίκευση των πλασματικών αξιών που -αρχικά- αναπαράχθηκαν μέσω των πληθωριστικών μηχανισμών του καθεστώτος [που επιβλήθηκε με τη διάσκεψη] του Bretton Woods [τον Ιούλιο του 1944], οι οποίες και “έσκασαν” με το τέλος του, κατά της διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Από τότε κι έπειτα, μια αυξανόμενη μάζα από τίτλους αξιών σε δολάρια (χωρίς αντίστοιχο υπαρκτό αντίκρισμα) βολοδέρνει αναζητώντας αξιοποίηση, με αντάλλαγμα τα παγκόσμια εμπορικά πλεονάσματα ή μέσα από την απόσπαση των τεράστιων κεφαλαίων από τις υποτελείς χώρες, μέσω του συστήματος των διεθνών δανείων και του δημόσιου χρέους. Τα (ολοένα και πιο κεφαλαιοκρατικά) κράτη και οι κεντρικές τράπεζες των ιμπεριαλιστικών χωρών ανέλαβαν το ρόλο του εγγυητή αυτής της κυκλοφορίας (και της διατήρησης της αξίας για αυτούς τους έγγραφους τίτλους παρεμποδίζοντας -σε περίπτωση κρίσης- ένα γενικευμένο αποπληθωρισμό), μέσα από μια συνεχή μεταφορά πόρων που εξάγονται από την παγκόσμια εργατική δύναμη και τις περιφερειακές χώρες. Με αυτό συνδέεται και ο χρηματιστικός (ιδιαίτερος και κομβικός) ρόλος των ΗΠΑ, η άλλη όψη της γεωπολιτικής ηγεμονίας τους, ως εγγυητές και (ταυτόχρονα) εκβιαστές του παγκόσμιου συστήματος, χάρη στην εγγυημένη χρηματοδότηση από το έλλειμμα του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών τους. Έτσι προκύπτει και η αντίστοιχη ώθηση προς την παγκοσμιοποίηση, που επέκτεινε τη διείσδυση του πλασματικού κεφαλαίου, τόσο με τις αλυσίδες της εργασίας που γίνανε παγκόσμιες, όσο και με τους ανθρώπινους και τους φυσικούς πόρους των χώρων που δεν έχουν ακόμα απορροφηθεί, και δεν πρόκειται ποτέ να απορροφηθούν απόλυτα, μέσα στην προηγμένη καπιταλιστική παραγωγή. Επομένως, οι ΗΠΑ κατέχουν ένα κεντρικό ρόλο, ελέγχοντας τη χρηματοπιστωτική ροή και το παγκόσμιο νόμισμα, καθώς επίσης και έναν στρατιωτικό μηχανισμό, ικανό για μια παγκόσμια αποτύπωση. Η υπάρχουσα σύνδεση ανάμεσα στο δολάριο και τις στρατηγικές των ΗΠΑ είναι το κλειδί για την ανάγνωση της παγκόσμιας γεωπολιτικής.
Επομένως, όπως ορθά είχε διακρίνει ο Μπορντίγκα, την επαύριο της δεύτερης παγκόσμιας πολεμικής σύγκρουσης, μιλώντας για τη θερμοπυρηνική αποικιοκρατία, η ηγεμονία των ΗΠΑ είναι ποιοτικά διαφορετική από τις προηγούμενες, οι οποίες πάντοτε βρήκαν στο διάβα τους αντίπαλους ιμπεριαλισμούς που -δυνητικά- ήταν ικανοί να τους υποκαταστήσουν. Ο χρηματιστικός ιμπεριαλισμός του δολαρίου, ακόμα και υπό πίεση, φαίνεται να έχει επηρεάσει άμεσα αυτή τη δυναμική, όχι υπό την έννοια ότι (μέσα στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα) δεν υπάρχουν ή δεν θα προκύψουν ολοένα και πιο έντονες αντιπαραθέσεις, αλλά μ’ εκείνη που δεν διακρίνει σε μεσοπρόθεσμο διάστημα έναν πιθανό εναλλακτικό ηγεμόνα, ικανό να θέσει υπό τον έλεγχο του ένα μηχανισμό τόσο πολύπλοκο και διασυνδεδεμένο. Πρόκειται για μια ανωμαλία την οποία -εσχάτως- είχε διακρίνει και ο ίδιος ο Arrighi.
Με αυτή την έννοια, η κρίση της ηγεμονίας με την αστερόεσσα αντικατοπτρίζεται ως ο κίνδυνος μιας αποσύνδεσης για ολόκληρο το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, απέναντι σε εκείνες που στο βιβλίο ονομάζω πολυπολικές γοητείες. Πρόκειται για ένα σχετικό νεωτερισμό, ο οποίος ανοίγει μια σειρά από ερωτήματα γύρω από την πιθανή ενδο-ιμπεριαλιστική δυναμική. Πχ, μπορεί να υποτεθεί το γεγονός της αποδέσμευσης της Γερμανίας από τον Αντλαντισμό καθώς και οι συνθήκες μέσα στις οποίες αυτή θα μπορούσε να προκύψει. Όπως επίσης και η δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ του ιμπεριαλισμού και του υπόλοιπου κόσμου, ιδιαίτερα με την Κίνα. Παράλληλα όμως ανοίγει και ερωτήματα γύρω από τον συσχετισμό των δυνάμεων που θα μπορούσε να αποδειχθεί ευνοϊκός για μια πιθανή επαναστατική διαδικασία, η οποία είναι ξεκάθαρο πως χρειάζεται συνολικά το ξέσπασμα μιας κρίσης (από τα μέσα και από τα έξω) απέναντι στην ισχύ των ΗΠΑ, όπως είχε ήδη διακρίνει ο Μπορντίγκα που ασκεί πολεμική ενάντια στις διπολικές γοητείες των καθαρόαιμων διεθνιστών. Κατά κάποιο τρόπο, πρόκειται για πρωτοφανέρωτους παράγοντες που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποκλειστικά με τα άρματα που προσφέρει η θεωρία του Λένιν ή της Λούξεμπουργκ για τον ιμπεριαλισμό.
2) Η Κίνα. Ας ξεκινήσουμε δηλώνοντας ότι θεωρούμε δεδομένη την καπιταλιστική φύση της, όπως άλλωστε γνωρίζουν όλοι οι σοβαροί αστοί. Αλλά λέγοντας αυτό δε σημαίνει ότι τα έχουμε πει όλα. Το βασικό σημείο έγκειται στη “μετάβαση” της στον καπιταλισμό, επάνω στο κύμα μιας αντιιμπεριαλιστικής και δημοκρατικής επανάστασης, και χάρη στα εκατομμύρια των εκατομμυρίων χωρικών που έγιναν προλετάριοι, οι οποίοι σήμερα παράγουν για την παγκόσμια αγορά. Με την έννοια ότι αν από τη μία πλευρά δεν έγινε εφικτή, εξαιτίας της ιστορικής “καθυστέρησης” (ή και των βαθύτερων ορίων του δικού της κοινωνικού και οικονομικού σχηματισμού), η ένταξη της στην ιμπεριαλιστική λέσχη, από την άλλη πάλι, παρήγαγε μια ανωμαλία που καθιστά την Κίνα σε ιδιαίτερη περίπτωση, συγκριτικά με την κλασσική σχέση “νεοαποικιοκρατικής” εξάρτησης. Οι βασικοί λόγοι είναι δύο: η παρουσία ενός αχανούς και πειθαρχημένου προλεταριάτου και ενός αρκούντως σταθερού Κράτους, το οποίο και μπορούσε να εγγυηθεί για τις [παραγωγικές] αποτοπικοποιήσεις μετά το 1979. Όλο αυτό, υπό τη συνθήκη μιας ουσιαστικής δημοκρατικής διαλεκτικής ανάμεσα στις εργαζόμενες τάξεις και το Κράτος, ανάμεσα στις κινητοποιήσεις και την καπιταλιστική ανάπτυξη, με συνέπειες στους όρους ενός κοινωνικού συμβολαίου με σχεδόν σοσιαλδημοκρατικό ύφος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αν και το βασικό μερίδιο της εξαγόμενης υπεραξίας επιστρέφει στις δυτικές μητροπόλεις, το περίσσευμα των κερδών (αν και αναλογικά πολύ χαμηλό) παραμένει στην Κίνα, αλλά σε μια τέτοια ποσότητα που δεν είναι αμελητέα κι έτσι (όχι μόνο) ενίσχυσε το σχηματισμό μιας εσωτερικής αστικής τάξης που (σε σημαντικό βαθμό) συσπειρώνεται γύρω από το Κράτος, το οποίο δεν αποτελεί μια απλή επιτροπή, τηλεκατευθυνόμενη από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, αλλά ακολουθεί ένα πλάνο ανάπτυξης του εθνικού καπιταλισμού. Σε αντίθεση με πολλές άλλες απόπειρες που προέκυψαν από την αποαποικιοκρατία, η κινέζικη απόπειρα για λόγους ιστορικούς, ταξικούς αλλά και εδαφικής έκτασης δεν είχε το ανάλογο τέλος με άλλες αντίστοιχες (αποαποικιοκρατία στη Λατινική Αμερική, αραβικός εθνικισμός, παναφρικανισμός) που ρημάχτηκαν εξαιτίας (και) των δικών τους παλινωδιών, της διεθνούς απομόνωσης τους και της ιμπεριαλιστικής αντίδρασης. Η Κίνα χρησιμοποιεί τα αποθέματα της έτσι ώστε (με αυτά) να υφαίνει ένα επιχειρηματικό δίκτυο, παράλληλο με το βασικό της Δύσης, εκμεταλλευόμενη τις αντιξοότητες και πατώντας έτσι πόδι στην Αφρική, τη λατινική Αμερική, τη νοτιοανατολική Ασία, με οικονομικές και χρηματοπιστωτικές πολιτικές κάπως πιο αυτόνομες από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Απέχοντας πολύ από το να αποτελεί εκείνη τη σκληρή στυγνή κατασταλτική δικτατορία που περιγράφουν τα δυτικά (ακόμα και αριστερά) καθεστωτικά ΜΜΕ, το κινέζικο Κράτος (όχι από τη φύση του, αλλά εξαιτίας της διαλεκτικής ανάμεσα στις ισχυρές εσωτερικές και εξωτερικές κοινωνικές δυνάμεις) κατάφερε ως τώρα να διαφυλάξει τη βάση του κοινωνικού συμβολαίου: τη διασύνδεση των παραγωγικών δυνάμεων με τη διάχυση μιας (σχετικής και διαφοροποιημένης) ευημερίας για όλες τις τάξεις. Είναι ξεκάθαρο πως η κοινωνική άνοδος δεν προέκυψε αυτόματα και από τα πάνω, αλλά χάρη σε μια διαρκή κινητοποίηση των προλετάριων και των χωρικών, μέσα από τα επίσημα κανάλια του Κράτους και του κόμματος, αλλά (όταν αυτό είναι απαραίτητο) και μέσα από τα ανεπίσημα των μαζικών ταραχών, οι οποίες ακόμα και όταν καταστάλθηκαν, έδωσαν (πάντοτε) ζωή σε μια διαλεκτική απάντηση από την πλευρά του Κράτους και του κόμματος. Αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο είναι ο βασικός παράγοντας που εγγυήθηκε την εσωτερική σταθερότητα. Από αυτό το σημείο κι έπειτα αρχίζουν τα προβλήματα. Αναμφίβολα, οι βελτιώσεις των συνθηκών που αποσπάστηκαν δεν οφείλονται στις καλές προθέσεις των διεθνών παραγγελιοδοτών. Αντίθετα, για την αντιμετώπιση της κρίσης του 2008 το Κράτος αναγκάστηκε να καταφύγει σ’ έναν αυξανόμενο εσωτερικό δανεισμό, ένα ριψοκίνδυνο παράγοντα (όπως φάνηκε και από τη μινι-κρίση του 2015-16) για τον οποίο (εκτός των άλλων), από πλευράς της Δύσης, έλαβε για απάντηση μονάχα… τον πόλεμο των δασμών του Τραμπ και τις κατηγορίες για πρόκληση της τρέχουσας πανδημίας. Επομένως, για την Κίνα αποτελεί ζωτική ανάγκη η αποδέσμευση της από το ρόλο του εργοστασίου για το δυτικό κόσμο, η απόσπαση ενός μεγαλύτερου μεριδίου της παγκόσμιας υπεραξίας μέσα από την άνοδο της στην αλυσίδα της αξίας. Όχι έτσι ώστε να προκαλέσει μια γενικευμένη αντιστροφή της παγκόσμιας αγοράς, αλλά για να περάσει από την τωρινή περιφερειακή συνθήκη (τουλάχιστον) σε μια ημι-περιφερειακή θέση, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί προϋπόθεση για τη σταθερότητα και (σε τελική ανάλυση) τη διατήρηση της ως ενιαίο Κράτος.
Δεν είναι εδώ το κατάλληλο σημείο για να αναλύσουμε τους τρόπους με τους οποίους το Πεκίνο προσπαθεί να επιτύχει αυτό το στόχο του: η δημιουργία δικών του φιρμών, η ανάπτυξη ενός δικού του τομέα παραγωγής βιομηχανικών και τεχνολογικών μηχανημάτων, η επέκταση της αγοράς για τα καταναλωτικά και επενδυτικά προϊόντα της, μέσω της προσέγγισης περιφερειακών ζωνών της παγκόσμιας αγοράς (Νέοι Δρόμου του Μεταξιού). Το ζήτημα είναι ότι αυτές οι απόπειρες ανεβάζουν το επίπεδο της σύγκρουσης ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και την Κίνα. Ακόμα και η πολιτική των “μικρών βημάτων” διαβρώνει την υλική βάση της ιμπεριαλιστικής προσταγής σε παγκόσμιο επίπεδο, και ακόμα περισσότερο σε μια στιγμή όπως η τωρινή, όπου η γενικευμένη κρίση καθιστά σε οξύτερη τη σύγκρουση. Οι εναλλακτικές που διακρίνονται στο βάθος έχουν να κάνουν με το αν η Κίνα θα μπορέσει να αφιερώσει τους πόρους της για την “εσωτερική ανάπτυξη” της ή αν (θέλοντας και μη) θα αναγκαστεί τελικά να τους κάψει μέσα στις διεθνείς αγορές, ώστε να συνεισφέρει στην αποφυγή μιας τεράστιας απώλειας αξίας για το πλασματικό κεφάλαιο (το οποίο ανήκει συντριπτικά σε άλλους). Το ζήτημα έγκειται στο γεγονός ότι η Κίνα δεν μπορεί να απομονωθεί, όπως έκανε στην εποχή του Μάο. Ακόμα και με μια υποτιθέμενη “περιφεροποίηση” της δεν θα μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει περιοχές αυστηρά διαχωρισμένες μεταξύ τους, αλλά το πολύ να δημιουργήσει διάφορα μπλοκ που θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την κατάκτηση καλύτερων θέσεων μέσα στην παγκόσμια αγορά, μέσα στην προοπτική μια γενικευμένης πολεμικής σύρραξης.
Όλα αυτά έχουν βαρύτατες συνέπειες για τις ταξικές σχέσεις. Σε αυτό το επίπεδο και για τους προαναφερθέντες λόγους, η δυναμική των πραγμάτων δεν εξελίσσεται μονάχα μεταξύ δυο μονομάχων, με το προλεταριάτο αντιμέτωπο με το Κράτος και τη μπουρζουαζία, αλλά (και ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνουν οι χωρικοί και οι μεσαίες τάξεις των πόλεων) τουλάχιστον μεταξύ τριών, εξαιτίας της ανυπέρβλητης εξωτερικής ιμπεριαλιστικής παρουσίας και πίεσης. Αυτό είναι κάτι που πιθανότατα (άλλα όχι εντελώς) αποκλείει το γεγονός μιας ανάπτυξης της πάλης των τάξεων από πλευράς των Κινέζων προλετάριων, η οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί άμεσα σε έναν εσωτερικό και διεθνή ξεσηκωμό ενάντια στο σύστημα, μονάχα μέσα από την ανάπτυξη -και στη Δύση- μιας βαθιάς ρωγμής ενάντια στην κοινωνική ειρήνη. Γι’ αυτό το λόγο και μέσα από την επανεκκίνηση των κοινωνικών δυναμικών που αναστατώνουν τις υπάρχουσες δομές, μπορεί να υποτεθεί ένα πέρασμα, ή μάλλον καλύτερα μια διαδρομή δημοκρατικών διεκδικήσεων, με ιδιαίτερα διαφορετικό το ταξικό αποτύπωμα που αφήνει στις διάφορες περιπτώσεις. Είτε όμως και μια άλλη διαδρομή, με την έννοια της πολιτικής και οικονομικής φιλελευθεροποίησης, συμβατής με τα δυτικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα: η μετατροπή του συγκεντρωτικού και εθνικιστικού κινέζικου Κράτους σε ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό Κράτος που θα παραιτηθεί κάθε δικαιώματος για παρεμβάσεις από τα πάνω για μια εθνική ανάπτυξη, δίνοντας το ελευθέρας στη δράση εκείνων των κεφαλαίων και εκείνων των ανταγωνιζομένων μεσαίων τάξεων, οι οποίες θα προσελκύονταν έτσι από τα (αρκετά πιο) ελκυστικά δυτικά χρηματοπιστωτικά κέντρα. Έτσι προκύπτουν και οι απόπειρες χρωματιστών επαναστάσεων τύπου Χονγκ Κονγκ, οι ελιγμοί για το Θιβέτ και την περιοχή της Σιντσιάνγκ κλπ. Είτε ακόμα και μια διαδρομή με την έννοια του εκδημοκρατισμού ενός καπιταλιστικού Κράτους που έχει φτάσει στην ωριμότητα του, με μια διευρυμένη εσωτερική αγορά που είναι σε θέση να υποστηρίξει τα αστικά συμφέροντα χωρίς να είναι πλέον αναγκαία η κρατική (αυστηρά συγκεντρωτική) καθοδήγηση, αλλά και ικανή (τώρα πια) να τεθεί “στα ίσια” απέναντι στους διεθνείς ανταγωνιστές της. Πιθανότατα αυτή να είναι και η μακροπρόθεσμη προοπτική που τίθεται υπό τη σημερινή κομμουνιστική διεύθυνση, που αντικειμενικά είναι δύσκολα εφαρμόσιμη. Ή τέλος, μια διαδρομή με την έννοια μιας προλεταριακής δραστηριοποίησης που (περνώντας αρχικά μέσα από μια άμυνα για την υπεράσπιση του καθαυτού ταξικού συμφέροντος, του εθνικού καπιταλισμού και της περαιτέρω ανάπτυξης απέναντι στις ιμπεριαλιστικές πιέσεις) αποδεσμεύεται προχωρώντας με άλματα, προς τους δικούς της ταξικούς και διεθνιστικούς σκοπούς, προς μια δική της διεκδίκηση της εξουσίας. Κάτι που δεν θα είναι εφικτό, το επαναλαμβάνω, χωρίς πρώτα να έχει προκύψει και μια σοβαρή ταξική προλεταριακή επανεκκίνηση στην ίδια τη Δύση, χάρη και στην αντανάκλαση που αποκτάει κι εδώ η ταξική αντίσταση (ακόμα και μέσα στο εσωτερικό πλαίσιο του εθνικού καπιταλισμού) που εκδηλώνεται εκεί. Προς το παρόν, είναι δύσκολο να υποτεθεί κάτι παραπάνω από κάτι σαν κι αυτό.
3) Μέσα από τη διασύνδεση (που σήμερα πλέον είναι πολύ βαθύτερη από όσο ήταν στο παρελθόν) της τοπικής καπιταλιστικής ανάπτυξης με την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση, ο λεγόμενος Τρίτος Κόσμος θρυμματίστηκε και διαλύθηκε πολιτικά (και μαζί του και η ιδεολογία του). Μιλώντας χοντρικά, μπορούμε να διακρίνουμε δυο στρατόπεδα. Μια σειρά κρατών που (μέσα από μια αποκλειστικά καπιταλιστική οπτική) δοκιμάζουν μια διαδρομή μεγαλύτερης εθνικής αυτονομίας σε σχέση με τον ιμπεριαλισμό του δολαρίου, βρίσκοντας συχνά ανταπόκριση από την πλευρά της Κίνας και της Ρωσίας (σχετικά με αυτή τη χώρα που είναι τόσο σημαντική για τις παγκόσμιες στρατηγικές εξελίξεις, δεν είναι δυνατό να σταθούμε εδώ ιδιαίτερα). Πολλά από αυτά τα κράτη βρίσκονται επάνω στις γεωπολιτικές συνοριογραμμές και δοκιμάζουν να διαδραματίσουν έναν πιο αυτόνομο τοπικό ρόλο (Τουρκία, Ιράν, Νότια Αφρική, Βραζιλία, Αργεντινή και με την Ινδία σε μια πιο διφορούμενη θέση. Η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, το Μεξικό κα, για γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους βρίσκονται υπό τον αστερισμό των ΗΠΑ). Το δομικό πρόβλημα που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν (ή είναι αναγκασμένες να αντιμετωπίσουν στο μέλλον) αυτές οι χώρες έγκειται στο γεγονός ότι η επέκταση της μισθωτής εργασίας δεν επιτεύχθηκε στο βαθμό που ελπιζόταν με την αποαποικιοκρατία, δηλαδή με το σχηματισμό εθνικών κεφαλαίων με άμεση πρόσβαση στην παγκόσμια αγορά, κυρίως μέσω της αποτοπικοποίησης των δυτικών φιρμών, που διατηρούν το μεγαλύτερο μερίδιο της παραγόμενης υπεραξίας. Επομένως, συχνά πυκνά, τα περιθώρια για εργοδοτικές υποχωρήσεις είναι σχεδόν μηδενικά. Ούτε οι εργατικοί αγώνες μπορούν να είναι και τόσο καθοριστικοί για τις αποφάσεις των δυτικών παραγγελιοδοτών, που μπορούν να μεταφέρουν την παραγωγή τους αλλού. Το ζήτημα επομένως από οικονομικό γίνεται πολιτικό, ανακαλώντας το Κράτος ως το μοναδικό υποκείμενο που έχει την εξουσία σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια αλλά και τη δυνατότητα για μια διεθνή παρέμβαση. Οι προλετάριοι ζητάνε από το Κράτος νομοθετικά μέτρα βελτίωσης των συνθηκών εργασίας αλλά και μέτρα ενός [welfare] κοινωνικού κράτους. Τα εν λόγω κράτη όμως, δεν έχουν καμία πιθανότητα άσκησης επιρροής στους βαθύτερους κανόνες των διεθνών αγορών. Έτσι, απομένει μια δυνατότητα: ο δανεισμός στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, με μια (ως επί το πλείστον βραχυπρόθεσμη) ροή κεφαλαίων μέσα από το λεγόμενο καυτό χρήμα [hot money], εκείνο που (με την πρώτη ένδειξη εσωτερικής ή διεθνούς αστάθειας) είναι πάντοτε έτοιμο να πετάξει για αλλού.
Έπειτα υπάρχει το (ξεκάθαρα πλειοψηφικό) στρατόπεδο των λεγόμενων υπανάπτυκτων χωρών που δεν είναι ικανές να συγκροτήσουν κοινωνικά-πολιτικά μέτωπα και διεθνείς συμμαχίες στην κατεύθυνση μιας πιο αυτονομημένης (από τον ιμπεριαλισμό) ανάπτυξης. Ακριβώς γι’ αυτό υπόκεινται (ενώ νομίζουν ότι ευνοούνται από) μια εντεινόμενη εξάρτηση, ακόμα και υπό τον κίνδυνο του διαμελισμού τους. Δεν πρόκειται όμως μονάχα για την κλασσική εξαρτημένη μπουρζουαζία. Η καλλιέργεια προσδοκιών προς τη Δύση αφορά πλατιά στρώματα της μεσαίας τάξης και της “υπό διαμόρφωση μεσαίας τάξης”, τους εγγράμματους νέους, ακόμα και τους προλετάριους και τους ημι-προλετάριους, οι οποίοι (ενώπιον της πασιφανούς αποτυχίας των μεταποικιακών προσπαθειών) δείχνουν να έχουν “μεταβολίσει” την νεοαποικιακή εξάρτηση και επομένως να εντοπίζουν τις πηγές της εξαθλίωσης τους σε αποκλειστικά ενδογενείς παράγοντες (διαφθορά, πολιτικός νεποτισμός κλπ). Η δυτική διείσδυση έχει ακόμα μπροστά της δρόμο, όχι τόσο για την άσκηση της ήπιας ισχύος [soft power] της, όσο εξαιτίας των βαθύτερων υλικών αιτίων της, οι οποίες και συνδέονται με τον (πλέον ανεπίστρεπτο) συσχετισμό που έχει υπάρξει σε αυτές τις χώρες, μεταξύ της ιμπεριαλιστικής αρπαγής και των εσωτερικών καπιταλιστικών μηχανισμών που έχουν εισβάλει βαθιά μέσα σε αυτές τις κοινωνίες. Αυξάνονται ή φαίνεται να αυξάνονται οι δυνατότητες για πλουτισμό ή για αύξηση του εισοδήματος, μέσα από την οικειοποίηση των απαραίτητων γνώσεων και τη δυνατότητα για μια ατομική βουτιά στο αρχιπέλαγος του πλασματικού κεφαλαίου. Έτσι, η “απελευθέρωση” εννοείται μέσα από τη αξιοκρατική διεκδίκηση της δυτικής ιδεολογίας των πολιτών [cittadinismo] και όχι σαν η ανατροπή των εσωτερικών και των διεθνών κοινωνικών και οικονομικών εποικοδομημάτων. Η δημοκρατία διεκδικείται ενάντια στα εμπόδια των μεταποικιακοκρατικών καθεστώτων και όχι (ταυτόχρονα) ενάντια και στη Δύση. Ως προς αυτό, εμβληματική υπήρξε η Αραβική Άνοιξη και η -εντελώς αντεστραμμένη από τη Δύση- κατάληξη της, καθώς επίσης οι ψευδαισθήσεις και οι απατηλές προσδοκίες που τρέφουν οι “πρόσφυγες” που προέρχονται από την Αφρική, τα πρόσφατα γεγονότα με τις κινητοποιήσεις στο Λίβανο, το Ιράκ και το Ιράν. Εν τέλει, αυτές είναι οι υλικές βάσεις των έγχρωμων επαναστάσεων, οι οποίες (παρά τις ξεκάθαρες δυσκολίες των ΗΠΑ) απέχουν πολύ από την εξάντληση τους.
Μέσα σε αυτά τα δυο εξωδυτικά στρατόπεδα (τα οποία δεν είναι σε καμία περίπτωση διαχωρισμένα μεταξύ τους από κάποιο…σινικό τείχος), η καρδιά του προβλήματος εντοπίζεται στην τεράστια δυσκολία για μια επαναδιατύπωση της διασύνδεσης που υπάρχει ανάμεσα στον κοινωνικό αγώνα ενάντια στους μηχανισμούς του (μπλοκαρισμένου, στρεβλού και ετεροκαθοριζόμενου) εσωτερικού καπιταλισμού και του αγώνα ενάντια στην ιμπεριαλιστική καταπίεση. Αυτή η διασύνδεση είναι πλέον πιο άμεση και δεσμευτική από όσο ήταν στο παρελθόν, όμως ταυτόχρονα έγινε λιγότερο ορατή για τις μάζες αυτών των χωρών, τόσο λόγω της διείσδυσης των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών όσο και εξαιτίας της εξασθένισης της φιλοδοξίας για ένα εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο, η οποία (ορθά ή λανθασμένα) είχε συνοδεύσει και υποστηρίξει τους αντιαποικιοκρατικούς αγώνες του παρελθόντος. Πράγματι, αυτοί οι αγώνες δεν είχαν παραλείψει (όπως συμβαίνει σήμερα) τη σχεδόν άμεση αναγκαιότητα για μια αντικαπιταλιστική διάσταση τους, έχοντας ακόμα (σε αντίθεση με σήμερα) μπροστά τους μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κάποια περιθώρια για μια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη τους. Επιπλέον, ως προς αυτό συνεισφέρει αρνητικά και η υπάρχουσα αδυναμία της ταξικής πάλης στη Δύση. Με λίγα λόγια, αυτό το σύνολο παραγόντων ανοίγει το δρόμο στις Σειρήνες της παγκόσμιας αγοράς, ιδιαίτερα για εκείνους τους κλάδους που προτιμάνε την άμεση πρόσβαση σε αυτή, παρά την εξάσκηση πολιτικών με σκοπό να καθορίσουν την εξουσία της χώρας τους. Πρόκειται για κάτι που ανοίγει ένα χάσμα στο εσωτερικό μέτωπο, ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους αντίπαλους των κρατικών προστατευτικών πολιτικών, το οποίο μπορεί να φτάσει μέχρι του σημείου να προκαλέσει εμφύλιους (κάτι που ο ιμπεριαλισμός αποπειράθηκε ή πέτυχε στη Βενεζουέλα, τη Βολιβία, το Ιράν, το Ιράκ, τον Λίβανο κλπ).
Για να ολοκληρώσω, ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος του κεφαλαίου δεν είναι μια άμεση συνέπεια της παγκοσμιοποίησης του προλεταριάτου και των αγώνων του, αν και (σε αντίθεση ή τουλάχιστον περισσότερο από όσο σε προηγούμενους κύκλους) εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση. Για να είμαστε ξεκάθαροι: αυτό δεν δικαιολογεί καμία τριτοκοσμική ή αντιιμπεριαλιστική ανάγνωση, με την έννοια εκείνου του αστικού αντιιμπεριαλισμού, πάνω στον οποίο δεν μπορεί να βασιστεί καμία βαθιά επαναστατική απόπειρα. Η Κίνα και η Ρωσία δεν έχουν καν τους αριθμούς για να δημιουργήσουν μια δική τους αυτόνομη αγορά, ούτε και για υποθετικές αποσυνδέσεις τους. Άλλωστε αν κάτι τέτοιο ήταν πραγματικά εφικτό θα προκαλούσε άμεσα τον πόλεμο με τη Δύση. Όπως ο σοσιαλισμός έτσι και ο καπιταλισμός δεν είναι εφικτός σε μια μόνο χώρα!
Continue reading →